Κυριακή 14 Αυγούστου 2011



Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,22-34)


«ΚYΡIE,


ΣΩΣΟΝ ΜΕ»


«…ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με» (Ματθ. 14,30)


του Χρυσορρόα ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ



Ο Χριστός, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔζησε πολὺ στὰ Ἰεροσόλυμα, ἐκεῖ ποὺ ἦταν οἱ γραμματεῖς, οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς. Τὸν περισσότερο χρό­νο τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του τὸν ἔ­ζησε κοντὰ στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ ἢ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, ἐ­­κεῖ ποὺ οἱ ψαρᾶδες ἔῤῥιχναν τὰ δίχτυα τους γιὰ νὰ ζήσουν. Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ψαρᾶδες διάλεξε καὶ τοὺς ἀποστόλους του, μὲ τοὺς ὁποίους ἀ­νεγέννησε τὸν κόσμο.


Στὴ λίμνη αὐτὴ ὁ Χριστὸς ἔκανε καὶ τὸ θαῦμα ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ποιό θαῦμα; Ἐὰν σᾶς ἔλεγαν ὅτι ἄνθρωπος περπάτησε πάνω στὴ θάλασσα, ποιός θὰ τὸ πίστευε; Καὶ ὅμως· «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀν­θρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18,27).
Ἂς ἀναπαραστήσουμε τὴ σκηνὴ αὐτή.

* * *


Μιὰ νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα, ἕνα μικρὸ καΐκι ταξίδευε στὰ νερὰ τῆς Γαλιλαίας. Μετέφερε τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ. Εἶνε εὐχάριστο τὸ ταξίδι ὅταν ἡ θάλασσα εἶνε ἤ­ρε­μη. Σὲ λίγο ὅμως ἄρχισε νὰ φυσάῃ, ὁ ἄνεμος δυνάμωσε, ἔγινε πολὺ ἰσχυρός, καὶ τὸ κα­ΐκι ἔπεσε σὲ φοβερὰ τρικυμία. Σὰν καρυ­δότσουφλο, πότε ὑψωνόταν καὶ πότε βυθιζόταν. Οἱ ἀπόστολοι κινδύνευαν ἀπὸ στι­γμὴ σὲ στιγμὴ νὰ πνιγοῦν. Τελικῶς τί ἔγινε;
3Πετρ. ιστΔὲν πνίγηκαν, σώθηκαν. Πῶς; Τὴν ὥρα ποὺ αὐτοὶ κινδύνευαν, πάνω ἀπ’ τὸ βουνὸ κάποιος τοὺς παρακολουθοῦσε. Ὅλη νύχτα δὲν κοι­μήθηκε. Κοιμοῦνται τὰ πουλιά, κοιμοῦνται τὰ ζῷα, κοιμοῦνται οἱ ἄνθρωποι, τὰ νήπια καὶ οἱ γέροντες, κοιμοῦνται ὅλοι. Ἕνας δὲν κοιμᾶ­ται, εἶνε ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός· ἕνας δὲ γνω­ρίζει ὕπνο. Εἶνε ὁ Χριστός! Πάνω ἐκεῖ, γονατι­σμένος, ὕψωνε τὰ χέρια στὸ οὐρανὸ καὶ προσ­ευχόταν· παρακαλοῦσε τὸν οὐράνιο Πατέρα γιὰ τοὺς μαθητάς του. Προσευχόταν ὁ Χριστός. Κι ὅταν εἶδε ὅτι κινδυνεύουν ἦρθε κοντά τους· βρέθηκε ἐκεῖ στὴ λίμνη, καὶ περπατοῦσε πά­νω στὰ κύματα. Μέσ’ στὸ σκοτάδι οἱ μαθηταὶ νόμισαν πὼς βλέπουν φάντασμα καὶ φοβισμέ­νοι ἐκραύγασαν. Εἶνε ποτὲ δυνατὸν νὰ περπα­τᾷ ἄνθρωπος πάνω στὸ νερό; Ἀμέσως ὅμως ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε· ―«Μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. 14,27), ἐγὼ εἶμαι. —Ἂν εἶσαι σύ, Κύριε, φωνά­ζει ὁ Πέ­τρος, πές μου νὰ ’ρθῶ κοντά σου περπα­τών­τας κ’ ἐγὼ πάνω στὸ νερό. ―Ἔλα, τοῦ λέει ὁ Κύριος. Καὶ πράγματι ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπ’ τὸ πλοῖο κι ἄρχισε νὰ βαδίζῃ πάνω στὰ κύματα. Βλέποντας ὅμως δυνατὸ τὸν ἄνεμο φοβή­θηκε, ἄρχισε νὰ βυθίζεται καὶ φώναξε «Κύριε, σῶσόν με» (ἔ.ἀ. 14,30). Ἀμέσως ὁ Χριστὸς ἅ­πλωσε τὸ σπλαχνικὸ καὶ παντοδύναμο χέρι του καὶ τὸν ἅρπαξε. Μόλις μπῆκαν μαζὶ στὸ πλοῖο, κόπασε ὁ ἄνεμος κ’ ἔγινε γαλήνη. Ὅ­σοι ἦταν στὸ καΐκι ἔπεσαν ὅλοι καὶ τὸν προσκύνησαν λέ­γον­τας· «Ὄντως εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».

* * *


Τί μᾶς διδάσκει, ἀγαπητοί μου, τὸ θαῦμα; Μᾶς διδάσκει ὅτι, ὅπως ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ κινδύνευαν νὰ πνιγοῦν μέσ᾿ στὴν ἀ­γριεμένη θάλασσα, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς κινδυνεύουμε. Κινδυνεύουμε ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους.

Κινδυνεύουμε σωματικῶς. Κινδυνεύουμε ἀπὸ ἀσθένειες. Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος! Ἐκεῖ ποὺ κάθεσαι, ἐκεῖ ποὺ κρατᾷς τὸ ποτήρι, ἐκεῖ ποὺ μιλᾷς μὲ τὸν ἄντρα σου ἢ τὴ γυναῖκα σου, ἐ­κεῖ ποὺ περπατᾷς ἢ ἐκεῖ ποὺ ταξιδεύεις, μιὰ σταγόνα αἷμα νὰ γλιστρήσῃ καὶ νὰ πάῃ στὸν ἐγκέφαλο ἢ στὴν καρδιά, καὶ μένεις μὲ τὸ πο­τήρι στὰ χείλη, δὲν προλαβαίνεις νὰ πιῇς τὸν καφφέ. Κινδυνεύουμε ἀπὸ τὸ θάνατο. Ποιός ἀπὸ μᾶς ξέρει, ἂν θὰ ζήσῃ ὣς τὸ βράδυ; Κινδυνεύουμε στὰ δάση ἀπὸ ἄγρια θηρία, στὰ χωράφια ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, στὶς ἀσχολίες μας ἀπὸ διάφορα δυστυχήματα, ἰδίως στοὺς δρόμους ἀπὸ τὰ τροχαῖα. Χιλιάδες εἶνε τὰ θύματα κάθε χρόνο ἀπὸ τὰ αὐ­το­κίνητα. Ἔχουμε τόσους νεκροὺς καὶ τραυμα­τίες, ὅσους δὲν εἴχαμε στὶς πιὸ μεγάλες μά­χες ποὺ κάναμε στὰ βουνὰ γιὰ τὴν πατρίδα. Ἔχουμε νεκροὺς ὅσους δὲν ἔχουν ὅλα τὰ Βαλκάνια. Κινδυνεύουμε ὅμως καὶ στὰ ἄλλα μέσα συγκοινωνίας· ἀεροπλάνο, πέντε λεπτὰ προτοῦ νὰ προσγειωθῇ στὴν Κοζάνη, δέχτηκε κεραυνό, ἔσπασαν τὰ φτερά, ἔπεσε καὶ ἔ­γινε συντρίμμια, μὲ πλῆθος θύματα· μόνο ἀ­πὸ τὰ δαχτυλίδια προσπαθοῦσαν ν’ ἀναγνωρίσουν τοὺς ἐπιβάτες· θρῆνος καὶ κοπετός…


Ἰδού ἡ ἐποχή μας! Τὴν συγκρίνει κανεὶς μὲ ἄλλες ἐποχές, χωρὶς ῥαδιόφωνα, χωρὶς τηλεοράσεις, χωρὶς ἁμάξια πολυτελείας, χωρὶς πλούτη, μὲ τὰ λυχνάρια καὶ τὰ δᾳδιά, μὲ τὰ γα­ϊδουράκια καὶ τοὺς ἁπλοῦς ἀνθρώπους… Ὦ ἅγιε κόσμε ἀθάνατε, ποὺ ἔφυγες πιὰ ἀπὸ τὰ μάτια μας, κ᾿ ἦρθε ἕνας ἄλλος αἰώνας, ποὺ θέλει νὰ λέγεται πολιτισμένος, ἀλλὰ ἡ ἱστο­ρία θὰ τὸν γράψῃ ὡς τὸν ἀπαισιώτερο αἰῶνα τῆς καταστροφῆς!

Τώρα κινδυνεύουμε – ἀπὸ ποῦ· ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη. Μιὰ προφητεία λέει· «Τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὴν ἀν­­θρωπότητα». Τί ἐννοεῖ; Δὲν κινδυνεύει ὁ κό­σμος ἀπ’ τὸ γεωργὸ ποὺ σκάβει τὴ γῆ, ἀπ’ τὸ βοσκὸ ποὺ βόσκει τὰ γιδοπρόβατά του· κινδυνεύει ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ βγαίνουν ἀπ’ τὰ πανε­πιστήμια, καὶ μὲ τὸ μυαλό τους —μυαλὸ σατανικό— σκέπτονται πῶς νὰ βροῦν τὰ πιὸ φονικὰ ὅπλα. Ἔγραψαν λ.χ. οἱ ἐφημερίδες, ὅτι ἀνεκαλύφθη τὸ νετρόνιο· τί θὰ πῇ νετρό­νιο; Ὅπως παίρνεις καὶ ῥίχνεις ντι-ντι-τὶ καὶ σκο­τώνεις τὶς μῦγες, ἔτσι ἡ βόμβα νετρονίου θὰ καθαρίζῃ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔρχονται φοβε­ρὲς ἡμέρες· ἕνα ἀεροπλάνο, ἕνα μαυροπούλι τοῦ σατανᾶ, θ᾿ ἀνεβῇ ψηλὰ χιλιάδες μέ­­τρα καὶ —Θεέ μου! προσευχη­θῆ­τε— μία βόμ­βα στὴ μία πόλι, καὶ τέλος! ἄλλη βόμβα στὴν ἄλλη, καὶ τέλος· ἄλλη βόμβα στὴν τρίτη πόλι, καὶ τέλος… Γῆ Μαδιάμ, θὰ ἐρημωθῇ ὁ κόσμος.


Κινδυνεύουμε λοιπὸν σωματικῶς. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς κινδυνεύουμε ψυχικῶς. Μὲ ποιά γλῶσ­σα, ἀδελφοί μου, νὰ περιγράψουμε τοὺς ψυχι­κοὺς κινδύνους; Δυστυχῶς ὅμως τοὺς ὑποτιμοῦμε. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ τὸ καταλάβουμε. Κινδυνεύουν ὄχι τόσο τὰ κορμιά μας ὅσο οἱ ψυχές μας. Ἂς εἰ­ρωνεύωνται κάποιοι νεαροί, ποὺ περιφέρον­­ται μὲ τὸ τσιγάρο στὸ στόμα καὶ μὲ τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία στὰ μυαλά. Ψυχή! σοῦ λένε, μὰ ὑπάρ­χει ψυχή;… Μάλιστα, κύριοι· ὑπάρχει ψυ­χή, ὑ­πάρχει κόλασις, ὑπάρχει παράδεισος. Νὰ εἶ­στε ἀπολύτως βέβαιοι, ὅτι ὑπάρχει Θε­ός, ἄλ­λη ζωή, αἰωνιότης. Κινδυνεύουν λοιπὸν οἱ ψυ­χές μας. Ἀπὸ ποῦ;


Ἀπὸ τρεῖς ἐχθρούς. Πρῶ­τον, ἀπὸ τὴ σάρκα μας. Ὅπως εἶπε ὁ ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἡ σάρκα εἶνε ἕνα κτῆ­νος, ἕνα γουρούνι, ποὺ ζητᾷ νὰ μᾶς κυλήσῃ μέσα στὴ λάσπη καὶ στὸ βόρβορο. Δεύτερον, κινδυ­νεύουμε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ποὺ δελεάζει καὶ ἐπηρεάζει. Καὶ τρίτον, κινδυνεύουμε ἀπὸ τὸ σατα­νᾶ, ὁ ὁποῖ­ος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ», κυκλοφορεῖ σὰν λιοντά­ρι ποὺ βρυχᾶ­ται ψάχνοντας ποιόν νὰ καταπιῇ (Α´ Πέτρ. 5,8). Κινδυνεύουμε μέρα – νύχτα. Εἴ­μαστε βαρκοῦ­λες. Ἐμεῖς εἴμαστε τὸ μικρὸ πλοιάριο τῆς Γεν­νησαρέτ. Μπορεῖ μιὰ βαρκούλα νὰ περάσῃ τὸ πέλαγος καὶ τὸν ὠκεανό; «Ἐδῶ καράβια πνί­γον­ται», ὅπως λέει ἡ παροιμία, καὶ οἱ «βαρκοῦλες ἀρμενίζουν»; ἐδῶ ὑπερωκεάνια χάνονται, κ’ ἐσύ, βαρκούλα, ποῦ πᾷς;


Ἀλλ’ ἂς φύγουμε ἀπὸ τὸ ἄτομό μας καὶ ἂς δοῦμε τὸ σύνολο. Κινδυ­νεύουμε ἀκόμα καὶ ἐ­θνικῶς. Τὸ βλέπουμε ἐδῶ στὴν ἀκριτι­κὴ γωνιά μας. Ποῦ εἴμεθα, μὲ ποιούς συνορεύουμε, ποιοί μᾶς περιβάλλουν; Φοβοῦμαι, δὲ θέ­λω νὰ τὸ πῶ, τρέμει ἡ καρδιά μου, γιατὶ εἶμαι Ἕλληνας Χριστιανὸς καὶ πονῶ. Κινδυνεύουμε καὶ δημογραφικῶς νὰ ξεκληριστοῦμε τελείως ὡς φυ­λὴ· νὰ μὴ μείνῃ πλέον οὔτε ἕνας Ἕλληνας πά­νω στὴ γῆ, νὰ σβήσῃ τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ ἔθνος.


Κινδυνεύουμε λοιπὸν ἀτομικῶς, κινδυνεύ­ουμε οἰκογενειακῶς, κινδυνεύουμε ἐθνικῶς, κινδυνεύουμε τέλος πανανθρωπίνως· ἐκτὸς τῶν πολέμων, πάει νὰ διαταραχθῇ ἡ ἰ­σορροπία στὴ φύσι, ἡ ἀτμόσφαιρα, οἱ πάγοι στοὺς πόλους, ἡ χλωρίδα καὶ ἡ πανίδα (φυτὰ καὶ ζῷα)· ἡ γῆ νὰ γίνῃ ἕνας γυμνὸς σφόνδυλος, κι ὁ σατα­νᾶς νὰ τοῦ δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ νὰ τὸν ἀφανίσῃ.

* * *

―Ὤ, ἀπελπιστικὰ εἶν’ αὐτὰ ποὺ μᾶς λές!…
Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Βλέποντας τοὺς κινδύ­νους ποὺ διατρέχουμε ἂς ἔχουμε ψηλὰ τὸ μέ­τωπο. Ἀπελπίζονται οἱ ἄπιστοι καὶ αὐτοκτο­νοῦν. Ὅσοι πιστεύουν στὸ Θεὸ δὲν ἀπελπίζον­ται. Γνωρίζουν ὅτι, πέρα ἀπὸ τὴν ὕλη, τὶς φυσι­κὲς δυνάμεις καὶ τὸ χρῆμα, ὑπάρχει ὁ μεγά­λος Θεός, ὑπάρχει ὁ Χριστός, ποὺ ζῇ καὶ βασι­λεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.


Τί χρειάζεται; Νὰ κάνου­με ὅπως ὁ Πέτρος, ποὺ φώναξε «Κύριε, σῶ­σόν με». Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς ὅλοι νὰ φωνάξουμε· Κύριε, σῶσε μας! Παρακαλέστε, ἀδέρφια μου, τὸ Θεό· Κύριε, σῶσε τὸν κόσμο, τὴν Ἑλλάδα μας, τὴ Μακεδονία μας· σῶσε τοὺς γονεῖς μας, τὰ παιδιά μας, τὴν οἰκογένειά μας, ὅ,τι φίλτατο ἔ­χουμε ἐπὶ τῆς γῆς, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπερ­­α­γίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου