Μετετρεψαν τους "40 μαρτυρες Κοζανης" σε ΚΑΠΙ-ΛΙΟ. ΑΙΣΧΟΣ!!!
===============
ΤΟ ΕΡΓΟ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟY ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟY ΗΓΕΤOY ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ
Οἱ πρόεδροι ὅλων τῶν σωματείων τοῦ Νομοῦ Κοζάνης ονομάζουν μὲ τηλεγράφημά τους στὴν ἐφημερίδα «Ἀπογευματινὴ τὸ 1954 τὸν π. Αὐγουστῖνο Καντιώτη: ΣΩΤΗΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ, ΕΘΝΙΚΟ ΗΡΩΑ, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΗΓΕΤΗ, ΑΓΙΟ ΠΑΤΕΡΑ
Ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου «Τὸ ἔργο ἑνὸς πνευματικοῦ ἡγέτου καὶ οἱ συνεργάτες του»τῆς Ανδρονίκης Π. Καπλάνογλου
H δρᾶσις τοῦ Συλλόγου τῶν «40
Μαρτύρων» Κοζάνης εἶνε πολύπλευρη. Ποιός ὅμως ἦταν ὁ ὁραματιστής, ὁ
ἐμπνευστής, ὁ ὑποκινητὴς καὶ ὁ δημιουργὸς ὅλης αὐτῆς τῆς
κοινωνικοθρησκευτικῆς κινήσεως; Εἶνε γνωστὸ στὴν πόλι τῆς Κοζάνης. Τὸ
λένε, μὲ τηλεγράφημά τους τὸ 1954, στὴν ἐφημερίδα «Ἀπογευματινή», οἱ
πρόεδροι ὅλων τῶν σωματείων τοῦ Νομοῦ.
«…Ἂς μάθουν, λοιπόν, ὅτι αὐτὸς τὸν ὁποῖον ἐκεῖνοι «κομμουνιστὴν» ἀποκαλοῦν, ἡμεῖς ΣΩΤΗΡΑ, ΕΘΝΙΚΟΝ ΗΡΩΑ, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΝ ΗΓΕΤΗΝ, ΑΓΙΟΝ ΠΑΤΕΡΑ, ὀνομάζομεν. 8.500 Ἕλληνες ὀφείλουν τὴν ὕπαρξιν καὶ τὴν ζωήν των εἰς ἐκεῖνον, δημιουργήσαντα ἑστίαν συσσιτίου ἐν Κοζάνῃ καὶ διαθρέψαντα τούτους κατὰ τὰς τραγικὰς περιόδους τῆς Κατοχῆς.
(Οἱ πρόεδροι: Ἐργατικοῦ Κέντρου Δημ. Μπέσσας,
«…Ἂς μάθουν, λοιπόν, ὅτι αὐτὸς τὸν ὁποῖον ἐκεῖνοι «κομμουνιστὴν» ἀποκαλοῦν, ἡμεῖς ΣΩΤΗΡΑ, ΕΘΝΙΚΟΝ ΗΡΩΑ, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΝ ΗΓΕΤΗΝ, ΑΓΙΟΝ ΠΑΤΕΡΑ, ὀνομάζομεν. 8.500 Ἕλληνες ὀφείλουν τὴν ὕπαρξιν καὶ τὴν ζωήν των εἰς ἐκεῖνον, δημιουργήσαντα ἑστίαν συσσιτίου ἐν Κοζάνῃ καὶ διαθρέψαντα τούτους κατὰ τὰς τραγικὰς περιόδους τῆς Κατοχῆς.
(Οἱ πρόεδροι: Ἐργατικοῦ Κέντρου Δημ. Μπέσσας,
Ὁρθοδ. Χρ. Συλλόγου «Οἱ 40 Ἅγ.
Μάρτυρες». Εὐθ. Καρμαζῆς, Ἑνώσεως Ἐφέδρων Ὑπαξ/κῶν Θ. Τζήμκας, Ἐμπορικοῦ
Συλλόγου Β. Κίτσιος, Ὀμοσπονδίας Ἐπαγγελματοβιοτεχνῶν Ι. Μητσόπουλος,
Ἀναπήρων καὶ θυμάτων Πολέμου Α. Παπαδόπουλος, Συνδέσμου Αὐτ/στῶν Β.
Παπαχατζῆς, Ἐθνικοῦ Συνδέσμου Ἀναπήρων Πολέμου Ν. Γκουλέμας,
Χριστιανικῆς Νεολαίας «40 Μαρτύρων» Λ. Μαλοῦτας, Ἑνώσ. Γεωργ. Συν/σμῶν
Κοζάνης – Σερβίων Ἰ. Ἰωαννίδης).
__
Τεράστια προσφορά
Εἶναι μεγάλη ἡ προσφορὰ τοῦ
Συλλόγου τῶν 40 Μαρτύρων ἐπὶ μία 50ετία, στὴν πόλι τῆς Κοζάνης, μετὰ τὴν
Κατοχή, γιατὶ στὸ τιμόνι του εἶνε ἕνας ἀληθινὸς ἡγέτης.
Τὸ οἰκοτροφεῖο τῶν «40 Μαρτύρων» ποὺ ἔκανε μετὰ τὴν κατοχὴ φιλοξένησε πάνω ἀπὸ 400 ἀπόρους μαθητὰς καὶ 70 μαθήτριες.
Οἱ ἀφηγήσεις τοῦ τελευταίου προέδρου τοῦ Συλλόγου τῶν «40 Μαρτύρων», κ. Νικ. Σωτηρίου εἶνε χαρακτηριστικές.
Πῶς τὸν γνώρισε
«Ὁ π. Αὐγουστῖνος μιλοῦσε στὴν
αἴθουσα τοῦ Συλλόγου τῶν “40 Μαρτύρων’’. Καὶ ἐγώ, ποὺ ἤμουν παιδὶ τῆς
μπάλλας καὶ ἀσχολούμουν μὲ τὰ πολιτικά, παρευρέθηκα στὴν ὁμιλία. Στὸ
τέλος πῆγα νὰ πάρω τὴν εὐχή του. Μοῦ ἔπιασε τὸ χέρι καὶ μὲ ρωτᾷ·
―Πῶς σὲ λένε;
―Νίκο, ἀπαντῶ. Πήγαινε ἐπάνω στὸ γραφεῖο καὶ νὰ μὲ περιμένῃς.
―Πάτερ, τοῦ λέω, μήπως μὲ παρωμοιάσατε μὲ κανέναν ἄλλο;
―Ὄχι, μοῦ ἀπαντᾷ. Θὰ πᾷς στὸ γραφεῖο καὶ θὰ μὲ περιμένῃς.
Πάω στὸ γραφεῖο, κτυπῶ τὴν πόρτα καὶ βλέπω κάποια σεβάσμια γεροντάκια
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἔρχεται ὁ π. Αὐγουστῖνος, μὲ βλέπει καὶ λέει·
―Γράψτέ τον στὸ Σύλλογο…
Ἐπισκέψεις στα φτωχαδάκια της Κοζάνης
Τὴν τρίτη μέρα ποὺ ξαναπῆγα
εἶχαν συμβούλιο. Ὅταν τελείωσαν, μοῦ λένε· “Νῖκο, ἔλα κ’ ἐσὺ μαζί μας’’.
Τοὺς ἀκολούθησα καὶ πήγαμε σὲ μιὰ γειτονιὰ ποὺ εἶχε πτώχεια κατηραμένη.
Οἱ δυὸ μπαρμπα-Ἀργύρηδες χώθηκαν σὲ κάποια σπιτάκια, ποὺ ἔμοιαζαν μὲ
ἀκατοίκητα, ἀλλὰ ἔμεναν κάτι γεροντάκια κατάκοιτα. Τοὺς ἀκολούθησα, καὶ
βλέπω νὰ τοὺς πλένουν, νὰ τοὺς καθαρίζουν, νὰ τοὺς ἀλλάζουν. Ἔπιασα τὴ
μύτη μου καὶ βγῆκα ἔξω. “Τί ἤθελα κ’ ἐρχόμουν;’’ εἶπα μέσα μου. Μετὰ
πῆραν τὰ πτωχὰ σπίτια μὲ τὴ σειρά, καὶ τοὺς ἀκολουθοῦσα. Ἄντε καὶ στὸ
ἕνα, ἄντε καὶ στὸ ἄλλο. Καμμιὰ εἰκοσαριὰ σπίτια ἐπισκέφθηκαν. Στὴν ἀρχὴ
ἔπιανα τὴ μύτη μου κ’ ἔβγαινα ἔξω. “Τί δουλειὰ ἔχω μὲ τοὺς παπποῦδες;’’
ἔλεγα. Ἀλλὰ σιγὰ – σιγὰ ἄρχισε νὰ μοῦ ἀρέσῃ καὶ τοὺς ἀκολουθοῦσα παντοῦ
μὲ χαρά.
Πηγαίναμε ξύλα στὰ πτωχὰ σπίτια, πηγαίναμε ὁλόκληρα φορτιά. Δὲν
ὑπῆρχαν τὰ μέσα ποὺ ὑπάρχουν σήμερα· ὑπῆρχε μεγάλη πτώχεια. Ταΐζαμε
τοὺς γέρους, τοὺς ποτίζαμε, τοὺς πλέναμε. Τοὺς πηγαίναμε φαγητό, ψωμί,
ξύλα καὶ ὅ,τι χρειάζονταν.
Επίσκέψεις σε φυλακές
Τὴν ἄλλη μέρα ἀρχίζαμε ἀπὸ τὶς
φυλακές. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔμπαινα οὔτε μέσα στὶς φυλακές· περίμενα ἀπ’ ἔξω.
Σιγὰ – σιγὰ ὅμως ἄρχισα κ’ ἐκεῖ νὰ συνηθίζω· ἔμπαινα πρῶτος ἐγὼ στὴ
φυλακή, καὶ μετὰ ἀκολουθοῦσαν οἱ ἄλλοι.
Ἡ Κοζάνη εἶχε πολὺ ψηλά τὸν π. Αὐγουστίνο
Πηγαίναμε στὰ νοσοκομεῖα καὶ
στὶς κλινικές. Δίναμε αἷμα καὶ βοηθούσαμε μὲ κάθε τρόπο τοὺς
δυστυχισμένους καὶ πονεμένους ἀνθρώπους.
Ἡ πόλι εἶχε πολὺ ψηλὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο καὶ συμπαραστέκονταν
στὸ ἔργο. Νά, γι’ αὐτὸ βρὲ παιδί μου λέω, ὅτι ὁ Σύλλογος προσέφερε
πολλά. Ἔκανε ἐθνοθρησκευτικὸ ἔργο. Δὲν πηγαίναμε γιὰ νὰ προβάλουμε τὸν
ἑαυτό μας. Ὅ,τι κάναμε τὸ κάναμε πρὸς δόξαν Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἔγινε τόσο
μεγάλο ἔργο.
Πυροσβέστης
Μιὰ μέρα, ποὺ ἦταν στὴν Κοζάνη ὁ π. Αὐγουστῖνος, μοῦ λέει·
―Σοῦ δίνω ἕνα ὀφίκιο.
―Τὸν κοιτάζω στὰ μάτια, πρώτη φορὰ ἄκουγα τὴν λέξι καὶ δὲν ἤξερα τί θὰ πῇ ὀφίκιο.
―Μὲ ἄκουσες; μοῦ λέει.
―Ναί, πάτερ, τοῦ ἀπαντῶ.
―Θὰ ἔχῃς τὸ ὀφίκιο τῆς συμφιλιώσεως. Θὰ κάνῃς τὸν πυροσβέστη.
Ὅπου βλέπεις ἄνθρωπο νὰ μαλώνῃ, θὰ σβήνῃς τὴν φωτία. Θὰ τοὺς
συμφιλιώνῃς.
―Ὤ, μπώ, λέω, ἄλλο πάλι μὲ βρῆκε! Νὰ μαλώνουν, καὶ νὰ πάω ἐγὼ γιὰ νὰ τοὺς συμφιλιώνω!
Αἰμοδότης
Ἤμασταν καὶ αἱμοδότες. Μιὰ μέρα, μιὰ γυναίκα πέθαινε καὶ
χρειαζόταν ἐπειγῶντος αἷμα. Ὁ γυιός της ἐρχόταν στὸ Σύλλογο, γιὰ νὰ
ζητήσῃ βοήθεια. Μὲ βρίσκει στὸ δρόμο καὶ μοῦ λέει·
―Ἡ μάνα μου πεθαίνει καὶ χρειάζομαι αἷμα.
―Πᾶμε τοῦ λέω, εἶμαι αἱμοδότης 4ης θετικό.
Πάω στὸ ἰατρεῖο, ποὺ ἦταν ξαπλωμένη ἡ μάνα του.
―Μὲ βάζουν νὰ καθήσω σ’ ἕνα διπλανὸ κρεβάτι καὶ ὁ γιατρὸς πῆρε ὅσο αἷμα μποροῦσε.
Τὴν ἄλλη μέρα ἦρθε στὸ Σύλλογο ὁ γυιός της καὶ ἄρχισε νὰ μ’ ἀγκαλιάζῃ.
―Τί, τοῦ λέω, πέθανε ἡ μάνα σου;
―Ὄχι, μοῦ λέει, ζωντάνεψε.
Μάθημα προσφοράς στον υίόν του
Ὅταν τὰ παιδιά μου μεγάλωσαν, τὰ ἔπαιρνα μαζί μου στοὺς ἀρρώστους ποὺ πήγαινα.
Μιὰ μέρα μὲ λέει ὁ μεγάλος ὁ Ἠλίας· «Ἔ, ρὲ μπαμπᾶ, ὅλο σὲ νοσοκομεῖα καὶ σὲ φυλακισμένους πηγαίνουμε. Πᾶμε νὰ βγοῦμε καὶ λίγο ἔξω…». Λοιπόν, παίρνω τὸν Ἠλία μου τὸν συγχωρεμένο, ποὺ ἦταν λίγο πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο μου, ποὺ ὁ Κύριος τὸν πῆρε μικρὸ κοντά του, καὶ πηγαίνω ἐκεῖ ποὺ εἶνε τώρα ἡ πυροσβεστική. Ἦταν ἕνας γέρο Κοζανίτης, ἐγκαταλελειμμένος. Ἦταν βρώμικος, ἦταν ἕνα ῥάκος. Μπαίνουμε στὸ δωμάτιο του, ποὺ ἦταν πολὺ βρώμικο. Τὸν εἴδαμε νὰ προσπαθῇ νὰ πιάσῃ ἕνα ποτήρι νερό, ποὺ εἶχε δίπλα του, φαινόταν σὰν πεθαμένος. Τοῦ δίνουμε τὸ νερό, τοῦ δίνουμε καὶ λίγο φαγητὸ ποὺ φέραμε ἀπὸ τὸ σπίτι, καὶ φεύγουμε. Τὴν ἄλλη μέρα πέρασε ὁ Ἠλίας μόνος του, χωρὶς νὰ τοῦ πῶ τίποτε. Καὶ μοῦ λέει· «Μπαμπᾶ, ἐκεῖνος ὁ παπποῦς ποὺ περάσαμε χθές, ζῇ». Τὸν ἔβαλα νὰ πιῇ νερὸ καὶ ἔφυγα».
Μιὰ μέρα μὲ λέει ὁ μεγάλος ὁ Ἠλίας· «Ἔ, ρὲ μπαμπᾶ, ὅλο σὲ νοσοκομεῖα καὶ σὲ φυλακισμένους πηγαίνουμε. Πᾶμε νὰ βγοῦμε καὶ λίγο ἔξω…». Λοιπόν, παίρνω τὸν Ἠλία μου τὸν συγχωρεμένο, ποὺ ἦταν λίγο πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο μου, ποὺ ὁ Κύριος τὸν πῆρε μικρὸ κοντά του, καὶ πηγαίνω ἐκεῖ ποὺ εἶνε τώρα ἡ πυροσβεστική. Ἦταν ἕνας γέρο Κοζανίτης, ἐγκαταλελειμμένος. Ἦταν βρώμικος, ἦταν ἕνα ῥάκος. Μπαίνουμε στὸ δωμάτιο του, ποὺ ἦταν πολὺ βρώμικο. Τὸν εἴδαμε νὰ προσπαθῇ νὰ πιάσῃ ἕνα ποτήρι νερό, ποὺ εἶχε δίπλα του, φαινόταν σὰν πεθαμένος. Τοῦ δίνουμε τὸ νερό, τοῦ δίνουμε καὶ λίγο φαγητὸ ποὺ φέραμε ἀπὸ τὸ σπίτι, καὶ φεύγουμε. Τὴν ἄλλη μέρα πέρασε ὁ Ἠλίας μόνος του, χωρὶς νὰ τοῦ πῶ τίποτε. Καὶ μοῦ λέει· «Μπαμπᾶ, ἐκεῖνος ὁ παπποῦς ποὺ περάσαμε χθές, ζῇ». Τὸν ἔβαλα νὰ πιῇ νερὸ καὶ ἔφυγα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου