Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

Συνεχεια απο το προηγουμενο.

• Ένας µεγάλος Ιεραπόστολος

• Ένας µεγάλος Αρχιεπίσκοπος

• Ένας µεγάλος Αναµορφωτής Ηγέτης

• Ένας µεγάλος Αναστηλωτής

της Αλβανικής Εκκλησίας

• Αλλά… ένας ταπεινός εργάτης του Ευαγγελίου

α) Ο βίος, η πορεία του και το αποστολικό του έργο β) Μια τηλεφωνική γνωριµία (εξοµολόγηση!).

 

Ο π. Αναστάσιος Γιαννουλάτος επίσκοπος.


Ο π. Αναστάσιος είχε αγαπηθεί πολύ από το θρησκεύοντα κόσµο για τη σεµνότητα, την

πνευµατική ζωή, την κηρυκτική του δεινότητα, την ιεραποστολική του αγωνία. Είχε γαλουχηθεί στα

νεανικά του χρόνια από τους πνευµατικούς της Αδελφότητας “ΖΩΗ”. Ο πνευµατικός του πατέρας

υπήρξε το µεγάλο αυτό πνευµατικό ανάστηµα της χρυσής εποχής της Αδελφότητας, ο π. Ηλίας

Μαστρογιαννόπουλος και µέσα εδώ συνεργάζονταν µε θεολόγους σε πολλά ιεραποστολικά

προγράµµατα, χωρίς όµως ποτέ να ενταχθεί στο µοναστικό κοινόβιο της Αδελφότητας.

Αυτή η αγάπη του κόσµου πολλαπλασιάστηκε µε την επιστροφή στην Ελλάδα το 1971 και ο

κόσµος την είδε ως θεία ευλογία την ανάληψη σε διάφορους κύριους τοµείς, που του είχε αναθέσει ο

Οραµατιστής Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος Α΄ (Κοτσιώνης), για την αναδιοργάνωση της διαλυµένης

Εκκλησιαστικής Διοίκησης.

Τον Απρίλιο του 1972 υπήρξε ένας σταθµός ζωής στην πορεία του, µε την εκλογή του ως

έκτακτος καθηγητής Πανεπιστηµίου στην έδρα της Ιστορίας των Θρησκευµάτων, την οποία µέχρι

τότε κατείχε ο συνταξιοδοτηθείς καθηγητής Λεωνίδας Φιλιππίδης.

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος βλέποντας την αυταπάρνηση του π. Αναστασίου, θαυµάζοντας την

προσπάθεια και εκτιµώντας το έργο και την οργάνωσή του το Νοέµβριο της ίδιας χρονιάς (1972)

προτείνει στην Ιερά Σύνοδο την εκλογή του ως βοηθό Επίσκοπο της πάλαι ποτέ διαλαµψάσης

επισκοπής Ανδρούσης (η επισκοπή Ανδρούσης αποκαλούνταν µέχρι το 1833 η σηµερινή

Μητρόπολη Μεσσηνίας). Η εκλογή του που έγινε στις 11 του µήνα, ήταν Συνοδική οµόφωνη, η δε

Αριστίνδην Ιερά Σύνοδος τότε, αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από µητροπολίτες της λεγόµενης


“Πρεσβυτέρας Ιεραρχίας” (Ιωαννίνων Σεραφείµ, Κίτρους Βαρνάβας, Κοζάνης Διονύσιος,

Καλαβρύτων Γεώργιος, Μυτιλήνης Ιάκωβος, Ναυπάκτου Δαµασκηνός, Κασσανδρείας Συνέσιος,

Ξάνθης Αντώνιος).

Η χειροτονία που έγινε στις 19 Νοεµβρίου στη Μητρόπολη Αθηνών, ήταν µια πανδαισία

πρωτόγνωρη για χειροτονία επισκόπου και µάλιστα βοηθού. Σ’ αυτή προεξήρχε ο Αρχιεπ.

Ιερώνυµος Α΄, συλλειτουργούντων εννέα µητροπολιτών και συµπροσευχοµένων στο Ιερό Βήµα

άλλων περίπου σαράντα µε πληθώρα κληρικών και λαϊκών.

Ο Αρχιεπίσκοπος π. Ιερώνυµος είπε για το χειροτονούντα:

Αναστάσιε,

«Είναι πολύ σπάνιον, χαρά επί χειροτονία ενός κληρικού να είναι τόσον γενική και να

προέρχεται εξ όλων των πλευρών του χριστεπώνυµου πληρώµατος. Διότι η διακονία σου

µέχρι της στιγµής αυτής, χάριτι θεία, υπήρξεν όχι µόνον ανεπίληπτος, αλλά και ευλογηµένη.

Οπουδήποτε και αν διήλθες εν τω χώρω του αµπελώνος του Κυρίου, η χάρις του Θεού σε

επεσκίαζε και η ευλογία Του κατηύθυνε τα διαβήµατά σου και επολλαπλασίαζε τους

καρπούς των πόνων σου. Δια τούτο πανταχόθεν, και εκ των νέων, αλλά και εκ των

πρεσβυτέρων και µεταξύ του κλήρου, άλλα και µεταξύ του λαού και µεταξύ των εγγύς και

µεταξύ των µακράν, το όνοµά σου και η διακονία σου είναι τετιµηµένα.

»Και το όνοµά σου καλύπτει όχι µόνον την πατρίδα µας, αλλ’ εξέρχεται και µακράν των

ορίων αυτής, εις τας χώρας της ηπείρου µας, αλλά και εις άλλας ηπείρους, εγγύτερον ή

µακρότερον ευρισκοµένας. Διο η χαρά, την οποίαν όλος ο πνευµατικός κόσµος και ο

επίγειος και ασφαλώς και ο ουράνιος αισθάνεται, κατά την στιγµήν αυτήν δύναµαι να είπω,

είναι προφανής.

»Εντεύθεν και ο Κύριος σε δέχεται µε εκείνον τον ωραίον ασπασµόν: ‘’Είσελθε εις την

χαράν του Κυρίου σου’’. Εισέρχεσαι πλέον εις τας ανωτάτας βαθµίδας του ιερού

θυσιαστηρίου. Δια να οικονοµής την χάριν του Θεού και ως επίσκοπος.

»Και ο Κύριος, όχι µόνον ανταποδίδων τους κόπους σου, αλλά και ευλογών την µέχρι

τούδε διακονίαν σου και εµπιστευόµενος πλέον εις σε και την χάριν την αρχιερατικήν, σε

καλεί να εξακολουθήσης την διακονίαν σου µετά της αυτής ευλογίας και µετά της αυτής

γενικής χαράς και επιδοκιµασίας».

Ο χειροτονούµενος π. Αναστάσιος, ευχαριστήσας τον Μακριώτατο Αρχιεπ. Ιερώνυµο µεταξύ

άλλων αντιφώνησε:

Μακαριότατε,

«Σας ευχαριστώ ολοψύχως δια την αγάπην Σας, την πολλαπλώς και επί σειράν ετών

εκδηλουµένην, και κατά την ώραν αυτήν τελεταρχούσαν. Ευχαριστώ επίσης θερµώς την περί

Υµάς Ιεράν Σύνοδον, δια την πολλήν εµπιστοσύνην της να µε καλέση εις επισκοπικήν

διακονίαν. Αισθάνοµαι την ανάγκην να ευχαριστήσω ακόµη τους παρισταµένους

Σεβασµιωτάτους Αρχιερείς, ιδιαιτέρως τους λειτουργούντας εις το µυστήριον, τους

πρεσβυτέρους, τους διακόνους και τον λαόν του Θεού, τους συµπροσευχοµένους κατά την

παρούσαν µυσταγωγίαν. Ας µου επιτραπή, τέλος, να επεκτείνω στην οικογένειάν µου, τους

κατά καιρούς καθηγητάς µου, και µάλιστα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστηµίου

Αθηνών, τους διαφόρους συνεργάτας µου, και ιδιαίτερα τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι,

µε το πάθος των δι’ αλήθειαν µου υπενθυµίζουν συνεχώς το σκληρόν χρέος της

γνησιότητος…

» Οι στίχοι της Αποκαλύψεως του Ιωάννου προς τον επίσκοπον Λαοδικείας,

προσηρµοσµένοι εις την περίπτωσίν µου, αποκτούν συνταρακτικήν επικαιρότητα: τώρα

πλέον οίδας «ότι συ ει ο ταλαίπωρος και ο ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυµνός» (Αποκ.

3:17).

» Η ανεπάρκεια και γυµνότης αυτή γίνεται ακόµη σοβαρωτέρα, όταν αναλογίζεται κανείς

ότι καλείται να διακονήση ως Επίσκοπος εις οργανισµόν όπως η Αποστολική Διακονία της

Εκκλησίας της Ελλάδος, εις µίαν εποχήν ριζικών ανακατατάξεων, τεχνοκρατικής θυέλλης,


συγκρούσεων κοινωνικών, µεταξύ απιθάνων συµφερόντων και απροσώπων δυνάµεων εις

περίοδον κατά την οποίαν διακηρύττεται επιµόνως η αξία του ανθρώπου, της ελευθερίας, της

δικαιοσύνης, της ισότητος, δια να καλύπτεται ή έντεχνος η άτεχνος καταπάτησίς των.

» Αύται ακριβώς αι σκέψεις και τα συναισθήµατα µε συνέτριψαν, Μακαριώτατε, κατά την

αποµόνωσιν αυτών των ηµερών. Η υπεύθυνος τοποθέτησις ενός επισκόπου µέσα εις έναν

παρόµοιο χώρον είναι κάτι µαρτυρικόν και η ανεπάρκειά µου το καθιστά εξαιρετικώς

επικίνδυνον. Βεβαίως, τώρα είναι πλέον αργά, δια να τολµήσω οιανδήποτε ‘’φυγήν εις

Θαρσίς’’ (πρβλ. Ιων. 1:3), όπως προ ετών. Άλλωστε, η φυγή τελικώς δεν αποτελεί λύσιν, δια

αυτού του είδους τους φόβους. Μόνον ‘’η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον’’ (Α΄ Ιω. 4:18).

» Σας ικετεύω λοιπόν, Μακαριώτατε, και Υµάς, σεβάσµιοι Ιεράρχαι, προσφιλείς πατέρες και

αδελφοί, όσοι αυτήν την ώραν µε κυκλώνετε µε την αγάπην σας, δεηθήτε η φλόγα, η οποία

θα ανάψη εντός µου, κατά την προκειµένην µυσταγωγίαν µε την δύναµιν του Παναγίου

Πνεύµατος από το πυρ της Πεντηκοστής, να και η µε ταπείνωσιν ενώπιον της εικόνος του

Εσταυρωµένου και των Αγίων, εις µίαν συνεχή Λειτουργίαν πίστεως και αγάπης, ώστε να

µεταφέρη, όπου εναποτεθή, κάτι από την θέρµην, την παρηγοριάν και την ελπίδα της

Αναστάσεως και της Πεντηκοστής».

Βάζουµε προσωρινά µια άνω τελεία, για να γνωρίσουµε στους καλοπροαίρετους και τους

κακοπροαίρετους αναγνώστες τα όσα έγραψαν και τα όσα είπαν, αλλά και αυτά που δεν έγραψαν,

ούτε είπαν, έχοντας εσκεµµένη προκατάληψη να κάνουν αναφορά στην Αδελφότητα από την οποία

πήρε τα εφόδια και τα µεθυστικά βιώµατα, ικανά να τον στερεώσουν στη ζωή της Ιερωσύνης, αλλά

στον καπετάνιο που τον τοποθέτησε σε θέσεις κλειδιά στη Διοικητική δοµή στο πλεούµενο σκάφος

της Εκκλησίας.

Ο ίδιος περιγράφει για την Αδελφότητα, σε ερώτηµα δηµοσιογράφου:

Αφού αφήσατε πίσω σας τη στρατιωτική θητεία,

πλέον ο δρόµος ήταν ανοιχτός, για να αφιερωθείτε

σε αυτό που πραγµατικά θέλατε…«Αποφάσισα να αφιερωθώ στην Εκκλησία εντασσόµενος

στην Αδελφότητα Θεολόγων “Η ΖΩΗ”, τα µέλη της οποίας διακρίνονταν για την

αυταπάρνηση, την ακεραιότητα, τη λιτότητα βίου, τον ιεραποστολικό ζήλο, την ορθόδοξη

πνευµατικότητα που βασιζόταν στην Αγία Γραφή, το πατερικό πνεύµα και τη λειτουργική

ζωή. Ήταν ένα περιβάλλον δηµιουργικό και χαρούµενο, το οποίο εκείνο τον καιρό έσφυζε

από ενθουσιασµό. Μέσα σε αυτό µου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρισθώ και να συνδεθώ

πνευµατικά µε σπάνιας ποιότητος ανθρώπους, πολλών και ποικίλων ικανοτήτων, που τους

διέκρινε θερµή πίστη και αγάπη στο Χριστό και είχαν ως βασικό πόθο τη διάδοση του

Ευαγγελίου στον ελληνικό λαό…».

(Από το βιβλίο “Αρχιεπ. Αναστάσιος πορευόµενος”, Συνοµιλίες µε τη

Ν. Μπαστέα και τον Μ. Προβατά, Εκδόσεις “ΠΑΤΑΚΗ”, σελ. 50).

Για δε το φωτισµένο Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυµο Α΄ που άνοιξε διάπλατα τις πύλες της Εκκλησίας και

αγωνίστηκε µε πάθος και µε σταθερή και άκαµπτη στάση, αλλά µε αγάπη για την αναδιοργάνωση

την αποδιοργανούµενη Διοίκηση της Εκκλησίας, είπε:

«Κατά την περίοδο της ποιµαντορίας του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύµου Α΄ έγιναν πολύ σηµαντικά

βήµατα και για τη δηµιουργία θεµελιωδών δοµών, που θα στήριζαν την εξωτερική ιεραποστολή.

Εκτός από το Κέντρο Ιεραποστολικών Σπουδών, δηµιουργήθηκε Γραφείο Εξωτερικής

Ιεραποστολής στην Αποστολική Διακονία µε γραµµατέα το στενό µου συνεργάτη π. Αντώνιο

Ρωµαίο, τότε µέλος του “Πορευθέντες”.

» Κατόπιν προτάσεώς µου, το 1971 ο Αρχιεπίσκοπος ευλόγησε την ίδρυση της γυναικείας

µοναχικής ιεραποστολικής αδελφότητος στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Καρέα. Η πρώτη

οµάδα αποτελείτο από µία απόφοιτο του Κέντρου Ιεραποστολικών Σπουδών, την Ευαγγελία

Κατακαλέα, µετέπειτα Ηγουµένη Ευαγγελία, και από δύο µέλη του “Πορευθέντες”, τη

διδασκάλισσα Γεωργία Ανδρούτσου, µετέπειτα µοναχή Γαληνή, και τη δικηγόρο Ιωάννα


Φουσέκη, µετέπειτα µοναχή Χαριτίνη. Επρόκειτο για µια προσπάθεια να συνδεθούν η

ιεραποστολική διακονία και η µοναχική αφιέρωση (αυτόθι, σελ. 97).

» Στη διάρκεια της θητείας του, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος, προσηλωµένος, µε το

αιγαιοπελαγίτικο βλέµµα του, στις άµεσες ανάγκες της Εκκλησίας της Ελλάδος και στο

όραµά του για το άνοιγµά της στο σύγχρονο κόσµο, αφοσιώθηκε πλήρως στην επίλυση των

πολλών εκκλησιαστικών προβληµάτων και στη δηµιουργία νέων οργανωτικών δοµών.

Πίστευε ότι η αναγέννηση της Εκκλησίας αποτελούσε άµεση προτεραιότητα, σχετιζόµενη µε

την πρόοδο της Ελλάδος. Πόθος και µέριµνα του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύµου ήταν να

εκλέγονται αρχιερείς άνθρωποι ακέραιοι και ικανοί…» (Αυτόθι, σελ. 160).

Η Αδελφότητα “ΖΩΗ”, το “Οργανωσιακός” και Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος Α΄ Κοτσώνης κάνουν

“τζιζ”. Οι εφηµερίδες και όλα τα Ηλεκτρονικά Μέσα Ενηµέρωσης που φωτογράφιζαν και σχολίαζαν

µε γραπτό και φωτογραφικό ρεπορτάζ όλο αυτό το χρονικό διάστηµα δεν αναφέρουν πουθενά, µα

σχεδόν πουθενά τις τρεις παραπάνω λέξεις, όλα κινούνταν στο ίδιο µοτίβο λες και κάποιο αόρατο

χέρι τους κατεύθυνε τι πρέπει να γράψουν.

Ενδεικτικά µερικά απ’ τα γραφόµενα: «Με την επιστροφή του στην Αθήνα οργάνωσε και

διεύθυνε το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο “Πορευθέντες” καθώς και το Διορθόδοξο

Κέντρο της Εκκλησίας στην Αθήνα (1971-1975). Η προφορά του αναγνωρίστηκε σύντοµα µε

τη χειροτονία του σε επίσκοπο Ανδρούσης το 1972, τον ίδιο χρόνο ορίστηκε έκτακτος

καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Αθηνών… Έγινε επίσης γενικός διευθυντής της Αποστολικής

Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ίδρυσε το Ιεραποστολικό περιοδικό “Πάντα τα

Έθνη…”. Τον Νοέµβριο του 1972 εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος

Τιτουλάριος Επίσκοπος, υπό τον τίτλο της Πάλαι Ποτέ Διαλαµψάσης Επισκοπής

Ανδρούσης, για την πλήρωση επισκοπικής θέσης του Γεν. Διευθυντού της “Αποστολικής

Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος”. Από τη θέση αυτή προώθησε διάφορα θεολογικά,

εκπαιδευτικά, οικοδοµικά και εκδοτικά προγράµµατα της Εκκλησίας…».

Διαβάζοντας αυτά επαναστατείς, νιώθεις πως όλη αυτή – όπως και η παραπάνω –

παραπληροφόρηση αποτελεί εκφυλιστικό φαινόµενο που αλλοιώνει χειροπιαστά γεγονότα και

αλλοτριώνει υπαρκτές αποφάσεις που πραγµατοποιήθηκαν, ζηµιώνοντας την ίδια την Εκκλησία.

Στο διάβα του χρόνου, όταν ο ιστορικός θα ανασύρει τα περιστατικά από το αδέκαστο βιβλίο της

Ιστορίας και θα τα καταγράψει µε κάθε λεπτοµέρεια, τότε οι µελετώντες θα σφίγγουν τα δόντια και θα

οικτίρουν το κύκλωµα των παραπληροφορητών πρωταγωνιστών αυτής της αθλιότητας. Αυτό που

γράφτηκε και µεταδόθηκε και από τηλεοπτικές κάµερες συγκροτηµάτων διαπλοκής αποτελεί

παγκόσµιο φαινόµενο. Ότι δηλαδή, πώς µόνος του ο π. Αναστάσιος έγινε Διευθυντής! Έγινε

επίσκοπος! Έγινε Γενικός Διευθυντής! Και προώθησε τις διάφορες εκδόσεις!

Για λόγους χώρου και χρόνου δε θα αναφερθούµε στα “ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ ΤΗΣ Δ.Ι.Σ.

από 17/5/1967 – 14/11/1972” που διατυπώθηκαν στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας

της Ελλάδος κατά τη συνέλευση που πραγµατοποιήθηκε από τις 15-30 Νοεµβρίου 1972 και τα

αποτελέσµατα δηµοσιεύθηκαν στο επίσηµο περιοδικό “Εκκλησία” στα τεύχη 7-8 του µηνός

Απριλίου 1973 και στα τεύχη 19-20 τον Οκτώβριο 1973. Εδώ µέσα αναφέρονται σ λεπτοµέρειες

από εισηγήσεις µητροπολιτών πώς έγιναν, πώς διορίστηκαν ακόµα και τις δαπάνες για τις διάφορες

εκδόσεις.

Γεννάται ένα ερώτηµα, καλά οι κατευθυνόµενοι κάλαµοι των κολάκων που δε σταµάτησαν ούτε

στιγµή στα πενήντα (50) περίπου χρόνια να προσπαθούν, να αναστρέψουν και να εξαφανίσουν τα

έξι χρόνια της αρχιεπισκοπίας του Ιερώνυµου Α΄, αλλά και το τεράστιο έργο που άφησε στα

ποιµαντικά ανοίγµατα και αποτυπώθηκαν στην ιστορική βίβλο µε χρυσές πινελιές, στο δε κτιριακό,

αυτά που ανυψώθηκαν και επιδιορθώθηκαν σ’ αυτήν την περίοδο, αποτελούν θαυµασµό. Αν ακόµα

και σήµερα κάποιος αυστηρός µελετητής περιοδεύσει στο λεκανοπέδιο της Αττικής, θα µείνει

έκθαµβος από τις εκκλησιαστικές οικοδοµές της περιόδου Ιερωνύµου Α΄ που και οι πέτρες ακόµα

φωνάζουν για τη µεγαλοσύνη του σιωπηλού, ταπεινού, αλλά και ταυτόχρονα ακούραστου

Αρχιεπισκόπου.


Οι Αρχιερείς, γιατί αποφεύγουν να αναφερθούν στα πρόσωπα που βοήθησαν, αλλά και στα

γεγονότα που διαδραµατίστηκαν σε όλη την περίοδο αυτή; Μητροπολίτης, προσέχετε πόσο έντεχνα

έγραψε για το “χαρισµατούχο Ιεραπόστολο” µεν: «… το 1961, αφού είχε χειροτονηθεί ήδη

διάκονος, ιδρύει το Διορθόδοξο Κέντρο “Πορευθέντες”… (και κάνει άλµα). Αργότερα, ως

Επίσκοπος Ανδρούσης και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστηµίου

Αθηνών…» (Μητρ. Μάνης), για δε ποιος τον προώθησε στα υψηλά, ΣΙΩΠΗ!

Οι καθηγητές Πανεπιστηµίου και ιδιαίτερα της Θεολογίας, γιατί αποφεύγουν να αναφερθούν στην

επίµαχη περίοδο 1970-1974, την προσπερνούν µε σβησµένο το φακό!

Όλοι οι παραπάνω αναφερόµενοι ξεχνούν του ότι “πίσω από ένα σπουδαίο άνδρα υπάρχει

µια σπουδαία (µάνα, εδώ!).”. Αδελφότητα που τον γαλούχησε, είναι και ένας πνευµατικός πατέρας

(Ηλ. Μαστρογιαννόπουλος) που ήταν σύµβουλός του και ένας µεγάλος ηγέτης που τον ανέβασε

σε θέσεις κλειδιά για την ανάδειξή του ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος Α΄Κοτσώνης.!

ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΙ ΔΙΟΚΛΗΤΙΝΙΑΚΕΣ ΔΙΩΞΕΙΣ

Η σιωπηρά πολιτική βουβαµάρα που σοβούσε, ξέσπασε στις 14 Σεπτεµβρίου µε την εξέγερση

του Πολυτεχνείου. Εδώ ο καθηγητής και επίσκοπος Αναστάσιος µε τη σύµφωνη γνώµη του

προϊσταµένου του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύµου, βρέθηκε στους φοιτητές φέροντάς τους τρόφιµα και

φάρµακα και µεταφέροντας κάτω από το ράσο του χτυπηµένους φοιτητές στην οδό Ακαδηµίας. Το

γραφείο του στην Αποστολική Διακονία έγινε το καταφύγιο από τις µανάδες των συλληφθέντων

φοιτητών. Επί πλέον συγκέντρωνε και στοιχεία, για να µπορέσει να βοηθήσει αυτά τα παιδιά. Τον

στενοχώρησε το γεγονός, διότι δεν έγινε δεκτή η πρόταση προς την Ιερά Σύνοδο για τη συγκρότηση

επιτροπής από κληρικούς, ώστε να επισκεφθούν τους φυλακισµένους.

“Πολλοί από τη Σύνοδο – δήλωσε αργότερα – είχαν επιφυλάξεις και φοβίες”.

Ο ίδιος πολλάκις απειλήθηκε από τη δικτατορική Ασφάλεια, «Αυτό που έκαµε ο καθηγητής στη

Νοµική Σχολή θα το πληρώσει».

Σε ερώτηση δηµοσιογράφου “Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυµου για

αυτές σας τις παρεµβάσεις”:

«Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος όχι µόνο δεν µου έκανε καµία παρατήρηση, αλλά αντιθέτως

µε συµβούλευσε να ακολουθήσω τη συνείδησή µου. Ο ίδιος είχε αρχίσει να γράφει προς

τους κρατούντες επιστολές διαµαρτυρίας υπέρ των κρατουµένων, οι οποίες όµως έγιναν

γνωστές πολύ αργότερα. Ύστερα µάλιστα από παράκλησή µου, δέχθηκε να συναντήσει

στην Αρχιεπισκοπή τις µητέρες των συλληφθέντων φοιτητών».

Δηµοσιογράφος: “Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος Α΄ είναι για πολλούς, µια αµφιλεγόµενη

προσωπικότητα, θα µας πείτε κάτι για κείνον και το έργο του”;

«Οι πρωτεργάτες της δικτατορίας δεν ήθελαν τον πανεπιστηµιακό καθηγητή Αρχιµανδρίτη

Ιερώνυµο Κοτσώνη ως Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Επιθυµούσαν στη θέση του τον τότε

Μητροπολίτη Καστορίας Δωρόθεο, ο οποίος κατόπιν έγινε Μητροπολίτης Αττικής. Όµως, οι

εκπρόσωποι της Χούντας του 1967 καθυστέρησαν να φθάσουν στην κρίσιµη συνεδρίαση της

Ιεράς Συνόδου, η οποία, όταν τελικά έφτασαν, είχε ήδη εκλέξει Αρχιεπίσκοπο τον Ιερώνυµο

Κοτσώνη. Αργότερα, το 1974, η δεύτερη Χούντα του Ιωαννίδη επέβαλε ως Αρχιεπίσκοπο τον

Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σεραφείµ, ο οποίος, όπως προανέφερα, είχε µετάσχει στην Ιερά

Σύνοδο που και εµένα εξέλεξε επίσκοπο το 1972». Και συνεχίζει ο Αρχιεπίσκοπος π.

Αναστάσιος:

«Στη δεύτερη δικτατορία του Ιωαννίδη ανέλαβε υπουργός Παιδείας και Θρησκευµάτων ο

συνάδελφός του στο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης καθηγητής Π. Χρήστου, αφοσιωµένος στη

δικτατορία και στις δύο φάσεις της. Από τη θέση του υπουργού ανέτρεψε το έργο του

Αρχιεπισκόπου Ιερωνύµου. Όχι γιατί τον θεωρούσε «χουντικό», αλλά για το αντίθετο.

Γνώριζε τις δηµοκρατικές αντιλήψεις του.

» Στο κρίσιµο διάστηµα που µεσολάβησε από την ανάρρηση του Σεραφείµ στον

αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών, τον Απρίλιο του 1974, έως το πραξικόπηµα στην

Κύπρο, εκδιώχθηκαν µε Συντακτική Πράξη δώδεκα αρχιερείς, µε αιτιολογικό «την απείθεια


προς κοσµικόν άρχοντα», δηλαδή του Ιωαννίδη (!). Όσοι τους αντικατέστησαν εξελέγησαν

από µια νέου τύπου «Αριστίνδην Σύνοδο», που συγκροτήθηκε µε πολιτική απόφαση –

βεβαίως όχι λόγω «αντιχουντικής δράσης ή στάσης». Η δεύτερη Χούντα του Ιωαννίδη, ως

γνωστόν, κατέληξε στην τραγωδία της Κύπρου, µε την απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου.

» Με δύο λόγια, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος διέθετε άρτια θεολογική συγκρότηση,

αναµφισβήτητη ευγένεια και αξιοπρέπεια, καθώς και δηµιουργικές και οργανωτικές αρετές.

Φλεγόταν από τον πόθο για µια Εκκλησία που θα υπηρετεί µε κατανόηση και αγάπη του

ανθρώπου και θα τον καθοδηγεί µέσα στις νέες, δύσκολες παγκόσµιες συνθήκες.

»Έµεινε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο µόνον επτά χρόνια, αλλά το έργο του, και ιδιαίτερα σε

ό,τι αφορά τη δοµή των συνοδικών επιτροπών, παραµένει µέχρι σήµερα ακλόνητο».

ΗΡΘΕ ΚΑΙ Η ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ

Ρωτάει ο δηµοσιογράφος: “Πώς επηρεάσθηκε η δική σας πορεία µέσα σ’ αυτές”;

«… Ύστερα από λίγους µήνες, η νέα εκκλησιαστική ηγεσία κατήργησε το Κέντρο

Ιεραποστολικών Σπουδών και µε αποµάκρυνε από τη θέση του Γενικού Διευθυντού της

Αποστολικής Διακονίας, καθώς και από τη διεύθυνση του Διορθοδόξου Κέντρου. Οι

αρνητικές συνθήκες που δηµιουργήθηκαν, έφεραν ωστόσο και ένα πολύ θετικό αποτέλεσµα.

» Ύστερα από δύο αποφάσεις του Συµβουλίου της Επικρατείας το ίδιο έτος, κρίθηκε

παράνοµη η αποµάκρυνσή µου από την εκκλησιαστική µου θέση και επανήλθα ως Γενικός

Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας. Διότι το 1972 δεν είχα εκλεγεί Βοηθός Επίσκοπος

του Αρχιεπισκόπου αλλά ως Τιτουλάριος Επίσκοπος, αποκλειστικώς για τη θέση του

Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας, µε άµεση υπαγωγή στην Ιερά Σύνοδο. Παρά

το δυσµενές κλίµα που είχε διαµορφωθεί, προχώρησα ειρηνικά και δηµιουργικά. Ο Θεός

άνοιγε συνεχώς νέους δρόµους και ορίζοντες».

Ανοίγουµε µια µικρή παρένθεση, για να πληροφορηθούν οι απληροφόρητοι και για τον ιστορικό

του µέλλοντος.

Πίσω από το βρωµερό παρασκήνιο για την πτώση του Αρχιεπ. Ιερωνύµου, την εκδίωξη των 12

µητροπολιτών, την παραπάνω περίπτωση του επισκόπου π. Αναστασίου και αρµάθες άλλων

περιπτώσεων, πίσω από την “κουρτίνα” κρύβονταν το “Βαθύ Θείο Παρακράτος” το οποίο, αφού

κατήργησε ό,τι µε κόπο και τεράστιες θυσίες έστησε η άδουλη χειρ του Ιερωνύµου, µετά προχώρησε

ως άλλος Διοκλητιανός στο “προσχεδιασµένο τέρας”, δηλαδή ξεπάστρεµα.

Ξεκίνησαν µε τη “δολοφονία” των 12 αγίων Επισκόπων, παρόµοιο δεν υπάρχει στη δισχιλιετή

Εκκλησιαστική Ιστορία και για να τους εµπαίξουν – όπως κάναν και το Χριστό – τους αφαίρεσαν τα

πραγµατικά τους ονόµατα που έλαβαν µε τη χάρη του Παναγίου Πνεύµατος κατά τη φρικτή ώρα της

χειροτονίας των και τους κόλλησαν παρατσούκλια. Ο εµπνευστής – νονός αυτής της σκευωρίας

ήταν ο συνωµότης και το δεξί χέρι του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύµου, ο απονήρευτος, χωρίς να τον

καταλάβει και ο οποίος δούλευε υπόγεια, έβαζε παγίδες και έδινε πληροφορίες στο χρισµένο από το

διαβόητο της Ε.Σ.Α. Ιωαννίδη αρχιεπίσκοπος Ιωαννίνων Σεραφείµ Τίκας.

Δύο ενδεικτικά χειροπιαστά γεγονότα: α) στα τέλη Νοεµβρίου 1972 συνεδρίασε η Σύνοδος της

Ιεραρχίας και µεταξύ των άλλων έγινε και η εκλογή των νέων µελών της Ιεράς Συνόδου, όπως ίσχυε

ο φηµισµένος νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας 129/1969, Στις 2 Ιανουαρίου 1970

κατατέθηκε προσφυγή στο ΣτΕ, γιατί η εκλεγµένη Ιερά Σύνοδος αντίκειται στην Πατριαρχική Πράξη

του 1928.

Η απόφαση υπ’ αρ. 1175/73 που δηµοσιεύθηκε 13/4/1973 αναφέρει: «Ακυρώνει την από

28/1/72 υπό της Ι.Σ. της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι. απόφαση περί διορισµόν των µελών της ρηθείσης

Δ.Ι.Σ. επί τω λόγω ότι η απόφασις αύτη δεν έφερεν ως θα έδει δια το τύποις έγκυρον ταύτης,

τας υπογραφάς πάντων των µετασχόντων της σχετικής συνεδρίας Αρχιερέων…». Η

ακύρωση έγινε όχι, γιατί δήθεν παραβιάστηκε η Πράξη 1928, αλλά για τυπικούς λόγους λόγω του ότι

κάποιοι είχαν σχεδιάσει την ακύρωση, γι’ αυτό και δε µερίµνησαν να µπουν οι υπογραφές και ο

κύριος υπεύθυνος ήταν ο Αρχιγραµµατέας της Συνόδου, Αρχιµανδρίτης Χριστόδουλος

Παρασκευαΐδης.


Β) 25 Μαρτίου 1973 ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος µε επιστολή προς την Ι. Σύνοδο για δικούς του

λόγους παραιτήθηκε, η Ι. Σύνοδος που συνεδρίασε στις 2/4/1973 µε επιστολή του ανακαλούσε την

παραίτηση και αυτή τη διαβίβασε ιδιοχείρως ο του γραφείου Τύπου Επίσκοπος Ευρίπου π.

Βασίλειος στον Αντιπρόεδρο της Ι.Σ.Ι. µητροπολίτη Καλαβρύτων Γεώργιο. Αυτή η ανάκληση είχε

εξαφανιστεί και βρέθηκε µετά 40 ηµέρες σε κάποιο συρτάρι του Αρχιγραµµατέα της Ι.Σ.Ι., χωρίς να

έχει πρωτοκολληθεί και την εµφάνισαν µετά από οξύτατη συζήτηση, την ηµέρα που συνεδρίασε η

Διαρκής Ιερά Σύνοδος και φέρει αρ. πρωτ. Εµπισ. 175, ελήφθη 19/5/73 (προσέξτε ηµεροµηνίες). Η

Σύνοδος θεώρησε εµπρόθεσµη την ανάκληση, άρα παραιτηµένο τον Αρχιεπίσκοπο. Την ηχηρά

απάντηση την έδωσε η Ολοµέλεια του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους “αποτελούµενο από 24

δικαστές’’ – µόνο ένας διαφοροποιήθηκε – «… δεν υφίσταται (γράφει) σήµερον εκκρεµές θέµα

παραιτήσεως από του θρόνου του Μακ. Αρχιεπ. Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, εφ’ ου να

δύναται να αποφανθή η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.), κατ’ ανάσκησιν της εν άρθρω 28 παρ.

1 του υπ’ αριθ. 1 Κανονισµού (Α΄ 185/7) αρµοδιότητος αυτής… η Ολοµέλεια ουδόλως

συµµερίζεται τας απόψεις του µειοψηφούντος (Ι. Αθανασούλα) Νοµικού Συµβούλου».

Ποιος δεν την πρωτοκόλλησε; Ασφαλώς ο Αρχιγραµµατέας της Συνόδου Αρχιµανδρίτης

Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, τον οποίο, µόλις ο Σεραφείµ έγινε Αρχιεπίσκοπος, τον πρώτο που

υπερύψωσε σε επισκοπικό αξίωµα ήταν ο πληροφοριοδότης του – καταδότης – Χριστόδουλος

Παρασκευαΐδης σε µητροπολίτη Δηµητριάδος,( και µετέπειτα αρχιεπίσκοπο) ξηλώνοντας τον

κανονικό και σεβάσµιο γέροντα µητροπολίτη π. Ηλία Τσακογιάννη. Στην αντίδραση της εκλογής

Χριστόδουλου, ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείµ απάντησε στο δεσπότη Δωρόθεο Στέκα (κατά οµολογία

του Φθιώτιδος Δαµασκηνού): «… Ρε! Σεις… αυτόν δεν θα κάνουµε δεσπότη που τόσο χρόνια

µας βοηθούσε…;».

Ένα άλλο µέλος του “Βαθέος Θείου Παρακράτους” ήταν ο πνευµατικός πατέρας της Τριανδρίας

και ο ενορχηστρωτής, τον οποίο ο αρχιεπ. Σεραφείµ µε το έτσι θέλω, τον διόρισε ως Γενικό

Διευθυντή της “Αποστολικής Διακονίας” διώχνοντας το νόµιµα και κανονικά διορισµένο από την

Ιερά Σύνοδο µε δηµοσιευµένο στο ΦΕΚ του κράτους τον Τιτουλάριο Επίσκοπο π. Αναστάσιο

Γιαννουλάτο. Το σεραφειµικό διορισµένο ηγούµενο της Τριανδρίας – “Χρυσοπηγή” – π. Καλλίνικο

Καρούσο το ΣτΕ ακύρωσε τον διορισµό ως παράνοµο και τον έκανε πέρα! Ο Σεραφείµ χωρίς

χρονοτριβή τον βόλεψε ως δεσπότη στη Μητρόπολη Πειραιώς.

Το τρίτο µέλος της Τριανδρίας, ήταν ο αποκαλούµενος χωροφύλακας, ο οποίος σαράντα χρόνια

κρατούσε µέσα του το µυστικό και τον έτρωγε, αφού δεν τολµούσε να ξεµυτίσει, γιατί τον φρενάριζε

η Γκατζιρούλια “κάλαµος οξυγράφου”. Η κοίµηση του Αττικής Νικόδηµου Γκατζιρούλη (2/4/2013)

τον ελευθέρωσε και αµέσως βγήκε από το λαγούµι θυµίζοντας τη λαϊκή ρήση: «Θέλει… να κρυφτεί,

µα η χαρά δεν τον αφήνει!».

Ήταν Σεπτέµβριος του 1974, όταν κυκλοφόρησε το επίσηµο περιοδικό της Εκκλησίας της

Ελλάδος «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» ως “Έκτακτη έκδοσις” µε ένα κατάπτυστο πολυσέλιδο κείµενο µε τίτλο:

«η αλήθεια δια το εκκλησιαστικόν ζήτηµα», που προσπαθούσε να δικαιολογήσει και συγκαλύψει

τις παράνοµες και αντικανονικές σεραφειµικές ενέργειες για το διωγµό των 12 αγίων επισκόπων.

Συγγραφέας εµφανίζονταν ο ίδιος ο Σεραφείµ, άνθρωποι που γνώριζαν την αγραµµατοσύνη του,

αναζητούσαν τον πραγµατικό συντάκτη προς διάφορες κατευθύνσεις. Στη γραµµατεία της Ιεράς

Συνόδου που ερεύνησαν, ανακάλυψαν ότι τα χειρόγραφα εξαφανίστηκαν και µάλλον κάποιο

“αόρατο” χέρι τα αφαίρεσε από τους φακέλους, για να χαθεί κάθε ίχνος του πραγµατικού συντάκτη

του.

Οι πονηροί εγκέφαλοι µεθόδευσαν ακόµα πιο φοβερό. Ετοίµασαν αυτό το νοσηρό κείµενο, να το

περάσουν στο πνευµατικό δοµικό φυλλάδιο «Φωνή Κυρίου» και να το διανέµουν µέσω των Ναών

σε όλη την Επικράτεια.

Η στοιχειοθεσία είχε γίνει και ετοιµάζονταν η εκτύπωση, το αντιλήφθηκε ο Γενικός Διευθυντής της

Αποστολικής Διακονίας, ο Επίσκοπος π. Αναστάσιος (Γιαννουλάτος) µε µια γρήγορη παρέµβαση

σταµάτησε την εκτύπωση και µε επιστολή (24/9/1974) προς τον Αρχιεπ. Σεραφείµ και την Ιερά

Σύνοδο, καταγγέλλει το γεγονός και επισηµαίνει το «αντικανονικόν από πάσης πλευράς του εν


λόγω κείµενον να διαδοθή δια της “Φωνής Κυρίου” την τεταγµένην εις κήρυγµα καταλλαγής,

συγχωρητικότητας και αγάπης, να εκτοξεύει, εν µέσω των “ειρήνη πάσι” της Θείας

Λειτουργίας, µύδρους και προσβλητικάς φράσεις (“µοιχεπιβάτης”, “κακούργοι”,

“φωνασκών” και παρόµοια….)

»Την βαρείαν αυτήν εκτροπήν από του καθαρώς ιεραποστολικού σκοπού της

“Αποστολικής Διακονίας”, η οποία το πρώτον επιχειρείται, ως Γενικός Διευθυντής του

Οργανισµού και συνεπώς υπεύθυνος δια την έκδοσιν της “Φωνής Κυρίου”, αδυνατώ να

δεχθώ…

» Θέλω να ελπίζω, ότι η Υµετέρα Μακαριότης, σταθµίζουσα τα σοβαρά αυτά στοιχεία, τα

οποία συνοπτικώς εξέθεσα ανωτέρω, θα αναθεωρήση την ληφθείσαν απόφασιν…».

Σε δύο εβδοµάδες (10 Οκτωβρίου 1974) έγινε η πρώτη συνεδρίαση της Ιεραρχίας, εκεί ο

µητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αµβρόσιος σε µια πολύωρη αγόρευσή του άσκησε δριµύτατη

κριτική προσωπικά στο Σεραφείµ και στη µέχρι τότε πολιτική του. Μεταφέρουµε κάποια ελάχιστα

αποσπάσµατα:

«Πρώτος δοσίλογος είναι ο εν µέσω ηµών και επί κεφαλής της Ιεράς ταύτης οµηγύρεως

ιστάµενος Αρχιεπίσκοπος Σεραφείµ, ο κυρίως υπεύθυνος και δηµιουργός του

Εκκλησιαστικού δράµατος… δια τα αµέτρητα θανάσιµα σφάλµατά του και τας αθρόας

εκτελέσεις αθώων και αδυνάµων αδελφών συνεπισκόπων του, εγκλήµατα τα οποία εν

ψυχρώ απεφάσισε, διέταξε και εξετέλεσεν εξ αιτίας των δυσεξάριθµων ατασθαλιών και

εγκληµάτων στρεφοµένων κατά της Εκκλησίας.

»Επ’ εσχάτων κατέφυγε και εις την συγγραφήν, δηµοσιεύσας εις το Περιοδικόν

“Εκκλησία” εµπεριστατωµένην πραγµατείαν υπό τον τίτλον “Η αλήθεια δια το

Εκκλησιαστικόν ζήτηµα” δια να συγκαλύψη και δικαιολογήση τ’ αδικαιολόγητα και

ασυγκάλυπτα!

»Το εν λόγω τεύχος αρχίζει και τελειώνει µ’ ένα χονδροειδές και πελώριον ψέµα, ότι

δηλαδή εγράφη τούτο υπό του Μακαριωτάτου!

»Δεν θα χρησιµοποιήσω ενταύθα Πατερικά κείµενα, ως ο Μακαριώτατος, όστις όχι να

ερµηνεύση, αλλ’ ουδέ ν’ αναγνώση δύναται. Η συγγραφή του τεύχους εγένετο δια να

δικαιολογήση τας αυθαιρεσίας και τα κατά της Εκκλησίας Κανονικά του παραπτώµατα,

ως και δια να ρίψη βόρβορον κατά των τιµίων αγωνιστών.

»Το αληθές είναι ότι από της ανόδου σας εις τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον οι

Ιεράρχαι της επταετίας απηνώς εδιώχθησαν, περιφρονήθησαν, παρηγκωνίσθησαν,

εταπεινώθησαν, καθυβρίσθησαν. Δια να ζήσουν υπό τον Εκκλησιαστικόν ουρανόν θα

έπρεπε προηγουµένως να συρθούν ταπεινοί ικέται προ των ποδιών σας, να

εκλιπαρήσουν µετά δακρύων το έλεός σας, να δηλώσουν πλήρη υποταγήν εις τα

κελεύσµατά σας, να υποδουλωθούν ατιµίως! Ιδού τα λύτρα, άτινα θα έδει να

καταβάλουν δια να γλυτώσουν από την µήνιν σας.

»Τοιαύται, Μακαριώτατε, αθλιότητες δεν παρουσιάσθησαν επί Αρχιεπισκοπείας

Ιερωνύµου. Διότι οφείλοµεν να είµεθα δίκαιοι. Ο Ιερώνυµος εµερίµνησε και ηγωνίσθη και

επέτυχε να προαγάγη επιβλητικά αναστήµατα, αδιαβλήτους άνδρας, προσοντούχους και

αξίους κληρικούς εις την Επισκοπικήν Έπαλξιν. Επί των ηµερών σας συνέβη –

δυστυχώς – το εκ διαµέτρου αντίθετον.

»Μα όλα αυτά τα “καµώµατα” δεν τα κάνουν σοβαροί άνθρωποι, παρά µόνον άµυαλοι

και ξεπεσµένοι. Αλήθεια! Οποία και άπασα αποτρόπαια είναι ικανός να διαπράξη ο

άνθρωπος, όταν δεν φοβήται τον Θεόν.

»Ναι, Μακαριώτατε, διότι εκακουργήσατε κατά της Εκκλησίας. Εν τω προσώπω σας

υπετιµήθη το Επισκοπικόν αξίωµα. Και µόνον δια τα ανωτέρω παραπτώµατα θα πρέπει

να σας επιβληθή ΕΠΤΑΚΙΣ η ποινή της καθαιρέσεως.


»Τώρα, Μακαριώτατε, αγωνίζεσθε απεγνωσµένως να σωθήτε, µετερχόµενος παν

µέσον θεµιτόν και αθέµιτον ήτοι το θράσος, το ψεύδος, την απάτην, την αναίδειαν και

παν έτερον.

»Όλοι γνωρίζουν πόσον επολέµησα επί εξαετίαν ολόκληρον, συγκεκριµένας

διοικητικάς πράξεις του Ιερωνύµου. Θα ήτο όµως φρικτή εις βάρος του αδικία, εάν

ηρνούµην, ότι υπήρξεν ούτος έµφορτος ικανοτήτων και αρετών και ότι παν ό,τι έπραττε

το έπραττε καλή τη πίστει, πιστεύων ότι τούτο ωφελεί και προάγει τα εκκλησιαστικά µας

πράγµατα.

»Οιαδήποτε σύγκρισις µεταξύ εκείνου και υµών – Μακαριώτατε – θα ήτο αυτόχρηµα

βλασφηµία δυσχερής.

»Όση διαφορά υπάρχει µεταξύ λευκού και µέλανος, ουρανού και γης, ζωής και

θανάτου, παραδείσου και Άδου, τόση µεταξύ Ιερωνύµου και Υµών.

» Εκείνος κολοσσός γνώσεων και επιστήµης, ενώ σεις ο πλέον αδαής περί τα

τοιαύτα. Εκείνος ασκητής και ενάρετος, ενώ σεις ένας “καλοπερασάκιας” συγχωρήσατέ

µου την έκφρασιν, Σεβ. Άγιοι Σύνεδροι, και χωρίς ίχνος ιεράς ανησυχίας. Εκείνος

υπόδειγµα εργατικότητος και αποδοτικότητος, ενώ σεις κλασικόν παράδειγµα ραθυµίας

και στειρότητος. Με πρωτοφανή και αδικαιολόγητον κακεντρέχειαν επιτίθεσθε – από

8µήνου – εναντίον του, δια να τον ταπεινώσητε και εξευτελίσητε. Ώ (της αφροσύνης

σας)…

Μακαριώτατε,

» Απαιτώ να µε πιστεύσητε, ότι µε πολλήν λύπην συνέταξα το µετά χείρας έγγραφον, το

οποίον δεν θα σας το απηύθυνον, εάν δεν εσπεύδετε να κυκλοφορήσητε την ατυχή

Πραγµατείαν σας: “Η αλήθεια δια το Εκκλησιαστικόν ζήτηµα”, η οποία γέµει ασεβών

προκλήσεων και αποτελεί απόπειραν συγκαλύψεως και δικαιολογίας κακοήθων και

εγκληµατικών σας πράξεων…».

Μέσα στην Εκκλησία που θάπρεπε να λάµπει η αλήθεια, γιατί βρίσκεται ενθρονισµένος ο

σαρκωµένος Λόγος και διακινείται µυστικά το “πνεύµα της Αληθείας”, εδώ ακούστηκαν τέτοια

λόγια για τον προκαθήµενο που σκυθρωπάζεις, σφίγγεις τα χείλη, σκύβεις το κεφάλι, νοιώθεις

το σκοτάδι να σε τυλίγει και οι ελπίδες να πνίγονται.

Διαβάζοντας τα παραπάνω τότε – όπως και χιλιάδες άνθρωποι – έµεινα άφωνος, ο λογισµός

σάστισε, πώς µπορείς να πιστέψεις αυτά που επίσκοπος εξεστόµισε κατά πρόσωπο στον

αρχιεπίσκοπο Σεραφείµ ενώπιο της Ολοµέλειας της Ιεραρχίας (77 µητροπολιτών), ότι είναι

‘’δοσίλογος, ξεπεσµένος, άµυαλος, ψεύτης, απατεώνας, αναίδειος, εγκληµατίας, χωρίς

ντροπή…”; Και όµως! Αυτός έσκυψε το κεφάλι και τα’ άκουγε κοντά στο δίωρο, χωρίς να

ψελλίσει λέξη. Αν σε κάποιον τούλεγαν 2-3 λέξεις, απ’ αυτές θα είχε εξαφανιστεί από

“προσώπου γης”. Αν ήταν Ιάπωνας θα έκανε σεπούκου (χαρακίρι), ο αρχιεπίσκοπος

αποδέχθηκε την κατάσταση, συµβιβάστηκε για το θρόνο µε την αναλήθεια και ενσωµάτωσε στη

λειτουργία της την “κατά συνθήκην απάτη”. Και το φοβερότερο ήταν η δήθεν εµπεριστατωµένη

πραγµατεία του µε τον τίτλο: «Η αλήθεια δια το εκκλησιαστικόν ζήτηµα», που, όπως

βροντοφώναξε ο καταγγέλων επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Αµβρόσιος “αρχίζει και τελειώνει

µ’ ένα χονδροειδές και πελώριον ψέµα, ότι δηλαδή εγγράφη τούτο υπό του

Μακαριωτάτου”!

“… Ο Μακαριώτατος, όστις όχι να ερµηνεύση Πατερικά κείµενα, αλλ’ ουδέ ν’ αναγνώση

δύναται…”. Ακόµα και ο βιογράφος του Σεραφείµ που ήταν θαµώνας και έτρωγε από τον

αρχιεπισκοπικό κορβανά, όταν προσπάθησε το 1984 να µαζέψει τα κείµενα και να τα

παρουσιάσει σαν απόσταγµα διακονίας για τα είκοσι δύο χρόνια αρχιεπισκοπικής “διακονίας”.

Ω…! Θεέ µου, µόλις µπόρεσε να συγκεντρώσει 32 σελίδες, λιγότερο από µιάµιση σελίδα το

χρόνο!

Τότε αρκετοί µετά τις κατά πρόσωπο καταγγελίες του Ελευθερουπόλεως Αµβροσίου

προσπάθησαν να ανακαλύψουν ποιος να ήταν ο κουκουλοφόρος συγγραφέας κρυπτόµενος


κάτω από το ράσο του Σεραφείµ; Τούτο στάθηκε αδύνατο! Έπρεπε να περάσουν 40 χρόνια µε

την κουκούλα ώσπου άφησε και ο τελευταίος από τους 12 δολοφονηµένους από τα βέλη των

‘’αγίων’’ επισκόπων. Και το φοβερό και τροµερό είναι να ισχυρίζεται ότι όλα τα έκανε “χωρίς

κάποιαν υστεροβουλίαν! Ήτο, … προϊόν δε της προς την Μητέρα Εκκλησίαν αγάπη του…”.

Δηλαδή χωρίς ντροπή , µας λέει ο κρυπτόµενιος συντάκτης ότι συνέργησε στις δολοφονίες 12

αγίων επισκόπων όχι από υστεροβουλία, ούτε που «από άγνωστος Αρχιµανδρίτης έγινε

Αρχιγραµµατέας της Ιεράς Συνόδου (1976), Επίσκοπος Ταλαντίου (1976) και κατόπιν

Μητροπολίτης Καλαβρύτων (1978)» (Φθιώτιδος Νικόλαος), αλλά για την αγάπη του προς την

Μητέρα Εκκλησία. Ο ΘΕΟΣ ΝΑ …ΦΥΛΑΕΙ!!!

Τώρα που έβγαλες την κουκούλα και µόνος σας φανερωθήκατε είτε από χαρά, είτε από

συνειδησιακό πρόβληµα, είτε από εφιάλτες, είτε… τούτο σας λέµε “άγιε” δέσποτα, ότι η

απάντηση σας στο µακαριστό Νικόλαο Φθιώτιδος είχε εξόφθαλµες αναλήθειες (δε θέλω να λέω

έναν αρχιερέα, ψεύτη, διότι το ψεύδος είναι περιοχή της κολάσεως).

Επιγραµµατικά σας λέµε τούτα: α) Η περισπούδαστη αυτή εργασία σας, γράφετε, ότι, ήταν

“υπό την έγκρισιν της Ιεράς Συνόδου”. Οι εγκρίσεις αποφάσεων της Ι. Συνόδου δεν

πρωτοκολλούνται; και αν ΝΑΙ! αυτή γιατί δεν πρωτοκολλήθηκε; β) Την “πατερική” αυτή µελέτη

την γράψατε- όπως ίδιος λέτε- διότι: «Εκείνην την περίοδο είχατε στη διάθεσή σας όλο το

Αρχείον της Ιεράς Συνόδου, ως Γραµµατέας της». “Άγιε” δέσποτα αυτή χονδροειδέστατη

αναλήθεια για προσέξτε τις ηµεροµηνίες. Το 1963 χειροτονήστε ιερέας, το 1968 (επειδή δε

γνωρίζετε τα καλά παιδιά της χούντας) διορίζεστε στη χωροφυλακή, προάγεστε σε Μοίραρχο,

Ταγµατάρχη και αντισυνταγµατάρχη και αποστρατευτήκατε το 1976 και αµέσως στις 17

Αυγούστου 1976 ο Σεραφείµ σας χειροτόνησε µητροπολίτη Ταλαντίου και σας διόρισε και

αρχιγραµµατέα της Ιεράς Συνόδου. Εδώ η υπέρ ‘’αλήθεια’’ βγάζει µάτια, διότι η

περισπούδαστη πραγµατεία σας δηµοσιεύθηκε 2 χρόνια ενωρίτερα που υπηρετούσατε στη

χωροφυλακή και δεν είχατε καµία σχέση µε το αρχείο ούτε γραµµατεία της Ιεράς Συνόδου.

Και αυτό το κρίνατε αναγκαίο, Σεβασµιότατε Αµβρόσιε Καλαβρύτων, (βγάλατε την κουκούλα)

για να “γνωσθή η αλήθεια και δια τον ιστορικόν του µέλλοντος”, όπως ο ίδιος γράψατε,

Ποια αλήθεια! Αλήήήήθεια; και γ) Συµβουλεύατε εσείς ο “προκεχωρηµένης ηλικίας” το

συνεπίσκοπό σας Νικόλαο “να µη ξύνει πληγές του παρελθόντος!”. Αλήθεια, µετά από 40

χρόνια, ποιος τις έξυσε τις µάτωσε και έγιναν πληγές…;

Γιαυτό το κατάπτυστο ΄΄πατερικό’’ κείµενο αντέδρασε να µη δηµοσιευθεί στη «ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ»

ο Διευθυντής της ‘’Αποστολικής Διακονίας’’ ο επίσκοπος π. Αναστάσιος Γιαννουλάτος και ο

Αρχιεπίσκοπος Σεραφείµ τον έδιωξε και διόρισε τον πνευµατικό πατέρα του Αµβροσίου, π.

Καλλίνικο Καρούσου µετέπειτα µητροπολίτη Πειραιώς.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Στο επόµενο φύλλο:

-Οι διωγµοί, οι απειλές, οι απόπειρες…

-Το τεράστιο έργο που δεν υπάρχει παγκόσµιο προηγούµενο.

-Η σύγκρουση µε τα Πατριαρχεία.

-Τα Οικουµενικά ανοίγµατα χωρίς παρέκκλιση της Ορθόδοξης οµολογίας

Εφ. Αγώνας Λαρισας Τριανταφυλλος Τασιοπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου