Ρήγμα στις σχέσεις Θεολογίας και Επιστήμης
Γράφει ο Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Θεολογίας ΑΠΘ | Romfea.gr
Η συνεχιζόμενη από Επιστήμονες αποϊεροποίηση της Θείας Ευχαριστίας
Μετά από τόσες θεολογικές εμβαθύνσεις που ακούστηκαν και δημοσιεύτηκαν για τη Θ. Ευχαριστία, ανίερη, ασεβής και ασύμφωνη με την επιστημονική δεοντολογία εκλαμβάνεται η συνεχιζόμενη επίθεση κάποιων Επιστημόνων, με την ευθεία αμφισβήτηση του Μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας από Έλληνα Καθηγητή Γενετικής του Παν/μίου της Γενεύης, αυτή τη φορά, ο οποίος υποστήριξε ότι, λόγω του κορονοϊού, «θα έπρεπε να έχει σταματήσει (η Θεία Κοινωνία)».
Από κοινωνικής πλευράς, ο συνάδελφος θα μπορούσε να έχει λάβει υπόψη την πνευματική παράδοση και τα πιστεύω του λαού, εντός του οποίου ανατράφηκε πολιτισμικά και όχι να έρχεται σε ευθεία αντίθεση μαζί του, ως Επιστήμονας, που λειτουργεί εντός της κοινωνίας και για την κοινωνία.
Από πλευράς επιστημολογίας, επίσης, ως Επιστήμονας, είναι ανάγκη να σέβεται και να υπηρετεί συνειδητά την επιστήμη του, αλλά να δείχνει τον απαιτούμενο σεβασμό -και όχι ασέβεια και περιφρόνηση- στις άλλες επιστήμες.
Η Ορθόδοξη Θεολογία είναι μια εξαιρετικά ανεπτυγμένη επιστήμη, η οποία έχει αποδείξει επιστημονικά ότι η Εκκλησία του Χριστού, σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας εξελίξεως και λειτουργίας της, αποτελεί μια αντικειμενικά και ιστορικά υπαρκτή πραγματικότητα και όχι μια θρησκευτική φαντασίωση ή μια φιλοσοφική ή ορθολογική επινόηση, όπως υποστηρίζει η φιλοσοφία του ορθολογικού Διαφωτισμού.
Η Επιστήμη της Θεολογίας, που είναι από τις πρώτες Επιστήμες στην Ευρώπη, ως θεραπαινίδα της Εκκλησίας, ερευνά τα φαινόμενα «Εκκλησία» και «πίστη», στα σημεία που είναι δυνατή η έρευνα και η επιστημονική τους μελέτη και έχει καταθέσει εκατομμύρια τεκμηριωμένων θέσεων και ερμηνειών, διά μέσου των αιώνων, τόσο για τη Θ. Ευχαριστία όσο και για άλλα εκκλησιαστικά θέματα.
Η απόψεις κάποιων λoιμωξιολόγων, που υποστήριξε και ο εν λόγω γενετιστής ότι η συμμετοχή στη Θ. Ευχαριστία μεταδίδει τον ιό covid 19, είναι αίολη και δεν έχει επιβεβαιωθεί στατιστικά και επιστημονικά.
Οι λοιμωξιολόγοι δεν λαμβάνουν υπόψη το όλον, αλλά το μέρος της Επιστήμης, αφού αγνοούν αδικαιολόγητα το γεγονός ότι εντός της ανθρώπινης ζωής, εκτός από το λογικό και το υλικό που ερευνούνται, υπάρχει και το υπέρλογο, το πνευματικό και το θεϊκό, που δεν μπορεί να ερευνηθεί, με τα περιορισμένα μέτρα της λογικής που διαθέτει η Επιστήμη, παρά μόνον με την εμπειρία και το βίωμα της πίστεως, που βρίσκονται και αυτά εντός της ανθρώπινης ύπαρξης και, επομένως, είναι υπαρκτά.
Έτσι, οι Επιστήμονες δεν δικαιούνται, επιστημονικά, να αρνούνται και να απορρίπτουν όσα δεν γνωρίζουν, δεν κατανοούν και δεν αποδεικνύονται διά της λογικής.
Αντίθετα, οφείλουν να γνωρίζουν, ταπεινά, το σωκρατικό «εν οίδα ότι ουκ οίδα», αφού είναι δεδομένο, επιστημονικά, ότι περίπου το 80% των στοιχείων που απαρτίζουν το μεγαλύτερο θαύμα της ζωής, τον άνθρωπο, είναι άγνωστα μέχρι σήμερα στην Επιστήμη και ότι εκείνη, παρά ταύτα, προσπαθεί να τα γνωρίσει και δεν τα αμφισβητεί ούτε τα αφαιρεί από τις ερευνητικές της προσπάθειες.
Η θρησκευτική πίστη, με όλες τις λειτουργίες της, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα και δυνατότητα του ανθρώπινου γένους, αφού τα ζώα, ως γνωστό, ούτε πιστεύουν, ούτε εκκλησιάζονται, ούτε κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων.
Ωστόσο, το μέγεθος και οι δυνατότητες της πίστεως του ανθρώπου, έτσι όπως αυτή παρουσιάζεται από τον ίδιο τον Χριστό στους τελευταίους στίχους του κατά Μάρκον Ευαγγελίου, βρίσκεται, εν δυνάμει γνώσεως και εμπειρίας, στον κάθε άνθρωπο, διότι αφορά στα άγνωστα θεϊκά και θαυματουργικά χαρίσματα, που έρχονται άνωθεν σε αυτούς που πιστεύουν στον Χριστό και στο Ευαγγέλιό Του (Μάρκ. 16, 15-18).
Αυτά, ως δώρα πίστεως, δεν κατανοούνται, ούτε ερμηνεύονται λογικά, ούτε γίνονται αποδεκτά από εκείνους που δεν πιστεύουν, διότι βρίσκονται στις μετά τη λογική, υπέρλογες γνωστικές ικανότητες του ανθρώπου, που παίρνουν σάρκα και οστά, μόνον μέσω του υπέρλογου στοιχείου της πίστεως.
Όλοι οι εγκλωβισμένοι στον Διαφωτισμικό ορθολογισμό είναι βέβαιο ότι, όσο παραμένουν στα περιοριστικά όρια της φυλακής της λογικής, στερούν στην ύπαρξή τους από τα δώρα της πίστεως που προκαλεί και ερμηνεύει το Θαύμα.
Η πίστη στον Αληθινό Θεό – Δημιουργό και στον Υιό αυτού Ιησού Χριστό απελευθερώνει τον άνθρωπο και τον ανεβάζει σε ένα άλλο επίπεδο, εκείνο του Αγίου Πνεύματος, της «λογικής», θα λέγαμε, της πίστεως.
Εκατομμύρια θαύματα έχουν γίνει και συνεχίζουν να γίνονται στην Εκκλησία μας και στη ζωή μας με τη δύναμη της πίστεως, που η λογική, ωστόσο, δεν έχει τα εργαλεία να τα προσεγγίσει και να τα ερμηνεύσει.
Ένα από αυτά είναι το Θαύμα της Θ. Ευχαριστίας.
Τι σημαίνει όμως αυτό; Ότι το Θαύμα, επειδή δεν κατανοείται με το μυαλό, απορρίπτεται;
Τότε η Επιστήμη δεν μπορεί να είναι Επιστήμη, διότι υποβιβάζεται σε ιδεολογία, που προσπαθεί να ανατρέψει ό, τι δεν έχει ποτέ ανατραπεί επιστημονικά, όπως είναι οι θαυμαστές ενέργειες του Θεού, μία από τις οποίες είναι και το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας.
Διότι όσο και να απορρίπτεται το υπαρκτό Πνεύμα και η θαυματουργική δύναμη του Θεού, από τους φυλακισμένους στη λογική τους ορθολογιστές του άθεου Διαφωτισμού, δεν αφανίζεται, αλλά συνεχίζει να υπάρχει και μετά τη δική τους άρνηση.
Οι Επιστήμονες, μάλιστα, οφείλουν να γνωρίζουν και να σέβονται το γεγονός ότι και η Θεολογία, που μελετά και ερευνά όλα τα θέματα της χριστιανικής πίστεως είναι Επιστήμη και ότι δεν αποτελεί δείγμα επιστημονικής δεοντολογίας, η ιδεολογικά επενδυμένη προσπάθεια, ορισμένων από αυτούς, να αφανίσουν το πνευματικό στοιχείο από τον άνθρωπο και τη ζωή, όταν μάλιστα γνωρίζουμε καλώς ότι ούτε η αρχαιοελλληνική ούτε η μετέπειτα χριστιανική Σοφία, Επιστήμη και Παράδοση επιχείρησε ποτέ κάτι τέτοιο.
Η συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία, ως πρακτική έκφραση και εφαρμογή της πίστεως, αποτελεί εντολή και οδηγία του ίδιου του Χριστού, ο οποίος μας διαβεβαιώνει ότι πρόκειται για τη μετάληψη του Αγίου Του Σώματος και Αίματος και για την αποδοχή της υπέρ της σωτηρίας του ανθρώπου σταυρικής Του θυσίας.
Η Εκκλησία ονομάζει Μυστήριο το Θαύμα που επιτελείται στο Ποτήριο της Θ. Ευχαριστίας.
Πώς, επομένως, ένας Επιστήμονας επιχειρεί, με λογικά και νοητικά εργαλεία και κριτήρια, να προσεγγίσει ένα Μυστήριο και να αποφαίνεται γι’ αυτό;
Ο Επιστήμονας, μπροστά σ’ αυτό το παράδοξο και ξένο για τον ανθρώπινο λόγο Μυστήριο και σ’ αυτήν την άκτιστη και ανερμήνευτη ενέργεια του Θεού, στέκεται σιωπηλός και δεν προσπαθεί να το κρίνει και να το αξιολογήσει, όπως τα άλλα φυσικά γνωστικά φαινόμενα και αντικείμενα.
Η Θ. Ευχαριστία προσεγγίζεται, αποκλειστικά και μόνον, με τη «γνώση» της πίστεως, που χορηγείται μόνον από τον Θεό.
Ο ίδιος ο λειτουργός καλεί τους πιστούς να κοινωνήσουν το Σώμα και Αίμα του Κυρίου «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης» και εκείνοι, μετά την Θ. Μετάληψη αναφωνούν:
«Είδομεν το Φως το Αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα Επουράνιον, εύρομεν πίστη αληθή».
Αυτό είναι και αυτό προσφέρει στον άνθρωπο η Θ. Ευχαριστία:
Αληθινό Φως, Πνεύμα επουράνιο και Πίστη αληθινή.
Και όμως κάποιοι σύγχρονοι Έλληνες Επιστήμονες και Πολιτικοί, τόσο εύκολα, αδιάκριτα και ασεβώς, αμφισβητούν τα της πίστεως, βασιζόμενοι δήθεν στη λογική της Επιστήμης, ως να είναι η Θ. Ευχαριστία ένα επιστητό και κτιστό γεγονός που εξηγείται λογικά.
Πώς, όμως, η Επιστήμη μπορεί να ανατρέψει, λογικά και επιστημονικά, το γεγονός ότι στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση μετάδοσης οποιουδήποτε ιού μέσω της συμμετοχής στη Θ. Ευχαριστία;
Πώς μπορεί να ερμηνευτεί, επιστημονικά, το πρόσφατο, γνωστό σε όλους, γεγονός ότι, παρά την ισχυρή συκοφάντηση που δέχτηκε η Θ. Ευχαριστία και τις δικαστικές διώξεις, που υπέστησαν ορισμένοι Κληρικοί που την τελούσαν, κοινωνώντας τους πιστούς, από τον Μάρτιο έως τον Μάϊο του 2020, ήδη από τις 18 Μαϊου 2020, που επιτράπηκε ξανά η συμμετοχή στη Θ. Ευχαριστία και ενώ υπήρξε αθρόα συμμετοχή εκατομμυρίων πιστών σ΄ αυτήν, δεν υπήρξε ούτε μια περίπτωση μετάδοσης του ιού μέσω της Θ. Κοινωνίας τόσο σε Κληρικούς όσο και σε πιστούς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου