Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι» (Λουκ. 18,10)


Τί σημαίνει «ἀναβαίνω»; Ἂν βρίσκεσαι στὸ ὑπόγειο μιᾶς πολυκατοικίας καὶ θέλῃς νὰ πᾷς στὸν τελευταῖο ὄροφο, χρησιμοποιεῖς τὴ σκά­λα ἢ τώρα καλύτερα τὸ ἀσανσέρ· πατᾷς ἕ­να κουμ­πὶ καὶ ἀνυψώνεσαι στὸν 7ο, τὸν 8ο, τὸν 10ο ὄροφο· ἤ, ἂν εἶσαι στὴ Νέα Ὑόρκη, στὸν 100ὸ ὄροφο τοῦ οὐρανοξύστου.
Τί σημαίνει «ἀναβαίνω»; Κοιτάζω ψηλά, βλέ­πω τὴ χιονισμένη τώρα κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ, π.χ. τοῦ Ὀλύμ­που, καὶ ἕνας πόθος μὲ τρα­βάει νὰ βρεθῶ κ᾽ ἐγὼ ἐκεῖ. Γίνομαι λοιπὸν ὀ­ρειβάτης καὶ φτάνω σὲ ψηλὲς κορυφές.
Τί σημαίνει «ἀναβαίνω»; Βλέπω στὸν οὐρα­νὸ τὰ σύννεφα, βλέπω στὸ διάστημα τὴ σελή­νη καὶ τὰ ἄστρα, καὶ μιὰ μυστηρι­ώδης νοσταλ­γία μὲ ἑλκύει πρὸς τὰ ἐκεῖ. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶ­νε πλασμένος γιὰ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ· εἶνε πλασμένος γιὰ τὰ οὐράνια. «Ἄ­νω σχῶμεν τὰς καρ­δίας», ὅπως λέει ἡ Ἐκ­κλησία μας στὴν θεία λειτουργία. Ἔτσι πολλοὶ γίνονται ἀεροπόροι καὶ πε­τοῦν στὰ ὕψη μὲ ἀεροπλάνο, ἢ κάποιοι γί­νονται ἀστροναῦτες καὶ ταξιδεύουν μὲ διαστη­­μόπλοιο νὰ φτάσουν στὴ σελήνη καὶ πιὸ πέρα.
«Ἀναβαίνω» λοιπὸν ἢ στὸν τελευταῖο ὄροφο, ἢ σὲ μιὰ ψηλὴ κορυφή, ἢ στὸν οὐρανό, ἢ στὸ διάστημα. Παραπάνω; ὑπάρχει παραπάνω; Ἄχ, ἀδελφοί μου, πῶς ἡ ζωὴ αὐτὴ μᾶς ἔ­κο­ψε τὰ φτερά! Ἂν εἴχαμε ψυχὲς θερμές, ἂν ἀ­γαπούσαμε φλογερὰ τὸν Κύριο, θὰ βλέπαμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ν᾽ ἀνεβῇ ἀκόμη ψηλό­τερα, νὰ πλησιάσῃ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. «Οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…» (θ. Λειτ.)! Τὴν ὥ­ρα ποὺ προσευχόμαστε, ἀνεβαίνουμε. Καὶ τὸ ἱερὸ κείμενο λέει· «Ἄν­θρω­ποι δύο ἀνέβησαν…». Ποῦ «ἀνέβησαν»; Πῆγαν, μὲ τὴν προσ­­ευχή, ν᾽ ἀνεβοῦν στὸν οὐ­ρανό. Ὁ ἕνας ὅμως ἀπ᾽ αὐ­τοὺς γλίστρησε καὶ ἔπεσε στὸν ᾅδη.



Οἱ ἀρχαῖοι, καὶ πρὸ Χριστοῦ ἤδη, ἔχτιζαν τοὺς ναούς των στὰ ψηλώματα. Καὶ οἱ Ἰσρα­ηλῖτες ἔχτισαν γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸ ναὸ τοῦ Σο­λο­μῶν­τος ἐπίσης σὲ ὕψωμα, στὸ ὄρος Σιών. Γι᾽ αὐ­τὸ ἐδῶ λέει, ὅτι οἱ δυὸ αὐτοὶ ἄνθρωποι «ἀ­νέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι» (Λουκ. 18,10)· ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους χαμηλὰ καὶ ἀ­νέβηκαν στὸ ναὸ ποὺ ἦταν ψηλά.
Ἡ πατρίδα μας, ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, ποὺ ἀ­νέκα­θεν διακρινόταν γιὰ τὴ θρησκευτικότητά της, ἔχτισε τὸ ναὸ τοῦ Παρθε­νῶ­νος ἐπάνω στὴν Ἀ­κρόπολι. Ἔπειτα στὴν χριστιανικὴ Ἑλλάδα οἱ πρόγονοί μας ἔχτιζαν ἐκ­κλησίες, π.χ. τοῦ Προ­φή­του Ἠλία, σὲ κορυφές. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἀ­γωνισταὶ τοῦ Εἰκοσιένα ἔχτισαν στὸ Λυκαβητ­τό, στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου, τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου· γιατὶ μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἁγίων ἐλευ­θέρωσαν τὴ γωνιὰ αὐτὴ ποὺ ζοῦμε τώρα.
Ἡ ὥρα τῆς προσ­ευχῆς εἶνε πάντοτε ὥρα ἀ­ναβάσεως, ἀνυψώσεως. Ἀκόμα καὶ ἂν ὁ ναὸς εἶνε χτισμένος ὄχι ψηλὰ ἀλλὰ χαμηλά, καὶ πάλι ἁρμόζει τὸ ῥῆμα «ἀναβαίνω». Ἂν μπῇς στὴν ἐκ­κλησιὰ μὲ πίστι, σὲ παίρνουν φτερὰ ἀγ­γέ­­λων καὶ σὲ ὑψώνουν· φθάνεις σὲ ἕνα «ὕψος δυσ­ανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς» (Ἀκάθ. ὕμν. Α3α).
Ναί, ἀδελφοί μου, ἔχουμε ἀποδείξεις, ὅτι ἡ προσευχὴ ἀνεβάζει σὲ τέτοιο ὕψος. Διαβάστε τὴν ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, τοὺς βίους τῶν ἁγίων, νὰ δῆτε τὴ δύναμι τῆς προσευχῆς. Θὰ δῆτε, ὅτι ὁ προφήτης Δανιὴλ προσευχήθηκε μέσα στὸ λάκκο καὶ τὰ πεινασμένα λιοντάρια ἔγιναν ἥμερα ἀρνάκια (βλ. Δαν. 6,16-24· Βὴλ 31-42). Θὰ δῆτε, ὅτι ὁ προφήτης Ἰω­νᾶς ἐ­βό­ησε προσευχόμενος, ἔκανε ἐκκλησία τὴν κοι­λιὰ τοῦ κήτους, καὶ τὸν ἔσωσε ὁ Κύρι­ος (βλ. Ἰων. κεφ. 2). Θὰ δῆτε, ὅτι οἱ Τρεῖς Παῖδες μὲ τὴν προσ­ευχή τους μετέβαλαν σὲ δροσιὰ τὴ φλόγα τῆς καμί­νου καὶ σώθηκαν (βλ. Δαν. 3,19-23· Προσευχὴ καὶ Ὕμνος).
Διαβάστε ἀκόμα σελίδες ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς πατρίδος μας, παλαιὰ καὶ νεώτερη, νὰ δῆ­τε τί θαύματα ἔκαναν οἱ Ἕλληνες μὲ τὴ δύνα­μι τῆς προσευχῆς. Στὸν βίο π.χ. τῆς ἁγίας Φιλο­θέ­ης (19 Φεβρ.) βλέπουμε τί κατώρθωσε μέσα στὴν Ἀ­θήνα μιὰ γυναίκα μὲ μεγάλα ἰδανικά, μὲ πίστι στὸ Θεὸ καὶ ἀγάπη στὴν πατρίδα· πῶς συγ­­κέντρωνε κοντά της τοὺς ἀδύναμους σὲ νυχτερινὲς δεήσεις. Θυμη­θῆ­τε οἱ γεροντότεροι κι ὅταν μᾶς βομβάρδιζαν ἰταλικά, γερμανικὰ κ᾽ ἐγγλέζικα ἀεροπλάνα, καὶ οἱ σειρῆνες σφύριζαν, πῶς ἔτρεχαν ὅλοι στὰ καταφύγια, καὶ ἐ­κεῖ κάτω ἄκουγες προσ­ευχὲς μὲ δάκρυα «Παν­αγία, σῶσε μας», «Χριστέ, ἐλέησέ μας»…
Ναί, ἀδελφέ μου. Μπορεῖ νά ᾽σαι μέσ᾽ στὴ φυλακὴ – στὸ μπουντρούμι, ἢ μέσα σὲ ὄ­ρυ­γμα στὴν πρώτη γραμμή, ἢ μέ­σα σὲ ὑποβρύχιο κάτω ἀπ᾽ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης, ἢ νά ᾽σαι πάνω στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, ἢ νὰ σ᾽ ἔ­χουν στὸ χειρουργεῖο, ἢ σ᾽ ὁποιαδήποτε ἄλλη περίστασι· παντοῦ μπορεῖς νὰ προσεύχεσαι. Ὅταν προσ­ευχηθῇς μὲ πόνο, τότε ἔρχονται ἄγ­γελοι, σφουγ­­γίζουν τὰ δά­κρυά σου, παίρνουν τὴν προσ­ευχή σου, τὴν ἀνεβάζουν ψηλά, σ᾽ ἀκούει ὁ Θεός!
Πάρτε ὅλες τὶς δικές μας προσευχές, τὰ «Κύριε, ἐλέησον» κλήρου καὶ λαοῦ, καὶ στύψτε τα· δὲν θὰ φτειάξετε τὸ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Λίγες κουβέντες, λίγα λόγια. Αὐτὴ ἡ μικρὴ προσευχή, ζυμωμένη μὲ τὸ δάκρυ, τὸν πόνο καὶ τὴν ταπείνωσι, ἔγινε μιὰ σκάλα ποὺ ἔφτασε μέχρι τὸν οὐρανό.
Δὲν ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, πιὸ μεγάλη δύναμι ἀπὸ τὴν καθαρὴ προσευχή. Προσεύχεσθε! Προσεύχεσθε ἀντρόγυνα γιὰ νά ᾽χετε ὁ­μόνοια, προσεύχεσθε γονεῖς γιὰ τὰ παιδιά σας, προσεύχεσθε μικροὶ – μεγάλοι γιὰ ὅλα.
Ἀπὸ σήμερα ἀνοίγει τὸ Τριῴδιο, τὸ ἱερὸ βιβλίο. Ὁ κόσμος τὸ ὑποδέχεται μὲ ἁ­μαρτία, ἀ­σέβεια, ἀκολασία· ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ τὸ δεχτοῦμε μὲ τὸ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδί­ας»· μὲ νηστεία, κατάνυξι, ἀνάτασι ψυχῆς. Διαρκεῖ 10 βδομάδες, 70 μέρες, 1680 ὧρες.
Σήμερα εἶνε ἡ πρώτη Κυριακή. Μπροστά μας εἶνε μιὰ σκάλα οὐρανοδρόμος, ἕνα πνευματικὸ ἀσανσέρ. Ἐμπρὸς ν᾽ ἀνεβοῦμε πρὸς τὰ ὕψη! ν᾽ ἀνεβοῦ­με ὡς ἄνθρωποι, ὡς Ἕλληνες, ὡς Χριστιανοί. Νὰ ζήσουμε ἔστω λίγες ὧ­ρες μὲ τὸ δάκρυ τοῦ σταυροῦ, τὴ μνήμη τῶν κε­κοιμημένων μας, τὸν πόνο τῆς πατρίδος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου