Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

Yιϊκό πόνημα πρός τόν μακαριστό Γέροντα Χρυσόστομο...

Εἰς ἀνάμνησιν τῶν ἐννέα ἡμερῶν ἀπό τήν κοίμησή του






Κι ὅμως ὕστερα ἀπό ἕναν ὁλόκληρο μῆνα σωματικῆς ἀπουσίας γύρισες πίσω. Γύρισες τελικά ἀφοῦ εἶχες φύγει μακριά γιά τό αἰώνιο ταξίδι, γιά τήν ἄλλη ζωή, τήν ἐπουράνια, τήν ἀληθινή, πού τόσο πολύ λαχταροῦσες.

Ὅμως, ἀπόψε, στίς ἐννέα μέρες ἀπό τότε πού φτερούγισες γιά τά οὐράνια σκηνώματα ἦρθες γιά λίγες ὧρες ξανά πίσω. Ἐδῶ στό Μοναστήρι μας πού ἔκτισες μέ τά ἴδιά σου τά χέρια.

Ντύθηκες, λέω, μ᾿ ἄφατη ἱεροπρέπεια τήν λευκή στολή σου κι ἄρχισες νά λειτουργεῖς τόσο ὄμορφα, τόσο λαμπρά, τόσο κατανυκτικά. Ὅπως ἔκανες πάντα μέχρι τώρα. Κι ἡ φωνή σου δέν ἀκουγόταν ἄρρωστη οὔτε ἐξαντλημένη ἀλλά τόσο βροντερή, τόσο γλυκύλαλη, τόσο ἀγαπητή.

Καί συνέχιζες νά διαβάζεις τίς εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας μέ τό χαμηλωμένο προσευχητικό σου βλέμμα κι ἄς μήν χρειαζόσουν βιβλίο γιά νά τίς λές. Γιατί εἶχαν γίνει ζωή σου, βίωμά σου, πνοή ἀπ᾿ τήν πνοή σου. Καί ἔστρεφες τό σῶμα σου πρός τό ἐκκλησίασμα τοῦ ναοῦ, πρός τούς μοναχούς σου. «Εἰρήνη πᾶσι» ἔψαλες καί εὐλογοῦσες ἀπ᾿ τόν βορρά ὥς τόν νότο. Τά πάντα λύγιζαν μπροστά στήν ματιά σου, γονάτιζαν μπρός στήν ἅγια θωριά σου.Καί ἐκεῖ πού δέν χορταίναμε νά σέ βλέπουμε πῶς ἱερουργοῦσες, πῶς μᾶς νουθετοῦσες, πῶς μᾶς παιδαγωγοῦσες, πῶς μᾶς μιλοῦσες, ξαφνικά ξαναφτερούγισες γιά νά βρεθεῖς ψηλά στό ἐπουράνιο Θυσιαστήριο. Γιατί εἶχες ἀποτινάξει μακριά τό βάρος τοῦ χοϊκοῦ ἀνθρώπου. Δέν μποροῦσαν πλέον τά ἀνθρώπινα ὅρια νά σέ περιορίσουν.

Οἱ συλλειτουργοῦντες ἅγιοι ἱεράρχες σέ καλοῦσαν γιά νά παρασταθεῖς πάραυτα μπροστά στόν θρόνο τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ. Καί ἐσύ ἀπό παιδί ἑπτά ἐτῶν εἶχες ἀφιερώσει τήν ζωή σου ὁλόκληρη σ᾿ Αὐτόν. Πῶς τώρα νά Τοῦ ἀρνιόσουν στήν πρόσκληση πού σέ καλοῦσε;

Ἔτσι μᾶς εἶχες πεῖ τήν τελευταία μέρα λίγο πρίν φύγεις.

«Ἄν μέ καλέσει, θά πάω», εἶπες. «Καί θά σᾶς εὐλογῶ ὅλους σας ἀπό ψηλά».

Καί παρακαλοῦσες πολύ νά μᾶς βλέπεις ἀπό ψηλά ἑνωμένους καί ἀγαπημένους. Κι ὄχι ἀπελπισμένους καί διχασμένους.

Καί ἐκεῖ πού ὅλοι λυπούμασταν καί θλιβόμασταν γιατί δέν σέ εἴχαμε πιά κοντά μας, μᾶς παρηγόρησες γιά νά μᾶς πεῖς νά μήν στεναχωριόμαστε. Ἤθελες βέβαια νά δείξεις καί τήν εὐαρέσκειά σου πού μᾶς συνάντησες ὅλους νά σέ περιμένουμε, ὅπως ἀκριβῶς ποθοῦσες.

Κι ὅταν ὁ καθένας μας ἔψαχνε ἐρωτήσεις νά σοῦ ὑποβάλλει, νά σέ ρωτήσει ἴσως, δηλαδή, μά πῶς καί γιατί ἔφυγες τόσο ξαφνικά ἤ κάποιος ἄλλος νά σέ παρακαλοῦσε νά ἔμενες ἀκόμη λίγο μαζί μας γιατί τό κενό βρισκόταν δυσαναπλήρωτο, χαμογέλασες παρηγορητικά καί εἶπες:

«Σκύψτε στήν καρδιά σας, ἐκεῖ θά μέ βρεῖτε αἰώνια φωλιασμένο, ἀγαπημένα μου παιδιά. Καί νά μήν λυπᾶσθε ὅπως λυποῦνται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πού δέν εἶναι πνευματικοί, αὐτοί πού δέν ἔχουν ἐλπίδα στή ζωή τους. Καί νά ἐλπίζετε βαθιά πώς κάποια στιγμή θά συναντηθοῦμε ὅλοι μαζί στήν οὐράνια πατρίδα μας, ἐκεῖ πού πρῶτος τώρα βρέθηκα ἐγώ γιά νά παρακαλέσω τόν Δεσπότη μας Χριστό κανείς νά μήν στερηθεῖ αὐτῆς τῆς οὐράνιας μακαριότητος».

Ἀμήν. Γένοιτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου