Κυριακή Β΄ Νηστειών, Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
Του Δημήτρη Μπάτση
Την Κυριακή της δεύτερης εβδομάδος της Αγίας και Μεγάλης
Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία τιμά το πρόσωπο του Αγίου Γρηγορίου του
Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1297-1359). Η μνήμη του τιμάται και
στις 14 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του. Η Εκκλησία τοποθέτησε την
μνήμη του, την δεύτερη Κυριακή της Σαρακοστής καθώς η συγκεκριμένη εορτή
αποτελεί συνέχεια της Κυριακής της Ορθοδοξίας.
Στις δύο αυτές Κυριακές
της Μεγάλης Σαρακοστής, τιμάμε όσους αγωνίστηκαν εναντίον των αιρέσεων
κάτι που καταδεικνύεται από την ανάγνωση του «Συνοδικού» της Ορθοδοξίας
στην απόλυση της Θείας Λειτουργίας της πρώτης Κυριακής των Νηστειών
καθώς και το ότι την επόμενη Κυριακή τιμά, έναν μεγάλο αγωνιστή της
Ορθόδοξης πίστης, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Χαρμόσυνο και πανηγυρικό
το ύφος των δύο πρώτων Κυριακών, κάτι που μας βοηθάει στο να εντείνουμε
τον πνευματικό αγώνα μας στο στάδιο των αρετών, της Αγίας και Μεγάλης
Τεσσαρακοστής.
Η Εκκλησία μας προβάλλει την προσωπικότητα του Αγίου Γρηγορίου τόσο
πολύ καθώς η όλη θεολογική προσφορά του ήταν ιδιαιτέρως σημαντική,
κυρίως όμως, η όλη βιοτή του αποτελεί πρότυπο για όλους μας. Αν και
γόνος πλούσιας οικογένειας και με ιδιαίτερα αξιόλογη μόρφωση, αφιερώθηκε
μαζί με τους αδερφούς του σε νεαρή ηλικία, στον Θεό, στο όρος του
Άθωνα, το οποίο έχει καταστεί συνώνυμο της αγιότητας. Εκεί αφοσιώθηκε
στη νοερά προσευχή, στην μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της
Εκκλησίας και στην καλλιέργεια των ευαγγελικών αρετών. Καρποί της
άσκησής του, ήταν η εμφάνιση σε όραμα της Υπεραγίας Θεοτόκου και του
Ευαγγελιστού Ιωάννου, του Θεολόγου, οι οποίοι του εγγυήθηκαν ότι θα τον
στηρίζουν στους πνευματικούς του αγώνες.
Λόγω των πειρατικών επιδρομών
αναγκάζεται να μετακινηθεί στην Θεσσαλονίκη και απώτερος σκοπός του, να
φύγει και από εκεί για τους Αγίους Τόπους, όμως έλαβε πληροφορία από τον
Θεό και δεν αναχώρησε με τη συνοδεία του, αλλά χειροτονείται ιερέας και
εγκαθίσταται με τους συνασκητές του στην περιοχή της Βέροιας. Λόγω των
πολεμικών συγκρούσεων, οι οποίες ελάμβαναν χώρα εκεί, επιστρέφει στο
Άγιο όρος, όπου εγκαθίσταται ως ηγούμενος στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου.
Ποθώντας την ησυχία και την απαλλαγή από τις μέριμνες, παραιτείται από
την ηγουμενία και μεταφέρεται στο ασκητήριο του, στην Μεγίστη Λαύρα.
Λόγω της εμφάνισης του αιρετικού μοναχού Βαρλαάμ, από την Καλαβρία της
Κάτω Ιταλίας, ο οποίος έβριζε τους μοναχούς, χλεύαζε τη νοερά προσευχή
και θεωρούσε το Άκτιστο θείο Φως της Μεταμορφώσεως, ως κτιστό, όπως και
την θεία χάρη που λαμβάνουμε από τη μετοχή στα μυστήρια, και κατόπιν
προσκλήσεως εγκαταλείπει το Άγιο Όρος και μεταβαίνει στην Θεσσαλονίκη,
τον Δεκέμβριο του 1337. Εκεί απαντά στις κατηγορίες του Βαρλαάμ και
συντάσσει το έργο «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων». Παρά τις ψευδείς
κατηγορίες περί απειθείας και αιρέσεως, του Βαρλαάμ εναντίον του οσίου
και του συνόλου των Αγιορειτών πατέρων, οι σύνοδοι του Ιουνίου και
Ιουλίου του 1341, στην Κων/πολη, δικαίωσαν τους ησυχαστές πατέρες, τον
δε άγιο Γρηγόριο τον επευφήμησαν ως «πρόμαχο ευσεβείας».
Λίγο αργότερα όμως με τον θάνατο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ΄ του
Παλαιολόγου, αρχίζουν να αναφύονται έριδες στο θέμα της διαδοχής. Από τη
μια μεριά ο δομέστικος Ιωάννης Καντακουζηνός και από την άλλη ο μέγας
Δούκας Αλέξιος Απόκαυκος, η αυτοκράτειρα Άννα και ο Πατριάρχης Ιωάννης
Καλέκας. Μπροστά στον διαφαινόμενο εμφύλιο, ο άγιος Γρηγόριος πρότεινε
ειρηνικές λύσεις για την αποφυγή αιματοχυσίας κάτι που δεν άρεσε στον
Πατριάρχη, ο οποίος επεδίωξε να τον προσεταιρισθεί προς όφελος της δικής
του πολιτικής παράταξης, μάταια όμως. Αυτό επέσυρε τις συκοφαντίες,
την δίωξη και την φυλάκισή του, ενώ ο Πατριάρχης του επέβαλε
ακοινωνησία, ακύρωσε τις αποφάσεις των συνόδων του 1341 ενώ χειροτόνησε
τον Ακίνδυνο διάκονο και πρεσβύτερο. Ο όσιος όχι μόνο υπέμεινε καρτερικά
και αγόγγυστα τις διώξεις, αλλά και συνέχισε να γράφει εναντίον της
βαρλααμίτιδος πλάνης.
Ξαφνικά τα γεγονότα παίρνουν άλλη τροπή, η αυτοκράτειρα πληροφορείται
την αντικανονική χειροτονία του αιρετικού Ακινδύνου, και τον φυλακίζει,
ενώ παράλληλα τον Μάϊο του 1346, σύνοδος αρχιερέων στην Ανδριανούπολη
(Edirne), καθαιρεί όσους βρίσκονται σε εκκλησιαστική κοινωνία με τον
Ακίνδυνο. Έτσι κηρύττεται έκπτωτος ο Ιωάννης Καλέκας, και το Μάϊο του
1347, εκλέγεται νέος Πατριάρχης, ο ησυχαστής Ισίδωρος ενώ το καλοκαίρι
του ιδίου έτους, εκλέγεται ο άγιος Γρηγόριος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης,
στην οποία κυριαρχούσε το χάος λόγω της επικράτησης στην εξουσία μιας
ομάδας με αποσχιστικές τάσεις, των Ζηλωτών. Έτσι λόγω της παραπάνω
δυσχερούς κατάστασης ο όσιος εισήλθε στην πόλη της Θεσσαλονίκης τον
Σεπτέμβριο του 1350 και κατόπιν επέμβασης του αυτοκράτορα Ιωάννη
Καντακουζηνού. Στο διάστημα αυτό, των 3 χρόνων, ήταν τοποτηρητής της
επισκοπής Λήμνου και εγκαταβιούσε στο Άγιο Όρος.
Το 1354, κατά τη μετάβασή του στην Κωνσταντινούπολη, αιχμαλωτίστηκε από
Οθωμανούς Τούρκους, στην χερσόνησο της Καλλίπολης . Η αιχμαλωσία του
διήρκεσε για ένα περίπου χρόνο και στο διάστημα αυτό ταλαιπωρήθηκε πολύ.
Οι δεσμώτες του, τον περιέφεραν από πόλη σε πόλη, και σε κάποιες από
τις περιηγήσεις του, είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με τους προεστούς
των ελληνικών κοινοτήτων ενώ επίσης συζήτησε με μουσουλμάνους άρχοντες
και θρησκευτικούς λειτουργούς, τις διαφορές της χριστιανικής πίστης από
την Ισλαμική θρησκεία. Παρά το ότι κάποιες φορές απειλήθηκε η ζωή του,
και βρισκόταν σε εχθρικό περιβάλλον, έδινε ομολογία πίστης, χωρίς να
φοβάται, αναπτερώνοντας έτσι το ηθικό και ενισχύοντας την πίστη των
εναπομείναντων χριστιανών. Με την καταβολή λύτρων από Σέρβους ή
Κροάτες, επέστρεψε στην Βασιλεύουσα όπου αντιπαρατέθηκε τον
αντιησυχαστή, Νικηφόρο Γρηγορά, στο θέμα της γνώσεως του Θεού και των
θείων ενεργειών.
Το φθινόπωρο του 1355, επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη για να συνεχίσει το
ποιμαντικό του έργο, απερίσπαστος πλέον, συντάσσοντας πλήθος
συγγραμμάτων. Ύστερα από σοβαρή ασθένεια, κοιμήθηκε στις 14 Νοεμβρίου
του 1359 και έκτοτε πρεσβεύει για όλους μας στον Δωρεοδότη Θεό.
Η Εκκλησία τον προβάλλει και του δίνει τόσο εξέχουσα θέση στη Μεγάλη
Σαρακοστή, γιατί δεν δίστασε να δώσει ομολογία πίστεως ενώπιον «αρχών
και εξουσιών του αιώνος τούτου». Ομολόγησε την ορθή πίστη, ακόμα και αν
συκοφαντήθηκε, φυλακίστηκε, ακόμα και αν τέθηκε η ζωή του σε κίνδυνο.
Ομολόγησε την ορθή πίστη ενώπιον του Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα, της
Συνόδου, του Βαρλαάμ και του μαθητού του, Γρηγορίου Ακινδύνου, του
παπικού λεγάτου Παύλου αλλά και ενώπιον των Οθωμανών Τούρκων και των
Χιόνων, όντας αιχμάλωτος.
Παρά την γενικότερη ρευστότητα των καιρών του,
όχι μόνο δεν πρόδωσε την πίστη του για πολιτικούς λόγους ή για άλλα
οφέλη, αλλά δεν πρόδωσε και το έθνος του, την πολιτική αρχή στην οποία
έδωσε διαβεβαίωση για την αρχιεροσύνη του, δηλ. στους Βυζαντινούς
αυτοκράτορες, παρά το ότι ο Σέρβος ηγεμόνας Στέφανος Δουσάν είχε
προσπαθήσει παντοιοτρόπως να τον προσεγγίσει και να τον προσεταιριστεί
στα πλαίσια της προσπάθειά του για επέκταση της κυριαρχίας του στην
υπόλοιπη Μακεδονία καθώς και στα εναπομείναντα τμήματα της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας.
Είθε να πρεσβεύει στον Κύριο για όλους μας, να αξιωθούμε
να λάβουμε τις χριστομίμητες αρετές του. Αμήν. Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου