«Η εξ αρχής παράδοσις και διδασκαλία και πίστις της Καθολικής Εκκλησίας»
(Μ. Αθανάσιος – Προς Σεραπίωνα (Α΄) Επιστολή)
Την
επιστολή αυτή έγραψε ο Μ. Αθανάσιος μετά από αίτηση του Επισκόπου Σεραπίωνος
«κατά των βλασφημούντων και λεγόντων κτίσμα είναι το πνεύμα το Άγιον».
Ο
Ι. Πατήρ αναπτύσσοντας την Ορθόδοξη θεολογία περί της θεότητος του Αγίου
Πνεύματος, ελάμβανε ως οδηγό – προϋπόθεση την «εξ αρχής παράδοση και διδασκαλία
και πίστη της Καθολικής Εκκλησίας».
Πλάι
στην ερμηνευτική ανάλυση των Αγιογραφικών χωρίων, δεν παρέλειπε (ταυτόχρονα) να
επικαλείται και τις παραδοθείσες αλήθειες της Εκκλησίας, εμφανώς εκδιπλούμενες
στο πεδίο της θεολογίας – εκκλησιολογίας της Επιστολής του. Γράφει σχετικά:
«Ίδωμεν
δε όμως και προς τούτοις και αυτήν την εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και
πίστιν της Καθολικής Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε απόστολοι
εκήρυξαν και οι Πατέρες εφύλαξαν. Εν ταύτη γαρ η Εκκλησία τεθεμελίωται και ο
ταύτης εκπίπτων ουτ’ αν είη, ούτ’ αν έτι λέγοιτο Χριστιανός» (Ε.Π.Ε. 4 – Μ.
Αθανασίου Έργα).
Μετάφραση: «Ας ίδωμεν όμως και
μετά από αυτά και αυτήν την εξαρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της
καθολικής Εκκλησίας, την οποία, ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε απόστολοι εκήρυξαν,
και οι Πατέρες εφύλαξαν. Διότι εις αυτήν έχει θεμελιωθεί η Εκκλησία, και αυτός
που εκπίπτει από αυτήν ούτε δύναται να είναι, αλλά ούτε και να λέγεται
Χριστιανός».
Επικαλείται
δηλ. ο Μ. Αθανάσιος την θεμελιώδη, θεολογική παράδοση της Εκκλησίας, η οποία
Εκκλησία ετέθη από τον Χριστό στη θέση της ενιαίας καθολικής αλήθειας (Α΄ Τιμ.
3, 15-16), παρουσιαζομένη ως αλήθεια καθ’ εαυτήν.
Όσοι
δε κατά καιρούς (έως σήμερα) αποπειράθηκαν να διαχωρίσουν (επανερμηνεύσουν) την
ακριβή θεολογική γνώση, την οποίαν «ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε απόστολοι εκήρυξαν,
και οι Πατέρες εφύλαξαν», απεδείχθησαν όχι μόνο ανεπαρκείς αλλά, το χειρότερο,
αιρετικοί, έξω δηλ. από τα όρια της Εκκλησίας, έξω (ακόμη) και από τα όρια του
ονόματος «Χριστιανός»!
Η
παραδοσιακή ερμηνευτική μέθοδος του Μ. Αθανασίου αναφέρεται όχι μόνο στην
ανάδειξη της Ορθόδοξης θεολογίας «περί της Αγίας Τριάδος και του Αγίου
Πνεύματος», αλλά σε όλα τα θέματα – κατηγορίες που αποτελούν την σφαίρα της
Ορθόδοξης θεολογίας. Συμπερασματικά, κάθε προσπάθεια μελέτης της αλήθειας της
Εκκλησίας, πρέπει να ακολουθεί τις κατευθυντήριες αρχές που «ο μεν Κύριος
έδωκεν, οι δε απόστολοι εκήρυξαν, και οι Πατέρες εφύλαξαν».
Πνευματική
κακοήθεια – διαστροφή, ως σατανικός υποκειμενικός λόγος, είναι και η σημερινή
παναίρεση των οικουμενιστών, οι οποίoι απενεργοποίησαν τον
ερμηνευτικό άξονα που επικαλείται ο Μ. Αθανάσιος, γι’
αυτό και ακύρωσαν την χριστιανικότητά τους. Με απλά λόγια:
Ούτε
Χριστιανοί δικαιούνται να λέγονται!
Στο
νόημα της ερμηνευτικής αυτής θέσης του Μ. Αθανασίου, δικαιολογείται πλήρως και
ο 15ος Κανόνας της Α-Β Συνόδου, μιας και ο ίδιος (ο αιρετικός
επίσκοπος) έχει απαλλάξει εαυτόν εκ του Χριστιανικού ονόματος, σύμφωνα με την
θεολογική (ορθόδοξη) παρατήρηση του Μ. Αθανασίου. Βλέπουμε, ακόμη, και τις
συνέπειες του «Δυνητισμού», ως λαθεμένη ιδέα, που θεωρεί τους οικουμενιστές
επισκόπους ως Χριστιανούς, ενώ είναι απογυμνωμένοι της Ορθοδοξίας, την οποία «Ο
μεν Κύριος έδωκεν, οι δε απόστολοι εκήρυξαν, και οι Πατέρες εφύλαξαν».
Είναι
σαφές, ότι η «εξ αρχής παράδοση και διδασκαλία και πίστη της Καθολικής Εκκλησίας»,
είναι διαχρονική Πατερική παραδοχή.
Γράφει
ο Μ. Βασίλειος (για παράδειγμα):
«Πίστις
μεν ουν εστι συγκατάθεσις αδιάκριτος των ακουσθέντων εν πληροφορία της αληθείας
των κηρυχθέντων Θεού χάριτι».
Μετάφραση: «Πίστις λοιπόν
είναι η άνευ δισταγμών παραδοχή των ακουσθέντων με πλήρη πεποίθησιν περί της
αληθείας των κηρυχθέντων με την χάριν του Θεού» (Λόγος περί πίστεως, Ε.Π.Ε. 8,
Έργα Μ. Βασιλείου).
Στο
χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτή η Πίστη, που υπογραμμίζουν οι άγιοι
Αθανάσιος και Βασίλειος, αποτελεί και την προϋπόθεση του ενός και μόνου
αληθινού Βαπτίσματος (Εφεσ. 4,5).
Αυτή
είναι η πνευματική εκ Θεού συνθήκη, που περιφρόνησαν στη «σύνοδο» της Κρήτης,
αναγνωρίζοντας «εκκλησίες» με διαφορετική πίστη, επικαλούμενοι μόνο την
Τριαδική επίκληση στο βάπτισμά τους.
Χωρίς
ορθή πίστη δεν λαμβάνεις την υιοθεσίαν (υιός Θεού κατά χάριν) στο Τριαδικό
βάπτισμα.
Ο
Μ. Βασίλειος, με απόλυτη κατηγορηματικότητα, υπογραμμίζει: «Πίστις δε και
βάπτισμα, δύο τρόποι της σωτηρίας, συμφυείς αλλήλοις και αδιαίρετοι. Πίστις
μεν γαρ τελειούται δια βαπτίσματος, βάπτισμα δε θεμελιούται δια της πίστεως,
και δια των αυτών ονομάτων εκάτερα πληρούται. Ως γαρ πιστεύομεν εις Πατέρα
και Υιόν και άγιο Πνεύμα, ούτω βαπτιζόμεθα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού
και του Αγίου Πνεύματος. Και προάγει μεν η ομολογία προς την σωτηρίαν
εισάγουσα επακολουθεί δε το βάπτισμα επισφραγίζον ημών την συγκατάθεσιν».
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου