Η εορτή της Περιτομής του Κυρίου, όπως προσλαμβάνεται στις
δύο μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις της Ανατολής και της Δύσης , αποκαλύπτει
δύο διαφορετικές θεολογικές οπτικές πάνω στο μυστήριο της Ενανθρωπήσεως και της
σωτηρίας του ανθρώπου. Δεν πρόκειται απλώς για διαφορετική εορτολογική παρουσίαση , αλλά για έκφραση δύο διακριτών
θεολογιών: του μυστηριακού–οντολογικού της Ανατολής και του νομικού–δικανικού
της Δύσεως.
Στην Ορθόδοξη θεολογία, η Περιτομή εντάσσεται αδιάσπαστα στο
ενιαίο μυστήριο της θείας Οικονομίας. Ο Λόγος του Θεού, σαρκωθείς «ἀδιαιρέτως καὶ ἀσυγχύτως»,
προσλαμβάνει εκουσίως όχι μόνο την ανθρώπινη φύση γενικώς, αλλά και κάθε
συγκεκριμένη διάσταση της ανθρώπινης ιστορικότητας, ακόμη και εκείνη που φέρει
το στίγμα του Νόμου και της φθοράς. Η Περιτομή δεν είναι πράξη ανάγκης, αλλά
πράξη συγκαταβάσεως· δεν υποδηλώνει έλλειμμα, αλλά πληρότητα θείας αγάπης. Ο
Χριστός, ως αναμάρτητος, δεν υποτάσσεται στον Νόμο για να δικαιωθεί, αλλά
εισέρχεται ελεύθερα στον χώρο του Νόμου για να τον πληρώσει και να τον υπερβεί
εκ των έσω. Έτσι, η Περιτομή γίνεται φανέρωση της ενότητας της θείας Υπόστασης
με την ανθρώπινη φύση και της θεραπευτικής προσλήψεως όλου του ανθρώπου. Όπως
τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «τὸ
γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον»·
ό,τι δεν προσλαμβάνεται από τον Χριστό δεν μπορεί να σωθεί.
Η πράξη αυτή έχει κατεξοχήν οντολογικό και μυστηριακό
χαρακτήρα. Το αίμα της Περιτομής δεν λειτουργεί ως νομικό τίμημα, αλλά ως
σημείο αγιασμού της ανθρώπινης σάρκας. Η ανθρώπινη φύση, ενωμένη υποστατικά με
τον Λόγο, εισέρχεται ήδη από τη βρεφική ηλικία του Χριστού στη διαδικασία της
μεταμορφώσεως και της θεώσεως. Γι’ αυτό και η υμνολογία της εορτής δεν κινείται
σε κατηγορίες ενοχής ή ικανοποιήσεως, αλλά σε κατηγορίες δόξης, παραδόξου και
σωτηριώδους συγκαταβάσεως. Η Περιτομή προτυπώνει το Βάπτισμα, όχι ως εξωτερική
πράξη συμμόρφωσης, αλλά ως εσωτερική τομή της καρδιάς, ως μετάβαση από τη φύση
στην Χάρη και από τη φθορά στην αφθαρσία. Η συνεορτή με τον Μέγα Βασίλειο
υπογραμμίζει ακριβώς αυτή τη θεολογία της Χάριτος, της θείας ενέργειας και της
πορείας προς τη Θέωση.
Στη Δυτική θεολογική παράδοση, αντιθέτως, η Περιτομή του
Κυρίου εντάσσεται συχνότερα σε ένα νομικό–ηθικό πλαίσιο κατανόησης της
σωτηρίας. Ο Χριστός εμφανίζεται πρωτίστως ως ο τέλειος άνθρωπος που υπακούει
στον Νόμο, προκειμένου να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της θείας δικαιοσύνης. Ο
όρος « θεία δικαιοσύνη», όπως χρησιμοποιείται κυρίως στη δυτική θεολογική
παράδοση, δηλώνει μια συγκεκριμένη κατανόηση της σχέσης Θεού και ανθρώπου, όπου
η αμαρτία νοείται πρωτίστως ως προσβολή της θείας τιμής ή ως παράβαση που
δημιουργεί αντικειμενικό χρέος. Η θεία δικαιοσύνη, σε αυτό το πλαίσιο, απαιτεί
αποκατάσταση της διαταραγμένης τάξεως, είτε μέσω τιμωρίας είτε μέσω
ικανοποίησης . Ο Χριστός, ως τέλειος και αναμάρτητος άνθρωπος, αναλαμβάνει
εκούσια να εκπληρώσει αυτές τις «απαιτήσεις της θείας δικαιοσύνης »,
προσφέροντας την υπακοή και τη θυσία Του ως αντιστάθμισμα του ανθρώπινου
ελλείμματος.
Η Περιτομή, μέσα σε αυτό το σχήμα, γίνεται η πρώτη πράξη υποταγής στον Νόμο και η απαρχή της θυσιαστικής πορείας που κορυφώνεται στον Σταυρό. Η πράξη της Περιτομής αποκτά χαρακτήρα νομικής συμμόρφωσης και ερμηνεύεται ως η πρώτη πράξη ταπεινής υπακοής που προετοιμάζει το Πάθος και τη θυσία του Σταυρού. Η πρώτη έκχυση του αίματος νοείται ως προοίμιο της τελικής θυσίας, μέσα σε ένα δικανικό σχήμα ικανοποιήσεως, όπως αυτό διατυπώνεται συστηματικά στη σχολαστική θεολογία και ιδίως στον Ανσέλμο του Καντερβουρίου.
Αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε διαφορετική χριστολογική έμφαση.
Η πράξη της Περιτομής αποδίδεται συχνά «κατά την ανθρώπινη φύση» του Χριστού,
με αναλυτική διάκριση λειτουργιών και ενεργειών, γεγονός που, αν και δεν
αρνείται τη δογματική ενότητα του Προσώπου, τείνει να αποδυναμώνει τη βιωματική
εμπειρία της υποστατικής ενώσεως. Λειτουργικά, η εορτή υποχωρεί σταδιακά, ιδίως
μετά τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, και αντικαθίσταται από θεομητορική έμφαση, γεγονός
που φανερώνει ότι η Περιτομή δεν θεωρείται πλέον κεντρικό σωτηριολογικό
γεγονός. Η 1η Ιανουαρίου, η οποία επί αιώνες εορταζόταν με την ονομασάι Festum Circumcisionis Domini,
επανανοηματοδοτήθηκε πρωτίστως ως θεομητορική εορτή της Maria, Mater Dei.
Η μετατόπιση αυτή δεν συνιστά απλώς αλλαγή εορτολογικού
τίτλου, αλλά αποτυπώνει βαθύτερη θεολογική αναδιάταξη των σωτηριολογικών
προτεραιοτήτων. Η Περιτομή παύει να προβάλλεται ως αυτοτελές γεγονός της θείας
Οικονομίας με ιδιαίτερη θεολογική βαρύτητα και περιορίζεται σε ιστορική ή
συμβολική μνεία, χωρίς έντονη μυστηριακή ή οντολογική φόρτιση.
Αντιδιαμετρικά, η Ορθόδοξη θεολογία αποφεύγει τη γλώσσα των
«απαιτήσεων» όταν αναφέρεται στη θεία δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη του Θεού δεν
νοείται ως εξωτερική νομική αναγκαιότητα που δεσμεύει τον Θεό, αλλά ταυτίζεται
με τη σωστική Του αγάπη και την πιστότητά Του στο θέλημα της ζωής. Η αμαρτία
δεν δημιουργεί νομικό χρέος που πρέπει να εξοφληθεί, αλλά κατάσταση φθοράς και
θανάτου που χρειάζεται θεραπεία. Κατά συνέπεια, ο Χριστός δεν εκπληρώνει
«απαιτήσεις» μιας δικανικής δικαιοσύνης, αλλά εισέρχεται εκούσια στην ανθρώπινη
κατάσταση για να την ανακαινίσει εκ των έσω. Η Περιτομή, λοιπόν, δεν αποτελεί
νομική συμμόρφωση, αλλά συγκαταβατική πράξη θείας οικονομίας, με την οποία ο
Λόγος αγιάζει και θεραπεύει την ανθρώπινη φύση, προετοιμάζοντάς την όχι για
δικαίωση ενώπιον ενός δικαστηρίου, αλλά για μετοχή στη ζωή του Θεού και πορεία
προς τη Θέωση.
Εν κατακλείδι, η Περιτομή του Κυρίου αποτελεί για την
Ορθόδοξη θεολογία θεοφάνεια της συγκαταβάσεως και πράξη αγιασμού της ανθρώπινης
φύσεως, ενταγμένη στην πορεία της θεώσεως και της μεταμορφώσεως του ανθρώπου.
Για τη Δυτική θεολογία, αντιθέτως, λειτουργεί κυρίως ως σημείο υπακοής στον
Νόμο και ως συμβολική απαρχή της θυσιαστικής οικονομίας του Πάθους. Η διάκριση
αυτή δεν είναι δευτερεύουσα, αλλά αποκαλύπτει δύο διαφορετικούς τρόπους
κατανόησης της σωτηρίας: στην Ανατολή ως οντολογική θεραπεία και μετοχή στη ζωή
του Θεού, στη Δύση ως νομική αποκατάσταση της σχέσης ανθρώπου και Θείας
Δικαιοσύνης.
Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου