Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ Ο ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ Ο ΧΙΟΣ
2ο μέρος – τελευταίο
Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής
Η επιστολή του Λεονάρδου προς τον Πάπα για την Άλωση
Ο Λεονάρδος ο Χίος θεωρείται χρονικά ο πρώτος ιστορικός της Αλώσεως, αφού έγραψε γι’ αυτήν μόλις 79 ημέρες μετά την πτώση της. Ακολούθησαν τα ιστορικά έργα των Ελλήνων: Γεωργίου Φραντζή, Λαόνικου Χαλκοκονδύλη, Μιχαήλ (;) Δούκα, και Μιχαήλ Κριτόβουλου.
Όμως ο Λεονάρδος έγραψε το κείμενό του81, όχι με το σκεπτικό ότι γράφει ένα ιστορικό έργο, αλλά σαν μια επίσημη αναφορά προς τον πνευματικό του προϊστάμενο, τον Πάπα Νικόλαο Ε΄82 . Ο Δομινικανός μοναχός Raymond-Joseph Loenertz την ονομάζει: «περίφημον αναφορά περί την άλωσιν»83. Το κείμενο αυτό, που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως μια μακροσκελής επιστολή, ξεκινάει ο Λεονάρδος με την προσφώνηση του παραλήπτη «ad beatissimum dominum nostrum Nicolaum papam quintum», δηλαδή προς τον μακαριότατο Κύριό μου Πάπα Νικόλαο τον πέμπτο. Ας μην ξεχνάμε ότι ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως μέλος της Παπικής αντιπροσωπείας, συνεπώς θεωρούσε καθήκον του μετά την περιπέτεια της αιχμαλωσίας του να ενημερώσει για τα σχετικά γεγονότα την «Αγία Έδρα». Η επιστολή – αναφορά γράφτηκε στη Χίο, με ημερομηνία 16 Αυγούστου 1453, όπως αναγράφεται στο τέλος του κειμένου της84. Το κείμενό της είναι στα λατινικά, την «ιερή» γλώσσα που χρησιμοποιούσε το Βατικανό.
Στην πρώτη παράγραφο της επιστολής του απευθύνεται προς τον Πάπα προσφωνώντας τον Μακαριώτατε Πάτερ «Beatissime Pater». Με μελοδραματικό τρόπο τον διαβεβαιώνει ότι: «Θλίβομαι πάρα πολύ και θεωρώ πολύ προτιμότερο, Μακαριώτατε Πάτερ, να είχα βρει από το σπαθί των Τούρκων τον θάνατο από το να ζω… Θα διηγηθώ, κλαίγοντας και στενάζοντας όσα αντίκρισα με τα ίδια μου τα μάτια, για την πρόσφατη καταστροφή της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν αμφιβάλω, Άγιε Πάτερ, ότι πολλοί θα σας έχουν ήδη πληροφορήσει πριν από εμένα γι' αυτά τα τραγικά γεγονότα. Αλλά έκρινα ότι η περιγραφή του ιδίου περιστατικού από διαφορετικούς μάρτυρες και από άλλη προοπτική ο καθένας, καθίσταται επωφελής».
Σε πολλά σημεία της επιστολής ο συγγραφέας, χωρίς να το καταλαβαίνει, αποκαλύπτει ξεκάθαρα «την επηρμένην οφρύν των Δυτικών», δηλαδή την αλαζονεία των Δυτικών, όπως έγραφε ήδη από τον 4ο αιώνα ο Μέγας Βασίλειος85. Όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Σάθας ο Λεονάρδος: «επιπίπτει λάβρος κατά των δυστυχών Ελλήνων αποδίδων την άλωσιν εις την μη ένωσιν»86. Απαντώντας στις κατηγορίες των ανθενωτικών, όπως του Γενναδίου, ότι η Ένωση με τους Λατίνους θα προκαλέσει και την υποδούλωση στους Τούρκους, αλλά και την απώλεια της πατρώας πίστεως, γράφει ο Λεονάρδος: «Όχι λοιπόν η Ένωση που πραγματοποιήθηκε, αλλά η Ένωση η πλαστή οδήγησε την πόλη στη μοιραία πτώση της, επισπεύδοντας την θεϊκή οργή…»87. Και συμπληρώνοντας τα σχετικά με το εν λόγω θέμα, με απίστευτη κυνικότητα διακηρύσσει ότι: «Εξοργισμένος ο Θεός και Κύριος ο Παντογνώστης, λόγω του οφειλόμενου χρέους των Ελλήνων, σας παρέδωσε στα χέρια των δικών σας αντιπάλων. Δεν έπρεπε εσείς να έχετε αθετήσει την υπόσχεσή σας για την Ένωση, την οποία εσείς υποσχεθήκατε με αναμφισβήτητους όρκους». Στα γραφόμενά του αυτά δεν πρωτοτυπεί ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος. Ουσιαστικά επαναλαμβάνει πάγιες απόψεις του Βατικανού, που περιείχε και η επιστολή του Πάπα Νικολάου του Ε΄ προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο στις 11 Οκτωβρίου 1451, όπου όπως προαναφέραμε, ο Ποντίφικας διακήρυσσε ότι όσο οι Έλληνες δεν αναγνωρίζουν το Πρωτείο του δεν έχουν τίποτε άλλο να περιμένουν παρά τη δίκαιη τιμωρία που θα τους αποστείλει ο Θεός. Αυτή λοιπόν η "προβλεπόμενη" τιμωρία πραγματοποιήθηκε με την άλωση κατά τη γνώμη του συντάκτη της επιστολής του 1453.
Ο Λεονάρδος - σε αντίθεση με τους άλλους χρονογράφους των γεγονότων της Αλώσεως - τονίζει ιδιαιτέρως το θέμα της Ενώσεως, κάνοντας αρκετές αναφορές σ΄ αυτό ιδίως στην αρχή της επιστολής του. Γεγονός αναμενόμενο, αφού ανήκε στην Παπική αποστολή γι' αυτό το ζήτημα και είναι φυσικό όλα τα ιστορικά συμβάντα του 1452 - 1453 να τα ατενίζει από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία. Υποδεικνύει ως υπευθύνους για τη μη πραγματοποίηση της Ενώσεως τον Γεννάδιο τον Σχολάριο, τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ και τη Σύγκλητο. Από το περιεχόμενο της επιστολής του γίνεται φανερό ότι και ο ίδιος ο Λεονάρδος αντιλαμβάνεται ότι μόνο στα λόγια έγινε η ένωση. Αφού ακόμα και οι λεγόμενοι «ενωτικοί» αποδέχονταν την ένωση, όχι γιατί δεν έβλεπαν τις Ρωμαιοκαθολικές καινοτομίες (= αιρέσεις), αλλά ως έσχατη λύση μπροστά στην επέλαση των Οθωμανών. Ο Λεονάρδος δεν παραλείπει να αποκαλύψει ότι ακόμα και αρκετοί από τους αποδεχθέντες την Ένωση δεν το έπρατταν με την καρδιά τους, αλλά η ανάγκη τους πίεζε να την ομολογούν μόνο φραστικά. Διατελούσαν «αποδεχόμενοι αυτήν δια των χειλέων αλλά ουχί δια της καρδίας»88. Η αγανάκτησή του για τους ''ψεύτες'' Έλληνες, στους οποίους θέλει να ξεχνά ότι είχαν υποσχεθεί βοήθεια, την οποία δεν επρόκειτο να τους δώσουν, ήταν μεγάλη. Δεν θα παραλείψει να αναφέρει ότι σε όποια Θεία Λειτουργία με ενωτικούς ιερείς μνημονευόταν το όνομα του Πάπα, το εκκλησίασμα δεν δίσταζε να διαμαρτύρεται με έντονες φωνές89. Απογοητευμένος για την ουσιαστική αποτυχία της αποστολής του δε έχει κανένα ενδοιασμό ν’ αναφέρει με αρκετή χαιρεκακία στην επιστολή του ότι οι Έλληνες έπαθαν ό,τι έπαθαν δίκαια, γιατί δεν υποτάχθηκαν στον Πάπα και δεν θέλησαν να επιστρέψουν «εις την μάνδραν του Αγίου Πέτρου», δηλαδή στον Ρωμαιοκαθολικισμό, που κατά την άποψή του είναι η αληθινή Εκκλησία. Αυτό που δεν εξηγεί πουθενά είναι: αφού οι Δυτικοί μας αγαπούσαν τόσο και μας έβλεπαν σαν «παραστρατημένη αδελφή Εκκλησία» και ήθελαν να μας βάλουν στον «ίσιο» δρόμο του Βατικανού, πότε σκόπευαν να μας βοηθήσουν; Αφού έπεφτε η Πόλη στα χέρια του Μωάμεθ;
Σύμφωνα με τον ιστορικό Donald M. Nicol, ο Λεονάρδος «απεχθανόταν τους Έλληνες και ήθελε να πιστεύει ότι πήραν ό,τι τους άξιζε»90. Ο ονομαστός Ρώσος βυζαντινολόγος Alexander Vasiliev εύστοχα παρατηρεί ότι ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος : «παρουσιάζει τη μεγάλη δυστυχία που έπληξε το Βυζάντιο σαν μια τιμωρία για την απομάκρυνση των Ελλήνων από την Καθολική πίστι»91. Συνηθισμένοι στις νοθεύσεις Πατερικών χωρίων, προκειμένου να ευρίσκουν ερείσματα στις καινοτομίες τους, οι Ρωμαιοκαθολικοί προσπαθούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση στους χριστιανούς ότι εκείνοι ήταν «οι επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν», δηλαδή οι ακολουθούντες την οδό και τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, από την οποία εξέκλιναν οι Ορθόδοξοι. Έτσι ο Λεονάρδος θεωρεί καθήκον του μέσα σε αυτό το κείμενο να επικαλεσθεί «τον Βασίλειο, Αθανάσιο, Κύριλλο και τους άλλους αρχαίους Πατέρες», τους οποίους θεωρεί υποστηρικτές των Παπικών ψευδοδιδασκαλιών.
Λίγο παρακάτω στο κειμένου του βρίσκει ταιριαστό να παραλληλίσει την αποστασία του Ιουδαϊκού λαού από τον Θεό, την εποχή του βασιλιά Σεδεκία και την αδιαφορία τους στις προφητικές προειδοποιήσεις του Προφήτου Ιερεμία για την επερχόμενη καταστροφή των Ιεροσολύμων και την εξορία στη Βαβυλώνα με τα σύγχρονα του γεγονότα της Αλώσεως. Βεβαιότατα ο Λεονάρδος είχε πλούσια θεολογική παιδεία και ήταν καλός γνώστης της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά ο κρυφός εγωισμός του τον έκανε να μην αντιλαμβάνεται ότι στην αποστασία από τον Θεό δια της αιρέσεως, οδηγούσε τους Βυζαντινούς το Βατικανό. Και φυσικά εκείνος σε καμία περίπτωση ως μέλος της Παπικής αποστολής δεν ήταν σε ρόλο Προφήτη, που προειδοποιούσε για τις συμφορές, αλλά μάλλον ψευδοπροφήτη, που οδηγούσε σε αυτές. Αντιθέτως ο Παπικός αντιπρόσωπος πιστεύει ότι εκείνος και ο καρδινάλιος Ισίδωρος διαδραμάτισαν παρόμοιο ρόλο με αυτό των Ιουδαίων προφητών, της Ρωμαίας Σίβυλλας και της Κασσάνδρας στην Τροία. Αλλά οι Έλληνες παρέμειναν ανυπάκουοι έναντι των αποστολικών απεσταλμένων «apostolicos nuntios», δηλαδή Ισιδώρου και Λεονάρδου.
Ο Λεονάρδος στην επιστολή του ''στολίζε'' με πολλά κοσμητικά επίθετα τους Έλληνες: τους χαρακτηρίζει ανθρώπους αυθάδεις, ματαιόδοξους, σκληρόκαρδους, πεισματάρηδες και ανθρώπους χωρίς πνευματική ζωή. Και όλα αυτά γιατί δεν δέχονταν να υποταγούν πνευματικά στον Ρωμαιοκαθολικισμό και να ασπασθούν, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής, το πόδι του Πάπα. Όπως πολύ ορθώς παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Σάθας, ο Λεονάρδος και σ΄ αυτή την επιστολή του, αλλά και γενικότερα σε όλα τα κείμενά του όντας : « εκ των φανατικών καθολικών… λυσσά φρυάττων κατά των σχισματικών (δηλαδή των Ορθοδόξων) »92. Άθελά του ο Λεονάρδος μ’ αυτά που γράφει αποκαλύπτει το πώς πραγματικά έβλεπαν τους Έλληνες οι Δυτικοί, ακόμα και αυτοί που «αγωνίζονταν» να τους «βοηθήσουν» να σωθούν από τους Τούρκους.
Κι εδώ όμως φαίνεται ότι απώτερος σκοπός τους ήταν να μας υποδουλώσουν πνευματικά, αφού μας εξαναγκάσουν να προδώσουμε την Ορθοδοξία. Γιατί εδαφικά ήδη είχαν προσπαθήσει να διαλύσουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1204 με την Δ΄ Σταυροφορία93 και εν μέρει το πέτυχαν. Ακόμα και την εποχή αυτή, δηλαδή τον 15ο αιώνα, οι Δυτικοί (Γενοβέζοι, Βενετοί) κατείχαν πολλά τμήματα του ελληνισμού, ιδίως παραλιακές πόλεις και νησιά (Επτάνησα, Εύβοια, Λέσβο, Χίο, Κυκλάδες, Κρήτη, Δωδεκάνησα, Κύπρο). Αν πράγματι ήθελαν να ενισχύσουν το ήδη κλυδωνιζόμενο Βυζάντιο, θα μπορούσαν να είχαν παραχωρήσει αυτά τα φραγκοκρατούμενα εδάφη, αν όχι όλα, τουλάχιστον κάποια απ’ αυτά, στο εθνικό τους κέντρο, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη. Εκείνοι όμως, όχι μόνο δεν είχαν την πρόθεση να επιστρέψουν κάτι από τ’ αρπαγμένα εδάφη, αλλά διεκδικούσαν κι άλλα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Γενοβέζου της Χίου, Ιωάννη Λόγγου Ιουστινιάνη, όπως αναφέραμε παραπάνω. Όμως, όχι μόνο εξακολουθούσαν να τα κρατούν στρατιωτικά υποταγμένα, αλλά και πνευματικά, αφού καταπίεζαν σ’ αυτά τους Ορθόδοξους Έλληνες κατοίκους τους, και ούτε καν Ορθοδόξους επισκόπους δεν τους άφηναν να έχουν. Στη Χίο καθ’ όλο το διάστημα της Γενουατικής κατοχής της δεν επέτρεπαν την εγκατάσταση Ορθόδοξου επισκόπου από το 1364 έως το 1566, αφού τη θέση του κατείχε Λατίνος επίσκοπος. Και ο ίδιος ο Λεονάρδος αντικανονικά έφερε τον τίτλο του αρχιεπισκόπου Μυτιλήνης προσπαθώντας να υφαρπάξει τη θέση του Ορθόδοξου επισκόπου της Λέσβου.
Το κείμενο της επιστολής του Λεονάρδου προς τον Πάπα περιέχει αρκετά από τα γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, αλλά και τις λεηλασίες και τις βαρβαρότητες, που προκάλεσαν οι Οθωμανοί μετά την κατάληψη της Πόλης. Ο ιστορικός Ιωάννης Παπαδόπουλος την ονομάζει : «Μία των αξιολογοτέρων πηγών προς μελέτην των αφορόντων εις τα της υπό των Τούρκων πολιορκίας και αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως»94. Το περιεχόμενό της θα μπορούσε να διαιρεθεί σε ενότητες ως εξής:
α) Προοίμιο. Συνέπεια της αποτυχίας της Ενώσεως η θεϊκή τιμωρία.
β) Έναρξη της πολιορκίας.
γ) Το μεγάλο πυροβόλο του Ουρβανού. Προσπάθειες των Τούρκων να υπονομεύσουν
τα τείχη με υπόγειες στοές.
δ) Η ναυμαχία του Φλαντανελά εναντίον του Τουρκικού στόλου.
ε) Κατάλογος ονομάτων των επικεφαλής των στρατιωτικών τμημάτων και οι θέσεις που
φρουρούσαν στα τείχη.
στ) Η προσφορά των εκκλησιαστικών κειμηλίων για ενίσχυση της άμυνας.
ζ) Τα τουρκικά πλοία μεταφέρονται από ξηράς και ρίχνονται στον Κεράτιο κόλπο.
η) Η αποτυχημένη προσπάθεια πυρπόλησης του τουρκικού στόλου.
θ) Οι δημηγορίες του Μωάμεθ και του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
ι) Η Άλωση και οι λεηλασίες. Η τραγωδία της οικογένειας Νοταρά.
ια) Η Γενουατική παροικία του Πέρα.
ιβ) Προτροπή για οργάνωση Σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων.
Ο Λεονάρδος όταν αναφέρεται στους Βυζαντινούς χρησιμοποιεί το όνομα Έλληνες «Graeci» με την εθνική του σημασία. Στην τελευταία δημηγορία του αυτοκράτορα προς τους υπερασπιστές τη πόλης ο Λεονάρδος καταγράφει ότι ο Κωνσταντίνος αποκάλεσε την Κωνσταντινούπολη, την πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, προστάτιδα όλων των Ελλήνων. Και όμως υπάρχουν μέχρι σήμερα κάποιοι ανιστόρητοι ιστορικοί, που θέλοντας να πλήξουν την αδιάσπαστη ενότητα του Ελληνισμού, αναφέρονται στους Βυζαντινούς σαν ένα έθνος άσχετο με τον Ελληνισμό.
O αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος επικρίνει τους Έλληνες ως απειροπόλεμους, ενώ επαινεί καθ΄ υπερβολή τους Δυτικούς μισθοφόρους στρατιώτες. Γράφει ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν στη μάχη ασπίδες, σπαθιά, δόρατα και τόξα βασιζόμενοι όμως οι περισσότεροι απ΄ αυτούς στο ένστικτό τους και όχι σε ικανότητες που προήλθαν από εκπαίδευση. Η κρίση του και αυτή τη φορά είναι μεροληπτική, αν αναλογισθεί κανείς ότι επί δυο μήνες οι υπερασπιστές της Πόλης, που ήταν κατά τα επτά δέκατα Έλληνες, απέκρουσαν με ηρωισμό δεκάδες εφόδους του κατά σαράντα φορές αριθμητικά μεγαλυτέρου από αυτούς τουρκικού στρατού. Όπως προαναφέραμε του είχε ανατεθεί η εκπαίδευση στα όπλα των Ορθοδόξων μοναχών, οι οποίοι, όπως είναι κατανοητό, και άσχετοι με τη χρήση όπλων ήταν και απειροπόλεμοι. Σίγουρα θα υπήρχαν και πολίτες, που επίσης δεν γνώριζαν από όπλα, αλλά προφανώς εκείνος αναφέρεται στους μοναχούς, αλλά ''λησμονεί'' να το εξειδικεύσει. Επίσης ''λησμονεί'' να επαινέσει όλους αυτούς τους Έλληνες, που, αν και μάχονταν με βάση το ένστικτό τους, έδειξαν τέτοιο ηρωισμό, που πολλές φορές ο Σουλτάνος αγανάκτησε με τους δικούς του στρατιώτες, που και έμπειροι ήταν στις μάχες και καλά εκπαιδευμένοι. Εξαίρεση στα απαξιωτικά λεγόμενα του Λεονάρδου περί των Ελλήνων, αλλά και έμμεση απόδειξη ότι υπήρχαν και εμπειροπόλεμοι και καλά εκπαιδευμένοι Έλληνες, αποτελούν τα όσα αναφέρει για τον Θεόδωρο Καρυστινό, τον επικεφαλής της φρουράς στην Χαρισία πύλη. Αναγκάζεται να παραδεχθεί ότι ο γέροντας, αλλά ρωμαλέος αυτός Έλληνας πολεμιστής, ήταν εξασκημένος στο τόξο περισσότερο από κάθε άλλον: «Theodoro Caristino senex sed robustus graecus in arcu doctissimus»95.
Όπως πολύ ορθά είχε παρατηρήσει ο Γουσταύος Σλουμβερζέ: «ο Λεονάρδος εξαίρει, ως εικός, κυρίως την δράσιν των Λατίνων μαχητών» στη διήγησή του96. Αλλά, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας του Harvard, Michael McCormick, επιδεικνύει μια συγκαλυμμένη εχθρότητα στους Βενετούς, αλλά πάντοτε υπερασπίζεται και εκθειάζει τους Γενουάτες97. Στην περίπτωση όμως της προδοσίας, που έκαναν οι Γενουάτες του Πέρα περί της προσπάθειας πυρπολήσεως του τουρκικού στόλου από τους πολιορκούμενους, ο Λεονάρδος την παραδέχεται μεν, αλλά ομολόγει ότι γνωρίζει σχετικά με το θέμα περισσότερα από όσα γράφει98.
Στην αναφορά του αυτή προς τον Πάπα ο Λεονάρδος κατηγορεί δύο Έλληνες, τον Μανουήλ Ιάγαρι και τον μοναχό Νεόφυτο τον Ρόδιο, ότι καταχράσθηκαν μεγάλο μέρος από τα χρήματα που τους δόθηκαν από τον αυτοκράτορα για επισκευή του εσωτερικού τείχους. Σύμφωνα με τα γραφόμενά του τα τείχη επισκευασθήκαν πλημμελώς. Αυτό, κατά την κρίση του, υπήρξε και η σοβαρότερη αιτία που έκανε την επιτυχία των Τούρκων εύκολη. Ανεξάρτητα τού αν αλήθευε ή όχι αυτή η κατηγορία, τα αρχαία Θεοδοσιανά τείχη χρειάζονταν τεράστια χρηματικά ποσά για να μετασκευασθούν, ώστε να γίνουν ανθεκτικά στα νέα δεδομένα που έθετε η χρήση πυροβόλων. Τα χρηματικά αυτά ποσά ήταν αδύνατο να εξευρεθούν, αφού Βενετοί και Γενουάτες είχαν φροντίσει εδώ και δύο αιώνες να απομυζούν οικονομικά το Βυζάντιο99 . Ο Λεονάρδος δεν αισθάνεται την ανάγκη να καταλογίσει στη Δύση και στον Πάπα καμία ευθύνη, γιατί δεν απέστειλαν ούτε ένα χρυσό νόμισμα, ούτε ένα πυροβόλο, προκειμένου να βοηθήσουν στην άμυνα της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό που θα καταλογίσει είναι έλλειψη προνοητικότητας και φρονήσεως στους Έλληνες, αφού δεν φρόντισαν να επισκευάσουν το εσωτερικό τείχος. Όπως γράφει, έπρεπε να είχαν μιμηθεί τους Ιουδαίους, που το 70 μ.Χ. στην εξέγερσή τους κατά των Ρωμαίων είχαν τη δυνατότητα να αποσύρονται από το πρώτο στο δεύτερο και μετά στο τρίτο τείχος. Αλλά, όπως ο ίδιος ο Λεονάρδος παραδέχεται, ήταν τέτοια η οικονομική δυσπραγία του Βυζαντίου, που ο αυτοκράτορας διέταξε να δώσουν οι άγιοι ναοί τα ιερά σκεύη τα αφιερωμένα στη θεία λατρεία «ex sacris templis sancta Dei vasa»100, για να εξευρεθούν χρήματα για τις ανάγκες της άμυνας, κυρίως για την πληρωμή των Δυτικών μισθοφόρων.
Ο Λεονάρδος περιέλαβε στην επιστολή του και τη δημηγορία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου προς τους πολεμιστές την παραμονή της Αλώσεως. Όμως η συγκαλυμμένη ψυχρότητα, που τον διακατέχει για τον ήρωα Αυτοκράτορα, δεν τον αφήνει να γράψει κάτι πραγματικά αντάξιο του ηρωικού ομιλητή. Όπως σχολιάζει ο Γεώργιος Ζώρας : «Η διατύπωσις του Λεονάρδου, πολύ βραχυτέρα της του Σφραντζή και ολιγώτερον εκείνης υπερήφανος και συγκινητική…»101. Επίσης παρέλειψε το τμήμα εκείνο, όπου ο Κωνσταντίνος υπενθυμίζει στους ακροατές του, ότι είναι απόγονοι μεγάλων ηρώων της αρχαίας Ελλάδος και πρέπει να φανούν αντάξιοι του ηρωισμού των προγόνων τους. Ο Λεονάρδος μαρτυρεί πως ο Κωνσταντίνος έπεσε μαχόμενος στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, αφού «κατερρίφθη χαμαί υπό γενίτσαρου, ανηγέρθη και έπειτα επλήγη εκ νέου θανασίμως πλέον »102.
Ο Λεονάρδος μνησικακεί εναντίον του ανθενωτικού Λουκά Νοταρά και δεν αποφεύγει να τον συκοφαντήσει ότι μετά τη λογομαχία, που είχε με τον Γενοβέζο Ιωάννη Ιουστινιάνη, επέδειξε χαλαρότητα στον αμυντικό αγώνα κατά τις τελευταίες και κρίσιμες ώρες της πολιορκίας. Αφού όμως ο ίδιος ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος μαχόταν σε διαφορετικό μέρος των τειχών, πώς γνωρίζει κάτι τέτοιο; Αν το έμαθε από τρίτο πρόσωπο πώς δεν το κατονομάζει; Κανένας άλλος χρονογράφος δεν το επιβεβαιώνει. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος μάς διαβεβαιώνει ότι ο Λουκάς Νοταράς «Δεν έπαυσε μέχρι τέλους εντίμως αγωνιζόμενος»103. Όμως ο ηρωισμός του Λ. Νοταρά, που τον οδήγησε σε μαρτυρικό θάνατο μετά την άλωση, αρκεί και από μόνος του για να διαψεύσει την εμπαθή αυτή ''μαρτυρία''. Αυτό το γεγονός δεν το αρνείται ούτε ο ίδιος ο Λεονάρδος, αφού αναφέρεται και στο μαρτύριο του Μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά και των δυο υιών του, που διέταξε ο Σουλτάνος. Όμως και εδώ ο Λεονάρδος όχι μόνο δεν διατυπώνει ούτε ένα λόγο συμπάθειας προς τα τραγικά θύματα, αλλά αντιθέτως βρίσκει την ευκαιρία να διαβάλλει τον Νοταρά και να φανερώσει τη δική του μικροπρέπεια. Ο Λεονάρδος συκοφαντεί τον Νοταρά ότι προσπάθησε να του δοθεί χάρη από τον Σουλτάνο κατηγορώντας για προδοσία τον Μεγάλο Βεζύρη του Khalil Pasha. Ο Γουσταύος Σλουμβερζέ δεν διστάζει να κατακρίνει τη μικρόψυχη και άδικη αυτή συμπεριφορά του Λατίνου αρχιεπισκόπου, γράφοντας ότι στις σχετικές αναφορές του διακρίνεται: « σφραγίδα σφοδράς έχθρας, βεβαίως επειδή ο Νοταράς είχεν υπάρξει πάντοτε σθεναρός αντίθετος της ενώσεως των εκκλησιών»104.
Ανάμεσα σ’ αυτά που κρίνει με αυστηρότητα είναι και η εγκατάλειψη της θέσεώς του από τον Ιωάννη Λόγγο Ιουστινιάνη (Johannes Longus de Justinanorum) την αποφράδα ημέρα της Αλώσεως. Λεονάρδος και Ιουστινιάνης, αν και ήταν και οι δύο Γενοβέζοι της Χίου και Ρωμαιοκαθολικοί μισούνταν μεταξύ τους, γιατί είχαν παλαιότερα έλθει σε έντονη διαμάχη, που ανάγκασε τον Ιωάννη να αποχωρήσει από φρούραρχος της Χίου και να ταξιδέψει στη Γένοβα. Όταν το 1434 ο Λεονάρδος βρέθηκε στη Χίο, θέλησε να μεσολαβήσει για τη συμφιλίωση μεταξύ του Βαρθολομαίου, «πρωτοθρόνου της Μαόνας διοικητού»105, και του Ερρίκου, εξάρχου της Φώκαιας. Παρότι επέτυχε τη συμφιλίωση, ο νεαρός εγγονός του Βαρθολομαίου, Ιωάννης Ιουστινιάνης, που τότε ήταν φρούραρχος Χίου, δυσαρεστήθηκε με την ανάμειξη του Λεονάρδου. Όπως σημειώνει ο Ροδοκανάκης, τον επέκρινε «δι' υπεροπτικής συμπεριφοράς και αναρμόστου ανευλαβείας προς το μοναχικόν σχήμα»106. Παρά τη φαινομενική συμφιλίωση «δεν ελησμόνει όμως ο περιφρονηθείς καλόγηρος»107 την προσβλητική συμπεριφορά του Ιωάννη Ιουστινιάνη.
Όταν ο Λεονάρδος γράφει την επιστολή του είναι ήδη πρόσφατος ο θάνατος του Ιουστινιάνη, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία και να τον υποδείξει στον Πάπα ως τον βασικό αίτιο για την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως. Αν και σε αρκετό βαθμό έχει δίκιο στην κριτική του, τα κίνητρα αυτής της δριμύτατης φραστικής επίθεσης εναντίον του Ιουστινιάνη δεν είναι ανιδιοτελή, αλλά έχουν τις ρίζες τους στη μνησικακία του. Γράφει λοιπόν για τον Χιογενοβέζο συμπατριώτη του στην επιστολή του ότι, προκειμένου να σωθεί ο ίδιος, λησμόνησε τη γενναιότητα και τις ικανότητες, που είχε επιδείξει πρωτύτερα, και φεύγοντας απ' τη θέση του δεν ενημέρωσε αυτούς που ήταν μαζί του, αλλά και ούτε τοποθέτησε άλλον επικεφαλής στη θέση του108. Στην παράκληση του Κωνσταντίνου να επιστρέψει στα τείχη, ο Ιουστινιάνης, σύμφωνα με τον Λεονάρδο, ζήτησε το κλειδί μιας εσωτερικής πύλης, από την οποία και έφυγε με τελικό προορισμό τη Γενουατική συνοικία του Πέρα. Η κρίση του Λεονάρδου, αφενός αδικεί τον Ιουστινιάνη, ο οποίος είχε σημαντική συμβολή στην άμυνα της Βασιλεύουσας. Ο ίδιος ο Λεονάρδος καταγράφει την προσπάθεια του Σουλτάνου να εξαγοράσει με εξαιρετικές και δελεαστικές αμοιβές τον Ιωάννη Ιουστινιάνη και να τον πάρει με το μέρος του. Μάταια όμως, γιατί αυτός απέρριψε αμέσως και κατηγορηματικά κάθε πρόταση του Τούρκου ηγεμόνα109. Αφετέρου όμως αυτή η κρίση του δεν είναι εντελώς αυθαίρετη, αφού η αιφνίδια αποχώρησή του, μετά από τον τραυματισμό του από βέλος στη μασχάλη, κατά την μαρτυρία του ίδιου του Λεονάρδου, έκανε τους συμπολεμιστές του να τον ακολουθήσουν προς τα πλοία, αφήνοντας κενό στις γραμμές της άμυνας, που αμέσως εκμεταλλεύθηκαν οι Τούρκοι. Στην άποψη του Λεονάρδου συνηγορεί και μια λαϊκή αφήγηση της εποχής, που αναφέρει τα εξής: «Η κακή τύχη ηθέλησε και ελαβώθη ο καπετάνιος Γιουστουνιάς με μια σαϊττέα εις τα σαγόνια και έτρεχε το αίμα εισέ όλο του το κορμί, και εσκιάχθη να μην αποθάνη, και δεν εμίλησε λόγον να βάλει άλλον εις τον τόπον του, μόνε άφησε τον πόλεμον και έφυγε κρυφά δια να μην τζακιστούνε οι σύντροφοί του… Και οι πολεμιστάδες, οι σύντροφοί του, επολεμούσανε χωρίς καπετάνιο, αμή αρχίσανε κι αυτοί και αφήναν τον πόλεμον και φεύγανε. Τότε επήρανε οι Τούρκοι θάρρος πολύ και οι Ρωμαίοι εδειλιάσανε πολλά. Και τούτα εγίνησαν διατί έφυγε ο καπετάνιος, οπού έκαμνε χρειά να στέκη και να πολεμά έως να αποθάνη εις την τιμήν του, και ήθελε δίδει θάρρος και των συντρόφων του, διατί όλη η δύναμη του Τούρκου ήτανε εις εκείνην την μερέα. Και οι ελεεινοί (= δυστυχείς) Ρωμαίοι αμή ελιγοστεύανε και δεν ημπορούσανε να αντισταθούνε εισέ τόσο πλήθος Τούρκων»110. Ο Ιουστινιάνης και αρκετοί Γενοβέζοι κατάφεραν να επιβιβαστούν στα πλοία τους και εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση, που προκάλεσε η λεηλασία της Πόλης, να διαφύγουν με προορισμό τη Χίο, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή δυο περίπου μήνες μετά, στις 25 Ιουλίου, μάλλον από γάγγραινα του τραύματός του. Θάφτηκε στον Ρωμαιοκαθολικό ναό του "Αγίου" Δομίνικου, που βρισκόταν μέσα στο Κάστρο της Χίου111.
Έτσι λοιπόν ο Λεονάρδος τώρα που ο Ιωάννης ήταν νεκρός και δεν μπορούσε να υπερασπισθεί τον εαυτό του «παρασυρθείς υπό των πικρών αναμνήσεων της νεανικής ηλικίας εστιγμάτισεν αυτόν ως άνανδρον, επιλαθόμενος του καθήκοντος αμερολήπτου ιστορικού»112. Οι συκοφαντίες αυτές του Λεονάρδου έγιναν πιστευτές στην εποχή του από σημαντικά πρόσωπα, όπως ο επόμενος Πάπας Πίος ο Β΄, ο οποίος σε κείμενό του έγραψε για τον Ιωάννη Ιουστινιάνη «χωρίς καμμίαν δόξαν περάνας την ζωήν»113.
Η μόρφωση του Λεονάρδου δεν περιοριζόταν στις θεολογικές γνώσεις. Αντιθέτως ο πλούτος των γνώσεών του, που ήταν ευρύτατος, αντικατοπτρίζεται στο κείμενό του. Ένα δείγμα των ιστορικών γνώσεών του αποτελεί η σύγκριση του ηρωισμού των αδελφών Bocchiardi στην υπεράσπιση των Βυζαντινών τειχών, με τα κατορθώματα του Ρωμαίου αξιωματικού Publius Horatius Cocles114, ο οποίος στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., κατά τη διάρκεια του πολέμου Ρώμης και Ετρούσκων, με ηρωισμό υπερασπίστηκε μια γέφυρα και έδωσε χρόνο, ώστε να σωθεί η Ρώμη.
Όπως φαίνεται από διάφορες αναφορές του, γνωρίζει πολύ καλά το Ομηρικό έπος της Ιλιάδος. Σε αρκετά σημεία αποκαλεί τους Τούρκους, Τεύκρους115 (Teucris - Teucros), δηλαδή Τρώες. Όχι φυσικά γιατί τους θεωρούσε απογόνους τους. Τους αποκαλεί με αυτή την αρχαιοπρεπή ονομασία, γιατί οι Τεύκροι, δηλαδή οι ομηρικοί Τρώες, ήταν αντίπαλοι των Ελλήνων. Σε αυτό βοηθούσε και η σχετική ηχητική ομοιότητα των λέξεων Teucrοum - Turcorum. Απόδειξη όμως ότι γνωρίζει καλώς σε ποιο λαό αναφέρεται, είναι ότι σε άλλα πάλι σημεία τους αποκαλεί Τούρκους (Turcorum)116. Αλλά και τους Έλληνες παρομοιάζει με τους Τρώες, που δεν άκουσαν τους προειδοποιητικούς χρησμούς της Κασσάνδρας, της κόρης του Τρώα βασιλέα Πριάμου και έτσι η Τροία καταστράφηκε, όπως τώρα έπαθε και η Κωνσταντινούπολη. Στη θέση της Κασσάνδρας τοποθετεί τον εαυτό του και τον Ισίδωρο, που θέλησαν να σώσουν τους Έλληνες, αλλά αυτοί τους περιφρόνησαν. Επίσης από την Ιλιάδα αναφορά κάνει και στους Μυρμιδόνες. Πιθανότατα θα είχε πληροφορηθεί από τον καρδινάλιο Ισίδωρο, που είχε σχετικά πρόσφατα έλθει από τη Ρώμη, ότι το 1450 ο Πάπας Νικόλαος ο Ε΄είχε ανακοινώσει την έναρξη των μεταφράσεων στα λατινικά των εκλεκτότερων κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, συμπεριλαμβανομένων και των Ομηρικών επών117. Γνωρίζοντας λοιπόν τον ενθουσιασμό του Πάπα για αυτά, φρόντισε να διανθίσει το κείμενο του και με αναφορές από τους Ομηρικές ραψωδίες.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι δικαίως ο Λεονάρδος μέσα στην επιστολή του κατακρίνει όσους χριστιανούς, Ρωμαιοκαθολικούς και Ορθοδόξους, που μάχονταν στον κατά βάση μουσουλμανικό τουρκικό στρατό εναντίον των αδελφών τους χριστιανών που υπεράσπιζαν την Κωνσταντινούπολη. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι αυτοί που είχαν ενωθεί με τους Τεύκρους, δηλαδή τους Τούρκους, ήταν Έλληνες, Λατίνοι, Πανονείς, Βοημοί, και από όλα τα χριστιανικά έθνη: «Graeci, Latini, Panones, Boetes, ex omnium Christianorum regionibus Teucris commixti». Αυτούς τους ονομάζει προδότες του Θεού των Χριστιανών. Όμως θα ήταν δικαιότερο, αν έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα σ' αυτούς που εκούσια προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στον Σουλτάνο Μωάμεθ αντί χρηματικών ανταλλαγμάτων, και αυτούς που τον βοηθούσαν ακούσια. Βεβαιότατα δεν έχουν το ίδιο μερίδιο ευθύνης εκείνοι οι Βενετοί και οι Γενουάτες που θησαύριζαν βοηθώντας κρυφά και φανερά τους Τούρκους, με εκείνους τους χριστιανούς που με την βία εξαναγκάσθηκαν να συμμετέχουν ως υποτελείς του Σουλτάνου, χωρίς βέβαια να είναι άμοιροι ευθυνών και οι τελευταίοι. Ας μην λησμονούμε ιδιαιτέρως τον Ούγγρο Ουρβανό, που, αν και τυπικά ήταν χριστιανός, το ''λησμόνησε'' μπροστά στις παχυλότατες αμοιβές του Σουλτάνου και του κατασκεύασε τα πυροβόλα εκείνα με τα οποία γκρέμισε τα τείχη και ουσιαστικά συνέβαλε καταλυτικά να εκπορθηθεί η Πόλη.
Συνειδητά ή ασυνείδητα σε κάποια σημεία φαίνεται να θαυμάζει τους Τούρκους. Ο Θεός έδωσε στους Τούρκους ένα δυναμικό βασιλιά, τον Μωάμεθ «Deus misit Mehemet, regem potentissimum Theucrorum», ο οποίος φιλοδόξησε να εκπορθήσει την Χριστιανική Κωνσταντινούπολη. Επίσης εκφράζεται με τρόπο επαινετικό για τη γενναιότητά τους, ξεχωρίζοντας μεταξύ τους ως ανώτερο το σώμα των Γενιτσάρων. Γράφει ότι οι επιθέσεις των γενιτσάρων, οι οποίοι ήταν έτοιμοι και ξεκούραστοι, ήταν πολύ ισχυρές και αποτελεσματικές. Είναι βέβαιο ότι γνώριζε πως αυτό το στρατιωτικό σώμα αποτελούνταν από αρπαγμένα μικρά παιδιά Χριστιανών, που τα είχαν εξαναγκάσει σε άρνηση της πίστεώς τους και της εθνικότητάς τους. Μένει επίσης εντυπωσιασμένος από τον εξοπλισμό του τουρκικού στρατεύματος, που για την εποχή του διέθετε ό,τι νεότερο είχε να επιδείξει η τεχνολογία της εποχής. Γράφει χαρακτηριστικά ότι κατείχαν αναρίθμητες πολεμικές μηχανές. Επίσης μαρτυρεί ότι από το πλήθος των βελών και των κάθε είδους βλημάτων, πέτρινων και μολύβδινων, που εξαπέλυε ο τουρκικός στρατός, συσκοτιζόταν ο ουρανός. Δεν λείπουν και αναφορές τιμητικές για τη θρησκευτικότητα των Μουσουλμάνων, όπως : «Ω! αν ηθέλατε ακούσει ως ημείς τας απαύστους αυτών κραυγάς τας εξικνουμένας μέχρι του ουρανού Αλλάχ Ιλαλλάχ Μωχαμέτ Ρουσολαλλάχ, ήτοι εις μόνος υπάρχει θεός και ο Μωάμεθ είνε ο προφήτης αυτού, ηθέλετε αληθώς θαυμάσει» και συμπληρώνει αλλού : «Πλήρεις θαυμασμού επί τω θρησκευτικώ ζήλω των πολεμίων (δηλαδή των Τούρκων)»118. Επίσης αναφέρει με θαυμασμό τη διαταγή του Σουλτάνου προς τον στρατό του για τριήμερη προσευχή και μιας ημέρας νηστεία.
Ο Λεονάρδος καταγράφει τη μαρτυρία του, ότι για τρεις ημέρες από την Κωνσταντινούπολη μεταφέρονταν στο Τουρκικό στρατόπεδο δεμένοι οι Χριστιανοί αιχμάλωτοι, τους οποίους υπολογίζει σε 60.000, «sexaginta milia funibus Christiani captivantur».
Την επιστολή του προς τον Πάπα κατακλείει ο Λεονάρδος καλώντας τον ν’ αναλάβει τη συνήθη πρακτική των Δυτικών, δηλαδή Σταυροφορία, αυτή τη φορά εναντίον των Τούρκων. Ας μη βιαστεί όμως ο αναγνώστης ν’ αξιολογήσει θετικά αυτή την προτροπή. Οι Σταυροφόροι δε θα έρχονταν για να μας ελευθερώσουν, αλλά για να στηρίξουν τις Δυτικές κτήσεις στα ελληνικά εδάφη και να αφαιρέσουν περιοχές από τους Τούρκους προσθέτοντάς τις στις δικές τους κατακτήσεις. Οι αρπακτικές διαθέσεις τους ήδη είχαν εκδηλωθεί και ο Λεονάρδος τις γνώριζε από πρώτο χέρι. Οι ηγεμόνες, Δορίνος Καττελούζος της Λέσβου και Παλαμήδης της Θρακικής Αίνου, απέστειλαν πρεσβεία στον Μωάμεθ Β΄ στην Αδριανούπολη, προκειμένου να τον συγχαρούν για την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως και να του ζητήσουν την παραχώρηση της Λήμνου στον πρώτο, και της Ίμβρου στον δεύτερο. Ακόμη ήταν ζεστό το χυμένο αίμα των Ελλήνων υπερασπιστών της Πόλεως και οι Λατίνοι ηγεμόνες καιροφυλακτούσαν να αρπάξουν τα τελευταία κομμάτια της πάλαι ποτέ Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο Λεονάρδος εκείνη την εποχή παραστεκόταν τον άρρωστο Δορίνο Καττελούζο και βεβαίως γνώριζε εκ του σύνεγγυς αυτές τις εξελίξεις .
Ο Γενουατοχίος αρχιεπίσκοπος αιτιολογεί ως αναγκαία αυτή την Σταυροφορία, όχι για να σωθούν οι Έλληνες, αλλά επισημαίνοντας στον Πάπα ότι οι Τούρκοι κυριευμένοι από αλαζονεία μετά την εκπόρθηση της Κωνσταντινουπόλεως διακηρύσσουν ότι σύντομα θα διαπλεύσουν την Αδριατική θάλασσα και στη Ρώμη θα έλθουν «dicere sinum Adriaticum penetrare Romamque venturum». Και δεν είχε άδικο να φοβάται ο Λεονάρδος τον Τουρκικό κίνδυνο και να ζητά Σταυροφορία, αφού η επισκοπή του, η Λέσβος, σε εννιά χρόνια έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Η δε γενέτειρά του, η Χίος, υπέκυψε το 1566.Οι Οθωμανοί έφθασαν σε ένα αιώνα έως τα πρόθυρα της Βιέννης. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ο Λεονάρδος θα επιστρέψει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη στις 16 Οκτωβρίου 1462 ως αιχμάλωτος των Τούρκων μετά την κατάληψη της Λέσβου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ
Τελειώνοντας το Α΄ μέρος αυτού του άρθρου, εκείνο που πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα είναι ότι ο πάνσοφος Θεός γνωρίζει να βγάζει από το πικρό γλυκό. Επέτρεψε, για παιδαγωγικούς λόγους και για να μας βοηθήσει να μετανοήσουμε μέσα από τις θλίψεις, την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως. Όπως γράφει και ο Γεννάδιος Σχολάριος: «Ταύτα δε πάντα δια τας αμαρτίας ημών»119. Όλες αυτές οι συμφορές συνέβησαν εξαιτίας των αμαρτιών μας. Όμως ο Κύριος μας διαφύλαξε από τα χειρότερα. Και ποια ήταν αυτά; Η προδοσία της Ορθοδοξίας και ο συμβιβασμός της με την αίρεση, που θα έφερνε απώλεια της δυνατότητας σωτηρίας του ανθρώπου. Αυτό πολύ επιτυχημένα και με απλά λόγια μας το εξηγεί ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Δια το ιδικόν μας συμφέρον, διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν». «Ο Τούρκος άσπρα (= χρήματα) θέλει. Τον ξεγελάς με λίγα άσπρα»120. Έπεσε μεν η Κωνσταντινούπολη, αλλά όχι και η Εκκλησία, γιατί, όπως μας διδάσκει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος : « Τίποτε δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. Τα τείχη τα γκρεμίζουν οι βάρβαροι, την Εκκλησία, ωστόσο ούτε οι δαίμονες τη νικούν»121 .
Αλλά και εθνικά ωφεληθήκαμε. Γιατί, όπως απέδειξε η ιστορία, όπου χάθηκε η Ορθοδοξία, χάθηκε και η εθνική συνείδηση, όπως για παράδειγμα στη «Μεγάλη Ελλάδα» της Κάτω Ιταλίας. Ενώ, όπου διατηρήθηκε η Ορθοδοξία, ακόμα κι αν χάθηκε, λόγω της Τουρκικής καταπιέσεως, η ελληνική γλώσσα, εκεί διαφυλάχθηκε η ελληνική συνείδηση (π.χ. σε κάποιες περιοχές της Μικράς Ασίας και της Μακεδονίας)122. Και έτσι η Εκκλησία κατάφερε να διατηρήσει και πνευματικά και εθνικά το Γένος ζωντανό και να το αναστήσει το 1821.
Β΄ ΜΕΡΟΣ - Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΛΕΟΝΑΡΔΟΥ ΤΟΥ ΧΙΟΥ
Ο βίος του Λεονάρδου του Χίου από τη γέννησή του έως το 1452
Ο Λεονάρδος είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας στο νησί της Χίου, που τότε ήταν κάτω από τον Γενουατικό ζυγό. Γεννήθηκε στην πρωτεύουσα του νησιού τη Χίο (Χώρα) το 1395 κατά τον Δημήτριο Ροδοκανάκη123. Ο καθηγητής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον Henry Ignatius Smith θεωρεί αβέβαιο το έτος γεννήσεώς του124. Σύμφωνα με τον Enrico Basso, καθηγητή Μεσαιωνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, πρέπει να γεννήθηκε το 1395-1396, γιατί σε Παπική Βούλα του 1431 αναφέρεται ότι τότε ο Λεονάρδος διήγε το 36ο έτος της ηλικίας του125. Είναι βέβαιο ότι ο Λεονάρδος γεννήθηκε από γονείς που ανήκαν στη Γενουατική κοινότητα της Χίου και υπήρξε Ρωμαιοκαθολικός από τη γέννησή του και όχι προσήλυτος. Το όνομα που του δόθηκε την ημέρα της δια ραντισμού βαπτίσεώς του ήταν Λουκάς126. Τα σχετικά με την οικογένειά του δεν είναι αρκετά σαφή, αλλά μάλλον συσκοτισμένα, είτε από την πάροδο του χρόνου είτε από επιθυμία του ίδιου του Λεονάρδου. Ο ίδιος συχνά έλεγε ότι καταγόταν από γονείς ταπεινής καταγωγής127, χωρίς όμως να αναφέρονται πουθενά τα ονόματά τους από εκείνον ή από άλλους128. Ο Δ. Ροδοκανάκης βασιζόμενος στη συνεχή και με κάθε τρόπο υποστήριξη του Λεονάρδου από τον Έξαρχο της Νέας Φώκαιας, Ερρίκο Λόγγο Ιουστινιάνη, και από τον γιο του, Πάρη, πιστεύει ότι αυτός ήταν νόθος γιος του Ερρίκου. Κι έτσι, κατά τον Ροδοκανάκη, εξηγείται γιατί ο Λεονάρδος χρησιμοποιούσε το επίθετο Ιουστινιάνης, καθώς και «η τοσούτον ταχεία προαγωγή αυτού εις ύψιστα της εκκλησίας αξιώματα»129 . Ο Κωνσταντίνος Σάθας διαφωνώντας γράφει ότι «προσέλαβε και το όνομα (των Ιουστινιάνη), είτε προς ευγνωμοσύνην είτε δια να θαυμαστώση το πενιχρόν της καταγωγής του»130.
Το 1407 σε ηλικία μόλις 12 ετών εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στη Μονή του ''Αγίου'' Δομινίκου στη Χίο, που ανήκε στο ομώνυμο Ρωμαιοκαθολικό μοναχικό Τάγμα. Κατά την τετραετή παραμονή του στη Μονή, αλλά και κατά τη μαθητεία του στην εκεί σχολή «διεκρίθη μεταξύ των συσπουδαστών του επί ευμαθεία, υπακοή και φρονήσει»131. Προς επιβράβευση των προαναφερθέντων ο ηγούμενος τον έστειλε στη βόρεια Ιταλία, στην περιοχή της Λομβαρδίας στη Μονή του Αγίου Πέτρου, για να λάβει ακόμα πιο φροντισμένη μόρφωση, που δεν μπορούσε να του προσφέρει η μοναχική κοινότητα μιας επαρχιακής Μονής. Παραμένοντας στην τάξη του δοκίμου μοναχού, ξεχώρισε και στο νέο του περιβάλλον. Περί την «θαυμαστή ευφραδεία και εκτάκτου αγχινοία»132. του Λουκά (Λεονάρδου) συμφωνούσαν όλοι και ιδιαιτέρως ο νέος ηγούμενός του, ο οποίος τον έστειλε στο ονομαστό Πανεπιστήμιο του Παταβίου για σπουδές133. Ο Σάθας αναφέρει ότι οι σπουδές του Λεονάρδου στο Πατάβιο (Πάδοβα) πραγματοποιήθηκαν με τη χρηματική ενίσχυση των Ιουστινιάνη, δηλαδή των Γενοβέζων - Μαονέζων της Χίου, χωρίς να γίνεται πιο συγκεκριμένος κατονομάζοντας πια πρόσωπα τον υποστήριξαν134. Εκεί σπούδασε βασικά θεολογία, αλλά και φιλοσοφία και ρητορική για πέντε έτη. Στη Μονή του Αγίου Πέτρου επανήλθε το 1426 «δαφνοστεφής θεολόγος, άριστος φιλόλογος και δεινός ρήτωρ»135 σύμφωνα με τους J. Quetif και J. Echard. Το έτος αυτό νιώθοντας ήδη αυτοπεποίθηση για τη θεολογική του κατάρτιση θα συντάξει και το πρώτο σύγγραμμά του. Πρόκειται για ένα ερμηνευτικό υπόμνημα στο 49ο κεφάλαιο της Γενέσεως136. Το έργο αυτό του Λεονάρδου σε αντίθεση με τα περισσότερα, των οποίων αγνοείται η τύχη, διασώθηκε, και το χειρόγραφό του βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού. Σύμφωνα με τον Ροδοκανάκη η κουρά του σε μοναχό έγινε το 1429, οπότε και του δόθηκε το όνομα Λεονάρδος σε αντικατάσταση του βαπτιστικού του Λουκάς137. Ενώ αντιθέτως, κατά τον Henry Ignatius Smith, το 1426 πρέπει να τοποθετηθεί η χειροτονία του Λεονάρδου σε ιερομόναχο, γεγονός που σημαίνει ότι ήδη είχε καρεί μοναχός138. Η χρονολογία 1429 πρέπει να είναι λανθασμένη, αφού το 1428 αναλαμβάνει «Γενικός βικάριος της αδελφότητος των Αποδημητών αδελφών», αξίωμα που προϋποθέτει ότι ήδη ήταν μοναχός.
Πολλοί από τους Δομινικανούς μοναχούς ολοένα και συχνότερα άρχισαν να τον προσφωνούν: Λεονάρδος ο Χίος (Leonardus Chiensis). Την προσωνυμία αυτή την αποδεχόταν και ο ίδιος και τη χρησιμοποιούσε για να αυτοπροσδιορίζεται139. Παρόλα αυτά, όπως αναλυτικά παρουσιάσαμε παραπάνω σε όσα γράψαμε περί της επιστολής του προς τον Πάπα το 1453, ο ίδιος ποτέ του δεν αισθάνθηκε Έλληνας, συνεπώς χρησιμοποιούσε τον όρο Χίος μόνο για να προσδιορίζει γεωγραφικά τον τόπο γεννήσεώς του. Σε όλα τα γραπτά του κείμενα είναι φανερό ότι είναι περήφανος ως Γενουάτης.
Το 1426 αποδέχθηκε πρόσκληση από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας (Παταβίου) και δίδαξε ως λέκτορας θεολογίας σ' αυτό κατά το διάστημα 1426-1428. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι στο σύντομο αυτό διάστημα της ακαδημαϊκής διδασκαλίας του ένα ακόμα πιο φημισμένο Πανεπιστήμιο, αυτό της Γένοβας, θέλησε να τον εντάξει στο διδακτικό του προσωπικό και εκείνος ανταποκρίθηκε θετικά. Στη Γένοβα διακρίθηκε και για την κηρυκτική του δεινότητα ως ιεροκήρυκας σε πολλούς ναούς της φημισμένης αυτής Ιταλικής πόλης140 .
Το 1428 λαμβάνει την πρώτη από τις πολλές διακρίσεις που του απένειμε η Ρωμαιοκαθολική "Εκκλησία". Ορίζεται από τους υπευθύνους του Τάγματός του «Γενικός βικάριος της αδελφότητος των Αποδημητών αδελφών» στην Ανατολή. Με την ιδιότητά του αυτή επέστρεψε για λίγο στη γενέτειρά του, την οποία είχε να δει, όπως και κάθε συγγενή και γνωστό του, από την εποχή που ήταν δεκαεξάχρονο παιδί. Τη θέση του Γενικού Βικάριου στην Ανατολή κράτησε για δύο έτη (1428-1430). Άσκησε τα καθήκοντά του με αρκετή σκληρότητα, αντικαθιστώντας αρκετούς ηγουμένους των Μονών του Τάγματος του Δομινίκου ως ελλιπείς στα καθήκοντά τους. Έτσι σύντομα απέκτησε πολλές αντιπάθειες, που ευνόησαν την προσπάθεια του Ανδρέα Χρυσοβέργη να διεκδικήσει με επιτυχία το αξίωμα του Γενικού Βικάριου, μία θέση που κατείχε έως το 1428. Ο Ιταλός καθηγητής Enrico Basso εντοπίζει σ' αυτή την περίοδο της ζωής του Λεονάρδου την τελική διαμόρφωση ενός χαρακτήρα σκληρού και ασυμβίβαστου, που επεκτείνεται ως νοοτροπία και στα δογματικά θέματα141. Όμως οι επαφές που είχε δημιουργήσει ο Χιογενοβέζος Δομινικανός μοναχός με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στο Βατικανό, τον βοήθησαν να μην περιπέσει σε δυσμένεια, αλλά αμέσως να αναλάβει μία εξίσου σημαντική θέση.
Στις 29 Οκτωβρίου 1431ο Πάπας Ευγένιος Δ΄ με Παπική Βούλα όριζε τον Λεονάρδο Λόγγο Ιουστινιάνη «Αρχιεξεταστή πάσης Ανατολής» (Ιnquisitore della Congregazione dei fratres peregrinantes in Oriente). Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του επικεφαλής της Ιεράς Εξετάσεως στον χώρο της Ανατολής έπρεπε να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, η οποία θα ήταν η έδρα του και απ' όπου θα επόπτευε τον γενικότερο χώρο της δικαιοδοσίας του. Σύμφωνα με τον Enrico Basso δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για τη θητεία του Λεονάρδου ως Ιεροεξεταστή, «αλλά αναμφίβολα θα έφερε σε πέρας το έργο του με μεγάλη επιδεξιότητα κερδίζοντας την εμπιστοσύνη όχι μόνο του Πάπα, αλλά και των τοπικών (Δυτικών) αρχόντων»142. Εμείς να προσθέσουμε ότι ένδειξη αυτής της Παπικής ευαρέσκειας ήταν το γεγονός ότι η θητεία του στο αξίωμα του Ιεροεξεταστή διήρκεσε δώδεκα έτη (1431-1443).
Το 1434 ασθένησε, δεν γνωρίζουμε από τι, και κατέφυγε στον τόπο γεννήσεώς του, τη Χίο, για ανάρρωση. Κατά την παραμονή του εκεί συνέβη η προαναφερθείσα προσπάθειά του να συμφιλιώσει τους δύο Γενουάτες άρχοντες, τον Βαρθολομαίο με τον Ερρίκο και η προσβλητική προς αυτόν συμπεριφορά του Ιωάννη Ιουστινιάνη. Στη Χίο φαίνεται να παρέμεινε από το 1434 έως το 1437. Άραγε ήταν τόσο μακρά η ανάρρωση του; Πιθανότερο είναι να εικάσουμε ότι είχε αναλάβει παράλληλα και τη διαχείριση κάποιας σημαντικής υποθέσεως στο Γραφείο της Ιεράς Εξετάσεως στη Χίο.
Τέλη του 1437 ή αρχές του 1438 ο Λεονάρδος ήταν ακόμα στη Χίο, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Πάπας Ευγένιος Δ΄ επιθυμούσε τη συμμετοχή του στη Σύνοδο της Φερράρας, προκειμένου να πειθαναγκασθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία να ενωθεί - υποταχθεί στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Η θεολογική του κατάρτιση και η πλήρης υπακοή του στον Παπικό θεσμό αποτελούσαν τα προσόντα για την επιλογή του. Με πλοίο έφθασε στον Ιταλικό βορρά και από εκεί στη Φλωρεντία, όπου αφίχθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1438 λίγο πριν τον ερχομό της ελληνικής αποστολής, η οποία θα συμμετείχε στην κατ' ευφημισμό αυτή Σύνοδο. Σύμφωνα με τον Ροδοκανάκη ο Λεονάρδος: «διακριθείς εν ταις συνεδριάσεσι της συνόδου δια τους αγώνας, ους κατέβαλε ίνα κατευνάζη και συμβιβάζη τας καθ' εκάστην μεταξύ των Βυζαντίνων και Ιταλών ιεραρχών αναφυομένας διαφοράς και πάθη»143.
Η «μιαρά» Σύνοδος της Φερράρας και της Φλωρεντίας - όπως την αποκάλεσε η Ορθόδοξη Σύνοδος των Ιεροσολύμων του 1443 - τερματίσθηκε το 1439 με την έκδοση του Ενωτικού Όρου. Όπως παρατηρεί ο π. Θεόδωρος Ζήσης: «Ο ενωτικός όρος της συνόδου της Φερράρας - Φλωρεντίας αποτελεί χαρακτηριστικήν περίπτωσιν εκκλησιαστικής πράξεως στερουμένης πνευματικών κινήτρων, ως υπαγορευθείς μόνον από την ανάγκην εξυπηρετήσεως πολιτικών στόχων»144.
Ο Λεονάρδος ύστερα από τη Φλωρεντία έφυγε για το Λιβόρνο και μετά παρέμεινε στη Γένοβα για τρία περίπου έτη. Δεν γνωρίζουμε γιατί διέμεινε σ' αυτή την πόλη για όλο αυτό το διάστημα. Ίσως δίδασκε ή του ανατέθηκε από το Βατικανό κάποια άλλη διοικητική θέση, αν και τυπικά εξακολουθούσε να παραμένει «Αρχιεξεταστής πάσης Ανατολής». Κατά την παραμονή του εκεί συνέγραψε πολλές θεολογικές πραγματείες. Από αυτές σώζεται μόνο η «προς Εβραίους διδαχή», στην οποία ασχολείται με την τεκμηρίωση δια μέσου των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης ότι ο Ιησούς ήταν ο πραγματικός Μεσσίας. Οι υπόλοιπες πραγματείες του μέχρι σήμερα φέρονται ως απολεσθείσες και είναι άγνωστο αν παραμένουν ξεχασμένες και ανεντόπιστες σε κάποια βιβλιοθήκη περιμένοντας έναν ερευνητή που θα τις ελκύσει και πάλι στο φως. Ο Henry Ignatius Smith πιστεύει ότι υπάρχουν πολλές επιστολές του "χαμένες" μέσα στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού145. Το 1442 ο Λεονάρδος άφησε τη Γένοβα και δια μέσου της Χίου επέστρεψε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη.
Κατά το διάστημα της παραμονής του στη Χίο ή κατά άλλη εκδοχή στην Ιταλία ο Λεονάρδος υπήρξε πνευματικός της Μαρίας Ιουστινιάνη, κόρης του Πάριδος Λόγγου και εγγονής του Ερρίκου. Η Μαρία και ο πατέρας της, τα δύο αυτά ισχυρά πρόσωπα, τα οποία διέθεταν επαφές με το Παπικό περιβάλλον, μόλις χήρευσε ο αρχιεπισκοπικός θρόνος της Μυτιλήνης άσκησαν όλη τους την επιρροή, προκειμένου να επιλεγεί γι' αυτή τη θέση ο Λεονάρδος και το επέτυχαν. Σ' αυτό βοήθησε και η μεσολάβηση του πρώην Νικαίας και τότε καρδινάλιου Βησσαρίωνα - ο οποίος είχε γνωρίσει τον Λεονάρδο στη Σύνοδο της Φερράρας και της Φλωρεντίας - αλλά και οι πιέσεις του ηγεμόνα της Λέσβου Δορίνου Α΄. Συνοδευόμενος από τη Μαρία Ιουστινιάνη ο Λεονάρδος μετέβη στη Ρώμη, όπου την 1η Ιουλίου 1444 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης146.
Ο Λεονάρδος ανέλαβε αμέσως τα αρχιερατικά του καθήκοντα πηγαίνοντας στη Λέσβο στα μέσα Σεπτεμβρίου. Καθώς όμως το εκεί Ρωμαιοκαθολικό ποίμνιο ήταν ολιγάριθμο δεν είχε ιδιαίτερο φόρτο εργασίας, ιδίως αν συγκριθεί με αυτόν των παρελθόντων ετών. Αφοσιώθηκε λοιπόν και πάλι στη σύνταξη νέων συγγραμμάτων και στη μελέτη βιβλίων. Το 1445-1446 έγραψε την πραγματεία «De statu hominis» (Περί της δημιουργίας του ανθρώπου), την οποία και αφιέρωσε στον Πάπα Ευγένιο Δ΄ ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την ανάδειξή του σε αρχιερέα. Το 1446 συνέγραψε και το «De vera nobilitate contra Poggium tractatus apologeticus» (Περί της αληθούς ευγενείας και εναντίον του Πότζιο απολογητική πραγματεία). Αυτό αποτελούσε μία απολογητική πραγματεία σε διαλογική μορφή όπου προσπαθούσε να αναιρέσει τις απόψεις του Ιταλού λόγιου, πρωτοπόρου του ιταλικού ουμανισμού, Πότζιο Μπρατσιολίνη ( Poggio Bracciolini 1380 - 1459), όπως αυτές είχαν διατυπωθεί στο έργο του «De nobilitate». Αν και αποτραβηγμένος στο Αιγαιοπελαγίτικο νησί της Λέσβου, όπως παρατηρεί ο Enrico Basso, ο Λεονάρδος δεν έπαυε να ενημερώνεται για το φιλοσοφικό ρεύμα του Ουμανισμού που εκδηλωνόταν εκείνη την εποχή στον Ευρωπαϊκό χώρο147.
Σύμφωνα με τον Ι. Μουτζούρη, το 1446 ο Πάπας, που τον περιέβαλε ολοένα και με περισσότερη εμπιστοσύνη, ανέθεσε σε αυτόν και τον καρδινάλιο Ισίδωρο να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη148. Αποστολή τους θα ήταν να πείσουν τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο να εφαρμοσθεί στην πράξη η Ένωση, έστω κι αν χρειαζόταν να ασκηθεί βία στους ανθενωτικούς, καθώς οι έντονες αντιδράσεις των Ορθοδόξων την έκαναν να υφίσταται μόνο στα χαρτιά. Η προσπάθειά τους, όπως φαίνεται από τις μετέπειτα εξελίξεις, δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα για τη Ρώμη.
Ο Λεονάρδος διατηρούσε άριστες σχέσεις με την οικογένεια των Καττελούζων της Λέσβου. Έτσι ο Δορίνος Α΄ Καττελούζος, ο ηγεμόνας της Λέσβου, έστειλε τον Ρωμαιοκαθολικό αρχιεπίσκοπο της Μυτιλήνης, Λεονάρδο Ιουστινιάνη, στη Ρώμη το 1449, προκειμένου να ζητήσει από τον Πάπα Νικόλαο Ε΄ να δοθεί άδεια γάμου κατ' οικονομίαν για τον μεγαλύτερο υιό του Δομίνικο. Ο πατέρας του, Δορίνος, επιθυμούσε να τον νυμφεύσει με τη θυγατέρα του αδελφού του, Παλαμήδη. Δηλαδή η νύφη ήταν πρώτη εξαδέλφη του υποψήφιου γαμπρού. Για να γίνει αυτός ο γάμος χρειαζόταν η Παπική έγκριση, προκειμένου να παρακαμφθεί το κανονικό κώλυμα λόγω συγγενείας και μάλιστα εξ αίματος. Με την αρνητική παρέμβαση του Δόγη της Γένουας Λουδιβίκου de Campofregoso, ο οποίος ήταν γαμπρός του Παλαμήδη, ο Πάπας απέρριψε το αίτημα. Αργότερα ο Λεονάρδος βρήκε την ευκαιρία να μεσολαβήσει και να επιτύχει η πνευματική του θυγατέρα, Μαρία Ιουστινιάνη, να παντρευτεί τον Δομίνικο.
Τον Οκτώβριο του 1452 ο Λεονάρδος βρισκόταν στην έδρα της αρχιεπισκοπής του στη Μυτιλήνη. Τα τρία τελευταία έτη - μετά την επιστροφή του από τη Γένοβα στα τέλη του 1449 - είχε παραμείνει στο νησί της Λέσβου. Όπως αναλυτικά παραθέσαμε παραπάνω, συνόδευσε τον Καρδινάλιο Ισίδωρο στην Κωνσταντινούπολη για μια ακόμα φορά, προσπαθώντας να επιβάλουν την υποταγή της Ορθοδοξίας. Ακολούθησε η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, η συμμετοχή του στην άμυνά της και η αιχμαλωσία του.
Ο βίος του Λεονάρδου του Χίου από τη διαφυγή του
από την Κωνσταντινούπολη έως τον θάνατό του (1453 – 1459 ή 1482)
Μετά τη διαφυγή του από την Κωνσταντινούπολη έφθασε στη Χίο και σύντομα ταξίδεψε προς τη Λέσβο. Όμως σχεδόν αμέσως ξαναεπέστρεψε στη Χίο συνοδεύοντας τον Λατίνο ηγεμόνα Δορίνο Γαττελούζο. Αυτός ήταν επί έτη σοβαρά ασθενής και - προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η υγεία του - οι ιατροί τον συμβούλευσαν να περάσει τους θερινούς μήνες στη Χίο, πιστεύοντας ότι το κλίμα της είναι υγιεινότερο. Στη Χίο παρέμεινε παραστέκοντας τον ασθενή ηγεμόνα έως το τέλος του φθινοπώρου του 1453, οπότε και οι δύο επέστρεψαν στη Μυτιλήνη. Ο Δορίνος πέθανε στις 30 Ιουνίου του 1455 στη Μύθημνα. Στη Λατινική Μητρόπολη της Μυτιλήνης μέσα στο κάστρο σε λίγες ημέρες ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος έστεψε τους νέους ηγεμόνες του νησιού: τον Δομίνικο, πρωτότοκο γιο του Δορίνου και τη σύζυγό του Μαρία Ιουστινιάνη.
Το 1455 συνέγραψε την πραγματεία «De emanatione recte Fidei», στην οποία καταφέρεται με σφοδρότητα εναντίον του νέου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γενναδίου Σχολαρίου. Ο Γεννάδιος υπήρξε ο ηγέτης των ανθενωτικών και χάρη και στις δικές του προσπάθειες απέτυχε η αποστολή της Παπικής αντιπροσωπίας Ισιδώρου - Λεονάρδου, όπως αναλυτικά εκθέσαμε παραπάνω. Ο Λεονάρδος δεν τα λησμόνησε ποτέ όλα αυτά και τώρα μέσα από το κείμενό του αυτό επιτίθεται με ολοφάνερη εμπάθεια εναντίον του Γενναδίου, τον οποίο αποκαλεί «intruso», δηλαδή εισβολέα και παράνομα κατέχοντα τον Πατριαρχικό θρόνο149. Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι ο φίλος και συνεργάτης του Λεονάρδου, Ισίδωρος, μέχρι τότε «Cardinalis Sabinencis», μετά την επιστροφή του στη Ρώμη το 1453 τιμήθηκε από τον Πάπα με την απόδοση σε αυτόν του τίτλου του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως!
Όταν κοιμήθηκε στις 28 Μαΐου 1456 ο Έλληνας αρχιεπίσκοπος Μηθύμνης, ο Πάπας Κάλλιστος Γ’ θεώρησε ευκαιρία να παραχωρήσει τη διοίκηση της περιοχής αυτής στον Λεονάρδο. Το 1458 ο Νικόλαος Καττελούζος, ανατρέπει από την ηγεμονία τον αδελφό του Δομένικο με την κατηγορία ότι σχεδιάζει την παράδοση του νησιού στους Τούρκους και αρχικά τον φυλακίζει, αλλά σε λίγο διατάζει τη δολοφονία του πνίγοντάς τον με τη χορδή ενός τόξου. Στα τέλη του 1458 ο Λεονάρδος στέλνεται από τον τρομοκρατημένο Νικόλαο Καττελούζο στην Ευρώπη, για να ζητήσει βοήθεια, προκειμένου να σωθεί η Λέσβος από τον Τουρκικό κίνδυνο. Επιλέχθηκε ο Λεονάρδος, λόγω του κύρους του και των υψηλών γνωριμιών που διέθετε στην Ευρώπη, προκειμένου να κινητοποιήσει τους βασιλείς της Δύσεως να βοηθήσουν τη Λέσβο. Παρά τα 63 του χρόνια ανέλαβε την αποστολή του πρεσβευτή ταξιδεύοντας αρχικά στη Γένοβα, όπου είναι διαπιστωμένο ότι βρισκόταν τον Φεβρουάριο - Μάρτιο του 1459 και ίσως χωρίς να είναι βέβαιο στη Γαλλία και τη Βουργουνδία150. Σύμφωνα με τον Enrico Basso, και τον Michael McCormick, ο Λεονάρδος πέθανε στην Ιταλία το 1459. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Μουτζούρη, ο Λεονάρδος βρισκόταν ακόμη στη Γένουα τον Φεβρουάριο – Μάρτιο του 1459, οπότε και πέθανε. Κατά τον Basso και τον Μουτζούρη, στις 3 Δεκεμβρίου του 1459 ο Πάπας Πίος Β΄ χειροτόνησε διάδοχό τού αποθανόντος Λεονάρδου τον Βενεδικτίνο μοναχό Βενέδικτο, ως αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης151 .
Κατά μία άλλη εκδοχή - που υποστηρίζουν ο Karl Hopf, ο Δ. Ροδοκανάκης και ο Στήβεν Ράνσιμαν - ο Λεονάρδος επέστρεψε στη Μυτιλήνη το 1459 απογοητευμένος, καθώς είχε αποτύχει στην αποστολή του, και παρέμεινε εν ζωή έως το 1481 ή 1482. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1462 οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Λέσβο. Μεταξύ αυτών που συνέλαβαν και μετέφεραν σιδηροδέσμιους στις φυλακές της Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο ηγεμόνας Νικόλαος, ο αδελφός του Λουκίνος και ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος. Τρομοκρατημένοι από την απειλή εκτελέσεώς τους ο Νικόλαος και ο Λουκίνος ασπάσθηκαν το Ισλάμ, προκειμένου να σώσουν τη ζωή τους. Κατά την προσφιλή όμως συνήθεια του σουλτάνου Μωάμεθ του Πορθητή να μην κρατάει τον λόγο του, σε λίγες ημέρες διέταξε να στραγγαλισθούν.
Ο Λεονάρδος, βαθιά θλιμμένος για όλες αυτές τις εξελίξεις, έβλεπε από το παράθυρο του κελιού της φυλακής του την Κωνσταντινούπολη, στην οποία είχε επανέλθει κάτω από τόσο τραγικές συνθήκες, τις οποίες ούτε ο πιο ευφάνταστος ανθρώπινος νους δεν θα μπορούσε να είχε καταστρώσει. Όπως είχε πράξει και μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, έτσι και τώρα συνέγραψε επιστολή προς τον τότε Παπά Πίο Β΄. Η επιστολή αυτή - γνωστή ως «De Lesbo a Turcis capta epistola Pio papae II missa» - περιγράφει τα γεγονότα που οδήγησαν στο να κυριευθεί η Λέσβος από τους Οθωμανούς, την τουρκική απόβαση και πολιορκία της Μυτιλήνης, καθώς και τα όσα ακολούθησαν μετά την κατάληψη. Επίσης σ' αυτήν εκλιπαρεί τον Ρωμαίο Ποντίφικα να τον απελευθερώσει, αλλά και επαναλαμβάνει τα περί Σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων, που είχε γράψει και στην επιστολή του προς τον προκάτοχό του, Πάπα Νικόλαο, το 1453. Η επιστολή αυτή παρέμεινε λησμονημένη επί τέσσερις αιώνες στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Παβίας, στη Λομβαρδία της Ιταλίας, οπότε την ανακάλυψε ο Κάρολος Χόπφ και την εξέδωσε εντύπως το 1866. Για την πατρότητα της επιστολής υπάρχουν αντιρρήσεις, καθώς στο χειρόγραφό της δεν υπάρχει το όνομα του συγγράψαντος. Σύμφωνα με την άποψη που αμφισβητεί την επιστολή ως έργο του Λεονάρδου του Χίου, γι' αυτή τη σύγχυση ευθύνεται ο συγγραφέας του πρώτου καταλόγου χειρογράφων της Πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης, ο οποίος την κατέγραψε ως έργο του αρχιεπισκόπου Μυτιλήνης Λεονάρδου αντί του ορθού, δηλαδή του αρχιεπισκόπου Μυτιλήνης Βενεδίκτου152.
Και ενώ ο Λεονάρδος εγκλωβισμένος μέσα στο κελί του ανέμενε την εκτέλεσή του ή το λιγότερο πιθανό μία πολυετή φυλάκιση, ήλθε η σωτήρια παρέμβαση. Ο άρχοντας της Φλωρεντίας, Κόσμος Α΄ ο Μέδικος, όταν πληροφορήθηκε από τον πρεσβευτή του στην Κωνσταντινούπολη τα συμβάντα, ζήτησε την απελευθέρωση του Λεονάρδου και το κατόρθωσε. Η Υψηλή Πύλη δεν μπορούσε να αρνηθεί αυτή την εκδούλευση στον άνθρωπο που τους πρόδιδε τις πολεμικές προετοιμασίες των Ευρωπαίων ηγεμόνων κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Λεονάρδος μετά την αποφυλάκισή του, καθώς δεν μπορούσε να επανέλθει στην αρχιεπισκοπή του στη Λέσβο, επέλεξε να καταφύγει στη Γενουατοκρατούμενη Χίο στο γνώριμο μοναστήρι του "Αγίου" Δομινίκου. Εκεί πέρασε τα υπόλοιπα 19 έτη του βίου του «ασχολούμενος εις μελέτες εμβριθέστατας»153 και διδάσκοντας φιλοσοφία και θεολογία τους Ρωμαιοκαθολικούς μοναχούς του νησιού. Πέθανε το 1482 και τάφηκε στο ναΐσκο του "Αγίου" Δομινίκου στην ομώνυμη μονή μέσα σε πορφυρή μαρμάρινη λάρνακα. Στον ίδιο δηλαδή ναό που είχε ταφεί και ο «αντιπαθής» του Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης. Σύμφωνα με τον Ροδοκανάκη τον διαδέχθηκε στις 19 Αυγούστου του 1482 ως τιτουλάριος αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης ο Άγγελος de Barbianis, μοναχός του Τάγματος των Μινοριτών154.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
81. Το κείμενο της επιστολής υπάρχει στην Ελληνική Πατρολογία του Migne με την εξής επιγραφή : «Leonardi Chiensis Historia Constantinopolitanae urbis a Mahumete IIcapta, per modum epistolae. Die August, anno 1453, ad Nicolaum Rom. Pont.».
82. Και ο Καρδινάλιος Ισίδωρος ως επικεφαλής της Παπικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη έγραψε την δική του επιστολή τον Ιούλιο του 1453 από τον Χάνδακα της Κρήτης, όπου προσωρινά βρισκόταν κατά την διάρκεια της επιστροφής του στη Ρώμη.
83. Loenertz Raymond-Joseph, Λεονάρδος,Θ.Η.Ε., Αθήναι 1966,τ.8, σελ.224.
84. Η ημερομηνία 16 Αυγούστου 1453 θεωρεί ο Μάριος Φιλιππίδης ότι πιθανόν είναι η ημέρα που ο Λεονάρδος ολοκλήρωσε την επιστολή του. Marios Philippides,The fall of Constantinople, Bishop Leonard and the Greek accounts, p.288.
85. PG 32,892.
86. Σάθας Κωνσταντίνος, Γεώργιος ο Σχολάριος, Χρυσαλλίς (15 Οκτωβρίου 1865), τ. Γ΄, φυλ/ιο 67, σελ.580.
87. « Non ergo unio facta , sed unio ficta ad fatale urbem trahebat excidium, quo divinum iram maturatam…»
88. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 267.
89. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 268.
90. Nicol Donald, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου - 1261 - 1453, (Μεταφρ. Στ. Κομνηνός), Αθήνα 1999, σελ.612.
91. Vasiliev A., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, (Μτφρ. Δ. Σαβράμη), Αθήνα 1954, σελ.810.
92. Σάθα Κωνσταντίνου, Νεοελληνική φιλολογία, Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, Αθήναι 1866, σελ. 100.
93. Ο Βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν χαρακτηρίζει την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Δυτικούς το 1204 ως το μεγαλύτερο έγκλημα της ιστορίας. Η Δ΄ Σταυροφορία έγινε και με τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄, ο οποίος προσδοκούσε ως όφελος την παράδοση σ’ αυτόν της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
94. Παπαδοπούλου Ιωάννου, Η περί της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως ιστορία Λεονάρδου του Χίου, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τ. ΙΕ΄, Αθήναι 1939, σελ. 85.
95. PG 159,934Β.
96. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 123.
97. Michael McCormick, Leonard of Chios, Oxford Dictionary of Byzantium, vol. II, Επιμ. A. Kazhdan, New York-Oxford, 1991. Μικρό δείγμα της μεροληψίας του Λεονάρδου βρίσκεται και στη δημηγορία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου προς τους πολεμιστές την παραμονή της Αλώσεως. Ο Σφραντζής στο έργο του, προτάσσει τους λόγους του Κωνσταντίνου προς τους Βενετούς και ακολουθεί η ομιλία του προς τους Γενουάτες, αντίθετα ο Λεονάρδος καταγράφει ότι ομίλησε πρώτα στους Γενουάτες και μετά στους Βενετούς.
98. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 205 και PG 159,932 - 935
99. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Βυζαντινός λόγιος και θεολόγος Νικηφόρος Γρηγοράς (1295 - 1360) οι Βυζαντινοί εισέπρατταν από φόρους από το λιμάνι της Κωνσταντινουπόλεως 30.000 υπέρπυρα το έτος, ενώ Γενουάτες και Βενετοί 200.000 υπέρπυρα από τους λιμενικούς χώρους που τους είχαν παραχωρηθεί.
100. PG 159, 934Β
101. Ζώρα Γεωργίου, Ευχαριστήριον, Τιμητικός Τόμος Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, Αθήναι 1958, σελ. 102-117
102. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 358.
103. Παπαρρηγοπούλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι 1932, τ. Ε΄, σελ 416.
104. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ. 414.
105. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 94.
106. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 95.
107. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 95.
108. PG 159,941Α, «At ille salutis, gloriae suique oblitus, uti altam quidem primo magnanimitatem, ita posthac pusillanimitatem ostendit. Debuit enim, si poterat, vulneris dolorem sufferer, non recedere, si vir erat, a se ipso, vel saltem alium, qui stetisset loco sui, subrogare».
109. Παπαρρηγοπούλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι 1932, τ. Ε΄. Τα ίδια με τον Λεονάρδο μαρτυρεί και ο Ζορζής Δολφίνος και ο Γ. Σφραντζής.
110. Βαρβερινός Κώδικας, βλπ. Λ. Τσακτσίρα, Ζ. Ορφανουδάκη, Μ. Θεοχάρη, «Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή», σελ. 337 – 338.
111. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ. 557.
112. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 95.
113. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ. 557.
114. PG 159,934CD
115. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, Τεύκρος ονομαζόταν ένας από τους βασιλείς της Τροίας. Ήταν γιος του ποτάμιου θεού Σκαμάνδρου και της νύμφης Ισαίας. Από τον Τεύκρο ονόμαζαν τους Τρώες και Τεύκρους.
116. PG 159,939 C
117. Για την επίδραση των Ομηρικών επών στη Δύση και στο Βυζάντιο βλέπε: Στείρη Γεωργίου, Ο Όμηρος στο Δυτικό Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, στον τόμο : Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη, Αθήνα 2019, σελ.85 - 91 και Σεβ. Μητροπολίτου Χίου κ. Μάρκου, Η επιβίωση του Ομηρικού στίχου κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, Φιλολογικά, Χίος 2014, σελ. 71 - 84.
118. Σλουμβερζέ Γουσταύου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (Μτφρ. Σπυρίδωνος Λάμπρου), Αθήναι 1914, σελ.293, 307-308, και Ρ G 159, 938.
119. P.G.160, 263 – 264
120. Βασιλοπούλου Χαραλάμπου Αρχιμανδρίτου, Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 2001 (έκδ. 11η), σελ. 57 – 58.
121. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Ευτρόπιον Β΄, ΕΠΕ 33,111.
122. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του γνωστού Μακεδονομάχου Κώττα, που λίγο πριν τον κρεμάσουν οι Τούρκοι, φώναξε στα βουλγαρικά, επειδή δεν ήξερε ελληνικά, «Ζήτω η Ελλάς».
123. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 92.
124. Smith Henry Ignatius, Leonard of Chios, Catholic Encyclopedia, Volume 9, 1913.
125. Basso Enrico, Leonardo da Chio, Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 64 (2005).
126. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 93.
127. Smith Henry Ignatius, Leonard of Chios, Catholic Encyclopedia, Volume 9, 1913.
128. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 88.
129. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 89 υποσ.3 και σελ.90.
130. Σάθα Κωνσταντίνου, Νεοελληνική φιλολογία, Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, Αθήναι 1866, σελ. 100.
131. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 92.
132. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 93.
133. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 93 και Σάθα Κωνσταντίνου, Νεοελληνική φιλολογία, Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, Αθήναι 1866, σελ. 100 και Smith Henry Ignatius, Leonard of Chios, Catholic Encyclopedia, Volume 9, 1913. Ο Enrico Basso αναφέρει ότι υπάρχει αυτή η παράδοση για σπουδές του Λεονάρδου στο Πατάβιο, αλλά δεν έχει επιβεβαιωθεί με ιστορικά τεκμήρια.
134. Σάθα Κωνσταντίνου, Νεοελληνική φιλολογία, Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, Αθήναι 1866, σελ. 100.
135. J. Quetif - J. Echard, Scriptores ordinis predicatorum, τ.Α΄, σελ.816 και Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 93.
136. Basso Enrico, Leonardo da Chio, Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 64 (2005).
137. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 93.
138. Smith Henry Ignatius, Leonard of Chios, Catholic Encyclopedia, Volume 9, 1913.
139. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 93.
140. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 93.
141. Basso Enrico, Leonardo da Chio, Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 64 (2005).
142. Basso Enrico, Leonardo da Chio, Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 64 (2005).
143. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 96.
144. Ζήση Θεοδώρου π., Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος , Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 151.
145. Smith Henry Ignatius, Leonard of Chios, Catholic Encyclopedia, Volume 9, 1913.
146. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 99 και Loenertz Raymond-Joseph, Λεονάρδος,Θ.Η.Ε., Αθήναι 1966,τ.8, στ. 224.
147. Basso Enrico, Leonardo da Chio, Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 64 (2005).
148. Μουτζούρη Ιωάννου, Επισκοπικός ιστορικός κατάλογος Μυτιλήνης, Κληρονομία 25 (1993), σελ. 179-239.
149. Basso Enrico, Leonardo da Chio, Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 64 (2005).
150. Basso Enrico, Leonardo da Chio, Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 64 (2005).
151. Basso Enrico, Leonardo da Chio, Dizionario Biografico degli Italiani - Volume 64 (2005) και Μουτζούρη Ιωάννου, Επισκοπικός ιστορικός κατάλογος Μυτιλήνης, Κληρονομία 25 (1993), σελ. 179-239
152. Μουτζούρη Ιωάννου, Επισκοπικός ιστορικός κατάλογος Μυτιλήνης, Κληρονομία 25 (1993), σελ. 179-239
153. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 118.
154. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι - Χίος, Σύρος 1900, σελ. 118.
Βασίλειος Γ. Βοξάκης,Θεολόγος καθηγητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου