ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ
«ΚΑΘΗΣΥΧΑΣΜΟΥ»,
ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΣΗΣ ΕΙΣ
ΤΗΝ ΕΔΡΑΙΩΣΙΝ
ΤΗΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Ἀνασκευὴ
τοῦ «Πορίσματος περὶ Ἀποτειχίσεως»
τῆς
Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς
τοῦ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Λ. ΓΕΩΡΓΙΤΣΗ
-Δημοσιεύθηκε
εἰς τὴν ἔγκριτον ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», (ἀρ. φ. 2049 τῆς 12 Δεκεμβρίου
2014), τὸ πόρισμα ἡμερίδας, τὴν ὁποία διοργάνωσε καὶ πραγματοποίησε ἡ Ἱ.
Μητρόπολη Πειραιῶς, ἤ, ὅπως εἶναι γνωστὴ στὸ εὐρὺ κοινό, «Πειραϊκὴ Ἐκκλησία»,
τὴν Πέμπτη 27/11/2014.
- Τοῦτο τὸ
πόρισμα, τὸ ὁποῖον δημοσιεύθηκε ὑπὸ τὸν τίτλο: «Πότε ἐπιτρέπεται ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου (ἀποτείχισις) ἑνὸς
Ἐπισκόπου», ἀποτελεῖ -ὅπως θὰ ἀποδειχθῆ ἀπὸ τὴν, ἐν συνεχεία, ἀνασκευή του,
ποὺ κρίνεται ἀναγκαία-, πρότυπον ἀναίσχυντης διαστροφῆς τῆς ἀλήθειας καὶ
μνημεῖο ἀπαξιώσεως, ὑποβιβασμοῦ καὶ ἀνατροπῆς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἁγίας
Ἐκκλησίας μας, τμῆμα τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ καὶ ἡ διαχρονικὴ πράξη Αὐτῆς, ἡ
σχετιζόμενη μὲ τὴν στάση Της ἔναντι τῶν, κατὰ καιρούς, ἀναφυομένων αἱρέσεων.
Παρέχεται δὲ
στὸν ἀμερόληπτο καὶ ἀντικειμενικὸ μελετητή του, ἡ δυνατότητα νὰ ἐξάγει μὲ
ἀπόλυτη βεβαιότητα τὸ συμπέρασμα, πὼς τοῦτο
τὸ πόρισμα, (τὸ ὁποῖο, ὡς οἴκοθεν ἐξυπακούεται, ἀντικατοπτρίζει τὸ
περιεχόμενο καὶ τὸ στρεψόδικο πνεῦμα τῆς προαναφερθείσης ἡμερίδας), συμβάλλει:
- Α’). Στὴν ἀπαξιωτικὴ ὑποβάθμιση τῶν, ὑπὲρ τῆς
Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀγώνων τῶν Ἁγίων Ὁμολογητῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι
(ἀγῶνες),
διὰ μέσου μίας ὑποκειμενικῆς ἑρμηνευτικῆς
προσέγγισης τοῦ ΙΕ΄(15ου) Ἱεροῦ
Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861μ.Χ.),
βασισμένης σὲ σοφιστικὲς μεθόδους,
χαρακτηρίζονται ἐμμέσως ὡς ἄκριτη
καὶ ἄσκοπη ἐκδήλωση «φανατισμοῦ»,
ἂν
καὶ παρεμπιπτόντως ἐπιβραβεύτηκαν ἀπὸ
τὴν
Ἐκκλησία.
-Β’) Στὴν διαμόρφωση μίας νέας ἀντορθοδόξου
«μεταπατερικῆς ἐκκλησιολογίας, ἀντιτασσομένης στὴν διαχρονικὴ στάση τῆς
Ἁγίας Ἐκκλησίας μας, ἀπέναντι στὶς ποικίλες αἱρέσεις.
-Γ’) Στὴν ἀντορθόδοξη αὐτονόμηση ἀπὸ τὴν
παγιωθεῖσα, ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων,
ἐκκλησιαστικὴ δεοντολογία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, ἡ ἄμεση καὶ ὑποχρεωτικὰ ἐπιβαλλόμενη ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς φορεῖς αὐτῆς, ἰδίως κληρικοὺς οἱουδήποτε βαθμοῦ, «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως», ἀποτελεῖ τὴν ἀπολύτως μοναδικὴ ἀσφαλῆ ὀχύρωση, (ὅπως ἑρμηνεύεται ὁ ὅρος ἀποτείχιση), γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς σωτηρίας τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
ἐκκλησιαστικὴ δεοντολογία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, ἡ ἄμεση καὶ ὑποχρεωτικὰ ἐπιβαλλόμενη ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς φορεῖς αὐτῆς, ἰδίως κληρικοὺς οἱουδήποτε βαθμοῦ, «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως», ἀποτελεῖ τὴν ἀπολύτως μοναδικὴ ἀσφαλῆ ὀχύρωση, (ὅπως ἑρμηνεύεται ὁ ὅρος ἀποτείχιση), γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς σωτηρίας τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
-Δ’) Στὴν
ἐπικράτηση καὶ ἑδραίωση τῆς παναιρέσεως-πανθρησκείας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ
ὁποίου ἡ συμβολλὴ στὴν προπαρασκευὴ γιὰ τὴν δημιουργία τῶν προϋποθέσεων γιὰ τὴν
ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου, εἶναι περισσότερο ἀπό βέβαιη.
- Ἀλλὰ τὸ
ἄκρως ἀνησυχητικό, εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς μέσα σὲ τοῦτο τὸ πόρισμα διαφαίνεται
πὼς ἐπιχειρεῖται δολίως, ἡ ὕπουλη χειραγώγηση-, ὑπὸ τῶν «δοκούντων ὀρθοδοξεῖν» καὶ «προσποιουμένων ὁμολογεῖν τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν», κατὰ τὸν Μέγα
Βασίλειον,- τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας, «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε», στὸν χῶρο τῆς πλάνης, ἡ ὁποία διαστρέφει
τὴν ἀλήθεια ποὺ προβάλλει ἡ Ἱερὰ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιβεβαιώνοντες στοὺς
ἑαυτοὺς των καὶ πάλιν τὴν ρῆσιν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρὸς τοὺς
θρησκευτικοὺς ταγούς, (τοὺς Φαρισαίους), τῆς ἐποχῆς Του καὶ κατ’ ἐπέκτασιν καὶ
τῆς ἰδικῆς μας: «...Ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν
ἀνθρώπων. ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε
εἰσελθεῖν». (Μάτθ. κγ’ 14).
- Κατόπιν
αὐτῶν, ἐπιβάλλεται ἀπαραιτήτως ἡ ἀνασκευὴ αὐτοῦ τοῦ πορίσματος, (συνεργοῦντος
τοῦ ἐκ Θεοῦ φωτισμοῦ καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τῆς Ἁγιογραφικῆς καὶ τῆς ἔργω καὶ λόγω
Ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας), τὸ ὁποῖον (πόρισμα)
χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ ἔντονα διαφαινόμενο στρεψόδικο, (=διαστροφικὸ τῆς
ἀλήθειας), ἦθος τῶν ἐκπονησάντων αὐτό, ἀπὸ ἐπαναλαμβανόμενη χρήση νομικίστικων
ἐπιχειρημάτων στερουμένων ὀρθοδόξων ἐρεισμάτων καὶ ἀπὸ ἀκατανόητες γενικότητες
καὶ ἀοριστολογίες, στὶς ὁποίες εἶναι ἐμφανείς ἡ ἀπουσία νοηματικῆς σύνδεσης
μεταξύ τους, καὶ ἡ σοφιστικὴ ἐπιχειρηματολογία.
- Γράφονται
στὴν πρώτη (1) παράγραφο τὰ ἑξῆς:
- «Στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι σημαντικὴ ἡ
μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου ἑκάστης τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐγγυητοῦ καὶ φύλακος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἀλλὰ καὶ ὡς ἐκφραστοῦ
τῆς ἑνότητος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἡ ὁποία (ἑνότης) πραγματώνεται καὶ
διαφυλάσσεται ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστία.
- Ὅταν
ἀθετεῖται ἡ πίστις διὰ τῶν αἱρέσεων, τότε ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων
Πατέρων της ἐπισημαίνει τὶς ἀποκλίνουσες αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ στὴν
συνέχεια, ἀκολουθοῦσα τὴν μακραίωνα Κανονικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση, προχωρεῖ
στὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως ὡς καὶ τῶν ἀμετανοήτως ἐπιμενόντων στὶς αἱρετικὲς
διδασκαλίες αἱρετικῶν μὲ τὴν συγκρότηση Ὀρθοδόξων Συνόδων σὲ τοπικὸ ἤ καὶ σὲ
οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο».
- Σκόπιμα
ἔγινε ὁ διαχωρισμὸς αὐτῆς τῆς παραγράφου σὲ δυὸ τμήματα, (καθότι στὸ πρωτότυπο
κείμενο ἀποτελεῖ ἑνιαία ἑνότητα), γιὰ νὰ διαφανεῖ, ἀφ’ ἑνὸς μέν, ἡ παντελὴς
ἀπουσία νοηματικῆς συναφείας (=συνδέσεως), - διότι ἀναφέρεται σὲ δύο
διαφορετικὰ πράγματα, ποὺ δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ χαρακτηρισθοῦν
συνακόλουθα μεταξὺ των, - ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἡ μετάθεση, μὲ ὑποκρυπτόμενο δόλο, τῶν
κυριαρχικῶν δικαιωμάτων ἐπὶ τῆς διαφυλάξεως τῆς Ἁγίας Πίστεώς μας στὴν
ἀποκλειστικὴ δικαιοδοσία τῶν ἐπισκόπων, γεγονὸς ποὺ διαψεύδεται ἀπὸ τὴν
ἱστορικὴ ἐκκλησιαστικὴ πορεία, ἡ ὁποία ἀπέδειξε πὼς κυρίαρχος ὡς πρὸς τὴν
διαφύλαξη τῆς Ἁγίας Πίστεώς μας εἶναι ὁ Πιστὸς Λαὸς τοῦ Θεοῦ, «αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας... ὅστις
ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον...» σύμφωνα μὲ τὴν ὁμόφωνη
διακήρυξη τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἕτους 1848.
- Πρὸς
πιστοποίηση καὶ κατοχύρωση τῶν ἀνωτέρω, κρίνεται ἀναγκαῖο νὰ παρατεθοῦν
δειγματοληπτικά, δυὸ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα γεγονότα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορικῆς
πορείας, ποὺ ἀποδεικνύουν ἐμφανέστατα τὰ
κυριαρχικὰ δικαιώματα στὴν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τοῦ Πιστοῦ Λαοῦ τοῦ
Θεοῦ, τοῦ ὄντως ἐγγυητοῦ καὶ φύλακος Αὐτῆς, ἡ ὁποία, (Ὀρθόδοξη Πίστη),
ἐπροδίδετο κατὰ κανόνα, - πλὴν ἐπαινετῶν ἐξαιρέσεων,- ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ οἱ
συντάκται τοῦ ἐπίμαχου πορίσματος προβάλλουν ὡς «ἐγγυητάς καὶ φύλακας» Αὐτῆς (!!!).
Τὸ πρῶτο
περιστατικὸ ποὺ ἐξεικονίζεται σὲ ἐπιστολὴ «Βασιλείου
διακόνου καὶ λοιπῶν μοναχῶν» ἀναφέρεται στὴν, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως,
ἀντίδραση τοῦ Πιστοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν «ἐγγυητὴ καὶ φύλακα»(!!!) τῆς
Πίστεώς του, Νεστόριο, πρὸ τῆς καταδίκης αὐτοῦ ἀπὸ τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
- «Τοὶς εὐσεβεστάτοις καὶ
τιμηθεῖσι, καὶ τιμωμένοις παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις
χριστιανοῖς βασιλεῦσι...».
«... Τούτου ἕνεκα τοῦ ἀληθοῦς δόγματος τοῦ ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ ἐκκλησίᾳ ἀκριβῶς κηρυττομένου τοῦ καὶ
τοῦ αἱρετικοῦ Παύλου
(τοῦ Σαμοσατέως) δικαίως ἐξωσθέντος, ἐγένοντο σχίσματα λαῶν,
ἀκαταστασίαι ἱερέων, ταραχὴ ποιμένων. Ὅθεν
καὶ νῦν κατὰ
πρόσωπον τοῦ ἐγχειρισθέντος τὸν τῆς ἐπισκοπῆς θρόνον Νεστορίου, εἰ δεῖ εἰπεῖν ἐπίσκοπον.
(=ἂν πρέπει νὰ ὀνομασθῆ
ἐπίσκοπος), ἐν
τῷ συνεδρίῳ, πολλάκις τινὲς τῶν εὐλαβεστάτων
πρεσβυτέρων ἤλεγξαν αὐτὸν καὶ διὰ τὴν ἀπείθειαν αὐτοῦ, τὸ μὴ λέγειν θεοτόκον τὴν ἁγίαν Παρθένον καὶ
Θεὸν ὄντα φύσει ἀληθινὸν τὸν Χριστόν, τῆς
αὐτοῦ κοινωνίας ἑαυτοὺς
ἐξέβαλον καὶ κατέχουσιν ἕως
ἄρτι. τινὲς δὲ λάθρα ὁμοίως τῆς αὐτοῦ
κοινωνίας στέλλονται. Ἄλλοι δὲ
τῶν εὐλαβεστάτων πρεσβυτέρων, διὰ τὸ λέγειν ἐν τῇ ἁγίᾳ ταύτῃ ἐκκλησία, Εἰρήνῃ
τῇ παραθαλασσία, κατὰ τοῦ ἀνανεωθέντος κακῶς
δόγματος, τοῦ λέγειν ἐκωλύθησαν. ΟΘΕΝ ΕΠΕΒΟΑ Ο ΛΑΟΣ ΖΗΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΝ, ΛΕΓΩΝ.
ΒΑΣΙΛΕΑ ΕΧΟΜΕΝ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΟΥΚ ΕΧΟΜΕΝ...».
(Πρακτικὰ Οἰκ/κῶν Συνόδων.
τόμος Α΄. σελ. 462.
ἔκδοσις Καλύβης Τιμίου
Προδρόμου, Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγ. Ἅννης.
Ἅγ. Ὅρος).
- Τὸ δεύτερο περιστατικὸ στὸ ὁποῖο διαζωγραφεῖται μὲ ἐντυπωσιακὴ ἐνάργεια ὁ ἀγῶνας καὶ ὁ πόθος τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τῶν
παλαιοτέρων ἐποχῶν, γιὰ τὴν
περιφρούρηση τῶν ἱερῶν θεσμίων αὐτῆς καὶ ὁ ὑπ’ αὐτοῦ, (τοῦ Λαοῦ), ἐξαναγκασμὸς τῶν ἐπισκόπων στὴν ἄμεση ἐπικύρωση
τῶν ἱερῶν ἐπιδιώξεών του ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, διαδραματίσθηκε δὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου Β’ (518-520), ἔχει ὡς ἑξῆς σὲ συνοπτικὴ ἐξιστόρησή του, ἀντιπροσωπευτική της μακροτάτης
περιγραφῆς αὐτοῦ στὴν «δαψιλεστάτη συλλογὴ
τῶν Ἱερῶν Συνόδων».
- «Εἰσόδου
γενομένης κατά το σύνηθες ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ ἡμῶν μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ, ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ
τῇ ιε’ τοῦ ἐνεστῶτος Ἰουλίου μηνὸς τῆς ἑνδεκάτης ἐπινεμήσεως, παρὰ τοῦ δεσπότου
ἠμῶν τοῦ ἁγιωτάτου, ἀρχιεπισκόπου καὶ οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου... ἐν τῷ
γενέσθαι αὐτὸν σὺν τῷ εὐαγεῖ κλήρῳ περὶ τὸν ἄμβωνα, φωναὶ γεγόνασιν ἀπὸ τοῦ λαοῦ λέγουσαι: Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ
Πατριάρχου, πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ βασιλέως... ἀκοινώνητοι διατὶ μένομεν; Ἐκ τῶν
χειρῶν σου κοινωνῆσαι θέλομεν, ἐὲς ἄνελθε εἰς τὸν ἄμβωνα, ἐὲς πεῖσον τὸν λαόν
σου... Σευῆρον τὸν Μανιχαῖον ἔξω βάλε, ὁ μὴ λαλῶν Μανιχαῖος ἐστιν...νικᾶ ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, τὴν ἁγίαν
σύνοδον, (δηλ. τὴν Δ’ Οἰκ/κήν), ἄρτι
κήρυξον (ὅτι δηλαδὴ ἦταν ἅγια)... Ὁ
μὴ ἀναθεματίζων Σευῆρον Μανιχαῖος ἐστι... ἐὲς μαρτύρομαι (=διαμαρτύρομαι),
ἤ κηρύσσεις ἐξέρχη. Πίστις ἐστίν, οὐκ
ἔνι θεωρεῖν, ἀδελφοὶ Χριστιανοί, μία ψυχή... ἐὲς μαρτύρομαι. Οὐκ ἐξέρχη, ἐὰν μὴ
ἀναθεματίσης Σευῆρον, ἀνάθεμα Σευήρω φανερῶς εἰπὲ». Αὐτὴ ἡ δυναμικὴ στάση
τοῦ Λαοῦ ἀνάγκασε τὸν Πατριάρχη μαζὶ μὲ τοὺς παρόντας συνοδικοὺς νὰ ἐκφωνήση
τὸν ὑπὸ τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπαιτηθέντα ἀναθεματισμὸν κατὰ τοῦ Σευῆρου. Σὲ
ἐκφρασθεῖσα δὲ ἀντίρρηση τοῦ Πατριάρχου στὴν, ὑπὸ τοῦ Λαοῦ ἀπαίτηση νὰ τεθοῦν,
ἐνόσω βρίσκονταν στὸν Ναό, οἱ τέσσερες Οἰκ/κὲς Σύνοδοι στὰ ἱερὰ δίπτυχα, ὁ Λαὸς
ἀντέδρασε ὡς ἑξῆς: «Ἐὰν μὴ ἄρτι, οὐδεὶς
ἐκβαίνει, μαρτύρομαί σὲ τὰς θύρας κλείω. ἀδελφοὶ ὀρθόδοξοι μία ψυχή, ἀδελφοί, μία
πίστις, μία ψυχή... Νικᾶ ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων». Κατόπιν αὐτῶν «...λαβὼν
τὰ δίπτυχα ὁ ἁγιώτατος καὶ μακαριώτατος ἀρχιεπίσκοπος καὶ οἰκουμενικὸς
Πατριάρχης Ἰωάννης ἐκέλευσε τὰς ἁγίας τέσσαρας συνόδους ταγῆναι... καὶ τὰ
ὀνόματα τῶν τελευτησάντων ἐν ὁσίᾳ τη μνήμη... Καὶ ὡς μόνον ἐλέχθησαν αἱ προσηγορίαι τῶν εἰρημένων ἁγίων Συνόδων...
καὶ τῶν ὁσία τῇ μνήμῃ ἀρχιεπισκόπων Εὐφημίου καὶ Μακεδονίου καὶ Λέοντος
(Ρώμης) μεγάλη φωνῇ ἔκραξαν ἅπαντες.
δόξα σοι Κύριε. Καὶ μετὰ τοῦτο, μετὰ πάσης εὐταξίας ἐπληρώθη σὺν Θεῶ ἡ Θεία
Λειτουργία». (Πρακτ. Οἰκ/κῶν Συνόδων τόμος Β’. σελ. 303
κ.ἐξ).
- Ἄξιον παρατηρήσεως εἶναι τὸ γεγονός, πὼς
στὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ πορίσματος αὐτοῦ προβάλλεται ἀπὸ τοὺς «ὑφηγητὰς πονηρῶν ρημάτων»
συντάκτες του, μόνον ὁ
ΙΕ’ (15ος) Ἱερὸς Κανὼν τῆς
Α΄ καὶ Β΄ Συνόδου ὡς
τὸ μοναδικὸ ἔρεισμα ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐπιχειρεῖται ἡ
θεμελίωση τῆς, ἐκ μέρους των, ἀντίκρουσης τοῦ
ὑποχρεωτικοῦ
τῆς ἀποτειχίσεως ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς φορεῖς αὐτῆς. ἐπιχειρεῖται δὲ ἡ ἀντίκρουση αὐτή, μέσω μίας στρεψοδίκου καί, ἐπὶ σοφιστικῆς ἐπιχειρηματολογίας βασισμένης, ὑποκειμενικῆς ἑρμηνευτικῆς προσέγγισης τοῦ
Ι.Ε. Ἱ. Κανόνος, ἡ ὁποία ἀντιγράφει πανομοιότυπα τὴν
ὑποκειμενική, ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς ἀποτειχίσεως, διαλεκτική τοῦ Π. Ἐπιφανείου Θεοδωροπούλου, ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ ἐκπηγάζει.
-Διὰ μέσου δὲ αὐτῆς τῆς ἑρμηνευτικῆς προσέγγισης τοῦ ΙΕ. Ἱ. Κανόνος ὅπου σκοπίμως καὶ ὑστερόβουλα διαστρέφεται ἡ
ἀλήθεια, ἐπιχειρεῖται ἡ ὑποβάθμιση, ἡ ἀκύρωση καὶ ἐν τέλει ἡ ἀποσιώπηση τοῦ ὁμολογιακοῦ ἀγῶνος τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, (μοναχῶν καὶ λαϊκῶν), γιὰ τὴν
περιφρούρηση τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὡς
πρωταρχικοῦ συστατικοῦ στοιχείου τῆς διαχρονικῆς
πράξης τῆς Ἐκκλησίας πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση. καὶ τῆς ὁμολογιακῆς,
ἔργῳ καὶ λόγῳ, διδασκαλίας τῶν
Ἁγίων Πατέρων, διὰ τῆς ὁποίας ἐπικυρώνεται, ἐπισφραγίζεται καὶ κατοχυρώνεται τὸ ὑποχρεωτικόν της ἀποτειχίσεως
ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς φορεῖς αὐτῆς «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως».
Εἶναι δὲ σὲ
ὅλους γνωστόν, πὼς ἀποτελεῖ «κοινὸν τόπον» τῶν, ὅπως ἀνωτέρω ἐχαρακτηρίσθηκαν, «ὑφηγητῶν πονηρῶν ρημάτων», αὐτὴ ἡ
στρεψόδικη μέθοδος, κατὰ τὴν ὁποίαν ξεκινοῦν μὲν ἀπὸ κάποιες ἀλήθειες, ἀπὸ τὶς
ὁποῖες εἶναι εὐκολώτερο νὰ καταλήξουν σὲ ψεύδη, παρὰ ἐξ ἀρχῆς νὰ θεμελιώσουν
τὴν σαθρὴ ἐπιχειρηματολογία τους, ἐπάνω σὲ ἀναλήθειες. γεγονὸς ποὺ
ἐπιβεβαιώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς ἐξῆς: «Οὐδέποτε καθ’ ἑαυτὸ τὸ ψεῦδος πιστεύεται, ἐὰν μὴ προσλαβὸν ἐνδείξηται
τὴν ἀλήθειαν. Διὰ τοῦτο οἱ πιθανῶς ψευδόμενοι, πρῶτον λέγουσι τἀληθῆ καὶ πᾶσιν
ὡμολογημένα καὶ τότε ἐπάγουσι τὰ ψευδῆ καὶ ἀμφιβαλλόμενα». (Ε.Π.Ε. 30, σ.264).
Ἀλλὰ καθὼς θὰ ἀποδειχθῆ στὴν συνέχεια, «πανταχοῦ μὲν τὸ
ψεῦδος ἑαυτῷ περιπίπτει, δι’ ὧν ἐπηρεάζειν τῇ ἀληθεία
δοκεῖ, τὴν δὲ ἀλήθειαν λαμπροτέραν ἐμφαίνει».
(τοῦ ἰδίου, Ε.Π.Ε. 14, σ.68).
-Στὴν 3η παράγραφο, οἱ συντάκτες τοῦ ἀναφερομένου πορίσματος, γράφουν τὰ ἑξῆς: «Ὁ ἐν λόγῳ Ἱερὸς Κανών, (καὶ ἀκριβέστερα τὸ δεύτερο μέρος ἤ
παράγραφος τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος), ἐπιτρέπει
τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου, (ἀποτείχιση)
τοῦ ὑφισταμένου κληρικοῦ
ἀπὸ τὸν
προϊστάμενό του ἀκόμη καὶ πρὸ συνοδικῆς
κρίσεως αὐτοῦ, μόνον ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, ὅτι κηρύσσει δημοσίως αἵρεση «παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην». Ἡ προϋπόθεση αὐτὴ εἶναι πολὺ σημαντική, διότι μας ὑποχρεώνει νὰ βαδίσουμε «ἑπόμενοι
τοῖς Ἁγίοις Πατρᾶσι» καὶ νὰ στηριχθοῦμε
στὴν διάγνωση, ποὺ ἐκεῖνοι
ἔκαμαν μὲ τὴν δύναμη καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς πρὸς τὴν ἐν λόγῳ αἵρεση, ἀκολουθοῦντες
καὶ ὄχι προπορευόμενοι τῶν
Ἁγίων Πατέρων καὶ προαρπάζοντες τὴν
κρίση αὐτῶν σχετικὰ μὲ τὴν αἵρεση. Καὶ
τοῦτο διότι δὲν εἶναι ἁρμόδιο
τὸ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας νὰ
ἐπισημάνει καὶ νὰ διαγνώσει μὲ
ἀσφάλεια τὴν αἵρεση, διότι δὲν
ἔχει τὶς ἀνάλογες πνευματικὲς
προϋποθέσεις. Μὲ τὴν παρὰ πάνω φράση: «παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων
κατεγνωσμένην», οἱ συντάκτες τοῦ ἐν λόγῳ Ἱεροῦ Κανόνος, ἐπιδιώκουν νὰ τονίσουν
ἐπίσης τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸν συνοδικὸ θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴν αὐθεντία
τῶν Ἁγίων Πατέρων».
Ἀξίζει νὰ
σημειωθεῖ πὼς αὐτὴ ἡ παράγραφος, σὲ συνάρτηση μὲ τὶς παραγράφους 4η καὶ 5η,
ἀποτελεῖ τὴν βασικὴ γράμμη, (τὴν ψυχὴ θὰ μποροῦσε νὰ εἰπωθῆ), αὐτοῦ τοῦ
πορίσματος.
Παράλληλα
ὅμως, ἀπὸ τὴν μελέτη αὐτῶν σὲ βάθος, καταδεικνύεται τὸ τεράστιο μέγεθος τῆς
διαθέσεως τῶν συντακτῶν του, πρὸς διαστροφὴ τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ καὶ ἡ διολίσθηση
καὶ ἐκτροπὴ των στὴν νεοεμφανισθεῖσα αἵρεση
τοῦ «καθησυχασμοῦ» ἤ «ἐφυπνώσεως» τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συμβάλλει
στὴν ἐνίσχυση καὶ τὴν ἑδραίωση τῆς παναιρέσεως – πανθρησκείας τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ.
Καὶ
ἐκφραζόμαστε περὶ αὐτοῦ ἀνεπιφύλακτα διότι στὸ περιεχόμενο αὐτῶν τῶν
παραγράφων, εἶναι ἐμφανέστατη ἡ προσπάθεια πρὸς ἐπίτευξη ἀποπροσανατολισμοῦ τοῦ
«λογικοῦ ποιμνίου» τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, μέσω τῆς πλήρους
διαστροφῆς τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς βάναυσης κακοποίησης Αὐτῆς, μὲ τὴν χρήση
πλήθους ἀκατανόητων ἀοριστολογιῶν καὶ νοηματικῶν ἀσυνταξιῶν, λόγῳ τῶν ὁποίων
καθίσταται ἀβέβαιο ἂν μὲ τὴν ἀναφορά τους σὲ Ἁγίους Πατέρες παραπέμπουν στοὺς
Ἁγίους Ἀρχιερεῖς ποὺ συγκρότησαν τὶς Ἁγίες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, (ἀποσιωπῶντες
τὴν συμμετοχὴ καὶ τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ τοῦ Λαοῦ σ’αὐτὲς), ἤ παραπέμπουν ὑποθετικὰ
καὶ ἀόριστα σὲ Ἀρχιερεῖς μελλοντικῶν ἐποχῶν, οἱ ὁποῖοι – ἐνδέχεται – νὰ
συγκροτήσουν στὸ ἐγγὺς ἤ τὸ ἀπώτερο μέλλον ὀρθόδοξη σύνοδο μὲ σκοπὸ τὴν
καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (!!!).
Ἐκλαμβάνοντες
ὅμως, πὼς ἡ ἀναφορὰ των αὐτὴ ἀφορᾶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τοὺς συγκροτήσαντας τὶς
Ἁγίες Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους ἀπὸ τοὺς ὁποίους μόνον, (κατ’ αὐτούς),
ἐξαρτήθηκε ἡ ἐν Συνόδῳ διάγνωση καὶ καταδίκη τῶν αἱρέσεων καὶ συνεπῶς καὶ ἡ
ὑποχρέωση πρὸς ἀποτείχιση ἀπ’ αὐτὲς, τότε ἐπιβάλλεται ἡ ἔνταξη στὴν κατηγορία
τῶν «προπορευομένων τῶν Ἁγίων Πατέρων
καὶ προαρπαζόντων τὴν κρίση αὐτῶν...», ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι δὲν ἀπαξίωσαν
τὸν Λαὸ τοῦ Θεοῦ ὡς μὴ ὄντα «...ἁρμόδιο...νὰ
ἐπισημάνει καὶ νὰ διαγνώσει μὲ ἀσφάλεια τὴν αἵρεση, διότι δὲν ἔχει τὶς ἀνάλογες
πνευματικὲς προϋποθέσεις». (τὶς ὁποῖες, κατὰ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ
λόγου, τὶς διαθέτουν κατ’ ἀποκλειστικότητα μόνον οἱ κάτοχοι πτυχίων καὶ ἄλλων
«θεολογικῶν» περγαμηνῶν ἀποκτηθέντων στὰ δυτικοτραφὴ κρατικὰ πανεπιστήμια).
Αὐτοὶ δὲ εἶναι:
Α’) Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι οἱ ὁποῖοι ἐντέλλονται πρὸς τὸ «λογικὸ
ποίμνιο» τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τὰ ἑξῆς:
- «...Λογικὰ γὰρ τὰ πρόβατα
καὶ οἱ κριοὶ οὗτοι, ἀλλ’ οὐκ ἄλογα, ἴνα μήποτε εἴπη ὁ λαϊκός, ὅτι ἐγὼ πρόβατον εἰμὶ καὶ οὐ ποιμήν. (ἄρα διαθέτω τὶς
πνευματικὲς προϋποθέσεις πού μοῦ παρέχουν τὴν δυνατότητα νὰ
κρίνω). Ὥσπερ δὲ τῷ καλῷ ποιμένι τὸ μὴ ἀκολουθοῦν
πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς διαφθοράν, οὕτῳ τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ
ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τὸν
θάνατον, ὅτι κατατρώξεται
αὐτό. ΔΙΟΦΕΥΚΤΕΟΝ ΑΠΟ ΤΩΝ ΦΘΟΡΕΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ». (Διατ. Ἁγ. Ἀποσ. Βιβλ. Β΄§ 19 (ΙΘ΄), σελ. 88).
- «... Ὁμοίως καὶ οἱ Λαϊκοί, τοῖς τῇ γνώμῃ τοῦ
Θεοῦ ἐναντία δογματίσασι μὴ
πλησιάζετε μηδὲ κοινωνοὶ τῆς
ἀσεβείας αὐτῶν γίνεσθε, λέγει
γὰρ καὶ Θεός. «ΑΠΟΣΧΙΣΘΗΤΕ ἐκ
μέσου τῶν ἀνδρῶν τούτων, ἵνα
μὴ συναπόλησθε αὐτοῖς». καὶ πάλιν. «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀφορίσθητε,
λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς». Φευκτέοι γὰρ
εἰσιν ὡς ἀληθῶς οἱ – «Βλασφημοῦντες Θεόν... ἐκ γὰρ τῆς κακίας τῶν αἱρεσιωτῶν
«ἐξῆλθε μόλυσμα ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν», ὡς φησιν Ἰερεμίας ὁ Προφήτης». (Διατ.
Ἁγ. Ἀποσ. Βιβλ. ΣΤ’ §Δ΄, καὶ § Ε΄, σέλ.
276).
Β΄) Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας ὁ Θεοφόρος,
ὁ ὁποῖος σὲ μία ἐντυπωσιακή, περὶ ἀμέσου ἀποτειχίσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς
ποιμένες, προτροπὴ διατείνεται:
«Μὴ πλανᾶσθε
ἀδελφοί μου, οἰκοφθόροι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν. Εἰ δὲ οἱ τοὺς
ἀνθρωπίνους οἴκους διαφθείροντες, θανάτῳ καταδικάζονται. πόσω μᾶλλον οἱ τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν
νοθεύειν ἐπιχειροῦντες, αἰωνίαν τίσουσιν δίκην, ὑπὲρ ἧς σταυρὸν καὶ θάνατον
ὑπέμεινεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ τοῦ Θεοῦ μονογενὴς Υἱός; Οὗ τὴν διδασκαλίαν ὁ
ἀθετήσας, λιπανθεὶς καὶ παχυνθεὶς, εἰς γέενναν χωρήσει. Ὁμοίως δὲ καὶ πᾶς ἄνθρωπος, ὁ τὸ διακρίνειν παρὰ Θεοῦ εἰληφώς,
κολασθήσεται ἀπείρω ποιμένι ἐξακολουθήσας, καὶ ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος».
(ΒΕΠΕΣ 2, Πρὸς Ἐφεσίους, σέλ. 291).
Γ’) Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, ὁ
ὁποῖος μὲ μεγαλυτέραν σαφήνεια προτρέπει καὶ ἐντέλλεται γιὰ ἄμεση ἀποτείχιση
ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ποιμένες ὡς ἑξῆς:
«Βαδίζοντες δὲ
τὴν ἀπλανῆ καὶ ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα. μὴ
τὸν αἰσθητόν, ἀλλὰ τὸν νοητόν. οἷον
ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὅντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς
ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον
γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς
εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτοὺς ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν
γέεναν τοῦ πυρὸς. Ὁμοίως καὶ ἡ χεὶρ ὁ διάκονος, ἐὰν ἀνάξιόν τι πράττη,
χωριζέσθω τοῦ θυσιαστηρίου». (ΒΕΠΕΣ 33, 199).
Δ’) Ὁ Ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικὸς ὁ ὁποῖος,
ἀφ’ ἑνὸς μὲν διατάζει τὴν ἄμεση ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς λατινόφρονες ἐπισκόπους,
ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἐπικροτεῖ αὐτήν, ὅταν πληροφορήθηκε πὼς οἱ Χριστιανοὶ τὴν
πραγματοποίησαν, λέγων τὰ παρακάτω:
- «Ἀλλὰ τί,
φησί, δράσωμεν πρὸς τοὺς μέσους τούτους
Γραικολατίνους (=λατινόφρονες); ...Φευκτέον
αὐτούς, ὡς φεύγει τὶς ἀπὸ ὄφεως, ὡς αὐτοὺς ἐκείνους,... τοὺς χριστοκαπήλους
καὶ χριστεμπόρους. οὗτοι γὰρ εἰσι, κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον, οἱ
πορισμὸν ἡγούμενοι τὴν εὐσέβειαν, περὶ ὧν ἐπάγει λέγων. ἀφίστασο ἀπὸ τῶν τοιούτων....
Ποὶα δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; ἤ τὶς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;...».
- «... Φεύγετε οὖν αὐτοὺς ἀδελφοί, καὶ τὴν
πρὸς αὐτοὺς κοινωνίαν. οἱ γὰρ τοιοῦτοι, (δηλ. οἱ λατινόφρονες
ἐπίσκοποι), ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους
Χριστοῦ...» (Patrologid Orientalis Tome XV Au Concile de Flotence, σέλ.
318-320).
- «Ἀλλ’ ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ τῆς ἀληθείας δύναμις οὐ δέδεται, τρέχει δὲ μᾶλλον καὶ
εὐοδοῦται, καὶ οἱ πλείονες τῶν ἀδελφῶν τῇ
ἐμῇ ἐξορίᾳ θαρροῦντες βάλλουσι τοὶς
ἐλέγχοις τοὺς ἀλιτηρίους καὶ παραβάτας τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ τῶν πατρικῶν
θεσμῶν, καὶ ἐλαύνουσι πανταχόθεν αὐτοὺς ὡς καθάρματα, μήτε συλλειτουργεῖν
αὐτοῖς ἀνεχόμενοι, μήτε μνημονεύειν ὅλως αὐτῶν ὡς χριστιανῶν». (Αὐτόθι,
σέλ. 342).
Ε΄) Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ὁποῖος
ἀναγνωρίζει τὸν Λαὸ τοῦ Θεοῦ ὡς τὸν πρωτίστως «ἁρμόδιο...νὰ ἐπισημάνει καὶ νὰ
διαγνώσει μὲ ἀσφάλεια τὴν αἵρεση...» μὲ τὶς παρακάτω διδασκαλίες του:
- «Ἐν τῷ καιρῷ τούτω (δηλ. τῆς αἱρέσεως)
ἐν ᾧ ὁ Χριστὸς διώκεται... οὐ μόνον εἰ
βαθμῷ τις καὶ γνώσει προέχων ἐστίν, ὀφείλει διαγωνίζεσθαι, λαλῶν καὶ διδάσκων
τὸν τῆς ὀρθοδοξίας λόγον. ἀλλὰ γὰρ καὶ εἰ μαθητοῦ τάξιν ἐπέχων εἴη,
χρεωστεῖ παῤῥησιάζεσθαι την ἀλήθειαν, καὶ ἐλευθεροστομεῖν. Οὐκ ἐμὸς ὁ λόγος
τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τοῦ θείου Χρυσοστόμου. ἐπὶ καὶ ἄλλων Πατέρων». (P.G.99, 1120 B).
- «Ἐντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾶν ἐν καιρῷ
κινδυνευούσης πίστεως. «Λάλει γάρ, φησί, καὶ μὴ σιώπα». Καί, «ἐὰν
ὑποστέλληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ». Καί. «ἐὰν οὗτοι
σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται». Ὥστε
ὅτε περὶ πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἐγὼ τὶς εἰμι; Ἱερεύς; ἀλλ’ οὐδαμοῦ.
Ἄρχων; καὶ οὐδ’ οὕτως. Στρατιώτης; καὶ ποῦ; Γεωργός; Καὶ οὐδ’ αὐτὸ τοῦτο.
Πένης, μόνον τὴν ἐφήμερον τροφὴν ποριζόμενος. Οὐδεὶς μοι λόγος καὶ φροντὶς περὶ
τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι
κράξουσι, καὶ σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις; ἡ ἀναίσθητος φύσις Θεοῦ ἐπακήκοε καὶ
αὐτὸς λαιλαπιστής; ... Ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ
πένης πάσης ἀπολογίας ἐστέρηται ἐν ἡμέρα κρίσεως, μὴ τανῦν λαλῶν, ὡς
κριθησόμενος καὶ διὰ τοῦτο μόνον...». (P.G. 99, 1321 B).
- Κατόπιν
αὐτῶν, ὑποδεικνύει μὲ σαφήνεια τὴν ὁδὸ τῆς ἀποτειχίσεως ἀπὸ τὴν αἵρεση, «πρὸ
συνοδικῆς διαγνώσεως», ὡς ἀποκλειστικὰ μοναδικοῦ παράγοντα σωτηρίας, διδάσκων:
«Ἐχθροὺς γὰρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος οὐ μόνον
τοὺς αἱρετικοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλη τῇ φωνῇ
ἀπεφήνατο». (P.G.
99, 1049A).
-«Οὐδ’ ἂν
ὅλα τὰ χρήματα τοῦ κόσμου παρέξει τὶς καὶ κοινωνῶν εἴη τῇ αἱρέσει, φίλος
Θεοῦ οὐ καθίσταται ἀλλ’ ἐχθρός». (P.G.99, 1205A).
-«Παραγγελίαν γὰρ ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τοῦ
Ἀποστόλου, παρ’ ὅ παρελάβομεν, παρ’ οἵ Κανόνες τῶν, κατὰ καιροὺς Συνόδων
Καθολικῶν τὲ καὶ τοπικῶν, ἐὰν τὶς
δογματίζῃ ἢ προστάσσῃ ποιεῖν ἠμᾶς, ἀπαράδεκτον αὐτὸν ἔχειν, μηδὲ λογίζεσθαι
αὐτὸν ἐν κλήρῳ Ἁγίων». (P.G.
99, 988).
- Κατόπιν
αὐτῶν εὔλογα μπορεῖ νὰ διερωτηθῆ ὁποιοσδήποτε: ἄραγε ποῦ ἀποσκoπεῖ ἡ ἐνσυνείδητα ἐπιχειρούμενη
παραποίηση τῆς ἀλήθειας, ἐν ὀνόματι μάλιστα ἑνὸς (δῆθεν) ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος;
- Ἀναφέρονται
ἀπὸ τοὺς συντάκτες τοῦ πορίσματος στὴν πέμπτη (5) παράγραφο αὐτοῦ τὰ ἑξῆς:
- «Οἱ συντάκτες Πατέρες τοῦ 15ου Ἱεροῦ
Κανόνος δὲν κατέστησαν ὑποχρεωτικὴ τὴν ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς
ἐπισκόπους. Ὁ Κανόνας αὐτὸς δὲν νομοθετεῖ ὑποχρέωση, ἀλλὰ ἁπλῶς παρέχει
δικαίωμα. Ἐνῶ ἐπαινεῖ ἐκείνους ποὺ ἀποτειχίζονται ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο
«πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως» αὐτοῦ, δὲν ἐπιβάλλει ὅμως κάποια ποινὴ σ’ ἐκείνους,
ποὺ χωρὶς νὰ ἀποδέχονται τὶς διδασκαλίες του, ἐξακολουθοῦν νὰ τὸν μνημονεύουν,
ἐνῶ παράλληλα ἐλέγχουν τὶς κακοδοξίες του καὶ ἐπιζητοῦν τὴν ἐπέμβαση καὶ ἀσφαλῆ
συνοδικὴ διάγνωση καὶ καταδίκη του ὑπὸ τοῦ οἰκείου συνοδικοῦ ὀργάνου. Ἐὰν ὁ
Ἱερὸς Κανὼν εἶχε ὑποχρεωτικὸ χαρακτήρα, θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει ὁπωσδήποτε μία
ἀνάλογη διατύπωση γιὰ ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία μὲ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο πρὶν ἀπὸ τὴν συνοδικὴ καταδίκη του, καὶ στὴ
διατύπωση αὐτὴ θὰ ὑπῆρχε ἡ προβλεπόμενη ποινή, ἀφοῦ μάλιστα πρόκειται γιὰ ἕνα
τόσο σοβαρὸ θέμα, ὅπως εἶναι ἡ αἵρεση. Πέραν τούτου ἐὰν ἡ Ἐκκλησία θεωροῦσε
ὑποχρέωση τοῦ κληρικοῦ τὴν ἄμεση ἀπόσχισή του ἀπὸ τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ πεσόντος
εἰς αἵρεσιν, θὰ εἶχε θεσπίσει εἰδικοὺς κανόνες πάνω στὸ θεμελιώδες αὐτὸ ζήτημα
καὶ μάλιστα αὐστηροτάτους. Δὲν θὰ ἠρκεῖτο νὰ ὁμιλήσει σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα αὐτὸ
ὡς ἐν παρενθέσει, δηλαδὴ δὲν θὰ ἠρκεῖτο νὰ παρεμβάλη ἁπλῶς μία ἐξαίρεση σὲ
Ἱεροὺς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι θεσπίσθηκαν πρὸς ἀποθάρρυνση καὶ τιμωρία τῶν
σχισμάτων».
- Ἔντονη
ἀπορία προκαλεῖ αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ σοφιστικὴ ἐπιχειρηματολογία τῶν συντακτῶν
τοῦ ὑπὸ κρίσιν πορίσματος, τὴν ὁποία χαρακτηρίζουν: μία ἀπαράδεκτη, ἀπὸ
ὀρθόδοξη ἄποψη, ρηχότητα, ἀλλὰ καὶ μία «λανθάνουσα
πονηρία» ποὺ εἶναι «τῆς
προκεκηρυγμένης βλαβερωτέρα» κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο.
- Ὅμως πρὶν ἀπὸ τὴν ἀντίταξη ἐπιχειρημάτων προερχομένων ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἐμπειρικὴ ἐκκλησιαστικὴ
δεοντολογία, μὲ τὸν σκοπὸ τῆς ἀνατροπῆς τῶν σαθρῶν ἐπιχειρημάτων ποὺ
προβάλλονται στὸ ἐπίμαχο πόρισμα, κρίνεται ἀπαραίτητη ἡ παράθεση κάποιων γνωμῶν, τῶν πιὸ πάνω ἀναφερομένων μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἐπισκόπου Ἐφέσου
τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ τοῦ Ὁσίου
Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ποὺ καταδεικνύουν, ἀφ’ ἑνὸς μέν, τὴν βάναυση παραποίηση τῆς ἀλήθειας ἐκ
μέρους τῶν «πιθανῶς ψευδομένων»,
κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, συντακτῶν ἀφ’ ἑτέρου δὲ πὼς ἀποτελεῖ
διαχρονικὴ διδασκαλία καὶ πίστη τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἀξίωμα: «Κανενὸς
εἴδους κοινωνία μὲ τοὺς ἐτερόφρονες
καὶ τοὺς αἱρετικούς».
Λέγει ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ
Εὐγενικός:
- «Ἅπαντες οἱ τῆς
Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι, πᾶσαι αἱ θεἱαι Γραφαί,
φεύγειν τοὺς ἐτερόφρονας παραινοῦσι καὶ
τῆς αὐτῶν κοινωνίας
διΐστασθαι». (P.G.160,105C).
- Ὁ δὲ Ὅσιος
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὅπως προεγράφη, λέγει: Ἐχθροὺς
γὰρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ
μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ
καὶ τοὺς τοῖς τοιούτοις
κοινωνοῦντας μεγάλη τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο». (P.G. 99, 1049A).
- Ἔχοντες
ὑπόβαθρο τὶς ἀνωτέρω διδασκαλίες καὶ σὲ συνάρτηση μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ δευτέρου
τμήματος τοῦ ΙΕ΄ (15ου) Ἱεροῦ Κανόνος τῆς Α’
καὶ Β’ Συνόδου ἐπισημαίνουμε τὰ
ἑξῆς:
Α’) Ἔφ΄ ὅσον,
ὅπως διατείνονται οἱ συντάκτες τοῦ πορίσματος, ὁ Ἱερὸς Κανόνας «... δὲν ἐπιβάλλει κάποια ποινή...» σ’
αὐτοὺς ποὺ διατηροῦν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς φορεῖς της,
τότε – ὅπως εὔλογα θὰ διερωτηθεῖ κάποιος – γιατί ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἀποκαλεῖ «ἐχθρούς του Θεοῦ», -ἀποκόπτουσα καὶ
ἀποβάλλουσα οὐσιαστικὰ αὐτοὺς ἀπὸ τὸ σῶμα Της ὡς «ἐχθρούς του Θεοῦ»-, ἐνῶ
ταυτόχρονα δὲν θεωρεῖ αὐτοὺς ἄξιους καὶ ὑπόδικους γιὰ ποινὲς – ἐπιτίμια; Δὲν
ἀποτελεῖ σχῆμα ὀξύμωρο μία τέτοια σκέψη;
Β’)
Ἰσχυριζόμενοι πὼς ἀφοῦ δὲν «...ὑπάρχει
μία ἀνάλογη διατύπωση (δηλαδὴ ἐπιβολῆς κάποιας ποινῆς), γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ
ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο πρὶν ἀπὸ τὴν συνοδικὴ
καταδίκη του καὶ στὴν διατύπωση αὐτὴ νὰ ὑπάρχει ἡ προβλεπόμενη ποινή...»,
θὰ μποροῦσαν παράλληλα νὰ ἰσχυρισθοῦν, σύμφωνα πρὸς τὸ πνεῦμα αὐτό, πὼς οὔτε
αὐτὸς ποὺ κηρρύτει αἵρεση ὑπόκειται σὲ κάποιο ἐπιτίμιο, διότι δὲν ἀναφέρει κάτι
σχετικὸ μὲ ἐπιβολὴ ἐπιτιμίου αὐτὸς ὁ Κανόνας, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸ γεγονὸς πὼς
ὅλοι σχεδὸν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ὁρίζουν ποινὲς σὲ παραπτώματα, ὅπως π.χ. γιὰ τὴν
συμπροσευχὴ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τὸ «καθαιρείσθω» γιὰ τοὺς κληρικοὺς καὶ τὸ
«ἀφοριζέσθω» γιὰ τοὺς λαϊκούς.
Ἄρα, συμφώνως πρὸς αὐτὸ τὸ στρεψόδικο
πνεῦμα, μποροῦμε συμπερασματικὰ ν’ ἀποφανθοῦμε πὼς ἀθωώνεται καὶ ὁ αἱρετικός,
βάσει αὐτοῦ τοῦ Ἱεροῦ Κανόνα, ἀφοῦ αὐτὸς δὲν ἀναφέρει τίποτε σχετικὸ πρὸς
ἐπιβολὴ ποινῆς.
Γ’) Συμφώνως
πάλι μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ὅπως προαναφέρθηκε, διαφαίνεται ἀδιαμφισβήτητα πὼς μέσω
αὐτοῦ τοῦ πορίσματος ἀποδίδεται στὴν Ἐκκλησία ἡ βλάσφημη μομφή, πὼς δὲν ἐπικρατεῖ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ στοὺς κόλπους Της.
διότι ἐνῶ πολὺ πλῆθος ἐπισκόπων, πρεσβυτέρων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, σάπιζαν στὶς
φυλακές, πέθαιναν ἀπὸ τὶς κακουχίες στοὺς τόπους ποὺ τοὺς ἐξόριζαν, ὑφίσταντο
ἀνηλεεῖς μαστιγώσεις, ἀκρωτηριασμούς, ἐξορύξεις ὀφθαλμῶν καὶ ὄχι σπάνια καὶ
μαρτυρικὸ θάνατο, διότι ἀρνοῦνταν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς
«ψευδεπισκόπους», (κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ΙΕ Ἱ. Κανόνα), ἐν τούτοις αὐτοὶ ποὺ
παρέμειναν σὲ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς φορεῖς της, οὔτε κὰν ἁπλὴ
ἐπιτίμησι ἐδέχοντο, γιὰ τὸν λόγο, πὼς ἴσως ἐπερίμεναν Συνοδικὴ
ἀπόφαση(!!!). Ἄρα, συμφώνως πρὸς αὐτὴν
τὴν βλάσφημη ἐκδοχή, κάλλιστα θὰ μποροῦσε νὰ εἰπωθῆ ἀπὸ ὁποιονδήποτε, πὼς τὸ
προαναφερθὲν πλῆθος τῶν Ἁγίων Ὁμολογητῶν, ἀσκόπως μπῆκε σ’ αὐτὴν τὴν «ἄκρως
ἐπώδυνη διαδικασία», καὶ ὑπέστη τὰ προαναφερθέντα ποικίλα παθήματα, ὡς
ἀποτέλεσμα τῆς ὁμολογιακῆς ἔνστασής του, διότι θὰ μποροῦσε (κατ’ αὐτὴν τὴν βλάσφημη ἐκδοχή), ἐφησυχάζοντας, (δηλαδὴ «καλοπερνώντας»), στὴν
ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση, -«ἄχρι
καιροῦ» «συνοδικῆς διαγνώσεως» ἀπὸ μία ὀρθόδοξη σύνοδο, ποὺ ἴσως νὰ
συγκροτοῦνταν μετὰ ἀπὸ πολλὲς δεκαετίες ἤ αἰῶνες ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῆς αἱρέσεως,
ἤ νὰ μὴν συγκροτοῦνταν ὁλότελα, – νὰ συγκαταλεχθεί ἀκόπως καὶ ἀνωδύνως μεταξὺ
τῶν «φίλων τοῦ Θεοῦ».(!!!).
Γεγονὸς ποὺ
ἀντιτίθεται καὶ στὴν ἀνθρώπινη, περὶ δικαιοσύνης, λογική, καὶ στὴν ἐμπειρικὴ
ἐκκλησιαστικὴ δεοντολογία αἰώνων, ἡ ὁποία θεμελιώνεται σ’ αὐτὴν τὴν Ἁγία Γραφή:
«Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω καγῶ ἐν
αὐτῳ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν
οὐρανοῖς». (Ματθ. ι’ 32).
- Μετὰ ἀπὸ ὅσα
ἀναφέρθηκαν ἕως ἐδῶ, φρονοῦμε πὼς ἀναμαρτήτως μποροῦμε νὰ ἐξάγουμε τὸ
συμπέρασμα, πὼς οἱ Ἅγιοι Πατέρες ποὺ συγκρότησαν τὴν Α’ καὶ Β’ Σύνοδο τὸν 9ον
αἰώνα, (861 μ.Χ.), μὲ τὸν ΙΕ’ (15ον) Ἱερὸν Κανόνα των, ἐπέτυχαν τὰ ἑξῆς:
Α’).Ἐπικύρωσαν τὴν πράξη τῆς
προγενεστέρας, αὐτῶν, χρονικὰ Ἐκκλησίας, σὲ ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὴν δυναμικὰ
ὁμολογιακὴ στάση τῶν μελῶν Αὐτῆς, ἔναντι τῶν κατὰ καιροὺς ἀναφυομένων αἱρέσεων.
Β’) Ἐπιβράβευσαν ὡς ἐκπρόσωποί Της, τὴν
ὁμολογιακὴ ἔνσταση τῶν Ἁγίων Ὁμολογητῶν ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἡ ὁποία ἐκφράσθηκε
κυρίως, μὲ τὴν, δίχως «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ
τοὺς φορεῖς της, «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως», παρὰ τὰ ἐπώδυνα, γι’ αὐτούς,
ἐπακόλουθά της.
Γ’) Προνόησαν γιὰ τὴν μεταλαμπάδευση στὶς,
- μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων –, γεννεές, τοῦ ἀπαράμιλλου καὶ ἀκαταμάχητου ὁμολογιακοῦ ΠΡΟΤΥΠΟΥ τῶν Ἁγίων
Ὁμολογητῶν Πατέρων, ποὺ ἐκφραζόταν ἀπὸ τὴν αὐτονόητα
ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς φορεῖς της, ὡς μοναδικοῦ
παράγοντα σωτηρίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως, σὲ συνάρτηση μὲ τὴν προσωπικὴ πνευματικὴ
κατάρτιση καὶ προαγωγή. Καὶ
-Δ’) Κατεδίκασαν ἐν τέλει σὲ διαχρονικὰ ὅρια
– παρελθόντος, παρόντος καὶ μέλλοντος-, ὅλους ὅσοι, «προφασιζόμενοι προφάσεις
ἐν ἁμαρτίας» περὶ «συνοδικῶν διαγνώσεων» κλπ. -, διατηροῦσαν ἐνσυνείδητα καὶ
διατηροῦν πάσης μορφῆς καὶ ἐπιπέδου ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς ποικίλους
αἱρετικούς. Ἐπιτεύχθηκε δὲ αὐτὴ ἡ διαχρονικὴ καταδίκη τῶν «κοινωνούντων» μὲ τὶς
ἑκάστοτε αἱρέσεις, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ
Πνεύματος ποὺ διέπει τὸν ΙΕ’ (15ον) Ἱερὸν Κανόνα των καὶ δὴ τὸ δεύτερο
τμῆμα αὐτοῦ.
- Στὴν ἑβδόμη
(7) παράγραφο τοῦ πορίσματος, ἀποφαίνονται οἱ συντάκτες τοῦ τὰ ἕξης:
«Ἀσφαλεῖς χειραγωγοί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
σώματος στὴ στάση τοῦ ἀπέναντι στὴν σύγχρονη παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
ἀποτελοῦν οἱ ἐσχάτως διαλάμψαντες ὅσιοι Πατέρες, ὅπως ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος ὁ
Πόποβιτς, ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης, ὁ ἅγιος Γέρων Φιλόθεος
Ζερβάκος, ὁ ὅσιος Γέρων καὶ μεγάλος Ρῶσος ἁγιορείτης ἀσκητής, ἱδρυτὴς τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς Τιμίου Προδρόμου τοῦ Ἔσσεξ Ἀγγλίας, Σωφρόνιος Σαχάρωφ, κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι
ἐπεσήμαναν μὲν τὸν Οἰκουμενισμό, ἀλλὰ δὲν ἀποτειχίστηκαν ἀπὸ τοὺς κατὰ τόπους
ἐπισκόπους των, ἐπισημαίνοντες ταυτόχρονα τὴν ἀνάγκη τῆς συνοδικῆς καταδίκης
τῆς αἱρέσεως αὐτῆς, ὡς καὶ τῶν προωθούντων
αὐτήν...».
- Εἶναι
γνωστὸν τοὶς πασι, πὼς ἡ διαχρονικὴ
ἱστορικὴ πορεία ἀνέδειξε ὡς «ἀσφαλεῖς χειραγωγούς» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος,
σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου του, εἴτε σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν
πνευματικὴ κατάρτιση καὶ προαγωγή του, εἴτε πρὸς ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὴν στάση
του ἔναντι τῶν, ποικίλης μορφῆς κατὰ καιροὺς ἀναφυομένων αἱρέσεων, ὅλους αὐτοὺς
ποὺ ἡ Ἐκκλησία κατέταξε μεταξὺ τῶν
«ἀληθινῶν καὶ πιστῶν φίλων τοῦ Θεοῦ» κατὰ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη,
λόγω τοῦ σταυρικοῦ ὁμολογιακοῦ βίου των, δηλαδὴ τοὺς Ἁγίους Πατέρες.
τῶν ὁποίων ἡ ἐκκλησιαστικὴ βιοτή, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὴν
ἄμεση ἀποτείχιση,- παρ’ ὅλα τὰ ἐπώδυνα, γι’ αὐτοὺς ἐπακόλουθά της ὅπως
προαναφέρθηκε -, ἀπὸ τοὺς «ἐχθρούς του
Θεοῦ» αἱρετικούς, πρὸ «συνοδικῆς διαγνώσεως», διότι ἐφοβοῦντο μήπως
συγκαταλεχθοῦν καὶ αὐτοὶ μεταξὺ τῶν «ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ», στοὺς ὁποίους συγκατέταξε ἡ Ἐκκλησία καὶ τοὺς κοινωνοῦντες
ἐκκλησιαστικῶς μὲ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς φορεῖς της, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν
προεκτεθεῖσα διδασκαλία της.
- Κατ’
ἀντιστοιχία, - ὅπως εὔλογα διερωτώμεθα-, μὲ τί εἴδους κριτήρια οἱ ἀναφερόμενοι ὡς «ἐσχάτως διαλάμψαντες ὅσιοι Πατέρες»
θὰ καταστοῦν «ἀσφαλεῖς χειραγωγοὶ τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ σώματος...», καθόσον μεταξὺ τῆς ἐκκλησιαστικῆς βιοτῆς των, -
ὅσον ἀφορᾶ τὴν στάση των ἀπέναντι στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ-,καὶ τῆς
ἀντίστοιχης βιοτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων «χάσμα μέγα ἐστήρικται» κατὰ τὸν
Εὐαγγελικὸ λόγο;
- Πῶς θὰ παρασχεθῆ
σ’ αὐτοὺς ἀπὸ
τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεὸ
ἡ ἰδιότητα τοῦ «ἀσφαλοῦς
χειραγωγοῦ...», καθὼς δὲν κατατάσσονται ὑπὸ
τῆς Ἐκκλησίας μεταξὺ
τῶν φίλων Του, ἀλλὰ κατατάσσονται μεταξὺ τῶν ἐχθρῶν Του, διότι
διατηροῦσαν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ
τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
καὶ μὲ «τοὺς προωθοῦντας
αὐτήν»; Μία ἀδιάψευστη
πραγματικότητα ποῦ σαφέστατα
διακηρύσσουν: α) Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης ποῦ ἀποφαίνεται κατηγορηματικά: «Καὶ εἰ φίλοι κατὰ
Θεὸν πῶς τῇ κοινωνία τῶν
ἑτεροδόξων κοινωνοῦντες; Οὐ γὰρ φίλοι οἱ
τοιοῦτοι ἀληθινοὶ καὶ
πιστοί». (P.G.
99,1081 A).
Καὶ β’) ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁ ὁποῖος ἐπείσης ἀποφαίνεται κατηγορηματικά: «Ὁτοῖς
ἐχθροῖς τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ
συμφιλιάζων, οὐ δύναται τοῦ Βασιλέως φίλος εἶναι,
ἀλλ’ οὐδὲ ζωῆς
ἀξιοῦται, ἀλλὰ
σὺν τοῖς ἐχθροῖς ἀπολλεῖται»!
- Πῶς, λοιπόν, αὐτοὶ ποὺ διακυβεύεται καὶ
ἡ ἰδικὴ των
σωτηρία, ἀφοῦ ὡς «κοινωνοῦντες
τῇ αἱρέσει», «σὺν τοὶς
ἐχθροῖς ἀπολοῦνται», (κάτι ποὺ εἰλικρινῶς καὶ ὁλοκαρδίως, ἔνδακρεις
ἀπευχόμαστε), θὰ καταστοῦν «ἀσφαλεῖς, χειραγωγοὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος...», δίχως νὰ
ἰσχύσει καὶ νὰ ἐπαληθευθεῖ σ’ αὐτοὺς ὁ Κυριακός λόγος, «τυφλός, τυφλὸν ἐὰν ὁδήγει ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται»; Κατὰ τὴν Ἡμέρα τῆς τελικῆς
Κρίσεως;
- Ἐνδεχομένως νὰ προβληθεῖ
κάποια ἔνσταση, πὼς κάποιοι λόγοι καὶ κάποια
συγγράμματα ἤ ἐπιστολὲς τῶν προαναφερθέντων προσώπων, ποὺ ἴσως χαρακτηρισθοῦν
ὡς ἀνάπτυξη «ἀντιοικουμενιστικης δραστηριότητάς» των, ἀποδεικνύουν τὴν παραμονὴ
στὸ ὀρθόδοξο φρόνημά τους, παρὰ τὸ γεγονὸς τῆς ταυτόχρονης παραμονῆς στὴν
ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Συνεπῶς μποροῦν νὰ
«ἀποτελοῦν ἀσφαλεῖς χειραγωγοὺς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στὴν στάση τοῦ
ἀπέναντι... τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»!
- Ὅμως ἡ
Ἐκκλησία ἔχουσα ἐμπειρία καὶ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐχαρακτήρισε τὰ
ἐμφανιζόμενα καθ’ ὅλην τὴν ἱστορικὴ διαχρονικὴ πορεία Της, τέτοια πρόσωπα διὰ
στόματος τοῦ Οὐρανοφάντορος Μεγάλου Βασιλείου, ὡς «δοκοῦντας (δηλ. νομιζομένους) ὀρθοδοξεῖν», ἀφ’ ἑτέρου δέ,
ἐπισφραγίζουσα τίς, περὶ τῶν κοινωνοῦντων μὲ τὴν αἵρεση, προεκτεθεῖσες
διδασκαλίες Της, ἀποφαίνεται πάλιν διὰ στόματος τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ
Στουδίτου:
«Οἱ μὲν (αἱρετικοὶ καὶ οἱ αἱρετίζοντες)
τέλεον περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν. οἱ δὲ (κοινωνοῦντες μὲ
αὐτούς) εἰ καὶ τοῖς λογισμοῖς οὐ
κατεποντίσθηκαν, ὅμως τῇ κοινωνία τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται». (P.G.99, 1164A). ἐπιβεβαιώνουσα γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ
τὴν οὐσιαστικὴ ἀποβολὴ καὶ ἀποκοπή ἀπὸ τὸ «ἄμωμον
καὶ ἄσπιλον» Σῶμα Της καὶ ὅλων
ἐκείνων, οἱ ὁποίοι παρὰ τὸ γεγονὸς πὼς δὲν
«ἐναυάγησαν περὶ τὴν πίστιν», παραμένουν «τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως».
- Ἐν
κατακλείδι τῶν ὅσων ἀναφέρθηκαν μέχρι τοῦδε, ὡς τελικὸ συμπέρασμα ποὺ ἐξάγεται
ἀπὸ αὐτά, διαφαίνεται πὼς οἱ συντάκτες τοῦ ὑπὸ κρίσιν πορίσματος, αὐτοαποκαλυφθέντες ὡς οἱ «πεμπτοφαλαγγίτες»
τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔνεκα τῆς διολισθήσεώς τους σὲ μία
καινοφανῆ(;) καὶ καινοτόμο «μεταπατερική» καὶ «ἀντιπατερική» ἐκκλησιολογία,
ἀπεργάζονται δολίως μέσω αὐτοῦ, τὰ ἑξῆς:
- Α΄). Τὴν προβολὴ καὶ
ἐν τέλει τὴν ἀποδοχή, μίας νέου
τύπου, «ἐκκλησίας», χειραφετημένης καὶ αὐτονομημένης
ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. «ἐκκλησίας», τῆς ὁποίας βασικὰ χαρακτηριστικὰ θὰ ἀποτελοῦν ἡ πλαδαρότητα, ἡ
ἔλλειψη δικαιοσύνης, ἡ ἰδιοτέλεια καὶ ἡ ἀποφυγὴ τοῦ σταυρικοῦ βίου. «ἐκκλησίας»,
ἡ ὁποία θὰ
προβάλλη πρόσωπα ὅπως τὰ προαναφερθέντα, ὡς πρότυπα μίας ἐπιβαλλομένης νεόκοπης στάσης, (κατ’
οὐσίαν ἑρμαφρόδιτης), τοῦ
«ποιμνίου» της, ἀπέναντι σὲ κάθε αἵρεση.
- Β΄) Τὴν περιφρόνηση καὶ
περιθωριοποίηση τῆς αἰωνοβίου ὁμολογιακῆς
πράξης τῆς Ἐκκλησίας, γεγονὸς ποὺ θὰ συντελέση ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὴν προοδευτικὴ
διαγραφὴ αὐτῆς, ἀφ’ ἑτέρου δὲ στὴν
ἀνατροπὴ τῆς δομῆς
καὶ τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς
Ἐκκλησίας, ὡς «στύλου καὶ
ἑδραιώματος τῆς ἀληθείας».
Γ’) Τὴν ἀνάδειξη καὶ
ἐπικράτηση ἑνὸς ἑρμαφρόδιτου
ψευδοομολογιακοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
βίου, τοῦ ὁποίου (ὅπως ἕως τώρα ἀποδείχθηκε), ἡ δραστηριότητα ἐξαντλεῖται:
α’) Στὴν διοργάνωση ἀνούσιων συνάξεων, συνεδρίων καὶ
ἡμερίδων, ὅπου
κυριαρχεῖ ἡ παράθεση τραπεζῶν φαγητοῦ, μὲ ποικιλία ἐδεσμάτων, γεγονὸς ποὺ ἀποτελεῖ ἐμπαιγμὸ τοῦ ὁμολογιακοῦ φρονήματος τῶν
Ἁγίων Πατέρων καὶ ὁλοτελῆ ἐκτροπὴ ἀπ’ αὐτό.
β’)Στὴν ἐκπόνηση πλαδαρῶν
«ὁμολογιῶν πίστεως», οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν, (σύμφωνα μὲ
τὸν εὔστοχο χαρακτηρισμό τους ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο
καθηγητὴ κ. Ἰωάννη Κορναράκη), «ἀνούσιο
χαρτοπόλεμο ἄνευ κόστους». Καὶ
τέλος
γ’) Σὲ κατὰ καιροὺς
φραστικὲς δηλώσεις κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
δίκην «ἄσφαιρων πυρῶν», διὰ τῶν ὁποίων ἐπιτυγχάνεται οὐσιαστικὰ ὁ ἀποπροσανατολιστικὸς
καθησυχασμὸς καὶ ἡ πνευματικὴ
ὕπνωση τοῦ ἀνησυχοῦντος, γιὰ τὴν ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ
πορεία, ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Δ’) Τὴν ἐνίσχυση διὰ μέσου ὅλων τῶν
προαναφερθέντων, τῆς
ἑδραίωσης τῆς παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ προπαρασκευαστικὸ
τμῆμα γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Λ. ΓΕΩΡΓΙΤΣΗΣ
ΜΩΛΟΣ
ΛΟΚΡΙΔΟΣ Τ.Κ. 35009
ΤΗΛ.
6975167529
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου