"... Ὁμολογῶ ὅτι παραμένω ἀμετακίνητος ἐντὸς τῶν ἀσφαλῶν τειχῶν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς ταῦτα καθώρισαν καὶ διαχρονικῶς ᾠκοδόμησαν οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔχων πλήρη τὴν ἐπίγνωσιν ὅτι τὸ σχίσμα συνιστᾷ μέγιστον κακὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, τὸ ὁποῖον οὔτε αἷμα μαρτυρίου τοῦ ἀποσχισθέντος ἢ τοῦ παρασύραντος ἄλλους εἰς σχίσμα δύναται νὰ θεραπεύσῃ.
Ὡσαύτως, ἔχω πλήρη ἐπίγνωσιν ὅτι, συμφώνως πρός τε τὸ πνεῦμα τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος, λαβόντος κῦρος οἰκουμενικὸν, πρός τε τὸν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας ἐν Κωνσταντινουπόλει ἁγίας Συνόδου (σωτηρίου ἔτους 861) ἐπὶ τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Φωτίου, ὁ ὁποῖος ἔχει μὲν ἐνταχθῇ εἰς τὸ corpus canonum τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, συνοψίζει δὲ τὰ τῶν προηγουμένων Κανόνων 13ου καὶ 14ου,
«Τὰ ὁρισθέντα περὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέροι τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγία, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσοι, τοῦτον ὥρισεν ή ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ἐσφράγισταί τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι' αἵρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
Ἔχω ἐπίγνωσιν ὅτι ὁ κανὼν οὗτος δίδει μὲν τὸ δικαίωμα εἰς κληρικὸν ἢ ἐπίσκοπον (τὸ ὁποῖον καὶ ὁρίζει ὡς ἀποτείχισιν ἐπαινουμένην), ἵνα παύῃ τὸ μνημόσυνον τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοῦ ἀρχῆς (οὐχὶ ὅμως καὶ νὰ μνημονεύῃ ἑτέρου ἐπισκόπου ἢ ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς), ἐφ᾿ ὅσον ὅμως ὁ οἰκεῖος ἐπίσκοπος κηρύττῃ δημοσίᾳ καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας αἵρεσιν κατεγνωσμένην ὑπὸ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἡ ἄσκησις τοῦ δικαιώματος τούτου πρὸ τῆς συνοδικῆς διαγνώσεως περὶ ἐπισκόπου κηρύττοντος αἵρεσιν προϋποθέτει διάκρισιν καὶ θεῖον φωτισμόν. Καθ' ὅσον, ἐὰν τοῦτο γένηται ὑπὸ ἀκρίτου ζηλωτισμού, καὶ χωρὶς νὰ ὑφίστανται αἱ ὑπὸ τῶν ὡς ἄνω ἱερῶν Κανόνων προβλεπόμεναι προϋποθέσεις, εἶναι δυνατὸν νὰ ὁδηγήσῃ εἰς σχίσμα, τὸ ὁποῖον, ὅσον εὔκολα δημιουργεῖται, τόσον καὶ δύσκολα καταπαύεται.
Καθιστῶ γνωστὸν λοιπὸν ὅτι οὐδέποτε ἐξήτασα καθ' ἑαυτὸν τὸ ἐνδεχόμενον διακοπής μνημονεύσεως, καὶ διὰ τοῦτο καὶ συνελειτούργουν μέχρι τώρα μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου, ὅσον καὶ τοὺς λοιποὺς Συνοδικοὺς Ἀρχιερεῖς, πάντοτε δὲ ἐμνημόνευον τὸ ὄνομα τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου εἰς τὰς ἱερὰς Ἀκολουθίας καὶ Θείας Λειτουργίας, τὰς ὁποίας ἐτέλουν. Περαιτέρω, οὐδέποτε συνεκάλυψα όποιονδήποτε ἀποτειχισθέντα, οὐδὲ παρώτρυνα κληρικὸν ἢ λαϊκὸν νὰ ἐφαρμόσει ἀποτείχισιν.
Ὁμολογῷ, ὅτι καταδικάζω ἐκκλησιαστικῶς καὶ ἀνεξαιρέτως ὡς σχισματικούς, κατὰ τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς Κανόνας, ὅσους προσχήματι τῆς ἀποτειχίσεως, πνεύματι φιλαρχίας κυριευθέντας καί «προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τοῦ οἰκείου προϊσταμένου» ἤτοι «διὰ ἐκκλησιαστικά ζητήματα ἰάσιμα», κατὰ τὸν θεοφάντορα Μέγα Βασίλειον, ἀποσχίζονται τῆς κοινῆς πάντων ἡμῶν τροφοῦ καὶ σώτειρας Ὀρθοδόξου κατ' ἀνατολὰς Ἁγίας Ἐκκλησίας. Ἐξ ἴσου καταδικάζω πάντας τοὺς τῇ Ἐκκλησίᾳ συνοδικῶς ἢ καθ' ὁμοφωνίαν τῶν θείων Πατέρων ἀναθεματιζομένους διὰ τῶν αἰώνων αἱρετικούς· «αἱρετικὸς δέ ἐστι καὶ τοῖς κατὰ τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται νόμοις ὁ μικρὸν γοῦν ἐκκλίνων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», κατὰ τὴν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν ἀποτυπωθεῖσαν εἰς τὸν τοῦ Φωτίου Νομοκάνονα.
Ὁμολογῶ δὲ ὅτι θὰ πείθωμαι προθύμως, συνῳδὰ τῇ καθοδηγήσει καὶ ταῖς προβλέψεσι τῶν θεοπνεύστων Δογμάτων καὶ Κανόνων τῆς Καθολικῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
Ἐπισφραγίζων πάντα τὰ ἀνωτέρω καὶ ἐνυπογράφως, διατελῶ
Μετὰ τῆς ἐν Χριστῷ φιλαδελφίας καὶ σεβασμοῦ
+ ὁ (πρ.) Πάφου Τυχικός
ΠΗΓΗ.OrthodoxiaNewsAgency, 22/6/2025 (πρόσβαση 22/6/2025)
---------------------------
Σχόλια από άρθρο του Ε.Μοσχοβίτη.
Η Αποτείχιση είναι
ένα από τα μέτρα που συνιστούν Πατέρες και Ιεροί Κανόνες ως αντίδραση στην
αιρετική οικουμενιστική λαίλαπα, που συνεχώς επεκτείνεται και ναρκώνει τα
ορθόδοξα αντανακλαστικά.
Με βάση την πρακτική της Εκκλησίας και την διδασκαλία των
Πατέρων, η παραπάνω άποψη του επισκόπου δεν
ευσταθεί, ιδίως μάλιστα σε καιρό εκδηλούμενης αιρέσεως, όπως σήμερα είναι ο
Οικουμενισμός. Τότε όλοι οι πιστοί, χωρίς διακρίσεις ιερωμένων και λαϊκών, φωτισμένων
και μη φωτισμένων (άλλωστε όλοι οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί ονομάζονται άγιοι),
και με όλα τα διαθέσιμα μέσα και μέτρα που η ορθόδοξη Παράδοση μας έχει
οπλίσει, πολεμάμε την αίρεση. Γιατί, αλήθεια, να διαχωρίζουμε τα μέσα της
Εκκλησίας εναντίον της αιρέσεως για φωτισμένους και διακριτικούς και για μη φωτισμένους και διακριτικούς ;
Χρειάζεται μεγάλη προσοχή, να μη προσθέτουμε στους Ι.
Κανόνες λόγια και προϋποθέσεις που οι ίδιοι δεν περιλαμβάνουν ή αντίθετα να
αφαιρούμε άλλα.
Θεωρείται η Αποτείχιση ως αφετηρία σχίσματος και
εκφράζεται η άποψη ότι δεν είναι τώρα ο «σωστός» χρόνος. Τέτοια, όμως,
προβληματική δεν συναντούμε στους Αγίους Πατέρες. Το αρχικό βήμα, είναι η
εξέταση με μεγάλη προσοχή, αν υπάρχει αίρεση. Αν πράγματι υπάρχει αίρεση, τότε,
οι Πατέρες είναι απόλυτοι ως προς το χρόνο πραγματώσεως της Αποτείχισης: αφού
εμφανισθεί, κηρυχθεί και διαπιστωθεί η αιρετική διδασκαλία και, παρά τον έλεγχο
και την προσπάθεια να αποστούν από τις αιρετικές διδασκαλίες ή πρακτικές οι καινοτομούντες
Επίσκοποι, αυτοί επιμένουν και αυξάνουν τις αιρετικές διδασκαλίες και
πρακτικές, αμέσως οι πιστοί πρέπει να απομακρύνονται από τους αιρετίζοντες,
χωρίς σχεδιασμούς επί χάρτου, υπολογισμούς και χρονοδιαγράμματα.
Βέβαια, το άριστο θα ήταν, μπροστάρηδες στον αγώνα αυτό
να είναι οι Επίσκοποι, οι ιερείς, οι μοναχοί. Όταν όμως αυτοί, λόγω συνθηκών,
διστάζουν, αναβάλλουν, φοβούνται, τότε ο πιστός, ίνα σώσει την εαυτού ψυχή
(ακολουθών τις συμβουλές των Αγίων) απομακρύνεται από τους αιρετίζοντες, και
δεν αποκλείεται με τη στάση του αυτή, να βοηθήσει και κάποιους άλλους να
προβληματιστούν, αφήνοντας τη συνέχεια στα χέρια του Θεού.
Αν ομιλούμε, λοιπόν, περί του «σωστού χρόνου» της
αποτείχισης τούτο μπορεί να νοηθεί ως
εξής:
α) εκδηλώνεται αμέσως μόλις γίνει φανερή η αιρετική
καινοτομία∙
β) μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο οι
Πατέρες κάνουν προσπάθεια να πεισθεί ο αιρετίζων ότι, όσα κηρύττει, αποτελούν
καινοτομίες («οικονομία»), αυτός όμως επιμένει∙
γ) ο χρόνος μέσα στον οποίο ο καθένας προσωπικά θα
συνειδητοποιήσει το αυτονόητο: την κρυπτόμενη αίρεση και θα αντιδράσει
Πατερικά. Και οι άγιοι, νομίζω, δεν είναι απόλυτοι σε τέτοια θέματα
συνειδήσεως, όσον αφορά τους άλλους, αφού γνωρίζουν την αγνωσία, την ανθρώπινη
αδυναμία και σέβονται την ελευθερία του κάθε ανθρώπου. Γι’ αυτό, διατυπώνουν
την ορθόδοξη διδασκαλία, μας παραδειγματίζουν με τις πράξεις τους, εφαρμόζοντες
αυτοί πρώτοι όσα διδάσκουν και αφήνουν περιθώρια ελευθερίας στους πιστούς ως
προς τον χρόνο.
Άρα ο «σωστός» χρόνος, μόνο υπ’ αυτήν την έννοια μπορεί
ορθόδοξα να ειδωθεί….
Όταν καποιος χαρακτηρίζει την διακοπή μνημοσύνου και την
αποτείχιση ακόμα και δαιμονική ενέργεια, δεν βλασφημούνται δι’ αυτών των
εκφράσεων οι Ιεροί Κανόνες που επιτρέπουν την Αποτείχιση και αφήνουν την
ευχέρεια σ’ αυτόν που την επιχειρεί, αρκεί να αποδείξει ότι υπάρχει
συγκεκριμένη αίρεση;
…Προχωρούμε, λοιπόν, με δισταγμούς και φόβο και δέος. Και
αφού δεν είμαστε Άγιοι και δεν έχουμε, ως εκ τούτου πληροφορία από το Θεό
(άραγε και οι άγιοι δεν θεωρούσαν επισφαλή αυτή μια «πληροφορία» από μόνη της,
χωρίς να στηρίζεται στην συμφωνία των ήδη Αγίων Πατέρων;), κάνουμε κάτι πιο
σίγουρο: μελετήσαμε τους Αγίους Πατέρες και τους Ιερούς Κανόνες και με συνοχή
καρδίας προσπαθούμε να εφαρμόσουμε–υπακούσουμε σε αυτούς, που από κοινού, σαν
ένας άνθρωπος μας συμβουλεύουν: καμία επικοινωνία με την αίρεση. Κανένας
Πατέρας δεν μας είπε: όταν κηρύσσεται αίρεση, εσείς δεν θα διακόπτετε το
μνημόσυνο, παρά θα ακολουθείτε τους ηγέτες σας, ή τους πνευματικούς και τους
επισκόπους σας, διότι τάχα «αυτοί γαρ αγρυπνούσι υπέρ των ψυχών ημών» κι αυτοί
θα δώσουν λόγο για σας. Αντίθετα, μας είπαν να απομακρυνόμαστε από τους
αιρετικούς, να μην υπακούουμε σε θεολόγους και Πατέρες ανεξέλεγκτα, όταν
πρόκειται για θέματα αιρέσεως, αλλά να εξετάζουμε «την αναστροφή» των σύγχρονων
Πατέρων μας, να ελέγχουμε αν κοινωνούν με αιρετικούς, αν αντί ποιμένες, είναι
ψευδοποιμένες και, αν διαπιστώσουμε την Ορθοδοξία τους, τότε μόνο να τους
ακολουθούμε….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου