Ἡ Παναγία γιὰ τὶς δύο μεγάλες ἀρετές της, τὴν παρθενία καὶ τὴν ταπείνωσι, ἀξιώθηκε νὰ γίνῃ ἡ «καθέδρα» τοῦ «Βασιλέως» (Ἀκάθ. ὕμν. Α4), τὸ «δοχεῖον» καὶ «σκεῦος» ποὺ δέχθηκε μέσα του τὸ «μύρον τὸ ἀκένωτον» (ἔ.ἀ. καν. α΄1, θ΄3), τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ποὺ εὐωδίασε τὰ πάντα.
Ὅση ὅμως ἦταν ἡ τιμὴ ποὺ ἀξιώθηκε, τόση ἦταν καὶ ἡ εὐθύνη ποὺ ἐπωμίσθηκε καὶ ὁ πόνος ποὺ δοκίμασε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε τὸ Θεῖο Βρέφος, ἐκείνη δὲν γνώρισε ἀνάπαυσι· ἂν κάθε μάνα ἄξια τῆς ἀποστολῆς της στερῆται ἀνέσεις καὶ διασκεδάσεις καὶ κάνῃ θυσίες γιὰ νὰ μείνῃ προσηλωμένη στὴν ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ της, πόσο μᾶλλον ἡ Παναγία!
Καμμιά μάνα δὲν ὑπέφερε μαζὶ μὲ τὸ παιδί της ὅσο αὐτή. Γέννησε μέσα σ᾽ ἕνα σπήλαιο, σ᾽ ἕνα ἀχυρῶνα. Δὲν πέρασαν πολλὲς μέρες κι ὁ Ἡρῴδης ἀκόνισε τὸ μαχαίρι του νὰ σφάξῃ τὸν Υἱό της. Νύχτα ἀναγκάστηκε νὰ πάρῃ στὴν ἀγκαλιὰ τὸν Νεογέννητο καὶ μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ κατέφυγε στὴν Αἴγυπτο (ὅσες μανάδες ἦρθαν πρόσφυγες ἀπ᾽ τὴ Μικρὰ Ἀσία μὲ μωρὰ στὴν ἀγκαλιὰ γιὰ ν᾽ ἀποφύγουν τὸν Κεμάλ, τὸ νέο Ἡρῴδη τῆς φυλῆς μας, μποροῦν κάπως νὰ αἰσθανθοῦν τὸν πόνο τῆς Παναγίας). Ὅταν γύρισαν ἀπ᾽ τὴν Αἴγυπτο, ὁ μικρὸς Ἰησοῦς δὲν πῆγε στὸ σχολεῖο· ἐργαζόταν ὡς ξυλουργὸς καί, καθὼς μεγάλωνε, ἡ Παναγία τὸν ἔβλεπε σὰν ἀστέρι ποὺ ἀνατέλλει· γιὰ τὴ μάνα δὲν ὑπάρχει ὡραιότερο ἀπ᾽ τὸ νὰ βλέπῃ τὸ παιδί της ν᾽ ἀνθίζῃ στὴν ἄνοιξι τῆς ζωῆς.
Μεγάλωνε ὁ Ἰησοῦς, κ᾽ ἡ Παναγία τὸν πρόσεχε. Ἀλλ᾽ ὅπως οἱ ἡμέρες δὲν εἶνε ὅλες ἡλιόλουστες, ἔτσι καὶ στὴ ζωὴ τῆς Θεομήτορος ἦρθαν πάλι σύννεφα καὶ καταιγίδες. Ὁ Ἰησοῦς μεγάλωσε, βγῆκε στὸ δημόσιο βίο καὶ ἄρχισε τὸ κήρυγμα· ἀλλ᾽ ἐνῷ οἱ μικροὶ καὶ ταπεινοὶ τὸν ἄκουγαν, οἱ μεγάλοι, ἡ πολιτικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἡγεσία, τάχθηκαν ἐναντίον του.
Τὸ τέλος εἶνε γνωστό. Ὁ Χριστός μας συνελήφθη σὰν ὁ τελευταῖος κακοῦργος, δέθηκε, ὡδηγήθηκε στὸ συνέδριο τῶν ἀρχιερέων, στὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου καὶ στὴν αὐλὴ τοῦ Ἡρῴδη, καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ὅταν ἡ Παναγία εἶδε τὸν ἀχάριστο ὄχλο νὰ φωνάζῃ γιὰ τὸ παιδί της «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21. Ἰω. 19,6) κι ἄκουσε τὴν καταδίκη του, τότε ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ Συμεών, ποὺ εἶπε ὅτι «ῥομφαία» θὰ διαπεράσῃ τὴν ψυχή της (Λουκ. 2,35). Γιατὶ ὅταν πονάῃ τὸ παιδί, διπλᾶ καὶ τριπλᾶ πονάει ἡ μάνα· καὶ μόνο μανάδες ποὺ εἶδαν τὰ παιδιά τους σὲ χρόνια ἀπαίσια νὰ τὰ σφάζουν μπροστά τους οἱ κακοῦργοι, αὐτὲς μποροῦν νὰ νιώσουν τὸν πόνο τῆς Παρθένου ὅταν εἶδε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὸν Μονογενῆ της. Ὅπως ἡ ἀγελάδα βγάζει μυκηθμὸ πόνου βλέποντας νὰ παίρνουν τὸ μοσχάρι της γιὰ σφαγή, ἔτσι ἡ Παρθενομήτωρ πόνεσε στὸ Γολγοθᾶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Δὲν τὸν ἐγκατέλειψε· ἔμεινε ἐκεῖ, κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυρό, καὶ εἶδε τὸ αἷμα νὰ ῥέῃ ἀπὸ τὰ ἄχραντα μέλη του.
Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ξέχασε αὐτὴν ποὺ τοῦ δάνεισε σάρκα καὶ τὸν θήλασε μὲ τὸ γάλα της. Πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ καὶ μέσα στὸ μαρτύριό του, καθὼς δὲν μποροῦσε νὰ κινήσῃ τὰ μέλη του, ἔδειξε μὲ τὸ βλέμμα στὴ Μητέρα του τὸν Ἰωάννη καὶ εἶπε «Ἴδε ὁ υἱός σου», καὶ στὸν Ἰωάννη ἔδειξε τὴ Μητέρα του καὶ εἶπε «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. 19,26-27). Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ μαθητὴς πῆρε τὴν Παναγία στὸ μικρό του σπίτι καὶ τὴν φρόντισε σὰν μάνα του.
Ὅση ὅμως ἦταν ἡ τιμὴ ποὺ ἀξιώθηκε, τόση ἦταν καὶ ἡ εὐθύνη ποὺ ἐπωμίσθηκε καὶ ὁ πόνος ποὺ δοκίμασε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε τὸ Θεῖο Βρέφος, ἐκείνη δὲν γνώρισε ἀνάπαυσι· ἂν κάθε μάνα ἄξια τῆς ἀποστολῆς της στερῆται ἀνέσεις καὶ διασκεδάσεις καὶ κάνῃ θυσίες γιὰ νὰ μείνῃ προσηλωμένη στὴν ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ της, πόσο μᾶλλον ἡ Παναγία!
Καμμιά μάνα δὲν ὑπέφερε μαζὶ μὲ τὸ παιδί της ὅσο αὐτή. Γέννησε μέσα σ᾽ ἕνα σπήλαιο, σ᾽ ἕνα ἀχυρῶνα. Δὲν πέρασαν πολλὲς μέρες κι ὁ Ἡρῴδης ἀκόνισε τὸ μαχαίρι του νὰ σφάξῃ τὸν Υἱό της. Νύχτα ἀναγκάστηκε νὰ πάρῃ στὴν ἀγκαλιὰ τὸν Νεογέννητο καὶ μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ κατέφυγε στὴν Αἴγυπτο (ὅσες μανάδες ἦρθαν πρόσφυγες ἀπ᾽ τὴ Μικρὰ Ἀσία μὲ μωρὰ στὴν ἀγκαλιὰ γιὰ ν᾽ ἀποφύγουν τὸν Κεμάλ, τὸ νέο Ἡρῴδη τῆς φυλῆς μας, μποροῦν κάπως νὰ αἰσθανθοῦν τὸν πόνο τῆς Παναγίας). Ὅταν γύρισαν ἀπ᾽ τὴν Αἴγυπτο, ὁ μικρὸς Ἰησοῦς δὲν πῆγε στὸ σχολεῖο· ἐργαζόταν ὡς ξυλουργὸς καί, καθὼς μεγάλωνε, ἡ Παναγία τὸν ἔβλεπε σὰν ἀστέρι ποὺ ἀνατέλλει· γιὰ τὴ μάνα δὲν ὑπάρχει ὡραιότερο ἀπ᾽ τὸ νὰ βλέπῃ τὸ παιδί της ν᾽ ἀνθίζῃ στὴν ἄνοιξι τῆς ζωῆς.
Μεγάλωνε ὁ Ἰησοῦς, κ᾽ ἡ Παναγία τὸν πρόσεχε. Ἀλλ᾽ ὅπως οἱ ἡμέρες δὲν εἶνε ὅλες ἡλιόλουστες, ἔτσι καὶ στὴ ζωὴ τῆς Θεομήτορος ἦρθαν πάλι σύννεφα καὶ καταιγίδες. Ὁ Ἰησοῦς μεγάλωσε, βγῆκε στὸ δημόσιο βίο καὶ ἄρχισε τὸ κήρυγμα· ἀλλ᾽ ἐνῷ οἱ μικροὶ καὶ ταπεινοὶ τὸν ἄκουγαν, οἱ μεγάλοι, ἡ πολιτικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἡγεσία, τάχθηκαν ἐναντίον του.
Τὸ τέλος εἶνε γνωστό. Ὁ Χριστός μας συνελήφθη σὰν ὁ τελευταῖος κακοῦργος, δέθηκε, ὡδηγήθηκε στὸ συνέδριο τῶν ἀρχιερέων, στὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου καὶ στὴν αὐλὴ τοῦ Ἡρῴδη, καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ὅταν ἡ Παναγία εἶδε τὸν ἀχάριστο ὄχλο νὰ φωνάζῃ γιὰ τὸ παιδί της «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21. Ἰω. 19,6) κι ἄκουσε τὴν καταδίκη του, τότε ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ Συμεών, ποὺ εἶπε ὅτι «ῥομφαία» θὰ διαπεράσῃ τὴν ψυχή της (Λουκ. 2,35). Γιατὶ ὅταν πονάῃ τὸ παιδί, διπλᾶ καὶ τριπλᾶ πονάει ἡ μάνα· καὶ μόνο μανάδες ποὺ εἶδαν τὰ παιδιά τους σὲ χρόνια ἀπαίσια νὰ τὰ σφάζουν μπροστά τους οἱ κακοῦργοι, αὐτὲς μποροῦν νὰ νιώσουν τὸν πόνο τῆς Παρθένου ὅταν εἶδε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὸν Μονογενῆ της. Ὅπως ἡ ἀγελάδα βγάζει μυκηθμὸ πόνου βλέποντας νὰ παίρνουν τὸ μοσχάρι της γιὰ σφαγή, ἔτσι ἡ Παρθενομήτωρ πόνεσε στὸ Γολγοθᾶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Δὲν τὸν ἐγκατέλειψε· ἔμεινε ἐκεῖ, κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυρό, καὶ εἶδε τὸ αἷμα νὰ ῥέῃ ἀπὸ τὰ ἄχραντα μέλη του.
Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ξέχασε αὐτὴν ποὺ τοῦ δάνεισε σάρκα καὶ τὸν θήλασε μὲ τὸ γάλα της. Πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ καὶ μέσα στὸ μαρτύριό του, καθὼς δὲν μποροῦσε νὰ κινήσῃ τὰ μέλη του, ἔδειξε μὲ τὸ βλέμμα στὴ Μητέρα του τὸν Ἰωάννη καὶ εἶπε «Ἴδε ὁ υἱός σου», καὶ στὸν Ἰωάννη ἔδειξε τὴ Μητέρα του καὶ εἶπε «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. 19,26-27). Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ μαθητὴς πῆρε τὴν Παναγία στὸ μικρό του σπίτι καὶ τὴν φρόντισε σὰν μάνα του.
Ἐδῶ σταματοῦν οἱ μαρτυρίες τοῦ κειμένου τῶν Γραφῶν· δὲν ἔχουμε ἄλλες ἁγιογραφικὲς πληροφορίες. Γιὰ τὸ τέλος τῆς Παναγίας μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν ἱερὰ παράδοσι. Οἱ ὀρθόδοξοι, ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς χιλιαστὰς καὶ τοὺς διαμαρτυρομένους, δεχόμεθα τὴν ἱερὰ παράδοσι ἐξ ἴσου μὲ τὴ Γραφή, κατὰ τὴν προτροπὴ «Κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» (Β΄ Θεσ. 2,15). Ἀπὸ ἀρχαιότατες λοιπὸν παραδόσεις διασῴζονται τὰ ἑξῆς γιὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς Θεοτόκου.
Μετὰ τὴν Ἀνάληψι καὶ τὴν Πεντηκοστὴ ἐκείνη ζοῦσε μὲ τὸν πόθο νὰ φύγῃ ἀπ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ἡ ὥρα λοιπὸν ἦρθε. Κι ὅπως ἄλλοτε «ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ χαῖρε» (Ἀκάθ. ὕμν. Α), ἔτσι τώρα ὁ ἴδιος ἄγγελος (ὁ Γαβριήλ) κατέβηκε καὶ τὴν εἰδοποίησε, ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες ἀναχωρεῖ. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ συχνὰ προαισθάνονται τὸ τέλος τους· πόσῳ μᾶλλον ἡ Παναγία! Δὲν στενοχωρήθηκε· χάρηκε, ὅπως χαίρεται μιὰ μάνα ποὺ ὁ γυιός της ἀπὸ τὴν Αὐστραλία ἢ τὸν Καναδᾶ τῆς τηλεγραφεῖ «Μάνα, ἔλα κοντά μου». Τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ μηναῖο λέει, περιληπτικά, περίπου τὰ ἑξῆς.
Ἀνέβηκε στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν νὰ προσευχηθῇ καὶ τὰ δέντρα κατὰ θαυμαστὸ τρόπο λύγιζαν καὶ τὴν προσκυνοῦσαν. Ὅταν γύρισε ἄναψε φῶτα, εὐχαρίστησε τὸ Θεό, καὶ κάλεσε τοὺς συγγενεῖς καὶ γείτονες. Σκούπισε ὅλο τὸ σπιτάκι της, ἑτοίμασε τὸ κρεβάτι της καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ταφή. Ἀνακοίνωσε σὲ ὅλους τὸ μήνυμα ποὺ ἔλαβε καὶ τοὺς ἔδειξε ἕνα κλαδὶ ἀπὸ φοίνικα ποὺ τῆς ἔδωσε ὁ ἄγγελος. Ὅλοι ἄρχισαν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θρηνοῦν, ἀλλὰ ἐκείνη τοὺς παρηγόρησε. Σὲ δύο γνωστές της φτωχὲς χῆρες ἄφησε τοὺς δύο χιτῶνες της.
Ἐνῷ τακτοποιοῦσε αὐτά, ἀκούστηκε ἦχος βροντῆς καὶ φάνηκαν σύννεφα, ποὺ μετέφεραν γύρω της ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς τοὺς ἁγίους ἀποστόλους. Μαζί τους ἦρθαν οἱ ἱεράρχες Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ Ἱερόθεος, καὶ τέλος οἱ ἀπόστολοι Τιμόθεος καὶ Παῦλος. Στὴ θλῖψι καὶ τοὺς θρήνους ὅλων ἡ Παναγία εἶπε· Μή, ἀγαπητοὶ μαθηταὶ τοῦ Υἱοῦ μου, μὴ μετατρέψετε τὴ χαρά μου σὲ πένθος, ἀλλὰ κηδεύσατέ με ὅπως θὰ εἶμαι. Κατόπιν ξάπλωσε στὸ κρεβάτι της, ἔδωσε στὸ σῶμα της τὴ θέσι καὶ τὴ στάσι ποὺ ἤθελε, προσευχήθηκε γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου, εὐλόγησε ὅλους, καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ.
Μὲ λαμπάδες καὶ ὕμνους οἱ ἀπόστολοι σήκωσαν τὸ κρεβάτι της καὶ μετέφεραν τὸ θεοδόχο σῶμα της στὸ μνῆμα, ἐνῷ ἀκούγονταν καὶ ἀγγελικὲς ὑμνῳδίες ποὺ γέμιζαν τὸν ἀέρα. Τότε ὅμως οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἔβαλαν κάποιους ἀπὸ τὸν ὄχλο νὰ ἀνατρέψουν τὸ φέρετρο. Ἀλλὰ ἡ θεία δικαιοσύνη τοὺς τύφλωσε καὶ ἔκοψε τὰ χέρια ἑνὸς ὁ ὁποῖος τόλμησε νὰ τ᾽ ἁπλώσῃ καὶ ν᾽ ἀγγίξῃ τὸ κρεβάτι· ἔμειναν ἐκεῖ κρεμασμένα. Ὅταν ὅμως αὐτοὶ πίστεψαν καὶ μετανόησαν, θεραπεύθηκαν ὅλοι. Ἔτσι ἡ πομπὴ ἔφθασε στὴ Γεθσημανῆ, ἀπέθεσαν τὸ σῶμα στὸν τάφο, καὶ ἔμειναν ἐκεῖ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες, ἐνῷ ἀκούγονταν ἀκατάπαυστα οἱ ἀγγελικὲς φωνές.
Κατὰ θεία οἰκονομία ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους (ὁ Θωμᾶς) δὲν πρόλαβε νὰ παρευρεθῇ στὴν κηδεία. Ὅταν ἔφθασε τὴν τρίτη ἡμέρα, ἀποφάσισαν ὅλοι νὰ ἀνοίξουν πρὸς χάριν του τὸν τάφο. Ἀνοίγοντας ὅμως εἶδαν ἔκπληκτοι ὅτι ὁ τάφος ἦταν κενός· τὸ σῶμα ἔλειπε, εἶχε μετατεθῆ· μόνο τὸ σεντόνι εἶχε μείνει ἐκεῖ, ποὺ τὸ κράτησαν ὡς ἀψευδὲς τεκμήριο τῆς μεταθέσεως τοῦ σκηνώματος.
* * *
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ ἱστορικὸ τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Θὰ τονίσω δύο πράγματα.
Τὸ ἕνα εἶνε, ὅτι στὸν κόσμο αὐτὸν ὅλοι ὑποφέρουν· καὶ ἀπ᾽ αὐτὸ δὲν ἐξαιρεῖται οὔτε ἡ Θεοτόκος. Μανάδες φτωχές, χῆρες, πονεμένες κ᾽ ἐγκαταλελειμμένες, παρηγορηθῆτε! Κοιταχτῆτε στὸν καθρέφτη· καὶ καθρέφτης γιὰ κάθε γυναῖκα εἶνε ἡ Παναγία. Κοιτάξτε τὴν Παναγία μας! Ὅπως ἔζησε ἐκείνη, ἔτσι νὰ ζῆτε κ᾽ ἐσεῖς· μὲ ἐγκαρτέρησι, πίστι καὶ ὑπομονή.
Τὸ δεύτερο. Εἴδατε τί ἔπαθε ὁ Ἑβραῖος ποὺ ἀσέβησε; Ἀδελφοί μου, ὅταν σκέπτωμαι τὶς ἁμαρτίες μας, μοῦ ᾽ρχεται νὰ κλάψω, νὰ βγάλω τὰ ἄμφια, νὰ πάω σ᾽ ἕνα σπήλαιο, στὸ μοναστήρι μου ποὺ ἤμουν μικρὸ παιδί, καὶ νὰ καθήσω ἐκεῖ μ᾽ ἕνα κομποσχοίνι. Γιατὶ ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα εἶνε φοβερά, ἀλλὰ τὸ φοβερώτερο εἶνε ἡ βλασφημία τῶν θείων· κ᾽ ἐμεῖς σ᾽ αὐτὸ ἔχουμε ρεκόρ, ἐνῷ καὶ Τοῦρκοι ἀκόμα σέβονται τὴν Παναγία (λένε ὅτι τὴ δεκαετία τοῦ ᾽60, ὅταν ἀρρώστησε ὁ πρόεδρος τῆς Τουρκίας, ἡ γυναίκα του πῆγε μὲ τὰ πόδια ξυπόλητη στὸ Μπαλουκλί, στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, νὰ παρακαλέσῃ γιὰ τὸν ἄντρα της).
Φταῖμε ὅλοι, ὄχι μόνο αὐτοὶ ποὺ βλαστημοῦν, γιατὶ δὲν ἀγανακτοῦμε καὶ δὲν ἀντιδροῦμε. Πέφτω στὰ πόδια σας καὶ σᾶς παρακαλῶ, ἂν θέλετε νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Ἂν συνεχισθῇ ἡ βλασφημία, θὰ γίνῃ σεισμὸς μεγάλος. Ἂς φοβηθοῦμε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ! ἔρχονται πολλὲς δυστυχίες στὸ ἔθνος μας. Σᾶς παρακαλῶ νὰ γίνουμε ὅλοι φρουροὶ τῆς τιμῆς τῆς Παναγίας. Καμμιά γλῶσσα νὰ μὴ τὴν βλαστημᾷ· ὅλες οἱ γλῶσσες νὰ γίνουν μιὰ κιθάρα, ποὺ θὰ τὴν ὑμνῇ εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
Τὸ ἕνα εἶνε, ὅτι στὸν κόσμο αὐτὸν ὅλοι ὑποφέρουν· καὶ ἀπ᾽ αὐτὸ δὲν ἐξαιρεῖται οὔτε ἡ Θεοτόκος. Μανάδες φτωχές, χῆρες, πονεμένες κ᾽ ἐγκαταλελειμμένες, παρηγορηθῆτε! Κοιταχτῆτε στὸν καθρέφτη· καὶ καθρέφτης γιὰ κάθε γυναῖκα εἶνε ἡ Παναγία. Κοιτάξτε τὴν Παναγία μας! Ὅπως ἔζησε ἐκείνη, ἔτσι νὰ ζῆτε κ᾽ ἐσεῖς· μὲ ἐγκαρτέρησι, πίστι καὶ ὑπομονή.
Τὸ δεύτερο. Εἴδατε τί ἔπαθε ὁ Ἑβραῖος ποὺ ἀσέβησε; Ἀδελφοί μου, ὅταν σκέπτωμαι τὶς ἁμαρτίες μας, μοῦ ᾽ρχεται νὰ κλάψω, νὰ βγάλω τὰ ἄμφια, νὰ πάω σ᾽ ἕνα σπήλαιο, στὸ μοναστήρι μου ποὺ ἤμουν μικρὸ παιδί, καὶ νὰ καθήσω ἐκεῖ μ᾽ ἕνα κομποσχοίνι. Γιατὶ ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα εἶνε φοβερά, ἀλλὰ τὸ φοβερώτερο εἶνε ἡ βλασφημία τῶν θείων· κ᾽ ἐμεῖς σ᾽ αὐτὸ ἔχουμε ρεκόρ, ἐνῷ καὶ Τοῦρκοι ἀκόμα σέβονται τὴν Παναγία (λένε ὅτι τὴ δεκαετία τοῦ ᾽60, ὅταν ἀρρώστησε ὁ πρόεδρος τῆς Τουρκίας, ἡ γυναίκα του πῆγε μὲ τὰ πόδια ξυπόλητη στὸ Μπαλουκλί, στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, νὰ παρακαλέσῃ γιὰ τὸν ἄντρα της).
Φταῖμε ὅλοι, ὄχι μόνο αὐτοὶ ποὺ βλαστημοῦν, γιατὶ δὲν ἀγανακτοῦμε καὶ δὲν ἀντιδροῦμε. Πέφτω στὰ πόδια σας καὶ σᾶς παρακαλῶ, ἂν θέλετε νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Ἂν συνεχισθῇ ἡ βλασφημία, θὰ γίνῃ σεισμὸς μεγάλος. Ἂς φοβηθοῦμε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ! ἔρχονται πολλὲς δυστυχίες στὸ ἔθνος μας. Σᾶς παρακαλῶ νὰ γίνουμε ὅλοι φρουροὶ τῆς τιμῆς τῆς Παναγίας. Καμμιά γλῶσσα νὰ μὴ τὴν βλαστημᾷ· ὅλες οἱ γλῶσσες νὰ γίνουν μιὰ κιθάρα, ποὺ θὰ τὴν ὑμνῇ εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν ἱ. μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλαδορράχης – Φλωρίνης τὴν Τρίτη 15-8-1967
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου