Ιερομονάχου Ευθυμίου Τρικαμηνά
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐξηγεῖ καί αὐτός θαυμάσια τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας καί Ἀκριβείας. Μάλιστα, ἀκολουθώντας πιστά τήν ὀρθόδοξο μέθοδο ἑρμηνείας, φέρνει σέ συμφωνία τίς Γραφές, τίς Συνόδους καί τούς Πατέρες, ἐκεῖ ὅπου φαινομενικά δείχνουν ὅτι διαφωνοῦν. Ἀναφερόμενος, λοιπόν, στό θέμα τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καί παρουσιάζοντας ἄλλους Πατέρες καί Συνόδους νά τό ἀπορρίπτουν τελείως, καί ἄλλους νά δέχωνται τό βάπτισμα κάποιων αἱρετικῶν, ἀναφέρει τά ἑξῆς στήν ὑποσημείωσι τοῦ 46ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος:
«Διὰ νὰ
γένῃ εὔληπτος ἡ λύσις τῆς ἀπορίας ταύτης, εἶναι χρεία νὰ προηξεύρῃ τινάς, ὅτι
δύω εἴδη κυβερνήσεως, καὶ διορθώσεως, φυλλάττονται εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν.
Τὸ ἓν εἶδος ὀνομάζεται Ἀκρίβεια, τὸ δὲ ἄλλο, ὀνομάζεται Οἰκονομία καὶ
Συγκατάβασις, μὲ τὰ ὁποῖα κυβερνοῦσι τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν οἱ τοῦ Πνεύματος οἰκονόμοι,
πότε μὲν μὲ τὸ ἕνα, πότε δὲ μὲ τὸ ἄλλο. Λοιπὸν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι εἰς τοὺς
προρρηθέντας Κανόνας των, καὶ οἱ μνημονευθέντες ἅπαντες ἅγιοι, ἐμεταχειρίσθησαν
τὴν Ἀκρίβειαν, καὶ διὰ τοῦτο ἀποβάλλουσι μὲ τελειότητα τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν·
αἱ δὲ δύω Οἰκουμενικαὶ σύνοδοι ἐμετεχερειρίσθησαν τὴν Οἰκονομίαν, καὶ τῶν μὲν Ἀρειανῶν
καὶ Μακεδονιανῶν τὸ βάπτισμα ἐδέχθησαν, καὶ ἄλλων· τῶν δὲ Εὐνομιανῶν καὶ ἄλλων ἀκόμη,
δὲν ἐδέχθησαν».
Καί
ἐν συνεχείᾳ ἐξηγεῖ τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ἔγινε αὐτή ἡ Οἰκονομία ἀπό τίς
δύο αὐτές Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ σκέψις τοῦ Ἁγίου εἶναι ὅτι οὔτε μία Οἰκουμενική
Σύνοδος ἔχει δικαίωμα νά ἀθετῆ ἀποφάσεις ἄλλων Συνόδων, ἄν δέν ὑπάρχη σοβαρός
λόγος γιά τόν ὁποῖον γίνεται ἡ Οἰκονομία. Ἀναφέρει κατωτέρω συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Διότι
ἂν ὁ λόγος οὗτος τῆς Οἰκονομίας δὲν ἦτο, πῶς ἡ ϛ΄. σύνοδος δὲν ἤθελεν ἐναντιώνεται
καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν της, καὶ εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν β΄. σύνοδον, δεχομένη μὲν
αὐτὴ τὸ βάπτισμα τινῶν αἱρετικῶν, ἐπισφραγίζουσα δὲ τοὺς Κανόνας τοῦ Μ.
Βασιλείου, ὁ ὁποῖος εἰς τὸν α΄. καὶ μζ΄. Κανόνα παντελῶς ἀθετεῖ τὸ τῶν αἱρετικῶν
βάπτισμα; Τάχα δὲν ἀνεγίνωσκεν αὐτὴ τοὺς κανόνας τοῦ Βασιλείου; ἢ διὰ τί νὰ μὴ
κάμῃ ἐξαίρεσιν, νὰ εἰπῇ ὅτι ἐπισφραγίζει μὲν ὅλους τοὺς ἄλλους Κανόνας του, ἔξω
μόνο ἀπὸ τὸν α΄. καὶ μζ΄.; Φανερὸν εἶναι λοιπόν, ὅτι ἀφῆκε νὰ νοοῦμεν ἡμεῖς,
πῶς ὁ μὲν μέγας Βασίλειος μεταχειρίζεται τὴν Ἀκρίβειαν, αὐτὴ δέ, καὶ ἡ Οἰκουμενικὴ
β΄. ἐμεταχειρίστηκαν τὴν Οἰκονομίαν, καὶ οὕτω δὲν φαίνεται κᾀμμία ἀντίφασις, ἢ ἐναντιότης
ἀνάμεσά των».
Ἐν
συνεχείᾳ ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει τούς λόγους γιά τούς ὁποίους τό βάπτισμα τῶν
Παπικῶν εἶναι ἄκυρον. Γιά νά ἀναιρέση ὅλα τά ἐπιχείρηματα τῶν Λατινοφρόνων, ἑστιάζει
τό θέμα σέ μιά μεγάλη Οἰκονομία τήν ὁποίαν ἔκαναν οἱ Βυζαντινοί, λίγο πρίν ὑποδουλωθοῦν
εἰς τούς Τούρκους: «Ἠξεύρω τί προβάλλουσιν οἱ ἄμισθοι δεφένσορες τοῦ
Λατινικοῦ ψευδοβαπτίσματος. Προβάλλουσι γὰρ ὅτι μὲ μῦρον ἐσυνείθισεν ἡ Ἐκκλησία
μας νὰ δέχηται τοὺς ἀπὸ Λατίνων ἐπιστρέφοντας, καὶ εὑρίσκεται καὶ κᾄποια
διατύπωσις, ὅποῦ διαλαμβάνει τί λογῆς νὰ τοὺς δεχώμεθα. Καὶ πρὸς ταῦτα ἁπλᾶ καὶ
δίκαια ἀποκρινόνεθα ταῦτα. Ὅτι φθάνει ὁποῦ ὁμολογεῖς, πῶς μὲ μῦρον τοὺς ἐδέχετο.
Λοιπὸν εἶναι αἱρετικοί. Διὰ τί γὰρ μὲ μῦρον, ἂν δὲν ἦσαν αἱρετικοί; λοιπὸν ὄντων
ὁμολογουμένως αἱρετικῶν, δὲν εἶναι πιθανόν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἡ ὀρθόδοξος καὶ Ἀποστολικὴ
ἤθελεν ἐπίτηδες νὰ ἀθετῇ τούς Ἀποστολικοὺς τούτους Κανόνας, καὶ τοὺς
συνοδικοὺς ὁποῦ προεσημειώσαμεν. Ἀλλὰ καθὼς φαίνεται, καὶ καθὼς εἶναι πρέπον νὰ
πιστεύσωμεν, κᾄποιάν τινα μεγάλην οἰκονομίαν ἠθέλησε νὰ μεταχειρισθῇ εἰς τοὺς
Λατίνους ἡ Ἐκκλησία, ἔχουσα καὶ παράδειγμα εἰς τὸν σκοπόν της τὴν μεγάλην ἐκείνην
καὶ ἁγίαν Οἰκουμενικὴν σύνοδον τὴν δευτέραν».
Καὶ
ἐξηγεῖ κατωτέρω τὸν λόγον τῆς Οἰκονομίας: «Οἰκονόμησαν λοιπὸν ὁμοίως καὶ
οἱ πρὸ ἡμῶν, καὶ ἐδέχθησαν τὸ βάπτισμα τῶν Λατίνων, κατὰ τὸν δεύτερον μάλιστα
τρόπον, διὰ τὶ ὁ Παπισμὸς τότε ἤκμαζε, καὶ ὅλας τὰς δυνάμεις τῶν τῆς Εὐρώπης
βασιλέων εἶχεν εἰς τὰς χεῖρας του, τὸ δὲ βασίλειον τὸ ἰδικόν μας ἔπνεε τὰ
λοίσθια. Ὅθεν ἦτο ἀνάγκη, ἂν ἡ οἰκονομία αὐτὴ δὲν ἐγίνετο, νὰ ἐγείρῃ τὰ Λατινικὰ
γένη ὁ Πάπας κατὰ τῶν Ἀνατολικῶν, νὰ αἰχμαλωτίζουν, νὰ φονεύουν, καὶ ἄλλα μύρια
εἰς αὐτοὺς νὰ κλάμνουν δεινά».
Ἀφοῦ
ὁ Ἅγιος ἐξέθεσε τούς λόγους τῆς Οἰκονομίας, κατωτέρω ἐξηγεῖ γιατί πρέπει αὐτή
νά σταματήση καί νά ἐπανέλθωμε εἰς τήν Ἀκρίβεια τῶν ἱερῶν Κανόνων: «Ἀλλὰ
τώρα ὁποῦ κακὰ τοιαῦτα δὲν δύνανται εἰς ἡμᾶς νὰ κάμνουν, μὲ τὸ νὰ ἐπέστησεν εἰς
ἡμᾶς ἡ θεία πρόνοια φύλακα τοιοῦτον, ὁποῦ καὶ αὐτῶν ἐκείνων τῶν ἀγερώχων εἰς
τέλος κατέβαλε τὴν ὀφρῦν, τώρα λέγω, ὁποῦ τίποτε καθ’ ἡμῶν δὲν ἰσχύει ἡ λύσσα
τοῦ παπισμοῦ, τί πλέον οἰκονομία χρειάζεται; ἡ οἰκονομία γὰρ ἔχει μέτρα καὶ ὅρια,
καὶ δὲν εἶναι παντοτινή, καὶ ἀόριστος».
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἅγιος δίδει μερικούς ὁρισμούς καἰ ὁριοθετεῖ τήν ἐκκλησιαστική Οἰκονομία σύμφωνα πάντα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων: «Δι’ ὃ καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει· “Ὁ κατ’ οἰκονομίαν ποιῶν τι, οὐχ ὡς ἁπλῶς καλὸν τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ’ ὡς πρὸς καιρὸν χρειῶδες (ἑρμηνεία εἰς τὸ ε΄, 11. τῆς πρὸς Γαλάτ.)” ἱκανῶς οἰκονομήσωμεν, λέγει ὁ θεολόγος Γρηγόριος ἐν τῷ πρὸς τὸν Ἀθαν. ἐγκωμίῳ, μήτε τὸ ἀλλότριον προσλαμβάνοντες, καὶ τὸ ἡμέτερον φθείροντες, ὃ κακῶν ὄντως ἐστὶν οἰκονομῶν. Ἔτσι λέγω καὶ ἐγώ. Βέβαια κακὴ οἰκονομία εἶναι αὐτή, ὅταν διὰ μέσου αὐτῆς οὔτε τοὺς Λατίνους ἠμποροῦμεν νὰ ἐπιστρέψωμεν, καὶ ἡμεῖς παραβαίνομεν τὴν ἀκρίβειαν τῶν ἱερῶν Κανόνων, καὶ δεχόμεθα τῶν αἱρετικῶν τὸ ψευδοβάπτισμα. “Οἰκονομητέον γὰρ ἔνθα μὴ παρονομητέον”, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος».
Θά
πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό, προκειμένου νά συνδέσωμε ὅλα τά ἀνωτέρω μέ τήν
σημερινή κατάστασι, νά παρουσιάσωμε μία ἀναγκαία διδασκαλία τήν ὁποία θά πάρωμε
ἀπό τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη. Ἡ διδασκαλία αὐτή ἀναφέρει ὅτι ὅσα λέγουν
καί τελοῦν οἱ Ἱερεῖς καί οἱ Ἐπίσκοποι εἰς τά μυστήρια, τίς λατρευτικές
συνάξεις, ἤ ἀκόμη καί οἱ Σύνοδοι μέ τίς ἀποφάσεις τίς ὁποῖες παίρνουν, τούς
Κανόνες τούς ὁποίους θεσπίζουν κ.λπ., δέν ἔχουν οὐδεμία ἰσχύ, ἂν δέν ἐπικυρωθοῦν
οὐρανόθεν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δηλαδή ὁ Ἱερεύς, ὁ Ἐπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος τελοῦν
ἤ ἀποφασίζουν καί ὁ Θεός ἐπικυρώνει τίς ἀποφάσεις. Αὐτό, οὐδόλως σημαίνει πώς, ὅ,τι
ἐμεῖς ἐδῶ ἀποφασίσομε καί τελέσομε, ὁ Θεός ὁπωσδήποτε τό ἐπικυρρώνει, διότι
τότε θά ἀντιστρέφοντο οἱ ὅροι καί ὁ Θεός θά ἦτο ὑποτακτικός μας καί ἐμεῖς οἱ
Κύριοι, οἱ ὁποῖοι θά ἀποφασίζωμε. Ἀλλά ἔχει τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός ἐπικυρώνει, ὅσα
ἐμεῖς ἐδῶ στή γῆ νομίμως, καί κανονικῶς, καί σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή τελέσομε
ἢ ἀποφασίσομε.
Ὁ
ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, χρησιμοποιώντας τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διονυσίου
τοῦ Ἀρεοπαγίτου, σέ πολλές ἐπιστολές ἀναφέρει ὅτι, ὅταν αὐτά, τά ὁποῖα τελοῦν οἱ
Ἱερεῖς καί οἱ Ἐπίσκοποι, ἤ καί ἀποφασίζουν Συνοδικῶς, κ.λπ., εἶναι παράνομα καί
ἀντίθετα ἀπό τίς Γραφές καί τούς ἱερούς Κανόνες, ὁ Θεός ὄχι μόνο δέν τά ἐπικυρώνει,
ὥστε νά ἔχουν ἰσχύ, ἀλλά ἀπεναντίας παροργίζεται εἰς ὑπέρμετρο βαθμό, διότι τόν
καλοῦμε νά εὐλογήση αὐτά τά ὁποῖα ἀπηγόρευσε καί, τρόπον τινά, νά κάνη νόμιμα
καί ἅγια, αὐτά τά ὁποῖα ἐνομοθέτησε ὡς βέβηλα καί παράνομα.
Σέ
μιά ἀπό τίς πολλές ἐπιστολές, εἰς τίς ὁποῖες ἀναφέρει αὐτή τήν διδασκαλία ὁ Ὅσιος,
ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Τοῖς ἐν Σακκουδίωνι ἀδελφοῖς», λέγει τά ἑξῆς: «Καί
τί δή λέγω Ἰωάννην, τόν μείζω πάντων ἁγίων;αὐτῷ τῷ Χριστῷ, εἰ καί τολμηρόν εἰπεῖν,
ἀντεφθέγξατο καί ἀπεμαχήσατο διά τοῦ ἐναγοῦς αὐτοῦ στόματος· τοῦ γάρ Χριστοῦ
μοιχόν ἀποκαλέσαντος τόν ἀφιέντα τήν νόμιμον γυναῖκα (μοιχεία δέ τό χαλεπόν ἁμάρτημα
καί ἰσοδύναμον φονέως καί ἀρρενοφθόρου καί ἀλογευομένου καί φαρμακοῦ καί εἰδωλολάτρου,
ὡς ὁ κανών τοῦ ἁγίου Βασιλείου) αὐτός τοῦτον τῷ θυσιαστηρίῳ παραστήσας μέσον
παντός τοῦ λαοῦ ἐτόλμησεν ῥῆξαι τάς ἐναγεῖς φωνάς ἐκείνας κατά τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, λέγω οὕτως (καί σκοπεῖτε τό φοβερόν καί ἔκτοπον)·, αὐτός, δέσποτα, ἐξαπόστειλον
τήν χεῖρά σου ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου καί ἅρμοσον τῷ δούλῳ σου τήν δούλην
σου, σύζευξον αὐτούς ἐν ὁμοφροσύνῃ, ἕνωσον αὐτούς εἰς σάρκαν μίαν, οἷς ηὐδόκησας
συναφθῆναι ἀλλήλοις· τίμιον τόν γάμον ἀνάδειξον, ἀμίαντον τήν κοίτην αὐτῶν
διατήρησον, ἀκηλίδωτον αὐτῶν τήν συμβίωσιν διαμεῖναι εὐδόκησον ἐν καθαρᾷ τῇ
καρδίᾳ· Οὐκ ἆρα ἐφρίξατε συνιέντες; Πόσον δοκεῖτε παροξυνθῆναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον
ἐν τῇ βλασφημίᾳ ταύτῃ καί συνοργισθῆναι τούς ἁγίους ἀγγέλους; ἤ πῶς οὐ
παραυτίκα, ὡς τόν Δάθαν καί Ἀβειρών, ὑπέλαβεν ἡ γῆ χάνασα τόν ὑφηγητήν τοῦ
ψεύδους καί δεικνύντα τό σκότος φῶς καί τόν Χριστόν εἰς ἐναντιολογίαν ἑαυτῷ
περιπίπτειν πειρώμενον; πάντως γάρ, ὅσα ὁ ἱερεύς ὑποφαίνει, ταῦτα καί θεός κυροῦν
ἐπαγγέλλεται κατά τόν μέγαν Διονύσιον» (Φατ. 31, 87, 71, P.G.99,1009).
Ὁ
Θεός, λοιπόν, δέν ἐπικυρώνει ὅ,τι παράνομο ἐμεῖς ἐδῶ τελέσουμε ἤ ἀποφασίσουμε,
σύμφωνα μέ τόν Ὅσιο, διότι ἔτσι τόν καθιστοῦμε ὑπεύθυνο ἐναντιολογίας καί
διγλωσσίας· ἀλλὰ εἰς αὐτή τήν περίπτωσι ἔχει ἀπόλυτη ἰσχύ ὁ αἰώνιος λόγος Του εἰς
την Ἁγία Γραφή καί ἡ ἐπικύρωσις καί διασφάλισις ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες· ὅσοι
δέ τελέσουν ἢ ἀποφασίσουν παράνομα εἶναι ἀνίεροι καί αὐτοκατάκριτοι, σύμφωνα
πάλι μέ τήν διδασκαλία τοῦ Ὁσίου, τήν ὁποίαν ἀναφέρει κατωτέρω στήν ἴδια ἐπιστολή: «…καὶ
οὐ καταισχύνεται ὁ δείλαιος, ἀλλ’ ὡς εἴρηκας, ἱερουργεῖ ὁ ἀνίερος καὶ τοὺς καλῶς
αὐτὸν ἀποστρεφομένους ἐξορίζειν καταπείγεται».
Ἐρχόμενος,
λοιπόν, μετά τήν παρενθετική διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἰς τό
θέμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν Οἰκονομιῶν, πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι αὐτές ἔχουν ἰσχύ
καί ἐπικύρωσι ἀπό τόν Θεό, μόνο ὅταν ἰσχύουν καί ἐφαρμόζονται οἱ περιορισμοί
καί οἱ προϋποθέσεις τίς ὁποῖες ἔθεσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί, βέβαια, ὅταν οἱ Οἰκονομίες
συντείνουν καί βοηθοῦν τήν σωτηρία τῶν Ὀρθοδόξων· και ὄχι ὅταν βοηθοῦν τούς αἱρετικούς
νά παραμείνουν στήν πλάνη των, στήν διαιώνισι τοῦ κακοῦ καί τῆς αἱρέσεως, καί
κυρίως στήν ἀλλοίωσι τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου, στήν δημιουργία ἄλλου Εὐαγγελίου
καί στήν διάνοιξι ὁδοῦ εὐκόλου καί κατωφεροῦς, δῆθεν πρός σωτηρίαν.
Κατ’ αὐτήν τὴν ἔννοιαν, ἡ παραμονὴ τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί ὁ συναγελασμός σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, εἶναι δαιμονική ἐπίνοια καί ἐφεύρευσι, εὔκολος δρόμος πρός σωτηρία, καί βοηθᾶ εἰς τήν διαιώνισι καί ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως κ.λπ.
Ὅλες δέ οἱ ἀποφάσεις καί λειτουργίες τῶν Οἰκουμενιστῶν (π.χ. ἄρσις ἀναθεμάτων,
ἔνταξις στό Π.Σ.Ε., συμπροσευχές καί συνιερουργίες, κοινές ἀποφάσεις μέ τούς
Παπικούς κ.λπ.) εἶναι ἀνευλόγητες καί ἀνίερες, καί οὐδέ κἄν ὡς Οἰκονομίες
λογίζονται, διότι δέν παρέχουν καμία προϋπόθεσι καί περιορισμό, ἀπό αὐτούς τούς
ὁποίους ἔθεσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀλλά ἀποβλέπουν εἰς τήν ἔνταξι τῶν Ὀρθοδόξων
διά μέσου τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἰς τήν Πανθρησκεία, στήν Νέα Ἐποχή
καί προετοιμασία γιά τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου