AΠΑΝΤΗΣΙΣ
ΣΕ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ
k. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΕΡΜΕΝΙΩΤΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΤΑΣΙ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙ, ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΚΛΠ.
Τήν 18 Δεκεμβρίου ἀναρτήθηκε κατά πρῶτον στό ἱστολόγιο aktines καί στή συνέχεια καί σέ ἄλλα
ἱστολόγια, ἄρθρο τοῦ κ. Βασίλειου Κερμενιώτη μέ τίτλο:
«Συνετή και επιβεβλημένη η αναδίπλωση του Πειραιώς για την Ημερίδα περί
Αποτειχίσεως». Τό ἄρθρο ἀναφερόταν διά πολλῶν καί στόν ἱερομόναχο π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, ὁ
ὁποῖος, ἐλλείψει χρόνου λόγῳ τῶν αὐξημένων ποιμαντικῶν ὑποχρεώσεων κατὰ τίς
ἡμέρες τῶν ἑορτῶν, δέν μπόρεσε τότε νά ἀπαντήσει. Αὐτές τίς ἡμέρες μᾶς ἔδωσε τήν ἀπάντηση, τὴν
δακτυλογραφήσαμε καί σᾶς τήν ἀποστέλλουμε πρός δημοσίευση, ὥστε νά ἀκουστεῖ καὶ ὁ
λόγος τῆς ἄλλης πλευρᾶς,
ὅπως ἡ δημοσιογραφική (πολλῷ μᾶλλον ἡ χριστιανική) δεοντολογία ἀπαιτεῖ.
Ὀρθόδοξος Χριστιανικός Ἀγωνιστικός Σύλλογος
«Ἁγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης»
Ἀγαπητέ ἀδελφέ Βασίλειε, χαῖρε ἐν Κυρίῳ.
Χαίρομαι πού ἐπικοινωνῶ μαζί σου ὕστερα
ἀπό τήν κοινοποίησι πρός ἐμένα τοῦ κειμένου σου μέ τίτλο «Συνετή καί Ἐπιβεβλημένη ἡ “ἀναδίπλωση” τῆς μητροπόλεως Πειραιᾶ ὡς πρός
τήν διοργάνωση Ἡμερίδας μέ θέμα τήν Ἀπoτειχίση». Εἶμαι ὑποχρεωμένος ὕστερα ἀπό
τίς ἑορτές νά ἀπαντήσω, διότι θίγεις σοβαρά ἐκκλησιολογικά θέματα καί μάλιστα ἔχοντα
σχέσι μέ τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας καί τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι σ’ αὐτήν.
Πρίν τίς ἑορτές, ἦτο ἀδύνατον νά ἀσχοληθῶ μέ τέτοια θέματα, ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπιφορτισμένου
μου προγράμματος (κυρίως ἐξομολογήσεως).
Εἶναι ἀδύνατον, ξεκινώντας τήν ἀπαντητική
ἐπιστολή μου, νά μήν ἐνθυμηθῶ τό ἐπεισοδιακό γεγονός τῆς πρώτης μας
συναντήσεως. Σέ εἶδα γιά πρώτη φορά στό ναό τῶν Νεομαρτύρων τῆς Πτολεμαΐδος σέ
μία ὁμιλία πού ὠργάνωσε ἡ Μητρόπολις Φλωρίνης περί τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἐθνομάρτυρος
Χρυσοστόμου Σμύρνης. Ἦταν προσκεκλημένος ὁ Ἁγιορείτης μοναχός π. Μάξιμος Ἠβηρίτης.
Ἐγώ εἶχα ἔλθει γιά νά ἀκούσω, μήπως ὁ ὁμιλητής εἶχε νά καταθέση κάτι ἀξιόλογο ὑπέρ
τῆς ἁγιότητος τοῦ Σμύρνης, γιά τό ὁποῖο ἔπρεπε νά ἐνημερωθῶ, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι
εἶχα ἀσχοληθῆ εἰδικά μέ τόν ἐν λόγῳ Ἐθνομάρτυρα. Ἐσύ λοιπόν, στό τέλος τῆς ὁμιλίας,
ἄν ἐνθυμοῦμαι καλά, ἔκανες παρέμβασι καί ἔνστασι στόν ὁμιλητή καί ὁ Δεσπότης
τότε ἆρον-ἆρον μέ τό «δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων
Πατέρων ἡμῶν...» ἔκλεισε βιαστικά το θέμα. Μετά εἰσῆλθες στό ἱερό καί
συνέχισες νά μάχεσαι ὡς λέων ἐναντίον ὅλου τοῦ ἱερατείου καί τοῦ Ἐπισκόπου, ὁμολογώντας
εὐθαρσῶς τά πιστεύω σου γιά τήν ἐν λόγῳ ἁγιοποίησι. Ἐγώ τότε δέν σέ βοήθησα,
διότι δέν ἤθελα νά φανῶ ὅτι μεροληπτῶ ὡς συγγραφέας τοῦ βιβλίου, τό ὁποῖο ἐκρατοῦσες
καί ἐπεδείκνυες στό ἱερατεῖο. Χαιρόμουν ὅμως τήν ὁμολογία σου ἐνώπιον ὅλων καί,
ὅταν ἐπέστρεψα, ἐνθυμοῦμαι ὅτι συνεχῶς τήν ἐκθείαζα στούς ἀδελφούς δημοσίως καί
ἰδιωτικῶς.
Μέ αὐτήν λοιπόν τήν πρώτη ἀρίστη ἐντύπωσι
ἤμουν καί ἐξακολουθῶ νά εἶμαι γιά σένα, ἔστω καί ἄν φανῆ στήν τωρινή μας ἀντιπαράθεσι
ὅτι διαφωνοῦμε σέ κάποια ἐκκλησιολογικά ζητήματα. Ἄλλωστε καί ἀπό τήν διαφωνία
καί ἀπό τόν ἔλεγχο καί ἀπό τήν ἀντιπαράθεσι μπορεῖ νά βγῆ μεγάλο καλό, ἐφ’ ὅσον
ὑπάρχει καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀγαθή προαίρεσις. Αὐτή τήν ἀγαθή προαίρεσι τήν
θεωρῶ δεδομένη καί ἀπό τίς δύο πλευρές καί ἔτσι ξεκινῶ μετά, ἀπό αὐτήν τήν εἰσαγωγή,
τήν ἀναφορά μου στά θέματα τά ὁποῖα ἔθιξες.
Κατ’ ἀρχάς δέν θά ἀσχοληθῶ
μέ διάφορες ἐκφράσεις τίς ὁποῖες θεωρεῖς ὅτι εἶναι ὑβριστικές ἤ ὑποτιμητικές ἐναντίον
τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς ἤ τῶν ἀντιοικουμενιστῶν πατέρων. Καί δέν θά ἀσχοληθῶ
μέ ὅλα αὐτά, διότι ἀφ’ ἑνός μέν κάποιες ἐκφράσεις δέν ἀποτελοῦν τήν οὐσία τῆς ὑποθέσεως,
ἐφ’ ὅσον ἔχομε ἐκκλησιολογικές διαφορές καί σοβαρές τοποθετήσεις διά τό δέον
γενέσθαι ἐν καιρῷ αἱρέσεως, καί ἀφ’ ἑτέρου, ἐπειδή ἐδῶ οἱ ἀπόψεις δυνατόν νά
διΐστανται καί ὁ ἕνας νά ἰσχυρίζεται ὅτι αὐτά εἶναι ὕβρεις κλπ. καί ὁ ἄλλος νά
λέγη ὅτι αὐτά εἶναι ἐκφράσεις πού δηλώνουν τήν πραγματικότητα, ὅπως γιά
παράδειγμα δέν εἶναι ὕβρις ὅταν κάποιον, ἐφ’ ὅσον κλέβη, τόν ὀνομάσεις κλέπτη. Ἄλλωστε
ποτέ μέχρι τώρα δέν ἀσχολήθηκα μέ λεκτικές λεπτομέρειες, τήν στιγμή μάλιστα πού
κι ἐμένα μέ ἔχουν ὀνομάσει αἱρετικό, σχισματικό, ἔχοντα ψυχολογικά προβλήματα,
δημιουργό σεκτῶν κλπ.
Ἄν πάντως κάτι ἀπευθύνθηκε
σέ σένα καί τό θεωρεῖς ὑβριστικό νά μᾶς τό ἀναφέρης γιά νά σοῦ ζητήσωμε
συγνώμη. Ἄν πάλι οἱ ἐκφράσεις ἀφοροῦν ἄλλους, ἄς ἐπιληφθοῦν ἐκεῖνοι τοῦ θέματος
τῆς προστασίας των, διότι νομίζω δέν εἶναι τοῦ Νηπιαγωγείου, ὥστε νά θέλουν
προστάτες καί κηδεμόνες. Νομίζω ὅμως ἐν τέλει ὅτι, ἄν μείνωμε στήν οὐσία τοῦ
θέματος, μποροῦμε νά εὕρωμε τήν ἄκρη, ἐφ’ ὅσον πάντοτε ὑπάρχη ἡ ἀγαθή
προαίρεσις πού προανέφερα, διότι ἐδῶ ἔχομε ὁδηγούς τήν Ἁγία Γραφή καί τήν
διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Θά ἀρχίσω λοιπόν τήν
ἀναφορά μου ἀπό τήν ἀντιπαράθεσί μου μέ τούς πατέρες τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων
τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, διότι καί ἐσύ στό κείμενό σου ἔκανες ἐκτενῆ ἀναφορά
τοποθετούμενος ἐμφανῶς ὑπέρ τῆς Μητροπόλεως.
Γνωρίζεις, ἀδελφέ
Βασίλειε, ὅτι ἔγραψα ἕνα μικρό βιβλίο μέ κύριο θέμα τό ὑποχρεωτικό τῆς ἐφαρμογῆς
τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπί ἁγ. Φωτίου στήν περίπτωσι τῆς δημοσίας
καί Συνοδικῆς κηρύξεως αἱρέσεως ἐκ μέρους τῶν Ἐπισκόπων. Εἰς αὐτό τό βιβλίο ἔκαναν,
οἱ πατέρες τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, μία κριτική
μελέτη καί μέ τόν τρόπο τους καί κατά τήν δύναμί των προσπάθησαν νά ἀναιρέσουν
τίς θέσεις πού ὑπεστήριζα στό προαναφερθέν βιβλίο μου. Αὐτό πού ἔκαναν οἱ
πατέρες τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς κατά βάθος ἦτο πολύ καλό, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά ἀκουσθοῦν
ὅλες οἱ ἐνστάσεις καί ἀφ’ ἑτέρου νά ἰδοῦμε ποῦ στηρίζονται καί, ὡς ἐκ τούτου,
νά ἀποδειχθῆ ἄν δύνανται νά κλονίσουν ἤ νά καταρρίψουν τίς θέσεις τοῦ βιβλίου. Ἔδιδε
δέ ἐπιπλέον τήν δυνατότητα νά διευκρινισθοῦν καί ἀναλυθοῦν ἐπιμελέστερα πολλά
σημεῖα τοῦ βιβλίου, εἰς τρόπον ὥστε κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης νά δύναται
νά τοποθετηθῆ ἀφόβως ἐπί τῶν σοβαροτάτων αὐτῶν θεμάτων τῆς πίστεως.
Ὅπως καταλαβαίνεις ἤμουν ὑποχρεωμένος
νά ἀπαντήσω στήν κριτική μελέτη τῶν πατέρων, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει θά ἐλογίζετο
ὅτι ἀποδέχομαι τήν ὀρθότητα τῆς μελέτης αὐτῆς καί, ἤ θά ἔπρεπε εἰς αὐτήν τήν
περίπτωσι νά ἀποσύρω τό βιβλίο καί νά ζητήσω συγγνώμη, διότι ἔγινα αἰτία
σκανδάλου τῶν Ὀρθοδόξων, ἤ νά ἀδιαφορήσω γιά τήν κριτική αὐτή μελέτη καί νά ἀφήσω
νά αἰωροῦνται ἀμφιβολίες δι’ αὐτά τά σοβαρά θέματα, πρᾶγμα ἀκόμη χειρότερο.
Ἡ βασική θέσις τῶν πατέρων, ὅπως
γνωρίζεις ἀδελφέ Βασίλειε, ἦταν ὅτι ὁ ἐν λόγῳ Κανόνας δέν εἶναι ὑποχρεωτικός ἐν
καιρῷ αἱρέσεως, ἀλλά δυνητικός. Τό βασικό ὅμως μειονέκτημα τῆς κριτικῆς αὐτῆς
μελέτης ἦταν ὅτι ἐστηρίζετο ἀπολύτως καί ἀποκλειστικῶς στόν ὀρθολογισμό καί, σέ
ὁλόκληρη τήν μελέτη, δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνα ἁγιογραφικό ἤ πατερικό χωρίο, τό ὁποῖο
νά κατοχυρώνη κάπως τίς ἀπόψεις τῶν πατέρων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Εἶναι νομίζω ἄκρως λυπηρό καί ἐξ ἴσου ἐπικίνδυνο
νά ἀναιροῦμε ἁγιογραφικά χωρία, ἱερούς Κανόνες καί διδασκαλίες τῶν Ἁγίων μέ
συλλογισμούς καί ὑποθέσεις νοησιαρχικούς, προκειμένου νά στηρίζωμε μία θεωρία ἕωλη
καί τελείως ἀντιπατερική. Μάλιστα οἱ πατέρες στήν κριτική τους μελέτη, τό
κεφάλαιο τοῦ βιβλίου, στό ὁποῖο ἀναιροῦσα τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ
Κανόνος, τό προσπέρασαν τελείως ἀσχολίαστο, ἐνῶ δι’ αὐτούς ἀποτελοῦσε τό μῆλο τῆς
ἔριδος καί θά ἔπρεπε λογικά μέ αὐτό νά ἀσχοληθοῦν περισσότερο. Στήν περίπτωσι
δέ πού ἐγώ παρερμήνευα καί διέστρεφα τά ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία, πάλι οἱ
πατέρες θά ἔπρεπε μέ τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία νά ἀποδείξουν τήν
πλάνη μου. Ἔτσι νομίζω ὅτι ἡ μελέτη των θά ἦτο ὀρθόδοξος καί θά ὠφελοῦσε καί αὐτούς
πού θά τήν μελετοῦσαν.
Τελικῶς ὅταν ἔστειλα τήν ἀπάντησί μου στήν
κριτική τους μελέτη, οἱ πατέρες τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, ἐπειδή ἔλαβαν (ἴσως ἀπό
λάθος) πρῶτα τήν εἰσαγωγή, ἄρχισαν πάλι νά ἀπαντοῦν δευτερολογώντας στήν ἀπάντησί
μου. Αὐτό πιθανόν νά ἔγινε ἐπειδή ἡ ἀπάντησίς μου στήν κριτική των μελέτη, λόγῳ
τοῦ μεγέθους, ἐδημοσιεύετο τμηματικά.
Ὅταν ἐγώ διεπίστωσα, ἀπό τήν ἀπάντησί
των στήν εἰσαγωγή τῆς δικῆς μου, ὅτι ἀπαντοῦν πάλι μέ τόν ἴδιο τρόπο τοῦ ὀρθολογισμοῦ,
χωρίς κανένα ἁγιογραφικό ἤ πατερικό ἐπιχείρημα, στόν ἐπίλογο πού τότε ἔγραφα,
τούς ἐζήτησα νά σταματήση αὐτός ὁ τρόπος τῆς ἀντιπαραθέσεως, διότι θά μποροῦμε
νά ὁμιλοῦμε ἐπί ἔτη χωρίς ἀποτέλεσμα, καί νά θέτη ἡ κάθε πλευρά συγκεκριμένες ἐρωτήσεις,
στίς ὁποῖες θά ἀπαντᾶ ἡ ἄλλη πλευρά καί ἐν συνεχείᾳ θά θέτη ἀνάλογες ἐρωτήσεις ἡ
πλευρά πού ἀπήντησε, καί θά ἀπαντᾶ ἡ ἄλλη. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο θά ἀπαντοῦσε ἡ
κάθε πλευρά ἐπι συγκεκριμένων θεμάτων καί θά ἀπεφεύγετο τό νά ἀπαντοῦμε ἐκεῖ ὅπου
μᾶς ἐξυπηρετεῖ ἀπό ὅλο τό κείμενο καί νά ἀποφεύγωμε αὐτά τά ὁποῖα μᾶς
δυσκολεύουν. Ἐπίσης ἡ κάθε πλευρά θά ἐπεσήμαινε τίς ἀδυναμίες τῆς ἄλλης, ἀπό τά
κείμενα πού ἤδη ἀντιπαρατέθηκαν καί θά ἔκανε ἀνάλογες ἐρωτήσεις ἐπ’ αὐτῶν. Τόν
τρόπο αὐτῶν τῶν ἐρωτήσεων καί ἀπαντήσεων τόν βλέπομε νά τόν χρησιμοποιοῦν καί οἱ
Πατέρες καί μάλιστα ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στούς ἀντιρρητικούς λόγους
κατά τῶν εἰκονομάχων. Γιά νά ξεκινήση δέ αὐτός ὁ τρόπος πού ἐπρότεινα, ἔθεσα
στόν ἐπίλογο τῆς ἀπαντήσεώς μου δύο ἐρωτήσεις, γιά τίς ὁποῖες ἐζητοῦσα ἀπάντησι
ἀπό τούς πατέρες.
Εἰς
αὐτήν λοιπόν τή φάσι τοῦ διαλόγου, ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως, μοῦ ἀνεκοίνωσαν οἱ
πατέρες τήν ὀργάνωσι ἡμερίδος ἐκ μέρους τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς μέ θέμα τό ὑποχρεωτικό
ἤ δυνητικό τοῦ ΙΕ΄Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, εἰς τήν ὁποία θά ἤμουν κι ἐγώ
ἕνας ἐκ τῶν εἰσηγητῶν. Δέν σοῦ κρύβω ἀδελφέ Βασίλειε, ὅτι ἐγώ ἐδῶ, ὡς ἐμπαθής καί
ἁμαρτωλός, εἶδα σκοπιμότητα καί ἀπάτη, προκειμένου νά ἀποφύγουν οἱ πατέρες τίς ἀπαντήσεις
τίς ὁποῖες ἐζητοῦσα. Δηλαδή, ἐπειδή ἀκριβῶς ἐγώ ἐζητοῦσα ἁγιογραφική καί
πατερική κατοχύρωσι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, οἱ πατέρες μετέφεραν
τό θέμα στήν ἡμερίδα, στήν ὁποία ἐγώ θά ἤμουν ἕνας εἰσηγητής μεταξύ τῶν πολλῶν
καί φυσικά θά ἴσχυε ἡ πατερική ρῆσις «ἡ ψῆφος
τῶν πλειόνων κρατείτω», τήν στιγμή μάλιστα κατά τήν ὁποία ἀπό τήν ἀντίθετη
πλευρά θά εὑρίσκοντο καθηγητές Πανεπιστημίου καί μεγαλόσχημοι κληρικοί. Ἄλλωστε,
τί θά ἐστοίχιζε στούς πατέρες νά ἀπαντοῦσαν πρῶτα στίς ἐρωτήσεις μου καί
κατόπιν νά ἀνεκοίνωναν τήν ὀργάνωσι τῆς ἡμερίδος; Ἡ ἀπάντησις δέ πού ἐζητοῦσα
δέν ἦταν νά συντάξουν καμμιά εἰδική μελέτη, ἀλλά ἁπλῶς νά προσκομίσουν δύο-τρία
ἁγιογραφικά καί ἄλλα τόσα πατερικά χωρία, τά ὁποῖα νά συνηγοροῦν ὑπέρ τῆς
δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος. Αὐτά ἄλλωστε τά χωρία θά ἔπρεπε νά τά ἔχουν ὑπ’
ὄψιν των, πρίν κἄν ξεκινήσουν τήν κριτική μελέτη στό βιβλίο μου, διότι εἶναι ἀδιανόητο
νά συντάξη κάποιος κάποια κριτική μελέτη στηριζόμενος ἀποκλειστικά καί μόνο
στόν ὀρθολογισμό. Ἀλλά καί στήν συνέχεια, πού τούς ἐπίεσα τροπόν τινά νά ἀπαντήσουν
στίς δύο ἐρωτήσεις πού ὑπέβαλα, ἀπήντησαν ὅτι ἐπιφυλάσσονται νά ἀπαντήσουν μετά
τήν ἡμερίδα.
Ὅλα αὐτά σοῦ τά ἐξιστόρησα λεπτομερῶς, ἀδελφέ
Βασίλειε, διά τρεῖς λόγους.
1) Διά νά μοῦ ἀναφέρης τήν γνώμη σου, ἄν
δηλαδή ἐσύ βλέπεις ἤ ὄχι σκοπιμότητα καί ὑπεκφυγή ἐκ μέρους τῶν πατέρων, ὁπότε
νά βεβαιωθῶ κι ἐγώ ἄν τούς ἔκρινα ἤ κατέκρινα ἐμπαθῶς ἤ ὄχι.
2) Μήπως ἐσύ μπορεῖς νά ἀπαντήσης στίς ἐρωτήσεις
πού ἔθεσα στούς πατέρες (μάλιστα τούς ἀνέφερα ὅτι θά τίς ἔθετα καί στήν ἡμερίδα
καί θά ἐζητοῦσα ἀπάντησι ἀπό τούς εἰσηγητές), ὁπότε θά συνδράμης ἀφ’ ἑνός μέν
τούς πατέρες (τίς θέσεις τῶν ὁποίων ὑπερασπίζεσαι ἀπόλυτα), ἀφ’ ἑτέρου δέ εἰς τό
νά κατοχυρωθῆ ἁγιογραφικά καί πατερικά ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος
καί νά μήν εἶναι ἕωλη κι ἀστήρικτη καί
3) Θά ἤθελα νά σέ παρακαλέσω, ἀφοῦ
λάβεις ὅλα τά κείμενα, τά δικά μου καί τῶν πατέρων, νά ἀποφανθῆς ὡς τρίτος καί ἀμερόληπτος
κριτής, γιά τό ποῦ ὑπάρχει τό δίκιο, μιά κι ἡ ἡμερίδα, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, δέν
πρόκειται νά γίνη, παρά τόν ἀντίθετο ἰσχυρισμό τῶν πατέρων, οἱ δέ πατέρες
φαίνονται τελείως ἀπρόθυμοι γιά οἱαδήποτε συνέχισι τοῦ διαλόγου, ὁπότε θά ἀποδειχθῆ
ἐκ τῶν πραγμάτων ὅτι ἡ κριτική μελέτη ἦταν, ὄχι μόνον σκόπιμη, ἀλλά καί
κατευθυνόμενη καί, μάλιστα, συντάχθηκε μέ εἰδικό σκοπό. Αὐτά ἐπί τοῦ θέματος
τούτου, εἰς τό ὁποῖο ἐπλατείασα διότι καί ἐσύ, στήν κοινοποιηθεῖσα ἐπιστολή σου,
ἀναφέρεσαι ἐκτενῶς.
Ἐν συνεχείᾳ θά ἀσχοληθῶ μέ δύο–τρία ἄλλα
θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα, τά ὁποῖα θίγεις στήν ἐπιστολή σου καί τά ὁποῖα
νομίζω παραποιεῖς καί δέν τούς δίδεις τίς κανονικές ἐκκλησιαστικές διαστάσεις.
Τό πρῶτο εἶναι τό θέμα τοῦ σχίσματος. Γράφεις
τά ἑξῆς μεταξύ τῶν ἄλλων, ἀπό τά ὁποῖα δράττομαι νά σοῦ ἀναφέρω μερικά
πράγματα.
«Πληροφορήθηκα ότι ο π. Ευθύμιος Τρικαμηνάς
στις λειτουργίες που επιτελεί δεν κοινωνεί τους μη αποτειχισμένους, γεγονός που
σημαίνει ότι στην ουσία έχουμε τη δημιουργία σχίσματος! Σημειωτέον, ότι
ξεπέρασε ακόμη και τους παλαιοημερολογίτες οι οποίοι ―με εξαίρεση την φανατική
και αδιάλλακτη παράταξη του Ματθαίου― επιτρέπουν στους νεοημερολογίτες να
κοινωνούν».
Ἐδῶ στό θέμα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν εἶσαι,
ἀδελφέ Βασίλειε, ἀνενημέρωτος κι ἄν θέλης νά ἐνημερωθῆς πήγαινε π.χ. στήν Ἱ.
Μονή Ἐσφιγμένου, ἡ ὁποία πρόσκειται στήν μεγαλύτερη καί πολυπληθέστερη παράταξι,
γιά νά διαπιστώσης, ἄν θά σέ κοινωνήσουν ἤ ὄχι. Τό θέμα ὅμως δέν εἶναι αὐτό καί
οὔτε κἄν θά τό ἔθιγα σάν ὑποδεέστερο, ὅπως τόσα καί τόσα πού ἀναφέρεις στήν ἐπιστολή
σου, μέ τά ὁποῖα φυσικά οὐδόλως συμφωνῶ.
Στό σημεῖο αὐτό δείχνεις ἐμφανῆ ἄγνοια
γιά τό τί σημαίνει σχίσμα καί τό ποῦ καί πότε αὐτό ἐπιτελεῖται. Ὅταν λοιπόν ἔχομε
αἵρεσι, ἡ ὁποία μάλιστα κηρύσσεται δημοσίως καί συνοδικῶς, δέν ἔχομε δικαίωμα
τήν κάθε ἀπόσχισι καί ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτήν νά τήν ὀνομάζωμε σχίσμα, ἀλλά ἀποτείχισι.
Τό σχίσμα γίνεται, ὅταν δέν ὑπάρχει αἵρεσις μαινομένη καί καλπάζουσα καί, ὡς ἐκ
τούτου, ἀποσχιζόμεθα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο γιά διαφόρους ἄλλους λόγους π.χ.
διοικητικούς, οἰκονομικούς, προσωπικούς κλπ., ἐνῶ φυσικά ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι Ὀρθόδοξος.
Αὐτά τά ἑρμηνεύει ἄριστα ὁ Μ. Βασίλειος στόν πρῶτο του Κανόνα στό Πηδάλιο καί
μπορεῖς ν’ ἀνατρέξης ἐκεῖ καί νά ἐνημερωθῆς.
Θά μποροῦσες στήν προκειμένη περίπτωσι
νά ὁμιλήσης γιά σχίσμα, μόνο καί ἐφ’ ὅσον ἀποκαθίστατο ἡ Ὀρθόδοξος πίστις,
κατεδικάζετο ἡ αἵρεσις, καθαιροῦντο ἤ ἔστω ἐμετανοοῦσαν οἱ Οἰκουμενιστές κι ἐγώ,
ἤ κάποιοι ἄλλοι, δέν ἑνωνόμουν μέ αὐτήν τήν Ὀρθόδοξο Σύνοδο καί τόν Ὀρθόδοξο
τοπικό Ἐπίσκοπο, στόν ὁποῖο διοικητικά ἀνήκω, ἀλλά ἐσυνέχιζα νά εἶμαι ἐκκλησιαστικά
ἀποτειχισμένος. Τότε μόνο ἡ ἀποτείχισις θεωρεῖται σχίσμα. Ἐσύ ὅμως ἀντιθέτως σ’
αὐτά τά ὁποῖα διδάσκουν οἱ Ἅγιοι ὁμιλεῖς γιά σχίσμα, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, ἡ
ὁποία κηρύσσεται δημοσίως καί συνοδικῶς (γυμνῇ τῇ κεφαλῇ) καί σύμφωνα μέ τίς ἐκτιμήσεις
ὅλων τῶν σοβαρῶν ἀντιοικουμενιστῶν εἶναι ἡ χειροτέρα ὅλων τῶν αἱρέσεων καί εὑρίσκεται
σέ ἐξέλιξι προαγομένη ἐπί τά χείρω.
Τό χειρότερο ὅμως, ἀδελφέ
μου, εἶναι ὅτι ὄχι μόνο συγχέεις καί μπερδεύεις τό σχίσμα μέ τήν ἀποτείχισι, ἀλλά
ἀποδέχεσαι τήν θεωρία ὅτι, γιά νά μήν δημιουργήσωμε σχίσμα, εἶναι καλύτερα νά
συνοδοιποροῦμε καί νά συνταυτιζώμεθα μέ τήν αἵρεσι. Δέν γνωρίζω ποῦ τά ἐδιδάχθηκες
αὐτά, δεδομένου τοῦ ὅτι καί ἐσύ στήν ἐπιστολή σου δέν ἀναφέρεις οὐδεμία ἁγιογραφική
ἤ πατερική διδασκαλία, ὥστε νά στηρίξης αὐτά τά ὁποῖα ἰσχυρίζεσαι.
Θά σοῦ ἀναφέρω πρός
κατανόησι καί στήριξη τῶν λεγομένων τήν θαυμάσια διδασκαλία τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ
Στουδίτου γιά νά διαπιστώσης πότε γίνεται οἰκονομία καί πότε τελειώνει, κι ἔχομε
ὄχι σχίσμα ἀλλά ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων.
«Ταῦτα
οὖν σύν τῇ προσηγορίᾳ ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι τήν πατρωσύνην σου, ὅπως εἰδυῖα
ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς
μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας˙ ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν ἁγίων
ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καί ἑστιάσεως. εἰ δέ λέγοι ἡ ὁσιότης
σου, πῶς αὐτῇ πρό τῆς λεηλασίας τοῦτο οὐκ εἴπομεν, ἀλλ’ ὅτι καί ἡμεῖς ἐμνημονεύομεν
τῶν ἐν τῇ Βυζαντίδι, ἐκεῖνο γινωσκέτω, ὅτι οὔπω σύνοδος ἦν οὐδέ ἐκφωνηθέν ὑπῆρχε
τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα· καί πρό τούτων οὐκ ἦν ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν
παρανομούντων τελείως ἤ τό φεύγειν μόνον τήν προφανῆ κοινωνίαν αὐτῶν, οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ ἀναφέρειν ἕως καιροῦ.
ἐπεί δέ ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον ἡ αἱρετική ἀσέβεια διά συνόδου εἰς τοὐμφανές, δεῖ ἄρτι
καί τήν σήν εὐλάβειαν σύν πᾶσιν ὀρθοδόξοις παρρησιάζεσθαι διά τοῦ μή κοινωνεῖν τοῖς κακοδόξοις μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν ἐν τῇ
μοιχοσυνόδῳ εὑρεθέντων ἤ ὁμοφρονούντων αὐτῇ. Καί γέ δίκαιον, ὅσιε πάτερ,
κατά πάντα σε ὄντα φερωνύμως θεόφιλον, φιλεῖν καί ἐν τούτῳ τόν θεόν˙ ἐχθρούς
γάρ θεοῦ ὁ Χρυσόστομος οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο.
Καί ἐάν ἡ σή στερρότης οὐκ ἀσφαλίσηται, τίς λοιπόν σωθήσεται; καί ἐάν ὁ
παρρησιασάμενος δυνάμει θεοῦ ὡς ἅγιος πλήν τελείας αἱρέσεως ἄρτι μετά τήν αἵρεσιν
ὑποστείληται, πῶς ἕτερος τολμήσει γρύξαι; καί ἐάν τό μοναδικόν τάγμα οὐχ ἡγήσηται
πάντα σκύβαλα, μοναστήρια λέγω καί πάντα τά περί αὐτά, πῶς λαϊκός καταφρονήσει
γυναικός, τέκνων καί τῶν ἄλλων;» (Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ, Φατ. Ἐπιστ. 39,113,51, PG 99,1048).
Βλέπεις ἐδῶ, ἀδελφέ,
ὅτι οἱ Ἅγιοι γιά νά διδάξουν κάτι τό στηρίζουν πάντοτε στίς Γραφές καί τούς Ἁγίους.
Εἶναι ὡς ἐκ τούτου νεοεποχίτικο σύστημα νά διδάσκωμε σοβαρά πράγματα καί ζητήματα
μάλιστα πίστεως, χωρίς καμμία ἁγιογραφική ἤ πατερική ἀναφορά. Στήν ἐπιστολή του
αὐτή ὁ ὅσιος, ἐπικαλούμενος Κανόνες καί Ἁγίους, ἀναφέρει πότε κάνουμε οἰκονομία
καί πότε αὐτή τελειώνει, ὁμιλώντας μάλιστα γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι. Ἐσύ
τώρα, ἄν θέλης νά σκέπτεσαι καί νά ἐνεργῆς Ὀρθόδοξα, πάρε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου
καί προσάρμοσέ την στήν σημερινή ἐποχή τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία
θεωρῶ πῶς θά συμφωνῆς, ὅτι εἶναι ἀσυγκρίτως βαρύτερη καί δαιμονικώτερη τῆς
μοιχειανικῆς αἱρέσεως ἤ ἀκόμη καί τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ ἱεροί λοιπόν Κανόνες καί
οἱ Ἅγιοι διδάσκουν τήν ἀποτείχισι, δι’ αὐτό προφανῶς, ὅ,τι γράφετε περί
σχίσματος, οἰκονομίας κλπ. (ἐσύ καί ὅποιος ἄλλος), δέν ἔχετε ποῦ νά τό
στηρίξετε καί ἔτσι καταφεύγετε στόν ὀρθολογισμό.
Ἐδῶ
ἐπί πλέον, ὁ ὅσιος διδάσκει ὅτι ἡ ἀποτείχισις δέν εἶναι μία διαμαρτυρία,
προκειμένου νά συνέλθη ἡ Σύνοδος καί νά καταδικάση τήν αἵρεσι, ἀλλά μία ἀσφάλεια
ὅτι εὑρισκόμεθα σέ Ὀρθόδοξο ἔδαφος, μακριά ἀπό τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς: «Καί ἐάν ἡ σή στερρότης οὐκ ἀσφαλίσηται, τίς λοιπόν σωθήσεται;». Εἶναι δηλαδή ἡ ἐν καιρῷ
αἱρέσεως ἀσφαλής ὁδός σωτηρίας.
Ἐπίσης
ἀναφέρει καί τό σημαντικό θέμα, γιά τό ὁποῖο ἐσύ ἐπικαλούμενος τόν π. Ἐπιφάνιο,
διαφωνεῖς: «ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται
παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καί ἑστιάσεως».
Ἐσύ παραδόξως ἰσχυρίζεσαι ὅτι δέν ὑπάρχει Κανόνας πού νά τιμωρῆ τούς μή ἀποτειχισθέντας,
ἀλλά συνοδοιποροῦντας μέ τούς αἱρετικούς, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου. Ὁ ὅσιος
ὅμως διαφωνεῖ μαζί σου ἐπικαλούμενος ὅλες τίς ἐκφωνήσεις τῶν Πατέρων γιά τούς ἐπικοινωνοῦντας
μέ τούς αἱρετικούς.
Προφανῶς λοιπόν ἐσύ ἐκλαμβάνεις
ὅτι τά λόγια τοῦ ὁσίου «ὅτι μέγισται ἀπειλαί
κεῖνται παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι» ἀναφέρονται γιά τούς καταδικασμένους αἱρετικούς
καί γιά τήν καταδικασμένη αἵρεσι, ἐνῶ ὁ ὅσιος τά ἐξέλαβε, ὅτι ἀναφέρονται σέ
κάθε αἱρετικό πού κηρύσσει δημοσίως καί συνοδικῶς κάποια αἵρεσι, καί σέ κάθε αἵρεσι
καταδικασμένη καί μή καταδικασμένη ὑπό Συνόδου. Τώρα ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, ποιά ἑρμηνεία
νά δεχθοῦμε, τοῦ ὁσίου ὁ ὁποῖος ἐπικαλεῖται ἱερούς Κανόνες καί Ἁγίους ἤ τήν
δική σου καί κάποιων ἄλλων συγχρόνων θεολόγων καί πατέρων, τίς ὁποῖες (ἑρμηνεῖες
καί θεωρίες) τίς ἀναφέρετε χωρίς κανένα ἁγιογραφικό ἤ πατερικό στήριγμα;
Γιατί
μήν μοῦ πεῖς, ἀδελφέ, ὅτι εἶναι πατερικό ἐπιχείρημα τό ὅτι ἰσχυρίζεσθε ὅτι ποτέ
κανείς δέν ἐτιμωρήθηκε, ἐπειδή δέν ἀποτειχίσθηκε καί ἄρα, ἐφ’ ὅσον δέν ἐτιμωρήθηκε,
δυνάμεθα νά συνοδοιποροῦμε ἐκκλησιαστικῶς μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς. Ἐπειδή
τό ὅτι δέν ἐτιμωρήθηκε, δυνατόν νά συνέβη εἴτε ἀπό τήν εὐσπλαγχνία τῶν Πατέρων,
εἴτε διότι συνήθως οἱ ἀκολουθοῦντες καί συνοδοιποροῦντες μέ τούς αἱρετικούς εἶναι
πολλοί καί ὑποστηρίζονται καί ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, εἴτε διότι, ἐφ’ ὅσον ἐπετεύχθη
ὁ ἀντικειμενικός σκοπός πού εἶναι ἡ καταδίκη τῆς αἱρέσεως, οἱ Πατέρες δίδουν
χάρι καί συγχώρησι κλπ. Εἶναι ὅμως δυνατόν νά συνέβη αὐτό, τό ὅτι δηλαδή δέν ἐτιμωρήθηκαν
οἱ μή ἀποτειχισθέντες καί συνοδοιποροῦντες μέ τήν αἵρεσι, καί γιά τόν λόγο ὅτι
οἱ Πατέρες τούς ἐθεώρησαν ὅλους (αἱρετικούς καί μή ἀποτειχισθέντες) ὡς αἱρετικούς
ἐπιστρέφοντας στήν Ὀρθοδοξία, καί ὅταν ἔχομε ἐπιστροφή αἱρετικῶν στήν Ὀρθοδοξία,
τότε δέν ἔβαζαν οἱ Πατέρες τιμωρίες καί Κανόνες, ἀλλά ἀρκοῦντο στήν μετάνοια
καί ἐπιστροφή των.
Ἄκουσε
πρός τοῦτο, ἀδελφέ Βασίλειε, τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, ὁ
ὁποῖος ἐρωτηθείς περί τοῦ θέματος τούτου ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Ἐρώτησις ΠΕ΄: Τίνος χάριν, μεῖζον τῆς
πορνείας ἐχούσης κρῖμα τῆς τῶν αἱρετικῶν βλασφημίας, ἐπιστραφέντων εἰς
μετάνοιαν ἀμφοτέρων, τόν μέν αἱρετικόν εὐθέως δέχεται ἡ Ἐκκλησία εἰς κοινωνίαν,
τόν δέ πόρνον ἀφορίζει τῆς Ἐκκλησίας ἐπί χρόνον; Ἀπόκρισις: Ἐπειδή τό μέν ἑκούσιόν
ἐστι, τό δέ τοῦ αἱρετικοῦ κατά ἄγνοιαν. Λοιπόν δέ, ἵνα καί τούς αἱρετικούς
προθυμοτέρους εἰς ἐπιστροφήν ποιήσηται∙ τούς δέ πόρνους ὀκνηροτέρους πρός τήν ἁμαρτίαν»
(ΡG
89, 712B).
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν στήν
περίπτωσι τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν δέν θέτουμε τιμωρίες καί Κανόνες καί δέν
τιμωροῦνται, ὅπως ἰσχυρίζεσθε καί οἱ μή ἀποτειχισθέντες, ἀλλά συνοδοιποροῦντες
μέ τούς αἱρετικούς, τότε μᾶλλον οἱ μή ἀποτειχισθέντες ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἐξελήφθησαν
ἀπό τούς Πατέρες ὡς αἱρετικοί καί ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἄρα αὐτό τό ὁποῖο προσάγετε ὡς
ἐπιχείρημα δέν εἶναι ἐπιχείρημα, ἀλλά κατάντημα τῶν Ὀρθοδόξων μή ἀποτειχισθέντων.
Ὁ ὅσιος λοιπόν ἐν
κατακλεῖδι ὅταν ἐπικαλεῖται «μεγίστας ἀπειλάς
καί τιμωρίας» θεωρεῖ προφανῶς τούς βραδύνοντες εἰς ἀποτείχισι καί
μεταχειριζομένους τήν οἰκονομία (ἐνῶ τά ὅρια τῆς οἰκονομίας ἔχουν παρέλθει) ὡς ἐντός
Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξους (ἐφ’ ὅσον οἱ νόμοι γιά τούς ἐντός Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν,
σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου «ὅσα ὁ
νόμος λέγει τοῖς ἐν νόμῳ λαλεῖ» (Ρωμ.3,19).
Ἀπεναντίας ἐσεῖς μέ
αὐτό τό ἀστεῖο ἐπιχείρημα ἐκλαμβάνετε τούς μή ἀποτειχισθέντες καί ἀτιμωρήτους ὡς
ἐκτός Ἐκκλησίας καί ἄρα ἀποδεικνύετε, ἔστω καί ἀθέλητα, ὅτι οἱ ἐντός Ἐκκλησίας ἐν
καιρῷ αἱρέσεως εἶναι οἱ ἀποτειχισθέντες.
Ἐδῶ ἔχομε ὡς ἀπόδειξι
ἐπί πλέον τό συγκλονιστικό ἁγιογραφικό παράδειγμα τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ. Ὁ Ἄσωτος
δηλαδή ὅταν ἐπέστρεψε στήν οἰκία (Ἐκκλησία) ὄχι μόνο δέν τιμωρήθηκε ἀπό τόν
Πατέρα (Θεό), ἀλλά τοὐναντίον ἐτιμήθηκε μέ τόν τρόπο πού τόν ἀντιμετώπισε ὁ
Πατέρας, σέ σημεῖο μάλιστα νά σκανδαλισθῆ ὁ ἄλλος ἀδελφός. Βλέπουμε λοιπόν ὅτι
μόνο στήν ἐπιστροφή τῶν ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικῶν, σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή καί
τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, δέν ἔχομε ἐπιβολή Κανόνων καί τιμωριῶν, ἀλλά ἀρκεῖται
ἡ Ἐκκλησία στήν μεταμέλεια, μετάνοια καί ἐπιστροφή των.
Θέλω νά προσθέσω καί
κάτι ἀκόμη γιά τό θέμα τοῦ σχίσματος, τό ὁποῖο τόσο φοβεῖσθε, ὥστε νά
παραμένετε ἐκκλησιαστικῶς ἐνσωματωμένοι στήν αἵρεσι. Εἶναι προτιμώτερο ἐν καιρῷ
αἱρέσεως νά δημιουργηθοῦν διά τῆς ἀποτειχίσεως ἑκατό σχίσματα, παρά νά ὑπάρχη ἐνσωμάτωσις
στήν αἵρεσι ἐξ αἰτίας τῆς ἀποφυγῆς των. Καί αὐτό τό ἀναφέρω διότι ἡ αἵρεσις σέ ἀποξενώνει
ἀμέσως ἀπό τόν Θεό καί σέ οἰκειώνει μέ τόν διάβολο, ἐνῶ τό σχίσμα (ἐννοῶ τό
πραγματικό καί ὄχι τήν ἀποτείχισι ὅπως ἐσεῖς τήν παρεξηγεῖτε) ἐν καιρῷ αἱρέσεως,
ἔχει πολλά ἐλαφρυντικά λόγῳ τῆς ἀνωμάλου ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως.
Ἐδῶ μπορεῖς νά
διαβάσης τό παράδειγμα τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνος στόν Εὐεργετινό, ὁ ὁποῖος δέν ἐδέχθηκε
οὔτε καθ’ ὑπόθεσιν καί διά ταπείνωσι νά χαρακτηρισθῆ αἱρετικός, διότι, ἐξήγησε,
ἡ αἵρεσις σέ χωρίζει ἀμέσως ἀπό τόν Θεό:
«Ἀπῆλθον ποτέ τινές πρός τόν Ἀββᾶ Ἀγάθωνα· ἤκουσαν
γάρ ὅτι μεγάλην ἔχει διάκρισιν· καί θέλοντας δοκιμάσαι αὐτόν εἰ ὀργίζεται,
λέγουσιν αὐτῷ· σύ εἶ Ἀγάθων; ἀκούομεν περί σοῦ ὅτι πόρνος εἶ καί ὑπερήφανος· ὁ
δέ εἶπε· ναί, οὕτως ἔχει. Λέγουσι πάλιν αὐτῷ· σύ εἶ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καί
κατάλαλος; ὁ δέ εἶπεν· ἐγώ εἰμι· οἱ δέ πάλιν· σύ εἶ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός; καί ἀπεκρίθη·
οὐκ εἰμί αἱρετικός. Καί παρεκάλεσαν αὐτόν λέγοντες· εἰπέ ἡμῖν,
διατί τοσαῦτα εἴπομέν σοι καί κατεδέξω, τοῦτον δέ τόν λόγον οὐκ ἐβάστασας;
Λέγει αὐτοῖς· τά πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω· ὄφελος γάρ ἐστι τῇ ψυχῇ μου· τό δέ αἱρετικός,
χωρισμός ἐστιν ἀπό Θεοῦ. Οἱ δέ ἀκούσαντες τήν διάκρισιν αὐτοῦ ἐθαύμασαν καί ἀπῆλθον
οἰκοδομηθέντες» (Εὐεργετινός, Β΄τόμ.
Ὑπόθεσις β΄, σελ. 56).
Κατ’
αὐτήν τήν ἔννοια οἱ Παλαιοημερολογίτες σήμερα εἶναι ἀσυγκρίτως καλύτεροι εἰς τά
θέματα τῆς πίστεως (ὄχι εἰς τά προσωπικά των) ἀπό τούς Οἰκουμενιστές καί ἀπό
τούς ἀκολουθοῦντες αὐτούς καί ἐνσωματωμένους ἐκκλησιαστικά ἀντιοικουμενιστές,
διότι οἱ μέν ἔχουν περιπέσει σέ σχίσματα λόγῳ τῶν Συνόδων καί παρασυνόδων πού ἐδημιούργησαν,
ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἀκολουθοῦν τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς.
Ἄν,
ἀδελφέ Βασίλειε, ἔχης ἀντίθετη ἄποψι, εἶμαι ἕτοιμος νά τήν ἀκούσω, ἀρκεῖ νά εἶναι
ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς τεκμηριωμένη, διότι, ἀπό ἐδῶ καί εἰς τό ἑξῆς, δέν ἔχω
καμμία διάθεσι νά ἀσχολοῦμαι καί νά ἀπαντῶ σέ ὀρθολογιστικές ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες
πάσῃ θυσίᾳ θέλουν νά ἀποδείξουν ἀληθές καί ὀρθό αὐτό πού κάνουν κάποιοι, χωρίς ὅμως
τή συμφωνία τῶν Ἁγίων.
Ἐπειδή
ἀνέφερες σύν τοῖς ἄλλοις τό θέμα, ὅτι δηλαδή δέν κοινωνῶ ὅσους δέν εἶναι ἀποτειχισμένοι,
ἄκουσε καί ἐπ’ αὐτοῦ μερικά πράγματα, τά ὁποῖα καί αὐτά θά προσπαθήσω νά τά
στηρίξω στούς Ἁγίους. Ἐδῶ τά πράγματα δέν εἶναι ἔτσι ὅπως σέ πληροφόρησαν, ἀλλά
καί δέν ἀπέχουν πολύ αὐτά πού ἐπληροφορήθηκες ἀπό τήν ἀλήθεια. Γιά τήν ἀκρίβεια
λοιπόν, ἐγώ δέν μεταλαμβάνω, ὄχι ὅσους δέν εἶναι ἀποτειχισμένοι, ἀλλά ὅσους
πηγαίνουν καί μεταλαμβάνουν ἐκεῖ ὅπου μνημονεύονται οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι.
Αὐτό μάλιστα, ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως σοῦ τό μεταφέρω, τό λέγω σέ κάθε Θ. Λειτουργία
πρό τῆς Θ. Κοινωνίας. Ὁ λόγος λοιπόν, γιά τόν ὁποῖο τό κάνω, δέν εἶναι γιά νά ἀποφύγω
τόν μολυσμό, ὅπως ὑπενόησες, ἀλλά γιά νά κατανοήσουν οἱ πιστοί ὅτι ὑπάρχει μεῖζον
πρόβλημα στήν Ἐκκλησία καί μάλιστα πρόβλημα σωτηρίας καί, κυρίως, γιά νά μήν τό
ἔχουν κατά τό δή λεγόμενο δίπορτο, ἤ σύμφωνα μέ μία ἄλλη σύγχρονη ἔκφρασι, γιά
νά μήν παίζουν σέ διπλό ταμπλώ.
Ἐάν
δηλαδή ἐκοινωνοῦσα καί ὅσους κοινωνοῦν στούς Οἰκουμενιστές, οἱ πιστοί θά ἀντιλαμβάνοντο
ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα, ἐφ’ ὅσον καί ἐδῶ κι ἐκεῖ μποροῦμε ἄνετα νά
κοινωνοῦμε καί ὁ π. Εὐθύμιος ἀποτειχίσθηκε ἀπό μία δική του ὑπερευαισθησία ἤ,
κατά τό κοινῶς λεγόμενο, λόξα. Ἐπίσης θά τούς ἐδίδασκα στήν πρᾶξι ὅτι ἐγώ μέν
δέν ἔχω ὡς κληρικός καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς Οἰκουμενιστές, ἀλλά
ἐσεῖς ἀνεπιφύλακτα μπορεῖτε νά ἔχετε, χωρίς πνευματικές συνέπειες.
Τώρα ὅμως οἱ πιστοί
δυσκολεύονται καί προβληματίζονται, σύμφωνα βεβαίως ὁ καθένας μέ τήν γνῶσι καί
τήν προαίρεσί του καί ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὑπάρχει σοβαρό πρόβλημα στήν Ἐκκλησία,
εἰς τό ὁποῖο ὁ κάθε Ὀρθόδοξος καλεῖται νά πάρη θέσι. Ἤ δηλαδή θά ἐνταχθῆ στούς
Οἰκουμενιστές καί θά ἀκολουθήση τήν εὔκολη ὁδό τοῦ βολέματος καί τοῦ συμβιβασμοῦ
ἤ θά ἐνταχθῆ στούς δεδιωγμένους καί λοιδορούμενους, ὄχι μόνον ἀπό τούς Οἰκουμενιστές,
ἀλλά ἀκόμη καί ἀπό τούς ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, δέν
δύνανται νά κατανοήσουν ἁπλά πράγματα, ὅπως π.χ. πότε γίνεται σχίσμα καί πότε ἀποτείχισις.
Πέραν
ὅλων αὐτῶν, ἐπειδή τό μυστήριο τῆς Θ.Λειτουργίας–Κοινωνίας εἶναι μυστήριο ἑνότητος,
ἄν μετελάμβανα καί αὐτούς πού κοινωνοῦν ἐν γνώσει στούς Οἰκουμενιστές, θά ἐδήλωνα
ἐμπράκτως ὅτι δέν ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία κανένα πρόβλημα καί, τοιουτοτρόπως, θά ἀκύρωνα
ὅλα ὅσα ἐδίδασκα μέχρι τώρα ἐδῶ καί τόσα χρόνια.
Ἄκουσε ὅμως πῶς μᾶς
τά μεταφέρει καί τά διδάσκει ὁ ὅσ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, σέ κάποιες παρόμοιες
περιπτώσεις πού συνέβαινον στήν ἐποχή του καί ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῶν διωγμῶν
κάποιοι ἔπαιζαν σέ διπλό ταμπλώ, στήν πρός τόν ἡγούμενο Εὐστράτιο ἐπιστολή του:
«Ἐχάρην δεξάμενός σου τό τίμιον γράμμα,
πατέρων φίλτατε, καί διδαχθείς τά κατά τήν ὁσιότητά σου οὕτως ἔχειν καί οὕτως, ἐπεί,
ὅσον ἐκ τῶν ἀπαγγειλάντων, καίτοι ἀξιοπίστων, λυπηρῶς διεκείμην. ἀκούσας τήν ὑποκριτικήν
ὑπογραφήν. καί με δέξαι, τιμιώτατε. παρρησιαστικώτερον διαλεγόμενον. οὐκ ἔξω αἰτίας
τό κατασχεθέντα σε ὑπό βασιλικοῦ μεῖναι ἀπαθῆ, ἤγουν ἄφετον˙ τοῦτο γάρ τῶν
τεθρυλλημένων ἐπάγωγον. οὐδείς οὖν τῶν πεπαρρησιασμένων ἄτερ φυλακῆς ἤ τοὐλάχιστον
ἐξορίας, ἤτοι φυγαδείας, ὡμολόγηται διαμεῖναι. οἱ δέ τούτων ἐκτός ἐντός τῆς ἀπαγωγῆς,
ἵνα μή τραχύτερον εἰπών λυπήσω. ἤ οὐ διεβλέψω, διορατικώτατε, τόν χαλεπόν
διωγμόν Λέοντος τοῦ θηριωνύμου; οὗ ἡ Ἀχααβιτική χείρ εἷλε καί τούς ἐξ ἄλλου κράτους,
ἔκτεινέ τε καί ὤλεσεν, τό γε φιλανθρωπότερον ἐφρούρησεν μετά πικράν μαστίγωσιν,
μή ὅτι γε τούς ὑπό χεῖρα. εἰ δέ αὐτός οὔ τί που τῶν τοιούτων πεπονθώς μετά τήν
σύλληψιν, σύγγνωθι, ἐσυλήθης, ἅγιε. καί μή μοι φυλάττεσθαι τάς οἰκείας ἐκκλησίας
λέγε καί σώας τάς ἱστορίας μένειν τήν τε ἀναφοράν τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν
πατριάρχου˙ τοῦτο γάρ καί ἄλλοι ἀπαχθέντες φιλολογοῦσιν. οὐ δύναται ταῦτα
διασεσῶσθαι, εἰ μή τοι προδοσία ἀληθινῆς ἐνστάσεως ἐγένετο» (P.G. 99, 1364, Φατ. 448,632,2).
Ἐν
κατακλεῖδι ἐπί τοῦ θέματος τούτου μᾶλλον θέλετε καί ἀπαιτεῖτε μέ ὀρθολογιστικό
τρόπο, ἐσεῖς οἱ ἀντιοικουμενιστές, νά γίνω ἐγώ χαλαρώτερος καί χλιαρότερος καί ἀπό
τούς Οἰκουμενιστές, διότι θά γνωρίζης ἀσφαλῶς ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές δέχονται ὡς ἔγκυρη
τήν καθαίρεσί μου καί ὅ,τι μυστήρια τελῶ τά θεωροῦν ἄκυρα. Αὐτό τό δέχεται
δυστυχῶς καί ὁ ἀντιοικουμενιστής Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, καθώς καί οἱ
πατέρες τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεώς του. Ἐγώ λοιπόν, σύμφωνα
μέ τήν δική σας νοοτροπία πρέπει νά κοινωνῶ ἀδιακρίτως ὅλους ὅσους προσέρχονται
στό μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας, νά μήν βάλω φραγμό καί ὅρια, νά εἶναι ὅλα, κατά
τό δή λεγόμενο, ἴσωμα καί αὐτό, μᾶλλον, γιά νά νοιώθουν ἄνετα καί νά μήν ἔχουν
τύψεις συνειδήσεως οἱ ἀντιοικουμενιστές.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅμως,
δυστυχῶς ἤ εὐτυχῶς, δέν μᾶς ἐδίδαξαν ἔτσι. Ὁ ὅσ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μάλιστα
δέν ἐθεωροῦσε ἔγκυρα τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ἀκόμη καί κατά τήν μοιχειανική
αἵρεσι. Τό ὅτι ἐγώ θεωρῶ σήμερα τά μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν κατ’ οἰκονομίαν ἔγκυρα
γίνεται, γιατί σήμερα δέν ὑπάρχει ὁ ζῆλος καί ἡ ἀκρίβεια τῶν τότε Πατέρων κι ἐκείνης
τῆς ἐποχῆς καί στούς ἀντιοικουμενιστές καί στόν λαό, καί ὡς ἐκ τούτου, ἄν δέν
τά θεωρήσω ἔγκυρα, ἁπλῶς σύγχυσι θά δημιουργήσω καί αἰχμές πρός κατηγορία καί
μέμψι, ἐνῶ τότε ὁ διαχωρισμός αἱρετικῶν καί Ὀρθοδόξων ἦτο ἀπόλυτος καί, δι’ αὐτό,
ἦτο φυσικό νά μήν θεωροῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἔγκυρα τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν. Ἐπί
πλέον δέ τότε ἦσαν καί πολλοί οἱ ἀντιδρῶντες στήν αἵρεσι, οἱ ὁποῖοι πάντοτε ἀπετειχίζοντο
ἀπό αὐτήν, ἐνῶ σήμερα εἶναι λίγοι καί, αὐτοί πού ἀντιδροῦν, κατ’ οὐσίαν
συνοδοιποροῦν καί συνταυτίζονται ἐκκλησιαστικά μέ τούς αἱρετικούς.
Κάτι
ἀκόμη θέλω νά ἐπισημάνω, ὡς διευκρίνισι στό θέμα, ὅτι ἐγώ δέν τελῶ τά μυστήρια
τῆς βαπτίσεως καί τοῦ γάμου. Αὐτό, ἄν καί θά ἔπρεπε κατ’ ἀρχάς νά σᾶς εὐχαριστῆ,
τό ὅτι ἐφ’ ὅσον ἐγώ αὐτά τά δύο μυστήρια δέν τά τελῶ καί, τρόπον τινά, ἐπιτρέπω
τούς Ὀρθοδόξους νά τά παίρνουν ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, ἐν τούτοις, προκειμένου
νά κατασκευασθοῦν αἰτίες μέμψεως, ἐθεωρήθηκε καί αὐτό ὡς κατακριτέο ζήτημα.
Τώρα δηλαδή πού ἀφήνω τούς Ὀρθοδόξους νά παίρνουν (κατ’ οἰκονομία πάντοτε) τά
μυστήρια αὐτά ἀπό τούς Οἰκουμενιστές μέ κατηγοροῦν ὡς νά δέχωμαι τόν μολυσμό ἀπό
αὐτούς. Ἄν πάλι τά ἐτελοῦσα καί δέν ἐπέτρεπα κατ’ ἀκρίβεια στούς Ὀρθοδόξους νά
τά παίρνουν ἀπό τούς Οἰκουμενιστές θά μέ κατηγοροῦσαν, ἀσφαλῶς ἔτι περισσότερο,
γιά τή δημιουργία σχίσματος, δικῆς μου Ἐκκλησίας κλπ. Εἶναι ὅπως ἀναφέρει, γιά ἄλλη
περίπτωσι, ὁ ὅσ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τό ἀγκάθι αὐτό, τό ὁποῖο, ὅπως καί νά τό
ρίξης, θά σταθῆ ὄρθιο.
Ἐδῶ λοιπόν συμβαίνει
τό ἑξῆς παράδοξο. Οἱ μέν Οἰκουμενιστές βαδίζουν τήν αἱρετική ὁδό, καταπατοῦν ἀσυστόλως
τήν Ἁγ. Γραφή, ἁγ. Πατέρες, ἱερούς Κανόνες καί δέν δίδουν σέ κανένα λογαριασμό.
Οἱ ἀντιοικουμενιστές
πάλι βαδίζουν ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ἡ ὁποία ὑφίσταται ἐδῶ καί ἑκατό χρόνια, μία ὁδό
πού οὔτε ἡ Ἁγ. Γραφή, οὔτε οἱ Ἱεροί Κανόνες, οὔτε οἱ Ἅγιοι Πατέρες τήν ἐθέσπισαν
καί κατ’ οὐσίαν συνοδοιποροῦν καί συνταυτίζονται μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές
σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο. Ἡ ὁδός αὐτή πού ἀκολουθοῦν διδάσκει νά διαμαρτυρώμεθα
δι’ αὐτά πού πράττουν οἱ αἱρετικοί, ἀλλά νά συμπορευώμεθα καί νά ἀναγνωρίζωμε
τούς λύκους ὡς ποιμένες, ἐνῶ οἱ ἴδιοι οἱ ἀντιοικουμενιστές ἀκολουθοῦντες αὐτήν
τήν ὁδό δέν δίδουν λογαριασμό σέ κανένα.
Οἱ ἀποτειχισμένοι
τέλος, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν αὐτά ἀκριβῶς πού θεσπίζει ἡ Ἁγ. Γραφή, οἱ ἱεροί
Κανόνες καί οἱ ἅγ. Πατέρες, εἶναι ὑπόλογοι στό κάθε τι, καί στήν παραμικρή
λεπτομέρεια, καί ἀνά πᾶσα στιγμή εὑρίσκονται στό στόχαστρο τοῦ ἐλέγχου καί τῆς
δριμείας κατακρίσεως τῶν ὑπολοίπων καί ἐγκαλοῦνται εὐκαίρως ἀκαίρως νά ἀπολογοῦνται
καί νά δίδουν ἐξηγήσεις γιά ὅ,τι κάνουν. Ἄν δέ εὕρουν οἱ ὑπόλοιποι καί τό
παραμικρό ψεγάδι εἰς αὐτούς, εἶναι ἕτοιμοι νά τούς ἀποστείλουν εἰς τό πῦρ τό ἐξώτερον
καί νά ἀκυρώσουν ὅλον τόν ἀγῶνα των μέ σκοπό βεβαίως νά φανοῦν αὐτοί σωστοί. Διότι
δυστυχῶς συμβαίνει αὐτό καί στούς Οἰκουμενιστές καί στούς ἀντιοικουμενιστές∙ τήν
ὀρθότητα τῆς γραμμῆς μας νά μήν τήν στηρίζωμε στήν Ἁγ. Γραφή καί στούς Ἁγίους, ἀλλά
στά λάθη τῶν ἄλλων.
Ἐπί τοῦ θέματος
λοιπόν τοῦ ὅτι δέν τελῶ αὐτά τά δύο μυστήρια (γάμου καί βαπτίσεως) πρέπει νά ἀναφέρω
ἀπολογούμενος ὅτι τό μέν μυστήριο τοῦ γάμου ἔχει καί πολιτικές διαστάσεις καί ὡς
ἐκ τούτου θά ἔπρεπε ἀναγκαστικῶς νά τελοῦσαν οἱ Ὀρθόδοξοι μαζί μέ τό μυστήριο πού
θά ἐτελοῦσα ἐγώ καί ἕναν πολιτικό γάμο διά νά ὑπάρχη ἡ ἀναγνώρισις ἀπό τήν
πολιτεία μέ ὅλες τίς διαστάσεις της· τό δέ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος τελεῖται
συγχρόνως μέ τό μυστήριο τοῦ χρίσματος, τό ὁποῖο χρίσμα δέν τό τελεῖ ὁ ἱερεύς, ἀλλά
ἁπλῶς τό μεταδίδει. Θά ἔπρεπε λοιπόν ὡς ἐκ τούτου νά τό πάρω γιά νά τό μεταδώσω
ἤ ἀπό τούς Οἰκουμενιστές ἤ ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες, ὁπότε πάλι θά εἶχα ἐπικοινωνία
μέ αὐτούς καί συνεπῶς αἰτίες κατακρίσεως.
Ἐπειδή λοιπόν ἐθεώρησα
ὅτι αὐτά τά θέματα χρήζουν ἀποφάσεων συνάξεων ἀποτειχισμένων Ὀρθοδόξων, μέ
σκοπό νά χαραχθῆ μία γραμμή, ὄχι προσωπική, ἀλλά ἐκκλησιαστική (μέχρις ἀποκαταστάσεως
τῆς Ὀρθοδοξίας) καί ἐν ἀναμονῇ αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως τῶν ἀποτειχισμένων, προσωρινῶς
ἐπέτρεψα αὐτήν τήν κατ’ οἰκονομίαν κατάστασι.
Στό θέμα ὅμως τῆς Θ.
Λειτουργίας–Κοινωνίας δέν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο νά τηρηθῆ ἡ ἀκρίβεια, διότι ἐπί
πλέον ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι μυστήριο ἑνότητος καί σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν
Ἁγίων ἑνούμεθα διά τῆς Μεταλήψεως μέ ὅλο τό σῶμα καί μέ τήν κεφαλή. Ἄν λοιπόν
κοινωνοῦμε ἀπό τούς αἱρετικούς ἑνούμεθα μέ αὐτούς κατά τήν πίστι καί εἰδικά μέ
τόν Ἐπίσκοπο, τόν ὁποῖο ὡς ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας μνημονεύομε στή Θ.
Λειτουργία.
Ἐγώ λοιπόν, ἐν τέλει,
ἔφθασα μέχρις ἐκεῖ πού ἐνόμιζα ὅτι μποροῦσα νά προχωρήσω στήν ἀποτείχισι,
φροντίζοντας μέ πολλή προσοχή νά μήν ξεφύγω οὔτε πρός τά δεξιά, οὔτε ἀριστερά.
Τώρα, ἐάν μία εὐρύτερη σύναξι ἀποτειχισμένων πατέρων πάρη πιό αὐστηρές ἀποφάσεις
καί ἀποφασίση νά τηρηθῆ εἰς τό θέμα αὐτό ἡ ἀκρίβεια, ἐγώ φυσικά θά ἀκολουθήσω αὐτή
τήν ἀπόφασι καί, μάλιστα, θά θεωρήσω ὅτι πλέον τηρεῖται ἡ ἀκρίβεια τῆς ἀποτειχίσεως.
Ὁ μολυσμός λοιπόν
δέν προέρχεται ἀπό μία κατ’ οἰκονομίαν ἐνέργεια τῶν ἀποτειχισμένων, ἀλλά ἀπό
τόν συναγελασμό, τήν συμπόρευσι καί ἀναγνώρισι τῶν αἱρετικῶν ἐκ τῶν ἀντιοικουμενιστῶν,
ὅπως ἐπίσης καί ἀπό τό κοινό ποτήριο, πού ἔχουν οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές καί
οἱ ἀντιοικουμενιστές καί στό ὁποῖο ὑπάρχει (κατά τούς Ἁγίους) ὡς μία ἀκαθαρσία ἡ
μερίδα τοῦ μνημονευομένου αἱρετικοῦ Ἀρχιεπισκόπου.
Ἐάν ἐν κατακλεῖδι, ἀδελφέ
Βασίλειε, ἔχης γιά ὁποιοδήποτε θέμα, ἀπό αὐτά τά ὁποῖα ἔθιξα, ἀντίθετη ἄποψι,
σέ παρακαλῶ νά μοῦ τήν ἀναφέρης, ἀρκεῖ νά εἶναι ἁγιογραφικά καί πατερικά
τεκμηριωμένη μέ συγκεκριμένη ἀναγραφή τῶν ἀντιστοίχων χωρίων. Ἄν πάλι θέλης καί
σέ κάτι ἄλλο νά ἀπαντήσω, σέ παρακαλῶ νά μοῦ θέσης τήν συγκεκριμένη ἐρώτησι,
πλήν ὅμως νά ἀφορᾶ σέ γενικώτερα ἐκκλησιαστικά θέματα καί ὄχι προσωπικές ἐκφράσεις
καί ἀντεγκλίσεις. Ἄν πάλι μελετήσης τά κείμενα τῆς ἀντιπαραθέσεώς μου μέ τό
γραφεῖο ἐπί τῶν αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς καί θέλης ν’ ἀποφανθῆς ὡς
τρίτος γιά τό ποῦ ὑπάρχει τό δίκιο καί ποιά τέλος πάντων εἶναι ἡ ὀρθόδοξος ὁδός
ἐν καιρῷ αἱρέσεως, πολύ εὐχαρίστως νά σέ ἀκούσω.
Ἄν τέλος θέλης νά
συνεχισθῆ αὐτό τό βιολί κι ἐμεῖς νά ἀναφέρωμε ἁγιογραφικές καί πατερικές
διδασκαλίες κι ἐσεῖς μέ τόν ὀρθολογισμό, τήν φιλοσοφία καί τό στοχασμό καί
χωρίς καμμία ἀπολύτως ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι νά ὑποστηρίζετε
πεισμόνως τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ΙΕ΄ Ἱ. Κανόνος καί τήν συμπόρευσι (ἄχρι
καιροῦ) ἐν καιρῷ αἱρέσεως μετά τῶν αἱρετικῶν, τότε γνώριζε ὅτι ἐγώ τουλάχιστον
δέν διατίθεμαι νά συνεχίσω αὐτήν τήν ἀντιπαράθεσι, διότι αὐτή δέν καταλήγει
πουθενά καθ’ ὅσον κάθε πλευρά κινεῖται σέ διαφορετικό ἐπίπεδο καί μέ
διαφορετικές ἀρχές.
Σέ χαιρετῶ μέ τήν ἐν
Κυρίῳ ἀγάπη καί ἔχοντας μέσα μου τήν πρώτη εἰκόνα, πού σέ εἶδα μαχόμενο ἐναντίον
τῶν αἱρετικῶν.
Ἱερομόναχος
Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς
Υ.Γ.
Στίς ὁμοιότητες πού γράφεις ἀδελφέ Βασίλειε, ὅτι ἔχουμε μέ τούς
Παλαιοημερολογίτες, περί φανατισμοῦ, ἐπιθετικότητας, ἔλλειψης διάκρισης, ἀδιαλλαξίας
κλπ. ἴσως νά ἔχης κάποιο δίκιο, λόγῳ τῆς ἐμπαθείας καί ἁμαρτωλότητός μας. Στίς ἀνομοιότητες
ὅμως τίς ὁποῖες ἀνέφερες, πέραν τοῦ ὅτι δέν ἔχουμε Συνόδους, ὅπως αὐτοί, ἔχουμε
καί μία ἀκόμη σημαντική, πού τήν ἐλησμόνησες. Δέν ἔχομε δηλαδή μαζί τους καμμία
ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, ἐνῶ ἐσεῖς οἱ ἀντιοικουμενιστές ἔχετε πλήρη ἐκκλησιαστική
κοινωνία μέ τούς Οἰκουμενιστές, καί τό χειρότερο ὅλων, αὐτό δέν σᾶς ἐνδιαφέρει
καθόλου.
Tι είναι αυτά που ακούσαμε; Οργάνωσε η μητρόπολη Φλώρινας εκδήλωση για την αγιότητα του Χρυσοστόμου Σμύρνης; Μα ο π.Αυγουστίνος ενώ στην αρχή ήταν υπέρ της αγιοιποίησης μετά άλλαξε γνώμη όταν του τέθηκαν υπόψη κάποια στοιχεία που δε γνώριζε. Αυτά δεν τα γνωρίζουν εκεί στη Φλώρινα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροφανώς τα γνωρίζουν.
ΔιαγραφήΑλλά μάλλον συντάχθηκαν με τη γραμμή Χριστόδουλου.
Νομίζω ότι αξίζουν πολλές προσευχές Υπέρ του Π. Ευθυμίου Τρικαμηνά. Προσπάθησε με πολύ μεγάλη επιμονή, υπομονή και προσευχή να στοιχειοθετήσει Πατερικά το κάθε τι και τούτο έπραξε! Ήμουν από τους πιό επιφυλακτικούς από την αρχή της προσπάθειάς του, όχι αρνητικός πάντως!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλπίζω να τα πούμε σύντομα και από κοντά Π. Ευθύμιε!
Ένας Γ.Ο.Χ. !
δυστυχως κ. οδυσσεα ο τελεβαντος επανερχεται στο ανυπαρκτο θεμα του ιωσηφ με την κατα φαντασιαν του εμμανουελα ......που ειχατε γραψει απορω διατι ο σεβ τον αφηνει να τον εκθετει.... δυστυχως προκειται για επικινδυνου.............
ΑπάντησηΔιαγραφήKαι μόνο για το ηθος της γραφής και την αρετή της νηφαλιότητος και διακρίσεως αξίζουν συγχαρητήρια στον αδικημένο ιερομόναχο, ανεξαρτήτως της ουσίας της υποθέσεως. Διδάχτηκα πολλά και τον ευχαριστώ θερμά.
ΑπάντησηΔιαγραφή