Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

O ΘΕΙ­ΟΣ Ε­ΡΩ­ΤΑΣ 
               ΓΙ­Α ΤΟΝ ΧΡΙ­ΣΤΟ



(Τό ἀποτέλεσμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς στήν καρδιά τοῦ προσευχομένου ἀνθρώπου καί πῶς τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἐγγράφεται» σ᾿ αὐτήν ‒ ἕνα ὡραιότατο παράδειγμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ὅπως τό καταγράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)


Ἡ καρδιά τοῦ θε­ο­φό­ρου Δι­δα­σκά­λου τῆς ­Ἐκ­­­κ­λη­σί­ας μας Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­­­­ρεί­του (1749 _ 1809), φλεγόταν διαρκῶς ἀπό ἀκατάσχετη θεία ἀγάπη καί ξεχείλιζε ἀδιάκοπα ἀπό ἕναν θεῖ­ο ἔ­ρω­τα γιά τόν ἀγαπημένο Κύριό του τόν Ἰησοῦ Χριστό...

Ὁ θεῖος αὐτός ἔρωτας γιά τόν Χριστό εἶναι ἔντονα φανερός σέ ὅλα τά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Νι­κο­δήμου. Ὁ ἀναγνώστης συναντᾶ αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα διάχυτο σέ ὅλα τά ψυχωφελῆ ἔργα τοῦ ἁγίου Πατρός.

Ἀ­νά­με­σα στά ἄλλα ἔργα πού συνέγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶναι καί ἕνα σύντομο σέ ἔκ­­τα­ση ποιητικό κείμενο, ἕ­να μι­κρό θε­ο­λο­γι­κό ἀ­ρι­στούρ­γη­μα. Φέρει τόν τίτ­λο «Εὐ­χαί κα­τά Ἀλ­φά­βη­τον ἐν εἴ­δει οἴ­κων εἰς τόν Κύ­ρι­όν μας Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν». Τό ἔργο αὐτό ἀποτελεῖ τόν ἔνθεο καρπό τῆς ἐκχειλίζουσας ἀπό φλογερή, θεία ἀγάπη καρδίας του γιά τόν ἀγαπημένο τῆς ψυχῆς του Ἰησοῦ. Μέ τό θαυ­μά­σι­ο αὐτό πό­νη­μα, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐκ­φρά­ζει τίς θεῖ­ες ἐ­μπει­ρί­ες του καί τόν θεῖ­ο ἔ­ρω­τά του πρός τόν Χρι­στό.

Στήν εἰ­σα­γω­γή τοῦ πνευ­μα­το­φό­ρου αὐ­τοῦ ἔρ­γου ὁ ἅ­γι­ος δη­λώ­νει ὅ­τι ὁ ἔ­ρω­τάς του στόν Ἰ­η­σοῦ, ἀλ­λά καί ἡ φι­λα­δελ­φί­α του ἦσαν ἐκεῖνα πού τόν ὁ­δή­γη­σαν νά τό ἐκ­δώ­σει γι­ά νά με­λε­τοῦν, ὅπως λέγει, συχνά οἱ Χρι­στι­α­νοί «τό σω­τή­ρι­ον καί γλυ­­­­­κύ­τα­τον καί χα­ρο­πά­ρο­χον ὄ­νο­μα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ... », γι­ά νά λά­βουν «οὐ­ρά­νι­α, ὑ­περ­φυ­σι­κά καί ἀ­νεκ­δι­ή­γη­τα χα­ρί­σμα­τα...» καί νά ἀ­πο­κτή­σουν ἔ­τσι «τήν πλέ­ον ὑ­ψη­λο­τέ­ραν ἀ­ρε­τήν, ἥ­τις εἶ­ναι ἡ θεϊ­κή ἀ­γά­πη...». Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό, λέ­γει ὁ ἅ­γι­ος Νι­­­­­κό­δη­μος, οἱ Χρι­στι­α­νοί θά κα­τα­στή­σουν τήν καρ­δι­ά τους «να­όν κα­τοι­κη­τή­ρι­ον τοῦ ἁ­γί­ου τού­του ὀ­νό­­­­μα­τος καί ζῶ­ντας καί με­­­­­τά θά­να­τον». Καί γι­ά νά μήν ἀμ­φι­βάλ­λει κα­νείς σ᾿ αὐ­τό τό τελευταῖο πού ἀ­να­­­­φέ­ρει, τούς πλη­ρο­φο­­­ρεῖ ὁ ἴδιος μέ «τρί­α ὡ­ραι­ό­τα­τα καί γλυ­­­­­­κύ­τα­τα πα­ρα­­­­­­­­­­δεί­γμα­τα, τῶν ὁ­ποί­ων γλυ­κύ­τε­ρα καί ὡ­ραι­ό­τε­ρα δέν εὑ­ρί­σκο­ν­­­­­­­­ται εἰς ὅ­λας τάς ἀπ᾿ αἰ­ῶ­νος ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κάς ἱ­στο­ρί­ας».

Τό πρῶ­το πα­ρά­δει­γμα εἶ­ναι τό πε­ρι­στα­τι­κό μέ τόν ἅ­γι­ο ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρα Ἰ­γνά­τι­ο τόν Θε­ο­φό­ρο (ἐ­πο­νο­μά­στη­κε Θε­ο­φό­ρος γι­α­τί ὁ Θε­ός κα­τοι­κοῦ­σε μέ­σα του καί ἔ­φλε­γε τήν καρ­δι­ά του μέ τήν ἀ­γά­πη Του. Μαρ­τύ­ρη­σε ἐ­πί Τραϊ­α­νοῦ τό ἔ­τος 107 καί ἡ μνή­μη του ἑ­ορ­τά­ζε­ται στίς 20 Δε­κεμ­βρί­ου). Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, εἶχε ἕναν τόσο μεγάλο πόθο στήν καρδιά του γιά νά μαρτυρήσει γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε καθώς ὅδευε πρός τό μαρτύριό του, ἡ ἀγάπη αὐτή τόν παρακινοῦσε νά γράφει: «Σῖτός εἰμι τοῦ Θεοῦ καί διά ὀδόντων θηρίων ἀλήθομαι, ἵνα καθαρός ἄρτος εὑρεθῶ».

Ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­γνά­τι­ος _γράφει ὁ ἅγιος Νικόδη­­μος_ προ­­σευ­χό­ταν δι­αρ­κῶς καί μέ πολ­λή θέρ­μη στόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὥ­σ­­τε «ἄ­να­πτε ἡ ψυ­χή του καί ὅ­λα τά ἐ­ντό­σθι­α εἰς τήν θεϊ­κήν ἀ­γά­­πην καί ἔ­ρω­τα...», σέ ση­μεῖ­ο μά­­λι­στα τέ­τοι­ο πού νά θε­ω­ρεῖ ὁ ἴ­δι­ος ὅ­τι ὑ­πάρ­χει μέ­σα στήν καρ­δι­ά του «ἕ­να θεϊ­κόν νε­ρόν, ὁ­ποῦ πά­ντο­τε κι­νεῖ­ται, καί πά­ντο­τε ἀ­να­­­βρά­ζει ἀ­πό τόν ἔν­θε­ον ἔ­ρω­τα...». Καί τί­πο­τε ἄλ­λο δέν ἐ­πι­θυ­μοῦσε ὁ ἅγιος αὐτός πα­ρά μό­νον «τό νε­ρόν τῆς ζω­ῆς, καί τό νε­ρόν τό ἀ­θά­να­τον, τό ὁ­ποῖ­ον εἶ­ναι ἡ πα­ντο­τι­νή ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, καί ἡ ἀ­θά­να­τος ζω­ή». Ὁ ἀληθινός ἔρωτας καί ἡ μοναδική ἀγάπη γιά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καί ἡ ἄσβεστη αὐτή φλόγα τῆς θείας ἀγάπης πού ἄναβε ἐντός τῆς καρδίας του τόν πα­ρα­κινοῦσε νά ἐπαναλαμβάνει διαρκῶς μέ­σα του τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου του Ἰησοῦ.

Γι᾿ αὐ­τό τό λόγο καί ὅ­ταν ὁ ἅ­γι­ος Ἰγνάτιος μαρ­τύ­ρη­σε στή Ρώ­μη, ἐ­νῶ ὅ­λα τά ἄλ­λα μέ­λη τοῦ σώ­μα­τός του τά κα­τα­σπά­ρα­ξαν καί τά ἔ­φα­γαν τά λι­ο­ντά­ρι­α, τήν ἁ­γί­α καρ­δί­α του δέν τόλ­μη­σαν νά τήν φᾶ­νε· τήν ἄ­φη­σαν ἄ­θι­κτη, ἀ­πεί­ρα­χτη. Κι ὅ­ταν τήν πῆ­ραν οἱ ἀ­σε­βεῖς στρα­τι­ῶ­τες καί τήν ἔ­σχι­σαν σέ δύ­ο μέ­ρη, βρῆ­καν μέ­σα σ᾿ αὐ­τήν γραμ­μέ­νο μέ χρυ­σᾶ γράμ­μα­τα, στό ἕ­να μέ­ρος Ι­Η­ΣΟΥ καί στό ἄλ­λο ΧΡΙ­ΣΤΕ... (τό ἀληθινό αὐτό γε­γο­νός μαρ­τυ­ρεῖ­ται στό Σ­λα­βο­νι­κό Συ­να­ξά­ρι τοῦ ἁ­γί­ου)...

(Γιά τά ἄλλα δύο παραδείγματα πού ἀναφέρονται ἀπό τόν Ἅγιο Νικόδημο, ἀλλά καί γιά περισσότερα γιά τό θέμα αὐτό, ὁ ἐνδιαφερόμε­­­νος μπορεῖ νά ἀνατρέξει στίς σελίδες 105-135 τοῦ βιβλίου «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΚΑΙ Η ΝΕΟΝΙΚΟΛΑΪΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ», ἔκδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου)

(Ἀναδημοσίευση ἀπό τόν ἐπετειακό τόμο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, πενταετίας 2005-2009)

1 σχόλιο:

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου