«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι» (Λουκ. 18,10)
Τί σημαίνει «ἀναβαίνω»; Ἂν βρίσκεσαι στὸ ὑπόγειο μιᾶς πολυκατοικίας καὶ θέλῃς νὰ πᾷς στὸν τελευταῖο ὄροφο, χρησιμοποιεῖς τὴ σκάλα ἢ τώρα καλύτερα τὸ ἀσανσέρ· πατᾷς ἕνα κουμπὶ καὶ ἀνυψώνεσαι στὸν 7ο, τὸν 8ο, τὸν 10ο ὄροφο· ἤ, ἂν εἶσαι στὴ Νέα Ὑόρκη, στὸν 100ὸ ὄροφο τοῦ οὐρανοξύστου.
Τί σημαίνει «ἀναβαίνω»; Κοιτάζω ψηλά, βλέπω τὴ χιονισμένη τώρα κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ, π.χ. τοῦ Ὀλύμπου, καὶ ἕνας πόθος μὲ τραβάει νὰ βρεθῶ κ᾽ ἐγὼ ἐκεῖ. Γίνομαι λοιπὸν ὀρειβάτης καὶ φτάνω σὲ ψηλὲς κορυφές.
Τί σημαίνει «ἀναβαίνω»; Βλέπω στὸν οὐρανὸ τὰ σύννεφα, βλέπω στὸ διάστημα τὴ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, καὶ μιὰ μυστηριώδης νοσταλγία μὲ ἑλκύει πρὸς τὰ ἐκεῖ. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε πλασμένος γιὰ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ· εἶνε πλασμένος γιὰ τὰ οὐράνια. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», ὅπως λέει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν θεία λειτουργία. Ἔτσι πολλοὶ γίνονται ἀεροπόροι καὶ πετοῦν στὰ ὕψη μὲ ἀεροπλάνο, ἢ κάποιοι γίνονται ἀστροναῦτες καὶ ταξιδεύουν μὲ διαστημόπλοιο νὰ φτάσουν στὴ σελήνη καὶ πιὸ πέρα.
«Ἀναβαίνω» λοιπὸν ἢ στὸν τελευταῖο ὄροφο, ἢ σὲ μιὰ ψηλὴ κορυφή, ἢ στὸν οὐρανό, ἢ στὸ διάστημα. Παραπάνω; ὑπάρχει παραπάνω; Ἄχ, ἀδελφοί μου, πῶς ἡ ζωὴ αὐτὴ μᾶς ἔκοψε τὰ φτερά! Ἂν εἴχαμε ψυχὲς θερμές, ἂν ἀγαπούσαμε φλογερὰ τὸν Κύριο, θὰ βλέπαμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ν᾽ ἀνεβῇ ἀκόμη ψηλότερα, νὰ πλησιάσῃ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. «Οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…» (θ. Λειτ.)! Τὴν ὥρα ποὺ προσευχόμαστε, ἀνεβαίνουμε. Καὶ τὸ ἱερὸ κείμενο λέει· «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν…». Ποῦ «ἀνέβησαν»; Πῆγαν, μὲ τὴν προσευχή, ν᾽ ἀνεβοῦν στὸν οὐρανό. Ὁ ἕνας ὅμως ἀπ᾽ αὐτοὺς γλίστρησε καὶ ἔπεσε στὸν ᾅδη.
Οἱ ἀρχαῖοι, καὶ πρὸ Χριστοῦ ἤδη, ἔχτιζαν τοὺς ναούς των στὰ ψηλώματα. Καὶ οἱ Ἰσραηλῖτες ἔχτισαν γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος ἐπίσης σὲ ὕψωμα, στὸ ὄρος Σιών. Γι᾽ αὐτὸ ἐδῶ λέει, ὅτι οἱ δυὸ αὐτοὶ ἄνθρωποι «ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι» (Λουκ. 18,10)· ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους χαμηλὰ καὶ ἀνέβηκαν στὸ ναὸ ποὺ ἦταν ψηλά.
Ἡ πατρίδα μας, ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, ποὺ ἀνέκαθεν διακρινόταν γιὰ τὴ θρησκευτικότητά της, ἔχτισε τὸ ναὸ τοῦ Παρθενῶνος ἐπάνω στὴν Ἀκρόπολι. Ἔπειτα στὴν χριστιανικὴ Ἑλλάδα οἱ πρόγονοί μας ἔχτιζαν ἐκκλησίες, π.χ. τοῦ Προφήτου Ἠλία, σὲ κορυφές. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἀγωνισταὶ τοῦ Εἰκοσιένα ἔχτισαν στὸ Λυκαβηττό, στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου, τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου· γιατὶ μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἁγίων ἐλευθέρωσαν τὴ γωνιὰ αὐτὴ ποὺ ζοῦμε τώρα.
Ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς εἶνε πάντοτε ὥρα ἀναβάσεως, ἀνυψώσεως. Ἀκόμα καὶ ἂν ὁ ναὸς εἶνε χτισμένος ὄχι ψηλὰ ἀλλὰ χαμηλά, καὶ πάλι ἁρμόζει τὸ ῥῆμα «ἀναβαίνω». Ἂν μπῇς στὴν ἐκκλησιὰ μὲ πίστι, σὲ παίρνουν φτερὰ ἀγγέλων καὶ σὲ ὑψώνουν· φθάνεις σὲ ἕνα «ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς» (Ἀκάθ. ὕμν. Α3α).
Ναί, ἀδελφοί μου, ἔχουμε ἀποδείξεις, ὅτι ἡ προσευχὴ ἀνεβάζει σὲ τέτοιο ὕψος. Διαβάστε τὴν ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, τοὺς βίους τῶν ἁγίων, νὰ δῆτε τὴ δύναμι τῆς προσευχῆς. Θὰ δῆτε, ὅτι ὁ προφήτης Δανιὴλ προσευχήθηκε μέσα στὸ λάκκο καὶ τὰ πεινασμένα λιοντάρια ἔγιναν ἥμερα ἀρνάκια (βλ. Δαν. 6,16-24· Βὴλ 31-42). Θὰ δῆτε, ὅτι ὁ προφήτης Ἰωνᾶς ἐβόησε προσευχόμενος, ἔκανε ἐκκλησία τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους, καὶ τὸν ἔσωσε ὁ Κύριος (βλ. Ἰων. κεφ. 2). Θὰ δῆτε, ὅτι οἱ Τρεῖς Παῖδες μὲ τὴν προσευχή τους μετέβαλαν σὲ δροσιὰ τὴ φλόγα τῆς καμίνου καὶ σώθηκαν (βλ. Δαν. 3,19-23· Προσευχὴ καὶ Ὕμνος).
Διαβάστε ἀκόμα σελίδες ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς πατρίδος μας, παλαιὰ καὶ νεώτερη, νὰ δῆτε τί θαύματα ἔκαναν οἱ Ἕλληνες μὲ τὴ δύναμι τῆς προσευχῆς. Στὸν βίο π.χ. τῆς ἁγίας Φιλοθέης (19 Φεβρ.) βλέπουμε τί κατώρθωσε μέσα στὴν Ἀθήνα μιὰ γυναίκα μὲ μεγάλα ἰδανικά, μὲ πίστι στὸ Θεὸ καὶ ἀγάπη στὴν πατρίδα· πῶς συγκέντρωνε κοντά της τοὺς ἀδύναμους σὲ νυχτερινὲς δεήσεις. Θυμηθῆτε οἱ γεροντότεροι κι ὅταν μᾶς βομβάρδιζαν ἰταλικά, γερμανικὰ κ᾽ ἐγγλέζικα ἀεροπλάνα, καὶ οἱ σειρῆνες σφύριζαν, πῶς ἔτρεχαν ὅλοι στὰ καταφύγια, καὶ ἐκεῖ κάτω ἄκουγες προσευχὲς μὲ δάκρυα «Παναγία, σῶσε μας», «Χριστέ, ἐλέησέ μας»…
Ναί, ἀδελφέ μου. Μπορεῖ νά ᾽σαι μέσ᾽ στὴ φυλακὴ – στὸ μπουντρούμι, ἢ μέσα σὲ ὄρυγμα στὴν πρώτη γραμμή, ἢ μέσα σὲ ὑποβρύχιο κάτω ἀπ᾽ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης, ἢ νά ᾽σαι πάνω στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, ἢ νὰ σ᾽ ἔχουν στὸ χειρουργεῖο, ἢ σ᾽ ὁποιαδήποτε ἄλλη περίστασι· παντοῦ μπορεῖς νὰ προσεύχεσαι. Ὅταν προσευχηθῇς μὲ πόνο, τότε ἔρχονται ἄγγελοι, σφουγγίζουν τὰ δάκρυά σου, παίρνουν τὴν προσευχή σου, τὴν ἀνεβάζουν ψηλά, σ᾽ ἀκούει ὁ Θεός!
Τί σημαίνει «ἀναβαίνω»; Ἂν βρίσκεσαι στὸ ὑπόγειο μιᾶς πολυκατοικίας καὶ θέλῃς νὰ πᾷς στὸν τελευταῖο ὄροφο, χρησιμοποιεῖς τὴ σκάλα ἢ τώρα καλύτερα τὸ ἀσανσέρ· πατᾷς ἕνα κουμπὶ καὶ ἀνυψώνεσαι στὸν 7ο, τὸν 8ο, τὸν 10ο ὄροφο· ἤ, ἂν εἶσαι στὴ Νέα Ὑόρκη, στὸν 100ὸ ὄροφο τοῦ οὐρανοξύστου.
Τί σημαίνει «ἀναβαίνω»; Κοιτάζω ψηλά, βλέπω τὴ χιονισμένη τώρα κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ, π.χ. τοῦ Ὀλύμπου, καὶ ἕνας πόθος μὲ τραβάει νὰ βρεθῶ κ᾽ ἐγὼ ἐκεῖ. Γίνομαι λοιπὸν ὀρειβάτης καὶ φτάνω σὲ ψηλὲς κορυφές.
Τί σημαίνει «ἀναβαίνω»; Βλέπω στὸν οὐρανὸ τὰ σύννεφα, βλέπω στὸ διάστημα τὴ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, καὶ μιὰ μυστηριώδης νοσταλγία μὲ ἑλκύει πρὸς τὰ ἐκεῖ. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε πλασμένος γιὰ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ· εἶνε πλασμένος γιὰ τὰ οὐράνια. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», ὅπως λέει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν θεία λειτουργία. Ἔτσι πολλοὶ γίνονται ἀεροπόροι καὶ πετοῦν στὰ ὕψη μὲ ἀεροπλάνο, ἢ κάποιοι γίνονται ἀστροναῦτες καὶ ταξιδεύουν μὲ διαστημόπλοιο νὰ φτάσουν στὴ σελήνη καὶ πιὸ πέρα.
«Ἀναβαίνω» λοιπὸν ἢ στὸν τελευταῖο ὄροφο, ἢ σὲ μιὰ ψηλὴ κορυφή, ἢ στὸν οὐρανό, ἢ στὸ διάστημα. Παραπάνω; ὑπάρχει παραπάνω; Ἄχ, ἀδελφοί μου, πῶς ἡ ζωὴ αὐτὴ μᾶς ἔκοψε τὰ φτερά! Ἂν εἴχαμε ψυχὲς θερμές, ἂν ἀγαπούσαμε φλογερὰ τὸν Κύριο, θὰ βλέπαμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ν᾽ ἀνεβῇ ἀκόμη ψηλότερα, νὰ πλησιάσῃ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. «Οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…» (θ. Λειτ.)! Τὴν ὥρα ποὺ προσευχόμαστε, ἀνεβαίνουμε. Καὶ τὸ ἱερὸ κείμενο λέει· «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν…». Ποῦ «ἀνέβησαν»; Πῆγαν, μὲ τὴν προσευχή, ν᾽ ἀνεβοῦν στὸν οὐρανό. Ὁ ἕνας ὅμως ἀπ᾽ αὐτοὺς γλίστρησε καὶ ἔπεσε στὸν ᾅδη.
Οἱ ἀρχαῖοι, καὶ πρὸ Χριστοῦ ἤδη, ἔχτιζαν τοὺς ναούς των στὰ ψηλώματα. Καὶ οἱ Ἰσραηλῖτες ἔχτισαν γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος ἐπίσης σὲ ὕψωμα, στὸ ὄρος Σιών. Γι᾽ αὐτὸ ἐδῶ λέει, ὅτι οἱ δυὸ αὐτοὶ ἄνθρωποι «ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι» (Λουκ. 18,10)· ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους χαμηλὰ καὶ ἀνέβηκαν στὸ ναὸ ποὺ ἦταν ψηλά.
Ἡ πατρίδα μας, ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, ποὺ ἀνέκαθεν διακρινόταν γιὰ τὴ θρησκευτικότητά της, ἔχτισε τὸ ναὸ τοῦ Παρθενῶνος ἐπάνω στὴν Ἀκρόπολι. Ἔπειτα στὴν χριστιανικὴ Ἑλλάδα οἱ πρόγονοί μας ἔχτιζαν ἐκκλησίες, π.χ. τοῦ Προφήτου Ἠλία, σὲ κορυφές. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἀγωνισταὶ τοῦ Εἰκοσιένα ἔχτισαν στὸ Λυκαβηττό, στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου, τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου· γιατὶ μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἁγίων ἐλευθέρωσαν τὴ γωνιὰ αὐτὴ ποὺ ζοῦμε τώρα.
Ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς εἶνε πάντοτε ὥρα ἀναβάσεως, ἀνυψώσεως. Ἀκόμα καὶ ἂν ὁ ναὸς εἶνε χτισμένος ὄχι ψηλὰ ἀλλὰ χαμηλά, καὶ πάλι ἁρμόζει τὸ ῥῆμα «ἀναβαίνω». Ἂν μπῇς στὴν ἐκκλησιὰ μὲ πίστι, σὲ παίρνουν φτερὰ ἀγγέλων καὶ σὲ ὑψώνουν· φθάνεις σὲ ἕνα «ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς» (Ἀκάθ. ὕμν. Α3α).
Ναί, ἀδελφοί μου, ἔχουμε ἀποδείξεις, ὅτι ἡ προσευχὴ ἀνεβάζει σὲ τέτοιο ὕψος. Διαβάστε τὴν ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, τοὺς βίους τῶν ἁγίων, νὰ δῆτε τὴ δύναμι τῆς προσευχῆς. Θὰ δῆτε, ὅτι ὁ προφήτης Δανιὴλ προσευχήθηκε μέσα στὸ λάκκο καὶ τὰ πεινασμένα λιοντάρια ἔγιναν ἥμερα ἀρνάκια (βλ. Δαν. 6,16-24· Βὴλ 31-42). Θὰ δῆτε, ὅτι ὁ προφήτης Ἰωνᾶς ἐβόησε προσευχόμενος, ἔκανε ἐκκλησία τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους, καὶ τὸν ἔσωσε ὁ Κύριος (βλ. Ἰων. κεφ. 2). Θὰ δῆτε, ὅτι οἱ Τρεῖς Παῖδες μὲ τὴν προσευχή τους μετέβαλαν σὲ δροσιὰ τὴ φλόγα τῆς καμίνου καὶ σώθηκαν (βλ. Δαν. 3,19-23· Προσευχὴ καὶ Ὕμνος).
Διαβάστε ἀκόμα σελίδες ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς πατρίδος μας, παλαιὰ καὶ νεώτερη, νὰ δῆτε τί θαύματα ἔκαναν οἱ Ἕλληνες μὲ τὴ δύναμι τῆς προσευχῆς. Στὸν βίο π.χ. τῆς ἁγίας Φιλοθέης (19 Φεβρ.) βλέπουμε τί κατώρθωσε μέσα στὴν Ἀθήνα μιὰ γυναίκα μὲ μεγάλα ἰδανικά, μὲ πίστι στὸ Θεὸ καὶ ἀγάπη στὴν πατρίδα· πῶς συγκέντρωνε κοντά της τοὺς ἀδύναμους σὲ νυχτερινὲς δεήσεις. Θυμηθῆτε οἱ γεροντότεροι κι ὅταν μᾶς βομβάρδιζαν ἰταλικά, γερμανικὰ κ᾽ ἐγγλέζικα ἀεροπλάνα, καὶ οἱ σειρῆνες σφύριζαν, πῶς ἔτρεχαν ὅλοι στὰ καταφύγια, καὶ ἐκεῖ κάτω ἄκουγες προσευχὲς μὲ δάκρυα «Παναγία, σῶσε μας», «Χριστέ, ἐλέησέ μας»…
Ναί, ἀδελφέ μου. Μπορεῖ νά ᾽σαι μέσ᾽ στὴ φυλακὴ – στὸ μπουντρούμι, ἢ μέσα σὲ ὄρυγμα στὴν πρώτη γραμμή, ἢ μέσα σὲ ὑποβρύχιο κάτω ἀπ᾽ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης, ἢ νά ᾽σαι πάνω στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, ἢ νὰ σ᾽ ἔχουν στὸ χειρουργεῖο, ἢ σ᾽ ὁποιαδήποτε ἄλλη περίστασι· παντοῦ μπορεῖς νὰ προσεύχεσαι. Ὅταν προσευχηθῇς μὲ πόνο, τότε ἔρχονται ἄγγελοι, σφουγγίζουν τὰ δάκρυά σου, παίρνουν τὴν προσευχή σου, τὴν ἀνεβάζουν ψηλά, σ᾽ ἀκούει ὁ Θεός!
Πάρτε ὅλες τὶς δικές μας προσευχές, τὰ «Κύριε, ἐλέησον» κλήρου καὶ λαοῦ, καὶ στύψτε τα· δὲν θὰ φτειάξετε τὸ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Λίγες κουβέντες, λίγα λόγια. Αὐτὴ ἡ μικρὴ προσευχή, ζυμωμένη μὲ τὸ δάκρυ, τὸν πόνο καὶ τὴν ταπείνωσι, ἔγινε μιὰ σκάλα ποὺ ἔφτασε μέχρι τὸν οὐρανό.
Δὲν ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, πιὸ μεγάλη δύναμι ἀπὸ τὴν καθαρὴ προσευχή. Προσεύχεσθε! Προσεύχεσθε ἀντρόγυνα γιὰ νά ᾽χετε ὁμόνοια, προσεύχεσθε γονεῖς γιὰ τὰ παιδιά σας, προσεύχεσθε μικροὶ – μεγάλοι γιὰ ὅλα.
Ἀπὸ σήμερα ἀνοίγει τὸ Τριῴδιο, τὸ ἱερὸ βιβλίο. Ὁ κόσμος τὸ ὑποδέχεται μὲ ἁμαρτία, ἀσέβεια, ἀκολασία· ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ τὸ δεχτοῦμε μὲ τὸ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»· μὲ νηστεία, κατάνυξι, ἀνάτασι ψυχῆς. Διαρκεῖ 10 βδομάδες, 70 μέρες, 1680 ὧρες.
Σήμερα εἶνε ἡ πρώτη Κυριακή. Μπροστά μας εἶνε μιὰ σκάλα οὐρανοδρόμος, ἕνα πνευματικὸ ἀσανσέρ. Ἐμπρὸς ν᾽ ἀνεβοῦμε πρὸς τὰ ὕψη! ν᾽ ἀνεβοῦμε ὡς ἄνθρωποι, ὡς Ἕλληνες, ὡς Χριστιανοί. Νὰ ζήσουμε ἔστω λίγες ὧρες μὲ τὸ δάκρυ τοῦ σταυροῦ, τὴ μνήμη τῶν κεκοιμημένων μας, τὸν πόνο τῆς πατρίδος.
Δὲν ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, πιὸ μεγάλη δύναμι ἀπὸ τὴν καθαρὴ προσευχή. Προσεύχεσθε! Προσεύχεσθε ἀντρόγυνα γιὰ νά ᾽χετε ὁμόνοια, προσεύχεσθε γονεῖς γιὰ τὰ παιδιά σας, προσεύχεσθε μικροὶ – μεγάλοι γιὰ ὅλα.
Ἀπὸ σήμερα ἀνοίγει τὸ Τριῴδιο, τὸ ἱερὸ βιβλίο. Ὁ κόσμος τὸ ὑποδέχεται μὲ ἁμαρτία, ἀσέβεια, ἀκολασία· ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ τὸ δεχτοῦμε μὲ τὸ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»· μὲ νηστεία, κατάνυξι, ἀνάτασι ψυχῆς. Διαρκεῖ 10 βδομάδες, 70 μέρες, 1680 ὧρες.
Σήμερα εἶνε ἡ πρώτη Κυριακή. Μπροστά μας εἶνε μιὰ σκάλα οὐρανοδρόμος, ἕνα πνευματικὸ ἀσανσέρ. Ἐμπρὸς ν᾽ ἀνεβοῦμε πρὸς τὰ ὕψη! ν᾽ ἀνεβοῦμε ὡς ἄνθρωποι, ὡς Ἕλληνες, ὡς Χριστιανοί. Νὰ ζήσουμε ἔστω λίγες ὧρες μὲ τὸ δάκρυ τοῦ σταυροῦ, τὴ μνήμη τῶν κεκοιμημένων μας, τὸν πόνο τῆς πατρίδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου