Η ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΣ ΤΗΣ
ΕΚΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΜΟΥ ΩΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ, ΠΡΕΣΠΩΝ ΚΑΙ ΕΟΡΔΑΙΑΣ
ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ [1]
(Επετρέπετο να γίνω
επίσκοπος την περίοδον εκείνην;)
Μετά την
εκλογήν μου ως επίσκοπος λαμβάνω επιστολάς, ολίγας μεν εκ των Ελλήνων του
εσωτερικού, περισσοτέρας δε εκ των Ελλήνων του εξωτερικού, οι οποίοι εκφράζουν
την δυσαρέσκειάν των, διότι εδέχθην να γίνω επίσκοπος υπό το σημερινόν
πολιτικόν καθεστώς [2]. Κατ’ αυτούς έπρεπε να αρνηθώ, δια να είνε η άρνησίς μου
μία ζωηρά διαμαρτυρία κατά της σημερινής κυβερνήσεως του τόπου μας. Έπρεπε,
βλέπετε, να γίνη η εκλογή μου επί των ημερών της διακυβερνήσεως της χώρας υπό
των πολιτικών αρχηγών της αρεσκείας των, δια να είνε ούτω νόμιμος και κανονική…
Εις τους επικριτάς μου δίδω
την εξής απάντησιν.
Η Εκκλησία υπεράνω
πολιτικών σχημάτων
Εν πρώτοις, δεν είμαι πολιτικόν
πρόσωπον, αλλ’ εκκλησιαστικόν. Ο Θεάνθρωπος ιδρυτής της Εκκλησίας μας δεν
ανεμίχθη εις τας πολιτικάς έριδας της εποχής
του. Και εις εκείνους, οι οποίοι ηθέλησαν να τον εμπλέξουν εις
τα πολιτικά, υποβάλλοντες εις αυτόν πονηράς ερωτήσεις, όπως π.χ. εάν
επετρέπετο να πληρώνουν φόρους εις τον καίσαρα, δείγμα υποτελείας εις κοσμικήν
εξουσίαν, επιβληθείσης εις το Ιουδαϊκόν έθνος δια τας αμαρτίας αυτού, ο Κύριος
απήντησεν · «Απόδοτε τα καίσαρος καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22,21). Το
αυτό έπραξαν και οι απόστολοι. Υπήκουον εις τας κοσμικάς εξουσίας
των διαφόρων τόπων, δια των οποίων διήρχοντο ευαγγελιζόμενοι τον λόγον του
Θεού, και μόνον όταν αι κοσμικαί εξουσίαι εξέδιδον διαταγάς αντιθέτους προς
τα θρησκευτικά τους καθήκοντα δεν υπήκουον, αλλ’ αντέτασσον άρνησιν
λέγοντες· «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις»
(Πράξ. 5,29). Ο κορυφαίος των αποστόλων, ο Παύλος,
εργασθείς επί αρκετόν διάστημα εις την πόλιν της Κορίνθου, σημαίνουσαν πόλιν
του αρχαίου κόσμου, η οποία εσείετο από πολιτικάς έριδας, επιμελώς απέφυγε την
ανάμιξιν εις σχετικάς συζητήσεις, εις εν και μόνον συγκεντρώνων όλην
την προσοχήν του, πως εις το μωσαϊκόν εκείνο της κοινωνικής, πολιτικής και
φιλοσοφικής συνθέσεως θα εκήρυττε το ευαγγέλιον, δια του οποίου θα επήρχετο η
αναμόρφωσις όλων των στοιχείων του αρχαίου κόσμου. Τοιαύτην γραμμήν
ακολουθών ο απόστολος, ηδύναντο να γράφη αργότερον προς τους φιλέριδας, τους
πάντοτε και περί πάντα ερίζοντας Κορινθίους· «Ου γαρ έκρινα του
ειδέναι τι εν υμίν, ειμή Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον» (Α’ Κορ. 2,2).
Ο δε Ι. Χρυσόστομος, ο άριστος ερμηνευτής του Παύλου, εις τινα ομιλίαν του
λέγει, ότι ο κηρύττων τον λόγον του Θεού πρέπει να προσέχη ώστε, εις τας
περιπετείας ας και τους κινδύνους, τους οποίους ευχαρίστως πρέπει να δέχεται
δια το ευαγγέλιον, να μη προσθέτη και άλλας περιπετείας και κινδύνους, να μη
δημιουργή πειρασμούς προερχομένους εξ άφρονος αναμίξεως εις υποθέσεις ξένας
προς το κήρυγμα του ευαγγελίου.
Ο
χριστιανισμός, ως τελεία ασύγκριτος πολιτεία του Θεού, δεν ταυτίζει τας τύχας
του με καμμίαν μορφήν ανθρωπίνων πολιτευμάτων, τα οποία κατά καιρούς
εξαλλάσσουν, ενώ αυτός παραμένει αναλλοίωτος. Ο χριστιανισμός έζησεν, έδρασε
και εμαγαλούργησε και υπό δημοκρατίας, και υπό ολιγαρχίας, και υπό βασιλείας,
και υπό αυτοκρατορίας, και υπό δικτατορίας και υπό τυραννίδας. Έζησεν υπό
Κωνσταντίνους και Ιουστινιανούς, αλλά και υπό Νέρωνας και Καλιγούλας. Ηύχετο
υπέρ ευσεβών βασιλέων και ηγεμόνων, οι οποίοι επροστάτευον τας εκκλησίας του
Θεού, αλλ’ ηύχετο και υπέρ ασεβών, οι οποίοι εδίωκον και επόρθουν τας εκκλησίας
του Θεού και εβασάνιζον τους χριστιανούς με φρικτά βασανιστήρια. Μη λησμονώμεν
ότι ο άλλος κορυφαίος, ο Πέτρος, παραγγέλει · «Τον βασιλέα τιμάται»
(Α’ Πέτρ. 2,17). Και μη λησμονώμεν ακόμη, ότι βασιλεύς ήτο τότε ο Νέρων, το
απαίσιον εκείνο θηρίον της αβύσσου. Εν τούτοις ήτο εξουσία, και ως
εξουσία έδει να τιμάται. Άνευ εξουσίας – και της χειροτέρας ακόμη- θα
επήρχετο αναρχία και διάλυσις του παντός. Δια τούτο πάλιν και ο Παύλος
πραγγέλλει · «Πάσα ψυχή εξουσίας υπερεχούσαις υποτασσέσθω» (Ρωμ. 13.1).
Ήλεγξα πάντοτε
θρησκευτικώς
Ταύτα και εγώ ως ελάχιστος εργάτης του ευαγγελίου φρονών, κατά την
τριακονταετή περιπετειώδη υπηρεσίαν μου εν τη Εκκλησία της Ελλάδος απέφυγον
επιμελώς ν’ αναμιχθώ εις τας φοβεράς πολιτικάς συζητήσεις και διαμάχας του
τόπου μας. Με την βοήθειαν του Θεού δεν έγινα δούλος ή όργανον ουδεμίας
πολιτικής παρατάξεως. Εκράτησα αδούλωτον το φρόνημά μου. Εκήρυξα τας
αιωνίους αληθείας του Ευαγγελίου προς τα άνω και προς τα κάτω. Ως πολίτης
έχω και εγώ τα αντιλήψεις μου επί της εκάστοτε πολιτικής καταστάσεως, όπως έχει
και πας Έλλην πολίτης. Αλλ’ ως κήρυξ του ευαγγελίου εστάθην πάντοτε υπέρ τα
κόμματα, αποβλέπων εις τα αιώνια συμφέροντα των ψυχών. Και
οσάκις έκρινα τα εγκόσμια, έκρινα ταύτα εκ της υψηλής σκοπιάς της
αιωνιότητος. Το κακόν ήλγξα οπουδήποτε και αν το συνήντησα. Τους πολιτικούς
άρχοντας ήλεγξα ουχί πολιτικώς, αλλά θρησκευτικώς και ηθικώς. Την
σημαίαν του ελέγχου τούτου δεν υπέστειλα ούτε κατά τας ημέρας της δικτατορίας
του Μεταξά. Ήλεγξα την τότε κατάστασιν ότε, επ’ ευκαιρία το εορτασμού της 4ης Αυγούστου,
ημέρας της αυστηράς νηστείας του Δεκαπενταυγούστου, αι τοπικαί εν Μεσολογγίω
αρχαί, προς έκφρασιν χαράς και αγαλλιάσεως, παρέθεσαν πάνδημον τράπεζαν εκ
κρεάτων, επί καταφρονήσει της ιεράς νηστείας. Ήλργξα την τότε κατάστασιν επίσης
όταν, χάριν πάλιν του εορτασμού της 4ης Αυγούστου, διετάχθη ίνα
κατά το μεσονύκτιον οι κώδωνες όλων των ναών της ιεράς πόλεως κρούωνται
χαρμοσύνως ως εν ημέρα Αναστάσεως. Τούτο εματαίωσα ως πρωτοσύγκελλος προς
μεγάλην αναστάτωσιν των πνευμάτων. Ήλεγξα την τότε κατάστασιν από του άμβωνος
και δι’ άλλας ηθικάς και θρησκευτικάς ατασθαλίας. Επικαλούμαι την μαρτυρίαν των
πολυπληθών ακροατών μου εν τη προσφιλεστάτη πόλει του Μεσολογγίου.
Αλλά και οι ακροαταί μου εν τη
πόλει των Ιωαννίνων θα ενθυμούνται πως εκήρυξα από του άμβωνος της πόλεως
ταύτης κατά την εορτήν των Χριστουγέννων του πρώτου έτους της κατοχής (1941).
Δια τον έλεγχον προεκάλεσα την μήνιν των κατακτητών, και μόλις διεσώθην.
Διελθών δε τον υπόλοιπον χρόνον της απαισίας μνήμης κατοχής εν Μακεδονία, ως
και της εθνικής τραγωδίας, η οποία επηκολούθησεν εις την κατοχήν, εκράτησα, εν μέσω ποικίλων περιπετειών, την σημαίαν
του ευαγγελικού ελέγχου, μη γινόμενος δούλος ουδεμιάς πολιτικής παρατάξεως.
Ότε δε έπαυσεν ο κλύδων ο μέγας, και η Ελλάς, η φιλτάτη πατρίς, εισήλθεν εις
ομαλόν κοινοβουλευτικόν βίον, και ο τύπος αφέθη ελεύθερος, τότε όχι
μόνον από των αμβώνων αλλά και από των στήλων εφημερίδων και περιοδικών, και
δια βιβλίων ακόμη, ήσκησα τον έλεγχον, πάντοτε εντός του θρησκευτικού
και ηθικού κύκλου κινούμενος. Αψευδείς μάρτυρες είνε αι στήλαι της
μικράς εφημερίδος «Χριστιανική Σπίθα» καθ’ όλον το διάστημα του
ελευθέρου κοινοβουλευτικού βίου της χώρας. Κρατών εμαυτόν μακράν των πολιτικών
διενέξεων ήλεγξα την πολιτικήν ηγεσίαν του τόπου, οσάκις αύτη παρεξέκλινεν εκ
της ευθείας ευαγγελικής οδού. Έχων ως αρχήν το χρυσοστομικόν ρήμα, «Ποίει
φίλους δια τον Ιησούν και εχθρούς δια τον Ιησούν», πάντα, λοστις
προσέβαλλεν αμέσως ή εμμέσως την αγιωτάτην ημών θρησκείαν, ήλεγχον σφοδρώς,
οσονδήποτε υψηλήν θέσιν και αν ανήκεν. Ο τυχόν αμφιβάλλων ας ανοίξη τους τόμους
της «Σπίθας» και θα βεβαιωθή.
………………………………………..
[1] Εδημοσιεύθη εις το περιοδικόν «Χριστιανική Σπίθα» αριθμ. Φυλ. 309-311/Οκτ.-
Δεκέμβριος 1967, ολίγους δηλαδή μήνας μετά την εις επίσκοπον προαγωγήν
μας. Εις το κείμενον τούτο δίδεται απάντησις εις τους δυσφορούντας
δια την εκλογήν και χειροτονίαν μας εκ λόγων πολιτικής τοποθετήσεως.
[2] Ήτο το καθεστώς, το οποίον προήλθεν από την επικρατήσασαν επανάστασιν
των στρατιωτικών της 21ης Απριλίου 1967.
[«Η ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣΜΟΥ ΩΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ,
ΠΡΕΣΠΩΝ ΚΑΙ ΕΟΡΔΑΙΑΣ», ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΦΛΩΡΙΝΗΣ, ΕΚΔΟΣΙΣ «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ», ΑΘΗΝΑΙ 1990, Σελ. 111-116]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου