«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» Οκτώβριο 1952, φ.135
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου
Η ΝΥΜΦΗ ΤΟΥ ΘΕΡΜΑΪΚΟΥ
«(Πόλις) ἀκάθαρτος ἡ ὀνομαστὴ καὶ πολλὴ ἐν ταῖς ἀνομίαις» (Ἰεζεκ. 52, 5)
Σημεῖα τῶν καιρῶν
Τὸ
παρελθόν, αγαπητοί μας ἀναγνῶσται, τὸ ἐγγὺς παρελθὸν μᾶς ὑπενθύμισαν αἱ
ἐθνικαὶ ἑορταὶ τοῦ τελευταίου δεκαημέρου τοῦ Ὀκτωβρίου. Τὸ ΟΧΙ, τὸ
νεώτερον «μολὼν λαβέ» τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 καὶ τῆς 26ης Ὀκτωβρίου 1912.
26 Ὀκτωβρίου 1912.
Ἡμέρα ἱστορική, ἀλησμόνητος. Μία εἴδησις μετέδωκε ρίγη συγκινήσεως εἰς
τὸν Ἑλληνισμόν. Αἱ καμπάνες ὅλων τῶν ἱερῶν ναῶν ἐκρούοντο χαρμοσύνως. Τὰ
μάτια τῶν Ἑλλήνων ἐβούρκωνον ἀπὸ δάκρυα, δάκρυα χαρᾶς καὶ ἱερᾶς
συγκινήσεως. Ἐκ βάθους τῶν καρδιῶν ἐξήρχετο ὁλόθερμος πρὸς τὸν Θεὸν
εὐχαριστία διὰ τὸ γεγονός. Ποῖον τὸ γεγονός; Θαῦμα. Ἀνάστασις νεκροῦ.
Ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ πρωτεῦουσα τῆς Μακεδονίας, ἡ ὡραία νύμφη τοῦ
Θερμαϊκοῦ, ἡ πόλις ἡ ὀνομαστὴ ὕστερα ἀπὸ 472 ὁλόκληρα ἔτη σκλαβιᾶς
ἠλευθερώνετο ἀπὸ τὸν Τουρκικὸν ζυγόν. Ἡ ἡμισέληνος ἔπιπτεν. Ὁ Σταυρὸς
ὑψώνετο. Ἡ γαλανόλευκος ἐκυμάτιζεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Λευκοῦ Πύργου. Οἱ
στρατιῶται τῆς μικρᾶς ἀλλὰ ἡνωμένης τότε Πατρίδος εἰσήρχοντο εἰς τὴν
πόλιν. Εἰσήρχοντο οἱ στρατιῶται τῆς Ι Μεραρχίας ὑπὸ τὸν θρυλικὸν
Καλλάρην. Εἰσήρχοντο τὴν ἠμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Καὶ ἡ
σύμπτωσις αὐτὴ δὲν ἐθεωρήθη τυχαῖα. Δὲν ὑπάρχει τυχαῖον, οὔτε ἐν τῆ
φύσει, οὔτε ἐν τῆ ἱστορία τῶν ἀτόμων καὶ τῶν λαῶν. Ὁ μελετῶν προσεκτικῶς
τὴν ἱστορίαν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων τῶν Βαλκανικῶν πολέμων πείθεται, ὅτι
ἧτο θέλημα τοῦ Παντοδυνάμου νὰ δοθῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα ἡ περιμάχητος πόλις.
Ὀλίγων ὡρῶν καθυστέρησις θὰ ἤρκει, ἴνα ἡ πόλις περιέλθη εἰς ἄλλων τὰς
χεῖρας. Πόσον τὴν ἐπόθουν καὶ τὴν ποθοῦν… Ἀλλὰ προέλαβον οἱ Ἕλληνες
σταυραετοί. Ὁ Κύριος ὁ ταπεινῶν καὶ ὀ ὑψῶν, ὁ ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ διαλύων
αὐτοκρατορίας, ὁ ἀνιστῶν ἐκ τοῦ τάφου δουλείας λαοὺς ὑποδούλους, ὁ
ὀρίζων, κατὰ τὸν Παῦλον τὸν Ἀπόστολον «τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» ὁ Κύριος διὰ τῶν γεγονότων ἐκείνων ἐλάλησε καὶ εἴπεν: ἡ Θεσσαλονίκη εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Εἰς
τὴν Ἑλλάδα ἡ Θεσσαλονίκη. Καὶ ἧτο τοῦτο δίκαιον. Τὰ πολυάριθμα μνημεῖα
τῆς πόλεως, οἱ Βυζαντινοὶ ναοί, οἱ σταυροί, τὰ μνήματα, αἱ ἐπιγραφαί, τὰ
ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, ὅλα φωνάζουν Ἑλλάδα.
Εἰς
τὴν Ἑλλάδα ἡ Θεσσαλονίκη. Δωρεά, εὐεργεσία Θεοῦ. Ἀλλὰ γεννᾶται τὸ
ἐρώτημα˙ ἡ Ἑλλὰς ἐφάνη ἀξία τῆς δωρεᾶς αὐτῆς; Ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς Ἑλλάδος
ἡ Θεσσαλονίκη εὖρεν ὅ,τι ἐζήτει ἐπὶ αἰῶνας, ἀνεπαύθη τὸ πνεῦμα της,
ἐπραγματοποιήθησαν ὅλαι αἱ ἐλπίδες καὶ τὰ ὄνειρά της; Τὸ Κράτος θὰ μᾶς
ἀπαντήση ναί! Καὶ πρὸς ἀπόδειξιν θὰ μᾶς παρουσιάση δύο φωτογραφίας. Ἡ
μία εἶνε ἡ φωτογραφία τῆς πόλεως πρὸ τοῦ 1912, ὁποία ἧτο ἐπὶ
Τουρκοκρατίας καὶ ἡ ἄλλη εἶνε ὅπως ἐμφανίζεται σήμερον. Ὁποία τεραστία
διαφορά. Τῶ 1912 ἧτο μία ἀθλία πόλις τῆς Ἀνατολῆς. Σὲ ἔπνιγεν ἡ
δυσοσμία. Τὰ πάντα ἀκάθαρτα. Ἐνῶ τώρα μία ὡραία πόλις προβάλλει ἐνώπιον
τῶν ὀφθαλμῶν σας. Ἡ πυρκαϊὰ τοῦ 1917 ἐκαθάρισε τὸ κεντρικὸν τμῆμα τῆς
πόλεως. Ἐπὶ τῶν ἐρειπίων νέοι δρόμοι, νέαι πλατεῖαι, νέα κτίρια,
πολυόροφα μέγαρα ἀνηγέρθησαν. Νέα μορφὴ ἐδόθη εἰς τὴν πόλιν. Ἔγινεν
ἀγνώριστος. Ἀπὸ ἀπόψεως κτιρίων εἶνε μία ἀπὸ τὰς ὡραιοτέρας πόλεις τῆς
Νοτιο-Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Σπουδαιότατος λιμὴν τῶν Βαλκανίων ἐλκύει
ζηλότυπα τὰ βλέμματα τῶν ἐθνῶν. Ἐνθυμεῖσθε τὸν Χίτλερ; Τὴν ἔβλεπεν εἰς
τὸ ὄνειρόν του. Διὰ νὰ τὴν κάμη ἰδικήν του ἐμηχανεύετο νὰ ἑνώση
Θεσσαλονίκην καὶ Ἀμβοῦργον μὲ… ὑδάτινην ὁδόν, διαρρυθμίζων καταλλήλως τὰ
ὕδατα τῶν ποταμῶν.
Ὡραία
πόλις ἡ Θεσσαλονίκη. Ὡραία ἀπὸ ἀπὸψεως κτιρίων. Σύμφωνοι. Ἀλλὰ πρέπει
νʼ ἀρκεσθῶμεν εἰς τὴν ὡραιότητα αὐτήν; Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος ἀπαντᾶ. Δίδει τὸ
μέτρον τῆς πραγματικῆς ὡραιότητος. Μία πόλις – κηρύττει – εἶνε ὡραία
ὄχι ἀπὸ τὰς πλατείας καὶ τὰς ὁδούς, ὄχι ἀπὸ τοὺς κήπους καὶ τὰς
δεξαμενάς, ὄχι ἀπὸ τὰ μέγαρα καὶ τʼ ἀνάκτορα ὄχι ἀπὸ τὸ ἄψυχον, ἀλλὰ τὸ
ἔμψυχον περιεχόμενον αὐτῆς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦν. Ὑπάρχουν
εἰς τὴν πόλιν εὐγενεῖς ψυχαί; Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πρὸς τὰ ἄνω βλέποντες,
τὸν Θεὸν ποθοῦντες, τὴν ἀλήθειαν λαλοῦντες, τὴν ἀρετὴν ἀσκοῦντες; Τότε ἡ
πόλις εἶνε ὡραία ἐν ὀφθαλμοῖς ἀγγέλων. Εἰνε «ἡ καλλονὴ τοῦ Ἰακώβ, ἥν ἡγάπησεν»
ὁ Κύριος κατὰ τὸ ψαλμικὸν (ψαλμ. 46, 4). Δὲν ὑπάρχουν; Ἔ! Τότε… Καὶ τὰ
ὡραιότερα κτίρια κινδυνεύουν διὰ τοῦς κατοικοῦντας ἐν αὐτοῖς, διὰ τὰς
ἀσχημίας τῆς ἠθικῆς ζωῆς των. Δὲν θὰ μείνη λίθος ἐπὶ λίθον. Ἀπιστεῖτε;
Ἔχετε Εὐαγγέλιον; Ἀνοίξατε καὶ ἴδετε Ματθ. 24, 2.
Ὁ
ἄνθρωπος, ὁ κλείων εἰς τὸ στῆθος του οὐρανόν, αὐτὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ
δίδει ὡραιότητα εἰς τὴν πόλιν. Καὶ οὐδέποτε ἄλλοτε ἡ πόλις τῆς
Θεσσαλονίκης ἧτο ὡραιοτέρα ἤ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν
ἐφιλοξένει διʼ ὁλίγας ἑβδομάδας Παῦλον τὸν Ἀπόστολον, τὸν ἐκ Ταρσοῦ.
Ὁ
ἄνθρωπος ἀξιοποιεῖ, ὡραιοποιεῖ τὴν πόλιν. Καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι
μόνον κοιλία καὶ στόμαχος, δὲν εἶναι μόνον ἀγορά, ἐμπόριον,
χρηματιστήριον, σωρὸς χρυσῶν νομισμάτων, ξηρὰ τις καὶ ἄκαρπος ἐπιστήμη
ἀλλὰ κυρίως εἶνε ὄν ἠθικόν, κοινωνικόν, θρησκευτικόν. Ἀπὸ τῆς
πλευρᾶς αὐτῆς, ἡ ὁποία καὶ συνιστᾶ τὸν ἀληθινὸν πολιτισμόν, ἐξεταζομένη ἡ
ζωὴ τῆς Θεσσαλονίκης τὶ ἔχει νὰ μᾶς παρουσιάση; Ὄχι κτίρια, ἀλλʼ
ἄνθρωποι χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι ζητοῦνται. Ὑπάρχουν 1000, 500, 200, 100,
50, 10; Ἤ πρέπει νʼ ἀντισταθῆ ὁ ἀρχαῖος Διογένης διὰ νὰ ἐρευνήση
ἐπιμελῶς τὴν πόλιν ἀπὸ ἄκρον εἰς ἄκρον μὲ τὸν ἱστορικὸν φανόν του λέγων «ἄνθρωπον ζητῶ»;
Ἄς ρίψωμεν ἕνα βλέμμα καὶ ἴδωμεν.
Ἴδωμεν
ἐν πρώτοις τὴν πόλιν ἠθικῶς. Ἀκτινοβολεῖ ἐν αὐτῆ ἡ ἠθική; Διατηροῦνται
τὰ ἤθη καθαρά; Ἀλλοίμονον. Ἡ ἀρετὴ ἧτο ἄλλοτε καθαρὰ ὡς ὁ χρυσός. Ἀλλὰ ὁ
χρυσός, τὰ ἀγνὰ ἑλληνικὰ ἤθη τῆς Ὀρθοδόξου Πατρίδος μας, ἀνεμείχθησαν
μὲ χαλκὸν καὶ σίδηρον καὶ κασσίτερον καὶ μόλυβδον, δηλαδὴ μὲ τὰ ἔκφυλα
ἤθη τῶν ἐθνῶν τῆς Δύσεως. Ἠλλοιώθημεν. Ὑπάρχουν κηλίδες, ὑπάρχουν σημεῖα
ποὺ δεικνύουν, ὅτι ἡ ἠθικὴ ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς χαλιναγωγήσεως τῆς
σαρκὸς, τῆς ἐγκρατείας, τῆς σωφροσύνης, ἔχει καταπέσει εἰς σημεῖον
ἐπικίνδυνον. Ἡ πτῶσις εἶνε μεγάλη. Ὁ κλονισμὸς εἶνε βαθύς. Ἤρχισε ἀπὸ
τὸν χρόνον τῆς κατοχῆς καὶ τοῦ ἀνταρτοπολέμου. Ἐνθυμεῖσθε; Χιλιάδες τότε
νεανίδες τῶν χωρίων φεύγουσαι τὴν μάχαιραν τοῦ μαύρου ἤ τοῦ κόκκινου
δημίου κατέφευγον περίτρομοι εἰς τὰς πόλεις, εἰς τὴν Θεσσαλονίκην ἰδίως.
Πρώτην φορὰν τὰ πλάσματα αὐτὰ ἔβλεπον πόλιν μεγάλην. Ἐθαμβώθησαν ἀπὸ τὸ
ἐξωτερικὸν μεγαλεῖον. Μὲ ἀνοικτὸ τὸ στόμα ἐστέκοντο καὶ ἀπεθαύμαζον. «Αὐτὴ εἶνε ζωή…».
Εὔκολος λεία τῶν ἐπιτηδείων αἱ παρθένοι τῆς ὑπαίθρου. Μεταξὺ αὐτῶν
ἔρριπτον τὰ δίκτυά των οἱ ἔμποροι τῆς σαρκὸς καὶ ἡλίευον συνεχῶς. Ἡ
εὐκαιρία ἧτο σπανία. Διʼ ἕνα ζεῦγος ὑποδημάτων, διʼ ἕνα τεμάχιον ἄρτου
ἐπωλοῦντο τʼ ἀτίμητα. Οἰκήματα εἰς τὰ ὁποῖα συνωστίζοντο αἱ προσφυγικαὶ
οἰκογένειαι ἐπολιορκοῦντο καθημερινῶς ἀπὸ κτηνανθρώπους. Ἰδίως τὸ
τετράγωνον Καραβάν-Σαράϊ, ἡ μεγαλυτέρα πολυκατοικία τῆς πόλεως,
εἰς τὴν ὁποίαν περὶ τὰς 2 χιλιάδας ψυχῶν ἐστεγάζοντο, θὰ διηγῆται εἰς
αἰῶνας αἰώνων τὴν αἰσχρὰν διαγωγὴν τῶν νεοπλούτων, οἱ ὁποῖοι τὸ ἄφθονον
χρῆμα, ποὺ εἴχε συσσωρευθῆ εἰς τὰ θυλάκιά των ἐχρησιμοποίουν ὄχι διὰ νὰ
σώσουν, ἀλλὰ διὰ νὰ καταστρέψουν πτωχὰ κορίτσια. Δὲν κατερχόμεθα εἰς
λεπτομερείας. Αἰσχρὸν ἐστὶ καὶ λέγειν… Ἧλθε, κατόπιν, ἡ ἀπελευθέρωσις
τοῦ ἔθνους. Αἱ προσφυγικαὶ οἰκογένειαι ἐπέστρεψαν εἰς τὰς ἐστίας των,
ἀλλὰ αἱ ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ ἀποπλανησθεῖσαι νεανίδες δὲν ἐπέστρεψαν.
Ἔμειναν εἰς τὴν πόλιν. Ἡ Ἀφροδίτη ηὔξησε τὰς ἱερείας της. Οἱ κακόφημοι
οἶκοι ἐπολλαπλασιάσθησαν. Καὶ ἧτο τόση ἡ ἠθικὴ ἀταξία, τὴν ὁποίαν
ἐδημιούργουν οἱ πολυάριθμοι ναοὶ τῆς αἰσχρᾶς ἡδονῆς, ὥστε ἡ Ἀστυνομία
πρὸ ἔτους καὶ πλέον ἔκλεισεν, ἐσφράγισε τὰ καταστήματα αὐτὰ τοῦ Ἄδου.
Καλῶς ἔπραξεν. Καὶ εἴθε ἡ ἀπόφασίς της νὰ εἶνε μόνιμος, σταθερά. Ἀλλὰ τὸ
καλὸν μέτρον δὲν ἐπεδίωκε τὰ προσδοκόμενα ἀποτελέσματα. Δὲν ἐξήλειψε τὸ
κακόν. Διότι οὐδεμία φροντὶς ἐλήφθη διὰ τὰς δυστυχισμένας γυναῖκας. Δὲν
περισυνελέγησαν. Δὲν ἱδρύθησαν διʼ αὐτὰς εἰδικὰ κέντρα διὰ νὰ
ἐξυγιανθοῦν σωματικῶς καὶ ψυχικῶς. Ἀλλὰ ἐρρίφθησαν εἰς τοὺς δρόμους καὶ
διεσκορπίσθησαν τῆδε κακεῖσε καὶ μετέδωκαν τὸν λοιμὸν καὶ τὸ κακὸν ἔλαβε
διαστάσεις πελωρίας. Κάθε μία ἀπʼ αὐτὰς ἔγεινεν ἴδιον κέντρον
διαφθορᾶς. Καὶ εἶνε μόνον αὐταί; Ὑπάρχουν δυστυχῶς καὶ τόσαι ἄλλαι, τῶν
ὁποίων τὰ ὀνόματα δὲν εἶνε σημειωμένα εἰς τὰ εἰδικὰ βιβλία τῶν
ἀστυνομιῶν, ἀλλὰ αἱ ὁποῖαι διαγωνίζονται τὰς πρώτας εἰς διαφθοράν. Καὶ
εἶνει αὐταὶ περισσότερον ἐπικίνδυνοι, ὅσον οἱ ὕφαλοι ἀπὸ τοὺς σκοπέλους.
Ὅλαι αὐταί, φανεραὶ καὶ κρύφιαι, μόλις νυκτώσει βγαίνουν ἀπʼ ὅλα τὰ
σημεῖα τῆς πόλεως, ἀπὸ τὰ πτωχόσπιτα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ μέγαρα, βγαίνουν
αἱ νυκτερίδαι αὐταὶ τῆς ἡδονῆς. Ἀνοίγουν τὰ πτερά των καὶ τὰ ἀνόητα
ἔντομα, οἱ ἄσωτοι υἱοὶ τῆς πόλεως, πίπτουν εἰς τὰς ἀγκάλας, ἀγκάλας
σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ θανάτου. Αἱ νυκτερίδες θʼ ἀπομυζήσουν χρῆμα, αἷμα,
ὑγείαν, ζωήν. Εἰς σκέλεθρα θὰ μεταβάλλουν τοὺς νέους. Δροῦν παντοῦ.
Στενά, δρόμοι, δάση, ἐξοχικά κέντρα, προάστεια, παραλίαι θαλάσσης ἔχουν
μολυνθῆ. Δὲν τολμᾶ ἄνθρωπος νὰ κάμη τὸν περίπατόν του. Πρέπει νὰ κλείση
τὰ μάτια του καὶ νὰ φράξη τὰ αὐτιά του.
Ἡ πόλις τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀναδίδει πλέον ὀσμὴν ἀτμοσφαίρας Σοδόμων καὶ Γομόρων.
Ἴδωμεν τώρα τὴν πόλιν κοινωνικῶς.
Εὐτυχοῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι; Ἀπολαμβάνουν τὰ ἀγαθὰ μιὰς στοιχειώδους
κοινωνικῆς δικαιοσύνης; Διὰ νὰ συλλάβητε μίαν ἀμυδρὰν εἰκόνα τῆς
καταστάσεως δὲν πρέπει νὰ ἐπισκεφθῆτε μόνον τὰ πολυτελέστατα ἐκεῖνα
ξενοδοχεῖα, εἰς τὰ ὁποῖα εὐτραφεῖς κύριοι μετὰ κυριῶν καὶ δεσποινίδων
τρώγουν καὶ διασκεδάζουν, οὔτε τὰ ἄλλα ἐκεῖνα κέντρα τῆς ψυχαγωγίας
(γράφε ψυχοκτονίας), εἰς τὰ ὁποῖα σπαταλῶνται ἑκατομμύρια τῶν
ἑκατομμυρίων εἰς τὰ χαρτιά, εἰς τὰ ποτήρια καὶ τὰς φιάλας τῶν
οἰνοπνευματοδών ποτῶν καὶ εἰς τὰ εἰσητήρια τῶν κινηματογράφων. Ἀλλὰ
πρέπει νὰ προσχωρήσετε, νὰ ἐπισκεφθῆτε τὰς λαϊκὰς συνοικίας, νὰ
εἰσέλθετε εἰς τὰς τρώγλας, νὰ ἴδητε ἐκ τοῦ πλησίον τὰς πολυμελεῖς
οἰκογενεῖας τῶν ἐργατικῶν ἀνθρώπων, καὶ νὰ ἐρωτήσητε πῶς ζοῦν. Πῶς ζοῦν;
Φυτοζωοῦν; Ὅπως ἐγράφη, δὲν ἔχουν νʼ ἀγοράσουν οὔτε τὰ τρόφιμα τοῦ
δελτίου διανομῶν. Ἀλάδωτα τρώγουν τὰ χόρτα των. Νηστικὰ τὰ παιδιά. Χωρὶς
τετράδια καὶ βιβλία. Χωρὶς παπούτσια καὶ ροῦχα. Τρέμουν τὸν Βαρδάρην.
Ἄνεργος ὁ πατέρας καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς ποὺ μόλις ἀπελύθη τῶν τάξεων
τοῦ Στρατοῦ. Τὶ νὰ κάμουν; Κτυποῦν πολλὲς πόρτες. Ἀλλʼ ὅλαι κλεισταί,
χάλκιναι. Οἱ ἄνθρωποι ἀπελπίζονται. Δὲν εἶνε καιρὸς ποὺ ἀπὸ τὸν ἐξώστην
τοῦ Ἐργατικοῦ Κέντρου τῆς Θεσσαλονίκης, ἐρρίφθη καὶ ηὐτοκτόνησεν
ἐργατικὸς διότι δὲν εὕρισκεν ἐργασίαν. Καὶ δὲν ἔμεινε μόνος. Αἱ
αὐτοκτονίαι αὐξάνουν. Καὶ ὅμως ἐὰν ὑπήρχε ὠργανωμένη φιλανθρωπία καὶ
κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη, θὰ ἡδύνατο νὰ ἔχουν ἐργασίαν καὶ οἱ
αὐτοκτονησάντες, ἀλλὰ καὶ χιλιάδες ἀνέργων ἀνδρῶν ποὺ σὰν κοπάδια
ἐγκαταλελειμμένα περιφέρονται. Τρομακτικὸν κῦμα ἀνεργίας κατακλύζει τὴν
πόλιν. Τὶνες πταίουν;
Ὑποφέρουν οἱ ἄνεργοι! Ἀλλὰ μήπως εὐτυχοῦν οἱ ἐργαζόμενοι; Πλὴν ἐλαχίστων προνομιοῦχων, οἱ ἐργαζόμενοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες λαμβάνουν ἡμερομίσθια «πείνης», ἡμερομίσθια ποὺ δὲν ἀντιπροσωπεύουν οὔτε τὸ 1/1000
τῶν τεραστίων κερδῶν ποὺ πραγματοποιοῦν ὡρισμένα ἐργοστάσια καὶ
βιομηχανίαι. Ψιχία δίδονται εἰς τοὺς ἐργαζομένους. Τὰ πλούσια κέρδη
νέμονται οἱ κύριοι προκοίλιοι.
Ὅτε ἐντὸς τῆς πόλεως ἔζη καὶ ἐκινεῖτο δραστηρίως πολυπληθὺς παροικία Ἑβραίων, ἐλέγομεν ὅλοι˙ «οἱ Ἕβραῖοι φταῖνε…».
Ἀλλὰ τώρα ποὺ ἐξηφανίσθησαν ποῖοι πταίουν; Ἡ κακία μας, ἡ πλεονεξία μας
ὑπερέβη καὶ τὴν κακίαν καὶ τὴν πλεονεξίαν τῶν Ἑβραίων. Χριστιανοὶ
ἀδικοῦν, σταυρώνουν χριστιανοὺς καὶ δημιουργοῦν κατάστασιν ἀφόρητον, τὴν
ὁποίαν οὐδὲ ὁ Οὐγκὼ θὰ ἠδύνατο νὰ περιγράψη εἰς τὸ βιβλίον του «οἱ Ἄθλιοι».
Ἡ
κοινωνικὴ ἀθλιότης βαίνει πρὸς τὴν ἀποκορύφωσιν. Εἰς τὰς φωτογραφίας
τῶν ὡραίων οἰκοδομῶν ποὺ ξεφυτρώνουν σὰν τὰ μανιτάρια, ἐπὶ τῆς
κοινωνικῆς κοπρίας, ὁ κόσμος τῆς δυστυχίας ἔχει νʼ ἀντιτάξη ἄλλας
φωτογραφίας. Τὰς φωτογραφίας τῶν ὑγρῶν καὶ ἀνηλίων ὑπογείων, τῶν ἀθλίων
παραπηγμάτων ἐκ πισοχάρτου, τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, τῶν γυμνῶν καὶ
ἀνυποδήτων παιδιῶν, τῶν ἀνέργων, τῶν φυματικῶν ποὺ δὲν ἔχουν νʼ
ἀγοράσουν φάρμακα, δὲν εὑρίσκουν μίαν κλίνην καὶ τέλος τὴν
δημοσιευθεῖσαν ἐσχάτως εἰς ἐφημερίδα τῶν Ἀθηνῶν φρικτὴν φωτογραφίαν
πτωχοτάτης οἰκογενείας ἐκ τῶν 5 οἰκογενειῶν αἱ ὁποῖαι ἐρρίφθησαν εἰς
τοὺς δρόμους διὰ τὴν εὐθυγράμμισιν τῶν ὁδῶν!! Τάδε λέγει τὸ πολεοδομικὸν
σχέδιον. Ἄς ἐκδιωχθοῦν ἐκ τῶν οἰκημάτων των οἱ πτωχοὶ διὰ νὰ προσλάβη
μεγαλυτέραν ὡραιότητα ἡ πόλις. Καὶ ἡ ἀπόφασις ἐκτελεῖται ἄνευ οἴκτου. Ἡ
ὡραιότης ζητεῖ θύματα…
Καὶ
ὡς μόνη παρηγορία τοῦ κόσμου τῆς ποικίλης δυστυχίας, ποὺ δέρνει ἀνηλεῶς
τὴν πόλιν, ἔμειναν αἱ πολυτελεστάται λιμουζίναι τῶν ἀξιωματοῦχων ποὺ
διασχίζουν συρίζουσαι τὴν πόλιν. Πόσον παρηγοροῦνται οἱ πτωχοί, ὅταν τὰς
βλέπουν! Ἐν τῶ μεταξὺ εἰς τοὺς ἱεροὺς Ναοὺς ὑπὸ καλλιφώνων ψαλτῶν
ψάλλεται: Ὁ μέγας φρουρὸς τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ρύστης ἐν τοῖς κινδύνοις, ὁ
ἐξαίρετος, πρόμαχος ὁ κράτιστος, πάσης Ἐκκλησίας πατὴρ φιλόστοργος…
Ναί!
Τοιοῦτος ἧτο ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος. Πρόμαχος, προστάτης,
ὑπερασπιστὴς πτωχῶν. Ὅλος στοργὴ καὶ θυσία ὑπὲρ τοῦ λαοῦ! Ἀλλʼ ἡμεῖς τὶ
εἴμεθα;
Εἴδομεν τὴν πόλιν ἠθικῶς καὶ κοινωνικῶς; Δὲν εἴδομεν ὅμως ἀκόμη τίποτε. Πρέπει νὰ τὴν ἴδωμεν καὶ θρησκευτικῶς. Ἡ πόλις, ἡ ὁποία ἐγέννησεν Ἁγίους Δημητρίους καὶ Νέστορας, Μεθοδίους καὶ Κυρίλλους καὶ πλῆθος ἁγίων ζῆ τώρα ἐν Θεῶ;
Νʼ ἀπαντήσωμεν; Ἀλλʼ ἐδῶ ἀδυνατεῖ ἡ φωνή μας. Θὰ ἐχρειάζετο ἡ γλῶσσα
καὶ ὁ κάλαμος τοῦ Ἰεζεκιὴλ τοῦ Προφήτου διὰ νὰ περιγράψουν τὴν
κατάστασιν ὁμοίαν πρὸς τὴν κατάστασιν, τὴν ὁποίαν θαυμασίως ζωγραφίζει,
ὡς πίνακα πόλεως ἀκαθάρτου, εἰς τὸ 22ον κεφάλαιον τῆς προφητείας του.
Ἡ
Ὀρθοδοξία, τὸ ἐγκαλλώπισμα τῶν Ἑλλήνων, ὑφίσταται τρομερὰ πλήγματα.
Ρίψετε ἕνα βλέμμα εἰς τὴν πόλιν καὶ ἴδετε! Μασόνοι λιβανίζουν εἰς τὰς
στοάς των τὸν Μέγαν Ἀρχιτέκτονα τοῦ Σύμπαντος, καὶ ἀντὶ Σταυροῦ ἔχουν
σύμβολα τὸ τρίγωνον καὶ τὸν διαβήτην. Ροταριανοί, πρῶτοι ἐξάδελφοι τῶν
πρώτων, συναθροίζονται καὶ συγκάθηνται εἰς τὰ περίφημα δεῖπνα των.
Χιλιασταὶ λόγοις καὶ ἔργοις ἀτιμάζουν τὸν Σταυρόν. Σαββατισταὶ
κατήργησαν τὴν Κυριακήν. Νέο-Ἀρειανοὶ ὑπὸ νέον Ἄρειον ἐνεφανίσθησαν(*).
Εὐαγγελικοὶ κηρύττουν καὶ ἀπὸ τῶν Ραδιοφονικῶν Σταθμῶν. Καθολικοῖ
παπάδες καὶ καλόγηροι ὁροῦν εἰς τὰ Σχολεῖα. Ὀργασμὸς προπαγάνδας.
Ἀκρίδες καὶ περονόσπορος τῆς ἀμπέλου, ἥν ἐφύτευσεν ἡ δεξιὰ τοῦ Κυρίου.
Καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι ποῦ; Δίδουν καμμίαν μάχην; Κρατοῦν τουλάχιστον ἄμυναν;
Θὰ
διαπράξωμεν ἀδικίαν, ἐὰν παραβλέψωμεν τὰς φιλοτίμους προσπαθείας, τὰς
ὁποίας κατέβαλλον καὶ καταβάλλουν ὀρθόδοξα Σωματεῖα καὶ Ἀδελφότητες πρὸς
ἀναζωογόνησιν τῆς πίστεως. Ἀλλὰ τʼ ἀποτελέσματά των δὲν εἶναι ἀνάλογα
πρὸς τὰς προσπαθείας των. Χλιαρὰ εἶνε ἡ ἐν γένει θρησκευτικὴ κίνησις τῆς
πόλεως. Ὑπάρχουν βεβαίως νέοι καὶ νέαι ποὺ φέρουν ἐπὶ τοῦ στήθους των
χριστιανικὰ σήματα. Ὑπάρχουν βεβαίως κατηχηταὶ καὶ κατηχήτριαι ποὺ
ἐργάζονται φιλοπόνως. Τὶς δύναται νʼ ἀρνηθῆ; Ἀλλὰ τὸ πνεῦμα ἐκεῖνο τῆς
μαχητικότητος, τῆς θυσίας, τῆς αὐταπαρνήσεως ποὺ διέκρινε τὴν γενεὰν τῶν
μαρτύρων τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ χριστιανισμοῦ ποῦ; Σαπίζει ὅσον οὐδέποτε ἄλλοτε(**).
Οἱ πολλοὶ καὶ αἱ πολλαὶ ἀκολουθοῦν τὴν θρησκευτικὴν κίνησιν ὡς ἕνα
εἴδος ψυχαγωγίας. Τὶς σηκώνει Σταυρόν; Ὑποχωρήσεις, συμβιβασμοί,
ἔλλειψις ἀντιστάσεως κατὰ τοῦ κακοῦ, ἕνοχοι θωπεῖαι ἀρχόντων,
ἐναγκαλισμοὶ μετὰ ἀπίστων καὶ ἀθέων, ἰδοὺ τὶ χαρακτηρίζουν τοὺς
θρησκευτικοὺς τῆς ἐποχῆς εἰς οἰανδήποτε ὀργάνωσιν καὶ ἄν ἀνήκουν. Τὰ
πάντα χλιαρά. Τὰ πάντα πτήσσουν κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα μιᾶς ἐκκοσμικευθείσης
καὶ κρατικοποιηθείσης Ἐκκλησίας, διὰ τὴν ὁποίαν ἕνας Παῦλος δὲν θὰ
ἠδύνατο νὰ εἴπη ὅτι ζῆ ἐν τῶν Θεῶ, ὅπως ἔλεγε καὶ ἔγραφεν ἄλλοτε
διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Θεσσαλονίκης, τὴν ὁποίαν αὐτὸς ἵδρυσεν. -Μόνον ὁ
χωρισμὸς Ἐκκλησίας καὶ Κράτους, μόνον ἡ θραύσις τῶν ἀλύσεων ποὺ χαλκεύει
τὸ 58ον ἄρθρον τοῦ Καταστ. Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἔδινεν ἐλευθερίαν
κινήσεων εἰς ὁμάδας ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν διὰ νὰ ἐργασθοῦν κατὰ
τὰ πρότυπα ἡρωϊκῶν φυσιογνωμιῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, διὰ νὰ διαλύσουν τὴν
θανάσιμον χαυνότητα τῶν καιρών μας, ἕνεκα τῆς ὁποίας, κατὰ τὸν Ἱ.
Χρυσόστομον, εὐάλωτοι γενόμεθα τοῖς πᾶσιν.
Ἡ
κατάστασις τῆς πόλεως εἶναι οἰκτρά. Ὅποιος θὰ τὸ ἀμφισβητήση εἶναι
πνευματικῶς τρομερὰ μύωψ καὶ δὲν βλέπει πέραν τῆς ρινός του τὴν τραγικὴν
παραγματικότητα. Ὁ τοιοῦτος ἀπατᾶται ἀπὸ ὡρισμένας ἐξωτερικὰς
θρησκευτικὰς ἐκδηλώσεις, αἱ ὀποῖαι δὲν ἐγγίζουν τὴν καρδίαν. Τὰ «Κύριε, Κύριε», ὡς εἴπεν ὁ θεάνθρωπος Λυτρωτής, δὲν σώζουν τὴν κατάστασιν. Ἄς τὸ ἐννοήσωμεν ἐπιτέλους. Ὁ κατʼ ὄνομα Χριστιανισμὸς εἶνε ἡ μεγαλυτέρα κατάρα τῆς ἀνθρωπότητος.
* * *
Διὰ
τοὺς βλέποντας ἡ ἠθική, ἡ κοινωνικὴ, ἡ θρησκευτικὴ κατάστασις, ὄχι
μόνον τῆς πόλεως Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ καὶ πολλῶν ἄλλων πόλεων, κωμοπόλεων
καὶ χωρίων ἀκόμη, εἶνε ἀθλία. Περὶ δὲ τῶν Ἀθηνῶν, τῆς συγχρόνου
Βαβυλώνος, δὲν λέγομεν ἐδῶ τίποτε, διότι ἀρκετὰ ἐγράφησαν εἰς τὸ ὑπ.
ἀριθμ. 130 φῦλλον τῆς «Σπίθας».
Ἀθλία ἡ κατάστασις. Σκεπάζεται μόνον μὲ μίαν ἐλαφρὰν κρούσταν
χριστιανοσύνης. Ἀφαιρέσατε τὴν κρούσταν καὶ θὰ ἴδετε τὸν βόρβορον τῶν
παθῶν τὴν σύγχρονον εἰδωλολατρεῖαν εἰς ὄλην τὴν μεγαλοπρέπειάν της. Ποτὲ
ἄλλοτε ἡ Θεὰ Ἀφροδίτη καὶ ὁ κερδῶος Ἐρμῆς καὶ ὁ μοιχὸς Ζεὺς καὶ ὁ
ἐκδικητὴς Ἄρης, δὲν εἴχον τόσους ὁπαδοὺς ὅσους ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας.
Χριστιανοὶ τὸ ὄνομα. Εἰδωλολάτραι τὰ πράγματα. Ὁ ἀληθὴς χριστιανὸς
σπάνιον εἶδος τῶν ἡμερῶν μας. Τραγικὴ ἡ κατάστασις. Ἀλλὰ μήπως ἀπελπιστικῶς τραγικὴ
δὲν ἧτο ἐν Θεσσαλονίκη καὶ λοιπὴ Ἑλλάδι ἡ κατάστασις πρὸ 1900 ἐτῶν;
Οὐδαμοῦ ἔννοια ἀληθινοῦ Θεοῦ. Παντοῦ ξόανα. Παντοῦ αἰσχρὰ εἰδωλολατρεῖα
τρέφουσα εἰς τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς χιλιάδας πορνῶν. Ἀλλὰ ταῦτα ἀνέτρεπε καὶ
ἐσάρωνε καὶ ἔδωκεν νέαν μορφὴν ἕνας καὶ μόνον, ὁ ΠΑΥΛΟΣ ὁ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Ὑποκλιθῶμεν πρὸ αὐτοῦ οἱ πάντες.
Οἱ τὸ ἔργον τοῦ Παῦλου συνεχίζοντες εἰς τὴν γενεάν μας ἄς σκεφθοῦν σοβαρῶς, ἄς ἀναμετρήσουν τὰς εὐθύνας των.
Ἀδελφοὶ
καὶ Πατέρες. Τὶ λόγον θὰ δώσωμεν ὅλοι εἰς τὸν Κύριον διὰ τὸ ἠθικόν,
θρησκευτικόν καὶ ἐκκλησιαστικὸν κατάντημα τῆς πατρίδος μας; Θὰ ηὐχόμην,
θὰ ἤθελα νὰ μὴ ὐπάρχη κόλασις, ὅταν σκέπτωμαι τὰς εὐθύνας μου, ἔλεγε
κλαίων ἱερὸς πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποι, οἱ Μητροπολίται, οἱ
κληρικοὶ ἐν γένει καὶ θεολόγοι ἄς μιμηθοῦν, ἄς μιμηθῶμεν ὅλοι τὸν
Παῦλον. Ἄς τὸν μιμηθῶμεν εἰς τὴν ἀπλότητα, τὴν λιτότητα τῆς ζωῆς, τὴν
ἀγνότητα, τὴν εἰλικρίνειαν, τὴν αὐταπάρνησιν,, τὴν ἀγάπην τὴν ἀπέραντον
πρὸς τὸν ἄνθρωπον. Ἄς γίνωμεν ἥρωες. Ἡρωϊκὸν στοιχεῖον ζητεῖ ὁ
μαρτυρικὸς αὐτὸς λαός μας. Μόνον διὰ σφοδρῶν ἀγώνων, μόνον διὰ δακρύων
καὶ αἵματος, διʼ ἔργων βαθείας μετανοίας καὶ ὑψίστης αὐταπαρνήσεως, θὰ
καθαρισθῆ ὁ τόπος μας ἀπʼ ὅλα τὰ αἴσχη τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, διὰ νὰ γίνη
καὶ πάλιν ἡ Θεσσαλονίκη μας, καὶ πᾶσα ἄλλη πόλις, πόλις ὀνομαστή, ὡραία
νύμφη, στάζουσα μῦρον Ἁγίου Δημητρίου, ὅλη εὐωδιάζουσα ἀξία τοῦ Νυμφίου
Χριστού.
______________________________
- (*) Νεοαρειανοὺς ὀνομάζομεν τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ νέου αἱρεσιάρχου Θ. Λαναρᾶ, ὡς ἀρνούμενος μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὸ θεμέλιον τῆς πίστεώς μας, τὴν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βιβλία τοῦτου κυκλοφοροῦν καὶ ἐν Θεσσαλονίκη. Δυστυχῶς ἡ ἐπίσημος Ἐκκλησία μόνον διʼ ἀφορισμοῦ ἠρκέσθη νὰ πολεμήση τὰς αἱρετικὰς ἰδέας, αἱ ὁποῖαι εἶνε ἐγκατεσπαρμέναι εἰς τὰ πολυπληθῆ βιβλία του. Ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Παντελεήμων ὡς Μητροπολίτης Ἐδέσσης κατὰ τὸν χρόνον τῆς κατοχῆς ἤνοιξε ἀψιμαχίαν τινὰ κατʼ αὐτοῦ. Ἐν ἐπιστολῆ πρὸς αἱρεσιάρχην ὡραῖα ἔγραφε ὅτι ἐὰν ἐλευθερωθῆ ἡ πατρὶς καὶ ἐπιζήση, δὲν θὰ διστάση νὰ κατέλθη εἰς τὸ στάδιον τῆς ἐλευθέρας διαλογικῆς συζητήσεως καὶ νʼ ἀγωνισθῆ μαζύ του «μὲ τὸν ποιμενικὸν τῆς θεολογίας αὐλὸν καὶ τοὺς ὀγκολίθους τῆς Ὀρθοδοξίας». Νομίζομεν ὅτι ἐπέστη ἡ στιγμή, ἵνα ἐκπληρώση τὴν ἐπίσημον ὑπόσχεσίν του ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ἐπιστήμην γνωρίζει. Ἄς κατέλθη λοιπὸν εἰς τὸ στάδιον. Ἄς πολεμήση τὸν νεώτερον Λυαῖον. Ἄς κάμη μίαν δημοσίαν συζήτησιν. Ἄς δημοσιεύση βιβλίον, ἵνα ἐπὶ τέλους ἀκούσωμεν αὐλὸν Θεολογίας καὶ ἴδωμεν ἐπὶ τῶν ἠμερῶν μας Ἱεράρχην συντρίβοντα μὲ τοὺς «ὀγκολίθους τῆς Ὀρθοδοξίας» δεινὸν αἱρετικόν. Ἄλλως γελοιοποιούμεθα καὶ δίδωμεν τὸ δικαίωμα εἰς τὸν αἱρεσιάρχην νὰ καυχᾶται λέγων ὅτι οἱ Ἱεράρχαι μας ἀποφεύγων τὴν μάχην. -Ποῖοι; Οἱ διάδοχοι Γρηγορίων Παλαμᾶ, οἱ ὁποῖοι διὰ σοφῶν συγγραμμάτων διέλυσαν καὶ κατακεραύνωσαν τὰς αἱρέσεις τὴς ἐποχῆς των.
- (**) Ἕν χαρακτηριστικὸν τῆς χαλαρότητος τοῦ θρησκευόντος κόσμου εἶνε καὶ τὸ γεγονὸς, ὅπερ ἐσχάτως ἐπληροφορήθην, ὅτι ἄριστος νέος, πτυχιοῦχος θεολολικῆς Σχολῆς Πανεπ. Θεσσαλονίκης, ἐπιθυμῶν νὰ γίνη ἔγγαμος ἱερεύς, ἀνεζήτησε μεταξὺ τῶν θρησκευομένων, μεταξὺ τῶν κατηχητριῶν νεάνιδα, ἡ ὁποία ὡς σύζυγος θὰ συνεβάσταζε ἐν τῆ ἀπίστω καὶ διεστραμμένη γενεᾶ μας τὸν σταυρὸν τῆς ἰερατικῆς ζωῆς. Ἀλλὰ οὐδεμία ἐδέχθη! Καὶ ἔχει ἡ Θεσσαλονίκη παρακαλῶ ἑκατοντάδας κατηχητριῶν! Ὅλαι αὐταὶ φιλοδοξοῦν καὶ μάχονται νὰ λάβουν σύζυγον ἔμπορον, δικηγόρον, καθηγητήν, γυμνασιάρχην, ὑπουργόν, ἀλλὰ καμμία δὲν καταδέχεται νὰ γίνη πρεσβυτέρα. Ὁ νέος εὗρεν νέαν τοιαύτην εἰς τὴν ὕπαιθρον. Φαίνεται ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει εἰλικρίνειά τις θρησκευτικοῦ συναισθήματος. Ἡ πόλις ΨΕΥΔΕΤΑΙ ΕΝ ΠΑΣΙ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου