Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018






Ἡ Παναγία γιὰ τὶς δύο μεγάλες ἀρετές της, τὴν παρθενία καὶ τὴν ταπείνωσι, ἀξιώθηκε νὰ γίνῃ ἡ «καθέδρα» τοῦ «Βασιλέως» (Ἀκάθ. ὕμν. Α4), τὸ «δοχεῖον» καὶ «σκεῦος» ποὺ δέχθηκε μέσα του τὸ «μύρον τὸ ἀκένωτον» (ἔ.ἀ. καν. α΄1, θ΄3), τὸν Κύριον ἡ­μῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ποὺ εὐωδίασε τὰ πάντα.
Ὅση ὅμως ἦταν ἡ τιμὴ ποὺ ἀξιώθη­­κε, τόση ἦταν καὶ ἡ εὐθύνη ποὺ ἐ­πωμίσθηκε καὶ ὁ πόνος ποὺ δοκίμασε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε τὸ Θεῖο Βρέφος, ἐκείνη δὲν γνώρισε ἀ­νά­­παυσι· ἂν κάθε μάνα ἄξια τῆς ἀποστολῆς της στερῆ­ται ἀνέσεις καὶ διασκεδάσεις καὶ κάνῃ θυσίες γιὰ νὰ μείνῃ προσηλωμένη στὴν ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ της, πόσο μᾶλλον ἡ Παναγία!


Καμμιά μάνα δὲν ὑπέφερε μαζὶ μὲ τὸ παιδί της ὅσο αὐτή. Γέννησε μέσα σ᾽ ἕνα σπήλαιο, σ᾽ ἕνα ἀχυ­ρῶ­να. Δὲν πέρασαν πολλὲς μέρες κι ὁ Ἡρῴδης ἀκόνισε τὸ μα­χαίρι του νὰ σφά­ξῃ τὸν Υἱό της. Νύχτα ἀ­ναγκάστηκε νὰ πάρῃ στὴν ἀγ­καλιὰ τὸν Νεογέννητο καὶ μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰω­σὴφ κατέφυγε στὴν Αἴγυπτο (ὅ­σες μανάδες ἦρθαν πρόσφυγες ἀπ᾽ τὴ Μικρὰ Ἀσία μὲ μωρὰ στὴν ἀγκαλιὰ γιὰ ν᾽ ἀποφύγουν τὸν Κεμάλ, τὸ νέο Ἡρῴδη τῆς φυλῆς μας, μποροῦν κά­πως νὰ αἰσθανθοῦν τὸν πόνο τῆς Παν­­αγί­ας). Ὅταν γύρισαν ἀπ᾽ τὴν Αἴγυπτο, ὁ μικρὸς Ἰησοῦς δὲν πῆγε στὸ σχολεῖο· ἐργαζόταν ὡς ξυ­λουργὸς καί, κα­θὼς μεγάλωνε, ἡ Παναγία τὸν ἔβλεπε σὰν ἀστέρι ποὺ ἀνατέλλει· γιὰ τὴ μάνα δὲν ὑπάρχει ὡραιότερο ἀπ᾽ τὸ νὰ βλέ­πῃ τὸ παιδί της ν᾽ ἀνθίζῃ στὴν ἄνοιξι τῆς ζωῆς.
Μεγάλωνε ὁ Ἰησοῦς, κ᾽ ἡ Παναγία τὸν πρόσεχε. Ἀλλ᾽ ὅπως οἱ ἡμέρες δὲν εἶνε ὅλες ἡ­λι­όλουστες, ἔτσι καὶ στὴ ζωὴ τῆς Θεομήτορος ἦρθαν πάλι σύννεφα καὶ καταιγίδες. Ὁ Ἰησοῦς μεγάλωσε, βγῆκε στὸ δημόσιο βίο καὶ ἄρχισε τὸ κήρυγμα· ἀλλ᾽ ἐνῷ οἱ μικροὶ καὶ ταπεινοὶ τὸν ἄκουγαν, οἱ μεγάλοι, ἡ πολιτικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἡγεσία, τάχθηκαν ἐναντίον του.
Τὸ τέλος εἶνε γνωστό. Ὁ Χριστός μας συν­­ελήφθη σὰν ὁ τελευταῖος κακοῦργος, δέθηκε, ὡδηγήθηκε στὸ συνέδριο τῶν ἀρ­χιερέων, στὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου καὶ στὴν αὐλὴ τοῦ Ἡ­ρῴδη, καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνα­το. Ὅταν ἡ Παναγία εἶδε τὸν ἀχάριστο ὄχλο νὰ φωνάζῃ γιὰ τὸ παιδί της «Σταύρωσον σταύ­ρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21. Ἰω. 19,6) κι ἄκουσε τὴν καταδίκη του, τότε ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ Συμεών, ποὺ εἶπε ὅτι «ῥομφαία» θὰ διαπερά­σῃ τὴν ψυχή της (Λουκ. 2,35). Γιατὶ ὅταν πονάῃ τὸ παιδί, διπλᾶ καὶ τριπλᾶ πονάει ἡ μάνα· καὶ μόνο μανάδες ποὺ εἶδαν τὰ παιδιά τους σὲ χρόνια ἀπαίσια νὰ τὰ σφάζουν μπροστά τους οἱ κακοῦργοι, αὐτὲς μποροῦν νὰ νιώσουν τὸν πό­νο τῆς Παρθένου ὅταν εἶδε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὸν Μονογε­νῆ της. Ὅπως ἡ ἀγελάδα βγάζει μυκηθμὸ πόνου βλέποντας νὰ παίρνουν τὸ μοσχάρι της γιὰ σφαγή, ἔτσι ἡ Παρθενομήτωρ πόνεσε στὸ Γολ­γοθᾶ τὴ Μεγάλη Παρα­σκευή. Δὲν τὸν ἐγκατέ­λειψε· ἔμεινε ἐκεῖ, κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυ­ρό, καὶ εἶ­δε τὸ αἷμα νὰ ῥέῃ ἀπὸ τὰ ἄχραντα μέλη του.
Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ξέχασε αὐτὴν ποὺ τοῦ δά­νεισε σάρκα καὶ τὸν θήλασε μὲ τὸ γάλα της. Πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ καὶ μέσα στὸ μαρτύριό του, καθὼς δὲν μποροῦ­σε νὰ κινήσῃ τὰ μέλη του, ἔδειξε μὲ τὸ βλέμμα στὴ Μητέρα του τὸν Ἰωάννη καὶ εἶπε «Ἴδε ὁ υἱός σου», καὶ στὸν Ἰωάννη ἔδειξε τὴ Μητέρα του καὶ εἶπε «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. 19,26-27). Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ μαθητὴς πῆρε τὴν Παναγία στὸ μικρό του σπίτι καὶ τὴν φρόντισε σὰν μάνα του.

Ἐδῶ σταματοῦν οἱ μαρτυρίες τοῦ κειμένου τῶν Γραφῶν· δὲν ἔχουμε ἄλλες ἁγιογραφι­κὲς πληροφορίες. Γιὰ τὸ τέλος τῆς Παναγίας μα­θαί­νουμε ἀπὸ τὴν ἱερὰ παράδοσι. Οἱ ὀρθόδοξοι, ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς χιλιαστὰς καὶ τοὺς δι­αμαρτυρομένους, δεχόμεθα τὴν ἱερὰ παρά­δοσι ἐξ ἴσου μὲ τὴ Γραφή, κατὰ τὴν προτροπὴ «Κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» (Β΄ Θεσ. 2,15). Ἀπὸ ἀρ­χαι­­ότατες λοιπὸν παραδόσεις διασῴζονται τὰ ἑξ­ῆς γιὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς Θεοτόκου.
Μετὰ τὴν Ἀνάληψι καὶ τὴν Πεντηκοστὴ ἐκείνη ζοῦ­σε μὲ τὸν πόθο νὰ φύγῃ ἀπ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ἡ ὥ­ρα λοιπὸν ἦρθε. Κι ὅπως ἄλλοτε «ἄγ­γε­λος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰ­πεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ χαῖρε» (Ἀκάθ. ὕμν. Α), ἔτσι τώρα ὁ ἴ­διος ἄγγελος (ὁ Γαβριήλ) κατέβηκε καὶ τὴν εἰ­δο­ποί­ησε, ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες ἀναχωρεῖ. Οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ Θεοῦ συχνὰ προαισθάνονται τὸ τέλος τους· πόσῳ μᾶλλον ἡ Παναγία! Δὲν στενοχωρή­θηκε· χάρηκε, ὅπως χαίρεται μιὰ μάνα ποὺ ὁ γυιός της ἀπὸ τὴν Αὐστραλία ἢ τὸν Καναδᾶ τῆς τηλεγραφεῖ «Μάνα, ἔλα κον­τά μου». Τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ μηναῖο λέει, περιληπτικά, περίπου τὰ ἑξῆς.
Ἀνέβηκε στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν νὰ προσ­ευ­χηθῇ καὶ τὰ δέντρα κατὰ θαυμαστὸ τρόπο λύγι­ζαν καὶ τὴν προσκυνοῦσαν. Ὅταν γύρισε ἄναψε φῶτα, εὐχαρίστησε τὸ Θεό, καὶ κάλεσε τοὺς συγ­γενεῖς καὶ γείτονες. Σκούπισε ὅ­λο τὸ σπιτάκι της, ἑτοίμασε τὸ κρεβάτι της καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ταφή. Ἀνακοίνωσε σὲ ὅλους τὸ μήνυμα ποὺ ἔλαβε καὶ τοὺς ἔδειξε ἕνα κλα­δὶ ἀπὸ φοίνικα ποὺ τῆς ἔδωσε ὁ ἄγγελος. Ὅλοι ἄρχισαν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θρη­νοῦν, ἀλλὰ ἐκείνη τοὺς παρηγόρησε. Σὲ δύο γνωστές της φτω­­χὲς χῆρες ἄφησε τοὺς δύο χιτῶνες της.
Ἐνῷ τακτοποιοῦσε αὐτά, ἀκούστηκε ἦχος βροντῆς καὶ φάνηκαν σύννεφα, ποὺ μετέφεραν γύρω της ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς τοὺς ἁ­γίους ἀποστόλους. Μαζί τους ἦρθαν οἱ ἱεράρ­χες Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ Ἱερόθεος, καὶ τέλος οἱ ἀπόστολοι Τιμόθεος καὶ Παῦλος. Στὴ θλῖψι καὶ τοὺς θρήνους ὅλων ἡ Παναγία εἶπε· Μή, ἀγαπητοὶ μαθηταὶ τοῦ Υἱοῦ μου, μὴ μετατρέψετε τὴ χαρά μου σὲ πένθος, ἀλλὰ κηδεύσατέ με ὅπως θὰ εἶμαι. Κατόπιν ξάπλω­σε στὸ κρεβάτι της, ἔδωσε στὸ σῶμα της τὴ θέσι καὶ τὴ στάσι ποὺ ἤθελε, προσευχήθηκε γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου, εὐ­λόγησε ὅλους, καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ.
Μὲ λαμπάδες καὶ ὕμνους οἱ ἀπόστολοι σήκωσαν τὸ κρεβάτι της καὶ μετέφεραν τὸ θεοδόχο σῶμα της στὸ μνῆμα, ἐνῷ ἀκούγονταν καὶ ἀγγελικὲς ὑμνῳδίες ποὺ γέμιζαν τὸν ἀέρα. Τότε ὅμως οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἔ­βαλαν κάποιους ἀπὸ τὸν ὄχλο νὰ ἀνατρέψουν τὸ φέρετρο. Ἀλλὰ ἡ θεία δικαιοσύνη τοὺς τύφλωσε καὶ ἔκοψε τὰ χέρια ἑνὸς ὁ ὁποῖος τόλμησε νὰ τ᾽ ἁπλώσῃ καὶ ν᾽ ἀγγίξῃ τὸ κρεβάτι· ἔμειναν ἐκεῖ κρεμασμένα. Ὅταν ὅμως αὐτοὶ πίστεψαν καὶ μετανόησαν, θεραπεύθηκαν ὅ­λοι. Ἔτσι ἡ πομπὴ ἔφθασε στὴ Γεθσημανῆ, ἀ­­πέθεσαν τὸ σῶμα στὸν τάφο, καὶ ἔμειναν ἐ­κεῖ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες, ἐνῷ ἀκούγονταν ἀκατά­παυστα οἱ ἀγγελικὲς φωνές.
Κατὰ θεία οἰκονομία ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους (ὁ Θωμᾶς) δὲν πρόλαβε νὰ παρευρε­θῇ στὴν κηδεία. Ὅταν ἔφθασε τὴν τρίτη ἡμέρα, ἀποφάσισαν ὅλοι νὰ ἀνοίξουν πρὸς χάριν του τὸν τάφο. Ἀνοίγοντας ὅμως εἶδαν ἔκπληκτοι ὅτι ὁ τάφος ἦταν κενός· τὸ σῶμα ἔλειπε, εἶχε μετατεθῆ· μόνο τὸ σεντόνι εἶχε μείνει ἐ­κεῖ, ποὺ τὸ κράτησαν ὡς ἀψευδὲς τεκμήριο τῆς μεταθέσεως τοῦ σκηνώματος.

* * *

Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ ἱστορικὸ τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Θὰ τονίσω δύο πράγματα.
Τὸ ἕνα εἶνε, ὅτι στὸν κόσμο αὐτὸν ὅλοι ὑ­ποφέρουν· καὶ ἀπ᾽ αὐτὸ δὲν ἐξαιρεῖ­ται οὔτε ἡ Θεοτόκος. Μανάδες φτωχές, χῆρες, πονεμένες κ᾽ ἐγκαταλελειμμένες, παρηγορηθῆτε! Κοι­ταχτῆτε στὸν καθρέφτη· καὶ καθρέφτης γιὰ κάθε γυναῖκα εἶνε ἡ Παναγία. Κοιτάξτε τὴν Παν­αγία μας! Ὅπως ἔζησε ἐκείνη, ἔτσι νὰ ζῆτε κ᾽ ἐ­σεῖς· μὲ ἐγκαρτέρησι, πίστι καὶ ὑπομονή.
Τὸ δεύτερο. Εἴδατε τί ἔπαθε ὁ Ἑβραῖος ποὺ ἀσέβησε; Ἀδελφοί μου, ὅταν σκέπτωμαι τὶς ἁμαρτί­ες μας, μοῦ ᾽ρχεται νὰ κλά­ψω, νὰ βγάλω τὰ ἄμ­φια, νὰ πάω σ᾽ ἕνα σπήλαιο, στὸ μοναστή­ρι μου ποὺ ἤμουν μικρὸ παιδί, καὶ νὰ καθή­σω ἐκεῖ μ᾽ ἕνα κομ­ποσχοίνι. Γιατὶ ὅλα τ᾽ ἁ­­μαρτήματα εἶνε φοβερά, ἀλλὰ τὸ φοβερώτε­ρο εἶνε ἡ βλασφημία τῶν θείων· κ᾽ ἐμεῖς σ᾽ αὐ­τὸ ἔχουμε ρεκόρ, ἐνῷ καὶ Τοῦρκοι ἀκόμα σέβονται τὴν Παναγία (λένε ὅτι τὴ δεκαετία τοῦ ᾽60, ὅταν ἀρρώστησε ὁ πρόεδρος τῆς Τουρκί­ας, ἡ γυναί­κα του πῆγε μὲ τὰ πόδια ξυπόλητη στὸ Μπαλουκλί, στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, νὰ παρακαλέσῃ γιὰ τὸν ἄντρα της).
Φταῖμε ὅλοι, ὄχι μόνο αὐτοὶ ποὺ βλαστημοῦν, γιατὶ δὲν ἀγανακτοῦμε καὶ δὲν ἀντιδροῦ­με. Πέ­φτω στὰ πόδια σας καὶ σᾶς παρακαλῶ, ἂν θέλετε νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Ἂν συνεχισθῇ ἡ βλασφημία, θὰ γίνῃ σεισμὸς μεγά­λος. Ἂς φοβηθοῦμε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ! ἔρχονται πολλὲς δυστυχίες στὸ ἔθνος μας. Σᾶς παρακαλῶ νὰ γίνουμε ὅλοι φρουροὶ τῆς τι­μῆς τῆς Παναγίας. Καμμιά γλῶσσα νὰ μὴ τὴν βλαστημᾷ· ὅλες οἱ γλῶσσες νὰ γίνουν μιὰ κιθάρα, ποὺ θὰ τὴν ὑμνῇ εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν ἱ. μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλαδορράχης – Φλωρίνης τὴν Τρίτη 15-8-1967

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου