Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

“ΝΑΤΟΣ, ΝΑΤΟΣ Ο ΦΑΡΙΣΑΙΟΣ. ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ, ΝΑΤΟΣ”. ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ 1944, ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ, ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΤΕ ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ Π. AYΓOYΣTINO ΚΑΝΤΙΩΤΗ. ΤΟ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΖΩΝΤΑΝΑ & ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΟΖΑΝΙΤΗΣ Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ. ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΟ ΣΤΑ ΚΟΖΑΝΙΤΙΚΑ, ΟΠΩΣ ΤΟ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ: “ΝΑΤΟΥΣ, ΝΑΤΟΥΣ ΟΥ ΦΑΡ’ΣΑΙΟΣ. ΤΟΥΝ ΓΛΕΠΟΥ, ΙΑΤΟΥΣ”. ΙΓΩ ΘΑΡΡ’ΣΑ ΓΙΑ Τ’ ΜΕΝΑ ΙΛ’ΓΙΝ, ΚΙ ΣΚΙΑΧΤ᾿ΚΑ.


Τοῦ Τελώνου Και Φαρισαίου
Κήρυγμα τῆς Κατοχῆς στην Κοζάνη τοῦ 1944
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

(Ὰπό το βιβλίο «Μια Ζωντανη Ιστορία
ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη» Νο 2, σελ. 15-17, Κοζανη 2006

Νατος, νατος ο φαρισαιος!


  • Ἕνας γέροντας Κοζανίτης, ὁ Νικόλαος Ἀραμπατζῆς, ποὺ ἡ μνήμη του τὸν ἐγκαταλείπει καὶ δὲν θυμᾶται, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, «τί ἔφαγε χθές», θυμᾶται ὅμως πολὺ παραστατικὰ τὰ κηρύγματα ποὺ ἔκανε ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος τὴν Κατοχὴ στὴν Κοζάνη. Τὰ καταγράφουμε κοζανίτικα, ὅπως μας τὰ διηγήθηκε ὁ ἴδιος, καὶ δίπλα παραθέτουμε τὴν μεταγραφή.
«Δὲν θ᾿μᾶμι ντίπ’ κάν τίπουτας. Ἀστουχῶ τί ἔφαγα χτές. Τ᾿ λέου ᾿ν κυρά μ᾿ κι μ’ ἀπαντᾷ· “Ἀστουχνᾷς. Μούγκι τ’ Αὐγουστίνου τὰ λόϊα θ᾿μᾶσι”.
Θὰ σὶ πῶ δυὸ κηρύγματα τ᾿ Αὐγουστίνου, ποὺ σὰν νὰ τ’ ἄκ᾿σα ὑπιτώρια.

Στοὺν Ἅϊ – Δημήτρ’, ἰτότις, ἔβγαλιν λόγουν οὑ Αὐγουστίνους γιὰ τοὺν τιλών’ κι τοὺν φαρ’σαίου. Μᾶς μίλ’σιν γιὰ τοὺν τανστάρα τοὺν φαρ᾿σαίου, ποὺ ᾿πῃνιοῦνταν, γιατ’ νόμ’ζιν ὅτι ἔφκιανιν καλουσύνεις.
Μᾶς εἶπιν καὶ γιὰ τοὺν ταπ’νὸν τοὺν τιλώνην. Κι μιτὰ ἀρχίν’σιν νὰ δείχν’ κάποιους σ᾿ν ἰκκλησιὰ κι νὰ λέη δ’νατά·
―“Νάτους, νάτους οὑ φαρ’σαῖος. Τοὺν γλέπου, ἰάτους”. Ἰγὼ θάρρ’σα γιὰ τ’ μένα ἴλ’γιν, κὶ σκιάχτ᾿κα. Κι ἄλλοι θαρροῦσαν ὅτι γιὰ τ’ ᾿κείνους ἴλ᾿γιν. Κοιτιούμ’σταν οὗλοι, νὰ δοῦμι γιὰ ποιόν τὰ ἴλ’γιν.



  • «Δὲν θυμᾶμαι τίποτα, τίποτα ἀπολύτως. Ξεχνῶ τί ἔφαγα χτές. Τὸ λέω στὴν γυναῖκα μου καὶ μοῦ ἀπαντᾷ· “Ξεχνᾷς. Μόνο τοῦ Αὐγουστίνου τὰ λόγια θυμᾶσαι”.
    Θὰ σοῦ πῶ δύο κηρύγματα τοῦ Αὐγουστίνου, ποὺ σὰν νὰ τ’ ἄκουσα πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα.
    Στὸν Ἅγιο Δημήτριο, ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἔβγαλε λόγο ὁ Αὐγουστῖνος γιὰ τὸν τελώνη καὶ τὸν φαρισαῖο. Μᾶς μίλησε, γιὰ τὸν πολὺ ὑπερήφανο φαρισαῖο, ποὺ καυχόταν, γιατὶ νόμιζε ὅτι ἔκανε καλωσύνες. Μᾶς εἶπε καὶ γιὰ τὸν ταπεινὸ τὸν τελώνη. Καὶ μετὰ ἄρχισε νὰ δείχνῃ κάποιους στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ λέῃ δυνατά·
    ―“Νάτος, νάτος ὁ φαρισαῖος. Τὸν βλέπω, νάτος”. Ἐγὼ νόμιζα γιὰ μένα τὰ ἔλεγε καὶ τρόμαξα. Κι ἄλλοι νόμιζαν ὅτι γι’ αὐτοὺς τὰ ἔλεγε. Κοιτιόμασταν ὅλοι, νὰ δοῦμε γιὰ ποιούς τὰ ἔλεγε.
Κι ὕστ’ρα εἶπιν·
―“Νά, ἰκεῖ τσιουπίσ᾿ ἀπ’ ν’ κουλώνα τοὺν γλέπου τοὺν τ’λώνη· ταπ’νὸν κ᾿ ἥσ’χουν ν’ ἀναστ’νάζ᾿”. Γύρ’σαμι οὗλοι τσιουπίσ’ κι ἀραδούσαμι νὰ δοῦμι, ποιός εἶνι οὑ τ’λώνης τσιουπίσ᾿’ ἀπ’ ν’ κ’λώνα.
Μιὰν ἄλλη μέρα στοὺν Ἁϊ -Ν’κόλα, μ’λοῦσιν οὑ Αὐγουστίνους. Οὑ κόσμους ἦταν σκ’νί ἀπ’ κάτ’. Ἔφτανιν μέχρι τ᾿ν πλατέα.
Ἔβαλαν δυὸ μ’γάφ’να, ἕνα στ᾿ν οὐβρὼ τ’ς ἠκκλησίας κ᾿ ἕνα σ᾿ν πλατέα, γιὰ ν’ ἀκοῦν οὗλοι. Κι ἰτότις εἶχνιν οὑ Ἁϊ – Ν’κόλας μηγάφ’να. Κὶ οὑ Αὐγουστῖνος ἴλ᾿γιν·

Ἀγάπα τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου

  •  Καὶ ὕστερα εἶπε·
    ―“Νά, ἐκεῖ πίσω ἀπὸ τὴν κολώνα τὸν βλέπω τὸν τελώνη· ταπεινὸ καὶ ἥσυχο, ν’ ἀναστενάζῃ”. Γυρίσαμε ὅλοι πίσω καὶ ψάχναμε νὰ δοῦμε, ποιός εἶνε ὁ τελώνης πίσω ἀπὸ τὴν κολώνα.
  • Μιὰ ἄλλη μέρα στὸν Ἅγιο Νικόλαο μιλοῦσε ὁ Αὐγουστῖνος. Ὁ κόσμος ἦταν σκοινί (=πάρα πολύς) ἀπὸ κάτω. Ἔφτανε μέχρι τὴν πλατεῖα. Ἔβαλαν δύο μεγάφωνα, ἕνα στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησίας καὶ ἕνα στὴν πλατεῖα, γιὰ ν’ ἀκοῦνε ὅλοι. Καὶ τότε εἶχε ὁ Ἅγιος Νικόλαος μεγάφωνα. Καὶ ὁ Αὐγουστῖνος ἔλεγε· Ἀγάπα τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου

Καλὰ τὰ ἴλ᾿γιν.
Νὰ σὶ πῶ κάτι; Οὑ Αὐγουστῖνος τάφκιανιν κεῖνα π’ ἴλ’γιν, γι’ αὐτὸ τ’ καταλάβ’νισκάμι. Αὐτὸς ἀγαποῦσιν ὄχι ἴσα μ’ τ᾿ν ἡαυτὸ ἡμᾶς, ἀλλὰ παραπάν’. Αὐτὸς ἦταν “π’τσὶ κ’ κόκκαλου”, κόντιβιν νὰ π’θάν᾿, ἀπ’ τ᾿ν πεῖνα καὶ δὲν ἔτρουγιν τίπουτας, κὰν τίπουτας ἀπ’ τ’ φαϊά π’ ἔδ’νιν τ᾿ς πτουχούς.
Φώναζ’ κι κατ’γουροῦσιν τ᾿ς μαυραγουρῖτις π’ μᾶς ἴπ’ναν τ’ γαἷμα. Κατ’γουροῦσιν κι τ᾿ς πλούσιους, π’ μούγκι γιὰ τ᾿ν ἑαυτό τ᾿ς τηροῦσαν κ’ γιὰ καγκάναν ἄλλουν.

  • Καλὰ τὰ ἔλεγε. Νὰ σοῦ πῶ κάτι; Ὁ Αὐγουστῖνος τὰ ἔκανε ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγε, γι’ αὐτὸ τὸν καταλαβαίναμε. Αὐτὸς ἀγαποῦσε ἐμᾶς ὄχι ἴσια μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ παραπάνω. Αὐτὸς ἦταν “πετσὶ καὶ κόκκαλο”, κόντευε νὰ πεθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ δὲν ἔτρωγε τίποτα, τίποτα ἀπολύτως ἀπὸ τὰ φαγητὰ ποὺ ἔδινε στοὺς πτωχούς.
    Φώναζε καὶ κατηγοροῦσε τοὺς μαυραγορῖτες, ποὺ μᾶς ἔπιναν τὸ αἷμα. Κατηγοροῦσε καὶ τοὺς πλούσιους, ποὺ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους κοιτοῦσαν καὶ γιὰ κανέναν ἄλλον.
Ἠμᾶς τ᾿ς πτουχοὺς μᾶς ἀγαποῦσιν παρ᾿πάν, ἀλλ’ μᾶς μάλουσκιν κιόλας, ὅντας ἔφκιανάμι ἄλλα πράματα·
―“Ν’ μὴ ἀδ’κοῦμι”, μᾶς ἴλ᾿γιν, “νὰ μὴ π’λαμίζ’μι τοῦ Ηὐαγγέλιου, νὰ μὴ ψιδ’μαρτ’ροῦμι, νὰ μὴ φ’νεύμι”. Κι ἄλλα τέτοια θειουτ᾿κὰ λόϊα μᾶς ἴλ’γιν. Κι ἡμεῖς πιαλνούσαμι τσιουπίσ’. Σ’ ὅποιαν ἠκκλησιὰ πάϊνιν οὑ Αὐγουστίνους γιὰ νὰ μ’λήσῃ, ἠκεῖ πάϊναμι κι ἡμεῖς γιὰ νὰ τ᾿ν ἀκούσ’μι. Στ᾿ν Ἅϊ – Ν’κόλα, στ᾿ν Ἅϊ – Δ’μήτρη, στ’ν Ἅϊ – ᾿Νάργυροι, στ᾿ν Ἅϊ – Κουσταντίνου, ἀκόμα κι στ’ γκαρὰζ Τέγου.
Ἰά, κόσμους πάϊνιν! Μιὰ φ’ρὰ ἔκανιν ἕνα φόβιο κήρυγμα· ὅταν τ’ ἀδουκιοῦμι, ἀκόμα τ’ φουβοῦμι. Δὲν στ’ λέου ὅμ’ς τώρα, θὰ σ’ τ’ πῶ ἄλλ’ φ’ρά.
Περασάμι καλὰ μὴ τ᾿ν Αὐγουστίνου κι δὲν τ’ν ἀστουχνάμι. Ἔκανιν αὐτὸς καλουσύνεις, μᾶς ἔβανι κι μᾶς νὰ τ᾿ν ἀκ’λουθᾶμι. Σὺ σένα μούγκι τ᾿ λέω, γιατὶ χάνιτι τ᾿ ηὐ’ργέτ’μα· παϊνάμι μὶ τὰ κάρρα ὅπ’ μᾶς ἤλ’γιν οὑ Αὐγουστίνους καὶ τὰ φόρτ’νουσκάμι τρουφίματα κι ξύλα γιὰ τ᾿ν “Ἱστία”, γιὰ τ᾿ς πτ’χούς».

  • ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Νο2Ἐμᾶς τοὺς πτωχοὺς μᾶς ἀγαποῦσε περισσότερο, ἀλλὰ μᾶς μάλωνε κιόλας, ὅταν κάναμε ἄλλα (κακὰ) πράγματα.
    ―“Νὰ μὴ ἀδικοῦμε”, μᾶς ἔλεγε, “νὰ μὴν ἁπλώνουμε τὴν παλάμη (= ὁρκιζώμαστε) στὸ Εὐαγγέλιο (δηλαδή, νὰ μὴ ψευδορκοῦμε στὰ δικαστήρια), νὰ μὴ ψευδομαρτυροῦμε, νὰ μὴ φονεύουμε”. Κι ἄλλα τέτοια θεϊκὰ λόγια μᾶς ἔλεγε. Κ’ ἐμεῖς τρέχαμε ἀπὸ πίσω. Σὲ ὅποια ἐκκλησία πήγαινε ὁ Αὐγουστῖνος γιὰ νὰ μιλήσῃ, ἐκεῖ πηγαίναμε κ’ ἐμεῖς γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουμε. Στὸν Ἅγιο Νικόλαο, στὸν Ἅγιο Δημήτριο, στοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους, στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, ἀκόμα καὶ στὸ γκαρὰζ τοῦ Τέγου(*).
    Νά, κόσμος πήγαινε!(**). Μιὰ φορὰ ἔκανε ἕνα φοβερὸ κήρυγμα· ὅταν τὸ θυμᾶμαι, ἀκόμα τὸ φοβᾶμαι. Δὲν σοῦ τὸ λέω ὅμως τώρα, θὰ σοῦ τὸ πῶ ἄλλη φορά(***).
    Περάσαμε καλὰ μὲ τὸν Αὐγουστῖνο καὶ δὲν τὸν ξεχνᾶμε. Ἔκανε αὐτὸς καλωσύνες, μᾶς ἔβαζε κ᾿ ἐμᾶς νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε. Σ’ ἐσένα μόνο τὸ λέω, γιατὶ χάνεται τὸ εὐεργέτημα· πηγαίναμε μὲ τὰ κάρρα ὅπου μᾶς ἔλεγε ὁ Αὐγουστῖνος καὶ τὰ φορτώναμε τρόφιμα καὶ ξύλα γιὰ τὴν “Ἑστία”, γιὰ τοὺς φτωχούς».
―――――――――――
(*) Στὸ γκαρὰζ τοῦ Τέγου ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔκανε τὰ μεγάλα συσσίτια τῶν πτωχῶν, ποὺ ἔφτασαν τὴν Κατοχὴ μέχρι καὶ τὰ 8.500 πιάτα ἡμερησίως.
(**) Μὲ τὴ χαρακτηριστική κίνησι τῶν δακτύλων τοῦ χεριοῦ του, γιὰ νὰ δείξῃ τὸ πλῆθος.
(***) Τὸ κήρυγμα ἦταν ἐπάνω στὰ «τέσσαρα χρώματα» τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἐκδόθηκε καὶ βιβλίο τὸ 1955 μὲ τὸν ἴδιο τίτλο ἀπὸ τὸν π. Αὐγουστῖνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου