Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ

ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΟΡΑΣΗ

του αειμνήστου Γέροντος Αυγουστίνου

«Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν» (Λουκ. 18,41-43)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, διαβάζεται τὸ Εὐ­αγγέλιο τῆς Δεκάτης Τετάρτης (ΙΔ´) Κυρι­α­­κῆς τοῦ Λουκᾶ. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ διηγεῖται ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύ­ρι­ος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ θαῦμα εἶνε ἡ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ.

Τί νὰ ποῦμε; Νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ δυστυχι­σμένο αὐτὸν ἄνθρωπο πού, κοντὰ στὸ ὅτι ἦ­ταν τυφλός, ἦταν ἀκόμα καὶ πάμπτωχος κ’ εἶ­χε καταντήσει ζητιάνος στὰ σταυροδρόμια; Νὰ ποῦμε γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε ὅταν ἄ­κουσε, ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Να­ζωραῖος» (Λουκ. 18,37); Νὰ ποῦμε γιὰ τὸ φλογερὸ αἴτημά του στὸ Χριστό, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἢ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐλεεινὴ συμπεριφορὰ τοῦ κό­σμου πού, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθή­σῃ, «ἐπετίμα αὐ­τόν» (ἔ.ἀ. 18,39), τοῦ ’­λεγε Σκάσε, τί φωνά­ζεις;»; Ἢ νὰ ποῦ­με γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἕ­να παντοδύναμο λόγο εἶπε κι ὁ τυφλὸς «ἀ­νέβλεψε» (ἔ.ἀ. 18,43), κι ὁ κόσμος θαύμασε;
Ἀφήνω ὅλα αὐτὰ καὶ παρακαλῶ νὰ προσ­έξετε ἕνα ἄλλο σημεῖο.

* * *

Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» αὐτοῦ (Γέν. 1,26). Τὸν ἐφω­δί­­ασε μὲ ἔξοχες ἰδιότητες, ἐννοῶ καὶ τὶς σωμα­τικές. Μία ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ Κυρίου εἶνε ὅ­τι τὸν προίκισε μὲ πέντε αἰσθήσεις, ἀπὸ τὶς ὁ­­ποῖες σπουδαιοτέρα εἶνε ἀσφαλῶς ἡ ὅρασις.
Τὰ μάτια! Ὑ­πάρχει γι’ αὐτὰ ὁλόκληρη εἰδι­κὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία διακονοῦν οἱ ὀφθαλμί­ατροι, καὶ μέ­νουν κατάπληκτοι. Φτάνει ἕνα μάτι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀρκεῖ αὐτό.

Συναντήθηκα κάποτε μ᾿ ἕναν ἄπιστο ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κρατοῦσε μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ μόλις τὴν εἶχε ἀγο­ρά­­σει.

―Πῶς βρέ­θηκε, λέω, στὰ χέρια σου αὐτὴ ἡ μηχανή; Ἔμαθα, ὅτι τέτοιες μηχανὲς φυτρώ­νουν σὲ κάποιο χωράφι.

―Μὰ τί λές; μοῦ ἀ­παντᾷ, μόνο τρελλὸς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ αὐτό. Τότε τοῦ εἶπα·

―Ἂν εἶνε τρελλὸς ὅποιος λέει ὅτι οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς φυτρώνουν στὸ χωράφι, τότε ἑκατὸ φο­ρὲς πιὸ τρελλὸς εἶνε ἐ­κεῖνος ποὺ λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ μάτια του φύτρωσαν μόνα τους. Τί εἶνε τὸ μάτι; Μιὰ τέλεια φωτογραφι­κὴ μηχανή. Πῶς παρα­δέχε­σαι ὅτι ἡ φωτο­γραφικὴ μηχανὴ ἔχει δημιουργό, καὶ δὲν πα­ρα­δέχεσαι τὸ Θεὸ δημιουργὸ γιὰ τὸ μάτι; Τὸ μάτι εἶνε δῶρο, γιὰ τὸ ὁποῖο θά ’πρεπε νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, ὅπως λέει ὁ ποιητής·

«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη, τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά, τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη, τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά, καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια, Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης, Ἀναγνωστικὸ τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, σ. 295).

«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωσες τὰ μάτια». Τὸ λέμε; Δὲν τὸ λέμε δυστυχῶς. Μὴν εἴμεθα ἀχάριστοι στὸ Θεό. Καὶ νὰ δείχνουμε συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς τυφλοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν μέσα σ’ ἕνα διαρκὲς σκοτάδι.

* * *

Ἀλλ’ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σωματικὴ τύφλωσι ὑ­πάρχει καὶ τύφλωσις πνευματικὴ – ψυχική. Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ εἶνε ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀ­πὸ τὸ σῶμα, τότε καὶ ἡ τύφλωσις ἡ ψυχικὴ εἶνε ἀπείρως χειροτέρα ἀπὸ τὴν σωματική.
Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὅλοι εἴ­μεθα τυφλοί. Μὴ φανῇ παράξενο αὐτό. Ἂν εἴχαμε μάτια ψυ­χικά, ὄχι αὐτὰ τὰ ὑλικὰ μάτια, τί θὰ βλέπαμε! Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν δίπλα του ἀγ­γέ­λους. Γι’ αὐτὸ στὸ ἀπολυτίκιό του ψάλλουμε «…καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχὰς ἀγ­γέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώ­τατε». Ναί· ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι σμίγουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὴ θεία λειτουργία. Ἕ­νωσις γίνεται, ἑνώνονται ἐπίγεια καὶ οὐράνια.

Ποῦ εἶνε λοιπὸν τὰ μάτια αὐτά, τὰ ψυχικά; Τὸ σῶμα ἔχει τὸ μάτι, τὸ πολυτιμότατο αὐ­τὸ ὄργανο. Καὶ ἡ ψυχή; Τὸ μάτι τῆς ψυχῆς ποιό εἶ­νε; Εἶνε ὁ νοῦς, τὸ μυαλό, αὐτὸ τὸ ἄφθαστο κομπιοῦτερ ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός. Καὶ ὀρθὰ ἔ­λεγαν οἱ ἀρχαῖοι ὅτι «νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀ­κού­ει» (Ἐπίχαρμος, παρὰ Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 301-2). Πράγματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὸ σωματικὸ μάτι, τὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ψυ­χικῆς ὁράσεως. Πέθανε ὁ πατέρας μας· καὶ ὅ­μως τὸν βλέπουμε μὲ τὴ φαντασία μας. Εἶνε μακριὰ ὁ συγγε­νής μας, στὴν Αὐστραλία ἢ στὸ Βό­ρειο Πόλο· πάλι τὸν βλέπουμε. «Νοῦς ὁρᾷ».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπῃ ὁ νοῦς, πρέπει νὰ εἶνε καθαρός, ὑγιής. Κ’ ἐκεῖνο ποὺ τυφλώνει τὸ νοῦ εἶνε τὰ πάθη, ποὺ ἐνσπείρει ὁ διάβολος. Τί κι ἂν σπούδασες, τί κι ἂν ἔμαθες γράμματα καὶ ἐπιστῆμες; Ὅταν ὑπάρχῃ κάποιο πάθος, ὁποιοδήποτε (φιλαργυρία, φιληδονία, φιλοδοξία, πορνεία, μοιχεία, ἀκηδία καὶ ἀδιαφο­ρία, ὀργὴ καὶ θυμός, κακία καὶ μῖσος), αὐτὰ τυφλώνουν. Ἕνας ἐμπαθὴς ἄνθρωπος δὲν βλέ­πει· τυφλὸς περπατεῖ μέσα στὸν κόσμο.

Τὰ πάθη τυφλώνουν τὸ νοῦ. Διὰ μέσου αὐ­τῶν ὁ σατανᾶς τυφλώνει «τὰ νοήματα τῶν ἀ­πίστων» (Β΄ Κορ. 4,4), τυφλώνει τοὺς ἀνθρώπους νοητικῶς – ψυχικῶς. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας χαρακτηρίστηκε ὡς «αἰὼν τῶν φώτων»· στὴν πραγματικότητα εἶνε αἰώνας σκότους· διότι ποτέ ἄλλοτε δὲν ἔγιναν τόσα ἐγκλήματα καὶ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποιος φι­λόσοφος ποιητής· «Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός· τυφλός, ὅπως καὶ πρῶτα».

Οἱ παπποῦδες μας δὲν πήγαν σὲ γυμνάσια καὶ πανεπιστήμια, τοὺς φώτιζε ὅμως ὁ Θεὸς καὶ σ’ ἐμᾶς τὰ ἐγγονάκια ποὺ τοὺς πλησιάζαμε ἔλεγαν σοφὰ λόγια. Λόγια ποὺ μᾶς εἶ­παν καθηγηταὶ πανεπιστημίου τὰ λησμονήσαμε· τὰ λόγια ποὺ μᾶς εἶπε ἡ γιαγιὰ δὲν τὰ λησμονήσαμε. Γιατὶ οἱ ἀγράμματοι ἐκεῖνοι εἶχαν φῶς ―φῶς ποὺ τοὺς φώτιζε ἦταν ἡ ἁγία Τριάδα― καὶ ἔβλεπαν καὶ ἔλεγαν σπουδαῖα πράγματα.

Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ἕνας ἀ­πὸ τοὺς ἥρωες τοῦ ’21. Εἶδε ὁράματα. Οἰκογενει­άρχης ἦταν μὲ 7 παιδιά, τὸ κορμί του κό­­σκινο ἀπὸ βό­λια τούρκικα. Ἀγράμματος, μό­­λις ἔ­βαζε τὴν ὑ­πογραφή του καὶ σκάλιζε τὸ ἀλ­φά­βητο. Ἦταν ὅμως φωτισμένος ἄνθρωπος· εἶ­πε καὶ ἔγραψε λόγια σοφά, καὶ εἶδε ὁράματα. Διαβάστε νὰ δῆτε τὰ ὁράματα ποὺ εἶδε.
Τότε ἡ Ἑλλὰς φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος. Μετὰ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ οἱ ἀπόλεμοι, ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸν ἀγῶνα. Ἦρθαν ἀπ’ τὸ Παρίσι, πόλι διαφθορᾶς καὶ ἀκολασίας, καὶ εἶπαν στὴν Ἑλλά­δα «δὲν ὑπάρχει Θεός». Αὐτοὶ οἱ ψευτοκουλτουριάρηδες ἄλλαξαν τὴν πορεία μας, ἔστρεψαν τὴν κοίτη τοῦ ἱστορικοῦ μας ἔθνους πρὸς τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Καὶ τότε ὁ Μακρυγιάν­νης εἶπε· Ποῦ καταντήσαμε! Ἐμεῖς οἱ ἀγράμ­ματοι, μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, κάναμε τὸν ἀγῶ­να καὶ νικήσαμε, καὶ τώρα ἔρχονται αὐτοὶ νὰ μᾶς τυφλώσουν, οἱ τάχα φωτισμένοι, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν, τί τζιβαϊρικὸ ―στὴ γλῶσσα του―, τί πολύτιμο καὶ ἀνεκτίμητο πρᾶγμα, τί θησαυρὸ ἔχουμε. Ὁ δὲ θησαυρός μας εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ πατρίδα μας.

Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε. Μᾶς τύ­φλωσε ὁ σατανᾶς. Καὶ ἐνῷ εἴμεθα τυφλοί, ἔ­χουμε τὴν ἀξίωσι νὰ εἴμεθα ὁδηγοὶ τοῦ ἔθνους. Τέτοιοι ἄθεοι δασκάλοι καὶ καθηγηταὶ ἀνέβηκαν στὶς ἕδρες καὶ θέλουν νὰ διδάξουν τὰ παιδιά μας. Ὀρθῶς εἶπε μιὰ προφητεία· «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Σ’ αὐτοὺς ἁρμόζει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Τυφλὸς τυφλὸν» ἐὰν ὁδηγῇ, «ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Λουκ. 6,39).

* * *

Τελειώνω μ’ ἕνα ἀνέκδοτο ἀπὸ τὴν ἱστο­ρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στὴν Ἀλεξανδρεία ἦταν ἕνας τυφλὸς ποὺ ὠνομαζόταν Δίδυμος. Ἀλλὰ τὸν φώτισε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ἔγινε δεινὸς θε­ολόγος, ἄνοιξε σχολή, καὶ πήγαιναν ὅλοι καὶ τὸν ἄκουγαν (ὅπως κ’ ἐδῶ εἶδα κάποιον τυ­φλὸ βοσκὸ ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, ὁ ὁποῖος ξέρει ἀπ’ ἔ­ξω τὴν ἁγία Γραφή, κ’ ἔμεινα κατάπληκτος). Ὁ Δίδυμος λοιπὸν ὁ τυφλὸς ἤξερε καλὰ τὰ κεί­μενα τῶν Γραφῶν καὶ δίδασκε. Κάποτε τὸν εἶ­δε ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ εἶπε· Σὲ μακαρίζω, Δίδυμε, γιατὶ δὲν ἔχεις μάτια σὰν αὐτὰ ποὺ ἔχουν καὶ οἱ κατσαρίδες καὶ οἱ σκορπιοὶ καὶ τὰ φίδια καὶ τὰ λιοντάρια, ἀλλὰ ἔχεις κάτι ἄλλα μάτια πολὺ ἀνώτερα· ἔχεις τὰ μάτια τῆς πίστεως.

Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀδελφοί μου. Ἂς ἀναστενάξουμε, διότι ὅλοι ἔχουμε μειωμένη τὴν πνευματικὴ ὅρασι. Καὶ στὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τί σοι θέλεις ποιήσω;» (Λουκ. 18,41), ν’ ἀπαντήσουμε· Κύριε, δὲν θέλου­με οὔτε χρῆ­μα οὔτε πλούτη οὔτε χρυσό. Θέλουμε μάτια. Μάτια σὰν ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν προορισμό μας, τὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς μας. Νὰ δοῦμε ἐσένα τὸν Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάν­τας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου