MOΡΦΗ ΚΑΙ ΕΜΦΑΝΙΣΙ
ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
του Δρ Κων. ΣΙΑΜΑΚΗ
2ον
Ἐπειδὴ οἱ
πρωτόπλαστοι Ἀδὰμ καὶ Εὔα εἶναι οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους
κληρονομήθηκε στὴν ἀνθρωπότητα ὅ,τι ὑγιέστερο καὶ ὡραιότερο ἐμφανίστηκε ὁποτεδήποτε,
εἶναι φυσικό, ὅτι αὐτοὶ ἦταν ὁ ὑγιέστερος καὶ ὡραιότερος ἄντρας καὶ ἡ ὑγιέστερη
καὶ ὡραιότερη γυναίκα. ὁποιοσδήποτε ἀπόγονος μπορεῖ νὰ εἶναι σ’ αὐτὰ τὸ πολὺ ἴσος
μὲ τοὺς κοινοὺς προπάτορες, ὄχι ποτὲ ἀνώτερος. αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους
κοινοὺς προπάτορες ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τὸ Νῶε καὶ τὴ γυναῖκα του.
Γιὰ τὸν Ἀβραὰμ
δὲν ἔχουμε καμμία περιγραφή, ἀλλὰ γιὰ τὴ γυναῖκα του Σάρρα ἡ Γραφὴ λέει, ὅτι ἦταν
ἰδιαιτέρως ὄμορφη γυναίκα, ἡ ὁποία μάλιστα διατηροῦσε τὴν ὀμορφιά της καὶ σὲ
κάπως προχωρημένη ἡλικία (Γε 12,11∙ 20,2). ἀπ’ αὐτὸ μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε, ὅτι
κι ὁ Ἀβραὰμ ἦταν στὴν ὀμορφιὰ καὶ στὴ σωματικὴ του διάπλασι ἀνάλογος∙ διότι ἦταν
καὶ πολὺ ταπεινόφρων, οἱ δὲ ταπεινόφρονες ἄντρες ποτὲ δὲν ἀναζητοῦν γυναῖκες, τῶν
ὁποίων οἱ ἴδιοι εἶναι κατώτεροι. ἦταν δὲ μὲ τὴ γυναῖκα του καὶ ἀδέρφια –τότε
λόγῳ τῆς ὀλιγανθρωπίας καὶ τῆς μὴ ἀκόμη μεγάλης συσσωρεύσεως κληρονομικῶν ἐπιβαρύνσεων
ὁ θεός ἐπέτρεπε νὰ παντρεύωνται οἱ ἄνθρωποι τὶς ἀδερφές των-, κι αὐτὸ εἶναι ἄλλη
μιὰ ἔνδειξι, ὅτι ἦταν ἐξ ἴσου ὡραῖος μὲ τὴν ἀδερφή του. δὲν γνωρίζουμε ὅμως
κανένα ἄλλο χαρακτηριστικὸ τῶν δυὸ αὐτῶν προσώπων, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ γενικὰ ποὺ ἀνέφερα
εἰσαγωγικῶς.
Γιὰ τὸν Ἰσαὰκ ἡ
Γραφὴ δὲν μᾶς λέει τίποτε τὸ σχετικό, ἀλλὰ θὰ πρέπῃ νὰ ἦταν ὡραῖος ἄντρας, τόσο
διότι ἦταν γιὸς δυὸ ὡραίων γονέων, ὅσο καὶ διότι παντρεύτηκε τὴν πολὺ ὡραία Ῥεβέκκα
(καλὴ τῇ ὄψει σφόδρα Γε 24,16), ἡ ὁποία
ἦταν καὶ κόρη πρώτου ἐξαδέρφου του. στὰ γηρατειά του ὁ Ἰσαὰκ δὲν ἔβλεπε σχεδὸν
καθόλου∙ προφανῶς ἀπὸ καταρράχτη. γιὰ τὴ Ῥεβέκκα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔκτακτη ὀμορφιά της ἡ
Βίβλος μᾶς λέει καὶ ὅτι ἄργησε πολλὰ χρόνια νὰ μείνῃ ἔγκυος, ὅπως καὶ ἡ Σάρρα. ἀλλ’
ἡ μὲν Σάρρα ἔδειξε κάποια ζήλεια καὶ κακία γι’ αὐτὴ τὴν ἀδυναμία της (Γε
16,1-10∙ 21,9-14), ἡ δὲ Ῥεβέκκα δὲν ἔδειξε ποτὲ κάτι τέτοιο.
Γιὰ τοὺς
διδύμους γιοὺς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τῆς Ῥεβέκκας, τὸν Ἠσαῦ καὶ τὸν Ἰακώβ, εἶναι
πασίγνωστη ἡ πληροφορία τῆς Γραφῆς καὶ τὸ σχετικὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸ τέχνασμα τοῦ Ἰακώβ,
ποὺ ἐμφανίστηκε στὸν τυφλὸ πατέρα του σὰν τριχωτὸς Ἠσαῦ. ὁ Ἠσαῦ ἦταν ῥοδοκόκκινος
καὶ πολὺ τριχωτὸς στὸ στῆθος, στὰ χέρια, καὶ σ’ ὅλο του τὸ σῶμα, ὁ δὲ Ἰακὼβ ὄχι
ἰδιαίτερα τριχωτός (Γε 25,25-26∙ 27,16-23).
Ἀπὸ τὶς δυὸ
κύριες γυναῖκες τοῦ Ἰακώβ, Λία καὶ Ῥαχήλ, ποὺ ἦταν καὶ ἀδερφές, ἡ μὲν μικρότερη
Ῥαχήλ, τὴν ὁποία ὁ Ἰακὼβ ἀγαποῦσε φλογερά, ἦταν γυναίκα σπανίας καλλονῆς (καλὴ τῷ εἴδει καὶ ὡραία τῇ ὄψει σφόδρα
Γε 29,17), ἡ δὲ Λία δὲν ἦταν ἰδιαίτερα ὄμορφη, κι ἐπὶ πλέον τὴ μείωνε τὸ ὅτι δὲν
ἔβλεπε καλὰ (οἱ ὀφθαλμοὶ Λίας ἀσθενεῖς
Γε 29,17)∙ εἶχε προφανῶς μυωπία∙ κι ἕνας μύωπας στὴν πρωτόγονη ἐκείνη ἐποχή, ποὺ
δὲν ὑπῆρχαν γιαλιά, καταλαβαίνει ὁ καθένας πῶς ἔκανε, ὅταν ἤθελε νὰ δῇ κάτι
καθαρά.
Ὁ Ἰωσὴφ ὁ γιὸς τῆς ὡραίας Ῥαχὴλ καὶ ὁ ἄντρας τὸν ὁποῖο ἔβαλε
στὸ μάτι ἡ ἀκόλαστη κι ἐπίσημη κυρία του, ποὺ τὸν ἀγόρασε δοῦλο, ἦταν πολὺ ὡραῖος
ἄντρας (καλὸς τῷ εἴδει καὶ ὡραῖος τῇ ὄψει
σφόδρα Γε 39,6)∙ εἶχε δὲ καὶ ἀνάλογη ἁγνότητα ἐκ πίστεως. ἂν ὄχι σὰν τὸν Ἰωσήφ,
ὁπωσδήποτε ὅμως ὡραῖοι ἄντρες πρέπει νὰ ἦταν καὶ οἱ 11 ἀδερφοί του καὶ μάλιστα ὁ
ὁμομήτριος Βενιαμίν, καὶ ἡ ὁμοπάτρια ἀδερφή του Δίνα, τὴν ὁποία ἐρωτεύτηκε μὲ
πάθος ὁ ἡγεμόνας τῶν Εὐαίων Συχέμ, και, γιὰ νὰ τὴν παντρευτῇ, δέχτηκε κατ’ ἀπαίτησι
τῆς πατρικῆς της οἰκογενείας νὰ περιτμηθῇ κι αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ ἄντρες τῆς
πόλεώς του (Γε 34, 1-29).
Σὲ μιὰ τόσο ἀρχαία ἐποχὴ (2.000 -700 π.Χ.) καὶ
σὲ μιὰ χώρα μὲ κλῖμα ὑποτροπικό, ὅπως εἶναι ἡ Παλαιστίνη καὶ ἡ Αἴγυπτος, ἡ ἐνδυμασία
τῶν ἀνθρώπων ἦταν πολὺ ἐλαφριά. ἦταν ὅμως καὶ σεμνή, ἰδιαιτέρως τῶν γυναικῶν,
τοὐλάχιστο στὴν οἰκογένεια τῶν πατριαρχῶν Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, καὶ Ἰακώβ. τὰ δυὸ
κύρια ἐνδύματά τους ἦταν ὁ χιτὼν καὶ τὸ ἱμάτιον. τὸ καλοκαίρι μὲ τὴν πολλὴ ζέστη φοροῦσαν μόνο
χιτῶνα. τῶν ἀντρῶν ὁ χειμερινὸς χιτὼν ἦταν μέχρι τοὺς ἀστραγάλους (ποδήρης), καὶ μὲ μανίκια μέχρι τοὺς
καρπούς, καὶ μάλλινος, ὁ δὲ θερινὸς ἦταν μέχρι περίπου τὰ γόνατα, χωρὶς
μανίκια, καὶ ἀρκετὰ ἀνοιχτὸς στὸν τράχηλο καὶ στὸ πάνω μέρος τοῦ στήθους∙ καὶ
λινός (Γε 27,16-22). οἱ γυναῖκες ὅμως εἶχαν
πάντοτε καλυμμένο τὸ σῶμα ὁλόκληρο καὶ τὸ κεφάλι καὶ τὸν τράχηλο, ἀφήνοντας ἀκάλυπτα
μόνο τὸ ἐμπρόσθιο μέρος τοῦ προσώπου (καθ’ ὕψος μέτωπο – σαγόνι, καὶ κατὰ πλάτος τὰ ζυγωματικὰ τῶν παρειῶν),
καὶ τὰ χέρια ἀπὸ τὸν καρπὸ καὶ κάτω, καὶ τὰ πόδια ἀπὸ τὸν ἀστράγαλο καὶ κάτω. τὴν
πολλὴ ζέστη οἱ γυναῖκες τὴν ἀντιμετώπιζαν φορώντας τὸ θέριστρον, χιτῶνα δηλαδὴ ἀπὸ
λεπτὸ λινὸ ὕφασμα, φαρδὺ χαλαρὸ καὶ κωδωνοειδῆ χωρὶς ζώνη (Γε 24,65). μερικὲς
φορὲς ὁ χιτὼν τῶν νέων καὶ τῶν νεανίδων ἦταν πολύχρωμος καὶ μὲ ζωηρὰ χρώματα σὰν
τὸν ποικίλον χιτῶνα τοῦ Ἰωσὴφ (Γε
37,3).
Οἱ ἄντρες
διατηροῦσαν μαλλιὰ κουρεμένα σὰν αὐτὰ ποὺ διατηροῦν καὶ οἱ σημερινοὶ σοβαροὶ ἄντρες,
καὶ γένεια κουρεμένα, δηλαδὴ περίπου 2-5 ἑκατοστά. στὴν Αἴγυπτο ὅμως
ξυρίζονταν. γι’ αὐτὸ κι ὁ Ἰωσήφ, ἀπὸ τότε ποὺ πῆγε ἐκεῖ, ξυριζόταν (Γε 41,14)∙ δὲν εἶχε γένεια οὔτε μουστάκια.
τ’ ἀδέρφια του ὅμως, ἐπειδὴ ζοῦσαν ἀπομονωμένα σὲ εἰδικὴ γι’ αὐτοὺς περιοχὴ τῆς
Αἰγύπτου, πιθανῶς διατηροῦσαν τὰ γένεια τους καὶ τὰ μουστάκια τους κατὰ τὴν
προηγούμενη συνήθειά τους.
Κοσμήματα φοροῦσαν
καὶ οἱ ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες, κατὰ προτίμησι χρυσᾶ, ἔπειτα δὲ καὶ ἀργυρᾶ. ὁ Ἰωσὴφ φοροῦσε δαχτυλίδι, τὸ δαχτυλίδι τοῦ φαραώ (Γε
41,42), ποὺ ἡ «πέτρα» του ἦταν καὶ ἡ μεγάλη σφραγίδα τοῦ κράτους. δαχτυλίδι
-σφραγῖδα ἀντρὸς ἐλευθέρου καὶ κυρίου– φοροῦσε στὴν Παλαιστίνη καὶ ὁ ἀδερφός
του Ἰούδας (Γε 38,18), καὶ προφανῶς ὅλοι οἱ ἀδερφοί του καὶ οἱ πατέρες του Ἰακώβ,
Ἰσαάκ, Ἀβραάμ. φοροῦσαν ἐπίσης οἱ ἄντρες καὶ ὁρμίσκον, δηλαδὴ μενταγιὸν κρεμασμένο ἀπὸ τὸν τράχηλο μὲ νῆμα∙
(διότι στὴν ἀρχαιότητα ἡ ἀλυσίδα καὶ τὸ σύρμα δὲν εἶχαν ἀκόμη ἐφευρεθῆ). ἀναφέρεται
ὁ ὁρμίσκος τοῦ Ἰούδα (Γε 38,18). ὁ Ἀβραὰμ διὰ μέσου τοῦ δούλου του Ἐλιέζερ
χάρισε στὴ νύφη του Ῥεβέκκα χρυσᾶ σκουλαρίκια
καὶ βραχιόλια τῶν καρπῶν (ἐνώτια καὶ ψέλλια Γε 24,22∙ 24,30). τέτοια καθὼς καὶ
περιλαίμια καὶ περιβραχιόνια (βραχιόνια, βραχιόλια) κοσμήματα φοροῦσαν,
φαίνεται, κι ὅλες οἱ κοπέλλες, ἀλλὰ στὸν Ἰσραὴλ φαίνονταν μόνο τὰ περικάρπια
βραχιόλια (ψέλλια), διότι ὁ τράχηλος,
τ’ αὐτιά, καὶ οἱ βραχίονες τῶν γυναικῶν ἦταν πάντοτε καλυμμένα∙ τὰ κοσμήματα τῶν
καλυμμένων μερῶν τοῦ σώματος τὰ φοροῦσαν γιὰ φυλαχτὰ ἢ καὶ γιὰ νὰ τὰ βλέπῃ
μόνον ὁ μνηστήρας καὶ ὁ ἄντρας τῆς κοπέλλας. πολλὲς φορὲς τὰ κοσμήματα ἦταν συγχρόνως καὶ φυλαχτὰ καὶ εἴδωλα.
ὅπως τώρα τὸ χρυσὸ σταυρουδάκι εἶναι καὶ κόσμημα καὶ φυλαχτὸ καὶ θρησκευτικὸ
σύμβολο, ἔτσι καὶ στὴν ἀρχαιότητα κρεμοῦσαν στὸ λαιμὸ σὰ μενταγιὸν ἢ στ’ αὐτιὰ
σὰ σκουλαρίκια διάφορα εἰδώλια – φυλαχτά, συνήθως ταυροκεφαλὲς καὶ ἄλλα ὁμοιώματα
θεῶν. καὶ μερικὲς φορὲς κυκλοφοροῦσαν τέτοια κοσμήματα καὶ στὸν Ἰσραήλ. γι’ αὐτὸ
καὶ ὅταν σ’ ἕνα φρεσκάρισμα τῆς πίστεως καὶ τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου ὁ Ἰακὼβ
διέταξε τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του ν’ ἀφαιρέσουν ἀπὸ πάνω τους τοὺς εἰδωλικοὺς
θεούς, λέγοντας Ἄρατε τοὺς θεοὺς τοὺς ἀλλοτρίους
τοὺς μεθ’ ὑμῶν ἐκ μέσου ὑμῶν καὶ καθαρίσθητε, αὐτοὶ ἀνταποκρίθηκαν στὸ πρόσταγμά του, καὶ ἔδωκαν τῷ Ἰακὼβ τοὺς θεοὺς τοὺς ἀλλοτρίους, οἳ ἦσαν ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν
(=βραχιόλια, μενταγιόν), καὶ τὰ ἐνώτια
(=σκουλαρίκια) τὰ ἐν τοῖς ὠσὶν αὐτῶν
(Γε 35,2-4).
Ὁ Μωϋσῆς, εἴτε
ἦταν ἰδιαίτερα ὡραῖος ἄντρας εἴτε ὄχι, ἦταν ὁπωσδήποτε πολὺ ῥωμαλέος, διότι κάποτε
σκότωσε μὲ τὶς γροθιὲς ἕναν Αἰγύπτιο, ποὺ τυρρανοῦσε κάποιον Ἑβραῖο (Ἔξ 2,12),
καὶ λίγες μέρες ἔπειτα, θέλοντας νὰ προστατεύσῃ μερικὲς βοσκοποῦλες, τἄβαλε μὲ
μιὰ ὁμάδα σκληραγωγημένων Ἀράβων βοσκῶν καὶ τοὺς ἔτρεψε σὲ φυγὴ (Ἔξ 2,17). ἦταν
ὅμως ἰσχνόφωνος καὶ βραδύγλωσσος (Ἔξ 4,10). αὐτὸ σημαίνει ὅτι
εἶχε φωνὴ πολὺ χαμηλή, δὲν μποροῦσε νὰ φωνάζῃ δυνατά, καὶ μιλοῦσε πολὺ ἀργά, ὄχι
ἐλαττωματικά. διότι ἐκεῖνος ποὺ μιλάει ἐλαττωματικὰ στὴν ἀρχαιότητα λεγόταν μογιλάλος. ὁ Μωϋσῆς εἶχε καλὴ ἄρθρωσι, ἀλλὰ
δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσῃ γρήγορα καὶ
δυνατά.
Μὲ τὸ Μωϋσῆ
πιθανῶς ἔμοιαζε στὴ μορφὴ καὶ στὴ σωματικὴ διάπλασι ὁ ἀδερφός του ἀρχιερεὺς Ἀαρών.
κι αὐτὸν πιθανῶς ἔμοιαζε ὁ ἔγγονός του ἀρχιερεὺς Φινεές.