Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἰωάννου Κ. Διώτη
Θεολόγου καὶ Δημοσιογράφου
Ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ
Ἡ ρίζα τοῦ μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ
κακοῦ εἶναι ὁ Παπισμός, ὁ ὁποῖος παρήγαγε τὸν Προτεσταντισμόν. Γέννημα δὲ τοῦ Παπισμοῦ
εἶναι καὶ ἡ παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνος.
Ἀμβλύνει τὸ ὀρθόδοξον φρόνημα καὶ δημιουργεῖ κλῖμα ἀνοχῆς ὅλων τῶν αἱρέσεων.
Ὁ Παπισμὸς ἐνόθευσε καὶ
ἐδυσφήμησε τὸν Χριστιανισμὸν μὲ τὴν «Ἱερὰν
Ἐξέτασιν» καὶ τὰς ἄλλας καταχρήσεις
καὶ αἱρετικὰς θέσεις του. Ὁ δὲ Προτεσταντισμός, κατ' οὐσίαν, ἠρνήθη τὸν
πραγματικὸν Χριστιανισμόν. Ὁ Προτεσταντισμὸς συνέβαλε κατὰ πολὺ εἰς τὴν ἐξάπλωσιν
τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἀθεΐας.
Ἴσως τινὲς θεωρήσουν ὅτι
εἶναι ὑπερβολικαὶ καὶ ἄκρως αὐστηραὶ αὐταὶ αἱ θέσεις καὶ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ
προβάλλωνται, ἐπειδὴ εἰς τὴν ἐποχήν μας γίνονται συνεχεῖς διάλογοι καὶ ἄλλαι
κινητοποιήσεις διὰ τὴν κακῶς ἐννοουμένην ἕνωσιν τῶν κακῶς λεγομένων «ἐκκλησιῶν», ἐκτὸς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας,
Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς ἡ μέχρι τοῦδε κατάληξις ὅλων τῶν
σχετικῶν προσπαθειῶν εἶναι, μεταξὺ ἄλλων κακῶν, καὶ ἡ δημιουργία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Αὐτὸ εἶναι σατανικὸν ἐπίτευγμα. Τώρα λοιπὸν χρειάζεται μεγαλυτέρα αὐστηρότης ὀρθοδόξου
ἐλέγχου, ὄχι ἕνεκα φανατισμοῦ, ἀλλὰ διὰ λόγους προφυλάξεως καὶ διασφαλίσεως τοῦ
ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ φρονήματος καὶ διὰ νὰ δοθῇ ἔναυσμα ἀφυπνίσεως ἀπὸ τὸν
λήθαργον τῆς πλάνης ὅλων τῶν ἀποσχισθέντων ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς πραγματικῆς Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπιστροφὴ καὶ ὄχι ἕνωσις
Ἡ λέξις «ἕνωσις» νὰ ἀντικατασταθῇ ἀπὸ τὴν λέξιν ἐπιστροφή. Ἕνωσις σημαίνει σύναψις,
σύνδεσις, συγχώνευσις κυρίως ἰσοτίμων πραγμάτων. Ἕνωσις δύο ἤ περισσοτέρων μερῶν
ὡς ἔχουν, χωρὶς νὰ ὑποστοῦν διαφοροποίησιν. Λέγομεν ἕνωσις κρατῶν, ἕνωσις
πολιτικῶν κομμάτων, ἕνωσις συλλόγων, κ.λπ. Ἐπιστροφὴ λοιπὸν τῶν ἀποκεκομμένων ἀπὸ
τὸν ἀληθινὸν Χριστιανισμόν. Ἐπιστροφὴ εἰς τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν καὶ εἰς τὴν ἀπαραχάρακτον
Ἁγίαν Γραφήν. Ἐπιστροφὴ εἰς τὰς δύο αὐτὰς ἀνοθεύτους πηγὰς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως.
Αὐτὴ εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ἀποστασίας, τῆς ἀρνήσεως, τῆς προδοσίας καὶ πάσης
κακοδοξίας. Ἡ λεγομένη «ἕνωσις» τῆς Ὀρθοδοξίας
μὲ τὰ αἱρετικὰ σχήματα περιέχει οὐσιαστικὸν ἐννοιολογικὸν προβληματισμόν. Διὰ
τοὺς αἱρετικοὺς πρέπει νὰ χρησιμοποιῆται ἡ λέξις «ἐπιστροφή», ἀφοῦ
προηγουμένως καταδικάσουν τὰς αἱρετικὰς θέσεις των.
Κακόδοξοι καὶ ὄχι «ἑτερόδοξοι»
Ὄχι «ἑτερόδοξοι», ἀλλὰ κακόδοξοι. Ὁ ὅρος
«ἑτερόδοξα» δόγματα προκαλεῖ
σύγχυσιν, ὡς νὰ ὑπάρχουν και ἄλλα διαφοροποιημένα, κατὰ τινα τρόπον, δόγματα. Ἴσως
τὰ δόγματα αὐτὰ νὰ θεωροῦνται καὶ ἀνεκτά. Κακόδοξα λοιπὸν καὶ αἱρετικὰ
δόγματα καὶ ὄχι ἑτερόδοξα. Ὁ ὅρος «ἑτερόδοξος» δὲν ἐκφράζει, εὐθέως
καὶ σαφῶς, τὴν ἔννοιαν τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλα τινὰ δόγματα,
διαφορετικὰ μέν, ἀλλ' ἴσως νὰ ἔχουν καὶ χαρακτῆρα τινὰ οὐδετερότητος. Ὁ ὅρος αὐτὸς
ἐπαναπαύει τοὺς αἱρεσιάρχας καὶ τοὺς ὀπαδούς των καὶ δὲν δημιουργεῖ εἰς αὐτοὺς
τὸν φόβον καὶ τὸν τρόμον, ὅτι εἶναι αἱρετικοὶ καὶ ὀφείλουν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὰς
μητρικὰς ἀγκάλας τῆς πραγματικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αἱ ἀντικανονικαὶ καὶ
προκλητικαὶ φιλοφρονήσεις πρὸς τοὺς κακοδόξους αἱρετικοὺς ἀποτρέπουν αὐτοὺς νὰ
συνειδητοποιήσουν τὴν ἀποστασίαν των καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν ὀρθὴν πίστιν. Ἑδραιώνονται
περισσότερον εἰς τὰς αἱρετικὰς πλάνας των. Τὸ μέγα καὶ ὀλέθριον κακὸν τῶν
τοιούτων ἀναγνωριστικῶν φιλοφρονήσεων ἤρχισε κυρίως ἀπὸ τὸν ἀποβιώσαντα
Πατριάρχην Ἀθηναγόραν. Τὰ ὅσα προδοτικὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐρεύγματα τοῦ
Ἀθηναγόρου ἐδημοσιεύθησαν εἰς προηγούμενον φύλλον τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» (27-4-2018) εἶναι
φρικιαστικὰ καὶ ἀπίστευτα.
Ψευδοχριστιανισμὸς
Ἐὰν ὁ Παπισμὸς δὲν εἶχεν
ἀποσκιρτήσει τῆς “πατρώας δόξης”, ὡς ὁ ἄσωτος υἱὸς τῆς παραβολῆς, ὁ
γνήσιος Χριστιανισμός θὰ εἶχεν ἀναπτυχθῆ καὶ θὰ εἶχε διαδοθῆ εἰς ὁλόκληρον τὸν
κόσμον, ἀνὰ τοὺς διαρρεύσαντας αἰῶνας. Ὁ Παπισμὸς καὶ πρὸ τῆς ὁριστικῆς ἀποκοπῆς
του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἶχε δημιουργήσει πολλὰ προβλήματα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.
Ἡ αἰτία ἦτο πάντοτε ὁ ἐγωισμὸς ὡρισμένων Παπῶν τῆς Ρώμης νὰ ἔχουν, ὄχι ἁπλῶς
τιμητικόν, ἀλλὰ πρωτεῖον ἐξουσίας, ὅπως μετέπειτα τὸ ἐπισημοποίησεν ἡ Ρώμη. Ἡ ἐγωιστικὴ
δοξομανία τῶν Παπῶν ἦτο συνεχῶς πρόξενος προστριβῶν μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως.
Οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ
Προτεστάνται δὲν ἔχουν τὸν γνήσιον Χριστιανισμόν. Ἔχουν ψευδοχριστιανισμὸν καὶ
ἀποστρέφονται τὸν πραγματικὸν Χριστιανισμόν, ὁ ὁποῖος ἐκφράζεται καὶ βιώνεται εἰς
τὴν Ὀρθοδοξίαν.
«Κατάκριτοι
καὶ ἀπόβλητοι»
Καὶ μόνον ἐάν τις δεχθῇ
τὴν αἵρεσιν τοῦ φιλιόκβε εἶναι κατάκριτος καὶ ἀνάξιος χριστιανός, ὡς ἀπεφάνθη ἡ
ἐπὶ τοῦ Μεγάλου Φωτίου (879-880 μ.Χ.) συγκροτηθεῖσα εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας
Σοφίας Σύνοδος ἐκ 383 Ἐπισκόπων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦσαν καὶ ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα
Ἰωάννου τοῦ Η΄. Εἰς τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου αὐτῆς, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς Η΄ Οἰκουμενική,
ἀναγράφεται ὅτι ὅποιος ἀφαιρέσει ἤ προσθέσει τι εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως θὰ
εἶναι «κατάκριτος καὶ πάσης χριστιανικῆς ὁμολογίας ἀπόβλητος» καὶ
«ἀνάθεμα» εἰς αὐτόν. Ἡ αἰτία συγκλήσεως τῆς Συνόδου αὐτῆς ἦτο ἡ μὴ
ἀκόμη ἐπίσημος παρὰ τῶν Φράγκων προσθήκη τοῦ φιλιόκβε (ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται
καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) εἰς τὸ ἀμετάβλητον Σύμβολον τῆς Πίστεώς μας («Πιστεύω εἰς ἕνα
Θεόν…»).
Ἐὰν διὰ μίαν μόνον αἵρεσιν
οἱ Παπικοὶ εἶναι «κατάκριτοι καὶ πάσης χριστιανικῆς ὁμολογίας ἀπόβλητοι»,
πόσον μάλλον, ὅταν ἔχουν ἀναπτυχθῆ πλεῖσται ἄλλαι αἱρέσεις καὶ κακοδοξίαι εἰς
τὸν Παπισμόν, ὅπως τὸ πρωτεῖον ἐξουσίας, τὸ ψευδοαλάθητον τοῦ Πάπα κ.ἄ. Τί νὰ εἴπωμεν
ὅμως περὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει πολυδιαιρεθῆ; Εἰς ἑκατοντάδας ἀνέρχονται
αἱ προτεσταντικαὶ παραφυάδες. Ἐγράφη ὅτι ὑπάρχουν 33.000 διαφορετικαὶ ἁγιογραφικαὶ
καὶ θεολογικαὶ ἑρμηνεῖαι εἰς τὸν Προτεσταντισμὸν («Ο.Τ.» 4-5-2018).
Οἱ Προτεστάνται ἔχουν
παραμορφώσει καὶ ἔχουν κακοποιήσει τὴν Πίστιν μας εἰς τὸν Χριστὸν μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴν
ἄρνησίν των τῆς μιᾶς πηγῆς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἤτοι τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, καὶ
μὲ τὴν διαστροφὴν τῶν νοημάτων τῆς ἑτέρας πηγῆς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, δηλαδὴ τῆς
Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχουν αὐτοὶ σχέσιν μὲ τὸν πραγματικὸν
Χριστιανισμόν; Ἕκαστος Προτεστάντης εἶναι καὶ εἷς ψευδοαλάθητος Πάπας, ἀφοῦ ἰσχυρίζεται
ὅτι αὐτὸς ἔχει πλήρη αὐτάρκειαν καὶ μόνος του αὐτὸς γνωρίζει ὅλην τὴν εὐαγγελικὴν
Ἀλήθειαν.
Κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιον
(Ἐπιστολὴ Α΄ πρὸς Σεραπίωνα), ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεμελιωθῆ «εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς Παράδοσιν καὶ Διδασκαλίαν καὶ Πίστιν τῆς Ἐκκλησίας, ἣν
ὁ μὲν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δὲ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν καὶ οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν. Ἐν
τοιαύτῃ γὰρ ἡ Ἐκκλησία τεθεμελίωται καὶ ὁ ταύτης ἐκπίπτων οὔτ’ ἄν εἴη οὔτ’ ἄν ἔτι λέγοιτο Χριστιανός». Αὐτὸς λοιπόν, ὁ ὁποῖος
ἐκπίπτει ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, οὔτε εἶναι οὔτε λέγεται
Χριστιανός.
Εἰς τοὺς αἱρετικοὺς ὁ ἐγωπαθὴς φανατισμὸς
Θέλω νὰ ἀντικρούσω ἐκ
τῶν προτέρων τὴν πιθανὴν κατηγορίαν ὅτι εἶμαι φανατικός. Ὄχι. Οὔτε φανατικὸς εἶμαι
οὔτε ἐμπαθὴς οὔτε ἄκριτος, ἀφοῦ δὲν ἐπιμένω εἰς κάτι ἰδικόν μου, ἀλλ' ἐμμένω
σταθερῶς εἰς ὅσα ἐδίδαξεν ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἰς ὅσα ἐκήρυξαν
οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ εἰς ὅσα ἀνέπτυξαν οἱ Ἅγιοι καὶ σοφοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
μας. Ὁ ἐγωπαθὴς φανατισμὸς ὑπάρχει εἰς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀποστάτας, οἱ ὁποῖοι
ἐμμένουν καὶ ἐπιμένουν ἐπὶ αἰῶνας εἰς τὰ ἰδικά των αὐθαίρετα καὶ ἀνατρεπτικὰ τῆς
ὀρθῆς εἰς τὸν Χριστὸν Πίστεως κατασκευάσματά των.
Παρέχω τὴν
διαβεβαίωσιν ὅτι εἰλικρινῶς ἀγαπῶ ὅλους τοὺς ἀδελφούς μου Παπικοὺς καὶ
Προτεστάντας. Ὡς τέκνα καὶ δοῦλοι τοῦ αὐτοῦ οὐρανίου Πατρὸς εἴμεθα ὅλοι ἀδελφοί.
Εἰς τοὺς χώρους αὐτοὺς ἐγνώρισα πολλοὺς ἐξαιρετικοὺς ἀνθρώπους καὶ μὲ λυπεῖ πολὺ
τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἀδελφοί μου αὐτοὶ εἶναι λίαν πεπλανημένοι ἐκκλησιαστικῶς. Ἐκ
τῆς Πατερικῆς σοφίας μανθάνομεν ὅτι τὴν ἁμαρτίαν πρέπει νὰ μισῶμεν καὶ ὄχι τὸν ἁμαρτωλόν
ἄνθρωπον. Τὴν αἵρεσιν μισῶ καὶ ὄχι τὸν αἱρετικόν, διὰ τὸν ὁποῖον προσεύχομαι νὰ
ἀνανήψῃ.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἐκκλησία
Ποιοῦμαι ἐκ βαθέων ἔκκλησιν
πρὸς ὅλους τοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντας νὰ ἐπιστρέψουν ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἐξεκλαδίσθησαν.
Ὁ κορμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ διακεκριμένος βυζαντινολόγος ἱστορικὸς
Sir St. Runciman
προέβλεψεν ὅτι ὁ 21ος αἰὼν θὰ εἶναι ὁ αἰὼν τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ τοιαύτη ἀντίληψις ὑπάρχει
καὶ εἰς πολλοὺς ἄλλους ξένους διανοουμένους. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν διῃρέθη. Κατέχει τὴν πλήρη καὶ ἀπόλυτον Ἀλήθειαν.
Μέλη τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς ἀπεστάτησαν. Ὅσοι ὑποστηρίζουν τὴν θεωρίαν τῶν κλάδων,
δηλαδὴ ὅτι καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ἐξεκλαδίσθη καὶ συνεπῶς κατέχει μόνον μέρος τῆς Ἀληθείας,
αὐτοὶ διαψεύδουν τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶπε διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ὅτι «πύλαι ᾅδου
οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Μτθ. ις΄ 18).
Δὲν
εἶναι πραγματικοὶ Χριστιανοὶ
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ
πεπλανημένοι ἀδελφοί μας νὰ προβληματισθοῦν ἐντόνως καὶ νὰ ἀνησυχήσουν σφοδρῶς.
Ἐν προσευχῇ, ἐν ταπεινώσει καὶ ἐν μετανοίᾳ νὰ συνειδητοποιήσουν καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν,
βοηθούμενοι ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅτι δὲν εἶναι
πραγματικοὶ Χριστιανοί. Τοῦτο, ὡς ἐξετέθη ἀνωτέρω, δὲν εἶναι προσωπική μου
διαπίστωσις. Εἶναι διδασκαλία τῆς Η΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου.
Ἐξάγεται δὲ τοῦτο καὶ ἀπὸ ἄλλα Πατερικὰ κείμενα. Οἱ ἀδελφοί μας αὐτοὶ νὰ ἐξέλθουν
ἐκ τοῦ σκότους τῆς πλάνης καὶ νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ ἀνέσπερον φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὸ
ὁποῖον φωτίζει τὴν Ἀλήθειαν τῆς «Μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Οἱ ἡγέται αὐτῶν φέρουν τὴν πρώτην εὐθύνην καὶ αὐτοὶ πρέπει πρῶτον νὰ
συγκλονισθοῦν καὶ νὰ ἀφυπνισθοῦν ἀπὸ τὸν αἱρετικὸν λήθαργον. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ αἱρεσιάρχαι
αὐτοὶ ἡγέται δυσκόλως μετανοοῦν, οἱ εὑρισκόμενοι μακρὰν τῆς Ἀληθείας τοῦ Θεοῦ
καὶ ἀκολουθοῦντες τοὺς ἡγέτας αὐτοὺς νὰ ἐπιστρέψουν μεμονωμένως καὶ καθ' ὁμάδας
ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἔγινεν ἡ ἀποκοπή των. Τότε καὶ οἱ ἐν λόγῳ ἡγέται θὰ σκεφθοῦν μὲ ὡριμότητα
καὶ, ἐὰν ὄχι ὅλοι, οἱ πολλοὶ θὰ ἐπιστρέψουν καὶ αὐτοί. Βεβαίως δὲν θὰ ἐπιστρέψουν
πρὸς ἱκανοποίησιν οὐδενὸς προσώπου ἤ προσώπων, ἀλλὰ διὰ τὴν αἰώνιον σωτηρίαν
των. Οἱ ἐνσυνείδητοι καὶ ἀμετανόητοι αἱρετικοὶ δὲν θὰ γίνουν κληρονόμοι τῆς οὐρανίου
Βασιλείας. Οἱ Παπικοὶ καὶ Προτεστάνται δὲν θὰ δυνηθοῦν ποτὲ νὰ ὑποστηρίξουν, μετὰ ἀποδεικτικοῦ λόγου, ὅτι δὲν εἶναι
αἱρετικοὶ καὶ ἀρνηταὶ τῆς Ἱερᾶς Ἀποστολικῆς καὶ Ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως.
Ἐφθάσαμεν
εἰς τὸν θεοκατάρατον Οἰκουμενισμὸν
Ἀδελφοὶ
Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐδῶ ἐφθάσαμεν
κατόπιν πολλῶν δεκαετιῶν μὲ τοὺς ψευδοενωτικοὺς διαλόγους καὶ μὲ τοὺς προδοτικοὺς
συμβιβασμοὺς κορυφαίων ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων. Ἐφθάσαμεν εἰς τὸν δαιμονικόν,
θεοκατάρατον καὶ τρισκατάρατον Οἰκουμενισμόν. Μὲ τὴν ὕπουλον συνισταμένην αὐτὴν
ἐκ πολλῶν αἱρέσεων καὶ κακοδοξιῶν ἤρχισε καὶ συνεχίζεται ἡ ἄμβλυνσις καὶ ἀλλοίωσις
τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος. Αὐτὸ ἐπεδίωξαν καὶ ἐπέτυχον εἰς ἕνα βαθμὸν οἱ
μακρυνθέντες ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Χριστιανικὴν Ἀλήθειαν. Μετὰ ἀπὸ τόσους
διαλόγους, συνέδρια καὶ πολλὰς ἄλλας κινήσεις διὰ τὴν ψευδοένωσιν μὲ τὸν Παπισμὸν
καὶ τὸν Πρωτεσταντισμὸν δὲν παρετηρήθη διάθεσις ἐπιστροφῆς οὔτε ἑνὸς ἑκατοστοῦ
τοῦ μέτρου. Ἐφθάσαμεν ἀκόμη καὶ εὑρισκόμεθα εἰς τὴν πορείαν πρὸς τὴν
πανθρησκείαν, διὰ τῆς ὁποίας ἐπιδιώκεται ἡ ἐξαφάνισις τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ὑποστήριξις
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀκόμη καὶ ἀπὸ ὀρθοδόξους ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτας, συντομεύει
τὴν πορείαν αὐτὴν πρὸς τὴν πανθρησκείαν.
Ἡ
ψευδοαγία Σύνοδος
Καὶ ἐνῷ συμβαίνουν ὅλα
αὐτά, παραδόξως καὶ σκανδαλωδῶς, ἡ ἐν Κρήτῃ Σύνοδος , κατ’ οὐσίαν, Προκαθημένων
ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν (Ἰούνιος 2016) ἐχαρακτηρίσθη ὡς «ἁγία», ἐνῷ εἰς τὴν
πραγματικότητα ἦτο μία ψευδοαγία
Σύνοδος, διότι, ὄχι μόνον δὲν κατεδίκασε τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ
ἐνίσχυσε τὸν Οἰκουμενισμὸν μὲ τὴν παραδοχὴν ὅτι ὁ κακόδοξος καὶ αἱρετικὸς
Παπισμός, καθὼς καὶ ὅλαι αἱ παραφυάδες τοῦ ἀσχέτου πρὸς τὸν πραγματικὸν
Χριστιανισμὸν Προτεσταντισμοῦ εἶναι «ἐκκλησίαι». Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔπρεπε νὰ
ἀποφανθῇ αὐθεντικῶς ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι εἷς συρφετὸς αἱρέσεων καὶ ὁ
Προτεσταντισμὸς ἔχει ἀρνηθῆ τὸν πραγματικὸν Χριστιανισμόν.
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, διὰ τὴν
ἀμφιλεγομένην, ἀντιλεγομένην καὶ σφοδρῶς κατηγορουμένην αὐτὴν Σύνοδον, θέτω καὶ
τὸ θέμα τῆς μὴ δημοσιοποιήσεως, ὡς ἔχω ἀντιληφθῆ, τοῦ οἰκονομικοῦ ἀπολογισμοῦ
δαπανῶν ὀργανώσεως καὶ λειτουργίας αὐτῆς τῆς Συνόδου. Ἐπιβάλλεται νὰ
γνωστοποιηθοῦν τὰ ἑξῆς: Πόσον χρηματικὸν ποσὸν συνεκεντρώθη, ἀπὸ ποίας
συγκεκριμένας πηγὰς προῆλθε τὸ ποσὸν αὐτό, πόσα χρήματα διετέθησαν, ποῖον τὸ ὑπόλοιπον
χρηματικὸν ποσὸν καὶ ποῦ διετέθη τὸ ὑπόλοιπον αὐτὸ ποσόν.
Νὰ
ἰσχύσῃ ἡ Πατερικὴ αὐστηρότης
Τὸ καταχθόνιον σύνθημα
ὅτι δὲν εἶναι σημαντικαὶ αἱ διαφοραὶ μεταξὺ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῶν κακοδόξων καὶ
αἱρετικῶν ὁμολογιῶν εἶναι ἐφεύρημα τοῦ Διαβόλου καὶ δι' αὐτὸ ἡ σύγχρονος ἀντιαιρετικὴ
κριτικὴ ἐπιβάλλεται νὰ γίνεται μὲ τὴν σχετικὴν Πατερικὴν αὐστηρότητα. Ἰδοὺ δύο
τοιαῦτα παραδείγματα. Τὸν Πάπαν νὰ καταρᾶσθε εἶπεν ὁ ἱερομάρτυς καὶ ἐθνομάρτυς ἅγιος
Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ὁ δὲ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς εἶπε καὶ αὐτὸς ὅτι εἰς τὴν ἱστορίαν
τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: Τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ
ΠΑΠΑ.
Ναὶ μὲν ἐν ἀγάπῃ
πρέπει νὰ γίνεται ὁ ἔλεγχος τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ μετὰ αὐθεντικῆς παρρησίας καὶ
δυνάμεως πολλῆς. Οὐδεμία συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς Πίστεως. Ὡς πρὸς τοὺς
διαλόγους, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν φοβεῖται τὸν οἱονδήποτε διάλογον. Ὁ Θεὸς ἔκαμε
διάλογον καὶ μὲ τὸν Διάβολον (οἱ πειρασμοὶ τοῦ Κυρίου, ἡ περίπτωσις τοῦ Ἰὼβ κ.ἄ.).
Ὅμως, ἡ Ὀρθοδοξία διαλέγεται, ὄχι ὡς ἀναζητοῦσα, ἀλλ' ὡς ἔχουσα καὶ προβάλλουσα
τὴν πλήρη, ἀκεραίαν καὶ ἀνόθευτον Θείαν Ἀλήθειαν τῆς μοναδικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου