ΜΕΡΟΣ Β΄.
Το επιεικώς οξύμωρο είναι ότι οι
ιεράρχες εκείνοι, οι οποίοι, δυνάμει της υπ’ αριθμόν 3 ΣΠ, είχαν αποκλεισθεί απ’
τη συμμετοχή τους στα διοικούντα την Εκκλησία όργανα ιερουργούσαν, κήρυτταν,
χειροτονούσαν ιερείς, και, γενικότερα, εξακολουθούσαν να ασκούν πλήρως την
επισκοπική τους διακονία στη μητρόπολη την οποία ποίμαιναν!
Κάποιοι όμως αυτοδιοικητικοί
άρχοντες, επηρεασμένοι, προφανώς, απ’ την ολέθρια και ανυπόστατη δημοσιογραφική
φημολογία περί της ΔΗΘΕΝ αντιανονικότητος και περί "δηλώσεων μετανοίας"
των "υπό δίκην αρχιερέων", των μητροπολιτών των πόλεων και χωρίων
στις οποίες ζούσαν και δρούσαν, διέκοψαν τη συνεργασία με τους κανονικούς
ποιμενάρχες (επί τη βάσει των όσων διαλαμβάνει σχετική αγόρευση, εν
συνόδω, του μακαριστού μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου, υπερμάχου της επαναφοράς
της κανονικής τάξεως και της εν τη Εκκλησία ενότητος), ίσως για να φανούν
αρεστοί στην κεντρική εξουσία, ενώ και κάποιοι απ’ τους αποκλεισθέντες
επισκόπους έπαυσαν να προσέρχονται σε επίσημες τελετές και εκδηλώσεις!
Ιδού οι πρώτες παρενέργειες της
πολιτικής του "ειρηνοποιού", όπως διαφάνηκε αρχικά στον
ενθρονιστήριο λόγο του για να διαψευσθεί αυτή η εντύπωση, ΠΑΤΑΓΩΔΩΣ, στη
συνέχεια, αρχιεπισκόπου Σεραφείμ!
Τόσο, όμως, αυτοί (οι
αποκλεισθέντες) όσο και κάποιοι άλλοι, ευσυνείδητοι και τίμιοι μητροπολίτες,
που δεν είχαν απωλέσει
το δικαίωμα συμμετοχής στην αριστίνδην ιεραρχία που συγκροτήθηκε επί τη βάσει
της ρηθείσης συντακτικής πράξεως, από την πρώτη στιγμή της εκδηλώσεως των εν
θέματι αντικανονικοτήτων δεν έπαυσαν να διαμαρτύρονται στεντορεία τη φωνή, κυρίως
με έγγραφα και τηλεγραφήματα, με αξιοσημείωτο θάρρος και παρρησία, τόσο προς την εκκλησιαστική διοίκηση όσο και προς τους αρμοδίους πολιτειακούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες, όντων των τελευταίων συνυπεύθυνων ( αν όχι και πρωτοστατούντων) για το πρωτοφανές χάος στο οποίο οδηγούνταν τα εν Ελλάδι εκκλησιαστικά πράγματα συνεπεία των ολεθρίων επιλογών τους.
με έγγραφα και τηλεγραφήματα, με αξιοσημείωτο θάρρος και παρρησία, τόσο προς την εκκλησιαστική διοίκηση όσο και προς τους αρμοδίους πολιτειακούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες, όντων των τελευταίων συνυπεύθυνων ( αν όχι και πρωτοστατούντων) για το πρωτοφανές χάος στο οποίο οδηγούνταν τα εν Ελλάδι εκκλησιαστικά πράγματα συνεπεία των ολεθρίων επιλογών τους.
Οι προαναφερθέντες δεν έπαυσαν να
τονίζουν ότι προέχει η ενότητα της Εκκλησίας διά της καταργήσεως του δημιουργηθέντος,
συνεπεία της υπ’ αριθμόν 3 ΣΠ, "στεγανού" εντός του επισκοπικού
σώματος και προς την κατεύθυνση αυτή, εν πνεύματι αγάπης, κινήθηκαν και
συντόνισαν το βηματισμό τους. Προς το σκοπό αυτό κάποιοι εξ αυτών, κατά τη
γραπτή μαρτυρία του μακαριστού Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου, επισκέφθηκαν
τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ και τον καθικέτευσαν να αποκαταστήσει τη
διασαλευθείσα ενότητα θέτοντάς τον παράλληλα προ των ευθυνών του.
Δυστυχώς, ενώ έλαβαν απ’ τα
αρχιεπισκοπικά χείλη τη διαβεβαίωση ότι μέχρι τις 5 Φεβρουαρίου 1974 το όλο
ζήτημα θα είχε τακτοποιηθεί (η εκλογή Σεραφείμ είχε πραγματοποιηθεί στις 12
Ιανουαρίου του ιδίου έτους και η μετά ταύτα ενθρόνισή του στις 16 του ιδίου
μηνός) εν τούτοις τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλέως και σε βάρος της ενότητας της
Εκκλησίας.
Στο σημείο αυτό αξίζει να
υπομνησθεί ότι ενώ απ’ την αρχιεπισκοπή Αθηνών είχαν τυπωθεί οι προσκλήσεις
προς τους αποκλεισθέντες μητροπολίτες με σκοπό οι τελευταίοι να παραστούν στη
τελετή ενθρονίσεως του μακαριστού Σεραφείμ στον καθεδρικό ναό της Αθήνας, εν
τούτοις, κάποια χειρ (για χείρες έχει γραφεί) τις έσχισε (αν)!!! πριν τη
πραγματοποίησή της (της ενθρονίσεως) και τελικά αυτές δεν απεστάλησαν στους
υποψήφιους αποδέκτες τους –προς δόξαν του αρχεκάκου όφεως, πατρός και
εμπνευστού της διαιρέσεως!
Ο μακαριστός μητροπολίτης Αττικής
και Μεγαρίδος Νικόδημος, στο περισπούδαστο και άκρως διαφωτιστικό πόνημά του με
τίτλο «ΕΙΠΕ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» (εκδόσεις
ΣΠΟΡΑ, Αθήνα 1995), συνοψίζοντας την εκκλησιαστική πολιτική του
"δοτού" συνοδικού σχήματος που ασκούσε διοίκηση στην Ελλαδική
Εκκλησία τους πρώτους μήνες του 1974, καταλήγει στη διαπίστωση, καθ’ όλα τεκμηριωμένη,
επί τη βάσει της οποίας «το πρώτο
τετράμηνο ήταν μία σταδιακή κατολίσθηση του Σώματος της αριστίνδην Ιεραρχίας ή
πολυμελούς Συνόδου (όπως την αποκαλούσαν Ιεράρχες-μέλη της) στην εμπάθεια και τη
ανυποληψία».
Τον άξονα των ενεργειών της τον
οριοθετούσαν οι τρεις βασικές επιδιωξεις:
1) Ψήφιση νέου Καταστατικού Χάρτη
με διατάξεις που θα διευκόλυναν το ΜΕΤΑΘΕΤΟ των Μητροπολιτών, έτσι, που να
μπορέσει να πραγματοποιηθεί η ολοκλήρωση της συναλλαγής.
2) η εξόντωση μερίδας των
Μητροπολιτών, που χαρακτηρίστηκαν απ’ την 3 ΣΠ σαν αντικανονικοί για την
ανάδειξη "ημετέρων" και την εξασφάλιση πλειοψηφίας και
3) η τιμωρία των μελών της
Αριστίνδην Συνόδου του 1967, έτσι, που να μην έχουν ψήφο και συγκροτούν ισχυρή
αντιπολίτευση".
Έτσι στις 4 Μαρτίου του 1974, ημέρα
αποφράδα για την Εκκλησία της Ελλάδος, η αριστίνδην ιεραρχία που προέκυψε
δυνάμει της υπ' αριθμόν 3 ΣΠ, με 21 ψήφους υπέρ, 8 κατά και μια αποχή επανέφερε
το λαομίσητο και θεοκατάρατο και επισύρον για τους ποιούντας χρήσιν του
επισκόπους φρικτές αρές, μεταθετό για όλη τη χώρα! Κατά τα άλλα εκόπτοντο, οι
ασκούντες τότε την εκκλησιαστική διοίκηση, ότι επανέφεραν τη κανονική τάξη που
είχε διασαλευθεί επί των ημερών του μακαριστού Ιερωνύμου!
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου