Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2025

Λόγος Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Πάριου εἰς τὸν Ἅγιον Μάρκον τὸν Εὐγενικὸν (Η)-Δὲν καταφέραμε τίποτα΄ «acimus nihil» κ.α




 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1.Τελικὴ προσπάθεια τῶν Λατινοφρόνων

2.Συμφωνία ἕνωσης-Οὐνίας

3.Οἱ συκοφαντίες τοῦ Οὐνίτη γιὰ τὸν Μάρκο

4.Ἥττα τοῦ Πάπα νίκη τοῦ Μάρκου

5.Δὲν καταφέραμε τίποτα΄ «acimus nihil»


----------------------------------------------------------------------------------------------

Τελικὴ προσπάθεια τῶν Λατινοφρόνων

Ἀλλὰ παρόλο ποὺ τὸ ἱερὶ καὶ θεῖο ἐκεῖνο στόμα σώπασε κι ἔκλεισε ἡ πηγὴ τῆς ἀλήθειας, εἶναι ὡστόσο ἀναγκαῖο ν’ ἀκολουθήσουμε μὲ συντομία τὴν ἱστορία ἐκείνης τῆς ψυχοφθόρου ἕνωσης πού μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεό, ἐπειδὴ αὐτὴ πρόκειται νὰ μᾶς δείξει τὸ σκοπὸ καὶ τὸ ἔπισφραγισμά των ἀγώνων τοῦ τέλειου καὶ λαμπρότατου νικητὴ καὶ τροπαιούχου του Μάρκου.
Ὅταν σώπασε λοιπὸν ὁ ἅγιος, οἱ γύρω ἀπὸ τὸν Νίκαιας, σ’ ἄλλη συνέλευση πού ἔγινε μὲ Πατριαρχικὸ πρόσταγμα, διάβασαν τὰ ὑπὸ τοῦ Βέκκου διεφθαρμένα ρητά των ἅγιων. Ἐκεῖνα δηλαδὴ πού ἔλεγαν, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Κι ἀμέσως ὁ Πατριάρχης δέχτηκε τὰ ρητά των ἁγίων, ὡς γνήσια τάχα καὶ δέχτηκε τὸ ἐκ τοῦ Υἵου [Φιλιόκβε] μαζὶ μὲ δέκα ἀρχιερεῖς. Οἱ περισσότεροι δὲν τὸ δέχτηκαν, μόνο ὅμως γιὰ κείνη τὴ μέρα, γιατί ἀργότερα κι αὐτοὶ μὲ διάφορους τρόπους, γκρεμίστηκαν στὸ βάραθρο τοῦ λατινισμοῦ, ἄλλοι μὲ φοβέρες, ἄλλοι μὲ κολακεῖες κι ἐλπίδες κι ἄλλοι μὲ πλούσια τραπεζώματα, πού ἦταν τὸ πιὸ αἰσχρό, ν’ ἀνταλλάξουν δηλαδὴ τὰ λαμπρὰ πρωτοτόκια τῆς πίστης τους, μὲ λίγη κοπριὰ τῆς κοιλιᾶς, σὰν τὸν βέβηλο Ἤσαυ,
Ἴντριγκες καὶ ρουσφέτια
Δὲν θὰ μιλήσω γιὰ ἴντριγκες καὶ τρόπους πού μεταχειρίστηκαν διάφοροι, ὥστε νὰ μεταπείθουν καὶ νὰ ὑπογράφουν, ἀλλὰ θὰ πῶ μόνο γιὰ τὸν Πατριάρχη.
Ὁ μηχανευόμενος κακὰ καὶ διεφθαρμένος γέρος, ὁ Πατριάρχης, προσκάλεσε τὸν Τυρνόβου, τὸν Ἄμασειας καὶ τὸν Μολδαβίας καὶ τοὺς κατηγοροῦσε λέγοντας:
Πολὺ ὡραία τα κάνατε, δὲν εἶστε δικοί μου; Ἔγω δὲν φρόντισα νὰ προκόψετε καὶ σᾶς προβίβασα; Δὲν ἔχετε ἀπὸ μένα ὅ,τι θέλετε; Δὲν ἀνήκετε στὸ κελί μου καὶ στὴ φαμίλια μου; Πῶς δὲν ἀκολουθήσατε τὴ γνώμη μου, ἀλλὰ ἄφησατε νὰ μὲ νικήσουν οἱ ἀντίπαλοί μου;΄.
Αὐτὰ κι ἄλλα παρόμοιά τους εἶπε καὶ τοὺς δίδαξε καὶ τοὺς πῆρε μὲ τὸ μέρος του. Κι ὕστερα ἀπ’ αὐτούς, λέει., Θέλησε ὁ ἄθλιος νὰ δοκιμάσει ἂν μπορέσει νὰ μετακινήσει κι αὐτὸν τὸν ἀσάλευτο στύλο τῆς πίστης τὸν Μάρκο τὸν Εὐγενικό. Μεγάλο το μέγεθος τῆς μωρίας σου, ταλαίπωρε, ἀκόμα καὶ πού ἄφησες νὰ σοὺ μπεῖ στὸ μυαλὸ ἡ ἰδέα γιὰ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα! Τὸν προσκάλεσε λοιπὸν κι αὐτὸν κι ἄρχισε νὰ τὸν παρακινεῖ, νὰ τὸν παρακαλεῖ καὶ νὰ τοῦ δίνει εὐχές.
Νὰ ἔχεις τὶς εὐχὲς τῶν ἁγίων, τοῦ ἔλεγε. Νὰ ἔχεις τὶς εὐχὲς τοῦ πατέρα σου. Σ’ αὐτὲς σ’ ἔξορκιζω. Μὴν στέκεσαι ἐνάντια σ’ αὐτὸ τὸ θεῖο ἔργο τῆς ἕνωσης. Συγκατένευσε καὶ σὺ λίγο γιὰ τὴν κοινὴ ὠφέλεια τοῦ γένους μας, γιὰ νὰ γίνει κάθε καλὸ
Τέτοια εἶπε καὶ κίνησε ΄κάθε πέτρα΄, κατὰ τὴν παροιμία καὶ μηχανεύτηκε τὸ καθετί, αὐτὸς ὁ κακότροπος καί, πολυμήχανος Πατριάρχης γιὰ νὰ μεταπείθει κι ἐκεῖνον τὸν ἄδαμαντα (αὐτὴ εἶναι λέξη τοῦ ἴδιου του ἱστορικοῦ). Τὴν ἀπάντηση τοῦ ἅγιου δὲν μᾶς τὴν ἄφησε γραμμένη ὁ ἱστορικός.
’Ἀναφέρει ὅμως ὁ ἱστορικὸς ὅτι ὁ Πατριάρχης δὲν βρῆκε καλάμι πού παρασύρεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο, οὔτε φύση χαλαρὴ κι εὔκολη στὴν ὑπακοή. Ἀλλὰ βρῆκε ψυχὴ καλὰ θεμελιωμένη πάνω στὴν πνευματικὴ πέτρα, τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ γι’ αὐτὸ κι ἀπέτυχε στὸ σκοπό του, ὁ ἀνόητος καὶ μάταιος λατινόφρονας Ἰωσήφ.

Συμφωνία ἕνωσης-Οὐνίας

Γιὰ νὰ συντομεύσω τὸν λόγο, αὐτὰ γίνονταν γιὰ δύο μέρες καὶ τὴν τρίτη συγκεντρώθηκαν στὰ βασιλικὰ δωμάτια μὲ πρόσταγμα. Κι ἀφοῦ προτάθηκε πάλι ἡ ἀπόφαση, τοὺς ρώτησαν ὅλους, ἱερωμένους, ἄρχοντες, ὡς καὶ τοὺς ὑπεύθυνούς των ἵματιων καὶ τοὺς γιατροὺς κι ὅλοι ἀποδέχτηκαν ὡς καλὴ τὴν ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους. Κατόπιν, σύμφωνα μέτη συνήθεια, σηκώθηκαν ὄρθιοι γιὰ νὰ πεῖ κι ὁ βασιλιὰς τὴ γνώμη του. Καὶ γιὰ νὰ μὴν γράψω κατὰ λέξη ὅλη του τὴν ὁμιλία εἶπε ἐν ὄλιγοις, πώς τὴν παροῦσα σύνοδο δὲν τὴν θεωρεῖ κατώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη ἅγια κι Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, οὔτε ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες πού ἀκολούθησαν τὴν πρώτη καὶ γι’ αὐτὸ ὁ καθένας ὀφείλει ν’ ἀκολουθεῖ τὴν ἀπόφασή της. Κι ἔτσι κι ἐγὼ λέει, πού εἶμαι χρισμένος βασιλιὰς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὀφείλω ν’ ἀκολουθῶ τὴ δική της ἀπόφαση καὶ τῶν περισσοτέρων μέσα σ’ αὐτὴ κι ἐπιπλέον νὰ ὑπερασπίζομαι αὖτα πού ἀποφάσισε ἡ πλειοψηφία. Γι’ αὐτὸ λέω κι ὁμολογῶ μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἰσχὺ τῆς ἱερῆς βασιλείας μουςότι ἀκολουθῶ τὴν ἀπόφαση αὐτῆς τῆς ἱερῆς συνόδου καὶ τῶν περισσότερων μέσα σ’ αὐτὴ ἀπαρέγκλιτα, ὥστε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν ὑπερασπίζομαι ἀπ’ ὅλους. Αὐτὴ εἶναι ἐν συντομία ἡ γνώμη τοῦ βασιλιά.
Ἦταν νὰ τοὺς κλαῖνε κι΄ οἱ σκύλοι.


Κι΄ ἀξίζει νομίζω ἐδῶ νὰ προσθέσω κι ἐγώ. ἐκεῖνο τὸ ἀξιοσημείωτο γεγονὸς τὸ ὁποῖο διηγεῖται ἀμέσως μετὰ ὁ φιλαληθέστατος ἱστορικός.
Ἕνα ἀπὸ τὰ κυνηγετικὰ σκυλιά, λέει, συνήθιζε ν’ ἀκολουθεῖ τὸ βασιλιά, ὅσες φορὲς πήγαινε στὰ διαμερίσματα τοῦ Πατριαρχείου. Ὁ βασιλιὰς καθόταν πάνω στὸ θρόνο του καὶ τὸ σκυλὶ ἀνέβαινε καὶ κοιμόταν στὸ χρυσὸ προσκέφαλο πού ἦταν μπροστὰ ἀπὸ τὸ θρόνο καὶ χρησίμευε γιὰ ὑποπόδιο. Σ’ ὅλες τὶς συνελεύσεις πού γίνονταν στὸ διαμέρισμα τοῦ πατριάρχη, εἴτε μιλοῦσε ὁ βασιλιὰς εἴτε σιωποῦσε, αὐτὸ πάντα καθόταν ἥσυχο καὶ σιωπηλὸ πάνω στὸ ὑποπόδιο. Μόνο ἐκείνη τὴ φορά, ὅταν ὁ βασιλιὰς ἄρχισε νὰ λέει τὴ γνώμη του, ἀμέσως ἄρχισε καὶ τὸ σκυλὶ νὰ γαβγίζει καὶ νὰ κλαψουρίζει. Πολλοὶ ἐπιχείρησαν ἀμέσως νὰ τὸ ἐμποδίσουν καὶ νὰ τὸ σταματήσουν καὶ κυρίως οἱ βασιλικοὶ ἀκόλουθοι πού ἔστεκαν δίπλα, ἀλλὰ μάταια. Δοκίμασαν μὲ φωνὲς καὶ ραβδίσματα, ἀλλὰ τίποτα. Τὸ σκυλὶ δὲν σταματοῦσε. Ἔλεγε ἄκαταπαυστά το σκυλίσιο του τραγούδι καὶ κλαψούριζε θρηνητικὰ κι ἔξυψαινε σκυλίσια τραγωδία καί. συνόδευε γοερὰ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ τὰ βασιλικὰ λόγια. Καὶ κατὰ κάποιο τρόπο, φαινόταν πώς κρατοῦσε τὸ ἴσο στὴ φωνὴ τοῦ ὁμιλητὴ καὶ τοῦ ἔδινε τὸ ρυθμὸ μὲ σκυλίσια μελωδία. Καὶ ὅπως οἱ μουσικοὶ λαμπρύνουν τὶς καλλιφωνίες τῶν δασκάλων μὲ τὶς λεπτὲς φωνὲς τῶν παιδιῶν καὶ τὶς καθιστοῦν μελωδικότερες, ἔτσι καὶ τὸ σκυλὶ ἐκεῖνο, τραγουδοῦσε καὶ γάβγιζε διαπεραστικὰ καὶ διεκτραγωδοῦσε σκυλίσια κι ἔψελνε στὸν ὀμιλούντα. Ἤ καλύτερα, κλαψούριζε, θρηνοῦσε καὶ κραύγαζε καὶ δὲν σταμάτησε, παρὰ μόνο ὅταν σιώπησε κι αὐτὸς πού ἔλεγε τὴ γνώμη του.
Αὐτὸ τὸ παράδοξο κι ἀσυνήθιστο κι ἐξαίσιο γεγονός, ἀμέσως ἑρμηνεύτηκε ἀπὸ τοὺς γνωστικούς, ὅπως ἔπρεπε νὰ ἑρμηνευτεῖ, δηλαδὴ πώς ὁ Θεὸς ὑποκίνησε ἐκεῖνο τὸ ζῶο, ὅπως κάποτε τὸν γαίδαρο τοῦ Βαλαάμ, ἀτὸ νὰ θρηνεῖ καὶ νὰ κλαίει τὴν προδοσία πού ἔκανε ὁ βασιλιὰς τοῦ Ὀρθόδοξου δόγματος, γιὰ νὰ ἐλέγξει μὲ τὸ ἄλογο ὃν τοὺς λογικούς, πού σηκώθηκαν καὶ παραφρόνησαν. Κι ἀφοῦ τελείωσε ἡ ὁμιλία τοῦ βασιλιὰ κι ὅλοι σχεδὸν εἶπαν τὴ γνώμη τους, πώς δέχονται δηλαδὴ τὴν ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους, ἀμέσως ὁ βασιλιὰς πρόσταζε τοὺς βασιλικοὺς ὑπηρέτες, νὰ προσέχουν στὸ ἕξης: ΄ὅποιον ἀκούσουν νὰ μιλᾶ ἔναντιόν της ἕνωσης καὶ νὰ ὑποκινεῖ ταραχές, ὅπως ἀκούω, (εἶπε), πώς κάνουν κάποιοι καὶ διαφωνοῦν, ἀμέσως νὰ τοῦ τὸ ἀναφέρουν΄ γιὰ νὰ ἔπιβαλλει σ’ αὐτοὺς τὴν πρέπουσα τιμωρία.

                                                                  

Οἱ συκοφαντίες τοῦ Οὐνίτη γιὰ τὸν Μάρκο

Τί τάχα νὰ κάνει τώρα καὶ πώς νὰ διασφαλίσει τὸν ἑαυτό του κι ὅλη την’Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ὁ μόνος καὶ μέγας προστάτης της καὶ πρόμαχος; Αὐτὸ πάντως πού γράφει ὁ κοινὸς ψευδοχρονογράφος γι’ αὐτόν, εἶναι μύθος καὶ φλυαρία. Δηλαδὴ πώς ὁ ἅγιος ἔκοψε τὴ γενειάδα του κι ἀφοῦ ἄλλαξε καὶ τὸ ὑπόλοιπο σχῆμα του, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴ σύνοδο. Φλυαρία λοιπὸν εἶναι αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Μάρκος ἔκλεψε τὴ νίκη μὲ τὴ φυγή. Καὶ παρόλο πού αὐτὸ δὲν δηλώνεται ρητά, στὰ τῆς πίστειος ὡστόσο εἶναι ἐπαινετό, γιατί φανερώνει πρώτον, μετριοφροσύνη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ δεύτερον, γιατί ἔτσι αἴρεται κι ἡ ἀφορμὴ τοῦ φόνου ἀπὸ τοὺς διῶκτες, ὅπως τὸ ἔκαναν κι ἄλλοι δύο ἐπίσκοποι, ὁ Γιουρτζίας καὶ ὁ Σταυρουπόλεως. Ὁ πρῶτος, ὅταν ἄρχισαν νὰ λένε τὴ γνώμη τους, ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ τὰ ροῦχα του, ἔκανε γιὰ λίγες μέρες τὸν τρελὸ καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔξαπατησέ τους θυρωροὺς καὶ ξέφυγε. Ὁ δεύτερος, δηλαδὴ ὁ Σταυρουπόλεως, τὴν ὥρα πού συγκεντρώθηκαν γιὰ νὰ ὑπογράψουν τὸν ὄρο, μπόρεσε κρυφὰ νὰ βρεῖ τρόπο (γιατί ἡ ἀνάγκη μᾶς κάνει ἐφευρετικοὺς) κι ἔτσι γλίτωσε κι. ἔφυγε. Ἀλλὰ γιατί ἀναφέρω μόνο αὐτούς; Ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἐκεῖνες τὶς μεγάλες του νίκες κατὰ τῶν Ἄρειανων τὶς κατόρθωσε, ὡς ἐπὶ τὸ πλεΐστον, μὲ τὶς ἀλλεπάλληλες φυγές του. Καὶ σ’ ὅλα αὐτὰ ἔχουμε ὡς κανόνα τὸ παράδειγμα τοῦ Δεσπότη μας, ὁ ὅποιος φεύγει στὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴ βρεφοκτονία τοῦ Ἡρώδη.

Νὰ μὴν ἄναγκαστω νὰ ὑπογράψω τὸν ὄρο . Γιατί αὐτὸ δὲν πρόκειται τότε νὰ τὸ κάνω, ὅτι καὶ νὰ γίνει
Ὡστόσο λέω, ὁ λαμπρὸς ἀγωνιστὴς τῆς ἀλήθειας δὲν τὸ ἔκανε αὐτό. Χρησιμοποίησε ἄλλον τρόπο, πιὸ ἐπαινετὸ κι ἀσφαλῆ. Ἃς τὸν ἀκούσουμε αὐτολεξεί, ἀπὸ τὸν φιλαλήθη ἱστορικό μας.
Ὁ Συρόπουλος λοιπὸν λέει, ὅτι ὁ Ἐφέσου καθόταν σιωπηλὸς καὶ ὑπόφερε μ’ αὐτὰ πού γίνονταν (πρόσεξε τὸ ὑπόφερε, γιατί δείχνει, τὴν μεγάλη θλίψη καὶ λύπη ἀπὸ τὴν ὁποία ὑπέφερε ἐκείνη ἡ θεία ψυχή, γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Ἀνατολικοῦ Ὀρθόδοξου φρονήματος). Κι ὅταν ἔμαθε ὅτι πρόκειται νὰ γραφτεῖ κι ὁ ὅρος, ξέροντας πώς θὰ τὸν φώναζαν καὶ θὰ τὸν ἀνάγκαζαν νὰ ὑπογράψει, πρόλαβε καὶ παρακάλεσε τὸν ἄρχοντα Δημήτριο (δηλαδὴ τὸν ἀδελφό τοῦ βασιλιά), καὶ βάζοντας αὐτὸν νὰ μεσολαβήσει στὸ βασιλιά, ἀνέφερε μέσω ἐκείνου τά ἑξής:
Ἡ ἁγία σου βασιλεία ξέρει καλά, πώς ἐγὼ δὲν ἤθελα οὔτε νὰ γίνω ἀρχιερέας, οὔτε νὰ ἔρθω στὴ σύνοδο, γιατί ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐπιθυμοῦσα νὰ διάγω ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἥσυχο καὶ μοναχικὸ βίο. Ἀλλὰ ἡ ἁγία σου βασιλεία διέταξε καὶ μ’ ἀνάγκασε καὶ γιὰ τὰ δύο. Χωρὶς νὰ θέλω λοιπόν, ἀναγκάστηκα νὰ δείξω τὴν ὀφειλόμενη ὑπακοὴ στὴν ἁγία σου βασιλεία. Κι ἀποδέχτηκα καὶ τὸν κόπο καὶ τὸν ἀγώνα τῶν συνδιαλέξεων, ἀκόμα καὶ πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου καὶ δὲν παράβλεψα, οὔτε ἀμέλησα τίποτα ἀπ’ ὅσα μποροῦσα νὰ κάνω. Ἀλλὰ τώρα, ἐπειδὴ ἡ κατάσταση πηγαίνει ἀνάποδα ἀπ’ ὅτι φαινόταν στὶς συζητήσεις καὶ ὄχι ὅπου κατευθυνόταν μὲ τὸν διάλογο πού ἔκανα, γι’ αὐτὸ τώρα κι ἐγὼ γιὰ ἀνταμοιβὴ τῶν πολλῶν μου ἀγώνων καὶ κόπων, ζητῶ ἀπὸ τὴν ἁγία βασιλεία σου τὰ ἕξης: Πρώτον νὰ μὴν ἀναγκαστῶ νὰ ὑπογράψω τὸν ὅρο. Γιατί αὐτὸ δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ τὸ κάνω, ὅτι καὶ νὰ γίνει (δηλαδὴ ἀκόμα κι ἂν κινδυνέψει ἡ ζωή μου). Καὶ τὸ ἄλλο πού σοῦ ζητῶ, εἶναι νὰ ἐπιστρέψω στὴν πατρίδα προστατευμένος. Αὐτὰ ζητῶ καὶ παρακαλῶ νὰ εὐεργετηθῶ ἀπὸ τὴν ἁγία βασιλεία σου΄.
Καὶ τελικὰ ὁ ἅγιος τά πέτυχε καὶ τὰ δύο, μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ ἄρχοντα Δημήτριου. Γιατί ὁ βασιλιὰς δέχτηκε καὶ τὸν πληροφόρησε ὅτι δὲν θὰ ἀναγκαστεῖ νὰ ὑπογράψει καὶ θὰ ἐπεστρέφεε στὴν πατρίδα μ’ ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα τοῦ βασιλιά. Ἔτσι ὑποσχέθηκε κι ἔτσι ἔκανε ὁ βασιλιὰς γιὰ τὸν ἅγιο.
Ὡστόσο αὐτὸ γεννᾶ μεγάλη ἀπορία καὶ παρόλο πού εἶναι, ἀληθινὸ κι ἀναμφίβολο γεγονός, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει ὁ νοῦς εὔκολα καὶ χωρὶς ἀμφιβολία.
Γιὰ ποιὸ λόγο ὁ βασιλιάς, μὲ τοὺς μάταιους σκοπούς του καὶ τὶς ψεύτικες καὶ κούφιες ἐλπίδες του, κίνησε μ’ ὅλη τὴν Ἀνατολικὴ Σύνοδο καὶ πῆγε στὴν Ἰταλία; Γιὰ τὴν ἕνωση πού ἐπρόκειτο νὰ γίνει, ἕνωση πού θὰ γινόταν μέσον ὥστε νὰ βρεῖ τὴν ἀναγκαία στρατιωτικὴ βοήθεια ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Πάπα. Γι΄ αὐτὸν τὸν μυριοπόθητο κι ὀνειροφάνταστο σκοπὸ ἔγιναν ὅλα, ὄχι μόνο ὅσα διηγηθήκαμε ὡς τώρα, ἀλλὰ καὶ ὅσα παραλείψαμε χάριν συντομίας. Ἀλλὰ γιατί λέω γιὰ τὰ περασμένα; Τὰ παρόντα καὶ τὰ πρόσφατα εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀναφέρω, γιὰ νὰ δείξω ὅτι ἡ ἀπορία μου εἶναι εὔλογη καὶ δίκαιη.

Οἱ συκοφαντίες τοῦ Οὐνίτη γιὰ τὸν Μάρκο

Γράφτηκε ὁ ὅρος καὶ συγκεντρώθηκαν στὰ βασιλικὰ δωμάτια μὲ πρόσταγμα γιὰ νὰ τὸν ὑπογράψουν, πρῶτα οἱ Ἀνατολικοί, παρόντων καὶ κάποιων Λατίνων ἐπισκόπων, πού εἶχαν σταλεῖ ἐκεῖ ἐπίτηδες. Ποιοὶ καὶ πόσοι λοιπὸν συνῆλθαν; ΄Ὅλοι πλὴν τοῦ Ἐφέσου. Καὶ δὲν τοῦ ζητήθηκε καθόλου νὰ ἔρθει. Ποιοὶ καὶ πόσοι τὸν ὑπέγραψαν; Ὅλοι, ἀπὸ τὸν πρῶτο ὡς τὸν τελευταῖο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν εὐσεβέστατο ἄρχοντα Δημήτριο, ἐπειδὴ εἶχε ἀναχωρήσει πρὶν ἀπὸ δύο μέρες γιὰ τὴ Βενετία, ἔχοντας στὴ συνοδεία του καὶ τοὺς δύο σοφότατους δασκάλους, τὸν Γεμιστὸ καὶ τὸν Σχολάριο, τὸν μετέπειτα ὀνομαζόμενο Γεννάδιο. Ὁ Ἠρακλείας, τοποτηρητῆς τοῦ Ἀλεξανδρείας, πού στὶς προηγούμενες διαλέξεις ἔδειξε ἀρκετὰ τὸν ζῆλο του καὶ φάνηκε σύμφωνος καὶ βοηθὸς τοῦ ἁγίου καὶ στὶς γνωμοδοσίες μαζὶ μ’ αὐτὸν δὲν δέχτηκε τὸ ΄ἐκ τοῦ Υἱοῦ΄, τελικὰ ὑπέγραψε τὸν ὅρο. Ὁ Ἀγχιάλου, ὅταν ἑτοιμαζόνταν νὰ πᾶνε ἀπὸ τὴ Φερράρα στὴ Φλωρεντία. ἔτυχε ν’ ἀκούσει τὸν Πατριάρχη, πού εἶπε νὰ πάρουν μαζί τους λίγα πράγματα καὶ κυρίως τὰ ἱερά τους ἄμφια, ἐπειδή, λέει, ἐκεῖ ἔπροκειτο νὰ γίνει κι ἡ ἕνωση. Τότε αὐτὸς ὁ Ἀγχιάλου ἔδειξε τόσο ζῆλο, ὥστε μὲ δυνατὲς φωνὲς ἔλεγε: ΄Τί εἶναι αὐτὸ πού ἀκούμε; Ἐμεῖς καταλάβαμε καὶ πληροφορηθήκαμε ὅτι οἱ Λατίνοι δὲν πείθονται μὲ κανένα τρόπο ν’ ἀλλάξουν τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὶς καινοτομίες τους. Πῶς λοιπὸν πρόκειται νὰ γίνει ἡ ἕνωση; Σίγουρα δὲν συμβαίνει, τίποτα ἄλλο, παρὰ οἱ δικοί μας ἀποφάσισαν νὰ δεχτοῦν αὐτὰ πού λένε οἱ Λατίνοι. Γι΄ αὐτὸ λοιπὸν μᾶς ἔφεραν ἐδῶ; Γιὰ νὰ προδώσουμε τὴν εὐσέβεια, μᾶς γι’ αὐτὰ τὰ σκεύη τῆς ἀπωλείας; Ἐγώ θὰ ἀπομακρυνθῶ καὶ θὰ τ’ ἀποφύγω αὐτά γιὰ νὰ μὴν ἀπολέσω τὴν ψυχή μου πού ἄκουει ὅτι θὰ γίνει ἕνωση΄.
Κι αὐτὸς λοιπὸν ὁ καλὸς ἀρχιερέας, πού ἔδειξε τόσο ζῆλο καὶ κίνησε μεγάλη ἀναταραχὴ καὶ στοὺς ἄλλους καὶ στὶς γνωμοδοσίες, πράττοντας σωστὰ δὲν δέχτηκε τὸ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, κι αὐτὸς ὅμως στὸ τέλος ὑπέγραψε.
Ὁ Μονεμβασίας, σὲ μία ἀπὸ τὶς προηγούμενες συνελεύσεις, ἐπειδὴ ἀντιλήφθηκε τὸν σκοπὸ τοῦ βασιλιὰ πού ἔκλινε πρὸς τὸν λατινισμό, ἔδειξε τόσο ζῆλο, ὥστε τόλμησε νὰ πεῖ στὸν ἴδιο τὸν βασιλιά:

Ἅγιέ μου Δέσποτα, πρόσεχε, γιὰ νὰ μὴν πράξεις καὶ σὺ τώρα, ὅπως ἔπραξε κι ὁ βασιλιὰς Μιχαὴλ ὁ Παλαιολόγος ὁ λατινόφρονας΄. Αὐτός λέω, πού τόσο τολμηρὸς ὑπῆρξε προηγουμένως καὶ στὶς γνωμοδοσίες δὲν δέχτηκε τὸ ἐκ τοῦ Υἱοῦ κι αὐτός τελικὰ ὑπέγραψε τὸν ὄρο.
Ὁ Τραπεζούντας, πού κι αὐτός ἔδειξε πρωτύτερα ζῆλο καὶ στὶς γνωμοδοσίες δὲν δέχτηκε τὸ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὑπέγραψε κι αὐτός στὸ τέλος. Καὶ παρόλο πού δὲν εἶναι φανερὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὅποιον ὑπέγραψαν αὐτοί, οἱ ὅποιοι δὲν εἶχαν συναινέσει πρωτύτερα, ὥστοσο εἶναι φανερὸ πώς δὲν μπόρεσαν μέχρι τέλους καί, θέλοντας καὶ μή, ἔγιναν προδότες καὶ δυστυχεῖς, αὐτοὶ πού ὑπῆρξαν στέρεοι καὶ ζηλωτές.
Λοιπόν, ὅταν κι αὐτοὶ πού πρωτύτερα ἔδειξαν ζῆλο καὶ στὶς γνωμοδοσίες δὲν δέχτηκαν τὸ λατινικὸ δόγμα ὑπέγραψαν, πώς λοιπὸν ὁ βασιλιὰς κάνει αὐτή τὴ χάρη στὸν Ἐφέσου, πού ἦταν ὁ ἔξαρχος ὅλων κι ἦταν φανερὰ ἐνάντια στοὺς σκοπούς του καὶ στὶς ἐπιδιώξεις του;

Ἥττα τοῦ Πάπα νίκη τοῦ Μάρκου

Ὁ βασιλιὰς λοιπόν, ἐπέφερε μεγάλη πίεση σ’ὅλους γενικὰ κι ἔκανε τὰ πάντα κι ἐνεργοῦσε ἔτσι, ὥστε νὰ εὐχαριστήσει τὴν καρδιὰ τοῦ Πάπα καὶ νὰ τοῦ δείξει μὲ κάθε τρόπο, πώς μπόρεσε νὰ πείσει ὅλους τούς Ἀνατολικούς, νὰ ὑποκλιθοῦν στὴ δική του λατρεία καὶ πώς ὅλοι ἐξίσου μαζὶ μ’ αὐτόν, δέχονται ὁλόψυχά τό δόγμα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους. Κι ἀποβλέποντας σ’ αὐτό, ἀνάγκασε ὡς καὶ τοὺς ἀχειροτόνητους νὰ ὑπογράψουν. Πῶς λοιπὸν δέχτηκε ν’ ἀφήσει ἔξω ἀπὸ τὴν κοινὴ στάση αὐτὸν τὸν ἱερὸ Μάρκο, πού δὲν ἦταν ἕνας ἀφανής, οὔτε ἄσημος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ πλέον ἐπίσημος καὶ γνωστὸς στὸν Πάπα ὅσο κανένας ἄλλος;
Καὶ γιὰ νὰ δείξω τὴ σημαντικότητα τοῦ προσώπου του, λέω, ὅτι ὁ Πάπας τὸν εἶχε σὲ τόση ὑπόληψη, ὥστε θεωροῦσε πώς εἶχε τόση ἰσχύ, ὅση δὲν εἶχαν ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἀνατολικοί. Καὶ λίγο εἶπα. Ὅση ἰσχὺ δὲν εἶχε ὅλη μαζὶ ἡ Ἀνατολικὴ καὶ Δυτικὴ σύνοδος μαζὶ μὲ τὸν μέγα Πάπα ἐπικεφαλῆς. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς πώς αὐτὸ εἶναι δική μου ὑπερβολή, θὰ σᾶς φέρω τὸν ἴδιο τὸν Πάπα νὰ τὸ δείξει.

Δὲν καταφέραμε τίποτα΄ «acimus nihil»

Ἀφοῦ ὑπέγραψαν, λέει ὅλοι οἱ ἀνατολικοὶ στὰ βασιλικὰ δωμάτια, πῆγαν τὸν ὄρο καὶ στὸν Πάπα, γιὰ νὰ ὑπογράψει κι αὐτὸς κι ἡ δική του σύνοδος. Καὶ ὁ βασιλιὰς ἔστειλε καὶ πολλοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντες πρὸς τιμὴ τοῦ Πάπα, μεταξύ των ὁποίων ἦταν παρὼν κι ὁ ἴδιος ὁ Συρόπουλος. Ὅταν ὁ Πάπας, λέει, πῆρε τὸν ὄρο στὰ χέρια του κι εἶδε καὶ τὶς δικές μας ὑπογραφὲς σ’αὐτόν, ὑπέγραψε κι, αὐτός. Ἔπειτα ρώτησε ἂν ὑπέγραψε ὁ Ἐφέσου. Κι ὅταν ἀκοῦσε ὅτι δὲν ὑπέγραψε, εἶπε:
Λοιπόν, ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΑΜΕ ΤΙΠΟΤΑ
Ἄκους τί ἀποφάσισε; Λοιπὸν λέει, δὲν κάναμε τίποτα, δὲν κατορθώσαμε τίποτα. Ἐπιθυμεῖ ὁ Πάπας νὰ ’χει τὸ ἀναμάρτητο στὶς ἀποφάσεις του; ναὶ αὐτὸ τὸ θυμίαμα οἱ λατρευτές του ἡ ὀρθότερα οἱ δικοί του, τὰ παράσιτά του, τοῦ τὸ δίνουν πλουσιοπάροχα. Αὐταρχικὰ καὶ δογματίζοντας τ’ ἁρπάζουν ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ τοῦ τὸ δίνουν καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι εἶναι καὶ πρῶτος καὶ ἀλάθητος. Μὰ ἂν σ’ αὐτὸ τοῦ φράζει τὸ στόμα ὁ Δαβίδ, λέγοντας: ΄κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψεύτης΄, ὡστόσο, σὰν ἄλλος Καῖάφας, δὲν ἔσφαλλε ὅταν εἶπε τὴν φράση ΄Δὲν καταφέραμε τίποτα΄. Εἶπε μία ἀλήθεια πού ἀξίζει νὰ γραφτεῖ ὄχι μὲ μελάνη, ἄλλα, μὲ χρυσὰ γράμματα. Ἐπειδὴ ἦταν Πάπας καθισμένος στὴν καθέδρα τοῦ Πέτρου κι ἐκείνη τὴ στιγμὴ μάλιστα, θεωροῦνταν ὡς ἡ κεφαλὴ ἐκείνης τῆς ψευδοοικουμενικῆς συνόδου κι εἶπε μία τέτοια φράση μπροστὰ στ’ αὐτιὰ ὅλης ἐκείνης τῆς συνόδου κι ὅλου τοῦ παρευρισκόμενου λατινικοῦ πλήθους. Λοιπὸν ἀποφάνθηκε ἔτσι ὥστε κύρυξε κι ὁμολόγησε λαμπρὰ τὸν Μάρκο τῆς Ἐφέσου, ὡς ὑπέρτερο, ὡς τὸν πιὸ κατάλληλο γιὰ ἄξιωμα καὶ πιὸ ἄξιοπιστο, ὄχι μόνο ἀπ’ ὅλους τους ἀνατολικούς, ἀλλὰ κι ἀπ’ αὐτὸν ἀκόμα τὸν μέγα Πάπα τῆς Ρώμης, τοῦ ὁποίου ἡ ἀπόφαση θέλουν νὰ εἶναι χρησμὸς τοῦ οὐρανοῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου