Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Ο ιστολογος της Αποτειχισης ευμοιρει να εχει ως ευλογια μερος του δακτυλου του Αγιου Φιλουμενου.



O Κύπριος νεομάρτυρας 


 


Φιλούμενος Αγιοταφίτης (†1979)







H AΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΙ ΤΟΥ


Η των Ιεροσολύμων Αγία του Χριστού Εκκλησία, τεθεμελιωμένη επί του θεορρύτου αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του κενωθέντος επί του Φρικτού Γολγοθά υπέρ αφέσεως των αμαρτιών και σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, εκαρποφόρησεν εις τους κόλπους αυτής μάρτυρας, οι οποίοι το αίμα αυτών εξέχεαν ως προσφοράν και αντίδοσιν ευγνωμοσύνης και αγάπης τω εκουσίως υπέρ αυτών Σταυρωθέντι και εκ νεκρών Αναστάντι.



Πρώτος των μαρτύρων τούτων τυγχάνει ο πρωτομάρτυς και αρχιδιάκονος Στέφανος, όστις, κατά μίμησιν του Σωτήρος αυτού, ετελειώθη, προσευχόμενος υπέρ των λιθοβολούντων αυτόν (Πραξ. 7, 60).



Τούτον ηκολούθησεν ο άγιος Ιάκωβος, υιός Ζεβεδαίου και αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, τον οποίον «Ηρώδης ο βασιλεύς ανείλε μαχαίρη». (Πραξ. 12, 1-2).



Μετ' αυτόν ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, πρώτος ιεράρχης της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, εκρημνίσθη υπό των αρνουμένων τον Κύριον από του πτερυγίου του ναού του Σολομώντος και ετελειώθη, προσευχόμενος υπέρ των διωκτών αυτού.



Επί τα ίχνη τούτου επορεύθη ο συγγενής αυτού και διάδοχος εις τον Θρόνον, Συμεών επίσκοπος Ιεροσολύμων, ο επί Τραϊανού εις Πέλλαν της Υπεριορδανίας καταβασανισθείς και σταυρωθείς εις ηλικίαν των εκατόν και είκοσιν ετών.



Η αποστολική περίοδος της Εκκλησίας Ιεροσολύμων σεμνύνεται δια τους τέσσαρας τούτους λαμπρούς νοερούς αδάμαντας αυτής, ουχ ήττον όμως και η μεταποστολική τοιαύτη επί του απηνούς διωγμού του Διοκλητιανού σεμνύνεται δια τον Ιεροσολυμίτην αποκεφαλισθέντα μάρτυρα Προκόπιον, τους εν Γάζη μαρτυρήσαντας Τιμόθεον, Αγάπιον και Θέκλαν, τον ιδρυτήν της εν Καισαρεία Βιβλιοθήκης αποκεφαλισθέντα μάρτυρα Πάμφιλον, τους εν Ασκάλωνι αποκεφαλισθέντας Πρόμον και Ηλίαν, τον εν Ιαμνεία Παύλον και άλλους αληθώς και θαυμαστώς πολλούς, ανηλεώς βασανισθέντας και μαρτυρικώς τελειωθέντας εις πάσας σχεδόν τας πόλεις της Αγίας Γης, περί «ων επιλείψει ημάς ο χρόνος διηγουμένους». ( Εβρ. 11, 33).






Εις την σεπτήν χορείαν των μαρτύρων τούτων των πρώτων αιώνων της ζωής της Εκκλησίας, οίτινες ηρνήσαντο απαρνήσασθαι Χριστόν, ανήκουν και όσοι εις τους ακολουθήσαντας αιώνας δια Χριστόν και την αλήθειαν και ακεραιότητα της Ορθοδόξου ημών πίστεως κατεδιώχθησαν, οίον ο εις Περσίαν μετά του τιμίου Σταυρού απαχθείς αοίδιμος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ζαχαρίας και οι εν τη Μονή του αγίου Σάββα του ηγιασμένου υπό των Περσών αναιρεθέντες Πατέρες.



Εις το ιερόν σύνταγμα τούτων τάσσονται και όσοι εκ του Τάγματος των Σπουδαίων μοναχών ηγωνίσθησαν και την ψυχήν αυτών έθεσαν υπέρ των Παναγίων Προσκυνημάτων, των απτών τούτων μαρτυρίων και τεκμηρίων της επί γης ενδημίας του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, οίον ο περιβόητος επ' αρετή και αγιότητι Πατριάρχης Ιεροσολύμων Λεόντιος.



Εις τούτων τυγχάνει και ο εν τοις καθ' ημάς χρόνοις βιώσας, αείμνηστος Αγιοταφίτης Αρχιμανδρίτης Φιλούμενος, καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Φρέατος του Ιακώβ.



Ούτος εξ Ορούντος της αγιοτόκου νήσου Κύπρου καταγόμενος, αφίχθη εις Ιεροσόλυμα εις νεαράν ηλικίαν, έχων εν εαυτώ την παρά των ευσεβών και πολυτέκνων γονέων αυτού παιδείαν και νουθεσίαν Κυρίου και την εν τη ιερά Μονή Σταυροβουνίου μοναχικήν δοκιμήν.



Φοιτών εις την Πατριαρχικήν Σχολήν, διεκρίνετο επί επαινετή επιμελεία και χρηστοίς ήθεσι. Αποφοιτήσας αυτής, ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα, εντασσόμενος εις το μοναστικόν Τάγμα των Σπουδαίων μοναχών, φυλάκων του Παναγίου και Ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.



Ως μοναχός εζήλου τους τρόπους των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, ήτοι ακρίβειαν εν ταις καθ' ημέραν κατ' ιδίαν προσευχαίς και εν τη Εκκλησία ακολουθίαις, άκραν εγκράτειαν, νηστείαν και λιτότητα.



Κληθείς εις το αξίωμα της ιερωσύνης υπό της Μητρός των Εκκλησιών και δεχθείς αυτό, κατέδειξεν εαυτόν πιστόν οικονόμον των μυστηρίων του Χριστού εις τας ανατεθείσας αυτώ ποικίλας προσκυνηματικάς και ποιμαντικάς διακονίας, ως αυτής του ηγουμένου της ιεράς Μονής των Αγίων Αποστόλων εν Τιβεριάδι, ηγουμένου της ιεράς Μονής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ εν Ιόππη, ηγουμένου της εν Ιεροσολύμοις ιεράς Μονής των Αρχαγγέλων, Διευθυντού του Οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής, ηγουμένου της ιεράς Μονής του αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου και του Προφήτου Ηλιού, Τυπικάρη εν τω μοναστηριακώ ναώ των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ηγουμένου της εν Ραμάλλα ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και εν τέλει ηγουμένου της ιεράς Μονής του Φρέατος του Ιακώβ εν Νεαπόλει τής Σαμαρείας.



Την διακονίαν ταύτην της «πηγής του Ιακώβ» (Ιω. 4, 6) «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιω. 4, 23) επετέλει, στοιχών τη παρ' αυτή υπό του Κυρίου ρηθείση εντολή «πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». (Ιω. 4, 24). Απειλούμενος υπό κατά καιρούς εμφανιζομένου αλλοδόξου πεφανατισμένου επισκέπτου, ίνα εγκαταλείψη το προσκύνημα, μηδόλως υπέκυπτε.



Εις το παρεκκλήσιον του Φρέατος ευρισκόμενος και την ειθισμένην αυτώ εσπερινήν ακολουθίαν επιτελών, το εσπέρας της 16ης/29ης Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 1979, εδέχθη ύπουλον και βιαίαν επίθεσιν, φθόνω του μισοκάλου δαίμονος, υπό του απειλούντος αυτόν ανοσίου ανδρός, όστις δια πελέκεως ήνοιξε βαθείαν σχισμήν εις το μέτωπον αυτού, απέκοψεν αυτώ τους δακτύλους της δεξιάς χειρός, δραπετεύων δε εξεσφενδόνισε χειροβομβίδα και απετελείωσεν αυτόν.



Τα θραύσματα της χειροβομβίδος άφησαν ξύσματα και αι σταγόνες του αίματος αυτού άφησαν τα ίχνη και τα στίγματα αυτών ορατά άχρι της σήμερον επί των τοίχων του παρεκκλησίου του Φρέατος εις μνημόσυνον αιώνιον του μαρτυρίου αυτού, επιστέψαντος την οσιακήν ζωήν αυτού.



Ως η ζωή αυτού ούτω και ο θάνατος αυτού ήτο μία ομολογία πίστεως, ομολογία αίματος, εις τον τόπον επί του οποίου ο Κύριος εις την Σαμαρείτιδα, λέγουσαν «οίδα ότι έρχεται Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός» (Ιω. 4, 25), απεκάλυψεν Εαυτόν απεριφράστως, λέγων αυτή «εγώ ειμι, ο λαλών σοι» (Ιω. 4, 26).



Δια του μαρτυρίου αυτού ούτος εγένετο συμμάρτυς Φωτεινής της Σαμαρείτιδος και των υιών και των αδελφών αυτής, διο και νοτίως του επ' ονόματι αυτής κεντρικού ναού τούτου επαξίως αφιερώθη αυτώ παρεκκλήσιον επ ὀνόματι αυτού, εν ω και το σεπτόν αυτού λείψανον μετακομισθέν επαναπαύεται ως πηγή δυνάμεως και ιάσεων τοις εν πίστει και ευλαβεία τιμώσιν αυτό.



Εγένετο δε συμμάρτυς και του εκ της πόλεως της Νεαπόλεως καταγομένου αγίου Ιουστίνου, του φιλοσόφου και μάρτυρος, προς τιμήν του οποίου το έτερον βόρειον παρεκκλήσιον.



Τούτον μετά την μαρτυρικήν τελευτήν αυτού και δια σημείων μαρτυρηθέντα τοις ανθρώποις υπό του Θεού και εις τας συνειδήσεις πολλών εκ των τιμίων μελών τής Εκκλησίας καθιερωθέντα ήδη ως ιερομάρτυρα, συγκατατάσσομεν επισήμως σήμερον μετά συμπλήρωσιν τριακονταετίας από της ημέρας του μαρτυρίου αυτού, συνωδά τη αποφάσει της Συνεδρίας Ν' / 11-9-2009 της περί Ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, εις τας δέλτους του συναξαρίου αυτής, ίνα εορτάζηται ως νέος ιερομάρτυς εν τη ημέρα του μαρτυρίου αυτού, 16η/29η Νοεμβρίου εκάστου έτους, προς όφελος ψυχών και δόξαν του εν Τριάδι αγίου Θεού ημών.



Το ιερόν εκκλησιαστικόν γεγονός τούτο κοινοποιούμεν σήμερον παντί τω πληρώματι της Σιωνίτιδος Εκκλησίας και ταις κατά τόπους αδελφαίς Ορθοδόξοις Εκκλησίαις, προς εορτασμόν αιώνιον εφεξής της μνήμης του νέου ιερομάρτυρος Φιλουμένου, ου ταις πρεσβείαις εύροιμεν χάριν και έλεος, ίνα εν ενί στόματι και μια καρδία αναπέμπομεν δόξαν και αίνον τω ενδοξαζομένω εν τοις αγίοις Αυτού Τριαδικώ Θεώ ημών.



Εν τη Αγία Πόλει Ιερουσαλήμ, ‚ϐθʹ Σεπτεμβρίου ια'



ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ' Πατριάρχης Ιεροσολύμων


Ο Μητροπoλίτης Καισαρείας κ. Βασίλειος

Ο Μητροπολίτης Πτολεμαΐδος κ. Παλλάδιος

Ο Μητροπολίτης Καπιτωλιάδος κ. Ησύχιος

Ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως κ. Χριστόδουλος, Γέρων Δραγουμάνος

Ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας κ. Βενέδικτος

Ο Αρχιεπίσκοπος Αβήλων κ. Δωρόθεος

Ο Αρχιεπίσκοπος Θαβωρίου Μεθόδιος

Ο Αρχιμανδρίτης Κελαδίων, Γέρων Καμαράσης

Ο Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος

Ο Αρχιμανδρίτης Θεοδώρητος

Ο Αρχιμανδρίτης Ιλαρίων

Ο Αρχιμανδρίτης Τιμόθεος

Ο Αρχιμανδρίτης Ευδόκιμος

Ο Αρχιμανδρίτης Δημήτριος, Γραμματεύς της Αγίας και Ιεράς Συνόδου

Ο Αρχιμανδρίτης Γαλακτίων
Ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχος, Γέρων Αρχιγραμματεύς



Χαρακτηριστικα στιγμιοτυπα 

απο την Ζωη του

Σε όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως μέλους της Aγιοταφικής αδελφότητας o π. Φιλούμενος έζησε αθόρυβα και ταπεινά. 

H ασκητική ζωή και η ακρί­βεια της τήρησης των μοναχικών ιδεωδών ήταν τα κυ­ριότερα χαρακτηριστικά που τον διέκριναν. 

Έχοντας μυηθεί στην πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, όπου μόναζε στο Σταυροβούνι, φρόντιζε πάντοτε να μη δημιουργεί εντυπώσεις γύρω από το όνομά του. Κύριο και βασικό μέλημά του ήταν να ζει απερίσπαστα, αθόρυβα και τα­πεινά την εν Χριστώ ζωή και να προοδεύει πνευματι­κά. 

Αυτοί που δεν τον γνώριζαν καλά, έμεναν ανυπο­ψίαστοι από το ορθόδοξό του ήθος και την πνευματι­κή του ζωή. 

Πολλές φορές μάλιστα έκανε και το σαλό για να κρύβεται από τον κόσμο. 

Αναφέρεται ανάμεσα στα άλλα πως για οκτώ χρόνια που ασκήτευε μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Λύδδης Υμέναιο δεν κάθισαν πο­τέ σε τραπέζι για να φάνε, αλλά έτρωγαν όρθιοι και μέσα σε κατσαρόλα για άσκηση και απλότητα.





Στο τελευταίο του διακόνημα, στο Φρέαρ του Ια­κώβ, τον επισκέπτονταν τακτικά φανατικοί Εβραίοι, οι όποιοι απαιτούσαν να βγάλει το Σταυρό και τις ει­κόνες από την εκκλησία, αφού το θεωρούσαν προσκύνημα της Ιουδαϊκής θρησκείας. 

Μάλιστα ένας από αυτούς το επισκεπτόταν καθημερινά και προσευχόταν σ' αυτό. 

Ο π. Φιλούμενος, πιστός θεματοφύλακας των παραδοσιακών θεσμίων του Παναγίου Τάφου στο χώ­ρο της Παλαιστίνης, εξηγούσε με το ταπεινό και πράο του ύφος πως το Φρέαρ του Ιακώβ ανήκε στους χριστιανούς από πολλούς αιώνες. Θέλοντας μάλιστα να αποφεύγει εντελώς τις προκλήσεις, όταν ο Ε­βραίος αυτός εισερχόταν στην εκκλησία για να προ­σευχηθεί, σταματούσε τις ακολουθίες και τις συνέχιζε αργότερα. Στόχος του Εβραίου αυτού, όπως και των άλλων φανατικών, ήταν να μετατραπεί το Φρέαρ του Ιακώβ σε Ιουδαϊκό προσκύνημα με κάθε τρόπο. Έ­τσι, στις 29 Νοεμβρίου 1979, μέρα που η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Φιλουμένου, του επιτέ­θηκαν με τσεκούρι και τον δολοφόνησαν, ενώ τελού­σε τον εσπερινό. Στη συνέχεια λεηλάτησαν την εκκλησιά και φεύγοντας έριξαν χειροβομβίδα, ολοκλη­ρώνοντας το βέβηλο έργο τους. Ανακοίνωση της α­στυνομίας έλεγε πως η δολοφονία έγινε με τσεκούρι και χειροβομβίδα «από αγνώστους». Και βέβαια ουδέ­ποτε εξιχνιάστηκε.
       Η κηδεία του νεομάρτυρα αρχιμανδρίτη Φιλουμέ­νου του Κυπρίου έγινε στις 4 Δεκεμβρίου 1979, από το ναό της Αγίας Θέκλας. 

Τάφηκε στο κοιμητήριο της αγιοταφικής αδελφότητας στην Αγία Σιών μέσα σε συνθήκες βαρύτατου πένθους. 

Τέσσερα χρόνια αρ­γότερα, κατά την κηδεία θανούντος μέλους της αδελφότητας, ανοίχθηκε ο τάφος του π. Φιλουμένου, για να γίνει ανακομιδή των οστών. 

Όλοι τότε οι παρευρι­σκόμενοι αντίκρυσαν ένα εξαίρετο και θαυμαστό θέαμα. 

Το σώμα του νεκρού Αρχιμανδρίτη ήταν ανέπαφο και ευωδίαζε, όπως συμβαίνει και με πάρα πολλά λεί­ψανα Αγίων, όπως του αγίου Σπυρίδωνα, του αγίου Ιωάννου του Ρώσσου και άλλων. 

Ξανακλείσανε τον τάφο μέχρι τα Χριστούγεννα του 1984, οπότε κατά την κηδεία του αρχιεπισκόπου Πέλλης Κλαυδίου α­νοίχθηκε και πάλι. 

Το σώμα συνέχισε να είναι αναλ­λοίωτο και να ευωδιάζει, ένδειξη ότι ο ταπεινός δούλος του Θεού Φιλούμενος είχε καταταγεί «εν χώρα ζώντων» ως ένας από τους Αγίους Του. 

Το λείψανο τοποθετήθηκε με κάθε ευλάβεια σε γυάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του Αγίου Βήματος στον ιερό ναό της Αγίας Σιών, όπου και γίνεται αντικείμενο προσκύνησης από χιλιάδες πιστούς.



Παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ε­πίσημη πράξη αναγνώρισης της αγιότητάς του, ο πι­στός λαός θεωρεί τον π. Φιλούμενο ως άγιο και ως τέτοιον τον τιμά. 

Η αγία του ζωή, ο μαρτυρικός του θά­νατος, το άφθαρτό του σώμα, τα ομολογούμενα θαύματα που έγιναν σε πιστούς μετά το θάνατό του αποτε­λούν αναντίρρητες μαρτυρίες για την αγιοσύνη του. 

Η μνήμη του ας είναι αιώνια.
(Γεροντικό του 20ου αιώνος)






Λεπτομερειες απο τη ζωη του



  Σε ηλικία 14 ετών τα δύο αδέλφια πηγαίνουν στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου και μετά στα Ιεροσόλυμα, όπου φοιτούν στο εκεί Γυμνάσιο.  Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο το 1939 ο μεν Ελπίδιος υπηρέτησε ως πρεσβύτερος σε διάφορους τόπους και εκοιμήθη στις 29 Νοεμβρίου 1983.  Ο δε Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα και το 1979 διορίστηκε υπεύθυνος στο Φρέαρ του Ιακώβ.  Όπου, εκεί το Νοέμβριο του 1979 την ώρα που ο άγιος τελούσε τον Εσπερινό, τον δολοφόνησαν με τσεκούρι φανατικοί Εβραίοι.
 
 
Μια εβδομάδα πριν, μια ομάδα φανατικών σιωνιστών πήγε στο μοναστήρι του Φρέαρ του Ιακώβ, ισχυριζόμενοι ότι ήταν Εβραϊκός ιερός τόπος και απαιτώντας όπως όλοι οι Σταυροί και οι εικόνες να απομακρυνθούν.   
Βέβαια, ο άγιος επεσήμανε ότι το πάτωμα στο οποίο ήταν τώρα είχε κατασκευαστεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο πριν από το 331 μ.Χ. και ότι χρησιμοποιήθηκε ως Ορθόδοξος Χριστιανικός ιερός τόπος για δεκαέξι αιώνες πριν το ισραηλινό κράτος έχει δημιουργηθεί, και ότι ήταν στα χέρια των Σαμαρειτών οκτώ αιώνες πριν από αυτό, (το υπόλοιπο του αρχικού ναού είχε καταστραφεί κατά την εισβολή του Σάχη Χοσράν Παρνίς στον έβδομο αιώνα, κατά την οποία οι Εβραίοι είχαν σφαγιάσει όλους τους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ.)  Η ομάδα έφυγε με απειλές, ύβρεις και αισχρότητες του είδους που οι ντόπιο χριστιανοί υποφέρουν τακτικά.  Μετά από λίγες μέρες, στις 29 Νοεμβρίου, κατά τη διάρκεια μιας χειμαρρώδης νεροποντής, μια ομάδα σιωνιστών γύρισε στο μοναστήρι.  Ο άγιος είχε ήδη βάλει το πετραχήλι του για τον Εσπερινό.   
Η αποσπασματική κοπή των τριών δακτύλων με το οποίο έκανε το σημείο του Σταυρού του έδειξε ότι είχε βασανιστεί σε μια προσπάθεια να τον κάνουν να αρνηθεί την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη. Το πρόσωπο του είχε χαραχθεί άγρια στη μορφή του Σταυρού.  Η εκκλησία και ιερά σκεύη είχαν όλα καταστραφεί από την διάπραξη της ιεροσυλίας.  Το σκήνωμα του αγίου παραδόθηκε στους ορθοδόξους μετά από 6 μέρες, αλλά διατηρούσε την ευκαμψία του και ετάφη στο κοιμητήριο της Αγίας Σιών.  Μετά από τέσσερα χρόνια στην ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, το σώμα βρέθηκε άφθαρτο και ευωδίαζε.   
Τότε, έκλεισαν τον τάφο και τον ξανάνοιξαν τα Χριστούγεννα του 1984, οπότε το ιερό σκήνος διατηρούσε μερική αφθαρσία και το τοποθέτησαν σε υάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του ιερού βήματος στο ναό της Αγίας Σιών.
O ιερομάρτυς Φιλούμενος συγκαταλέκθηκε μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων στις 30 Αυγούστου του 2008, οπότε και το άφθορο άγιο σκήνωμα του μεταφέρθηκε στο προσκύνημα του φρέατος του Ιακώβ όπου και μαρτύρησε για την αγάπη του Χριστού.
Η μνήμη του τιμάται την 29η Νοεμβρίου.



Ο εξυψωθείς

εις τους ουρανούς

ταπεινός


Άγιος Φιλούμενος:

Ο συμπατριώτης μας Σοφοκλής Ορουντιώτης στην πορεία της ζωής και της αγιοποίησής του.


Στα μονοπάτια που ανέβαιναν

Μια σεπτή μορφή κινούσε τον δρόμο της. Σιωπηλή, γλυκιά, άκακη -λες κι ήταν αόρατη και άυλη- προχωρούσε με βήματα ανάλαφρα. Στην αρχή δεν διέκρινες τίποτα -τι να καταλάβεις από ένα παιδί- τα μονοπάτια είχαν ροπή ανάβασης. Ανέβαιναν κι όλο ανέβαιναν, χωρίς εκείνου να αλλάζει η μορφή, παρά να γίνεται σοφότερη, ίσως φωτεινότερη. Σίγουρα ταπεινότερη. Ο δρόμος είχε προ πολλού χαραχθεί -ο μοναχικός και δύσβατος- που αν έβαζες λουλούδια με την πρώτη θα φύτρωναν. Πήρε η ζωή την πορεία της -η μοίρα είχε γράψει τις σελίδες της- με τα μονοπάτια να συνεχίζουν στην ίδια κλίση: ψηλά, εκεί που δεν υπάρχει πάρα πέρα.

Τον είχαν πάρει από μόνα τους τα μονοπάτια της ζωής στην υψηλότερη θέση: της αγιοσύνης. Έγινε άγιος -ένας σύγχρονος άγιος- που μόλις μετρά δύο χρόνια από τότε. Στις 29 Νοεμβρίου 2009 συγκεκριμένα, ο μοναχός Φιλούμενος Σο­φοκλής Ορουντιώιης ως λαϊκός- αγιοποιήθηκε από την Εκκλησία. Συμπατριώτης μας από την Ορούντα, η μορφή του -η τόσο σεπτή και ταπεινή- έχει περάσει πια στις χρυσές σελίδες της ορθοδοξίας. Μα μέχρι να φτάσει εκεί, είχε διαβεί ένα δρόμο πολύ πειθαρχημένο, που το επίγειο τέλος του έθρυβε μαρτύριο. Κατάκτηση παράλληλα του κόσμου του ουράνιου.
Ουρανός και γη, γη και ουρανός, δέσιμο διάφανο και αθέατο σε μας, ήταν για τον Φιλούμενο κρατήρας ψυχής. Από κάτω είχε στραμμένο το εσωτερικό βλέμμα προς τα πάνω, σε μια σχέση Θεού και ανθρώπου ανώτερη. Ήταν ένα παιδί όπως όλα τα άλλα -έτσι θα νόμιζες- που μεγάλωνε αλλά διακριτικά ξεχώριζε από τους γύρω του, καθώς και ο δίδυμος αδελφός του Αλέξανδρος, όμως, έκρυβαν κάτι το μοναδικό. Το μοναδικό εξελίχθητε και στους δύο, σε αυτές τις όμοιες στάλες μορφών, διαφορετικού ωστόσο χαρακτήρα.


Χάραξε η μέρα και έδωσε φως -μπορεί και να πετούσαν περιστέρια στον ουρανό –όταν τα δυο αγόρια, Σοφοκλής και Αλέξανδρος, γεννιούνταν. Ήταν στις 15 Οκτωβρίου 1913 στην ενορία του Αγίου Σάββα Λευκωσίας, όπου έρχονταν στη ζωή. Οι γονείς Γεώργιος και Μαγδαληνή Ορουντιώτη από την Ορούντα, παντρεύ­τηκαν και κατέληξαν στη Χώρα, φέρνοντας στον κόσμο 10 παιδιά. Χάνι, ένα μικρό πανδοχείο και φούρνος ήταν οι δουλειές του πατέρα, που ήθελε τα αγόρια του να ακολουθήσουν το εμπόριο (τα μεγαλύτερα αγόρια ασχολήθηκαν με το εμπόριο γαϊδουριών στο Παρίσι).

Στο σπίτι, την εποχή του μεγαλώματος των παιδιών, ήταν και η γιαγιά η Λωξανδρού. Μια γλυκύτατη γυναίκα, με μαντίλα και σοφία ζωής, έβαζε τα παιδιά γύρω γύρω απ’ το τραπέζι για να της διαβάζουν -καθότι αγράμματη- συναξάρια αγίων. Εκείνα μετά αποσύρονταν με τη σειρά στο προσευχητάρι του σπιτιού -με τα εικονίσματα και τα καντήλια- για να προσευχηθούν. Κι ύστερα κατευθείαν για ύπνο.

Τα δίδυμα, όμως, περνούσαν ώρες στο προσευχητάρι και τα άλλα παιδιά διαμαρτύρονταν. Να προσκυνήσουν ήθελαν βιαστικά-βιαστικά και να πάνε να ξαπλώσουν. Σύσκεψη η οικογένεια: αποφασίστηκε να πηγαίνουν πρώτα οι υπόλοιποι κα τελευταία τα δίδυμα, ώστε να περνούν όσο χρόνο θέλουν εκεί μέσα Πολλές ήταν οι φορές, όπου σηκώνονταν κατά τη διάρκεια της νύχτας και πήγαιναν στο προσευχητάρι. Η γιαγιά κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε με τα δίδυμα -που τα παρότρυνε κιόλας· με τα οποία εκκλησιαζόταν στο ναό του Τρυπιώτη. Τα ενέπνεε εκείνα ο χώρος· το αμυδρό φως των κεριών, οι παλιές θαυματουργικές εικόνες, το ξυλόγλυπτο χρυσοποίκιλτο εικονοστάσι νιώθοντας εκεί πιο κοντά στον Θεό.

Ο πατήρ Νεόφυτος ήταν ο πνευματικός τους και ο βίος του αγίου Ιωάννη του Καλυβίτου σαν την Αγία Γραφή τους. Το κάλεσμα ήταν πασιφανές -δεν θα οργούσε να ‘ρθει- επιθυμώντας τα δίδυμα να αφιερωθούν στη μοναστική ζωή. Τελειώνουν το δημοτικό και αποφασίζουν να αναχωρήσουν για το Σιαυροβούνι. Κα­λοκαίρι του 1927 -14 χρόνων- και αφού εξασφαλίζουν την ευχή του παπά Νεό­φυτου (γνωρίζοντας ότι ο πατέρας τους δεν θα τους επέτρεπε να φύγουν) καταστρώνουν το σχέδιο απόδρασης. Πρότειναν να μείνουν εκείνα κοντά στον πατέρα στις δουλειές και να πάνε τα μεγαλύτερα αγόρια στην Ορούντα με τους άλλους. «Γιατί να στερούνται πάντα οι άλλοι, την εξοχή;» είπαν του πατέρα και έφυγαν. Βέβαια, δεν έμειναν να βοηθήσουν στο χάνι και στο φούρνο, αλλά πήραν τον δρόμο για το Σταυροβούνι. Με τα πόδια. Και στο δρόμο απαντούν έναν αμαξά…

«Πού πάτε;», ρώτησε ο αμαξάς τα δύο αγόρια, που
τους αναγνώρισε από το χάνι του πατέρα που στάθμευε συχνά. «Πάμε στο Σταυροβούνι», απάντησαν, προτείνοντας ο αμαξάς να τους μεταφέρει παρά πέρα –ως εκεί που πήγαινε- με την άμαξά του. «Σε παρακαλούμε. Μην μας μαρτυρήσεις στον πάτερα μας, γιατί θα έρθει να μας πάρει» Το υποσχέθηκε ο αμαξάς, ωστόσο δεν τήρησε την υπόσχεσή του, ενημερώνοντας την επομένη τον πατέρα τους. Πιάνει τότε εκείνος το καμπριολέ μαζί και η σύζυγος και η μικρότερη του κόρη Γαλάτεια -κινώντας για τα βουνά του Στουροβουνίου. «Μπαμπά, μπαμπά, να ο Σοφοκλής και ο Αλέξανδρος», αναγνώρισε η Γαλάτεια τα δύο αδέλφια της, τα οποία με ρούχα καλόγερων σκάλιζαν τη γη στις γεωργικές εργασίες τους.

Τους βάζει ο πατέρας στο καμπριολέ και όλοι φτάνουν στο μοναστήρι. Συζητούν με τον ηγούμενο Βαρνάβα -καθοδηγητή των διδύμων- εκείνα ικετεύουν -«και να μας πάρεις πίσω, εμείς θα ξανάρθουμε»- και ο πατέρος λυγίζει. Τα δίδυμα πια ζουν στο μοναστήρι· επιστρέφουν μόνο μία φορά στο πατρικό καθότι αρρωστούν· και το 1934 κινούν για ένα μακρύτερο δρόμο: των Ιεροσολύμων. Τους πρόσεξε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων και Αρχιεπίσκοπος Τιμόθεος, όταν βρέθηκε στο
Σταυροβούνι, για ακολουθία, ζητώντας την άδεια του πατέρα Βαρνάβα για να τους πάρει μαζί του.

Στα Ιεροσόλυμα πηγαίνουν γυμνάσιο. Ο Σοφοκλής -ο άγιος της ιστορίας μας- παρουσιάζει κάτι το ιδιαίτερο: η συμπεριφορά του, η ομιλία του, σε έκαναν να τον συμπάθησης αμέσως. Μιλούσε πάντα με χαμόγελο, ποτέ δεν θύμωνε, καμία φιλοδοξία δεν εξέφραζε. Αντιθέτως ο Αλέξανδρος ήταν μια ηγετική μορφή.

Το 1937 Σοφοκλής και Αλέξανδρος εκάρησαν από τον Πατριάρχη Τιμόθεο μοναχοί, λαμβάνοντας αντιστοίχως τα ονόματα Φιλούμενος και Ελπίδιος. Τον ίδιο χρόνο χειροτονούνται διάκονοι, καθώς αποφοιτούν το 1939 από το γυμνάσιο. Το 1940 ο Ελπίδιος προχειρίζεται πρεσβύτερος. Το 1947 παραλαμβάνεται από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και αναχωρεί από τα Ιεροσόλυμα. Αλλιώτικη η πορεία του Φιλούμενου που παραμένει στην Αγία γη.

Διορίζεται εργοδηγός το 1940 στο Πατριαρχείο, μετά διάκονος στη Μονή του Αγίου Σάββα, αναλαμβάνοντας αργότερα καθήκοντα επιμελητή των πατριαρχικών γραφείων. Χειροτονείται πρεσβύτερος. Ακολούθως υπηρετεί ως βοηθός φροντιστής στο κεντρικό μαγειρείο μέχρι τον Φεβρουάριο του 1946. Διορίζεται ηγούμενος στην Τιβεριάδα και το 1946 χειροτονείται αρχιμανδρίτης.

Στην Ιόππη υπηρετεί για έξι χρόνια. Από το 1959 μέχρι το 1961 είναι διευθυντής του οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής, ενώ τον Μάιο της ίδιας χρονιάς διορίζεται στη μονή του Αρχαγγέλου. Τον Φεβρουάριο του 1962 αποστέλλεται στο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Ακολουθεί η Ραμάλα 1965-1967, όπως και τις χρονιές 1976-1979. Υπηρετεί και στον Άγιο Θεοδόσιο και στον Προφήτη Ηλία. Ο Φιλούμενος γρήγορα αποκτά τη φήμη του εξαίρετου πνευματικού ιερομόναχου. Με ένα μεγάλο ποίμνιο. αναπτύσσει συνομιλίες, πίνει καφέ μαζί τους και συμβουλεύει: «ταπείνωση, προσευχή, ελεημοσύνη». Καθημερινά τον επισκέπτονται χριστιανοί από όλες τις γωνιές του Ισραήλ, τον αγαπούν, τον σέβονται. Φορά αντερί γκρίζο -το αγαπημένο του χρώμα- και σκουφάκι μαύρο, ανεβοκατεβαίνοντας τα σκαλιά του Προφήτη Ηλία και εξυπηρετώντας κόσμο. Αφηγείται βίους αγίων κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, ψάλλει και προσφέρει φρούτο και γλυκά. Ταπεινός -ένας καθόλα σωστός μοναχός- ο Φιλούμενος γαλήνιος μελετά τα βιβλία του. Βοηθά, νηστεύει και προσεύχεται.

Τον Μάιο του 1979 μετακινείται στη Νεάπολη, ηγούμενος στο Φρέαρ του Ιακώβ, αλλά εκεί δεν είναι από όλους αγαπητός. Σιωνιστές, φανατικοί Εβραίοι, θέλουν να τον εξοντώσουν και τον απειλούν…

Η απειλή, η επίθεση και το φρικτό μαρτύριο.

Κατέβασε τα εικονίσματά σου. Αυτός ο χώρος μας ανήκει. Φύγε, γιατί θα το μετανιώσεις πικρά», αγριεμένοι αλλόθρησκα φοβερίζουν τον Φιλούμενο. Διεκδικούσαν το ναό, με τη δικαιολογία ότι ήταν εβραϊκός, εξηγούσε ήρεμα εκείνος ότι ο χώρος μετρά αιώνες χριστιανικής παρουσίας. Τίποτα. Εκείνοι, έρχονταν κάθε Πα­ρασκευή με τις απειλές τους. Ο Φιλούμενος διαισθάνθηκε ότι θα τον σκότωναν, και το είπε στον γέροντα Θεοδόσιο: «Τι να κάνω γέροντα; Με απειλούν. Ας με σκοτώσουν. Ένα μαρτύριο θα μας σώσει» κι αποφάσισε να μείνει στο ναό.

Λίγο καιρό μετά, μια εβδομάδα πριν, επισκέπτεται γνωστούς και φίλους μοναχούς. Μια εβδομάδα πριν το προαίσθημά του βγει αληθινό. Ήταν απόγευμα Πέμπτης, της 29ης Νοεμβρίου 1979. Ημέρα βροχερό, ημέρα γιορτής του αγίου Μάρτυρος Φιλουμενου (μαρτύρησε στην Άγκυρα τοα270). Γιόρταζε ο ηγούμενος μας και μετά τις 4 ήταν μονός στο ναό, μιας και ο φύλακος είχε φύγει. Γύρω σιωπή, μόνα η βροχή και κάποιες σκοτεινές φιγούρες κρυμμένες. Όπως και ο Φιλούμενος -ώρα 5- να τελεί τον εσπερινό. Επίθεση. Επίθεση στον Φιλούμενο με τσε­κούρι: 36 τσεκουριές σε σχήμα σταυρού στο κρανίο. Ξερίζωσαν μάτια. Ξερίζωσαν δόντια. Έκοψαν χέρια. Έκοψαν πόδια Έκοψαν γεννητικά όργανα. Ο δίδυμος Ελπίδιος από τη θεία χάρη «ενημερώνεται»: «αδελφέ με σκοτώνουν». Η εκκλησία βεβηλώνεται.

Την επομένη τον βρήκαν νεκρό. Ειδοποιούνται αστυνομία και πατριαρχείο. Μετά από πέντε ημέρες ιερείς παραλαμβάνουν το σκήνωμα. Ήταν γυμνός ο Φιλούμενος, και παρότι πέρασαν μέρες από τον θάνατό του δεν παρουσίαζε το φαινόμενο της νεκρικής ακαμψίας. «Βοήθα γέροντα να σε ντύσω», είπε ο πατέρας Σωφρόνιος στο νεκρό Φιλούμενο, με το σώμα να «συνεργάζεται» στο ντύσιμό του. Στις 4 Δεκεμβρίου 1979 τελείται από το ναό της Αγίας Θέκλας η κηδεία του. Θάβεται στο κοιμητήριο της Αγιοταφικής Αδελφότητας στην Αγία Σιών. Στο Φρέαρ του Ιακώβ τον τόπο μαρτυρίου του Φιλούμενου- διορίζονται διάφοροι ιε­ρείς, με τελευταίο τον πατέρα Ιουστίνο. Το 1982 δέχεται επίθεση, αλλά νεότερος ο Ιουστίνος τον αφοπλίζει με ένα κηροπήγιο. Έτσι συλλαμβάνεται ο δολοφόνος του Φιλούμενου. Εξακολουθούν φανατικοί να πολιορκούν το Φρέαρ, με τον Φιλούμενο να «προστατεύει» ναό και ιερέα.

Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του, σης 29 Νοεμβρίου 1963, πεθαίνει και ο δίδυμος του Ελπίδιος. Εκείνον τον καιρό αποφασίζεται η ανακομιδή των οστών του Φιλούμενου και ο ενταφιασμός τους στο Φρέαρ. Όταν, όμως, άνοιξαν τον τάφο μια ευχάριστη μυρωδιά αναδυόταν. Το σώμα άφθαρτο: το χρώμα σκούρυνε λίγο, μαλλιά, γένια, ρούχα –όλα εκεί. Τοποθετείται για προσκύνημα στο ιερό βήμα της Αγίας Σιών. Να ξαναταφεί σε άλλη γη, σε νέο τσιμεντένιο τάφο, για να διαπιστωθεί αν θα φθαρεί. Στις 8 Ιανουαρίου 1985 ανοίγουν τον τάφο. Το σώμα έπλεε στο νερό, ελάχιστη η φθορά του. Σε γυάλινο φέρετρο πια, στην Αγία Τριάδα της Σιών, μέχρι τον Αύγουστο του 2008 όπου μεταφέρεται στο Φρέαρ.
Θαύματα! Είναι άγιος, ο οποίος, ανακηρύσσεται στις 29 Νοεμβριίου 2009.

Απόψε τελείται εσπερινός από τον μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτο στο ναό της Ορούντας στη μνήμη και το όνομα του αγίου Φιλουμένου. Του αγίου μας.

(Αναστασία Σιακαλλή. Αφιέρωμα της Εφημερίδας «Φιλελεύθερος» της Κυριακής. Λευκωσία 28 Νοεμβρίου 2010)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου