ΠΡΟΣ: Εκδότην μηνιαίας εφημερίδος Λάρισα, 16.9.2017
«ΑΓΩΝΑΣ» της Λαρίσης,
(έντυπη και ηλεκτρονική έκδοση)
Ιδιοκτήτην – εκδότην
Κον
Τριαντάφυλλον Τασιόπουλον,
Οδ. Αιόλου 20
& Αργοναυτών
ΤΚ 41221 Λάρισα,
http://efimerida-agonas.blogspot.gr,
Απάντηση σε άρθρο της εφημερίδος
«Αγώνας» για το
βιβλίο «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία
1967 – 1974»
«ο τα πολλά λέγων και αντακούσεται» (Ιωβ, 11,2)
Κύριε Τασιόπουλε,
ασχολείσθε για πολλοστή φορά με την
ταπεινότητά μου σχολιάζοντας ότι βρείτε μπροστά σας που φέρει (ή συνδέεται με)
τ΄ όνομά μου: άρθρα, διατριβές, βιβλία, την επαγγελματική μου ιδιότητα. Πάντα
με το ίδιο γνωστό σας ύφος, αυτό του παμμεγίστου κριτού της οικουμένης, βάζετε
στο «στόχαστρό» σας Πατριάρχες, Αρχιεπισκόπους, Μητροπολίτες, απλούς ιερείς,
Καθηγητές Πανεπιστημίου, θεολόγους εκπαιδευτικούς και εκτοξεύετε τα πυρά σας,
τα οποία όμως είναι άσφαιρα, γιατί το υλικό τους είναι φτιαγμένο από ψέμα.
Φυσικά, από το στόχαστρο της κριτικής σας έχετε εξαιρέσει τους κατά καιρούς
«αγωνιζόμενους» δόκτορες και «αγωνιζόμενους» τρανούς θεολόγους συναγωνιστές σας
που σας γύρισαν την πλάτη. Αντε το πολύ – πολύ (έτσι για ξεκάρφωμα…) κάποιο (επι-) κριτικό μονόστηλο, μια τουφεκιά
στον αέρα για κάποιους (γενικώς και αορίστως και μη κατονομαζομένους…) «Αγωνιζομένους μηδίσαντες» («Αγώνας, φυλ.
217, Ιουνίου 2015, σελ. 3, στήλη 4). Για τον Ανδρεόπουλο ολόκληρα «αφιερώματα»
σε μέγεθος της μισής ύλης της εφημερίδος!... Μεγάλη η χάρη μου…
Στο υπ΄ αριθμ. 237 (Φεβρουαρίου, σελ.
16) φύλλο της εφημερίδος σας με παρουσιάζετε ως «γνωστό για τις απόψεις μου στο “μοντέρνο” μάθημα των Θρησκευτικών, από
εισηγήσεις σε πάνελ και δημοσιεύματα στον Τύπο, ως και από το «βραβείο» του
δόκτορα που απέκτησε πατώντας πάνω στον «χουντικό» (σ.σ.: δική σας η
έκφραση, εγώ ουδέποτε χρησιμοποίησα τον χαρακτηρισμό αυτό. Επανέρχομαι αναλυτικά για το θέμα αυτό
παρακάτω) Ιερώνυμο Α’», ενώ στο φύλλο
243 (Αυγούστου 2017, το οποίο κυκλοφόρησε εντός του Σεπτεμβρίου) αφιερώνετε
στην ταπεινότητά μου σχεδόν την μισή ύλη (!) της εφημερίδος (σελ. 1, 5, 6, 7
και 8) επικρίνοντας με περισσή κακουβουλία και πληθώρα διαστρεβλωτικών αναφορών
το προσφάτως κυκλοφορήσαν σύγγραμμά μου για τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας
κατά τη δικτατορία (Ανδρεοπούλου Χαραλάμπους, Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967 – 1974. Ιστορική και νομοκανονική
προσέγγιση, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2017).
Επί του παρόντος σας απαντώ - για ένα
προς ένα στα κύρια θέματα που σας απασχολούν στα φύλλα 237 και 243 και αφορούν
στο πρόσωπό μου – τα εξής, για ενημέρωση των καλόπιστων αναγνωστών της
εφημερίδος σας:
1) Για τις
απόψεις μου αναφορικά με το θρησκευτικό μάθημα έχετε ασφαλώς το δικαίωμα της
κρίσεως. Ως δημοσιογράφος παλαιότερα και ως δάσκαλος Θρησκευτικών στη Β/θμια
Εκπαίδευση στη συνέχεια, απέδειξα διαχρονικά ότι αποδέχομαι τις καλοπροαίρετες
κριτικές. Δεν παριστάνω την αυθεντία. Πάντοτε θεωρούσα - και εξακολουθώ να
θεωρώ - την αντιπαράθεση ως ευκαιρία συγκρίσεως διαφορετικών απόψεων και σε
καμμία περίπτωση ως αφορμή συγκρούσεως, ως ευκαιρία να παίξουμε «μπόξ».
Ουδέποτε εξ΄ άλλου διεξεδίκησα το αλάθητο και κάθε άλλη, διαφορετική άποψη, την
αντιμετώπισα με απόλυτο σεβασμό. Ετσι,
μέχρι στιγμής με αυτό το σκεπτικό, ήτοι την δεδομένη ανοχή μου σε κριτικές που
αφορούν στις απόψεις μου για το μάθημα των Θρησκευτικών, απέφυγα να απαντήσω σε
κατά καιρούς κακόβουλα σχετικά σχόλια που γράφτηκαν στην εφημερίδα σας
αναφορικώς με τις απόψεις μου για το μάθημα των Θρησκευτικών, τη συμμετοχή μου
σε σχετικές εκδηλώσεις της Ιεράς Μητροπόλεως, κ.λ.π. Φαίνεται, όμως, κ. Τασιόπουλε ότι πήρατε
πολλή φόρα. Άλλο η (καλοδεχούμενη)
κριτική κι άλλο το ψέμα, η συκοφαντία. Σε ανώνυμο άρθρο στο φυλ. 237, σελ.
16, της εφημερίδος σας γίνεται αναφορά
για ένα «βραβείο του δόκτορα», το
οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες (;) της εφημερίδος «απέκτησα πατώντας πάνω στο “χουντικό” Ιερώνυμο Α΄» (!!!). Επί
τούτων - και επί του παρόντος - σας απαντώ τα εξής:
α) Εις ό, τι αφορά στον χαρακτηρισμό
αυτό («χουντικός») για τον πρόσωπο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄
(Κοτσώνη) μου είναι ξένος. Οπως και οι χαρακτηρισμοί «παρεκκλησιαστικοί», «χουντικοί»
που αδίκως μου χρεώνετε για τους συνεργάτες του. Ουδέποτε τους χρησιμοποίησα
εις άρθρα ή εις την διατριβήν (και το βιβλίο) μου, οπότε, καθηκόντως, σας τους επιστρέφω.
Σημειώνω απλώς ότι στη διατριβή (και στο βιβλίο) υπάρχουν αναφορές περί «ιερωνυμικής»
και «σεραφειμικής» παρατάξεως, με την επισήμανση ότι χρησιμοποιούνται σαφέστατα
ως technicus terminous (βλ. στο βιβλίο μου, εις Εισαγωγή, υποσημ. 22, σελ. 31). Οπου
δε υπάρχουν οι σχετικοί χαρακτηρισμοί αυτοί έχουν τεθεί εντός εισαγωγικών («…..
») ως καταγραφή – μεταφορά απόψεως τρίτων και όχι δικής μου. Ο κάθε αναγνώστης
του βιβλίου μου είναι εις θέσιν τούτο να το διαπιστώσει. Θα πρέπει – εσείς και
οι συνεργάται σας - «να εντρέπεσθε»,
όπως συνήθιζε να λέει για τους κατηγόρους του ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος
Ιερώνυμος Α’ (Κοτσώνης). Η υπό τον τίτλο
«Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στην
Ελλάδα κατά την Επταετία (1967 – 1974)» διατριβή μου αποτελείται εκ 465
σελίδων και εκ 199.327 λέξεων. Είναι διαθέσιμη στη Βιβλιοθήκη του Α.Π.Θ. και
στην Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Εις ουδένα σημείο της διατριβής (και
του βιβλίου το οποίο κυκλοφορεί από τον περασμένο Ιούνιο και είναι διαθέσιμο
στα βιβλιοπωλεία) υπάρχει παρόμοιος δικός μου χαρακτηρισμός («χουντικός»,
«παρεκκλησιαστικός», κλπ) για τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο (Α΄), συνεπώς οι
σχετικές αναφορές σας ότι τάχα χρησιμοποιώ παρόμοιους χαρακτηρισμούς αποτελούν
αποκυήματα νοσηράς (νοσηροτάτης!) φαντασίας. Αντιμετώπισα την περίπτωση του
μακαριστού Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών κυρού Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη), όπως και
του διαδόχου του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Σεραφείμ (Τίκα) και όλων των
πρωταγωνιστών εκείνης της περιόδου (1967 – 1974) με απόλυτο σεβασμό στη μνήμη
τους - με καθαρά ιστορικά και νομοκανονικά κριτήρια, όχι με πολιτικά και
λαϊκιστικά. Μιας και αναφερθήκατε με εξιδιασμένο ενδιαφέρον κ. Τασιόπουλε για
την περίπτωση του μακαριστού Ιερώνυμο (Α΄), σας υπενθυμίζω ότι άλλοι τον είχαν
μηνύσει – το γνωρίζετε καλά, πολύ καλά! - στην Ιερά Σύνοδο «επί αιρέσει» (!!!)
και «επί προτεσταντισμώ» (!!!), κατηγορίες τα μάλα (τρισ-) χειρότερες για
ορθόδοξο κληρικό σε σχέση με τον πολιτικής χροιάς χαρακτηρισμό «χουντικός» που
ορισμένοι δημοσιογράφοι και ιστορικοί (πάντως όχι εγώ) του προσήψαν. Αλλα αν
δεν σας βοηθά η μνήμη σας (για το ποιοι
«επί μακρά έτη είχον πολεμήσει και τόσο
δυσφημίσει», αλλά και είχαν μηνύσει στην Ιερά Σύνοδο (από την εποχή που
ήταν ακόμη αρχιμανδρίτης) τον μακαριστό Ιερώνυμο Κοτσώνη «επί αιρέσει» [!!!] και «επί προτεσταντισμώ» [!!!], όπως αναλυτικά
τα έχει περιγράψει ο ίδιος στο «Δράμα» του, βλ. επανέκδοση 2003, σελ. 56 – 57,
και, ιδίως την σχετική υποσημείωση στις ίδιες σελίδες), ευχαρίστως να σας την
φρεσκάρω – οπότε, αν θα χρειασθεί, θα επανέλθω Επί του παρόντος θα υπενθυμίζω -
και παραπέμπω - στα όσα έχει μεταφέρει ο μακαριστός Μητροπολίτης Αττικής κυρός
Νικόδημος (Γκατζιρούλης) στο βιβλίο του «Ιερώνυμος Κοτσώνης. Ο Αρχιεπίσκοπος
των αποστολικών οραματισμών» (εκδ. Σπορά, 1990) για τις «Αθλιότητες» (σελ. 153 -
167) που διέπραξαν εις βάρος του Ιερωνύμου κληρικοί και θεολόγοι, προερχόμενοι
από συγκεκριμένους συλλόγους και θρησκευτικά σωματεία (όχι από Αδελφότητες
Θεολόγων). Υπάρχει πολύ υλικό για τους (σκληρούς) πολεμίους του αρχιμανδρίτου
και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου οι οποίοι στη διάρκεια της
μεταπολιτεύσεως «μετεμορφώθησαν» σε (ακραιφνείς) υποστηρικτές του... Όταν στην
Ιστορία είναι δεδομένο το «scripta manent» για καταστάσεις,
γεγονότα και πρόσωπα, οι όποιες επιχειρούμενες διαστρεβλώσεις γίνονται «boomerang»
στα χέρια των πλαστογράφων.
β) Για το «βραβείο» («του δόκτορα»): Mάλλον θα διέλαθε της προσοχής του
ανωνυμογράφου της εφημερίδος σας ότι τα
ελληνικά Πανεπιστήμια δεν δίδουν «βραβεία» σε διδάκτορες αλλά απονέμουν διπλώματα,
κατόπιν επισταμένης αξιολογικής επιστημονικής κρίσεως ειδικής, κατά περίπτωσιν,
7μελούς Επιτροπής. Μήπως μπερδέψατε – εσείς και οι συνεργάται σας - τα
(διδακτορικά) διπλώματα των ελληνικών Πανεπιστημίων με τα Βραβεία που απονέμουν
δια του Ποντιφικού Πανεπιστημίου τους ο
Πάπας της Ρώμης και το Βατικανό, όπως αυτά που απενεμήθησαν - εν χορδαίς και οργάνοις, παρακαλώ - τον Νοέμβριο του 2015 (και) εις
«διακριθέντας» εξ Ελλάδος και μάλιστα σε κάποιους κι΄ από τα
μέρη μας... (Θα τα διαβάστε πιστεύω κ. Τασιόπουλε, ε;… Yποθέτω ότι τα παρακολουθείτε όλα και
για όλους και όχι μόνο αυτά που
γράφονται για την ελαχιστότητά μου, ε;…). H ταπεινότης μου ουδέποτε ηξιώθη
παρομοίου (ποντιφικού) Βραβείου (περί του οποίου, κρίσιν σας – θετικήν ή
αρνητικήν – δεν είδα στην εφημερίδα σας κ. Τασιόπουλε, αν και παρήλθον μήνες…
Σχωράτε με αν κάνω λάθος). Η ημετέρα αναξιότης ενός σεμνού διδακτορικού
διπλώματος ηξιώθη εκ μέρους του σεμνού και ταπεινού Αριστοτελείου
(Πανεπιστημίου, του φέροντος ως έμβλημα τον Αγιο Δημήτριο – μεγάλη η Χάρη του).
Γράφετε για την ταπεινότητά μου ότι «το
υπουργείο Φίλη – Γιαγκάζογλου τον προήγαγε σε αναμορφωτή (σ.σ. sic!)
των καθηγητών στα νέα Θρησκευτικά του μοντέρνου ΚΑΙΡΟΥ στη Δευτεροβάθμια
Εκπαίδευση, για να διδάξουν στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας τη νέα άθεη
πλέον Θεολογία!». Καμμία προαγωγή κ. Τασιόπουλε, μην αγχώνεθε, μην
ανησυχείτε… Περί επιλογής σε θέση Επιμορφωτή (για τα νέα προγράμματα σπουδών
στα Θρησκευτικά) πρόκειται – σε μια από τις 70 συνολικά θέσεις Επιμορφωτών ΠΕ01
– μέσω δημόσιας προσκλήσεως ενδιαφέροντος που προκήρυξε το Ινστιτούτο
Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.), με κριτήρια καθαρά ακαδημαϊκά /
επιστημονικά. Πέρασαν κ. Τασιόπουλε οι
καιροί που ίσχυαν - ως π.χ. επί Επταετίας - τα κριτήρια των «υγιών κοινωνικών
φρονημάτων» και της «νομιμοφροσύνης» για να γίνεις Επιμορφωτής / Σύμβουλος,
κ.ο.κ. των Θρησκευτικών, ή για να πάρεις
υποτροφία για Θεολογικές σπουδές (βλ. σχετ. εις Μέρος Β΄, Κεφ, 4, § 4 και,
ιδίως υποσημ. 525 του βιβλίου). Η αξιολόγηση / μοριοδότηση που αφορά εις την εν
έτει 2016 επιλογή των Επιμορφωτών για τα νέα Π.Σ. στα Θρησκευτικά είναι
δημοσιευμένη στην «Διαύγεια» (με ΑΔΑ: 7ΩΦΚΟΞΛΔ-ΠΘ7 / 19-10-2016). Μην αγχώνεσθε
κ. Τασιόπουλε και μην ανησυχείτε… Απλός δάσκαλος Θρησκευτικών παραμένω και
μάλιστα «εν εξορία» διατελών, εδώ και μια 7ετία, αφού υπηρετώ 250 χλμ. μακριά
από το σπίτι και την οικογένειά μου, αλλά δοξάζω τον Θεό αναμένοντας ότι κάποια στιγμή θα βρεθεί μια
θέση υπηρετήσεως στον Ν. Λαρίσης - ή έστω πέριξ αυτού - και για την αναξιότητά
μου.
Πάμε στην ουσία των ζητημάτων:
2) Για το
έργο του Ιερωνύμου: Από την μία με «εγκαλείτε» - εν είδει απορίας – στην
εφημερίδα σας ότι σ΄ ένα ολόκληρο σύγγραμμα 380 σελίδων «δεν βρήκατε τίποτα, μα τίποτα καλό στον «καταραμένο» (σ.σ.: δικός
σας ο χαρακτηρισμός…) Ιερώνυμο Κοτσώνη;»
(«Αγώνας», φυλ. 243, σελ. 5, στήλη 1), και, συγχρόνως, με «κατηγορείτε» ότι στο
βιβλίο μου όλα τα «βρήκα μαύρα κι άραχνα
για τον Ιερώνυμο» κι ότι (τον Ιερώνυμο) τον «έριξα στα Τάρταρα» («Αγώνας», φυλ. 243, σελ. 8, στήλη 2), κι από
την άλλη προσπαθώντας να «μπαλώσετε» τις τρύπες των ψευδολογιών σας παραθέτετε
ορισμένες από τις θετικές αναφορές μου στο βιβλίο για το έργο του Ιερωνύμου.
Συγκεκριμένα αντιγράφοντας απόσπασμα από το βιβλίο μου παραθέτετε ορισμένα από
τα έργα που εις αυτό περιγράφονται όπως η ένταξη των κληρικών στο μισθολόγιο
του Δημοσίου, η αύξηση των συντάξων και των επιδομάτων / βοηθημάτων του ΤΑΚΕ, ο
ίδρυση του Οργανισμού της «Χριστιανικής Αλληλεγγύης» που είχε την ευθύνη της
μερίμνης για τους υπερήλικες, η αναβάθμιση της Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως, η κατασκευή
του Διορθοδόξου Κέντρου Πεντέλης (βλ. εις Μέρος Β΄, Κεφ. 7, § 3, σελ. 279 του
βιβλίου) και πολλά άλλα, όπως τις καθαρά αυτοδιοικητικού χαρακτήρος θετικές
διατάξεις του Ν.Δ. 126/1969 «Περί Καταστατικού Χάρτου» με τις οποίες, επί
Ιερωνύμου, αναγνωρίσθηκε στην Εκκλησία το δικαίωμα της νομοθετικής εξουσίας και
τις οποίες ρυθμίσεις απεδέχθη και διετήρησε μετά την πτώση της δικτατορίας και
η νέα υπό τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ (Τίκα) εκκλησιαστική ηγεσία (βλ. εις Μέρος
Β΄ Κεφ. 4, § 1, σελ. 202 – 203 και ιδίως υποσημ. 496). Ολες αυτές οι αναφορές μου (και πολλές άλλες,
όπως, π.χ, για τα ακαδημαϊκά προσόντα, την μόρφωση και το ήθος του μακαριστού
Ιερωνύμου, βλ. εις Μέρος Β΄, Κεφ. 7, § 1, σελ. 272) είναι για σας ένα….«τίποτα»;;;
Eίναι πράξεις του
μακαριστού Ιερωνύμου που τις αντιμετωπίζω στο σύγγραμμά ως …«μαύρες κι
άραχνες»;;; Eλεος κ. Τασιόπουλε!… Και οι λίθοι κεκράξονται… Εχει και η διαστρέβλωση τα
όριά της… Επί τη ευκαιρία, μιας που
μιλάμε για διαστέβλωση, να σας ρωτήσω: πως είναι δυνατόν να με εγκαλείτε («Αγώνας,
φυλ. 242, σελ. 5, στήλη 2) και μάλιστα
με ειρωνικό τόνο ότι «…ξέχασε φαίνεται ο
συγγραφέας (δηλ. η ταπεινότης μου) ότι
ο (σ.σ.: ο προ Ιερωνύμου Α΄) Αρχιεπίσκοπος
Χρυσόστομος (Χατζησταύρου) όρκισε την
δικτατορική κυβέρνηση και με το πέρας της ορκωμοσίας μοίραζε σε όλους
συγχαρητήρια την δε επομένη (22 Απριλίου 1967) με ομόφωνη απόφαση της ΔΙΣ
έστειλε επείγον συγχαρητήριο τηλεγράφημα για μακροημέρευση της «εθνικής
κυβέρνησης», όταν το απόσπασμα αυτό που έχετε καταχωρίσει στην εφημερίδα
σας αποτελεί πλήρη αντιγραφή (copy paste!) δικής μου αναφοράς στο βιβλίο μου
(βλ. εις Μέρος Β΄, Κεφ. 1, § 1, σελ. 69 – 70);…
Περιμένω απάντηση κ. Τασιόπουλε. Για το έργο του Ιερωνύμου Κοτσώνη, ως
Αρχιεπισκόπου, αφιερώνεται στο βιβλίο μου ένα ολόκληρο κεφάλαιο (το 7ο,
εις Μέρος Β΄: «Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης. Μια αποτίμηση της διαδρομής του»), το οποίο
κατακλείεται με την άποψη του πανεπιστημιακού του συναδέλφου και φίλου του, του
μακαριστού καθηγητού Σάββα Αγουρίδη, ότι
ότι «ο Ιερώνυμος Κοτσώνης θέλησε πράγματι να ανανεώσει την
ελλαδική εκκλησιαστική πραγματικότητα», η οποία και με βρίσκει σύμφωνο, θεωρώντας, ωστόσο, ότι
(και τούτο αποτελεί την καταγραφομένη δική μου θεώρηση, ότι «η επιλογή του να επιχειρήσει το ανανεωτικό
του έργο στηριζόμενος στη δικτατορία και στις θρησκευτικές οργανώσεις καθώς και η τακτική του να
στηριχθεί στους ομόφρονές του αρχιερείς παραμερίζοντας –έως και εκτοπίζοντας–
τους διαφορετικής ιδεολογικοπολιτικής και εκκλησιολογικής αντιλήψεως ιεράρχες,
κατέδειξαν και τα όρια αυτής της προσπάθειας». (βλ. βιβλίο, εις Μέρος Β΄, Κεφ. 7, § 3, σελ. 281).
Παρακαλώ τους αναγνώστες της εφημερίδος σας να το αναγνώσουν και να βγάλουν τα
συμπεράσματά τους.
3) Για
τον τρόπο αναρρήσεως και εκλογής στην Αρχιεπισκοπή του Ιερωνύμου: Eίναι θλιβερό εν έτει 2017 να επιχειρείται η
«νομιμοποίηση» της (ψευτο-) «Αριστίνδην» Ιεράς Συνόδου της συγκροτηθείσης υπό
του «υπουργού» Παιδείας της (ψευτο-) «Επαναστάσεως» Κων. Καλαμποκιά, την οποία,
φυσικά, ουδείς Κανονολόγος έχει δικαιολογήσει πλην του καθηγητού (Κανονικού
Δικαίου) και Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Κοτσώνη και υμών κ. Τασιόπουλε.
Επιχειρείτε, χωρίς καμμιά συστολή, να παραπλανήσετε τους αναγνώστες σας,
επικαλούμενος Γνωμοδότηση 8μελούς «Ειδικής Επιτροπής» που είχε συσταθεί τον
Δεκέμβριο του 1965 με απόφαση (αριθμ. πρωτ. 60277/129/1965) του Προέδρου της
Κυβερνήσεως (των λεγομένων «αποστατών») Στεφ. Στεφανοπούλου, προκειμένου λόγω
της κρίσεως των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας να εξετασθεί, εν είδει
απειλητικής πιέσεως προς την νόμιμη και κανονική Ιεραρχία, η δυνατότητα
συγκροτήσεως «Αριστίνδην Συνόδου». Η εν λόγω «Επιτροπή» πράγματι κ. Τασιόπουλε
εγνωμοδότησε ότι «ουδέν κανονικό πρόβλημα
υπάρχει δια την συγκρότησιν νέας διοικούσης Ιεράς Συνόδου, καθόσον οι Ιεροί
Κανόνες σιωπούν σχετικώς… Ουδέν απολύτως κανονικόν ή συνταγματικόν κώλυμα
υφίσταται προς σύγκλησιν Αριστίνδην Συνόδου…», κ.λ.π, μόνο η Επιτροπή αυτή
μόνο κατ΄ ευφημισμόν ήτο «Ειδική» (δηλ. κανονολογική, καθ΄ ότι το θέμα άπτεται
του Κανονικού Δικαίου) καθόσον τα 7 (επτά) από τα 8 (οκτώ) μέλη της ήσαν
καθηγητές διαφορετικής του Κανονικού Δικαίου ειδικεύσεως. Εν τούτοις εσείς
ανερυθριάστως επιχειρείτε την παραπλάνηση μέσω της συσκοτίσεως. Το επιχειρείτε
αναφερόμενος στο φυλ. 241 – 242 (Ιουνίου – Ιουλίου 2017) , σελ. 11, στήλη 2 του
«Αγώνα» σας σε «Επιτροπή 8 (οκτώ) καθηγητών του Κανονικού Δικαίου» (!!!). Κάτι
…συμβαίνει, όμως, και στο μεσοδιάστημα
οι «8 Κανονολόγοι» αίφνης (κάτι θα προέκυψε, δεν μπορεί…) στο φύλ. 243
(Αυγούστου 2017), σελ. 8, στήλη 3 του «Αγώνα» σας …μεταβάλλονται ως προς την
ιδιότητα / επιστημονική τους ειδίκευση: οι σε 3 (τρείς) σε καθηγητές του
Εκκλησιαστικού Δικαίου, οι σε 2 (δύο) σε καθηγητές του Κανονικού Δικαίου και
«οι υπόλοιποι σε διάφορους τομείς της Θεολογικής επιστήμης». Ποια είναι η
πραγματικότητα, η αλήθεια; Ο μόνος με ειδίκευση στα κανονολογικά θέματα στην
λόγω «Επιτροπή» ήταν ο τότε αρχιμανδρίτης και καθηγητής του Κανονικού Δικαίου
στην Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ Ιερώνυμος Κοτσώνης. Οι υπόλοποι επτά της «Ειδικής
Επιτροπής» ήταν οι καθηγητές Π. Μπρατσιώτης καθ. της Καινής Διαθήκης, Γ. Ράμμος
καθ. Πολιτικής Δικονομίας, Ι. Καρμίρης καθ. Δογματικής & Συμβολικής, Κ.
Μπόνης καθ. Εκκλησιαστικής Γραμματολογίας και Πατρολογίας, Α. Χριστοφιλόπουλος
καθ. Εκκλησιαστικού Δικαίου, και ο δικηγόρος Αλ. Βαμβέτσος. Ουδείς, λοιπόν,
καθηγητής Κανονικού Δικαίου, πλην ενός (1) του αρχιμανδρίτου Ιερωνύμου Κοτσώνη
(που μετά από δυό χρόνια έγινε Αρχιεπίσκοπος μέσω της «Αριστίνδην» του
Καλαμποκιά). Σας υπενθυμίζω, μάλιστα, ότι και ο Καθηγητής Κανονικού Δικαίου την
εποχή εκείνη εις την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο μακαριστός
Κων/ος Μουρατίδης, εις το υπό τον τίτλο «Η σχιζοφρενική πολιτική της
δικτατορίας» περισπούδαστο άρθρο του εις τον «Ορθόδοξο Τύπο» είχε καταγγείλει με
δριμύτητα ότι το καθεστώς της 21ης Απριλίου «προέβη εις ωμήν και αυθαίρετον επέμβασιν εις τον ιερόν χώρον της
Εκκλησίας, παρεμέρισε τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα – Ι. Σύνοδον της
Ιεραρχίας και Διαρκήν Ιεράν Σύνοδον – ανέτρεψε την κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας
και δι΄ αριστίνδην Συνόδου ανέδειξε τον αρχιμανδίτην κ. Ιερώνυμον Κοτσώνην εις
τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον Αθηνών, περιβάλλουσα άμα αυτόν δι΄επαναστατικών
αυτόχρημα εκκλησιαστικών εξουσιών» (βλ. εις «Ορθόδοξο Τύπο», φυλ. 216,
15.08.1974, σελ. 1. Σημειωτέον ότι ο καθηγητής Μουρατίδης στο ίδιο άρθρο του
επεκτείνει την δριμεία, επίσης, κριτική του και για τον τρόπο εκλογής του
Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και τούτο, επίσης, καταγράφεται και περιγράφεται μετά
πάσης σαφηνείας στη διατριβή και στο βιβλίο μου, βλ. εις Μέρος Α΄, § 7, υποσημ.
91 και εις Μέρος Β΄, Κεφ. 1, § 2, υποσημ. 41).
* Για την ουσία
του θέματος, λυπάμαι κ. Τασιόπουλε, αλλά κι εδώ θα με βρείτε απέναντι, κι΄ από
εσάς κι΄ από τον απόφανση της «Επιτροπής» Στεφανοπούλου (1965), όσο της
αντιστοίχου του Καλαμποκιά (1967). Οι Ιεροί Κανόνες όχι μόνον δεν σιωπούν (όπως
διετείνετο η Επιτροπή Στεφ. Στεφανοπούλου και δυό χρόνια μετά ο Καλαμποκιάς),
αλλ΄ αντιθέτως βοούν και κράζουν για το πώς πρέπει να διοικείται η
θεσμική Εκκλησία (υπό τελείας Συνόδου των Επισκόπων, κ.λ.π., βλ ενδεικτικώς τους Κανόνες: 37ο των Αγίων
Αποστόλων, 5ο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, 19ο της Δ΄ Οικουμενικής, 8ο της
Πενθέκτης, 6ο της Ζ΄ Οικουμενικής, 20ο της Αντιοχείας, 18ο, 73ο και
76ο της Καρχηδόνος). Παράλληλα, είναι
σαφές, σαφέστατο, ότι με την εκλογή αρχιερέων υπό «Αριστίνδην» Συνόδου οι Ιεροί Κανόνες που προσβάλλονται και
αθετούνται είναι εκτός των άλλων, οι Δ΄ της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου , ΙΘ΄ της
Αντιοχείας και Γ΄ της Ζ΄ Οικουμενικής. Για να σας το πώ πιο απλά κ. Τασιόπουλε:
σε αντίθεση με εσάς (τον «ογκόλιθο» της θεολογικής επιστήμης που τα βάζει με
Πατριάρχες, Μητροπολίτες, καθηγητές Πανεπιστημίου, κ.λ.π.) που θεωρείτε ότι
μπορεί η Πολιτεία να ορίζει «Αριστίνδην» Συνόδους στη διοίκηση της Εκκλησίας,
εγώ (ο ανάξιος δάσκαλος Θρησκευτικών) με τα λίγα θεολογικά γράμματα που ξέρω,
πιστεύω ότι το ποιός είναι άγιος και άριστος το γνωρίζει μόνο ο Θεός. Και τον
Θεό (και την Εκκλησία) δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει η Πολιτεία και οι
άρχοντές της. Α, και κάτι άλλο: γράφετε
και ξαναγράφετε για να δικαιολογήσετε την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου
Κοτσώνη υπό «Αριστίνδην» Συνόδου, ότι δεν εξελέγη μόνο αυτός από «Αριστίνδην»,
αλλά με παρεμβάσεις της Πολιτείας είχαν προηγηθεί και άλλες τέτοιες παραβιάσεις
της κανονικότητας (εκλογές Πατριαρχών,
Αρχιεπισκόπων και Μητροπολιτών υπό «Αριστίνδην» Συνόδου), επιχειρώντας έτσι την
«κανονικοποίηση» της εκλογής του υπό «Αριστίνδην», μέσω αυτής της λογικής του
συμψηφισμού η οποία κ. Τασιόπουλε δεν
συνάδει με το πνεύμα και τους Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σε παρόμοιες
περιπτώσεις η Εκκλησία μας δεν λειτουργεί με (μαθηματικού / ορθολογικού τύπου) αντιλήψεις συμψηφισμού («αφού
κανονικοποιήσατε εκείνες τις εκλογές που έγιναν από «Αριστίνδην», πρέπει να
κανονικοποιήσετε και τις επόμενες από «Αριστίνδην»…), αλλά με πνεύμα
οικονομίας, η οποία, όμως - η άσκηση της εκκλησιαστικής οικονομίας - ενεργείται
μεν προς μείζον συμφέρον της Εκκλησίας και για να θεραπεύσει προβλήματα, δεν
δικαιώνει, όμως, διαπιστωμένες αντικανονικότητες, ούτε δημιουργεί έθος αφού «το παρά Κανόνας ουχ έλκεται προς υπόδειγμα»,
σύμφωνα με τον μέγιστο των κανονολόγων Βαλσαμώνα, σε ερμηνευτικό του σημείωμα
στον ΙΘ΄ Κανόνα της εν Σαρδική Συνόδου (βλ. Ρ ά λ λ η, Γ. Α. - Π ο τ λ ή, Μ., Σύνταγμα θείων και ιερών Κανόνων,
Αθήνησιν, εκ της τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, 1853, τομ. Γ’, τυπ. «Αυγή»,
φωτοτυπική ανατύπωσις Κασ. Μ. Γρηγόρη 1966, σ. 279). Για την Ιστορία πάντως θα
πρέπει ν΄ αναφέρουμε ότι η Ιερά Σύνοδος καίτοι έκρινε αντικανονικό τον τρόπο
εκλογής του Ιερωνύμου, με τις κατ΄ οικονομίαν ληφθείσες αποφάσεις της, τον
Μάρτιο του 1974, κανονικοποίησε την εκλογή του αναγνωρίζοντας έτσι την
αρχιερωσύνη του, ενώ, επίσης, κατ΄ οικονομίαν, του απένειμε τον τίτλο του
Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
* Το θέμα του τρόπου εκλογής του
Ιερωνύμου επανήλθε στη δημοσιότητα προσφάτως. Τον περασμένο μόλις Φεβρουάριο
(2017) επαναδημοσιεύθηκε η μελέτη «Η αλήθεια δια το εκκλησιαστικόν ζήτημα»,
υπογραφομένη υπό του προ 43ετίας συντάκτου της, τότε (1974) αρχιμανδρίτου και
γραμματέως της Ιεράς Συνόδου και νυν μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας
Αμβροσίου (Λενή), την οποία μελέτη είχε υιοθετήσει η Ιεραρχία. Κυκλοφόρησε
μάλιστα από τις εκδόσεις «Βιβλίο και
Εικόνα» της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων ως «πόνημα πνευματικά ωφέλιμο και λίαν ενημερωτικό περί του εκκλησιαστικού
ζητήματος της περιόδου 1967-1974». Ο
Καλαβρύτων Αμβρόσιος απαντώντας σε επικριτικά σχόλια του Σεβ. Mητροπολίτου Φθιώτιδος κ. Νικολάου
(Πρωτοπαπά) – του μόνου αντιδράσαντος
για την εν λόγω επαναδημοσιευθείσα (2017) μελέτη - θα γράψει, μεταξύ άλλων: «O μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Ιερώνυμος
ήτο μια εξέχουσα εκκλησιαστική προσωπικότης […], αναμφιβόλως ήτο ασκητικός,
σεμνός και με αρίστην έξωθεν καλήν μαρτυρίαν, πλην όμως το μέγιστον λάθος του
ήτο το γεγονός ότι, καθηγητής ων του Κανονικού Δικαίου απεδέχθη την εκλογήν του
εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνο των Αθηνών υπό μιας Αριστίνδην (οκταμελούς)
Συνόδου, τουθ΄ όπερ αντιστρατεύεται εις την εκκλησιαστικήν τάξιν. Ωσαύτως, όλως
αντικανονικώς, κατέλαβε τον θρόνον
γεγηρακότος Αρχιεπισκόπου, του από Φιλίππων κυρού Χρυσοστόμου, τον
οποίον η τότε Κυβέρνησις κατ’ αρχήν επίεσεν προς παραίτησιν, έπειτα δε –τούτου
αρνηθέντος την παραίτησιν– τον απεμάκρυναν βιαίως εκ του αρχιεπισκοπικού του
θρόνου. Αναμφισβητήτως ο μακαριστός Ιερώνυμος είχεν αγαθήν πρόθεσιν και ωραία
σχέδια διά την Εκκλησίαν, αλλά αυτό δεν αρκεί. “Παν καλόν, μη καλώς γενόμενον,
ουκ εστί καλόν”. Ας όψονται οι στενοί συνεργάται του, οίτινες τον εξέθεσαν
ανεπανορθώτως! Κυριολεκτικώς τον κατέστρεψαν! Ο Θεός ας τους συγχωρήσει!»
(βλ. εις προσωπικόν ιστολόγιον μητροπολίτου Καλαβρύτων Αμβροσίου, «Aπάντησις
εις τον Σεβ. Μητροπολίτη Φθιώτιδος κ. Νικόλαον», 06.03.2017 (http://mkka.blogspot.gr/2017/03/blog-post_6.html, όπου αναδημοσιεύονται και τα από
1ης.03.2017 επικριτικά σχόλια του Μητροπολίτου Φθιώτιδος). Για τα γραφόμενα του Σεβ. Καλαβρύτων δεν
αφιερώσατε κ. Τασιόπουλε ούτε (!) μονόστηλο στη εφημερίδα σας (μπάς και δεν το
πήρατε χαμπάρι, μήπως;…), για τα δικά μου γραφόμενα – για το ίδιο θέμα -
αφιερώσατε την μισή ύλη της εφημερίδας!.. Μεγάλη η χάρη μου! (…αλλά γιατί άρα
γε;…)
4) Για τις χριστιανικές
οργανώσεις: Από ποιά ψέματά σας να
ξεκινήσω κ. Τασιόπουλε, από ποιά διαστροφή της αληθείας; Για να δημιουργήσετε εντυπώσεις αναφέρεσθε
γενικώς και αορίστως σε κάποιους (μη κατονομαζομένους) τρίτους που χαρακτήρισαν τους ανθρώπους των
χριστιανικών οργανώσεων, για να τους μειώσουν, ως «παραεκκλησιαστικούς», «εξωεκκλησιαστικούς»,
«προτεσταντίζοντες» και «πολλά άλλα επίθετα…», επιχειρώντας κατά τρόπο ανέντιμο
για εκδότη – δημοσιογράφο και ερευνητή (όπως εσείς αυτοπροσδιορίζεσθε) και
ανήθικο για χριστιανό (και μάλιστα «αγωνιζόμενο», όπως αυτοπαρουσιάζεσθε) να
συνδέσετε τους χαρακτηρισμούς αυτούς με εμένα και το σύγγραμμά μου, ενώ ο κάθε
καλόπιστος αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει ότι οι χαρακτηρισμοί που εγώ
χρησιμοποιώ στο βιβλίο μου είναι αυτοί με τους οποίους οι οργανώσεις
αυτοπροσδιορίζονται στα Καταστατικά τους («θρησκευτικές οργανώσεις», χριστιανικές
οργανώσεις», χριστιανικές αδελφότητες», ή «χριστιανικά σωματεία»), πράγμα που
διευκρινίζω ευθύς εξ αρχής στο βιβλίο (βλ. εις Εισαγωγή, σελ. 25, υποσημ. 6 και
εις Μέρος Α΄, § 5, σελ. 55). Την θέση μου ειδικά για τη «Ζωή» μπορεί ο
καλόπιστος αναγνώστης να την διαβάσει στο Μέρος Α΄, § 5, σελ. 55 – 64 του
βιβλίου και ιδίως στην υποσημ. 66, όπου κατατίθεται η άποψή μου ότι «όσο κι αν η δράση και η εν γένει στάση της
«Ζωής» επικρίθηκε για την περίοδο της
Επταετίας, λόγω της στηρίξεως που παρέσχε στο καθεστώς, ουδείς δύναται να
παραβλέψει ή να υποτιμήσει την προσφορά αυτής της Αδελφότητος θεολόγων στα
ορθόδοξα θεολογικά γράμματα και στην άσκηση της αυτοσυνειδησίας ενός σώματος
που ευρίσκεται σε πορεία», παραλλήλως δε εξαίρεται η προσφορά των προερχομένων από τα σπλάχνα της
«Ζωής» Αρχιεπισκόπων Αλβανίας Αναστασίου (Γιαννουλάτου), Αμερικής Δημητρίου
(Τρακατέλη), του Βασιλείου Γοντικάκη προηγουμένου της Ι. Μ. Ιβήρων Αγ. Ορους
και του αρχιμανδρίτου π. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου. Σε προσωπικό επίπεδο θεωρώ τιμή μου το
γεγονός της επί 25ετία και πλέον αρίστης συνεργασίας μου, ως δημοσιογράφου και
θεολόγου εκπαιδευτικού, με την τοπική Αδελφότητα Θεολόγων «Ζωή» και με τους
συναδέλφους – μέλη της.
5) Πάμε τώρα τον «Ελληνοχριστιανικό
πολιτισμό»: Γράφετε κ. Τασιόπουλε
πως η αναφορά μου στο βιβλίο ότι «το ιδεολόγημα του «ελληνοχριστιανικού
πολιτισμού» αντιπροσωπεύει την πρωτογενή ιδεολογία του ίδιου του
θρησκευτικοπολιτικού κινήματος της εποχής, την οποία το κίνημα των στρατιωτικών
εγκολπώθηκε για λόγους πολιτικής ωφελείας, φαλκιδεύοντάς το», αποτελεί
«σημείο κατάπτωσης» (!). Χαίρω για την διαφορά αντιλήψεως, για την διαφωνία.
Προσωπικά με βρίσκει σύμφωνο η (ευρισκομένη εις τον αντίποδα της δικής
αντιλήψεως) άποψη του καθηγητού Γ. Μπαμπινιώτη, ο οποίος έχοντας ασχοληθεί
επισταμένως με το θέμα αναφερόμενος εις τον «ελληνοχριστιανισμό», ως ιδεώδες,
γράφει ότι «πρόκειται για ένα ιδεώδες που δεν αμφισβητήθηκε, βεβαίως, όταν το
υποστήριζε ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός με επικεφαλής τον Κοραή και τους
Διδασκάλους του Γένους, ιερωμένους τους περισσότερους (τον Ευγένιο Βούλγαρη, το
Νεόφυτο Δούκα, τον Άνθιμο Γαζή, τον Κωνσταντίνο Οικονόμο, το Νεόφυτο Βάμβα
κ.ά.), ούτε όταν το υποστήριζαν ο Μακρυγιάννης,
ο Κολοκοτρώνης και άλλοι αγωνιστές. Αμφισβητήθηκε, όμως, αργότερα, όταν
παρασυνδέθηκε μ’ έναν έντονο συντηρητισμό στην εκπαιδευτική πράξη, και ως όρος
απαξιώθηκε συγκυριακά, όταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στη δικτατορία του
Παπαδόπουλου ως εθνικιστικό σύνθημα. Τα πάντα, είναι γνωστό, μπορούν να
στρεβλωθούν και να απαξιωθούν, αν αποτελέσουν αντικείμενο σκοπιμοτήτων και
προκάλυμμα διαφορετικών προθέσεων…» (βλ. πλήρη ανάλυση περί του
φαλκιδευμένου «ελληνοχριστιανισμού» επί δικτατορίας στο βιβλίο, εις Μέρος Α΄,
Κεφ. 3, σελ. 45 – 51 και, ιδίως, υποσημ.
37, όπου και η άποψη / θέση Μπαμπινιώτη. Δείτε επίσης τον λίαν καυστικό
σχολιασμό του καθηγητού Κων. Μουρατίδου για «το σύνθημα “Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών” που χρησιμοποίησε ως
“σλόγκαν” η χούντα», βλ. εις Μέρος Α΄, §,
7, υποσημ. 91, σελ. 65).
6) Περί
του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και των Συντακτικών Πράξεων 3 και 7 του 1974:
Εδώ η κακόβουλη κριτική σας, ως η φανέρωση της εμπαθείας σας κ. Τασιόπουλε,
προκύπτει μέσα από μια σύνθεση
(απαράμιλλης) διαστροφής και (αρρωστημένης) φαντασιοπληξίας εγγιζούσης τα όρια
της σχιζοφρενείας. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια! Υπερβάλλω; Για να δούμε….
Παραθέτετε τα γεγονότα της εκλογής υπό της αποκληθείσης «Πρεσβυτέρας Ιεραρχίας»
του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ καθώς και των αποτελεσμάτων που επέφεραν σε
αρχιερείς οι Συντακτικές Πράξεις 4 και 7/1974, ως δήθεν θεωρούμενα από εμένα,
ότι «όλα αυτά κατά την διδακτορική
διατριβή έγιναν “κατά τάξιν και ευσχημόνως”» !(βλ. «Αγώνας», φυλ. 243, σελ.
5, στήλη 3). Ποια είναι στην πραγματικότητα η δική μου θέση / άποψη; Την καταγράφω στη διατριβή (και στο βιβλίο
μου, βλ. εις Εισαγωγή, σελ. 31 – 32): «…κατά
το κρίσιμο διάστημα (1973-1974) της μεταβάσεως της εκκλησιαστικής εξουσίας από
τον Ιερώνυμο (Α΄) στον Σεραφείμ, οι ρυθμίσεις στον χώρο της Εκκλησίας
αποφασίσθηκαν από ένα εξίσου ανελεύθερο καθεστώς (Δημ. Ιωαννίδη) που αποτελούσε
συνέχεια του προηγουμένου (Γ. Παπαδοπούλου). Ένα καθεστώς που είχε, επίσης,
καταλύσει το Σύνταγμα και είχε στραγγαλίσει τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα
ατομικά δικαιώματα. Συνεπώς, όποιες κι αν ήταν οι ρυθμίσεις που
πραγματοποιήθηκαν με την ανάληψη της νέας εκκλησιαστικής ηγεσίας, η
επιχειρουμένη –στο πλαίσιο εξετάσεως της κανονικότητάς τους– προσέγγιση του
προβλήματος, προϋποθέτει να συνυπολογισθούν και να συνεκτιμηθούν συνδυαστικά
δύο γεγονότα: πρώτον, ότι και αυτές οι ρυθμίσεις (όπως οι προηγηθείσες, της
περιόδου 1967-1973) αποτελούσαν ωμή παρέμβαση στον χώρο της Εκκλησίας ενός
δικτατορικού καθεστώτος, ίσως στυγνοτέρου του προηγηθέντος, και, δεύτερον, ότι
η νέα –υπό τον Σεραφείμ– ηγεσία της Εκκλησίας, αν δεν τις προκάλεσε η ίδια, με
τη θετική –έναντι αυτών των προβληματικών εξ επόψεως νομοκανονικότητας
ρυθμίσεων– στάση της, συνήργησε καταλυτικά στην εφαρμογή τους. Η περίπτωση του
χειρισμού της υποθέσεως των δώδεκα «ιερωνυμικών» Μητροπολιτών
οι οποίοι δια των Συντακτικών Πράξεων 3 και 7/1974 θεωρηθέντες ως
αντικανονικοί κηρύχθηκαν έκπτωτοι από τους θρόνους τους χωρίς να τους δοθεί το
δικαίωμα της απολογίας, είναι χαρακτηριστική όχι ως προσφερόμενο παράδειγμα
εκκλησιαστικής θεραπείας σε μια αντικανονικότητα, αλλά σαν παράδειγμα προς
αποφυγήν. Και τούτο διότι, όπως απεδείχθη από την εξέλιξη των γεγονότων, οι
διατάξεις των Συντακτικών Πράξεων 3 και –ιδίως– 7/1974, ούσες διάτρητες εξ
επόψεως νομοκανονικότητας φαλκίδευσαν τον επί της ουσίας στόχο που ήταν η
επάνοδος στην εκκλησιαστική τάξη με βάση τους Ιερούς και μόνο Κανόνες και
δημιούργησαν μια πρωτοφανή ανωμαλία στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Ειδικά για το θέμα των «12» θα παρακαλούσα τους αναγνώστες της εφημερίδος σας
να διαβάζουν στο Μέρος Γ΄, Κεφ. 3, § 9 του βιβλίου μου («Αποτίμηση και κριτική
ερμηνεία της καταδίκης των “12”», σελ. 346 – 351), για να αντιληφθούν την πλήρη
αντίφαση των λεγομένων σας (ότι τάχα θεωρώ
ως «κατά τάξιν και ευσχημόνως» τα γενόμενα κατά την β΄ φάση της δικτατορίας,
επί Σεραφείμ) έναντι των γραφομένων στο βιβλίο μου και να διαπιστώσουν την παρ΄
υμών κ. Τασιόπουλε επιχειρουμένη παραποίηση, την διαστροφή!
* Στην ίδια
συνάφεια και σε άλλη σελίδα του ιδίου φύλλου (243) της εφημερίδος σας
επιδιδόμενος κ. Τασιόπουλε στην από ετών «τυμβωρυχία» σας για το πρόσωπο του
μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ (παρουσιάζοντάς τον από «Τσαουσέσκου της
Εκκλησίας» μέχρι και ως «άπιστο»!..) γράφετε (σελ. 16): «..ο Σεραφείμ έλαβε 19 ψήφους εκ των οποίων οι 12 ψήφοι ήταν ψήφοι
συναλλαγής (σιμωνία), οπότε έγινε αρχιεπίσκοπος με 7 ψήφους και όλα αυτά τα
“θεώρησαν” ότι ο Σεραφείμ “επιτέλεσε εθνικό καθήκον”…», παραπέμποντας στην
σελ. 286 του βιβλίου με προφανή σκοπό και στόχο να χρεώσετε σ΄ εμένα αυτή τη θεώρηση
(περί «επιτελέσεως εθνικού καθήκοντος», κλπ.). Μόνο που η πραγματικότητα είναι
κι εδώ πολύ διαφορετική. Πάλι τα διαστρεβλώνετε τα πράγματα. Στην σελίδα (286)
που παραπέμπετε, αφού καταγράφεται η άποψή μου ότι η ορκωμοσία του «Προέδρου»
της Δημοκρατίας Φαίδωνος Γκιζίκη της
(ιωαννιδικής) «Κυβερνήσεως» Ανδρουτσοπούλου (25.11.1973) πραγματοποιήθηκε από τον Ιωαννίνων Σεραφείμ
χωρίς την άδεια του επιχωρίου Επισκόπου, δηλ. του Αρχιεπισκόπου Αθηνών
Ιερωνύμου, «γεγονός που συνιστά
αναμφιβόλως το κανονικό αδίκημα της εισπηδήσεως το οποίο προβλέπουν και
τιμωρούν οι Ιεροί Κανόνες» (βλ. εις
Μέρος Γ΄, Κεφ. 1, σελ. 286 και ιδίως
υποσημ. 6, όπου παρατίθενται όλοι οι σχετικοί Κανόνες), επισημαίνεται (αυτόθι,
υποσημ. 6) ότι «παρά ταύτα η Δ.Ι.Σ., δύο
24ωρα μετά (27.11.1973), δικαιολογώντας τη γενομένη κανονική παράβαση με την
επίκληση των “έκτακτων εθνικών περιστάσεων υφ’ ας ευρέθη η πατρίς κατά την 25η
Νοεμβρίου 1973” θα θεωρήσει “άπαντα τα γενόμενα ως καλώς πραχθέντα”, εκτιμώντας
μάλιστα ότι ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ “επιτέλεσε εθνικόν καθήκον”».
Περί απόψεως της Δ.Ι.Σ. πρόκειται και αυτήν καταγράφω στο βιβλίο μου, όχι δικής
μου. Οι δικές μου επισημάνσεις κ. Τασιόπουλε για το ζήτημα αυτό είναι δύο: 1ον), ότι η εν λόγω απόφαση της Δ.Ι.Σ. αυτής
- της 117ης συνοδικής περιόδου - ελήφθη «κατ΄
απόλυτον ομοφωνίαν των μελών της» και, 2ον) ότι «στη συνεδρίαση αυτή ακόμη και οι τρεις (3) της «ιερωνυμικής» πτέρυγος
της (10μελούς) Δ.Ι.Σ. Μητροπολίτες και συγκεκριμένα οι Ναυπακτίας Δαμασκηνός
(Κοτζιάς), Πρεβέζης Στυλιανός (Κορνάρος), προσκείμενοι στον Ιερώνυμο και
διατελέσαντες μέλη της υπ’ αυτού προεδευομένης «Αριστίνδην» Συνόδου της
περιόδου 1967-1969 καθώς και ο Μυτιλήνης Ιάκωβος (Κλεόμβροτος), σταθερός
υποστηρικτής του Ιερωνύμου, άφησαν εκτεθειμένο τον Αρχιεπίσκοπο στη δύσκολη γι’
αυτόν τούτη ώρα και παρότι, εν προκειμένω και τυπικώς, βάσει της κρατούσης
καταστάσεως, είχε, ως Αθηνών, όλα τα κανονικά δίκαια με το μέρος του» (βλ.
αυτόθι, σελ. 288, υποσημ. 13).
7) Πάμε τώρα και στο κρίσιμο ερώτημά σας
(«Αγώνας», φυλ. 243, σελ. 8, στήλη 4): «Τι
θα έλεγε ο Αυγουστίνος Καντιώτης για τον συγγραφέα του πονήματος «Η Εκκλησία
κατά τη δικτατορία”;..”, δηλ. για
εμένα. Κύριε Τασιόπουλε η διατριβή μου αφορά στην περίοδο 1967 – 1974 και κατά την
περίοδο αυτή ο μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αυγουστίνος Καντιώτης
είπε και, κυρίως, έπραξε πολλά. Αντί για τις ρητορικές και υποθετικού χαρακτήρος ερωτήσεις - τις οποίες
διατυπώνετε με την χρήση μάλιστα του τεχνάσματος της «λήψεως του ζητουμένου» (petitio
principii) - μπορεί να δοθεί ουσιαστική απάντηση εις το τι έπραξε και τι είπε
κατά την ερευνωμένη περίοδο (1967 – 1974)
o
Φλωρίνης.
α) Τι έπραξε: Ο
μακαριστός Μητροπολίτης κυρός Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης υπήρξε απέναντι
στο εκκλησιαστικό καθεστώς του Ιερωνύμου Κοτσώνη αμείλικτος. Αυτός (ο
Αυγουστίνος) μαζί με τον μακαριστό Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως κυρό Αμβρόσιο
(Νικολάου) διαμαρτυρόμενοι για την καταστρατήγηση του ΠΣΤ 1850 και της ΠΣΠ του
1928, ήτοι την κατάργηση εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (συνεργούσης
σχετικώς επί τω αυτώ και της δικτατορικής κυβερνήσεως) της διατάξεως περί
πρεσβείων αρχιερωσύνης και της κατ΄ ισομοιρίαν αρχιερέων εκ μέρους των
Μητροπόλεων του αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και των Μητροπόλεων των «Νέων
Χωρών» συγκροτήσεως της Δ.Ι.Σ., προσέφυγαν στο Σ.τ.Ε., το οποίο (τον Απρίλιο
του 1973) έκαμε δεκτή την προσφυγή τους τινάζοντας κυριολεκτικά στον «αέρα» το
σύστημα διοικήσεως που ηθέλησε να επιβάλλει ο Ιερώνυμος (συγκρότηση της ΔΙΣ δι΄
εκλογής / διορισμού). Στην κρίσιμη Ιεραρχία της 10ης Μαϊου 1973 ο Αρχιεπίσκοπος
Ιερώνυμος υπέστη δεινή ήττα (σ.σ. για τα Πρακτικά αυτής της Ιεραρχίας, τις
αντιπαραθέσεις, το εν γένει κλίμα και πως προέκυψαν τα αποτελέσματα, συνιστώ
στους ενδιαφερομένους να διαβάσουν το βιβλίο, εις Μέρος Β΄, Κεφ. 6, § 1, σελ.
249 – 255). Η πλειονοψηφία των αρχιερέων απεδοκίμασε το σύστημα διοικήσεως του
Ιερωνύμου, μεταξύ δε αυτών (των καταψηφισάντων) και δικά του εκλογικά
αναστήματα, όπως ο Φλωρίνης (Αυγουστίνος Καντιώτης), ο Δρυϊνουπόλεως
Σεβαστιανός (Οικονομίδης), ο Παραθυμίας Παύλος (Καρβέλης), ο Ελασσώνος
Σεβαστιανός (Ασπιώτης), κ.α. που με την ψήφο τους (αυτοί οι «ιερωνυμικοί» και
όχι οι «σεραφειμικοί»…) έγειραν την πλάστιγγα υπέρ της πατριαρχικής παρατάξεως,
επικρατήσαντος, εν τέλει (με ψήφους 33 – 29) του πατριαρχικού συστήματος των
πρεσβείων, βάσει των οποίων, τελικώς, συνεκροτήθη η νέα Δ.Ι.Σ. (της 117ης
συνοδικής περιόδου περί της οποίας γίνεται λόγος εις την προηγουμένη – την 6η –
παράγραφο της παρούσης απαντητικής επιστολής μου) στην οποία ο μακαριστός
Ιερώνυμος, όπως ήδη προανεφέρθη, είχε
μόλις τρείς (3) «προσκειμένους», ενώ οι υπόλοιποι επτά (7) ήταν «απέναντι».
β) Τι είπε: Εις
εκείνην την Ιεραρχίαν (της 10ης Μαϊου 1973), της οποίας υπήρξε εις εκ των
πρωταγωνιστών, ο Μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης της Φλωρίνης, είχε πεί: «Πατριαρχικόν και Ιερωνύμειον σύστημα
συνεκρούσθησαν. Ενίκησεν όχι το “Αριστίνδην” του κ. Ιερωνύμου, αλλά το
Πατριαρχικόν, η αδιάβλητος αρχή συνθέσεως της Συνόδου κατά πρεσβεία
αρχιερωσύνης, η οποία εξασφαλίζει την ισότητα δικαιωμάτων μεταξύ όλων των
ιεραρχών και προφυλάσσει την Ιεραρχίαν από φατριαστικάς ενεργείας, φιλονικείας
και έριδας, αι οποίαι ήτο επόμενον να παρουσιάζωνται κατά το Ιερωνύμειον
σύστημα, το επινοηθέν επί σκοπώ συγκεντρώσεως όλης της εξουσίας εις το πρόσωπον
του ενός. Αυτό το φατριαστικόν και απολυταρχικόν πνεύμα διοικήσεως της
Εκκλησίας κατεπολεμήθη κατά την χθεσινήν εκλογήν». Ο δε επίσης αγωνιστής
Μητροπολίτης Αμβρόσιος Νικολάου, είχε συμπληρώσει, σχετικώς: «H 10η Μαΐου δια τε τον Μακαριώτατον κ.
Ιερώνυμον και την εκκλησιαστικήν φατρίαν, υπήρξε, πράγματι, αποφράς ημέρα. Είθε
να αποβή, τελικώς, το “βατερλώ” της φατριαστικής σταδιοδρoμίας των…».
Αμφότεροι απεδείχθησαν «προφητικοί».
8)
…Και για να σας προλάβω κ. Τασιόπουλε… Ναι, μετά την παραίτηση Ιερωνύμου (Δεκέμβριος
1973) οι Μητροπολίτες Φλωρίνης Αυγουστίνος και Ελευθερουπόλεως Νικόλαος
εναντιώθηκαν σφοδρώς στις διαδικασίες για την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου και
μετά την εκλογή Σεραφείμ βρέθηκαν απέναντί του, ασκώντας του δριμεία κριτική,
γεγονότα, που επίσης καταγράφονται λεπτομερώς – λεπτομερέστατα! - στη διατριβή
και στο βιβλίο μου (βλ. εις Μέρος Γ΄, Κεφ. 1, § 2, και 3, σελ. 292 – 299).
Επίσης, ναι… Οι σχέσεις Αυγουστίνου – Ιερωνύμου απεκατεστάθησαν το 1985, όταν ο Ιερώνυμος, με πρωτοβουλία
του, θα επισκεφθεί την Φλώρινα όπου θα τύχει θερμής υποδοχής και ο Αυγουστίνος,
κατά την συνάντησή τους, αφού επισημάνει ότι, κατά την έκφραση του Απ. Παύλου,
«ως Επίσκοπος αντέστην τω Αρχιεπισκόπω
Ιερωνύμω διαφωνήσας επί της ακολουθητέας γραμμής» θα εκφράσει την άποψη ότι
«σπανίως θα εμφανισθεί τοιούτος
Αρχιεπίσκοπος, του οποίου το έργον δεν εφάνη εις όλην του την έκτασιν,
διότι διώκησεν εις πολύ δύσκολον και
τεταραγμένην υπό των πολιτικών παθών εποχήν» (βλ. εις Μέρος Γ΄, Κεφ. 1, §
7, σελ. 311 και ιδίως υποσημ. 69), Σημειωθήτω, ότι δύο χρόνια πριν (το 1983) είχαν αποκατασταθεί και οι σχέσεις
του Ιερωνύμου με τον, επίσης, σφοδρό αντίπαλό του, τον Κορινθίας Παντελεήμονα
(Καρανικόλα), όταν ο τελευταίος προσεκάλεσε τον πρώην Αρχιεπίσκοπο να
συλλειτουργήσουν στα εγκαίνια του καθολικού της Ι. Μ. Προφήτου Ηλιού Λουτρακίου
(η οποία είναι μετόχιο της Ι.Μ. Θεομήτορος Ηλιουπόλεως Αθηνών) και μάλιστα, ως
ταπεινός διάκονος ενέδυσε με τα αρχιερατικά άμφια τον Ιερώνυμο και αφού τον
προσεφώνησε με λόγια αγάπης και τιμής εκάλεσε το εκκλησίασμα να ψάλλουν όλοι
μαζί την φήμη του ως εν ενεργεία Αρχιεπισκόπου. Η πρόσκληση του Κορινθίας, όπως
έγραψε ο «Εκκλησιαστικός Αγών» (αρ. φυλ. 192, Οκτωβρίου 1983), θεωρήθηκε «απάντηση Θεού» στην επιθυμία του
Ιερωνύμου για αποκατάσταση των σχέσεών του με τον Παντελεήμονα (βλ. σχετ.
πλείονα εις Μέρος Γ΄, Κεφ. 1, § 5, σελ. 305, και, ιδίως υποσημ. 57). Για την
περίπτωση της αποκαταστάσεως των σχέσεων του Ιερωνύμου με τον Φλωρίνης Aυγουστίνο έχετε γράψει επανειλημμένως
- και πολύ καλώς εκάνατε - για την
προηγηθείσα, όμως, αποκατάσταση, των σχέσεών του με τον Κορινθίας Παντελεήμονα
δεν αφιερώσατε ούτε αράδα (!)… Γιατί άρα γε; Τι θα΄ λεγε γι΄ αυτήν την άκρως
μεροληπτική συμπεριφορά του ιδιοκτήτου – εκδότου και διευθυντού του
«Αγώνα» - υμών δηλαδή κ. Τασιόπουλε- ο Ιερώνυμος Κοτσώνης; Επίσης, μ΄
αφορμή το πρόσφατο (1 – 2 Σεπτεμβρίου 2017) συνέδριο στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης προς
τιμήν του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αμερικής κυρού Μιχαήλ Κωνσταντινίδη,
διακεκριμένου μέλους του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) και
πρωτεργάτου της οικουμενικής κινήσεως και ο οποίος προώριζε (όπως πολύ σωστά
αναφέρετε σε άρθρο σας στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδος σας, βλ. «Αγώνας»,
φυλ. 241- 241, σελ. 11, στήλη 3. Επιτέλους, να που σε κάτι συμφωνούμε!) για
διάδοχό του το 1958 τον (τότε αρχιμανδρίτη) Ιερώνυμο Κοτσώνη, ενδιαφέρον θα
ήταν να τεθεί το ερώτημα: τι θα΄ λεγε ο Ιερώνυμος Κοτσώνης για τα
«αντιοικουμενιστικά» λιβελογραφήματά σας εναντίον του Π.Σ.Ε. και του
διαχριστιανικού διαλόγου, όντας ο ίδιος, από το 1954 και εξής, μέλος της
Κεντρικής Επιτροπής του Π.Σ.Ε και πρωτεργάτης της οικουμενικής κινήσεως; Tι θα (σας) έλεγε άρα γε κ.
Τασιόπουλε;...
Τελειώνοντας, ας κάνουμε
μια επιστροφή στην αρχή του άρθρου σας, όπου αναφέρετε («Αγώνας», φυλ. 243, σελ.
5, στήλη 1) ότι διαβάσατε «στην μια και
μοναδική εφημερίδα της Λάρισας κριτική – χωρίς να αναφέρεται ο κριτικός γιατί
μάλλον είναι ο ίδιος – για έκδοση ενός διδακτορικού έργου, με τίτλο “Η Εκκλησία
κατά τη δικτατορία”», κ.λ.π. Για να σας λυθεί η απορία και να μην
αναγκάζεσθε να αποφαίνεσθε εν είδει μέντιουμ («…μάλλον είναι ο ίδιος…») για τον συντάκτη του κειμένου της
βιβλιοπαρουσιάσεως στην «εφημερίδα της
Λάρισας» την 6η.6.2017, μπορείτε να δείτε την προηγηθείσα χρονικώς δημοσίευση /
ανάρτηση της βιβλιοπαρουσιάσεως στην ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου «Επίκεντρο»
(http://www.epikentro.gr/index.php?isbn=9789604583119), όπου θα διαπιστώσετε ότι πρόκειται
για το ίδιο κείμενο που αποτελεί ανακοίνωση / δελτίο τύπου του εκδοτικού οίκου
το οποίο εστάλη και δημοσιεύθηκε σε πληθώρα εντύπων και ψηφιακών μέσων μαζικής
ενημερώσεως (ΜΜΕ), όπως συμβαίνει απ΄ όλους τους εκδοτικούς οίκους και για όλες
τις νέες εκδόσεις. Για του λόγου μου τ΄ αληθές μπορείτε να ανατρέξετε στο
τελευταίο φύλλο της εφημερίδος «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ» (φυλ. 993, 7ης Σεπτεμβρίου 2017,
σελ. 11), όπου το ίδιο κείμενο / δελτίο τύπου προβολής του βιβλίου μου
δημοσιεύεται με την υπογραφή του εκδοτικού οίκου. Στην ίδια εφημερίδα, την οποία ως γνωστόν ίδρυσε ο
γνωστός για τους αγώνες του υπέρ της Εκκλησίας και της Δημοκρατίας, μακαρίτης
πρόεδρος της «Χριστιανικής Δημοκρατίας» Νίκος Ψαρουδάκης, στο προηγούμενο φύλλο
της (992, 24ης Αυγούστου 2017, σελ. 8), ο στενός συνεργάτης και συναγωνιστής
του Ν. Ψαρουδάκη, έγκριτος φιλόλογος και δόκιμος συγγραφέας κ. Αθανάσιος
Κουρταλίδης (μέλος του Πολιτικού
Γραφείου της «Χριστιανικής Δημοκρατίας») στο υπό τον τίτλο «Μια επιστολή
καταγγελία χωρίς απάντηση. Ο Νικόλαος Ψαρουδάκης και ο Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης»
άρθρο του στην εφημερίδα για το εκκλησιαστικό της περιόδου 1967 – 1974,
ενημερώνοντας του αναγνώστες της «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ» αναφέρει ότι, για τα θέματα της
εν λόγω περιόδου, «λεπτομέρειες με ακριβή κανονική και νομική ενημέρωση μπορούμε να βρούμε στη διατριβή του θεολόγου Χαρ.
Ανδρεοπούλου «Η Εκκλησία κατά τη Δικτατορία 1967-1974, Ιστορική και
νομοκανονική προσέγγιση» (εκδ. ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, 2017»). Θεωρώ την αναφορά του κ. Κουρταλίδη ιδιαιτέρως
τιμητική, καθόσον προέρχεται από άνθρωπο που έχει ζήσει στο πετσί του την
επτάχρονη δικτατορία και τις παρεμβάσεις της στο χώρο της διοικούσης Εκκλησίας,
δηλώνοντας, παράλληλα, ότι θα αποδεχθώ και θα σεβασθώ και την όποια
αρνητική κριτική, έστω και την κακόπιστη
- ακόμη και την κακοπροαίρετη - φθάνει να στηρίζεται σε ικανά επιχειρήματα κι
όχι στην παραποίηση, όχι στην διαστρέβλωση, όχι στην πλαστογράφηση.
Επιφυλασσόμενος, ως Ελληνας και
Ορθόδοξος Χριστιανός, παντός νομίμου δικαιώματός μου και επικαλούμενος την
χριστιανική σας υποχρέωση για την παραχώρηση - κατά το βιβλικόν λόγιον «ο τα πολλά λέγων και αντακούσεται» (Ιώβ,
11, 2) - του δικαιώματος στον αντίλογο
για τα όσα γράφετε εις την εφημερίδα σας και ιδίως δια τα εξ αυτών αφορώντα εις
το πρόσωπό μου, παρακαλώ η παρούσα απαντητική επιστολή μου να δημοσιευθεί στο
επόμενο (244) φύλλο της εφημερίδος σας και στις ίδιες σελίδες στις οποία
εδημοσιεύσατε το άρθρο και τα σχόλιά σας περί της ημετέρας ταπεινότητος και του
συγγράμματός μου «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967 – 1974. Ιστορική και
νομοκανονική προσέγγιση», εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2017». Επίσης, σε
περίπτωση αναδημοσιεύσεως του σχετικού άρθρου σας - του
ήδη καταχωρισθέντος εις την έντυπη έκδοση της εφημερίδος - (και) εις το ιστολόγιόν σας (http://agonasax.blogspot.gr), παρακαλώ να
δημοσιευθεί (και) εις αυτό (το ιστολόγιόν σας) η επιστολή μου, για λόγους
δεοντολογίας, την οποία θέλω να πιστεύω ότι ως εκδότης σέβεσθε και, κυρίως,
τηρείτε. Αν και προσωπικά πιστεύω ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις η προβολή /
δημοσίευση του αντιλόγου δεν είναι μόνον θέμα δεοντολογίας, αλλά κάτι
σημαντικότερο και σπουδαιότερο: Θέμα εντιμότητος.
Σας ευχαριστώ.
Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος,
Καθηγητής (ΠΕ01) Β/θμιας Εκπ/σης.
Eνορίτης του Ι. Ν. Αγ. 40 Μαρτύρων Λαρίσης.
Διαχειριστής του ιστολογίου
«Θεολογικός
Σύνδεσμος Λάρισας»
Αγαπητέ κ. Οδυσσέα Τσολογιάννη, χαίρετε! Kαλημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφή1) Κατ΄ αρχήν σας ευχαριστώ θερμά για την δημοσίευση της από 16ης.09.2017 (06.10 μ.μ.) απαντητικής μου επιστολής εις το υπό το τίτλο “Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ 1967-1974”. ΣΤΟΝ ΟΜ. ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΠΑΝΕΠ. κ. ιων. κονιδαρη ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ (διδακτορικό) ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ή ΤΥΜΒΩΡΥΧΙΑ ;;;», κείμενο του ιδιοκτήτου, εκδότου & διευθυντού της μηνιαίας εφημερίδος «Αγώνας» (Λαρίσης) κ. Τριαναταφύλλου Τασιοπούλου το οποίο είχατε δημοσιεύσει λίγες ώρες πριν (16.09.2017, 1.39 μ.μ.) στο ιστολόγιό σας. (Σημειωτέον, ότι, όπως καλώς γνωρίζετε, λίγο πριν διαβιβάσω την επιστολή μου σ΄ εσάς, για λόγους δεοντολογίας την έστειλα (e-mail: 16.09.2017, 05.56 μ.μ.) κατά πρώτον εις τον περί ου ο λόγος ιδιοκτήτην – εκδότην – διευθυντήν της εφημερίδος («Αγώνας») με την παράκληση και εις αυτόν της δημοσιεύσεώς της. Επίστευσα ότι ο κ. Τασιόπουλος – αυτός που διαμαρτύρεται έως και οδύρεται για την στέρηση κατά το παρελθόν του δικαιώματος της απολογίας εις ανωτάτους κληρικούς από την διοίκηση της Εκκλησίας – θα έδιδε το δικαίωμα εις έναν ανάξιο δάσκαλο Θρησκευτικών να του απαντήσει στις κατηγορίες που του προσήπτε, ότι θα πράξει το αυτονόητο και θα δημοσιεύσει την απαντητική επιστολή μου, αλλά την «πάτησα χοντρά». Οσο είδατε εσείς δημοσιευμένη την απάντησή μου εις το ιστολόγιό του (όπου από 17ης.09.2017 αναδημοσιεύεται το άρθρο του εις τον «Αγώνα» του – εδώ με διορθωμένη την εις τον τίτλο της εντύπου εκδόσεως …«ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ» (!) εις τον ορθόν «ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ» - πόσο …άγχος είχε ο άνθρωπος… Εχανε και τις λέξεις….), άλλο τόσο την είδα κι εγώ… Εν πάση περιπτώσει θέλω να ελπίζω ότι θα τον φωτίσει ο Θεός – και θα τον συμβουλεύσει καταλλήλως ο πνευματικός του – ώστε, εν τέλει, να διαθέσει χώρο για την δημοσίευσή της εις το προσεχές φύλλο (244) της εφημερίδος του, ως ελαχίστη ένδειξη σεβασμού, όχι προς την αναξιότητά μου, αλλά προς τους αναγνώστες του).
2) Γράφετε κ. Τσολογιάννη στον πρόλογό σας, ότι το βιβλίο που συνέγραψα αναφέρεται «στα συμβάντα στην Εκκλησία γεγονότα του 1967 - 1974», συμπληρώνοντας ότι «τα χρόνια εκείνα ο κ. Ανδρεόπουλος δημοσιογραφούσε σε εφημερίδα της Λάρισας και μας γνωρίζει και εμάς πολύ καλά, αφού και εμείς δημοσιογραφούσαμε και στην εφημερίδα του και σε άλλες εφημερίδες της Λάρισας, συμμετέχοντας στο εκκλησιαστικό δράμα της Λάρισας». Το πρώτο ισχύει απολύτως: πράγματι το βιβλίο μου αφορά στα γεγονότα 1967 – 1974 (με ολίγα και για τα πρώτα χρόνια της μεταπολιτεύσεως), το δεύτερο ισχύει εν μέρει. Ναι, σας γνωρίζω πολύ καλά και θυμάμαι τα μαχητικά άρθρα σας στην εφημερίδα, μόνο που αυτά αφορούν το εκκλησιαστικό της περιόδου 1990 – 1996 στη διάρκεια της οποίας, πράγματι, ασκούσα επαγγελματική δημοσιογραφία. Στα χρόνια 1967 – 1974 δεν μπορούσα να ασκήσω δημοσιογραφία γιατί - ως γεννηθείς το 1962 - ήμουν από νήπιο (το ΄67) έως μαθητής Δημοτικού (μέχρι το ΄74), ήταν τότε που ξεκινούσα την «θητεία» μου ως «παπαδάκι» (στα 6), αρχικώς στον Αγ. Δημήτριο και εν συνεχεία στον Αγ. Σαράντη Λαρίσης μέχρι τα τελευταία χρόνια του Γυμνασίου (στα 15). Το βιβλίο μου «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967 – 1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση», εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2017» αποτελεί εμπλουτισμένη έκδοση της εργασίας μου για τις «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στη διάρκεια της Επταετίας (1967 – 1974)» (ο αρχικός τίτλος του συγγράμματος) η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διατριβής μου επί διδακτορία στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ όπου η αρμοδία 7μελής Επιστημονική Επιτροπή θεωρήσασα ότι πραγματεύθηκα τό θέμα με τρόπο «επιστημονικό, νηφάλιο και πειστικό» την ενέκρινε με τον βαθμό «άριστα» («magna cum laude») παμψηφεί. Προς Θεού, όμως, κ. Τσολογιάννη, δεν διεκδικώ το αλάθητο και αποδέχομαι την όποια κριτική, δηλώνοντας εκ προοιμίου ότι οι όποιες πιθανές αδυναμίες και παραλείψεις στο βιβλίο βαρύνουν εμέ, τον συγγραφέα της διατριβής. Επαναλαμβάνω ότι αποδέχομαι την κριτική έστω και την κακοπροαίρετη, έστω και την κακόπιστη, όχι, όμως, την διαστρέβλωση, όχι την παραποίηση, όχι την πλαστογράφηση.
Σας ευχαριστώ.
(συμπληρωματικόν…)
ΑπάντησηΔιαγραφή3) Για τα γραφόμενα του κ. Τασιοπούλου περί της «περιπετείας του μακαριστού Μητροπολίτου Λαρίσης κυρού Θεολόγου στην Λάρισα και στην Αθήνα» με εγκαλείτε ότι δεν απαντώ, ότι …«ποιών την νήσσαν». Όχι αγαπητέ, με αδικείτε. O κ. Τασιόπουλος θέτει ευκαίρως – ακαίρως πλειάδα ζητημάτων επιχειρώντας τον αποπροσανατολισμό (troll), αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να τον παρακολουθήσουμε εκεί που αυτός θέλει να στρέψει τη συζήτηση. Επί της ουσίας, πάντως, και απαντώντας σε εσάς: για τα όσα αφορούν εις τον μακαριστό Θεολόγο και εν γένει τους «12» για την περίοδο 1967 – 1974 αναφέρομαι εν εκτάσει στο βιβλίο μου (βλ εις Μέρος Γ΄, Κεφ. 3: «Το πρόβλημα των “12”» και ιδίως § 9: «Αποτίμηση και κριτική ερμηνεία της καταδίκης των “12”», όπου καταγράφονται όλες οι παρατηρήσεις μου για τα νομοκανονικά ατοπήματα της διοικήσεως Σεραφείμ). Μπορεί ο κάθε καλόπιστος αναγνώστης να διαβάσει τις σχετικές αναφορές μου και να βγάλει τα συμπεράσματά του.