Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Τά “ Ἀναχρονιστικά” γίνονται ἐπίκαιρα





ΤΙ  ΕΧΟΥΝ  ΝΑ  ΜΑΣ  ΠΟΥΝ


ΟΙ  ΜΕΓΑΛΟΙ  ΚΑΘΗΓΗΤΑΙ  

ΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ;






Τόν Ἰανουάριο, στίς 17 καί 20 τοῦ µηνός, ἑορτάσαµε τή µνήµη τῶν µεγάλων ὁσίων καθηγητῶν τῆς ἐρήµου, Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου καί Εὐθυµίου τοῦ Μεγάλου.


Γνωρίζουµε ὅτι εἶναι µεγάλοι Ἅγιοι, ἀκοῦµε στά τροπάρια καί στό συναξάρι γιά τόν ἀσκητικό βίο τους, µένουµε ἴσως µέ θαυµασµό, ἀλλά ἕως ἐκεῖ. Συνήθως δέν προχωροῦµε παραπέρα.


Ἐάν ὅµως ἐπιµείνουµε καί εἰσχωρήσουµε βαθύτερα, γρήγορα θά διαπιστώσουµε, πόσο ἀπέχει ὁ τρόπος ζωῆς µας ἀπό τόν τρόπο ζωῆς τῶν ἑορταζοµένων Ὁσίων. Καί πάλι µᾶς ἔρχεται ἡ δικαιολογία, ὅτι ζοῦµε στήν πόλη καί ἔχουµε ἀναπτύξει ἕναν πολιτισµό µέ ἄλλα ἰδεώδη, σύµφωνα µέ τά ὁποῖα ἡ ἀσκητική ζωή εἶναι ἀσυµβίβαστη καί φαίνεται ἀναχρονιστική, µέ ἕνα λόγο: «…. καλοί οἱ Ἅγιοι, ἀλλά µακριά ἀπό τήν καθηµερινότητά µας».


Αὐτή ἡ θεώρηση µπορεῖ νά µᾶς φαίνεται βολική, ἀλλά στήν πραγµατικότητα δέν ἔχει καµία σχέση µέ τήν Ὀρθοδοξία. Ὅπου ἀπουσιάζει ἡ ἑκούσια ἄσκηση, ἐκεῖ ἀπουσιάζει καί ἡ Ὀρθοδοξία, ἐκεῖ δέ βασιλεύει ὁ Παπισµός καί ὁ Προτεσταντισµός. Αὐτά ἐπεσήµανε ὁ Φώτης Κόντογλου πρίν ἀπό ἀκριβῶς πενῆντα χρόνια, προτοῦ ἐνταχθεῖ ἡ Ἑλλάδα ἐπίσηµα στήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα καί προτοῦ κατακλυσθῆ ἀπό αὐτό τό ὑλιστικό πνεῦµα, τόν Δεκέµβριο τοῦ 1964 στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο». Γράφει ἐκεῖ: «Καί τώρα, ὦ ποῖα αἴσχη! Τρέχοµεν ἡµεῖς πρός τόν Πάπαν. Σπεύδοµεν ποῖος νά πρωτοπροφθάση! Πάπας δι’ ἐκείνους ἐξ ἡµῶν οἱ ὁποῖοι «οὐκ οἴδασι τί ποιοῦσι», εἶναι Εὐρώπη, καί Εὐρώπη σηµαίνει ὑλισµός, δύναµις, καί πλοῦτος ὑλικός. Ἐνῶ Ὀρθοδοξία σηµαίνει πτωχεία, ταλαιπωρία, περιφρόνησις. Διά τοῦτο, αὕτη εἶναι ἡ κληρονοµία τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος «οὐκ εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλίνη». Ἐν τούτοις, οἱ παπόφιλοι εὑρίσκουν ὅτι µέ τόν Χριστόν, ὅστις «οὐκ εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλῖναι» ὡς εἶπε ὁ ἵδιος ὁ Κύριος, εὑρίσκεται ἐν ἁρµονίᾳ ὁ πάµπλουτος Παπισµός, ὁ Μέγας Τραπεζίτης, καί οὐχί ἡ πτωχή Ὀρθοδοξία! Καί σέ ἄλλο σηµεῖο τοῦ ἰδίου ἄρθρου γράφει ὁ Κόντογλου: «Οἱ συµφεροντολόγοι εἶναι φυσικόν νά ταχθοῦν ἀπό τό µέρος ὅπου εὑρίσκονται τά µεγάλα κεφάλαια, οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς, οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, ἡ ἁµαρτωλός δραστηριότης τοῦ παρόντος αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος, ὡς καί οἱ µωροί φιλόδοξοι, οἱ περιφρονοῦντες τήν Ἑλληνικήν καταγωγήν των, καί νοµίζοντες ὅτι τασσόµενοι µέ τήν Δύσιν γί­νονται κοσµοπολῖται, καί ἄς ὑπάγουν µαζί της εἰς τόν διάβολον. Τήν Ὀρθόδοξον πίστιν µας τήν θεωροῦν ὡς δεισιδαιµονίαν τοῦ καθυστερηµένου λαοῦ, ἐνῶ τόν Παπισµό τόν θαυµάζουν ὡς Εὐρωπαϊκήν θρησκείαν, ὅπως θαυ­µάζουσιν τάς πολυκατοικίας, τούς κινηµατογράφους, τά ἀεροπλάνα, τούς πυραύλους καί ὅλα τά εἴδωλα τοῦ µηχανικοῦ πολιτισµοῦ, ἤτοι τοῦ Ἀν­τι­χρίστου. Διά τήν ἀλήθειαν οὐδόλως ἐνδιαφέρονται. Δι’ αὐτούς ἀλή­θεια εἶναι τό «Φάγωµεν, πίωµεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκωµεν». Εἶναι ἄτοµα βα­σα­νιζόµενα ἀπό τό κατηραµένον πλέγµα τῆς κατωτερότητος καί χάσκοντα πρό τοῦ ὑλικοῦ πλούτου καί τοῦ πλουσίου ἐκφυλισµοῦ τῶν ὑλιστῶν τῆς Δύ­­σεως. Ἀπ’ ἐναντίας, οἱ τῆς Ὀρθοδόξου παρατάξεως εἶναι πνεύµατα σο­βα­ρά, ἀκόµη καί ὅσοι ἐξ αὐτῶν εἶναι ἀπαίδευτοι εἰς τήν ψευδῆ γνώσιν, µέ βαθύν σεβασµό πρός τήν πίστιν των, ἄνευ παιδαριωδῶν φιλοδοξιῶν, µέ πνευ­µατικόν ὕψος ἐν ταπεινώσει κρυπτόµενοι, ἀνιδιοτελεῖς, µή δεσµευό­µενοι ἀπό τό συµφέρον, ἔχοντες ζέον τό αἴσθηµα τῆς θυσίας, (καί οὐχί ὡς οἱ προλεχθέντες παπόδουλοι, οἱ τυρβάζοντες διηνεκῶς περί τό σαρκίον αὐ­τῶν), µή χάσκοντες πρό τῶν πυροτεχνηµάτων τοῦ µηχανικοῦ κόσµου τῆς Δύσεως, ἀλλ’ ἔχοντες βαθεῖαν ἐπίγνωσιν τοῦ «ὑπερέχοντος» τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, καθ’ ὅσον πιστεύουν ἀδιστάκτως ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει µόνον ἐν αὐτῇ, καί διά τοῦτο, εἶναι πάντοτε ἕτοιµοι ν’ ἀποθάνωσι δι’ αὐτήν».



Σαφέστατα τά λόγια τοῦ Φώτη Κόντογλου καί πιό ἐπίκαιρα τώρα, ἀπό τότε πού ἐγράφησαν. Ἔχοντες ὑπ’ ὅψιν αὐτά τά λόγια, κατανοοῦµε καλύτερα τό µέγεθος τῆς φιλανθρωπίας καί ἀγάπης τοῦ Κυρίου γιά µᾶς τούς “ξεγλιστρηµένους”: Ἀφοῦ δέν µπορούσαµε νά ὑποβληθοῦµε σέ ἑκού­σια ἄσκηση, ὁ Θεός ἐπιτρέπει γιά µᾶς τήν ἀκούσια ἄσκηση διά τῆς στερή­σεως πολλῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, γιά νά µείνουµε Ὀρθόδοξοι.


Νά πῶς µᾶς εἶναι χρήσιµοι τελικά, οἱ καθηγητές τῆς ἑρήµου. Δέν µᾶς διδάσκουν µόνο ἔµπρακτα ὅτι τά περισσότερα πού θεωροῦµε ἀναγκαῖα µᾶς εἶναι οὐσιαστικά περιττά, ἀλλὰ µᾶς ἀποδεικνύουν συγχρόνως, πόση ἀντοχή ἔχει τό ἀνθρώπινο σῶµα ἀπό τόν Πλάστη του, ὥστε ὄχι µόνο οἱ προχωρηµένοι στήν Ἄσκηση Ἅγιοι, ἀλλά ἀκόµη καί ἀµύητοι ἀρχάριοι, µόνο µέ τόν πόθο τῆς γνώσεως τοῦ Χριστοῦ ὑποµένουν καί ἀντέχουν σέ ἕνα γιά µᾶς ἀφάνταστο βαθµό. Διαβάζουµε π.χ. στό Λειµωνάριο, ὅτι κάποιοι ποὺ πλησίασαν τόν Μέγαν Ἀντώνιον νά γίνουν ὑποτακτικοί του, ἀντί νά γίνουν δεκτοί, τούς ὑπέβαλε ὁ Ἅγιος σέ µεγάλες δοκιµασίες, ἀφήνοντάς τους ἔξω ἀπό τήν καλύβα του γιά µεγάλο χρονικό διάστηµα µέ ἐλάχιστό νερό καί ἀκόµα λιγότερο ξερό ψωµί. Κι’ ὅµως ἄντεξαν, ἔγιναν µαθηταί καί συνασκηταί τοῦ Ὁσίου, µετατρέποντας σιγά-σιγά τήν ἔρηµο σέ ὁλόκληρη πολιτεία.


Ἄς εὐχηθοῦµε νά γίνουµε κι’ ἐµεῖς διά τῆς ἀκουσίου στερήσεως, µαθητές αὐτῶν τῶν καθηγητῶν καί πολῖτες µιᾶς κατά Χριστόν πολιτείας, ἀποκεκαθαρµένην ἀπό τό ἀλλότριο Δυτικό πνεῦµα τοῦ ἄκρατου ὑλισµοῦ.



                                                                                 π. Γεώργιος Χάας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Αρ. Τεύχους 138

   Φεβρουάριος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου