Κυριακή 27-5-1979
Εἴχαμε ἀναφερθῆ τήν περασμένη φορά εἰς τό θέμα γενικά τῆς αἱρέσεως. Ἀλλά τίθεται τό ἐρώτημα: Τί εἶναι αἵρεσις;
Αἵρεσις εἶναι ἡ λογική ἑρμηνεία τοῦ δόγματος· δηλαδή εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά κατανοήση τό μυστήριον τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν προσπαθῆ ὁ ἄνθρωπος νά τό κατανοήση, θέλει νά τό κατατάξη μέσα εἰς τά λογικά κατηγορήματα· δηλαδή θέλει νά λογικοποιήση κάτι πού εἶναι πέρα ἀπό τήν λογική. Στήν προσπάθειά του ὅμως νά λογικοποιήση, νά κάνη λογικό δηλαδή, ἐκεῖνο τό ὁποῖον δέν μπαίνει μέσα στά στενά ὅρια τῆς λογικῆς, κατ’ ἀνάγκην θά ξεφύγη· κι ἀφοῦ θά ξεφύγη, αὐτό εἶναι αἵρεσις. Ὥστε λοιπόν αἵρεσις πάντοτε εἶναι ἡ λογικοποίησις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀποκαλύψεως· ἐπειδή πάντα, ἐπαναλαμβάνω, ἡ ἀποκάλυψις εἶναι ὑπέρ λόγον, εἶναι πιό πάνω ἀπό τήν λογική.
Ὁ Θεός, ἐπί παραδείγματι, λέγει στόν Ἀβραάμ: «Θά γεννήσης παιδί τώρα πού εἶσαι ἑκατό χρονῶν.». Ἄν ὁ Ἀβραάμ βάλη τήν λογική, θά πῆ: «Πῶς εἶναι δυνατόν αὐτό νά γίνη;». Καί ἀπό τή στιγμή πού θά βάλη τήν λογική, θά λογικοποιήση δηλαδή αὐτό πού τοῦ ἀποκαλύπτεται, ἀμέσως θά τό ἀπορρίψη καί θά πῆ: «Δέν εἶναι δυνατόν · εἶμαι ἑκατό χρονῶν ! ». Ὅταν ὅμως πῆ «Ἐγώ μέν δέν τό καταλαβαίνω· ἀλλά, ἀφοῦ τό λέγει ὁ Θεός, τό πιστεύω ὅπως εἶναι, τό ἀφήνω λοιπόν ὅπως εἶναι.», ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη καί πέρα μένει στήν ὀρθήν πίστιν. Ὅταν λοιπόν τό λογικοποιήση, τότε θά τό ἀπορρίψη ἤ θά τό διαστρέψη, θά τό ἀλλάξη, θά τό τροποποιήση· ἀπό τή στιγμή ἐκείνη εἶναι εἰς τόν χῶρο τῆς αἱρέσεως.
Διάβολος καί ἀνθρώπινος ἐγωϊσμός: οἱ γεννήτορες τῆς αἱρέσεως
Ποιός γεννᾶ τήν αἵρεσι; Δυό πράγματα: ὁ Διάβολος καί ὁ ἐγωϊσμός τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Διάβολος εἶναι ὁ σπορεύς τῶν ζιζανίων τῆς παραβολῆς τῶν ζιζανίων, πού ἐλέγαμε τήν περασμένη φορά. Ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ μέθοδός του, ἡ μέθοδος τῆς νοθείας. Μετά τόν Σταυρόν καί τήν Ἀνάστασιν ὁ Διάβολος πλέον μετέρχεται τήν μέθοδον τῆς νοθείας, δηλαδή τῆς ἀποκλίσεως ἀπό τήν ἀλήθειαν, δηλαδή τήν αἵρεσιν. Ὁ Διάβολος δέν ἀρνεῖται, ἀλλά τροποποιεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ μέθοδός του ἡ συστηματική, πού σέ κάθε ἐποχή θά πάρη λεπτάς ἀποχρώσεις· ὡστόσο ὅμως βασικά πάντα θά μένη ἡ ἰδία μέθοδος, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως μέχρι καί σήμερα. Αὐτή ἡ μέθοδος τῆς νοθείας εἶναι ὁ καρπός αὐτοῦ τοῦ διαβολικοῦ φθόνου καί τῆς διαβολικῆς κακίας.
Ὁ ἀνθρώπινος ἐγωϊσμός ὁμοίως γεννᾶ τήν αἵρεσιν. Καί γεννᾶται ἡ αἵρεσις εἴτε ὑπό τήν μορφήν τῆς ὑπερηφανείας, ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε ὑπό τήν μορφήν τῆς ἐμμονῆς εἰς τόν διεφθαρμένον βίον. Τόσο τήν ὑπερηφάνεια, ὅσο καί τόν διεφθαρμένον βίον, ὁ Διάβολος τά ἐκμεταλλεύεται, τά καθιστᾶ ὄργανα εἰς τά χέρια του, καί ἔτσι, ἔχοντας ὄργανα τούς διεφθαρμένους καί τούς ὑπερηφάνους ἀνθρώπους, διαδίδει μίαν αἵρεσίν του.
Ὁ διεφθαρμένος βίος αἰτία αἱρέσεως
Διά τήν περίπτωσιν τοῦ διεφθαρμένου βίου. Λέγει ὁ Κύριος: «Ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, δηλαδή τοῦ Θεοῦ, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ.»[Ιω.7,17]. «Ἐάν», λέγει, «κάποιος θέλη νά κάνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά τηρήση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά ἀποφύγη τήν ἁμαρτία καί νά τηρήση ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ», τότε –προσέξτε παρακαλῶ νά δῆτε θαυμάσιον κριτήριον πού θέτει ὁ Κύριος, κριτήριον διακρίσεως– «τότε αὐτομάτως θά παραδεχθῆ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἀληθινός». Καί ὅταν δεχθῆ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός, δηλαδή Θεάνθρωπος, τότε βεβαίως δέν κινδυνεύει νά πέση σέ καμμίαν ἀπόκλισιν, σέ καμμίαν αἵρεσιν. Πότε; Ὅταν θά τηρήση ἀπολύτως τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς ὅταν εἶναι ὁ ἁγνός καί ὁ καθαρός ἄνθρωπος.
Δέν ἔχει λόγους ἀποκλίσεως, ἀγαπητοί μου, ὁ ἁγνός καί καθαρός ἄνθρωπος· μόνον ὁ διεφθαρμένος ἄνθρωπος ἔχει λόγους νά τροποποιήση τά δόγματα. Τί θά ἐνδιέφερε, ἐπί παραδείγματι, τόν ἀγαθόν ἄνθρωπον, τόν τηροῦντα τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ, ἐάν ὑπάρχη ἤ δέν ὑπάρχη Κόλασις; Δέν τόν ἐνδιαφέρει· διότι σκέπτεται ὅτι δέν εἶναι ἐργάτης τοῦ σκοταδιοῦ, δέν εἶναι ἐργάτης τῆς γεένης, τῆς Κολάσεως, καί συνεπῶς δέν ἔχει λόγους ν’ ἀρνηθῆ τήν Κόλασι. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά ἀρνηθῆ τήν Κόλασιν; Ὁ διεφθαρμένος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό βλέπετε ὅτι ὁ διεφθαρμένος ἄνθρωπος εἰσάγει αἵρεσιν· καί σοῦ λέγει: «Καί ποιός τά εἶδε αὐτά… καί ποιός τά ξέρει… Δέν βαριέσαι… Μπά ! γιατί; ὁ Θεός πρέπει νά εἶναι πολύ ἀγαθός · τόσο, πού δέν θά πρέπει νά ὑπάρχη Κόλασις.» καί ἄλλα πολλά. Τά βγάζει μέ τό μυαλό του. Ὅλα αὐτά τά ὑπαγορεύει, ὅπως σᾶς εἶπα, ὁ διεφθαρμένος βίος.
Ἡ ὑπερηφάνεια αἰτία αἱρέσεως
Ἀλλά καί διά τήν ὑπερηφάνειαν. Λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρός τόν Τίτον: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος»[Τιτ.3,10-11] . Ὅταν λέγη ὁ Ἀπόστολος στήν ἐπιστολή του πρός τόν Τίτον «Θά πῆς μία φορά, δυό φορές σ’ ἕναν αἱρετικό νά ἀφήση τήν αἵρεσί του. Μήν ἐπιμείνης περισσότερο· αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει διαστραφῆ.», τί ἐννοεῖ; Ποῦ εἶναι τώρα τό θέμα; Εἶναι στήν ψυχήν· εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Καί ὅταν λέγη ὁ ἀπόστολος Παῦλος μία καί δύο φορές, ὄχι παραπάνω, ἐννοεῖ ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια, ἐάν δέν εἶναι ἀθεράπευτον πάθος, τοὐλάχιστον εἶναι δυσθεράπευτον πάθος. Καί ἡ ὑπερηφάνεια τῶν ἀνθρώπων πολλάκις δημιουργεῖ τήν αἵρεσιν· ἡ φιλοδοξία των δηλαδή, τό πῶς οἱ ἄνθρωποι, γιά νά φανοῦν ὅτι διακρίνονται ἀπό τούς ἄλλους, ἐπιζητοῦν μίαν δόξαν, ἔστω καί ἡροστράτειον .
Ξέρετε ποιά εἶναι ἡ «ἡροστράτειος δόξα»; Κάποιος ἄσημος ἄνθρωπος, ὀνόματι Ἡρόστρατος, τήν νύχτα πού ἐγεννᾶτο ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, ἔβαζε φωτιά εἰς τόν ναόν τῆς Ἀρτέμιδος στήν Ἔφεσο, γιατί μέσα του ἐφλέγετο ἀπό τήν ἐπιθυμία νά μείνη τό ὄνομά του στήν Ἱστορία! Καί τότε μάλιστα, ὅταν τόν συνέλαβαν, θέλησαν νά μή γραφῆ τό ὄνομά του πουθενά, γιά νά μήν πραγματοποιηθῆ αὐτό τό ὁποῖον ἐζητοῦσε. Ἀλλά τελικά ἔμεινε τό ὄνομά του εἰς τήν Ἱστορίαν· ἔμεινε ὡς «ἡροστράτειος δόξα» · δηλαδή θέλησε νά δοξασθῆ μέ τό κακόν.
Βλέπετε ὅτι μέσα στόν ἄνθρωπο ὑπάρχει αὐτή ἡ τάσι νά θέλη νά δοξασθῆ, ἡ ὑπερηφάνεια, καί δέν τόν ἐνδιαφέρει ἄν εἰσάγη καί αἵρεσιν! Καί γενικά ὁ ἄνθρωπος ὁ ὑπερήφανος θέλει νά μένη σ’ ἐκεῖνο πού καταλαβαίνει, καί ὄχι σ’ ἐκεῖνο τό ὁποῖον λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ αἵρεσις διακρίνεται σέ τρεῖς τομεῖς
Δυνάμεθα, ἀγαπητοί μου, νά διακρίνωμε ἀκόμη τίς αἱρέσεις, ὄχι μόνο περιοριζόμενοι εἰς τόν τομέα τῆς πίστεως, δηλαδή στόν δογματικό τομέα, ἀλλά καί ἐφ’ ὁλοκλήρου τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι, ἄν θά θέλαμε νά δοῦμε γενικά τήν αἵρεσι, θά μπορούσαμε νά εἰποῦμε ὅτι τήν διακρίνομε σέ τρεῖς μορφές.
Ἡ πρώτη μορφή εἶναι ἡ δογματική· ὅταν δηλαδή ἡ ἀπόκλισις, ἡ αἵρεσις, ἀναφέρεται εἰς τό δόγμα, εἰς τήν ἀποκεκαλυμμένην ἀλήθειαν, ἡ ὁποία εἶναι ὑπέρ νοῦν. Ἀναφέρεται σέ ὅ,τι βεβαίως ὁ Θεός ἀποκαλύπτει· πρωτίστως καί κυρίως ὅμως, κυριώτατα θά ἔλεγα, ἀναφέρεται εἰς τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί εἰς τό δόγμα τό Χριστολογικόν, δηλαδή εἰς ὅ,τι ἀναφέρεται εἰς τόν Χριστόν· ἀλλά καί γενικά σέ κάθε δόγμα πού ἡ Ἁγία Γραφή, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει.
Δεύτερον· εἶναι ὁ τομεύς τῆς ἠθικῆς. Εἰς αὐτόν τόν τομέα ἀνήκουν ἀποκλίσεις ὡς πρός τόν ἠθικόν νόμον τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, λέγη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «οὐ κλέψεις», καί λέγει ὁ ἄνθρωπος στόν ἑαυτόν του, ἀλλά τό λέγει καί ἔξω, «Δούλεψε νά φᾶς καί κλέψε νά ’χης.», αὐτό εἶναι αἵρεσις. Ὅταν λέγη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «οὐ πορνεύσεις», καί λέγουν οἱ ἄνθρωποι «Ὤ, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος νά ζῆ γενετήσια ἐκτός καί ἐντός τοῦ γάμου.», αὐτό εἶναι αἵρεσις. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν δηλαδή γενετησίους σχέσεις πρό τοῦ γάμου εἶναι αἱρετικοί ὡς πρός τόν ἠθικόν τομέα τοῦ Εὐαγγελίου.
Καί τρίτον· εἶναι ὁ κοινωνικός τομεύς. Εἰς αὐτόν τόν τομέα, τόν κοινωνικόν, ἀνήκουν οἱ κοινωνικές ἀντιλήψεις τῶν διαφόρων κοινωνιολογικῶν συστημάτων περί κατανομῆς καί ἀπολαύσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, ἰσχυρίζωνται οἱ ἄνθρωποι καί λέγουν «Ὁ Παράδεισος εἶναι ἐδῶ στή γῆ · δέν ὑπάρχει ἄλλος Παράδεισος. Ἤ, ἐπί τέλους, κι ἄν ὑπάρχη ἄλλος Παράδεισος, δέν μᾶς ἐνδιαφέρει. Ἐδῶ λοιπόν εἶναι ὁ Παράδεισος, μέ τήν ὑλιστική του μορφή· τί θά φᾶς, τί θά πιῆς, τί θά ἀπολαύσης.», αὐτό εἶναι αἵρεσις εἰς τόν κοινωνικόν τομέα.
Μήν ξεχνᾶμε δέ –πολλάκις σᾶς τό ἔχω τονίσει αὐτό ἀναλύοντας τό «Κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιον», πού εἶναι κυρίως τό εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, καί πολλάκις μᾶς ἐδόθη ἡ εὐκαιρία νά τό ἰδοῦμε– ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι πόσις καί βρῶσις[Ρωμ.14,17] , καί ὅτι ὅλα τά κοινωνικά συστήματα κατά κανόνα, ὡς ἐπίγεια συστήματα, δέν ἀποβλέπουν παρά στό πῶς νά βελτιώσουν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων· καί συνεπῶς, εἴτε τό ἀντιλαμβάνονται εἴτε ὄχι, εἴτε συνειδητά εἴτε ἀσυνείδητα, θέλουν νά μεταφέρουν τόν Παράδεισον ἐπί τῆς γῆς.
Καί δέν ἐννοῶ βεβαίως ἐκεῖνο πού λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, «δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς»[Ησ.26,9]. Ἄπαγε! Δέν ἐννοῶ αὐτό. Βεβαίως πρέπει νά ὑπάρχη μιά δικαιοσύνη πάνω στή γῆ, καί νά μήν ὑπάρχη ἐκεῖνο πού λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους, «ὃς μὲν πεινᾷ, ὃς δὲ μεθύει»[Α΄Κορ.11,21], ὁ ἕνας ἀπό ’δῶ πεινάει, κι ὁ ἄλλος ἀπό ’κεῖ μεθάει. Κι ἐκεῖνος πού μεθάει εἶναι γιατί ἔχει ἐπάρκεια τροφίμων, γι’ αὐτό καί μεθᾶ· ἐνῶ ἐτοῦτος ἀπό ’δῶ πεινᾶ, καί ὄχι μόνο δέν ἔχει τήν ἐπάρκεια νά μεθύση, ἀλλά δέν ἔχει κἄν νά χορτάση τό στομάχι του.
Δέν θά ’θελα ποτέ νά πῶ, ἀγαπητοί μου, νά ὑπάρχη αὐτή ἡ ἀνισότης· ὄχι· νά φυλάξη ὁ Θεός! ἀλλά ἡ ἰσότης νά ἀπορρέη ὅμως ἀπό τήν ἀντίληψι πού θά εἶχαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι μεταξύ των εἶναι ἀδελφοί καί εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς ὅμως οἱ ἄνθρωποι τέτοια πράγματα δέν τά καταλαβαίνουν· δημιουργοῦν κοινωνικά συστήματα, τά ἐπιβάλλουν διά τῆς βίας, καί κατά κανόνα τά κοινωνικά αὐτά συστήματα δέν ἀποβλέπουν παρά μόνο στό νά μεταφέρουν τόν Παράδεισον ἐπί τῆς γῆς, καί μάλιστα στήν ὅσο μποροῦν περισσότερο καί περισσότερο ὑλιστική του μορφή.
Ὁμοίως, εἰς τόν τομέα τόν κοινωνικόν, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι μία αἵρεσις –γιατί δέν εἶναι φυσικά μόνον ὅτι ὁ Παράδεισος εἶναι ὑλικός· ἔ;– εἶναι καί οἱ φυλετικές διακρίσεις. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, λέγω ὅτι ὁ λευκός εἶναι ἀνώτερος τοῦ μαύρου, αὐτό δέν εἶναι παρά μία αἵρεσις. Διότι ὅταν λέγη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν ὑπάρχει Ἕλλην καί βάρβαρος καί Σκύθης ἤ μορφωμένος καί ἀμόρφωτος ἤ πολιτισμένος καί ἀπολίτιστος, «ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός»[Κολ.3,11] καί ὅτι ὅλοι ἐξ ἑνός αἵματος ἐπλάσθημεν, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐξ ἑνὸς αἵματος ὁ Θεὸς ἔπλασε πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων»[Πραξ.17,26] , τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Δέν σημαίνουν παρά ὅτι ἐκεῖνος πού λέγει ὅτι ὑπάρχουν διακρίσεις ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, αὐτός εἶναι αἱρετικός ὡς πρός τό Εὐαγγέλιο στόν τομέα τόν κοινωνικό.
Σᾶς τά λέγω λίγο γρήγορα, γιατί κι ἄλλοτε τά εἴχαμε πεῖ αὐτά, καί θέλω νά προχωρήσω σέ ἄλλα πολύ σπουδαιότερα θέματα, σέ ἄλλα σημεῖα.
Τά ὅπλα τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν αἱρέσεων
Εἰς ὅλην αὐτήν τήν κατάστασιν, ἔναντι δηλαδή τῶν αἱρέσεων, ἡ Ἐκκλησία τί μέτρα ἔχει λάβει; Κυρίως ἡ Ἐκκλησία ἀντέταξε, ἀγαπητοί μου, τρία ὅπλα: τό πρῶτον εἶναι τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα, τό δεύτερον εἶναι ὁ Κανών τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τό τρίτον εἶναι ὁ Κανών τῆς Πίστεως ἤ τῆς Ἀληθείας, ἤ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως ὅπως λέγεται.
Μέ τό πρῶτο, τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα, ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ νά ἀποδείξη ἀνά πᾶσα στιγμή τήν ἀκατάπαυστον διαδοχήν τῆς Ἱερωσύνης, λέγοντας ὅτι ὁ σημερινός ἐπίσκοπος εἶναι χειροτονημένος ἀπό τόν προηγούμενον ἐπίσκοπον, ὁ προηγούμενος ἀπό τόν πιό προηγούμενον καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Φθάνομε ἔτσι, μέ καταλόγους πού πάντοτε ἡ Ἐκκλησία διατηροῦσε εἰς τά ἀρχεῖα της, εἰς τόν ἑκασταχοῦ παρόντα ἐπίσκοπον. Κυρίως ἔχουν διασωθῆ τά ἀρχεῖα: Ρώμης, Ἀντιοχείας, Κωνσταντινουπόλεως, Ἱεροσολύμων, Ἀλεξανδρείας, τῶν μεγάλων αὐτῶν Πατριαρχείων. Ἔτσι, μέ τούς καταλόγους αὐτούς, ἀποδεικνύεται ἡ Ἀποστολική διαδοχή.
Ἐπί παραδείγματι, ὅταν φθάσωμε διερευνῶντας τούς καταλόγους εἰς τόν ἅγιον Πολύκαρπον, ἐρωτοῦμε: «Ποιός χειροτόνησε τόν ἅγιον Πολύκαρπον, ἐπίσκοπον Σμύρνης;». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής. Τώρα: «Ποιός ἔστειλε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστή;». Ὁ Κύριος ὁ ἴδιος. Συνεπῶς ἔχομε ἄμεσον κατά διαδοχήν ἐξάρτησιν ἀπό τόν Κύριον. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία λέγεται Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική · διότι ἀντλοῦμε τήν Ἱερωσύνη μας ἀπό τούς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἀντλοῦν τήν Ἱερωσύνη τους ἀπό τόν Κύριο.
Ἐρχόμεθα λοιπόν καί λέμε τώρα εἰς τόν αἱρετικόν, ἐπί παραδείγματι εἰς τόν Χιλιαστήν: «Ποῦ εἶναι ἡ Ἱερωσύνη σας;». Δέν ἔχουν τίποτα. Ἔχουν Ἱερωσύνη;… Αὐτοί λέγουν καί ἰσχυρίζονται ὅτι κρατάει ἡ σκούφια τους ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων… ὅτι αὐτοί κατενόησαν καί κατάλαβαν πολύ καλά τό Εὐαγγέλιο…! Πολύ καλά! Τούς λέμε: «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στάθηκαν οἱ πρόγονοί σας τρόπον τινά, οἱ πνευματικοί σας πρόγονοι μέσα στήν Ἱστορία, γιά νά σᾶς παραδώσουν ἐκεῖνο τό ὁποῖον λέτε ὅτι κατέχετε ὡς ἀληθές; Ποῦ εἶναι; Ἡ ἱστορία σας ἀρχίζει στά 1875. Δέν ἔχετε καμμία διαδοχή. Λοιπόν –ἡ λυδία λίθος: τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα– εἶσθε αἱρετικοί ! Ἄνευ ἄλλης συζητήσεως. Εἶσθε αἱρετικοί ! Ἀπορρίπτεσθε.»
Πηγαίνομε εἰς τό δεύτερο ὅπλον τῆς Ἐκκλησίας· εἶναι ὁ Κανών τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅπως θά ξέρετε, μέ τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ Ἐκκλησία ἐπολέμησε τά λεγόμενα ψευδεπίγραφα ἤ νόθα βιβλία. Ἦταν ἐκεῖνα τά βιβλία –εὐαγγέλια ἤ ἐπιστολές– πού τά ἔγραφαν αἱρετικοί ἄνθρωποι, γιά νά ὑποστηρίξουν αἱρετικάς θέσεις. Ἡ Ἐκκλησία μαζεύει τά δικά της τά βιβλία, τά μαντρώνει, τά στοιχοῖ, τά βάζει τρόπον τινά στήν σειρά, καί δημιουργεῖ τόν λεγόμενον Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης· καί λέγει: «Τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι εἴκοσι ἑπτά· οὔτε ἕνα παραπάνω, οὔτε ἕνα παρακάτω. Ἐάν τώρα ἐσύ μοῦ προσάγης καί μοῦ λέγης ἐπιχειρήματα ἀπό βιβλία τά ὁποῖα εἶναι ἔξω ἀπό τά βιβλία τά εἴκοσι ἑπτά τῆς Καινῆς Διαθήκης, σοῦ λέγω: Αὐτά δέν ἔχουν καμμίαν ἰσχύν. Δέν τά ἀποδέχομαι · εἶναι αἱρετικά.».
Καί τέλος εἶναι τό Σύμβολον τῆς Πίστεως ἤ τό Σύμβολον τῆς Ἀληθείας, ἤ ὁ Κανών τῆς Πίστεως ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται –ἔχει ὅλες αὐτές τίς ὀνομασίες–, πού μέ αὐτό ἡ Ἐκκλησία καθώρισε λεπτομερῶς καί σαφῶς δογματικάς θέσεις καί ἀληθείας.
Ἐπί παραδείγματι, ὅταν προσεβλήθη τό δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, πού προσεβλήθη ἀπό τόν Ἄρειον, ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ καί ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καθώρισε καί εἶπε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. Αὐτό τό εἶπε σέ μιά διατύπωσι: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα…, πού εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα…» καί λοιπά καί λοιπά.
Ἐδῶ βλέπομε ὅτι καθορίζει ἡ Ἐκκλησία μέ σαφήνειαν θέσεις δογματικές, θέσεις ἀληθείας τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού προσεβλήθησαν ἀπό τούς αἱρετικούς. Καί ἔτσι σοῦ λέγει: «Πές τό Σύμβολον τῆς Πίστεως, νά δῶ ἄν εἶσαι αἱρετικός ἤ δέν εἶσαι. Ἐάν δέν πιστεύης ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός, τότε βεβαίως δέν θά πῆς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως.».
Καί, γιά παράδειγμα, σᾶς λέγω· πῆτε σ’ ἕναν Χιλιαστή νά σᾶς πῆ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως. Δέν θά σᾶς τό πῆ, γιατί δέν τό πιστεύει. Δέν πιστεύει δηλαδή ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ὁμοούσιος· πιστεύει ὅτι εἶναι κτίσμα ὁ Χριστός. Ἀμέσως λοιπόν ἔχετε τήν λυδία λίθο.
Γιά νά καταλάβετε, αὐτό τό κριτήριον δέν εἶναι ἄλλο τί παρά ὅ,τι ἀκριβῶς στούς χρυσοχόους μία πέτρα πού λέγεται λυδία λίθος. Ὅταν τοῦ πᾶτε ἐσεῖς τοῦ χρυσοχόου ἕνα χρυσοῦν κόσμημα νά τοῦ τό πωλήσετε καί τοῦ λέτε ὅτι εἶναι εἴκοσι τεσσάρων καρατίων, δέν πείθεται ἐκεῖνος ἄν εἶναι εἴκοσι τεσσάρων ἤ εἴκοσι ἤ δεκαοκτώ· δέν πείθεται· παίρνει τό κόσμημά σας, τό τρίβει ἐπάνω σ’ αὐτή τήν πέτρα, βάζει ἕνα ὀξύ καί βλέπει: σκούριασε; σκοτείνιασε; ἤ ὄχι; Ἐάν σκοτείνιασε, κι ἀπό τόν βαθμόν σκοτεινιάσματος, κρίνει πόσο χαλκόν ἔχει μέσα ἤ μπροῦντζο, πόσο κασσίτερο ἤ δέν ξέρω τί ἄλλο μπορεῖ νά ἔχη· καί σοῦ λέγει: «Δέν εἶναι εἴκοσι τεσσάρων καρατίων · εἶναι τόσο.». Ἔ, λοιπόν, ἡ λυδία λίθος γιά νά κρίνωμε αὐτά πού λέγουν οἱ αἱρετικοί εἶναι τό Σύμβολον τῆς Πίστεως.
Φυσικά τό Σύμβολον τῆς Πίστεως, ὅπως εἶναι τό γνωστό μας τό τῆς Νικαίας –αὐτό εἶναι τό παραδεδομένον· ἔχομε καί κάποια ἄλλα, ἀρχαιότερα, ἀλλά αὐτό μᾶς εἶναι παραδεδομένον–, ἔχει δώδεκα θέσεις. Φυσικά δέν περιέχει ὅλας τάς δογματικάς θέσεις τοῦ Εὐαγγελίου· ὄχι· ἀλλά μόνον ἐκεῖνες τίς θέσεις πού προσεβλήθησαν μέσα εἰς τούς αἰῶνας ἀπό τούς αἱρετικούς. Καί εἶναι βεβαίως οἱ κυριώτερες θέσεις: ὅπως εἶναι τό δόγμα περί Θεοῦ, περί Ἁγίας Τριάδος· εἰδικώτερα περί Υἱοῦ, περί Ἁγίου Πνεύματος, περί Πατρός· μετά περί τοῦ Θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ἐννοεῖται περί τοῦ ἔργου τῆς Σωτηρίας, περί τοῦ Θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ· ἐν συνεχείᾳ περί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, περί Ἐκκλησίας καί περί αἰωνίου ζωῆς. Ἐν γενικῷ διαγράμματι κλείει ὁλόκληρο τό περιεχόμενον τῆς Πίστεως.
Μέ αὐτά τά τρία, τά ὁποῖα εἶναι ὅπλα πανάρχαια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία πολεμᾶ τούς αἱρετικούς.
Ἡ ἐπάρκεια τῶν ὅπλων τῆς Ἐκκλησίας
Ἀλλά διερωτᾶται κανείς: Σήμερα, στήν ἐποχή μας, τά ὅπλα αὐτά τῆς Ἐκκλησίας ἰσχύουν διά νά ἀντιμετωπιστοῦν οἱ αἱρέσεις;
Ὅταν λέμε νά ἀντιμετωπισθοῦν, ὄχι νά μή γίνουν οἱ ἄνθρωποι αἱρετικοί, ἀλλά νά τούς ἀποδείξωμε ὅτι αὐτό πού δέχονται εἶναι αἵρεσις. «Δέν μπορεῖς νά μοῦ λές, κύριε Χιλιαστά, ὅτι εἶσαι Ὀρ θόδοξος. Δέν μπορεῖς νά μοῦ λές, κύριε Προτεστάντα, ὅτι εἶσαι Ὀρ θόδοξος. Μπορεῖς νά εἶσαι ὅ,τι θές νά εἶσαι, μπορεῖς νά κάνης ὅ,τι θές νά κάνης, ἕτερον ἑκάτερον · δέν δύνασαι ὅμως νά λές ὅτι εἶσαι Ὀρ θόδοξος καί νά προσεταιρίζεσαι τήν Ἐκκλησίαν.» Αὐτό ἐννοῶ ὅταν λέω μέ τά ὅπλα πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία · νά ἀποδεικνύη στά παιδιά της ὅτι ἐκείνη, ἡ ἄλλη διδασκαλία, εἶναι ἑτεροδιδασκαλία, εἶναι ἀλλοτριοδιδασκαλία. Δέν εἶναι δική της· εἶναι ξένη. Ἀντελήφθητε; Μ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν. Ὄχι βεβαίως νά πᾶμε νά τούς πιάσουμε καί νά τούς ποῦμε «Ἐλᾶτε ἐδῶ· τί κάνετε ἐκεῖ;». Ὄχι μ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν· γιατί ὁ καθένας δύναται νά πιστεύη καί νά λέη καί νά κάνη ὅ,τι θέλει.
Ἀλλά σήμερα ὅμως ἡ Ἐκκλησία, μέ τά τρία αὐτά πού ἀντιτάσσει, δύναται πράγματι νά χαρακτηρίση τούς αἱρετικούς;
Τά ὅπλα αὐτά ἰσχύουν, ἀγαπητοί μου, καί θά ἰσχύουν πάντοτε· ὅμως δέν εἶναι πολύ ἐπαρκῆ, καί θά σᾶς ἐξηγήσω γιατί.
Κατ’ ἀρχάς εἰς τόν Χιλιασμόν· δυνάμεθα νά ἀντιτάξωμε, ὅπως σᾶς εἶπα, τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα καί τόν Κανόνα τῆς Ἀληθείας. Θά τούς ποῦμε: «Ποῦ εἶναι ἡ Ἀποστολική σας διαδοχή; Ἔχετε;». Δέν ἔχουν. «Πές μας τό Σύμβολον τῆς Πίστεως» θά ποῦμε σ’ ἕναν Χιλιαστή. Δέν θά μᾶς τό πῆ. Ἀλλά ὁ Κανών τῆς Καινῆς Διαθήκης ἤδη διά τούς Χιλιαστάς, ὅπως δυστυχῶς καί γιά ὅλους τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι ἀποδεκτός· δηλαδή ὁ Χιλιαστής ἔχει τά εἴκοσι ἑπτά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Δέν ἔχει ἐκεῖνα τά πολλά ἄλλα βιβλία πού εἶχαν κάποτε αἱρετικοί, ὅπως ἦσαν οἱ Γνωστικοί, ἔξω ἀπό τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅλοι σήμερα οἱ αἱρετικοί ἔχουν τά εἴκοσι ἑπτά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης· καί ἔτσι, τρόπον τινά, σάν νά ἀχρηστεύεται τό ὅπλον αὐτό τῆς Ἐκκλησίας, σάν νά ἀκινητοποιῆται. Ἀλλά κάνουν κάτι ἄλλο· δέχονται μέν τόν Κανόνα, νοθεύουν ὅμως τό περιεχόμενο τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης· τά ἑρμηνεύουν διαφοροτρόπως. Θά τό δοῦμε στήν συνέχεια.
Σέ ὁμάδες Προτεσταντικές οἱ ὁποῖες εἶναι Τριαδικές, πού πιστεύουν δηλαδή στό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος –διότι ἔχομε καί Ἀντιτριαδικάς ὁμάδας Προτεσταντικάς! θά τό ἰδοῦμε κι αὐτό ἀργότερα–, ἐκεῖ μποροῦμε νά ἀντιτάξωμε τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα.
Θά μᾶς τό πῆ ὁ Προτεστάντης τό Σύμβολον τῆς Πίστεως· δέν θά δυσκολευτῆ. Θά μᾶς τό πῆ· ἄν καί δέχονται καί αὐτοί κατά κάποιον τρόπο τό φιλιόκβε (Filioque), πού ἔχουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, τό «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» –αὐτό εἶναι τό φιλιόκβε. Θά μᾶς πῆ ὅμως τό Σύμβολον τῆς Πίστεως· δέν θά δυσκολευθῆ. Ἔχει καί τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί τά εἴκοσι ἑπτά βιβλία. Ἀλλά τόν ἐλέγχουμε –ποῦ;– στό θέμα τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οἱ Προτεστάνται δέν δέχονται τήν Ἱερωσύνη· δέν ἔχουν Ἀποστολική διαδοχή. Δηλαδή δέν εἶναι ἀπαραίτητο κάποιος ὅπως δήποτε καί τά τρία νά μήν ἔχη· ἔστω καί ἕνα νά μήν ἔχη ἀπό τά τρία, χαρακτηρίζεται αἱρετικός.
.............................................................
Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογῆ.
Κυριακή, 27-5-1979
ΠΗΓΕΣ:
· http://arnion.gr/index.php/keimena-p-thanasiou/peri-airesevn/126-milia-2a-protestantismos

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου