ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ
ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ
του π. Θεοδωρου ΖΗΣΗ
“Ἐὰν ὁ Μέγας Φώτιος δὲν μᾶς ἐχαρίζετο ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν κρίσιμη περίοδο τοῦ 9ου αἰῶνος, ἡ σημερινὴ μορφὴ τοῦ κόσμου θὰ ἦταν διαφορετικη¨.
1. Παγκοσμίων διαστάσεων τὸ ἔργο τοῦ Φωτίου
Ὁ Μέγας Φώτιος εἶναι μία ἔξοχη, μία σπάνια, μία μεγαλειώδης φυσιογνωμία τοῦ 9ου αἰῶνος. Ὁ αἰώνας αὐτὸς ἔχει χαρακτηρισθῆ, ἰδιαίτερα ἀπὸ δυτικοὺς ἐρευνητάς, ὡς αἰώνας τῆς ἀναγέννησης τῶν κλασσικῶν γραμμάτων.
Ἄλλοι ἐρευνηταὶ διαφωνοῦν μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτό, διότι, ὅπως ὀρθῶς ἰσχυρίζονται, οὐδέποτε στὸ Βυζάντιο ἔπαυσε ἡ καλλιέργεια καὶ ἡ σπουδὴ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παιδευτικῆς καὶ γραμματειακῆς παραδόσεως. Ἂν ὑπάρχει κάποια διαφοροποίηση τὸν 9ο αἰώνα, αὐτὴ συνίσταται στὴν παρουσία καὶ δράση τῆς ἐξαιρετικῆς μορφῆς τοῦ Μεγάλου Φωτίου.
Ὁ Μέγας Φώτιος ἔχει προσδιορίσει τὸ μέλλον ὄχι μόνον τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλὰ καὶ τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, ὅπως ἐλπίζω νὰ φανῆ ἀπὸ τὴν σύντομη ἀνάπτυξη ποὺ θὰ ἐπιχειρήσω.
Ἐὰν ὁ Μέγας Φώτιος δὲν μᾶς ἐχαρίζετο ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν κρίσιμη περίοδο τοῦ 9ου αἰῶνος, ἡ σημερινὴ μορφὴ τοῦ κόσμου θὰ ἦταν διαφορετική. Καὶ σπεύδω νὰ πῶ ἀμέσως, κατοχυρώνοντας αὐτὴν τὴν θέση, ὅτι ἡ πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ σὲ σχέση μὲ τὴν Δύση τῶν Φράγκων σφραγίσθηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ὅπως καὶ ἡ πορεία καὶ ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξη τῶν Σλάβων. Οἱ σλαβικοὶ λαοὶ οφείλουν τὸν πολιτισμό τους, τὴν γλῶσσα τους, τὴν θρησκεία τους σὲ ἐνέργειες καὶ δράσεις τοῦ Μ. Φωτίου, ὁ ὁποῖος ἐσχεδίασε καὶ ἐπραγματοποίησε τὸν ἐκχριστιανισμό τους. Ἡ σθεναρὴ στάση τοῦ Μ. Φωτίου ἔναντι τοῦ πάπα καὶ τῶν Φράγκων, ὅπως θὰ δοῦμε, καὶ ἡ πολιτιστικὴ διεύρυνση τοῦ Βυζαντίου πρὸς τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς δείχνουν τὸ παγκοσμίων διαστάσεων ἔργο τοῦ Μεγάλου Φωτίου. Ἂν ὁ Μέγας Φώτιος δὲν προσέφερε αὐτὰ ποὺ προσέφερε, ἐκινδύνευαν οἱ Ἕλληνες νὰ ἐκλατινισθοῦν, νὰ φραγκέψουν, οἱ δὲ σλαβικοὶ λαοὶ ἢ θὰ ἐξισλαμίζοντο ἢ θὰ ἐξελατινίζοντο, μὲ συνέπεια νὰ εἶναι πολὺ διαφορετικὸς σήμερα ὁ χῶρος τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.
2. Ἡ Εὐρώπη τῶν Φράγκων καὶ τοῦ πάπα
Ὁ αἰώνας τοῦ Φωτίου, ὁ 9ος αἰώνας, ἦταν πολὺ κρίσιμη ἐποχὴ γιὰ τὴν Ρωμιοσύνη τοῦ Βυζαντίου. Μέχρι τότε ὑπῆρχε μιὰ ἑνιαία αὐτοκρατορία, μία ἑνιαία οἰκουμένη, ἡ ἑλληνορωμαϊκὴ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἐκτεινόταν στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλη πολιτικὴ ὀντότητα, ἄλλη πολιτικὴ δύναμη ἱκανὴ νὰ ἀμφισβητήσει τὴν κυριαρχία τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ νὰ διαιρέσει τὴν αὐτοκρατορία. Ἡ ἕνωση ὅμως τῶν φραγκικῶν λαῶν ὑπὸ τὸν Μέγα Κάρολο δημιουργεῖ στὴ Δύση ἕνα νέο ἰσχυρὸ πολιτικὸ κέντρο, μία νέα πολιτικὴ δύναμη. Τὸ 800 μ.Χ. γίνεται στὴ Ρώμη ἀπὸ τὸν πάπα ἡ στέψη τοῦ Μεγάλου Καρόλου ὡς αὐτοκράτορος τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ ἔθνους. Ἡ ἑνιαία αὐτοκρατορία διασπᾶται, τὸ Βυζάντιο ἀποκτᾶ ἰσχυρὸ ἀντίπαλο στὴ Δύση μὲ καταλυτικὲς συνέπειες γιὰ τὴν παγκόσμια ἱστορία.
Ὁ πάπας μέχρι τότε μετεῖχε στὴν ἑνιαία ἑλληνορωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Παρὰ τὶς αὐταρχικὲς καὶ μοναρχικὲς τάσεις ποὺ εἶχαν ἐκδηλωθῆ ἐκ μέρους μερικῶν παπῶν, ἦταν ἁπλῶς ἕνα μέλος τῆς πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, μετέχων ἰσοτίμως στὶς οἰκουμενικὲς συνόδους, ἀκόμη καὶ στὴν ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων τὸ 787. Θεώρησε λοιπὸν κατάλληλη τὴν εὐκαιρία, συμμαχῶν μὲ τοὺς Φράγκους, νὰ προωθήσει τὶς μοναρχικὲς ἀξιώσεις του ἐπὶ τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐπιβάλει τὶς περὶ πρωτείου καὶ παγκόσμιας δικαιοδοσίας ἀξιώσεις του.
Ἐπὶ ἀρκετὸ καιρὸ κρατοῦσε ἰσορροπίες ἀνάμεσα στὰ δύο ἰσχυρὰ πολιτικὰ κέντρα τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῶν Φράγκων, μέχρι, ποὺ τελικῶς, ὅπως πειστικὰ ἔχει ἀναπτύξει στὰ βιβλία του ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὑπέκυψε στοὺς Φράγκους, καὶ ἔτσι οὐσιαστικῶς ὅλος ὁ δυτικὸς κόσμος, καὶ ἡ Ρώμη, ἐφράγκεψαν, ἐτέθησαν ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Γερμανῶν Φράγκων. Αὐτὸ ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς εὐρωπαϊκοὺς προβληματισμούς, γιὰ τὸ εὐρωπαϊκὸ γίγνεσθαι σήμερα, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἕνα ἀντίπαλο ἰσχυρὸ πολιτικὸ κέντρο, ὅπως ἦταν τότε ἡ κοσμοκράτειρα Κωνσταντινούπολη. Ἴσως ἡ Ὀρθόδοξη Μόσχα θὰ ἠμποροῦσε σήμερα νὰ παίξει αὐτὸν τὸν ρόλο.
Ἡ τότε στάση τοῦ Μεγάλου Φωτίου ἀπέναντι στὰ δύο μεγάλα κέντρα ἐξουσίας ποὺ ὑπῆρχαν στὴ Δύση, ἕνα πολιτικὸ καὶ ἕνα ἐκκλησιαστικό, πρέπει νὰ προσδιορίζει καὶ τὴν δική μας πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ στάση, ἂν θέλουμε νὰ διαφυλάξουμε τὴν πολιτιστικὴ καὶ πνευματική μας ἰδιοπροσωπία, μολονότι φαίνεται ὅτι ἡ ἔνταξή μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη τῶν Φράγκων ἔγινε χωρὶς κανένα ὅρο, καὶ ἤδη οἱ ἀφομοιωτικὲς διαδικασίες ἔχουν ἀρχίσει νὰ λειτουργοῦν εἰς βάρος μας. Σήμερα καμαρώνουμε ὅλοι, διότι ἐγίναμε μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης καὶ θεωροῦμε ὅτι ἡ Δύση εἶναι ὁ φυσικὸς ζωτικός μας χῶρος. Ἀπὸ αὐτὸν ὅμως τὸν χῶρο εἰσέρχονται στὸν δικό μας χῶρο, εἴτε ἐπίσημα μὲ τὴν νομοθεσία, εἴτε ἀνεπίσημα, λόγω τῶν ἀναγκαίων ἐπαφῶν, νοοτροπίες, μέτρα, ἤθη καὶ ἔθιμα, στὴν παιδεία καὶ στὴν καθημερινότητα, τὰ ὁποῖα ἀλλοιώνουν καὶ ἐξασθενοῦν τὶς δικές μας πολιτιστικὲς παραδόσεις. Σκέφθηκε ποτὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους πολιτικούς μας, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων στεροῦνται ἀκραιφνοῦς ἱστορικῆς παιδείας, πῶς ἐνήργησαν σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις οἱ μεγάλοι ἄνδρες τοῦ Γένους καὶ κατόρθωσαν νὰ διασώσουν τὸν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ὄντως καὶ ἀληθῶς μέγας, εἶναι ὁ Φώτιος; Θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια πῶς διαμόρφωσε τὴν στάση του, τελείως διαφορετικὴ καὶ ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπὸ τὴ στάση τῆς σημερινῆς πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας.
3. Ἡ εἰκονομαχικὴ Μεταρρύθμιση περιελάμβανε καὶ τὸν ἀποχριστιανισμὸ τῆς παιδείας
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀντιπαράθεση αὐτὴ τῶν τριῶν κέντρων ἐξουσίας, δηλαδὴ Κωνσταντινούπολης, Ρώμης καὶ Φράγκων (Ἄαχεν), τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Φωτίου χαρακτηρίζουν καὶ οἱ καταστροφικὲς συνέπειες τῆς Εἰκονομαχίας, τὴ δεύτερη φάση τῆς ὁποίας, στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 9ου αἰῶνος, ἐπρόλαβε νὰ βιώσει ὁ Φώτιος. Εἶναι πολὺ γνωστὸ ὅτι ὁ πολιτικὰ πρωταίτιος τῆς Εἰκονομαχίας αὐτοκράτωρ Λέων Γ’, ὁ Ἴσαυρος, λόγω τοῦ ὅτι οἱ μοναχοὶ ἀποτελοῦσαν τὴν βασικὴ δύναμη ἀντιδράσεως, ὡς ὑπέρμαχοι τῶν ἱερῶν εἰκόνων, προσέδωσε στὴν παιδεία κοσμικὸ χαρακτήρα μὲ ἀνάλογες μεταρρυθμίσεις στὸ Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως. Θέλησε νὰ ἀποεκκλησιαστικοποιήσει, νὰ ἀποχριστιανίσει τὴν παιδεία καὶ τὴν αὐτοκρατορία, νὰ τὴν ἐκκοσμικεύσει, ὥστε νὰ παύσουν οἱ μοναχοὶ νὰ ἐπηρεάζουν πνευματικὰ τοὺς πιστούς, πρᾶγμα ποὺ ἐπετεύχθη πολὺ ἀργότερα στὴ Δύση μὲ τὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὴν Ἀναγέννηση, ἰδιαίτερα δὲ μετὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ τὴν ἐγκαθίδρυση κοσμικῶν κρατῶν, παντελῶς χωρισμένων ἢ καὶ ἐχθρικῶν πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἡ παιδεία στὸ Βυζάντιο μέχρι τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας εἶχε διπλὸ χαρακτήρα, ὅπως εἶχε προσδιορισθῆ ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας. Ἦταν ἑλληνικὴ καὶ χριστιανικὴ συγχρόνως. Στὰ σχολεῖα τῆς Ρωμιοσύνης, τοῦ Βυζαντίου, διδάσκονταν ἀδιαιρέτως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες συγγραφεῖς καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Λέων Ἴσαυρος, λοιπόν, θέλησε νὰ δώσει μία «προοδευτικὴ» κατεύθυνση στὸν πολιτισμὸ καὶ στὴν παιδεία, ὅπως ἐπιθυμοῦν νὰ δώσουν «προοδευτικὴ» κατεύθυνση καὶ οἱ νεώτεροι εἰκονομάχοι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, οἱ σύγχρονοι «προοδευτικοί». Θέλησε νὰ προσδώσει περισσότερο κοσμικὸ χαρακτήρα στὴν παιδεία. Καὶ ὅπως σήμερα γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἔξοδο τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας, νὰ μὴ διδάσκονται ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἀρχὲς τῆς πίστεως, περίπου τὸ ἴδιο εἶχε ἀποφασίσει ὁ Λέων Ἴσαυρος τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας. Ἐξεδίωξε τοὺς Χριστιανοὺς καθηγητὰς ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπως εἶχε κάνει σὲ εὐρύτερη κλίμακα, σὲ ὅλα τὰ σχολεῖα, τὸν 4ο αἰώνα ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, τοῦ ὁποίου τὰ σχέδια εὐτυχῶς δὲν εὐδοκίμησαν, διότι ἐκυριάρχησε μετὰ τὸν θάνατό του ἡ παιδευτικὴ γραμμὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκράτησαν τὴν παιδεία μας ἑλληνικὴ καὶ χριστιανικὴ συγχρόνως, τὰ ὑγιῆ στοιχεῖα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παιδευτικῆς παραδόσεως συνταιριασμένα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Τὴν περίοδο λοιπὸν αὐτὴ ποὺ ἡ παράδοση τῆς παιδείας ἀμφισβητεῖται, γεννιέται καὶ ἀναπτύσσεται ὁ Μέγας Φώτιος. Οἱ συγγενεῖς του ἦσαν φίλοι τῶν ἁγίων εἰκόνων· ὁ πατριάρχης Ἅγιος Ταράσιος ποὺ συνεκάλεσε τὴν ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν θεῖος του, ἀδελφὸς τοῦ πατρός του, ἐνῶ ἀμφότεροι οἱ γονεῖς του εἶχαν διωχθῆ ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλῖμα διαμορφώνει ὁ Μέγας Φώτιος τὴν δική του στάση ἀπέναντι στὴν παιδεία.
4. Τὸ τριπλὸ μεγαλεῖο τοῦ Φωτίου
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς παράγοντες, τὴν αὐτονόμηση δηλαδὴ τῆς Δύσεως καὶ τὸ εἰκονομαχικὸ κίνημα, ἐμφανίζεται καὶ ἕνας τρίτος παράγων ποὺ συνυπολογίζεται ἀπὸ τὸν Μέγα Φώτιο στὴν διαμόρφωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς του πολιτικῆς· πρόκειται γιὰ τὴν ἐδαφική, τὴν γεωγραφικὴ συρρίκνωση τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν Ἀράβων τὸν 7ο αἰώνα, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς ἀποσποῦσαν ἀνατολικὲς ἐπαρχίες ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορία καὶ ἐγκαθιστοῦσαν τὴν νέα θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, τὸ Ἰσλάμ.
Ἐπιχειρεῖται, λοιπόν, ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς Φράγκους ἡ διεκδίκηση τῆς ἑνιαίας αὐτοκρατορίας, ἡ ἀμφισβήτηση τῆς οἰκουμενικότητος τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπιδιώκουν νὰ πάρουν αὐτοὶ τὴν παγκόσμια ηγεμονία, ἔχοντας συνεπίκουρο καὶ τὸν πάπα, ὁ ὁποῖος στηριζόμενος τώρα πολιτικὰ στους Φράγκους ἀποτολμᾶ ἐκκλησιαστικὴ διείσδυση σὲ ἔδαφος τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ ἀποστολὴ Φράγκων ἱεραποστόλων στὴν Βουλγαρία, ἡ ὁποία μόλις πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια εἶχε ἐπισήμως δεχθῆ τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη (864). Ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ἐπίσης ἡ αὐτοκρατορία ὑφίστατο συρρίκνωση ἐκ μέρους τῶν Ἀράβων, ὅπως εἴπαμε.
Πολλοὶ ἐρευνηταὶ βλέπουν ὅτι αὐτὴν τὴν ἐπιβολὴ καὶ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἀπὸ τὴν Δύση τὴν ἀντιμετώπισε μὲ μεγαλοφυῆ σχεδιασμὸ ὁ Μ. Φώτιος, ὥστε νὰ ἀναπληρωθοῦν οἱ ἀπώλειες ζωτικοῦ χώρου, ἐδαφικῶς καὶ πολιτιστικῶς. Ἰθύνων νοῦς αὐτοῦ τοῦ σχεδιασμοῦ ἦταν ὁ Μ. Φώτιος. Καὶ ἐπειδὴ τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μου εἶναι τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ προσφορὰ τοῦ Μεγάλου Φωτίου, αὐτὰ ἐκδηλώθηκαν σὲ τρεῖς βασικοὺς τομεῖς, τριπλασιάζοντας ἔτσι τὴν προσφορά του, διότι καὶ ἡ ἐπιτυχία σὲ ἕνα μόνον ἀπὸ τοὺς τρεῖς τομεῖς θὰ ἀρκοῦσε γιὰ νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς μέγας ὁ Φώτιος. Ὁ Φώτιος λοιπὸν ἦταν μέγας α) ὡς ἐκκλησιαστικοπολιτικὸς ἡγέτης β) ὡς φιλόλογος καὶ γ) ὡς θεολόγος.
Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια, τὸ 1991, γιορτάσαμε διορθοδόξως καὶ διεπιστημονικῶς τὰ 1100 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Μεγάλου Φωτίου († 891). Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐπετείου συνεκλήθησαν ἀπὸ διαφόρους φορεῖς, ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πανεπιστημιακούς, συμπόσια καὶ συνέδρια, στὰ ὁποῖα παρουσιάσθηκαν δεόντως τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου. Στὴν Θεσσαλονίκη ὀργανώθηκαν δύο ἐπιστημονικὰ συνέδρια: ἕνα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, στὰ πρακτικὰ τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν ἀναφορὲς στὴν μνημονευθεῖσα τριπλὴ προσφορὰ τοῦ Φωτίου1 καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὸ Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τὸ ὁποῖο εἶχε ὡς θέμα τοὺς δύο μεγάλους ἀρχιεπισκόπους Κωνσταντινουπόλεως, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο καὶ τὸν Μέγα Φώτιο: «Μνήμη Ἁγίων Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Μεγάλου Φωτίου, ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως» (14-17 Ὀκτωβρίου 1993)2. Ὅταν λοιπὸν τότε, τὸ 1993, ὡς πρόεδρος τοῦ Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν παρουσίαζα στὴν Μεγάλη Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου τὸ συνέδριο, ἔκανα τὴν ἑξῆς συνοπτικὴ ἀναφορὰ στὴν προσφορὰ καὶ στὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Φωτίου:
«Μισὴ χιλιετηρίδα χωρίζει αὐτὲς τὶς δύο μεγάλες μορφὲς τοῦ Βυζαντίου, τὸν ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο († 391) καὶ τὸν Μέγα Φώτιο († 891). Ὁ ἕνας ζῆ στὴν ἀρχὴ τῆς θεμελιώσεως τοῦ βυζαντινοῦ κράτους, σὲ ἐποχὴ ἐκρηκτικῆς πνευματικῆς καὶ θεολογικῆς ἀνθήσεως, τῆς ὁποίας εἶναι συντελεστὴς μαζὺ μὲ ἄλλες μεγάλες μορφὲς ἁγίων καὶ πατέρων. Ὁ ἄλλος ζῆ σὲ περίοδο ποὺ ἡ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία ἔχει φθάσει στὸ ἀπόγειο τῆς δυνάμεως καὶ τῆς αἴγλης, μὲ ἰσχυρὴ καὶ ἐλκυστικὴ ἀκτινοβολία, τὴν ὁποία ἐκμεταλλεύεται ἀφ’ ἑνὸς γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στοὺς Σλάβους καὶ ἀφ’ ἑτέρου γιὰ τὸν αὐτοπροσδιορισμό της ἀπέναντι στὴ Δύση, ποὺ ἀμφισβητεῖ τὴν οἰκουμενικότητά της καὶ ἐπιδιώκει πνευματικὴ αὐτονόμηση. Ἐκφραστὴς αὐτῆς τῆς αὐτοσυνειδησίας ὁ πατριάρχης Φώτιος κυριαρχεῖ θεολογικὰ τὸν 9ο αἰῶνα καὶ συμπληρώνει τὴν τριάδα τῶν πατέρων ποὺ ὀνομάσθηκαν μεγάλοι, καταστὰς ὄντως Μέγας, μαζὺ μὲ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὁ Μέγας Φώτιος, μετὰ ἀπὸ πέντε αἰῶνες, ἀνώτερος κρατικὸς ἀξιωματοῦχος καὶ καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας, κατέστη ὠς πατριάρχης ὁ ἐνσαρκωτὴς καὶ προγραμματιστὴς τῆς οἰκουμενικῆς προοπτικῆς τῆς αὐτοκρατορίας καὶ συγχρόνως μέγας θεολόγος καὶ μέγας ἀνθρωπιστής. Ἡ ἐκκλησιαστική του πολιτικὴ μὲ τοὺς δύο προγραμματικούς της στόχους, τὴν ἱεραποστολικὴ ἐξόρμηση πρὸς τοὺς Σλάβους καὶ τὴν παρεμπόδιση τῶν παπικῶν διεκδικήσεων στὴν Ἀνατολή, δημιούργησε τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν αἴγλη τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τὴν ἐπιβίωσή της ἐπὶ πεντακόσια ἀκόμη χρόνια. Ἡ θεολογικὴ δεινότης τοῦ ἁγίου Φωτίου, ἐμφανὴς εἰς ὅλα τὰ θεολογικά του ἔργα, κορυφώνεται στὸ Περὶ Ἁγίου Πνεύματος ἔργο του, ποὺ προσδιώρισε τὴν πνευματολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καθ’ ὅλους τοὺς μετέπειτα αἰῶνες. Δὲν ὑστερεῖ καθόλου ἡ φιλολογικὴ καὶ φιλοσοφική του προσφορά, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐνασχόληση τῶν φιλολόγων μὲ τὸ τεράστιο φιλολογικό του ἔργο καὶ ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμό του ὠς μεγάλου ἀνθρωπιστοῦ. Ἀπάντησε ἔτσι δημιουργικὰ ὁ Φώτιος στὶς ἱστορικὲς προκλήσεις τῶν καιρῶν του, ποὺ εἶχαν ὠς στόχο τὴν γεωγραφικὴ καὶ πνευματικὴ συρρίκνωση τῆς αὐτοκρατορίας· μὲ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο διεύρυνε τὰ ὅρια ἐπιρροῆς τοῦ Βυζαντίου, ἐνῶ μὲ τὸ θεολογικὸ καὶ ἀνθρωπιστικὸ ἐνίσχυσε τὰ πνευματικὰ θεμέλια καὶ τὴν ἀκτινοβολία τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ. Ὡδήγησε ἔτσι τὴν Ἐκκλησία στὴν ἐνδοξότερή της ἐποχὴ μέσα σὲ ἕνα ἀκμαῖο καὶ ἰσχυρὸ χριστιανικὸ κράτος. Εἶναι λοιπὸν τρισδιάστατο τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἁγίου Φωτίου· μέγας ὡς θεολόγος, μέγας ὡς ἐκκλησιαστικὸς πολιτικὸς καὶ μέγας ὡς ἀνθρωπιστής»3.
α) Ὁ Μ. Φώτιος ὡς φιλόλογος καὶ ἀνθρωπιστὴς
Σχετικὰ μὲ αὐτὲς τὶς τρεῖς πλευρὲς τῆς δραστηριότητος τοῦ Φωτίου ὡς φιλολόγου, ὡς θεολόγου και ὡς ἐκκλησιαστικοῦ πολιτικοῦ θὰ παρουσιάσω μερικὰ στοιχεῖα. Ἐν πρώτοις τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ τὸν Φώτιο μεγάλο φιλόλογο; Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Β. Τατάκης γράφει ὅτι τὸν Φώτιο τὸν διεκδικοῦν περισσότερο οἱ φιλόλογοι παρὰ οἱ θεολόγοι, ὅτι ἔχει μεγαλύτερη σημασία ὡς φιλόλογος παρὰ ὡς θεολόγος4. Ὁ Μέγας Φώτιος ἦταν κάτοχος μιᾶς ἐξαιρετικῆς, μιᾶς μοναδικῆς σοφίας καὶ γνώσης, γιὰ τὴν ὁποία προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ καὶ τὸν ἔπαινο ἀκόμη καὶ τῶν ἐχθρῶν καὶ ἀντιπάλων του. Πρὶν γίνει πατριάρχης ἐδίδασκε καὶ σὲ ἰδιωτικὴ σχολὴ ποὺ εἶχε ὀργανώσει στὴν οἰκία του, ἀλλὰ καὶ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας. Ἐδίδασκε γραμματική, φιλοσοφία, λογική, διαλεκτική, ἀκόμη καὶ μαθηματικὰ5. Μὲ πολλὴ στενοχωρία ἐγκατέλειψε αὐτὴν τὴν ἐκπαιδευτικὴ δραστηριότητα, ποὺ τοῦ ταίριαζε καὶ τὴν ἀγαποῦσε, γιὰ νὰ ἀνέλθει, πιεζόμενος, στὴν ἡλικία τῶν σαράντα ἐτῶν στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ὑπερφίαλο πάπα Νικόλαο, ὁ ὁποῖος τὸν κατηγοροῦσε ὅτι ἀνῆλθε «ἀθρόον» εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἔγινε δηλαδὴ ἐκ λαϊκῶν ἀμέσως ἐπίσκοπος, διελθὼν ταχέως τοὺς ἱερατικοὺς βαθμούς, γράφει ὅτι δὲν εἶχε κανένα λόγο, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ γράμματα, τὸ χῶρο τῆς παιδείας, καὶ νὰ ἀναλάβει τὸν πολυεύθυνο ρόλο τοῦ πατριάρχου. Γιὰ νὰ δείξει πόσο καρποφόρο καὶ ἀποδοτικὸ ἦταν τὸ ἔργο του στὴν παιδεία, διηγεῖται ὅτι, ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὴν ἰδική του σχολὴ γιὰ νὰ μεταβεῖ στὰ ἀνάκτορα, ὅπου εἶχε ὑψηλὴ πολιτικὴ θέση, τὸν συνόδευαν οἱ μαθηταί του μὲ πίκρα καὶ πόνο, γιατὶ τοὺς ἄφηνε μόνους γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα. Τόση ἕλξη ἀσκοῦσε ὡς διδάσκαλος, ὥστε καὶ ἡ ὀλιγόωρη ἀπουσία του στενοχωροῦσε τοὺς μαθητάς του. Ὅταν δὲ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, ἔβγαιναν ὅλοι νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν καὶ ἐσχημάτιζαν κύκλο γύρω του6. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Φωτίου προῆλθαν μεγάλες προσωπικότητες, ὅπως ὁ αὐτοκράτωρ Λέων Στ’ ὁ Σοφός, οἱ αὐτάδελφοι ἀπόστολοι τῶν Σλάβων Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, ὁ πατριάρχης Νικόλαος Α’ Μυστικός, ὁ Ἀρέθας Καισαρείας κ.ἄ.
Ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς φιλολογικῆς δραστηριότητος τοῦ Φωτίου πολὺ γνωστὰ στοὺς εἰδικοὺς εἶναι δύο ἐξαιρετικά του ἔργα. Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ Λεξικὸ τοῦ Φωτίου, τὸ «Λέξεων Συναγωγή». Μέχρι τῶν μέσων τοῦ 20οῦ αἰῶνος τὸ σπουδαῖο αὐτὸ ἔργο ἐσώζετο ἀποσπασματικῶς σὲ μερικὰ χειρόγραφα. Εὐτυχῶς τὸ 1959 ὁ καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Λίνος Πολίτης ἀνακάλυψε ἕνα χειρόγραφο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικάνορος (Ζάβορδα) στὰ Γρεβενά, τὸ ὁποῖο περιεῖχε ὁλόκληρο τὸ ἔργο, τοῦ ὁποίου τὴν ἔκδοση ἀνέλαβε καὶ πραγματοποιεῖ ὁ καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Χρῆστος Θεοδωρίδης· ἐξεδόθησαν ἤδη δύο τόμοι7. Στὸ Λεξικό του ὁ Μ. Φώτιος συγκέντρωσε ὅλες τὶς δύσκολες λέξεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας τὶς ὁποῖες ἑρμηνεύει ἐτυμολογικὰ καὶ ἐννοιολογικά, γιὰ νὰ διευκολύνει τοὺς μαθητές του, ἀλλὰ καὶ τοὺς μετέπειτα, στὴν ἐνασχόλησή τους μὲ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα.
Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἔργο τοῦ Φωτίου στὸν χῶρο αὐτὸ εἶναι ἡ γνωστὴ «Μυριόβιβλος» ἢ «Βιβλιοθήκη», ὅπως χαρακτηρίσθηκε ἐπαινετικῶς καὶ ὀρθῶς ἀπὸ μεταγενεστέρους. Ὁ ἴδιος ὁ Φώτιος τὸ χαρακτηρίζει ὡς «Ἀπογραφὴ καὶ συναρίθμησις τῶν ἀνεγνωσμένων ἡμῖν βιβλίων». Στὸ ἔργο αὐτὸ ἀναλύει καὶ σχολιάζει διακόσια ὀγδόντα συγγράμματα προγενεστέρων συγγραφέων καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πατερικὴ γραμματεία. Ἡ μεγάλη σημασία αὐτοῦ τοῦ ἔργου, πέραν τῶν ἐκτιμήσεων καὶ σχολίων τοῦ Φωτίου, ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι μᾶς προσφέρει πληροφορίες γιὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἔχουν χαθῆ, καὶ ἑπομένως χωρὶς τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν θὰ ἐγνωρίζαμε οὔτε τὴν ὕπαρξη οὔτε τὸ περιεχόμενό τους.
Στὴ συνάφεια αὐτὴ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὁ καθηγητὴς Β. Τατάκης ἔχει γράψει, πέραν τῶν ἄλλων, καὶ μία μελέτη μὲ τίτλο «Φώτιος ὁ μέγας ἀνθρωπιστής»8. Ἐπειδὴ ὁ ὅρος «ἀνθρωπιστὴς» μπορεῖ νὰ παρεξηγηθῆ, συμπληρώσαμε ἢ διευκρινήσαμε τὶς σκέψεις τοῦ καθηγητοῦ Τατάκη σὲ δικό μας ἄρθρο μὲ τὸν ἐρωτηματικό τίτλο «Ἦταν ὁ Μ. Φώτιος ἀνθρωπιστής;»9. Ἐπειδὴ συνήθως ὡς «ἀνθρωπισμὸς» ἐννοεῖται ἡ στροφὴ πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη μὲ συνακόλουθη ἀπόρριψη τῆς Χριστιανικῆς σκέψεως, καὶ πλειστάκις μὲ ἐχθρικὴ ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας στάση, διευκρινίζουμε ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν ἀνθρωποκεντρικὸ καὶ ἄθεο Οὐμανισμὸ τῆς Δύσεως δὲν ἔχει καμμία σχέση ὁ Μ. Φώτιος· ἦταν χριστιανὸς ἀνθρωπιστὴς στὰ ἴχνη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ὄχι σὰν τοὺς ἀνθρωπιστὰς τῆς εὐρωπαϊκῆς Ἀναγεννήσεως καὶ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ.
β) Ὁ Μέγας Φώτιος ὡς θεολόγος
Ὁ Φώτιος διέπρεψε ὄχι μόνον ὡς φιλόλογος, ἀλλὰ καὶ ὡς θεολόγος. Μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 38 ἐτῶν κανεὶς δὲν πίστευε ὅτι θὰ ἀναμιχθῆ στὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Θεολογίας· ἦταν ἕνας ἐπιτυχημένος κοσμικὸς καθηγητής, κρατικὸς ἀξιωματοῦχος στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ καὶ ἔμπειρος διπλωμάτης. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἀνῆλθε, πιεζόμενος, στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ἦταν φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὰ ἀνακύπτοντα θεολογικὰ προβλήματα. Εἶναι πολυμερὴς καὶ ἐκτεταμένη ἡ θεολογική του παραγωγή, θὰ ἐπισημάνω ὅμως ἐδῶ ὀλίγα ἀπὸ τὴν πλούσια θεολογικὴ προσφορά του. Τὸ σημαντικώτερο εἶναι ὅτι ἐτόλμησε πρῶτος καὶ μόνος, μὲ πολὺ προσωπικὸ κόστος, νὰ ἀντιπαραταχθῆ πρὸς τὴν Φραγκικὴ Θεολογία, ἡ ὁποία πλέον εἶχε ἐπιβληθῆ στὴν παλαιὰ Ρώμη. Οἱ Φράγκοι θεολόγοι τῆς αὐλῆς τοῦ Μ. Καρόλου καὶ τῶν διαδόχων του ἤθελαν νὰ εἶναι καὶ θεολογικὰ ἀνεξάρτητοι καὶ αὐτόνομοι, νὰ μὴν ἀκολουθοῦν τὴν Θεολογία τῆς Ἀνατολῆς στὰ δόγματα, στὴν λατρεία, στὸ δίκαιο, ὅπως ἔπραττε μέχρι τότε η Δύση, ποὺ οὐσιαστικὰ ἦταν μαθήτρια τῆς Ἀνατολῆς. Ἤθελαν νὰ οἰκοδομήσουν δικό τους πολιτισμό, δική τους θεολογία, καὶ αὐτὰ νὰ μεταδώσουν καὶ εἰς ἄλλους λαούς, ὡς ἰσχυρὸ πλέον πολιτικὸ κέντρο. Ὅπως σήμερα ἡ Ἀμερικὴ ἐδημιούργησε δικό της πολιτισμό, τοῦ ὁποίου τᾶ προϊόντα μεταδίδει καὶ εἰς ἄλλους λαούς, τὰ μεταδίδει καὶ σὲ ἐμᾶς, χωρὶς δυστυχῶς νὰ ἀντιδροῦμε, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο οἱ Φράγκοι θέλησαν νὰ εἰσέλθουν καὶ στὸν χῶρο τῆς Θεολογίας. Ἡ ἐπέμβαση αὐτὴ ἔγινε μὲ τὴν υἱοθέτηση καὶ ὑποστήριξη τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», μὲ τὸ γνωστὸ στὰ λατινικὰ «filioque», καὶ μὲ τὴν προσθήκη αὐτῆς τῆς αἱρέσεως στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Καὶ μολονότι ἀκόμη καὶ ὀρθόδοξοι πάπες ἀντέδρασαν στὸ ἐγχείρημα αὐτό, ἐν τούτοις κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Φωτίου θέλησαν νὰ περάσουν αὐτὴν τὴν διδασκαλία καὶ τὴν προσθήκη καὶ στὸ χῶρο τῆς Ἀνατολῆς. Ἔστειλαν ἱεραποστόλους στὴν Βουλγαρία, μολονότι ἐκεῖ προηγουμένως εἶχαν ἐργασθῆ ἱεραπόστολοι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχαν ἐκχριστιανίσει τοὺς Βουλγάρους. Οἱ Φραγκολατῖνοι ἱεραπόστολοι δίδαξαν στοὺς νεοφύτους Χριστιανοὺς τὴν αἵρεση τοῦ filioque καὶ κατήργησαν ὅλα τὰ ἰδικά μας λειτουργικὰ καὶ ἄλλα ἤθη καὶ ἔθιμα, τὰ ὁποῖα ἀπαριθμεῖ ὁ Μ. Φώτιος, ἐνημερώνοντας μὲ ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ τοὺς πατριάρχας τῆς Ἀνατολῆς10. Ὁ Φραγκικὸς πολιτισμὸς ἀπειλοῦσε νὰ ὑποκαταστήσει τὸν Ὀρθόδοξο πολιτισμό.
Εὐτυχῶς βρέθηκε τὴν περίοδο ἐκείνη ἡ ἰσχυρὴ προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Φωτίου, γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὴν διείσδυση τῶν Φράγκων στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία. Συνέγραψε γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ πρῶτος μία καταπληκτικὴ θεολογικὴ πραγματεία μὲ τίτλο «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας». Ἐκφράζεται πολὺ αὐστηρὰ γιὰ τοὺς Φράγκους θεολόγους τοὺς ὁποίους ὀνομάζει «ἄνδρας ἐκ σκότους ἀναδύντας», καὶ ἀνασκευάζει ὅλα τὰ θεολογικά τους ἐπιχειρήματα. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔγινε τὸ βασικὸ θεολογικὸ ἔργο, στο ὁποῖο στηρίχθηκαν καὶ στηρίζονται ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι θεολόγοι στὴν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Παπισμοῦ περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ».
Ἡ θεολογικὴ προσφορὰ τοῦ Μ. Φωτίου δὲν ἐξαντλεῖται βεβαίως στὴν ἀντιπαράθεσή του μὲ τοὺς παπικούς, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὴν ὑμνογραφία, τὴν ὁμιλητική, τὸ κανονικὸ δίκαιο, τὴν ἐπιστολογραφία, τὴν ἑρμηνευτική. Στὰ ἑρμηνευτικά του ἔργα ἀνήκουν τὰ «Ἀμφιλόχια», μία μεγάλη συλλογὴ ἐρωταποκρίσεων, ποὺ γράφτηκε γιὰ τὸν ἐπίσκοπο Κυζίκου Ἀμφιλόχιο, ἐκ τοῦ ὁποίου πῆρε καὶ τὸ ὄνομά της. Ὅ,τι εἶναι ἡ «Μυριόβιβλος» γιὰ τοὺς φιλολόγους εἶναι τὰ «Ἀμφιλόχια» γιὰ τοὺς θεολόγους. Ἀπαντᾶ ὁ Φώτιος σὲ τριακόσια (300) θεολογικὰ ἐρωτήματα, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχουν σχέση μὲ ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
γ) Ὁ Μέγας Φώτιος ὡς ἐκκλησιαστικὸς πολιτικὸς
Ἔκανα προηγουμένως ἐνδεικτικὴ ἀναφορὰ στὴν προσφορὰ τοῦ Μεγάλου Φωτίου ὡς ἐκκλησιαστικοῦ πολιτικοῦ, ἡ ὁποία εἶναι διπλῆ· περιλαμβάνει καὶ τὴν σθεναρή του στάση ἀπέναντι στὴν Εὐρώπη τῶν Φράγκων καὶ τοῦ ἐκφραγκευμένου πλέον Παπισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἱεραποστολικὴ ἐξόρμηση τῆς αὐτοκρατορίας πρὸς τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς τῆς Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης καὶ πρὸς τὴν Ρωσία. Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου εἶναι τεράστιο, συγκρινόμενο μόνον μὲ τὸ ἀνάλογο ἔργο τοῦ πολυπαθοῦς μεγάλου ἐπίσης προκατόχου του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Σλάβων τῆς Μοραβίας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Κύριλλο καὶ Μεθόδιο, τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Ρώσων ἐντάσσεται στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς δραστηριότητος τοῦ Μ. Φωτίου.
5. Κρίσεις περὶ τοῦ Μεγάλου Φωτίου
Πρὶν φθάσω στον Ἐπίλογο, ὅπου θὰ κάνω μερικὲς ἐκσυγχρονιστικὲς ἐκτιμήσεις, θὰ παραθέσω ἐνδεικτικὰ μερικὲς γνῶμες γιὰ τὸν Μέγα Φώτιο, ποὺ δείχνουν κάλλιστα τὸν ἐντελῶς ἐξαιρετικὸ καὶ μοναδικὸ χαρακτήρα τῆς προσφορᾶς του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ φανατικοὶ ἀντίπαλοί του ἀναγνωρίζουν τὰ φυσικὰ καὶ ἐπίκτητα χαρίσματά του, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν γνωστὸ συγγραφέα Νικήτα Δαβὶδ Παφλαγόνα, ὁ ὁποῖος στὸν Βίο τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου γράφει τὰ ἑξῆς, γνωστὰ σὲ ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου:
«Ἦν δὲ οὗτος (ὁ Φώτιος) οὐ τῶν ἀγενῶν τε καὶ ἀνωνύμων, ἀλλὰ καὶ τῶν εὐγενῶν κατὰ σάρκα καὶ λίαν περιφανῶν σοφίᾳ τε κοσμικῇ καὶ συνέσει τῶν ἐν τῇ πολιτείᾳ στρεφομένων εὐδοκιμώτατος πάντων ἐνομίζετο. Γραμματικῆς μὲν γὰρ καὶ ποιήσεως, ρητορικῆς τε καὶ φιλοσοφίας καὶ δὴ καὶ ἰατρικῆς, καὶ πάσης ὀλίγου δεῖν ἐπιστήμης τῶν θύραθεν τοσοῦτον αὐτῷ τὸ περιϊὸν ὡς μὴ μόνον σχεδὸν φάναι τῶν κατὰ τὴν αὐτοῦ γενεὰν πάντων διενεγκεῖν, ἤδη δὲ καὶ πρὸς τοὺς παλαιοὺς αὐτὸν διαμιλλᾶσθαι. Πάντα γὰρ συνέτρεχεν ἐπ’ αὐτοῦ, ἡ ἐπιτηδειότης τῆς φύσεως, ἡ σπουδή, ὁ πλοῦτος, δι’ ὃν αὐτῷ καὶ νύκτες ἄυπνοι περὶ τὴν ἀνάγνωσιν ἐμμελῶς ἐσχολακότι»11. Ὁ διάδοχος ἐπίσης τοῦ μεγάλου ἐχθροῦ τοῦ Φωτίου πάπα Νικολάου Α’, πάπας Ἰωάννης Η’, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐπῆλθε εἰρήνευση στὶς σχέσεις Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως, χωρὶς βέβαια νὰ ἐπιλυθοῦν τὰ σχετικὰ προβλήματα, γράφει περὶ τοῦ Φωτίου σὲ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου: «Ἀναμανθάνομεν γὰρ σχεδὸν παρὰ πάντων τῶν πρὸς ἡμᾶς ἐκ τῶν αὐτόθι φοιτώντων τὸν ἄνδρα πᾶσι προτερήμασι τοῖς κατὰ Θεὸν κομᾶν. Τοῦτο μὲν σοφίᾳ καὶ συνέσει τῇ περὶ τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα πάντων διαφέρειν· τοῦτο δὲ περὶ τὴν ἄλλην πρακτικὴν ἀρετὴν καὶ ἐπιμέλειαν τῶν θείων ἐνταλμάτων ἀνεπαίσχυντον ἐργάτην διαβοώμενον. Καὶ οὐ δίκαιον ἐκρίναμεν εἶναι, τοιοῦτον καὶ τηλικοῦτον ἄνδρα καὶ ἄπρακτον διαμένειν»12.
Ὁ διάκονος καὶ ρήτωρ Ἰωάννης, σχολιαστὴς τοῦ βίου τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Ὑμνογράφου, εὐνοϊκὰ διακείμενος πρὸς τοὺς ἀντιφωτιανοὺς «Ζηλωτὰς» γράφει: «Φώτιος τῆς συγκλήτου βουλῆς ἐτύγχανε τὸ πρωτεῖον ἐπιφερόμενος, διὰ τε τὸ πολὺ τοῦ λόγου καὶ τὸ ὑπερβάλλον τῆς γνώσεως καὶ ἅμα διὰ τὸ δεινὸν τοῦ νοὸς καὶ πρὸς τὸ συνθεῖναι καὶ σκευάσαι ἐπιτήδειον»13.
Ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους μνημονεύουμε ὅσα σημειώνει ὁ ἐκδότης τῶν «Ἀπομνημονευμάτων» τοῦ Σιλβέστρου Συροπούλου γιὰ τὴν σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας R. Greyghton, στὰ ὁποῖα «Ἀπομνημονεύματα» ἔδωσε τὸν εὑρηματικὸ καὶ κατάλληλο τίτλο, Vera Historia unionis non verae inter Graecos et Latinos (= «Ἀληθὴς ἱστορία ἑνώσεως μὴ ἀληθοῦς μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Λατίνων»). Γράφει λοιπὸν περὶ τοῦ Φωτίου: «Γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων μὲ τὰ δικά τους μάτια καὶ ὄχι μὲ τῶν ἄλλων νομίζω ὅτι πρέπει νὰ συμφωνήσουν μαζί μου ὅτι οὐδέποτε σοφώτερος ἐν λόγοις, οὐδὲ περὶ τὴν τῶν πραγμάτων διοίκησιν συνετώτερος, οὐδὲ τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δικαίου ἐπιστημονικώτερος ἄλλος ἐπὶ τὸν θρόνον ἀνέβη, οὔτε πάπας ἐν Ρώμῃ, οὔτε πατριάρχης ἐν Κωνσταντινουπόλει»14. Ὁ Γάλλος ἐπίσης ἀββᾶς Jaeger στὸ ἔργο του Historie de Rhotios (Paris 1854) περιγράφει καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο τὰ τάλαντα τοῦ ἀνδρός: «Ὁ Φώτιος παρὰ τῆς φύσεως ἀθρόα ἔλαβε τὰ κάλλιστα τῶν δώρων, ὅσα ἐπεδαψίλευσέ ποτε αὕτη εἰς ἄνθρωπον θνητόν. Ὕψος διανοίας, βάθος μεγαλοφυΐας, ζωηρότητα πνεύματος, ἐπιμονήν, δραστηριότητα, φιλοδοξίαν καὶ δύναμιν θελήσεως, ἅμα μὲν εὐκαμπτοτέραν τοῦ χρυσοῦ, ἅμα δὲ τοῦ σιδήρου ἀκαμπτοτέραν. Ἐραστὴς ὢν τῶν γραμμάτων ἔνθερθμος διῆγε νύκτας ὅλας περὶ τὴν θεραπείαν αὐτῶν καὶ ἀπέβη ρήτωρ μὲν δεξιός, συγγραφεὺς δὲ ἔγκριτος ἔν τε τῷ πεζῷ καὶ ἐν τῷ ἐμμέτρῳ λόγω καὶ ἐνάμιλλος ἔστιν ὅτε τῶν ἀρχαίων ἀριστοτεχνῶν. Σπουδάσας ὅλας τὰς ἐπιστήμας τοῦ τε κατ’ αὐτὸν αἰῶνος καὶ τῶν προηγουμένων, ἀνεδείχθη καὶ περὶ αὐτὰς παντὸς ἄλλου καθυπέρτερος… Προσθέσατε εἰς ταῦτα ὄψιν εὐειδῆ, σχῆμα ἐμβριθὲς καὶ σῶφρον, ἦθος φαιδρόν, τρόπους προσηνεῖς καὶ ἀπερίττους, λεπτοτάτην εὐπροσηγορίαν, πάντα, ἁπλῶς εἰπεῖν, τὰ ἐξωτερικὰ ἐκεῖνα κοσμήματα, τὰ προσελκύοντα καὶ δελεάζοντα τοὺς ἀνθρώπους δι’ ἀνεκλαλήτου τινὸς χάριτος, καὶ θέλετε ἐννοήσει πῶς τὸ σύμπλεγμα τῶν τοσούτων λαμπρῶν καὶ σπουδαίων προτερημάτων περιεποίησεν εἰς τὸν Φώτιον παράδοξον ἐπὶ πάντων τῶν συγχρόνων ὑπεροχήν, διότι εἶχεν εἰς ὕπατον βαθμὸν τὴν τύχην τοῦ νὰ ἀγαπᾶται ὑπὸ τῶν φίλων καὶ νὰ καθιστᾶ αὐτοὺς πιστοὺς τῶν ἑαυτοῦ συμφερόντων συμμάχους»15.
Ἀπὸ τοὺς νεωτέρους Ἕλληνας ἱστορικοὺς περιοριζόμαστε νὰ ἀναφέρουμε δύο, ἕνα ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς γενικῆς Πολιτικῆς Ἱστορίας καὶ ἕνα ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, καταξιωμένους ἀμφοτέρους καὶ κατέχοντας ἀναμφισβήτητο ἐπιστημονικὸ κῦρος, ἐνῶ ὑπάρχουν πάμπολλοι ἄλλοι ἐπιστήμονες, παλαιότεροι καὶ νεώτεροι, ποὺ ἐκφράζονται μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ Φωτίου. Τὶς γνῶμες τῶν περισσοτέρων ἀπὸ αὐτούς, θετικὲς καὶ ἀρνητικές, συγκέντρωσε σὲ μελέτη του ὁ λόγιος μητροπολίτης Ἡλιουπόλεως καὶ Θείρων Γεννάδιος μὲ τίτλο «Αἱ περὶ τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου κρίσεις τῶν ἀρχαίων καὶ τῶν ἱστορικῶν τῆς ἐποχῆς μας»16. Γράφει λοιπὸν γιὰ τὸν Φώτιο ὁ ἐθνικός μας ἱστορικὸς Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος: «Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ὁ Φώτιος ὑπῆρξεν ἄνθρωπος ἔξοχος. Μεταξὺ τοῦ πρώτου Κωνσταντίνου, τοῦ δόντος ἀφορμήν εἰς τὴν ἵδρυσιν τοῦ ἀνατολικοῦ κράτους, καὶ τοῦ τελευταίου, τοῦ ὁποίου πεσόντος ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τῆς Κωνσταντινουπόλεως συγκατέπεσε καὶ τὸ κράτος ἐκεῖνο, ἐν τῷ διαστήματι ἐτῶν 1000, οὐδὲν ἄλλο ὄνομα διέλαμψε λαμπρότερον ἐπὶ τοῦ ἱστορικοῦ ἡμῶν στερεὼματος ἢ τὸ τοῦ Φωτίου ὄνομα, ὅστις ἐν τῷ μέσῳ ἱστάμενος τῶν δύο Κωνσταντίνων, ὧν ὁ εἷς ἐκπροσωπεῖ τὴν ἀρχήν, ὁ δὲ τὸ ὁριστικὸν τέλος τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὑπὲρ πάντα ἄλλον συνετέλεσεν εἰς τὴν διάπλασιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ τούτου»17. Ὁ ἐκκλησιαστικός, ἐπίσης ἱστορικός, καθηγητὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν (1923-1938) Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, γράφει: «Διὰ τοῦ πολυυμνήτου ἐκείνου ἀγῶνος ὁ Φώτιος ὑπῆρξε νέας ἱστορικῆς ἐποχῆς δημιουργός, ἐν ᾗ ἐξέχει ἡ ἀναλαμπὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος, διὰ τῆς ὁποίας ἐσελαγίσθη ὁ μεσαιωνικὸς Ἑλληνισμὸς πρὸς νέαν καθοδηγηθεὶς πνευματικὴν ζωὴν καὶ ἀνάπτυξιν… Καθὼς ὁ Πλάτων τῶν διαυγῶν καὶ κλασσικῶν ἡμερῶν τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ, οὕτω καὶ ὁ Φώτιος ὑπῆρξε κατὰ τοὺς μέσους χρόνους μέγα τι καὶ κολοσσιαῖον ἀνάστημα, ταμεῖον ἱερὸν τῶν ἑλληνικῶν παραδόσεων καὶ κιβωτὸς τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, βιβλιοθήκη ζῶσα τῆς ἑλληνικῆς σοφίας καὶ ἐπιστήμης… ἥ τε φιλολογία καὶ ἡ θεολογία ἔλαβον παρὰ τοῦ Φωτίου τὴν ἰσχυρὰν παρώθησιν πρὸς τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξιν, δι’ ἧς ἐμορφώθη ὁ νεώτερος Ἑλληνισμός»18.
Ἂς προσθέσουμε, τέλος, καὶ τὴν γνώμη τοῦ νεωτέρου μεγάλου Ἁγίου καὶ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ, ὁ ὁποῖος σὲ μικρὴ μελέτη του μὲ τίτλο «Τίνες οἱ λόγοι τῆς μήνιδος τῶν Δυτικῶν κατὰ τοῦ Φωτίου» συμπεραίνει:
«Ἡ στάσις τοῦ Φωτίου καὶ τὰ ὑπὲρ τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ τῆς ὀρθοδοξίας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας προπύργια τοῦ Φωτίου ἐξησφάλισαν τὴν ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὸ μετὰ ταῦτα, οἱ δὲ κατὰ καιροὺς πρόμαχοι αὐτῆς ἔνθεν ὠχυροῦντο ὄπισθεν τῶν προμαχώνων τούτων, ἑτέρωθεν δὲ ἐλάμβανον τοὺς ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Φωτίου ἀγῶνας ὡς παράδειγμα ἀξιομίμητον. Ἐὰν ἡ Ἀνατολὴ δὲν ὑπετάγη τῇ Δύσει, ὀφείλεται τῷ Φωτίῳ. Διότι ἐὰν ὁ Φώτιος ἐμιμεῖτο τὸν Ἰγνάτιον, δὲν συνεκρότει δὲ τὴν Η’ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἅπασα ἡ Ἀνατολὴ θὰ ὑπετάσσετο τῷ Πάπα. Ὁ Φώτιος, οὐ μόνον ἀνέτρεψε τὰ ἐπὶ Ἰγνατίου γενόμενα καὶ ἔστησε τὸ ἑαυτοῦ ὀρθόδοξον ἵδρυμα, ἀλλὰ καὶ τὴν Βουλγαρίαν αὐτὸς ἔσωσε τῆς ἑτεροδοξίας καὶ ἐὰν οἱ Βούλγαροι διέσωσαν τὴν ὀρθὴν πίστιν, ταύτην ὀφείλουσι τῷ Φωτίῳ. Ἰδοὺ οἱ λόγοι, δι’ οὓς οἱ Παπικοὶ πνέουσι μένεα κατὰ τοῦ Φωτίου. Ἔχουσι δίκαιον, διότι ἐὰν δὲν ὑπῆρχε Φώτιος, ἀληθῶς δὲν θὰ ὑπῆρχε σχίσμα, ἀλλὰ δὲν θὰ ὑπῆρχε καὶ Ἑλληνισμὸς καὶ ὀρθοδοξία, ἀλλὰ θὰ ὑπῆρχε πνευματικὴ δουλεία καὶ φρόνημα θρησκευτικὸν καὶ ἐθνικὸν πεπλανημένον. Ὁ Φώτιος περιέσωσεν ἀμφότερα καταπολεμήσας τὴν Δυτικὴν ἐπιδρομήν»19.
Ἐπίλογος
Ὡς ἐπίλογο ἐπιθυμῶ νὰ κάνω μερικὲς ἐκσυγχρονιστικὲς σκέψεις, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσουν ζωηρά. Ὁ Μ. Φώτιος βλέπει τὴν ἑλληνικὴ παιδεία ἀθροιστικὰ καὶ ἀδιαίρετα, ἑνωτικὰ θὰ λέγαμε, κατὰ τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνος, ὅπως διαμορφώθηκε διαχρονικὰ καὶ κατὰ τὴν προχριστιανικὴ καὶ κατὰ τὴν χριστιανικὴ μακροχρόνια περίοδο. Οἱ οὐτοπικὲς διαιρετικὲς ἀπόπειρες τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου καὶ τοῦ Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστοῦ ἀποκρούσθηκαν ἀπὸ τὴν ἑλληνοχριστιανικὴ πλέον συνείδηση καὶ ἀπέτυχαν. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἔβλαψε, ἀλλὰ ὠφέλησε τὸν Ἑλληνισμό· οὐσιαστικὰ τὸν διέσωσε. Αὐτὸ σήμερα τείνει νὰ ἀγνοηθεῖ καὶ νὰ ἐκλείψει· ἰδιαίτερα τὶς τελευταῖες δεκαετίες καταβάλλονται συντονισμένες καὶ σχεδιασμένες προσπάθειες ἀποχριστιανισμοῦ τῆς παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀπὸ κομματικοὺς κύκλους ἀθέων καὶ ἐκκλησιομάχων, χωρὶς ἀποτελεσματικὴ ἀντίδραση οὔτε ἀπὸ τὰ θεωρούμενα φιλικὰ πρὸς τὴν Ἐκκλησία κόμματα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ ἀφήσουμε νὰ ἀφανισθοῦν ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία μέσα στὸ χωνευτήρι τοῦ Δυτικοῦ τοῦ Φραγκολατινικοῦ πολιτισμοῦ;
Ἡ δεύτερη ἐπισήμανση εἶναι ὅτι δυστυχῶς ἀπέναντι σ’ αὐτὴν τὴν πολιτιστικὴ διείσδυση, σ’ αὐτὴν τὴν πολυποίκιλη ἐμφανῆ καὶ ἀφανῆ πίεση ποὺ ἀσκεῖ ἡ Δύση, ἐδῶ καὶ δεκαετίες, δὲν ἔχουν ἐμφανισθῆ ἡγέτες, πολιτικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοί, μὲ συνείδηση ἱστορικῆς εὐθύνης γιὰ τὴν ἀποτροπὴ αὐτοῦ τοῦ κινδύνου. Πολλοὶ μάλιστα ἐργάζονται ἐνισχυτικὰ πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση. Ὁ Μέγας Φώτιος δὲν ἐπεδίωξε νὰ ἐνταχθῆ στὴν Εὐρώπη τῶν Φράγκων καὶ τοῦ πάπα οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ ἐπιτρέψει τὴν διείσδυση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ στὸ χῶρο τῆς Ρωμιοσύνης. Ἀγωνίσθηκε νὰ ἀποτρέψει αὐτὸν τὸν κίνδυνο καὶ τὰ κατάφερε.
Καὶ τελειώνω μὲ μιὰ τρίτη ἐπισήμανση. Οἱ πρόγονοί μας ἐδημιούργησαν τὸν θαυμάσιο πολιτισμὸ τῆς Ρωμιοσύνης τοῦ Βυζαντίου, κορυφαῖο, μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πολιτισμό. Αὐτὸν τὸν πολιτισμὸ ἐπέλεξαν νὰ ἀσπασθοῦν καὶ νὰ ἀναπτύξουν μὲ τὶς δικές τους σημαντικὲς συμβολὲς οἱ σλαβικοὶ λαοὶ καὶ ἡ Ρουμανία, μὲ συνέπεια, ὅπως διαπιστώνει ὁ Obolensky στὸ ὁμότιτλο ἔργο του, νὰ ὑπάρχει μία «Βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία»20 λαῶν καὶ ἐθνῶν μὲ ἑνωτικὸ στοιχεῖο τὸν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό. Δημιουργὸς ἀρχὴ καὶ ρίζα αὐτῆς τῆς ἰσχυρῆς κοινοπολιτείας εἶναι ὁ Φώτιος. Ἐμεῖς ἀντὶ νὰ ἐνισχύσουμε τοὺς δεσμούς μας μὲ αὐτοὺς τοὺς ὁμοδόξους λαούς, ἔχουμε δυστυχῶς στραμμένα τὰ μάτια μας πρὸς τὴν Δύση, πρὸς τὸν πάπα καὶ πρὸς τοὺς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι διαχρονικὰ μᾶς ἀποδέχονται μόνον ἂν φραγκέψουμε. Παλαιότερα εἶχα γράψει ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο «Φραγκέψαμε»21. Φίλος Ἁγιορείτης μοναχὸς μὲ συνεβούλευσε ὅτι ἴσως καλύτερα θὰ ἦταν ὁ τίτλος νὰ εἶχε καὶ ἐρωτηματικό, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι δὲν ἔχουν ὅλα φραγκέψει, κάτι ἔχει ἀπομείνει. Σήμερα πιστεύω μὲ τὴν ταχύτατη πορεία τῶν πολιτιστικῶν καταστροφικῶν διεργασιῶν ὅτι δὲν χρειάζεται ἐρωτηματικό, ὅτι ὄχι μόνο ἡ παιδεία μας, ἀλλὰ καὶ ἡ θεολογία καὶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὸ κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὸν ἄκριτο φιλοπαπισμό, μὲ τὰ πρωτοφανῆ ἀντικανονικὰ καὶ ἀνορθόδοξα ἀνοίγματα πρὸς τὸ Βατικανὸ καὶ πρὸς τὸ προτεσταντικὸ Παγκόσμιο Συμβοὺλιο Ἐκκλησιῶν, ἔχουν δυστυχῶς φραγκέψει. Πολιτιστικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἀποδεικνυόμαστε ἀνάξιοι κληρονόμοι τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ τοῦ συνόλου τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Διδασκάλων.
____________________________________
- 1. Πρακτικὰ ΙΕ’ Θεολογικοῦ Συνεδρίου «Μέγας Φώτιος», Ιερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1995.
- 2. Θεσσαλονίκη 1994.
- 3. Αὐτόθι, σελ. 27-28. Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρων ἑόρτιος τόμος γιὰ τὰ 1100 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Φωτίου ἑτοιμάσθηκε ἀπὸ τὸν μητροπολίτη πρῲην Θυατείρων Μεθόδιο Φούγια ὡς 10ος τόμος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς καὶ Θεολογικῆς Ἐπετηρίδος ποὺ ἐκδίδει μὲ τίτλο «Ἐκκλησία καὶ Θεολογία», μὲ ἐξαιρετικὲς ἐπιστημονικὲς συμβολές· Ἐκκλησία καὶ Θεολογία 10 (1989-1991). Στὸν ἴδιο τόμο ὑπάρχει ἐξαντλητικὴ και ἄριστη βιβλιογραφία γιὰ τὸν Μέγα Φώτιο παρατιθέμενη χρονολογικά, τὴν ὁποία ἑτοίμασε ἀξιεπαίνως ὁ πρωτοπρεσβύτερος – καθηγητὴς π. Γεώργιος Δράγας (1561-1990): Protopresbyter Dr George Dragas, “Towards a complete Bibliographia Photiana in chronological progression, with an Index to autors”, σελ. 531-669.
- 4. Β. Τατάκη, «Φώτιος ὁ μεγάλος ἀνθρωπιστής», στοῦ ἰδίου Μελετήματα Χριστιανικῆς Φιλοσοφίας, Ἀθῆναι 1967, ἐκδ. οἶκος «Ἀστήρ», σελ. 105: «Ὁ κύριος τόνος ποὺ χαρακτηρίζει τη σοφία του δὲν παύει νὰ εἶναι ὁ φιλολογικός. Εἶναι ἕνας μεγάλος, πολὺ μεγάλος λόγιος».
- 5. Γιὰ τὸ διδακτικὸ ἔργο τοῦ Φωτίου βλ. Π. Χρήστου, «Τὸ διδακτικὸ ἔργο τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου», εἰς Πρακτικὰ ΙΕ’ Θεολογικοῦ Συνεδρίου, Ἱ. Μ. Θεσσαλονίκης, ἔνθ. ἀνωτ., σσ. 537-556.
- 6. Τῷ τὰ πάντα ἁγιωτάτῳ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ Νικολάῳ, Πάπα τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης: «Τοιοῦτος γὰρ χορὸς τῆς ἐμῆς οἰκίας ἦν ὁ χορός. Ἐξιόντι δὲ πάλιν πρὸς τὴν βασίλειον πολλάκις αὐλὴν αἱ προπεμπτήριοι τῶν εὐχῶν καὶ τοῦ μὴ βραδύνειν ἡ προτροπή· ἦν γὰρ μοι καὶ τοῦτο γέρας ἀφωσιωμένων ἐξαίρετον, τὸ μέτρον ἔχειν τὴν βούλησιν τῆς ἐν τοῖς βασιλείοις διατριβῆς. Ἐπανιόντι δὲ πάλιν πρὸ πυλῶν ἱστάμενος ὁ σοφὸς ἐκεῖνος ὑπήντα χορός». Εἰς Ἰ. Βαλέτα, Φωτίου τοῦ σοφωτάτου καὶ ἁγιωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἐπιστολαί, Λονδῖνον 1864, σσ. 146-165. Νεώτερη ἔκδοση B. Laourdas – L. G. Westering, Photii Patriarchae Constantinopolitani Epistulae et Amphilochia, I. Epistularum pars prima, Teubner· Leipzig 1983, Ἐπιστολὴ 290, σελ. 50 ἑἑ.
- 7. Σχετικὰ μὲ τὸ Λεξικὸ βλ. L. Politis, «Die Handschriftensammlung des Klosters Zaborda und die neuaufgefundene Photios Handschrift», Philologus 105 (1961) 136-144. Κ. Τσαντσάνογλου, «Τὸ Λεξικὸ τοῦ Φωτίου. Χρονολόγηση, χειρόγραφη παράδοση», Ἑλληνικὰ 17 (1967), παράρτημα 17. Chr. Theodoridis, Photii Patriarchae Lexicon, I: Α-Δ, De Gruyter, Berlin 1982. 8. Βλ. ὑποσημείωση 4 τῆς παρούσης.
- 9. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, «Ἦταν ὁ Μέγας Φώτιος ἀνθρωπιστής;», Θεοδρομία 9 (2007) 10-27.
- 10. Ἡ πολυσήμαντη αὐτὴ Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ τοῦ Μεγάλου Φωτίου «Πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους» ἐδημοσιεύθη πολλάκις. Βλ. τὸ κείμενο εἰς PG 102, 721-741 καὶ εἰς Ἰ. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος 1, Ἀθῆναι 1960, σελ. 321-330.
- 11. Βίος Ἰγνατίου PG 105, 509.
- 12. August 16th, 879, Mansi XVII, 396-408.
- 13. Λόγος εἰς τὸν βίον Ἰωσήφ τοῦ Ὑμνογράφου, PG 105, 968-969.
- 14. Robertus Greygthon, Vera Historia unionis non verae inter Graecos et Latinos, sive Concilii Florentini exactissima Narratio Graece scripta per Sylvestrum Sgyropoulum, Hage – Comitis, MPCLX, σελ. 34, Praefatio.
- 15. Βλ. τὸ παράθεμα εἰς Στ. Σάκκου, «Τὸ φῶς ἑνὸς σοφοῦ», εἰς ἑόρτιο τόμο «Ἐκκλησία καὶ Θεολογία», ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 506, ὑποσημ. 1.
- 16. Ὀρθοδοξία 30 (1956) 37-68.
- 17. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. 4, σ. 611.
- 18. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Περὶ τῆς ἐπιστημονικῆς δράσεως τοῦ Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ἐν Ἀθήναις 1912, σελ. 39.
- 19. Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, «Τίνες οἱ λόγοι τῆς μήνιδος τῶν Δυτικῶν κατὰ τοῦ Φωτίου», Θεοδρομία 3 (2001) τεῦχος 2, Ἀπρ. – Μάϊος, σελ. 29-32.
- 20. Dimitri Obolensky, Ἡ Βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία, τόμοι α’ καὶ β’, ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.
- 21. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Φραγκέψαμε. Ἡ εὐρωπαϊκή μας αἰχμαλωσία, Θεσσαλονίκη 1994.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου