Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019


«Κατά την των θεοφόρων Πατέρων διδασκαλίαν, ουδέν περισσότερον έχομεν λέγειν»
(Αγ. Θεόδωρος Στουδίτης – Επιστολή 165)

Αναμφίβολα, στην Ορθοδοξία υπάρχουν τα σημεία, με βάση τα οποία γίνεται ο απαρασάλευτος διαχωρισμός των τρόπων «σκέπτεσθαι» ανάμεσα σε Ορθοδοξία και Οικουμενισμό (αίρεση).
Γράφει ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης:
«Επί δε ταις παρά του Ξενοδόχου προτάσεσι, τι ότι παρ’ ημών επεζήτησας έτι διασάφησιν, εγκεκριμένως αποκριθείς αυτώ κατά την των θεοφόρων Πατέρων διδασκαλίαν, ουδέν περισσότερον έχομεν λέγειν των σων αντιπαραστάσεων» δηλ. «όσο για τις ερωτήσεις του ξενοδόχου, γιατί ζήτησες από μένα  περισσότερη διασάφηση; Αφού απάντησες σ’ αυτόν με τρόπο εγκεκριμένον από τη διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων, εγώ δεν έχω να πω τίποτε περισσότερο από τις δικές σου απαντήσεις» (Αγ. Θεόδωρος προς Γρηγορίω τέκνο – επιστολή 165).
Υπάρχει ένα μόνιμο Πατερικό, Ορθόδοξο υπόστρωμα, που αποτελεί τη βάση – εγγύηση της μελέτης των εκκλησιαστικών πραγμάτων, την οποία βάση χρησιμοποιεί πάντοτε, ως αξίωση ισχύος, ο αγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης. Πάντοτε τις θέσεις του τις αξιολογεί – προσδιορίζει με ένα έντονα φορτισμένο (έσχατο) οντολογικό έρεισμα, που είναι η Αγιογραφική – Πατερική διδασκαλία.
Το φορτισμένο αυτό Πατερικό Δέον, το χρησιμοποιεί ο άγιος Θεόδωρος για την διαμόρφωση (διδασκαλία) του φρονήματος των πιστών.
Σήμερα, οι πιστοί αποφασίζουν και προσανατολίζονται (εκκλησιολογικά) χωρίς την Πατερική ταυτότητα, σε προσωπικό – φιλοσοφικό επίπεδο ή οργανωμένοι στο «Γεροντικό» μέτωπο. Το παρατηρούμε αυτό στις σημερινές «οικονομίες» Πανεπιστημιακών κληρικών – θεολόγων, στα σχόλια «Ορθοδόξων», στις πρακτικές των Ι. Μονών και στην νέο-εκκλησιαστική συμπεριφορά του Αγίου Όρους.


Γράφει ο αγ. Θεόδωρος Στουδίτης προς την ηγουμένη Ειρήνη (Επιστολή 203). «Ουτίπου ημείς, ω αμμάς, νυν μεν τούτο λέγομεν, αύριον δε έτερον, αλλ’ ο αυτός λόγος εν ημίν εστίν αεί. Τι τούτο; Τον αλόντα πρεσβύτερον τη κοινωνία των αιρετικών, ει γε μάλιστα και υπογραφή, μη εξ είναι ιερουργείν, εως καιρού ορθοδόξου συνόδου, εφ’ ή τα τοιαύτα και θεωρηθήσεται και διακριθήσεται, ή μόνον το κατά περίστασιν βαπτίζειν, εκκομίζειν νεκρόν, διδόναι σχήμα μοναχώ, αγιάζειν των Θεοφανείων το ύδωρ, ευαγγελίζεσθαι κατ’ όρθρον και μεταδιδόναι των αγιασμάτων ήδη θεουργηθέντων υπό σεσωσμένου πρεσβυτέρου. Και ταύτα, ως είπον, εξ ανάγκης. Επεί, ευρισκομένου του μη εμπαρέντος τη κοινωνία ιερέως, ουδέ τα προειρημένα πράσσειν εξόν».
Μετάφραση: «Εγώ βέβαια, μητέρα, δεν λέγω τώρα αυτό, και αύριο άλλα, αλλά ο λόγος μου είναι ίδιος πάντα. Και ποια είναι η γνώμη μου γι’ αυτό; Ότι ο πρεσβύτερος που κατελήφθη να κοινωνεί με αιρετικούς και μάλιστα και με υπογραφή, να μη μπορεί να ιερουργεί, μέχρι να συνέλθει ορθόδοξη σύνοδος, στην οποία τα θέματα αυτά θα εξετασθούν και θα ξεκαθαριστούν, εκτός μόνο να βαπτίζει σε περίπτωση ανάγκης, να κηδεύει νεκρόν, να δίνει μοναχικό σχήμα, να αγιάζει το νερό τα Θεοφάνεια, να διαβάζει το Ευαγγέλιο τον όρθρον και να μεταδίδει τη Θεία Ευχαριστία που έχει τελεσθεί από «σεσωσμένο πρεσβύτερο». Και αυτά, όπως είπα, σε περίπτωση ανάγκης. Γιατί, εάν δεν παρευρίσκεται ο ιερέας που δεν παρασύρθηκε σε κοινωνία με αιρετικούς, ούτε αυτά που προαναφέρθηκαν επιτρέπεται να τα τελεί».
Επίσης ο αγ. Θεόδωρος γράφει στην επιστολή (152) προς Θεοδώρω μονάζοντι: «Ει δε εδάχθην, ου δια την υπόμνησιν, αλλά δια την εκάστου αίρεσιν, εξ ης τέμνηται το σώμα του Χριστού εις μυρίας δόξας διαιρούμενον» δηλ. «εάν όμως πληγώθηκα, δεν είναι για την υπενθύμιση, αλλά για την αίρεση του καθενός, από την οποία το σώμα του Χριστού έχει κομματιαστεί διαιρούμενο σε μύριες δοξασίες». Η παναίρεση του Οικουμενισμού, η επιρροή του Γεροντισμού, οι κακόδοξες οικονομίες και η εκούσια άγνοια των πιστών, έχουν διαμορφώσει στους πιστούς το διανοητικό σύμπαν τους, που αποτελείται από «την εκάστου αίρεσιν», σύμφωνα με τον άγιο Θεόδωρο.
Ας μην ξεγελιόμαστε: αυτή η απόσταση από τους Πατέρες, εκ των προτέρων εστιασμένη στο λόγο – νου, δεν είναι παρά σχήμα αιρέσεως, σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Θεοδωρου.
Εξαιρετικά σημαντικές οι διευκρινήσεις του αγίου για τις πνευματικές επιπτώσεις της κοινωνίας της αιρέσεως στους πιστούς, στους κληρικούς και στους μοναχούς και λαϊκούς.
Ο άγιος Θεόδωρος ελέγχει τις «ιδιωτικές» θεολογίες, την «Ορθοδοξία» του καθενός, που υπάρχουν και σήμερα στο Εκκλησιαστικό σώμα, ως πρώτη ύλη στην εδραίωση της αιρέσεως.
Η απόκρυψη – άγνοια των εκκλησιολογικών επιπτώσεων της αιρέσεως, μειώνει την πνευματικότητα, αφαιρεί σταδιακά τη Θεία Χάρι και δημιουργεί κακόδοξες «οικονομίες».
Με απόλυτη κατηγορηματικότητα, ο άγιος επισημαίνει:
«Εν κεφαλαίω δε ειπείν, τον ή υπογραφή ή κοινωνία αιρετική αλόντα ιερέα ή απλώς διάκονον, είργεσθαι παντάπασι της ιερουργίας, αλλά γαρ και της κοινωνίας». Με απλά λόγια: «Και για να μιλήσω συνοπτικά, ο ιερέας που με υπογραφή ή με κοινωνία με τους αιρετικούς νικήθηκε, ή ο διάκονος, να εμποδίζεται τελείως από την ιερουργία, αλλά και από την κοινωνία». Είναι λάθος, πιστεύω, οι ποικίλες θεολογικές αντι-οικουμενιστικές οπτικές, χωρίς αναφορά στην επίπτωση της αιρέσεως επί της θείας λατρείας. Αυτή η αποσύνδεση εφησυχάζει τις συνειδήσεις και οδηγεί τον πιστό στην εξής διάστροφη μορφή:
«Αυτή η οικουμενιστική αλλοίωση των εκκλησιαστικών ηγετών αντανακλά στη σωτηρία τους αρνητικά. Εγώ διατηρώ την κοινωνία με τον Θεό, έστω και αν ο πνευματικός μου και οι ενορίες κοινωνούν με την αίρεση».
Δυστυχώς, στις μέρες μας, αναφύεται και τονίζεται αυτή η οικουμενιστική θρησκευτικότητα – ουδετερότητα, που δημιουργεί τις αναρίθμητες στρεβλώσεις της εκκλησιαστικής συνείδησης. Αυτές οι «ιδιωτικές» θεολογίες είναι καταστροφικές, ως κλήρος της αποστασίας.
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου