Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Σύντομα ιστορικά στοιχεία για το Ουκρανικό ζήτημα (Για να θυμηθούμε ο,τι εύκολα ξεχνάμε) (Α)

 



H  Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, που εξαρχής αποτελούσε με τη Μητρόπολη Κιέβου ένα ενιαίο σύνολο και μέχρι το 1593, έτος ανακηρύξεώς της σε Πατριαρχείο Μόσχας από τους τέσσερις Πατριάρχες της Ανατολής, ήταν κανονικό έδαφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, οπότε, και σύμφωνα με ιστορικές αναφορές, κατείχε την εξηκοστή θέση, ως Μητρόπολη του Οικουμενικού Θρόνου. Η Επαρχία Κιέβου εξακολουθούσε να υπάγεται υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και μετά το 1593, μέχρι και το έτος 1686. Κατά την περίοδο δε αυτή των επτακοσίων ετών 988-1686 (από το Βάπτισμα, δηλαδή, της μεγάλης ηγεμονίας του Κιέβου μέχρι και την Πατριαρχική Συνοδική Πράξη του Διονυσίου Δ΄, με την οποία παραχώρησε την Επαρχία Κιέβου στο Ρωσικό Πατριαρχείο), το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκούσε πλήρως τα κανονικά δικαιώματά του και, κυρίως, τα δύο θεμελιώδη δικαιώματα της εκκλησιαστικής υπαγωγής, δηλαδή το δικαίωμα του «χειροτονείν» και το δικαίωμα του «κρίνειν» τους Επισκόπους. Το 1686, όμως, η Μητρόπολη Κιέβου ενώθηκε με τη Ρωσική Εκκλησία. Το ίδιο έτος, μετά την προσάρτηση της Ουκρανίας από τον Μέγα Πέτρο στο ρωσικό κράτος, ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος Δ΄, με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, «αποφαίνεται, ίνα η αγιωτάτη Επαρχία Κιέβου είη υποκειμένη υπό του Αγιωτάτου Πατριαρχικού Θρόνου της μεγάλης και θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας». Από τότε δε τα παλαίφατα Πατριαρχεία, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, και στη συνέχεια και οι υπόλοιπες Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, έβλεπαν πάντοτε την Ουκρανική Εκκλησία ως αναπόσπαστο μέρος του Πατριαρχείου Μόσχας, σεβόμενοι το δικαίωμά του να έχει υπό την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του όλο τον χώρο της Ουκρανίας.

Σήμερα, όμως, επίλεκτα στελέχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος και θεολογικοί συνεργάτες του, αλλά και άλλοι, δεν αποδέχονται την πραγματικότητα αυτή και ισχυρίζονται, ότι με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1686 δεν παραχωρήθηκε πλήρως και οριστικώς η Μητρόπολη Κιέβου στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, αλλά επιτροπικώς, «ίνα έχη επ’ αδεία» και μόνο το δικαίωμα να χειροτονεί και να ενθρονίζει τον εκά- στοτε εκλελεγμένο από την Κληρικολαική Συνέλευ ση Μητροπολίτη Κιέβου.

Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται, όπως ισχυρίζονται, με την αναφορά του όρου, που περιλαμβάνεται στο Γράμμα Εκδόσεως του 1686 και, σύμφωνα με τον οποίο, ο Κιέβου οφείλει, κατά τη Θεία Λειτουργία, να μνημονεύει εν πρωτοις του ονόματος του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχη, «ως όντος πηγή, και αρχή, και υπερκειμέ νου πάντων των πανταχού παροικιών τε και επαρ χιών», και έπειτα το όνομα του Πατριάρχη Μόσχας. Αυτή η αναφορά του όρου στο Γράμμα του 1686, να μνημονεύεται πρώτα το όνομα του Κων σταντινουπόλεως, πριν από το όνομα του Μόσχας, αποτελεί, όπως επισημαίνουν, απόδειξη της δικαιοδοσιακής εξαρτήσεως της Μητροπόλεως Κιέβου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και, όπως υπογραμμίζουν, χάριν αυτού του όρου η Μητρόπολη Κιέβου ουδέποτε παραχωρήθηκε στο Πατριαρχείο Μόσχας οριστικά και αμέτακλητα.

Το Ορθόδοξο Πατριαρχείο Μόσχας απορρίπτει τα όψιμα αυτά επιχειρήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και επισημαίνει, ότι το κείμενο της Πατριαρχικής Πράξεως του 1686 δεν αναφέρει διοικητικές αρμοδιότητες του

Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί του παραχωρουμένου εδάφους. Επομένως, η εκφρασθείσα στο Γραμμα ευχή, για την εν πρώτοις μνημόνευση του ονόματος του Κωνσταντινουπόλεως και μετέπειτα εκείνου της Ρωσίας, ουδεμία σχέση έχει προς τις διοικητικές αρμοδιότητες. Με έμφαση δε τονίζουν, ότι δεν είναι τόσο η μνημόνευση ενός Προκαθημένου, όσο το δίκαιο του «χειροτονείν» τους Επισκόπους (jus ordinandi) και το δίκαιο του «κρίνειν» τους Επισκόπους (jus jurandi), που καθορίζει την υπαγωγή μίας Εκκλησίας στη δικαιοδοσία μίας άλλης. Προς ενίσχυση του επιχειρήματος αυτού επικαλούνται τον διακεκριμένο Καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και στενότατο συνεργάτη και σύμβουλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Βλάσιο Φειδά, ο οποίος, σε ανύποπτο χρόνο, σχολιάζοντας σε άρθρο του την απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, διά της οποίας επικυρώνεται το Αυτοκέφαλο καθεστώς της Εκκλησίας της Κύπρου, γράφει και τα εξής:

«Ευνόητον ότι το θέμα της διοικητικής υπαγωγής της Εκκλησίας Κύπρου εις την δικαιοδοσίαν του Αντιοχείας συνεδέετο αρρήκτως με την κανονικήν κατοχύρωσιν της αρμοδιότητος αυτού εις το δίκαιον του χει ροτονείν και κρίνειν τον Μητροπολίτην Κύπρου, διό και η υπό της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου μη εκχώρησις του δικαίου τούτου εις τον Αντιοχείας διεφύλαξε το Αυτοκέφαλον της Εκκλησίας Κύπρου».

Αλλά, για να μην υπάρχει καμία παρερμηνεία, οι της Ρωσικής Εκκλησίας επικαλούνται και σωζόμενο Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ΄ προς τους Βασιλείς της Ρωσίας Ιωάννη Αλεξιοβίτζη και Πέτρο Αλεξιοβίτζη, στο οποίο ρητώς ορίζεται, ποιος έχει δικαίωμα διοικήσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Κιέβου. Στο Γράμμα αυτό προς τους Βασιλείς της Μοσχοβίας, παράλληλα προς το δικαίωμα χειροτονίας του Μητροπολίτη Κιέβου από τον Πατριάρχη Μόσχας, υποτάσσεται σε αυτόν και η Μητρόπολη Κιέβου. Επί του προκειμένου, ο Πατριάρχης Διονύσιος Δ, μεταξύ άλλων, «αποφαίνεται, ίνα η αγιωτάτη Επαρχία Κιέβου είη υποκειμένη υπό του αγιωτάτου Πατριαρχικού Θρόνου της Μεγάλης και Θεοσώστου Πόλεως Μοσχοβίας... και γινώσκειν εκείνον γέροντα, και προεστώτα αυτού, ως παρ’ εκείνου χειροτονού μενοι, και ουχί υπό του Οικουμενικού». Τα δύο αυτά κείμενα, τονίζουν οι του Πατριαρχείου Μόσχας, δεν κάνουν κανένα λόγο για προσωρινό χαρακτήρα της μεταβιβάσεως της Μητροπόλεως Κιέβου, αλλά αντίθετα υπογραμμίζουν τον μο νιμο και οριστικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής υπαγωγής της στη Ρωσική Εκκλησία. Για να απαντήσουμε, λοιπόν, και εμείς στο ερώτημα, εάν η Εκκλησία της Ουκρανίας υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ή στο Πατριαρχείο Μόσχας, θα πρέπει, πέραν από τα πιο πάνω, να ανατρέξουμε στα λεγόμενα

«Συνταγμάτια», τα οποία, κατά γενική ομολογία, όχι μόνο των ειδικών κανονολόγων, αλλά και όλων των θεολόγων, κληρικών και λαικών, πανεπιστημιακών και μη, αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της κανονικής δικαιοδοσίας των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Η δε καταγραφή σε αυτά είναι ακαταμάχητο τεκμήριο, για το που υπάγεται μία Μητρόπολη. Η απλή και μόνο αναγραφή μίας Μητροπόλεως στο «Συνταγμάτιον» μίας Αυτο κέφαλης Εκκλησίας δηλώνει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η Μητρόπολη αυτή υπάγεται κανονικώς στην Αυτοκέφαλη αυτή Εκκλησία.

Τι είναι, όμως, αυτά τα «Συνταγμάτια», τα οποία, τόσο μεγάλη αποδεικτική δύναμη, κατά κοινή ομολογία, έχουν;

«Συνταγμάτιον», κατά τον Πρωτοπρεσβύτερο Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, είναι ο κατάλογος των Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών, και η τάξη πρωτοκαθεδρίας τους στα πλαίσια της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας των κατά τόπους Ορθοδό ξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Τα «Συνταγμάτια» παλαιότερα ονομάζοντο «Τακτικα» (Notitia Episcopatuum), ενώ σήμερα εκδίδονται υπό την ονομασία «Ημερολόγιον», «Δίπτυχα», «Ε- πετηρίς», «Τυπικαί Διατάξεις» κ.λπ.. Κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε εδώ, ότι το παλαιότερο «Τακτικόν» είναι η «Έκθεσις του Επιφανίου», αρχές του Ζ΄ αιώνα, κατά την οποία υπάγοντο στον Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως 33 Μητροπόλεις, 34 Αρχιεπισκοπές και 352 περίπου Επισκοπές. «Σύμφωνα, επίσης, με το “Τακτικόν” της εποχής των Ισαύρων (Παρισινός κώδικας 1555Α), ο Οικουμενικός Θρόνος είχε στη δικαιοδοσία του, κατά τα μέσα του Η΄ αιώνα, 51 Μητροπόλεις, 40 Αρχιεπισκοπές και 608, περίπου, Επισκοπές». Ανατρέχοντας, λοιπόν, στα «Συνταγμάτια», τους αδιάψευστους αυτούς μάρτυρες κανονικής δικαιοδοσίας των Θρόνων, διαπιστώνουμε, ότι, από το 1686 και μετά, σε κανένα «Συνταγμάτιον» καμίας Εκκλησίας αναγράφεται η Ουκρανία ως Επαρχία του

Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από το περίφημο «Συνταγμάτιον» του 1715 του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρυ σάνθου Νοταρά, στο οποίο αναγράφεται η Ουκρανία ως Επαρχία της Μοσχοβίας και όχι του Οικουμενι κού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, μέχρι και το 2018, όλα τα «Τυπικά» «Ημερολόγια», «Δίπτυχα» και «Επετηρίδες» όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών θεωρούσαν την Ουκρανία ως τμήμα της Εκκλησίας της Ρωσίας. Όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αναγνώριζαν, ότι η Εκκλησία της Ουκρανίας υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία της Μόσχας και θεωρούσαν τον Ονούφριο, ως τον μόνο κανονικό Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας. Όλες, λοιπόν, οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκ- κλησίες, χωρίς καμία ένσταση ή επιφύλαξη, για 330 και πλέον χρόνια θέλουν την Εκκλησία της Ουκρανίας να υπάγεται εκκλησιαστικά στο Πατριαρχείο Μόσχας και όχι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κων σταντινουπόλεως. Αλλά η βεβαιότητα αυτή, ότι, δηλαδή, με την Πατριαρχική Πράξη του 1686 του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Δ΄, η Ουκρανία υπήχθη κανονικώς στο Πατριαρχείο Μόσχας, έχει γίνει αποδεκτή και από αυτό το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο και έχει καταγραφεί με τον πιο επίσημο τρόπο σε όλα τα «Συνταγμάτια», «Ημερολόγια», «Δίπτυχα», «Επετηρίδες» και «Τυπικάς Διατάξεις» του, που έχουν εκδοθεί από το ίδιο το πατριαρχικό τυπογρα φείο στην Κωνσταντινούπολη, όπως είναι το «Συνταγμάτιον» του 1797, που συντάχθηκε από τον εθνομάρτυρα και ιερομάρτυρα Πατριάρχη Κωνστα-ντινουπόλεως Γρηγόριο Ε΄, αλλά και τα «Συνταγμά τια» του 1829, του 1896, του 1902 και σε όλα τα «Συνταγμάτια» και «Επετηρίδες» μέχρι και το 2018. Στις επίσημες αυτές πατριαρχικές εκδόσεις ο Οικου μενικός Θρόνος δεχόταν μέχρι και το 2018 και χωρίς καμία επιφύλαξη, ότι η Ουκρανία υπάγεται κανο νικώς στο Πατριαρχείο Ρωσίας.

Πέραν, όμως, τούτων, αυτός ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος σε λόγο του προς τον ουκρανικό λαό, που απηύθυνε στις 26 Ιουλίου 2008, εξέφρασε αυτή την ίδια εκκλησιαστική βεβαιότητα, ότι, δηλαδή, η Ουκρανία έχει παραχω ρηθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και υπάγεται πλέον στην Εκκλησία της Ρωσίας. Στον λόγο του εκείνο είπε και τα εξής ο Οικουμενικός Πατριάρχης:

«Η επί προφανεί θυσία των ιδίων δικαιωμάτων ο φειλετική διακονία του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία έχει την περισσοτέραν έκφρασιν εις την όλην εξέλιξιν της σχέσεως αυτού προς την εκλεκτήν, μεταξύ των θυγατέρων Εκκλη σιών, την Εκκλησίαν της Ουκρανίας, η οποία υπήγετο υπό την κανονικήν δικαιοδοσίαν του επί επτά συναπτούς αιώνας, ήτοι από του βαπτίσματος της μεγάλης ηγεμονίας του Κιέβου (988-1687), μέχρι της προσαρτήσεως αυτής υπό του Μ. Πέτρου εις το  Ρωσικόν κράτος. Πράγματι η Μήτηρ Εκκλησία προ σέφερε προθύμως επί επτά αιώνας και εκ του υστε ρήματος αυτής... Ούτως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ΄, μετά την προσάρτησιν της Ουκρανίας εις την Ρωσίαν και υπό την πίεσιν του Μ. Πέτρου, έκρινεν αναγκαίαν, υπό τας περιστάσεις εκείνας, και την εκκλησιαστικήν υπαγωγήν αυτής εις το Πα τριαρχείον Μόσχας». Επιπροσθέτως αυτών, ο Οικουμενικός Πατριάρ χης κ.κ. Βαρθολομαίος στις δύο απαντητικές επι στολές του προς τον Πατριάρχη Μόσχας αναγνω ρίζει, τόσο την

καθαίρεση (1992) όσο και τον ανα θεματισμό (1997), που επέβαλε το Πατριαρχείο Μο σχας στον πρώην Μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, απαντώντας στην πρώτη επιστολή του τότε Πατριάρ χη Μόσχας μακαριστού Αλεξίου, σχετικά με την κα θαίρεση του Φιλαρέτου, υπογραμμίζει τα εξής: «Η καθ’ ημάς Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, αναγνωρίζουσα εις το ακέραιον την επί του θέματος  αποκλειστικήν αρμοδιότητα της υφ’ υμάς Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρωσίας, αποδέχεται τα συνοδικώς αποφασισθέντα περί του εν λόγω, μη επιθυμούσα το παράπαν ίνα παρέξη οιανδήτινα δυσχέρειαν εις την καθ’ Υμάς αδελφήν Εκκλησίαν»27. Στη δεύτερη επιστολή του προς τον Πατριάρχη Μόσχας γράφει για τον αναθεματισμό του Φιλαρέ του (1997) και τα εξής:

«Λαβόντες γνώσιν της ως άνω αποφάσεως, ανεκοινωσάμεθα ταύτην τη Ιεραρ χία του καθ’ ημάς Οικουμενικού Θρόνου και προ ετρεψάμεθα αυτήν, όπως ουδεμίαν εκκλησιαστικήν κοινωνίαν έχη τουντεύθεν μετά των ειρημένων»28. Με άλλα λόγια, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος αναγνωρίζει στο Πατριαρχείο Ρωσίας όχι μόνο το δικαίωμα της χειροτονίας, αλλά και το δικαίωμα της κρίσεως των Επισκόπων της Ουκρα νίας. Αναγνωρίζει, δηλαδή, στο Πατριαρχείο Μο σχας τα δύο θεμελιώδη δικαιώματα της εκκλησια στικής υπαγωγής, το δίκαιο του «χειροτονείν» και το δίκαιο του «κρίνειν» τους Επισκόπους. Τα δύο αυτά θεμελιώδη δικαιώματα της εκκλησιαστικής υ- παγωγής τα αναγνωρίζει και ο εκ των υστέρων εναρ μονισθείς με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναφο ρικά με τον Τόμο Αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιε-ρώνυμος, ο οποίος στην Εισήγησή του προς την Ιε- ρα Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελ- λάδος σημειώνει και τα εξής: «Όλοι γνωρίζομεν ότι η διάδοσις του Ευαγγελίου της εν Χριστώ σωτηρίας “εις πάντα τα έθνη” (Ματθ. 28, 18-20) και “έως εσχάτου της γης” (Πραξ. 1, 7-8) κατέστησεν αναγ καίαν την εισαγωγήν του κανονικού θεσμού της Αυτοκεφαλίας υπό της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325) εις όλας τας ρωμαικάς επαρχίας του ελληνο ρωμαικού κόσμου διά τον συνοδικόν έλεγχον της εκλογής, της χειροτονίας και της κρίσεως όλων των Επισκόπων εκάστης επαρχίας»29. (Η υπο γράμμιση δική μου). Όλα αυτά, λοιπόν, συνιστούν και συγχρόνως αποδεικνύουν την πλήρη υπαγωγή της Μητροπόλε ως Κιέβου υπό την κανονική δικαιοδοσία του Πα τριαρχείου Μόσχας και, κατά συνέπεια, τη μη εξάρτησή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κων σταντινουπόλεως.

Συνεχίζεται...

(ΠΗΓΉ.ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΘΕΙΟΥΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΟΥ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου