Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Η ΑΝΑΤΡΙΧΙΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 
 
ΕΡΧΟΜΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ


Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

ΚΙ Ο ΤΡΕΛΛΟΣ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ 
 
ΣΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ
-
 
 
«Εὐφραίνεσθε οὐρανοὶ καὶ οἱ ἐν αὐτοῖς σκηνοῦντες· οὐαὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, ὅτι κατέβη ὁ διάβολος πρὸς ὑμᾶς ἔχων θυμὸν μέγαν, εἰδὼς ὅτι ὀλίγον καιρὸν ἔχει... καὶ ἐδόθησαν τῇ γυναικὶ δύο πτέρυγες..., ἵνα πέτηται εἰς τὴν ἔρημον εἰς τὸν τόπον αὐτῆς, ὅπως τρέφηται ἐκεῖ καιρὸν καὶ καιροὺς καὶ ἥμισυ καιροῦ ἀπὸ προσώπου τοῦ ὄφεως (Ἀποκ. ιβ΄ 12, 14).
 
 
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 
 
 
 
«Δεν ακούσατε για εκείνον τον τρελό που κρατούσε ένα αναμμένο φανάρι μέρα μεσημέρι κι έτρεχε στην πλατεία του Βατικανού φωνάζοντας ασταμάτητα:
«Γυρεύω το Θεό! Γυρεύω το Θεό!»
 
–Επειδή όμως πολλοί από τους Καρδινάλιους και κάποιους άλλους μαυροφορεμένους παρατρεχάμενους δεν πίστευαν στο Θεό, ξέσπασε ηχηρό γέλιο. 
Μήπως χάθηκε αυτός; ρώτησε κάποιος. 
Μήπως έχασε το δρόμο του σαν το μικρό παιδί; είπε κάποιος άλλος. 
Ή μήπως κρύβεται; 
Μήπως μας φοβάται; 
Μήπως μπάρκαρε στο πλοίο; 
Μήπως ξενιτεύτηκε; -Τέτοια έλεγαν και γελούσαν.
 
 
 
 
Ο τρελός πήδησε ανάμεσά τους και τους διαπέρασε με τη ματιά του. 
«Πού είναι ο Θεός;» φώναξε. 
«Θα σας πω εγώ! Τον σκοτώσαμε –εσείς κι εγώ! Όλοι είμαστε δολοφόνοι του! 
Αλλά πως το κάναμε αυτό; 
Πώς μπορέσαμε να αδειάσουμε τη θάλασσα; 
Ποιός μας έδωσε το σφουγγάρι για να σβήσουμε όλο τον ορίζοντα; 
Τι κάναμε όταν κόψαμε την αλυσίδα που ενώνει τούτη τη γή με τον ήλιο της; 
Προς τα πού κινείται αυτή τώρα; 
Πίσω, πλάγια, μπροστά, πρός όλες τις μεριές; 
Υπάρχει ακόμα ένα πάνω κι ένα κάτω; 
Δεν περιπλανιόμαστε μέσα σ’ ένα ατέλειωτο μηδέν; 
Δεν νιώθουμε την ανάσα του κενού χώρου; 
Δεν κάνει περισσότερο κρύο; 
Δεν έρχεται η νύχτα, πάντα η νύχτα πάνω μας; 
Δεν πρέπει ν’ ανάβουμε φανάρια στο καταμεσήμερο; 
Δεν ακούμε ακόμη τίποτε από το θόρυβο που κάνουν οι νεκροθάφτες που θάβουν το Θεό; 
Δεν μυρίζουμε ακόμη τίποτε από τη θεϊκή αποσύνθεση; 
Και οι θεοί αποσυντίθεται! 
Ο Θεός του Βατικανού είναι νεκρός! 
Ο Θεός παραμένει νεκρός! 
Κι εμείς τον σκοτώσαμε!
 
 
 
 
Πώς να παρηγορηθούμε εμείς, οι φονιάδες των φονιάδων; 
Κάτω απ’ το μαχαίρι μας μάτωσε ότι πιο άγιο και πιο ισχυρό είχε ως τώρα ο κόσμος –ποιός θα μας καθαρίσει απ’ αυτό το αίμα; 
Ποιό νερό μπορεί να μας πλύνει; 
Ποιούς εξιλασμούς, ποιά ιερά παιχνίδια πρέπει να εφεύρουμε; 
Το μέγεθος αυτής της πράξης δεν είναι πολύ μεγάλο για μας; 
Δεν πρέπει να γίνουμε κι εμείς οι ίδιοι θεοί απλώς για να φαινόμαστε άξιοί της; 
Ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερη πράξη –κι όποιος γεννηθεί μετά από μας θα ανήκει, χάρη σε τούτη την πράξη, σε μια ιστορία ανώτερη από κάθε ιστορία που υπήρξε μέχρι τώρα!  
 
 
Σκοτώσαμε το Θεό, σκοτώσαμε το Χριστό κι αναστήσαμε τον Αντίχριστο».
 
 
 
Εδώ σιώπησε ο τρελός και ξανακοίταξε τους ακροατές του –κι εκείνοι έμεναν όλοι άλαλοι και τον κοίταζαν έκπληκτοι».
 
 
 
 
(Διασκευή από «ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΓΝΩΣΗ», Φ. ΝΙΤΣΕ: απόσπασμα από την παράγραφο 125, Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ, Μετ. Λ. Τρουλινού).
«Καὶ ὠργίσθη ὁ δράκων ἐπὶ τῇ γυναικί, καὶ ἀπῆλθε ποιῆσαι πόλεμον μετὰ τῶν λοιπῶν τοῦ σπέρματος αὐτῆς, τῶν τηρούντων τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ ἐχόντων τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ... καὶ αὐτοὶ ἐνίκησαν αὐτὸν διὰ τὸ αἷμα τοῦ ἀρνίου καὶ διὰ τὸν λόγον τῆς μαρτυρίας αὐτῶν» (Αποκ. ιβ΄ 17, 11).

Λεόντιος Διονυσίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου