Τ κάστρο τς Φραγκις

Ὅταν διερχώμαστε τὴν ἱστορία, βρίσκουμε ἑκατοντάδες κάστρα: τῶν Ἀσσυρίων, τῶν Αἰγυπτίων, τῶν Ἑβραίων, τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, τῶν Βυζαντινῶν… Ὅλα αὐτὰ ἔμειναν μόνον στὴν ἱστορία, μόνον ἀπὸ περιγραφὲς τὰ γνωρίζουμε ἢ ἀπὸ ἐλάχιστα λείψανα ποὺ ἔχουν ἀπομείνει ἀπὸ αὐτὰ τὰ μνημεῖα. Πὲς οἱ ἐχθροί, πὲς οἱ ἀπολίτιστοι καὶ βάρβαροι κατακτητές, τὰ ρήμαξαν, τὰ κατέστρεψαν, δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ ἀκροπόλεις, ἀλλὰ μόνον τόποι νὰ τοὺς περιδιαβαίνουν οἱ τουριστάδες.

Τὸ κάστρο ὅμως τῆς Φραγκιᾶς, ποὺ λέγεται Βατικανό, προστατευόμενο πάντοτε ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς δυνάμεις, ἔμεινε ἄσειστο καὶ ἐμεῖς, ἡ χιλιοματωμένη ρωμιοσύνη, ἐνῶ πραγματικὰ σουβλιστήκαμε ἀπὸ τὴν παπικὴ ρομφαία, σὰν τάχατες νὰ εἴμαστε οἱ καλοὶ χριστιανοί, οἱ ἀμνησίκακοι, τὰ ξεχνᾶμε ὅλα, ἐπισκεπτόμαστε τοὺς αἰώνιους ἐχθρούς μας καὶ ἀνοίγουμε κουβέντες γιὰ ἕνωση. Ὁ Θεός, μετὰ τὴν πτώση τοῦ διαβόλου, δὲν ἔκανε κανένα διάλογο μαζί του γιὰ τὴν ἐπαναφορά του. Κι ἐμεῖς σήμερα πᾶμε νὰ γίνουμε ἀνώτεροι ἀπὸ τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ συνάπτουμε διαλόγους, ποὺ χαρακτηρίζονται «θεολογικοί».
Στὴν ἀρχή, σχεδὸν ὅλοι εἴχαμε παρασυρθῆ. Λησμονήσαμε τὰ συγγράματα ποὺ κυκλοφόρησε ἡ Δύση μετὰ τὸ σχίσμα, «ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς βλακεῖες». Κι ἀφοῦ, κατὰ κάποιον τρόπο ἀπηλλάγησαν ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς «βλακεῖες», ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς παραδόσεις, ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, μετρῆστε μόνοι σας πόσες ἑκατοντάδες βλακεῖες ἔκανε ἡ Ρώμη μὲ τὰ συγχωροχάρτια, μὲ τὸ καθαρτήριο πῦρ, μὲ τὴν ἱερὰ ἐξέταση, μὲ τὴν ἀνάληψη τῆς Παναγίας, καὶ τόσα ἄλλα φρικτὰ καὶ φοβερά, ποὺ δὲν ἔχουμε τὸν χρόνο νὰ τὰ μνημονεύσουμε. Ξεχάσαμε τὶς καταραμένες σταυροφορίες. Ξεχάσαμε ὅτι οἱ Φράγκοι, ὅταν μπῆκαν στὴν Ἁγια-Σοφιά, ὅπως λέγει ὁ ἱστορικὸς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἐπάνω στὴν ἁγία Τράπεζα ἀσέλγησαν καὶ ἐβίασαν τὶς Ρωμιοποῦλες, ἐνῶ ὁ Μωάμεθ ὁ κατακτητής, εἰσερχόμενος στὴν Ἁγία Σοφία, ἀνέβηκε πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ προσευχήθηκε στὸν θεό του, ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ καταπλακώση τὴν ρωμιοσύνη.
Ὑπῆρξε μεγάλη συσκότιση ἀπὸ αὐτὴν τὴν οἰκουμενικὴ κίνηση, ἕως ὅτου τὸ ἁγιασμένο στόμα τοῦ Ἰουστίνου Πόποβιτς ἦρθε καὶ εἶπε: «Ὁ οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ παναίρεσις ὅλων τῶν αἰώνων». Ἀναρτοῦσαν εἰκόνες, στὴν μέση ὁ Χριστὸς καὶ δεξιὰ κι ἀριστερὰ ὁ πάπας κι ὁ Ἀθηναγόρας νὰ τοὺς εὐλογῆ ὁ Θεός! Ὅταν πήγαινα νὰ προσκυνήσω τὶς ἅγιες εἰκόνες, βλέποντας κι αὐτὴν τὴν εἰκόνα, δὲν μοῦ πῆγε ποτὲ νὰ τὴν προσκυνήσω.
Ἂν ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης μᾶς ἔλεγε τὶ καρπώθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτὸν τὸν «θεολογικὸ» διάλογο ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, θὰ λέγαμε κάτι ἔγινε. Τώρα ἀναφωνοῦμε: «Τίποτα δὲν βγῆκε ποτὲ ἀπὸ τὸν θεολογικὸ αὐτὸν διάλογο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Ὁ ποντίφικας τοῦ Βατικανοῦ οὔτε μιὰ πατησιὰ δὲν ὑποχώρησε ἀπὸ τὴν φρικώδη θεολογία του. Γιατί λοιπὸν ἀγκαλιὲς καὶ ἀσπασμοὺς ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους μὲ τὸν ἀληθινὰ μεταμορφωμένο διάβολο τῆς Δύσης; Εἶπε ποτὲ ἔστω κι ἕνα ἐλάχιστο «σφάλλαμε ποὺ ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία»;

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἕνας καρδινάλιος κακόφημος ἀπὸ τὴν Δύση κι ἕνας ἐπίσκοπος ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ἔσερναν τὸν χορό. Ὁ μακαριστὸς Ρόδου Σπυρίδων εἶπε γι᾽ αὐτούς: «Κοιτάξετε βρέ, ποὺ δύο θηλυδρίες θὰ ἑνώσουνε τὴν Δύση μὲ τὴν Ἀνατολή!».

Ὄχι, δὲν τό ᾽χουμε χαμένο, οὔτε τοὺς ζηλωτὲς παριστάνουμε. Ἀλλὰ αὐτὸν τὸν θεολογικὸ διάλογο ἤδη μέσα μας τὸν ἔχουμε ἀπορρίψει ὡς ὀρθόδοξοι καὶ Ρωμιοί. Δὲν θέλουμε τέτοια ἕνωση οὔτε εὐχόμαστε γιὰ τέτοια ἕνωση. Ἐδῶ ποὺ εἴμαστε, ἐδῶ θὰ μείνουμε. Δὲν θέλουμε στὰ δίπτυχά μας τὸν μέγα καταστροφέα μας. Δυὸ ὑπῆρξαν οἱ πολέμιοι τῆς ρωμιοσύνης: ὁ παπισμὸς καὶ ὁ μουσουλμανισμός. Αὐτὰ ὄχι ἁπλῶς τά ᾽χουμε σημαία, ἀλλὰ στὴν καρδιά μας πυρωμένα καρφιά, γι᾽ αὐτὸ δὲν θέλουμε στὸν τόπο μας οὔτε παπιστὲς οὔτε ἰσλαμιστές. Ἰσλαμικὲς σπουδὲς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Θεσσαλονίκης! Πράγματι, αὐτὴ ἡ Σχολὴ ἔχει εἰσέλθει στὸν οἰκουμενισμὸ ἀπὸ πολλὰ χρόνια καὶ κολλάει μπρίκια κολοβά. Πῶς μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν πτώση νὰ μὴ δεχθῆ καὶ ἰσλαμικὲς σπουδὲς μέσα στοὺς κόλπους της;
Καὶ αὐτοὶ ποὺ συμμετέχουν στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση ἔχουν νὰ μᾶς δείξουν κάτι ἀπὸ τὴν ζωή τους ποὺ νὰ εἶναι προσαρμοσμένο στὴν ὀρθόδοξη παράδοση; Καὶ τί κακὸ εἶναι αὐτό, νὰ γίνωνται οἱ συνεδριάσεις αὐτὲς ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει σχεδὸν κανένας ὀρθόδοξος; Τί μιζέρια κι αὐτή, νὰ μιλᾶμε περὶ Ὀρθοδοξίας σὲ ξένα χώματα, σὲ ξένους τόπους καὶ σὲ ξένα δώματα. Ὁ τόπος μας εἶναι ἁγιασμένος καὶ μαρτυρικὸς καὶ δὲν χρειάζεται ἐπεμβάσεις ἀπὸ τοὺς κοσμοκράτορες αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα.

Παρακαλῶ πολὺ τὴν ἁγία μου Ἐκκλησία -νὰ μοῦ ἐπιτρέψη ἐμένα τὸν ἄσημο καὶ μικρό- ἂς μείνη ὁ οἰκουμενισμὸς μιὰ σκιὰ στὴν ἱστορία μας κι ἂς σταματήση ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ παιανίζη αὐτὸ τὸ πικρὸ τραγούδι τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ξεχᾶστε το γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε νὰ τὸ ψιθυρίζετε. Κουραστήκαμε νὰ ἀκοῦμε τὴν φράση «οἰκουμενικὴ κίνηση». Ἂς τὴν ἀφήσουμε στὸν Θεό, γιατὶ αὐτὸς εἶναι τὸ μεγάλο κουμάντο στὴν Ἐκκλησία καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ξεθολῶστε ἐπιτέλους τὰ νερὰ καὶ καθαρίστε τὴν ἀτμόσφαιρα, γιὰ νὰ δοῦμε τὸν βυθὸ τῆς θάλασσας καὶ τὸν ἔναστρο οὐρανό, καὶ μὴ μᾶς ρίχνετε στὴν πραγματικὰ ἄβυσσο τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Κουραστήκαμε. Δὲν ἔχουμε μάτια νὰ δοῦμε τὴν Δύση. Ἐμεῖς τὴν Ἀνατολὴ κοιτάζουμε καὶ μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία φωλιάζουμε. «Δὲν θέλουμε τὶς πτέρυγές σου, ποντίφικα τῆς Ρώμης. Κράτησέ τες γιὰ τὴν ρημαγμένη Εὐρώπη. Ἔχουμε πτέρυγες νὰ μᾶς σκεπάσουν, εἶναι οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος ἅγιοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι».
Ἕνας φοιτητὴς πῆγε στὸ Βατικανὸ γιὰ σπουδές, Κάθε πρωὶ σὲ παράταξη οἱ φοιτητὲς ἀσπάζονταν τὸ δακτυλίδι τοῦ πάπα. Ἀλήθεια, πόσο μεγάλα εἶναι αὐτὰ τὰ παραμύθια τῆς Ρώμης! Αὐτὸς ὁ φοιτητὴς δὲν ἀσπαζόταν τὸ δακτυλίδι τοῦ πάπα. Τὸν προσκάλεσε στὸ γραφεῖο του καὶ τοῦ λέγει: «Νομίζεις ὅτι τὰ πέντε ἑκατομμύρια ὀρθοδόξων θὰ ἀλλάξουνε τὸν κόσμο;» καὶ τὸν ἐκδίωξε ἀπὸ τὴν Σχολή. Αὐτὸς εἶναι καὶ αὐτὸς θὰ μείνη ὁ ποντίφικας τοῦ Βατικανοῦ.
Ὁ μακαριστὸς καθηγητής μας Καρμίρης εἶπε ἀπὸ τὴν ἕδρα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς: «Νὰ πῆτε στὸν πατριάρχη ὅτι ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι ἀγκαλιὲς καὶ ἀσπασμοί. Εἶναι πίστις καὶ ἀλήθεια. Ὅποιος τὴν ἀρνηθῆ διακυβεύει τὴν σωτηρία του».
Ἀνεξάντλητο τὸ πηγάδι τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ὅποτε καὶ νὰ ρίξης κάδο, βοῦρκο θὰ ἀνασύρης.
Μένουμε στὴν Ἐκκλησία μας. Ἀπὸ τὸ δεύτερο αὐτὸ παράθυρο φωνάζουμε καὶ βοῶμεν: «Ρῦσαι ἡμᾶς, Κύριε, ἀπὸ τῶν παπικῶν καὶ οἰκουμενιστικῶν παγίδων».

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης