Ὁ θεολόγος κ. Β. Χαραλάμπους, ὡς νὰ ἦρθε ἀπὸ ἄλλο πλανήτη, ὡσὰν γιὰ πρώτη
φορὰ νὰ παρακολουθεῖ τὰ διαδραματιζόμενα στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν Οἰκουμενιστῶν,
μὲ θολωμένο μυαλὸ καὶ ὑποκρυπτόμενο θυμό, ἀνέσυρε ἕνα κείμενο τοῦ Γέροντα
Παϊσίου, μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ χτυπήσει τοὺς ἀδελφούς του, ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν
ἁγιοπατερικὴ ὁδὸ τῆς Ἀποτειχίσεως, ἐξαιτίας (ὡς φαίνεται) τῆς ἀντιδικίας πού, ἐκ
ταπεινῆς προθέσεως, εἶχε μὲ κάποιον ἱστολόγο, ὡς πρὸς τὴν δημοσίευση ἄρθρου
του.
Δυστυχῶς, ὅμως, διαστρέφει τὸ κείμενο τοῦ Γέροντα Παϊσίου, ὁ ὁποῖος (ὅσα
γράφει) δὲν τὰ γράφει γιὰ ὅσους ἀποτειχίζονται ἀπὸ
τοὺς Οἰκουμενιστές (ἀκολουθώντας ἐπακριβῶς τὴν σχετικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων), ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ δημιουργοῦν δική τους Ἐκκλησία.
Ξεχνάει ὁ κ. Χαραλάμπους ὅτι τὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦσε ὁ Γέροντας Παΐσιος, δὲν
ὑπῆρχαν ἀποτειχισμένοι νεοημερολογῖτες, ἀλλὰ μόνο Παλαιοημερολογῖτες
ἐντειχισμένοι στὶς μάνδρες τῶν πολλῶν ἐκκλησιαστικῶν παρατάξεων;
Ξεχνᾶ, ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος, προέτρεπε τοὺς Ἡγουμένους τῶν ἁγιορείτικων Μονῶν σὲ ἀποτείχιση, κατὰ τὴν δημοσιευμένη
μαρτυρία τοῦ ἀείμνηστου μοναχοῦ Νικοδήμου Μπιλάλη;
Ξεχνᾶ ὅτι τελικὰ ὁ Γέροντας Παΐσιος συνετέλεσε στὴν Διακοπὴ Μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα,
ὁ ὁποῖος, ναὶ μὲν δρομολόγησε τὴν Οἰκουμενιστικὴ πορεία τοῦ Φαναρίου, ἀλλὰ ἡ
ὡρίμανση καὶ ἡ ξέφρενη πορεία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πραγματοποιεῖται ἐπὶ τῶν
ἡμερῶν μας ὑπὸ τοῦ κ. Βαρθολομαίου;
Ἀλλὰ τί νὰ περιμένει κανεὶς ἀπὸ τὸν κ. Χαραλάμπους, ποὺ ἐλέγχει μὲν τὸν ἀρχηγέτη
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ ἀποδέχεται τὴν κοινωνία μαζί του καὶ ἔτσι οὐσιαστικὰ σιγοντάρει
τὸν κ. Βαρθολομαῖο· τὸν θαμώνα τοῦ ἱστολογίου
«Τελεβάντος», ποὺ ὁ πάτρωνάς του Τελεβάντος, χαρακτηρίζει τὶς παναιρετικὲς
πράξεις τῶν Οἰκουμενιστῶν ὡς «ἀσχήμιες» γιὰ νὰ ἐλαφρύνει τὴν θέση τῶν ἡγετῶν τοῦ
παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ ἔτσι –πονηρὰ καὶ ὑστερόβουλα– νὰ ἀφαιρέσει (ὡς
νομίζει) τὸ ἐπιχείρημα ὅτι διακόπτουν τὴν κοινωνία μὲ αἱρετικούς, ἀπὸ ὅσους ἀποτειχίζονται;
Τί νὰ περιμένει κανεὶς ἀπὸ τὸ σύμμαχο τοῦ Τελεβάντου, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπανωτὰ
ψεύδη συκοφαντεῖ ὡς σχίσμα τὴν ἐνέργεια κάποιων πιστῶν πού, ἀκολουθώντας τὴν Παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας, ἀποτειχίστηκαν ἀπὸ Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους;
Τρεῖς φορὲς δημοσιεύσαμε τὸ ψεῦδος τοῦ Τελεβάντου καὶ ταυτόχρονα τὴν
διαστροφὴ τῶν λόγων τοῦ π. Ἐπιφάνιου Θεοδωρόπουλου, καὶ ὁ περὶ πάντων
λαλίστατος κ. Τελεβάντος, ποὺ διδάσκει ὡς Πάπας τοὺς πάντες, δὲν τόλμησε νὰ
παραδεχθεῖ τὸ λάθος του.
Τὸ ξαναδημοσιεύουμε ἄλλη μιὰ φορά, μήπως καὶ ὁ κ. Χαραλάμπους κάτι καταλάβει:
...Ὁ
κ. Τελεβάντος συνεχίζει νὰ παραπληροφορεῖ, νὰ διαστρέφει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ κατηγορεῖ
τὸ περιοδικὸ «Σταυρὸς» ὅτι «ενθαρρύνει
τη δημιουργία σχισμάτων που θα φέρουν τον ψευδεπίγραφο τίτλο αποτείχιση».
Ταυτίζει, δηλαδή –ἐναντιούμενος στοὺς Ἁγίους Πατέρες– τὴν ἀποτείχιση μὲ τὸ σχίσμα!
Ὅμως,
τοῦ ὑποδείξαμε πολλάκις ὅτι ἀκόμα καὶ ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος (τοῦ ὁποίου
καπηλεύεται τὴν υἱότητα καὶ διατυμπανίζει ὅτι ἦταν πνευματικός του πατέρας), θὰ
ντρέπεται γιὰ τὴν “πτώση” τοῦ ἀπὸ μακρόθεν “υἱοῦ” του! Γιατί ἡ θέση τοῦ π.
Ἐπιφανίου ἦταν διατυπωμένη ξεκάθαρα. Ἔχει γράψει:
Ἂν δὲ ἡ συνείδησίς
τινος δὲν ἀνέχηται νὰ μνημονεύῃ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ἔχει τὸ δικαίωμα, προβαίνων
ἔτι περαιτέρω, νὰ παύσῃ τὸ
μνημόσυνον του, συμφώνως τῶ
ΙΕ΄ Κανόνι τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Τοῦτο ὅμως
εἶνε τὸ ἔσχατον βῆμα, εἰς ὃ δύναται νὰ προχωρήσῃ, ἂν θέλῃ νὰ μὴ εὑρεθῆ εἰς
σχίσματα καὶ εἰς ἀνταρσίας" (σελ. 89).
Ἡ ἀποτείχιση εἶναι, «κανονικὸν δικαίωμα... Ἄν τις, χρησιμοποιῶν τὸ δικαίωμα
αὐτοῦ, παύσῃ τὸ μνημόσυνον, καλῶς ποιεῖ! (Τὰ Δύο Ἄκρα, σελ.
90).
Λοιπόν,
κ. Τελεβάντε, «οὐ παύσῃ διαστρέφων τὰς ὁδοὺς κυρίου τὰς
εὐθείας;»! (Πράξ. 13, 10).
Τὸ ἄρθρο τοῦ κ. Χαραλάμπους ποὺ δημοσιεύτηκε στὸ διαδίκτυο ἀπὸ διάφορα ἱστολόγια ἔχει ὡς εξῆς:
ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ, ΣΤΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ ΤΟΥ
ΦΡΟΝΗΜΑ
«Ει
τις σχίσματι ακολουθεί, βασιλείαν Θεού ου κληρονομεί»
Άγιος
Ιγνάτιος ο Θεοφόρος
«Ει τις σχίσματι ακολουθεί, βασιλείαν Θεού ου
κληρονομεί» (Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος - Εις την Προς Φιλαδελφείς
3,3 επιστολή του). Αυτά τα λόγια του Αγίου Ιγνατίου του
Θεοφόρου, καθόριζαν το Εκκλησιολογικό ήθος του Γέροντος Παϊσίου, στον
ομολογιακό του αγώνα. Χαρακτηριστική είναι και η επιστολή του που
απέστειλε προς τον Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο Βασιλόπουλο. Στην επιστολή του
αυτή από τη μια, Ορθοδόξως ομολογεί την Πίστη του, εκφράζοντας αγωνία και πόνο
για τις οικουμενιστικές
φιλενωτικές ενέργειες του Πατριάρχη Αθηναγόρα και από
την άλλη δεν παραλείπει να υποδείξει με το Ορθόδοξο Εκκλησιολογικό του ήθος, το
απαράδεκτο των αποσχιστικών ενεργειών από αδόκιμο ζήλο.
Ελέγχει με παρρησία τον Οικουμενικό Πατριάρχη
Αθηναγόρα, εκφράζοντας την αγωνία του για τα τεκταινόμενα, γράφοντας
«Αλλά επειδή έφθασαν μέχρι το ερημητήριό μου θλιβερές ειδήσεις δια την Αγίαν
Ορθοδοξίαν μας, επόνεσα πολύ και εθεώρησα καλό να τα γράψω αυτά που ένιωθα»
αναφέρει στην επιστολή του προς τον Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο Βασιλόπουλο ο
Γέροντας Παΐσιος.
Η υπόδειξη του Γέροντος Παϊσίου είναι σαφέστατη, «Εάν
δια τη α ή β λοξοδρόμηση των κατά καιρούς Πατριαρχών χωριζόμεθα και κάνομε
δικές μας Εκκλησίες – Θεός φυλάξει! θα ξεπεράσομε και τους Προτεστάντες
ακόμη». Ακολούθως με σοβαρότητα προσθέτει «Εύκολα χωρίζει κανείς
και δύσκολα επιστρέφει…». Συνεπώς είναι μέγα ατόπημα να χωριστεί καθ’
οιονδήποτε τρόπο από την Εκκλησία.
Αγωνία εκφράζει τόσο για τις φιλενωτικές ενέργειες, όσο
και για τις αποσχιστικές τάσεις «Εάν οι φιλενωτικοί δίνουν το πρώτο πλήγμα στην
Εκκλησία, αυτοί οι ανωτέρω δίνουν το δεύτερο», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Γνωρίζοντας το του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου «Ουδέν
ούτω παροξύνει τον Θεόν, ως το Εκκλησίαν διαιρεθήναι», αναφέρει με πόνο
«Εις τους καιρούς μας βλέπομεν ότι πολλά πιστά τέκνα της Εκκλησίας μας μοναχοί
και λαϊκοί, έχουν δυστυχώς αποσχιστεί από αυτήν, εξ αιτίας των
φιλενωτικών. Έχω την γνώμην ότι δεν είναι καθόλου καλόν να
αποχωριζόμεθα από την Εκκλησίαν κάθε φοράν που θα πταίει ο Πατριάρχης».
Επιστρατεύει την οδυνηρή εμπειρία τέτοιων ενεργειών στο
Άγιο Όρος, που η παραεκκλησιαστική αδιακρισία κάποιων, δημιούργησε
δυσάρεστες καταστάσεις «Δυστυχώς, έχουμε πολλές ‘’εκκλησίες’’ στην εποχή μας»,
γράφει «Δημιουργήθηκαν είτε από μεγάλες ομάδες ή από κάποιο άτομο ακόμη.
Επειδή συνέβη στο καλύβι των (ομιλώ για τα εν Αγίω Όρει συμβαίνοντα) να υπάρχει
και ναός, ενόμισαν ότι μπορούν να κάνουν και δική τους ανεξάρτητη Εκκλησία».
Το επιλογικό κληροδότημα της επιστολής του, είναι
ενδεικτικό του εκκλησιολογικού του ήθους «Αλλά από μέσα, κοντά στην Μητέρα
Εκκλησία έχει καθήκον και υποχρέωση ο καθένας ν’ αγωνίζεται με τον τρόπον
του. Το να διακόψει το μνημόσυνον του Πατριάρχου, να αποσχισθεί και να
δημιουργήσει ιδικήν του Εκκλησίαν και να εξακολουθεί να ομιλεί υβρίζοντας τον
Πατριάρχην, αυτό νομίζω είναι παράλογον».
Η διάπυρος ευχή του «Ας ευχηθούμε όλοι να δώσει ο
Θεός την Χάριν του και ο καθένας μας ας βοηθήσει με τον τρόπον του δια την
δόξαν της Εκκλησίας μας», ας γίνει ευχή όλων μας.
Την διδασκαλία του π. Παïσίου για τον ΙΕ’ Κανόνα της ΑΒ’ Συνόδου, την ευρίσκομε στην 8η παραπομπή της επιστολής του προς τον πατέρα Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, εξηγώντας την φράση «Το να διακόψη το μνημόσυνον του Πατριάρχου , να αποσχισθή και να δημιουργήση ιδικήν του Εκκλησίαν και να εξακολουθή να ομιλή υβρίζοντας τον Πατριάρχην, αυτό, νομίζω, είναι παράλογον».8
ΑπάντησηΔιαγραφή«8. Και πάλιν αποδεικνύεται το ορθότατο Εκκλησιαστικό φρόνημα του Γέροντα και η υψηλή διάκρισή του στον χειρισμό δυσχερέστατων εκκλησιολογικών προβλημάτων. Ατυχώς όμως η φράση αυτή του Γέροντα από μερικούς παρερμηνεύτηκε. Υποστήριξαν, δηλαδή, ότι ο Γέροντας θεωρούσε παράλογο – και συνεπώς απέκλειε και απαγόρευε τελείως – ακόμη και την απλή διακοπή του μνημοσύνου του οικείου επισκόπου (εν προκειμένω του Πατριάρχου). Και η παρερμηνεία τους αυτή συνετέλεσε ώστε οι μεν οικουμενίζοντες από αυτούς να την διακηρύσσουν – εκμεταλλευόμενοι το κύρος του Γέροντα -, οι δε ρέποντες προς τον ζηλωτισμό να σκανδαλίζωνται και να επικρίνουν άδικα τον Γέροντα. Αλλ’ όμως δεν ήταν δυνατόν ο μακαριστός Γέροντας να αποκαλούσε «παράλογον» κάτι το οποίον επιτρέπουν και μάλιστα το επαινούν (χωρίς όμως να το επιβάλλουν) οι Ιεροί Κανόνες (ΛΑ’ Αποστολικός και ΙΕ’ Πρωτοδευτέρας· εννοείται, φυσικά, όταν υφίσταται το ανάλογο αίτιο, αλλά και οι απαραίτητες προϋποθέσεις σ’ αυτόν ο οποίος προβαίνει στη διακοπή). Όπως είναι καταφανές και από την προσεκτική ανάγνωση της εν λόγω φράσης του Γέροντα – αλλά και των αμέσως προηγουμένων και επομένων αυτής – ο Γέροντας εδώ δεν αναφέρεται απλώς και μόνον στην ψιλήν διακοπήν του μνημοσύνου (η οποία είναι η υπερτάτη επιτρεπτή διαμαρτυρία), αλλά σε σύνολον ενεργειών, οι οποίες συνιστούν απόσχιση από την Εκκλησία και δημιουργία ιδίας ανεξάρτητης «Εκκλησίας», η οποία μάλιστα πολεμεί την Μητέρα Εκκλησία. Αυτό αποκαλεί «παράλογον» και αυτό χαρακτηρίζει ως «δεύτερον πλήγμα» προς την Εκκλησία (μετά το «πρώτο» των φιλενωτικών). Το ότι αυτό ήτο το πνεύμα – αλλά και το γράμμα – του Γέροντα επιβεβαιώνεται κατά τρόπον αναντίρρητο από την ίδια την στάση του – ολίγον μάλιστα χρονικόν διάστημα μετά την αποστολήν της επιστολής του – καθόσον, όχι μόνον συμφώνησε με την διακοπή του μνημοσύνου του Πατριάρχου Αθηναγόρου – στην οποίαν είχαν προβή οι περισσότερες Αγιορειτικές Μονές – αλλά και απαίτησε – όπως γράφτηκε πρόσφατα – την εφαρμογή της διακοπής από Ι. Αγοιρειτική Μονή, την οποίαν κατεύθυνε πνευματικά….
Συνεχίζεται
Συνέχεια
ΑπάντησηΔιαγραφή…Για να παρουσιασθή όμως πληρέστερα η σχετική στάση του Γέροντα θα πρέπη να λεχθή και το ότι, όταν, μετά εικοσαετία περίπου, γινόταν κίνηση διακοπής του μνημοσύνου του Πατριάρχου Δημητρίου υπό αρκετών Αγιορειτών Κελλιωτών Πατέρων – λόγω της μετάβασής του κατά το 1987 στη Ρώμη και της εκεί Λειτουργικής συμπροσευχής του – ο μακαριστός Γέροντας εκδήλωσε την σαφή αντίθεσή του (για τη διακοπή). Με αποτέλεσμα η προσπάθεια να σταματήση αμέσως και οι πλείστοι των υπογραψάντων να ανακαλέσουν στήν πράξη την απόφασή τους.
Συμπερασματικά, για να μην δημιουργούνται απορίες και συγχύσεις στους απλούς αναγνώστες, πού τυχόν θα θεωρήσουν ως αντιφατική την διαφορετική συμπεριφορά του Γέροντα στις δύο αυτές – σαφώς διαφέρουσες μεταξύ τους – περιπτώσεις, διασαφηνίζουμε ότι κατά την διδασκαλία του Γέροντα Παïσίου – η οποία συμφωνεί με τους Ι. Κανόνες και με την Εκκλησιαστική πράξη διαχρονικά (και πρόσφατα) – ΜΠΟΡΟΥΜΕ να διακόψουμε το μνημόσυνο του οικείου επισκόπου και πρό της συνοδικής του καταδίκης – χωρίς να αποκοπτώμαστε της Εκκλησίας, αλλ’ ως ένδειξη της εντονότατης επιτρεπτής διαμαρτυρίας μας -, όταν υπάρχουν οι εξής προϋποθέσεις:
Α. Να δοθή η υπό του επισκόπου κανονική (= η θεωρουμένη υπό των Ι. Κανόνων) αιτία, δηλαδή, η «γυμνή τη κεφαλή» διακήρυξη κάποιας αίρεσης· και
Β. Να οδηγούμαστε στην ενέργειά μας αυτή όχι από κάποια εμπάθεια, αλλ’ από πόνο και καθαρή αγάπη προς την Ορθοδοξία, ακόμη δε και από άνωθεν φωτισμένη διάκριση (τουλάχιστον οι πρωτοστατούντες), για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε, εάν θα είναι προς το συμφέρον της Εκκλησίας η άμεση διακοπή μνημοσύνου. Ή εάν θα ήτο προτιμότερον «άχρι καιρού» να περιοριστούμε σε λοιπές διαμαρτυρίες (εκτός, δηλαδή, της διακοπής), αναμένοντας μετάνοια και διόρθωση ή, τέλος, την συνοδική καταδίκη του αιρετικού επισκόπου.» (Από το βιβλίο «ΚΕΙΜΕΝΑ – ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Γέροντος Παïσίου του Αγιορείτου 1924-1994», Νικολάου Α. Ζουρνατζόγλου, σελ. 22-24).