Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Τρίτο μέρος τῆς κριτικῆς τοῦ βιβλίου τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου: απο τον Αδαμαντιο Τσακιρογλου Ἡ «Ἁγία καὶ Μεγάλη» Σύνοδος, Θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς θέσεις ἤγουν διγλωσσίας καὶ τριγλωσσίας τὸ ἀνάγνωσμα Τρίτο Μέρος

Τρίτο μέρος
τῆς κριτικῆς τοῦ βιβλίου
τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου:
απο τον Αδαμαντιο Τσακιρογλου
Ἡ «Ἁγία καὶ Μεγάλη» Σύνοδος, Θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς θέσεις
ἤγουν διγλωσσίας καὶ τριγλωσσίας τὸ ἀνάγνωσμα

Τρίτο Μέρος
         Caveat lector  (Ἂς προσέχει ὁ ἀναγνώστης)

      Στὰ δύο πρῶτα μέρη τῆς κριτικῆς στὸ βιβλίο τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, ἔγινε κατανοητὸ καὶ πασιφανές, ὅτι γιὰ τὸν Ναυπάκτου δὲν ὑπάρχει Παναίρεση, δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενισμός. Ἡ λέξη αὐτή, ὅπως καὶ ὁ ὅρος «αἱρετικοί», ἀποφεύγεται ἐπιμελῶς στὸ βιβλίο του, κι ἂν ἀναφέρεται, ἀναφέρεται γιὰ λόγους ἐπιστημονικοὺς καὶ ὄχι γιὰ λόγους Πίστεως. Ἔτσι γράφει στὴν σελ. 365:
«Ἔχω παρατηρήσει στοὺς μεταπατερικούς, οἰκουμενιστικοὺς κύκλους».
Πόση διαφορά, πραγματικά, ὑπάρχει μὲ τὸ ξεκάθαρο συμπέρασμα «Παναίρεση» τοῦ Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς καὶ τὴν στάση του ἀπέναντί της! Γιὰ τὸν Ναυπάκτου ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κύκλοι συζητήσεως, σὰν αὐτοὺς τῶν σαλονιῶν, στὸν ὁποῖο συζητοῦν θεολόγοι καὶ Ἱεράρχες —καὶ αὐτὸς «παρατηρεῖ»— εἰς βάρος τῆς Πίστεως, χωρὶς νὰ φοβοῦνται συνέπειες. Καὶ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ὑπερασπίζονται ὡς εὐσεβῆ οἱ «ἀντιοικουμενιστές».
Στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο μέρος τῆς κριτικῆς θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι, τελικά, αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν γράφτηκε γιὰ νὰ καταδικάσει τὴν Ψευτοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου –ἡ ὁποία καθιέρωσε συνοδικῶς τὴν αἵρεση στὴν Ἐκκλησία– ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ὑπερασπίσει, ὥστε νὰ ἀποφευχθοῦν καὶ νὰ προληφθοῦν ἀντιδράσεις ἀπὸ τὸ ποίμνιο, τοὐτέστιν νὰ μὴν διακοπεῖ ἡ μνημόνευση τῶν Ἐπισκόπων ποὺ στηρίζουν τὴν Ψευτοσύνοδο καὶ τὴν αἵρεση! Αὐτὸ μόνο φοβᾶται ὁ ὑποτιθέμενος «εὐσεβής, παραδοσιακὸς καὶ γνώστης τῶν Πατέρων» ἐπίσκοπος. Γιατὶ ἂν ἦταν ἀληθινός, θὰ ἐφάρμοζε αὐτὰ ποὺ διατάσσουν οἱ Πατέρες σὲ καιροὺς αἱρέσεως· θὰ διέκοπτε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ θὰ καταδίκαζε καθαρὰ καὶ ξάστερα τὴν Ψευτοσύνοδό τους.
Ὁ Ναυπάκτου ὅμως, μιλώντας γιὰ τὴν «ἀποδοχὴ τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης» (σελ. 727) γράφει:
«Ἐκεῖνοι ποὺ ὑποστηρίζουν τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης τὶς ἑρμηνεύουν ὀρθόδοξα, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἐπιφυλάξεις ἢ τὶς ἀρνοῦνται ἢ τὶς ἑρμηνεύουν ὡς παρεκκλίνουσες ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση».
Τελικὰ τί εἶναι ὁ Ναυπάκτου, δημοσιογράφος ἢ ἐπίσκοπος; Δουλειά του εἶναι νὰ παραθέτει ἀπόψεις ἢ νὰ προφυλάσσει τὸ ποίμνιο καὶ νὰ τηρεῖ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές; Τελικὰ εἶναι ὑπὲρ ἢ κατά, αὐτὸς ποὺ κατηγορεῖ τοὺς ἄλλους ὡς δίγλωσσους ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἐμφανίζεται ὡς τρίγλωσσος καὶ τετράγλωσσος;
Ὁ Ναυπάκτου ἐπιχειρηματολογεῖ συγκρίνοντας τὸ Κολυμπάρι καὶ τὴν μετ’ αὐτὸ περίοδο μὲ τὴν συνοδικὴ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση τῶν πρώτων αἰώνων γράφοντας (σελ. 730):
«Ἑπομένως, καὶ μετὰ τὴν “Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο” εἶναι ἀπαραίτητος ὁ θεολογικὸς διάλογος γιὰ θέματα ὀρθοδόξου πίστεως, ἀρκεῖ αὐτὸς ὁ διάλογος νὰ γίνεται μὲ πνεῦμα ἀγάπης γιὰ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς φανατισμὸ καὶ διαιρέσεις, χωρὶς δημιουργία σχισμάτων καὶ παρασυναγωγῶν, ποὺ διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».
Ὅταν διαβάζει κάποιος αὐτὰ εἶναι σὰν νὰ διαβάζει τὰ λόγια τοῦ μεγαλύτερου Οἰκουμενιστῆ. Εἶναι δυνατὸν νὰ μιλᾶνε μὲ ἀγάπη οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ ὑποστηρικτές τους, καθ’ ὃν χρόνο διδάσκεται καὶ ἐπιβάλλεται ἡ Παναίρεση; Εἶναι δυνατὸν νὰ χαρακτηρίζει «εὐσεβής» Ἐπίσκοπος τὶς ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου, οἱ ὁποῖες στηρίζονται στὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία, ὡς «σχίσματα καὶ παρασυναγωγές»;

Μιλάει ὁ Ναυπάκτου γιὰ «ἀγάπη καὶ ὁμόνοια καὶ διάλογο», παραθέτοντας μάλιστα ὡς «ἀνάλογο» παράδειγμα τὴν κατάσταση μεταξὺ Α’ καὶ Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «ξεχνάει» ὅμως τεχνηέντως νὰ ἀναφέρει, ὅτι ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες, ὅπως καὶ τὸ θεοσεβὲς πλήρωμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δὲν εἶχαν καμία ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς ἢ αἱρετίζοντες ἐπισκόπους καὶ δὲν θὰ εἶχαν καὶ μ’ αὐτόν, ἄν ζοῦσαν σήμερα. Γι’ αὐτὸ φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, ἐξορίστηκαν, μαρτύρησαν μὲ τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν Πίστη, πρᾶγμα ποὺ φυσικὰ δὲν προτίθεται νὰ πράξει ὁ Ναυπάκτου, μιᾶς καὶ εἶναι δοῦλος τῶν τίτλων, τῶν ἀναγνωρίσεων καὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου. Γι’ αὐτὸν ὁ πατερικὸς ἀντιαιρετικὸς ἀγῶνας καὶ ἡ πατερικὴ διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀποτελεῖ σχίσμα.
Θὰ τοῦ θυμίσουμε μόνο ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ γεγονότα τῆς περιόδου, στὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἀναφέρεται, ἐκείνη μεταξὺ τῆς Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῆς:

Ὁ πατριάρχης Κων/πόλεως Ἀλέξανδρος, ὅταν ἐξαπατήθηκε ὁ Μ. Κων/νος ἀπὸ τοὺς ἀρειανόφρονες, πὼς ὁ Ἄρειος πιστεύει ὀρθόδοξα, καὶ τοῦ ζήτησε να συλλειτουργήσει μὲ τὸν Ἄρειο, ποὺ εἶχε ἀπὸ νόμιμη Σύνοδο Ἐπισκόπων ἀποκατασταθεῖ, ὁ ἅγιος πατριάρχης Ἀλέξανδρος δὲν ὑπήκουσε, ἀλλ΄ ὡς γνωστὸν προσευχήθηκε στο Θεό, ἢ νὰ τὸν πάρει ἀπὸ τὴ ζωὴ γιὰ νὰ μὴν συλλειτουργήσει μὲ τὸν Ἄρειο, ἢ νὰ πάρει ἀπὸ τὴ ζωὴ τὸν Ἄρειο. Καὶ ἡ δέησή του εἰσακούσθηκε. Ὁ Ἄρειος κακὴν κακῶς ἀπέθανε! Πόση ἡ διαφορά! Ὁ Ναυπάκτου ὄχι μόνο κοινωνεῖ μὲ τὸν αἱρετικὸ πατριάρχη Βαρθολομαῖο, ἀλλὰ καὶ προσπαθεῖ νὰ δικαιώσει τὴ κακόδοξη Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, καταδικάζοντας ὡς φανατικοὺς ὅσους σήμερα ἀντιδροῦν καὶ διαφωνοῦν, ὅπως τότε ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος!
Γι’ αὐτὸ καὶ γράφει ὁ «πατερικός» μητροπολίτης γιὰ τὴν γνωστὴ αἱρετικὴ συνοδικὴ φράση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεταιτὴν ἱστορικὴ ὀνομασία τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶὉμολογιῶν» τὸ ἀκόλουθο ἀπίστευτο, ποὺ δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ γράψει κανένας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ ὁποιοσδήποτε εὐσυνείδητος Ὀρθόδοξος (σελ. 732):
«Χρήζει περαιτέρω θεολογικῆς μελέτης, ἑρμηνείας, ἐπεξηγήσεως... ἡ φράση αὐτὴ δὲν ἱκανοποιεῖ οὔτε τοὺς ὀρθόδοξους οὔτε τοὺς ἑτερόδοξους».
Ἂς φανταστοῦμε π.χ. τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο νὰ ἔλεγε ὅτι τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπως ἐκφράστηκε στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ δὲν ἱκανοποιεῖ τοὺς Ἀρειανούς καὶ Πνευματομάχους καὶ χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση!
Ὅσον ἀφορᾶ τὶς ἀπὸ τὸν ἴδιο (στὸ βιβλίο) καὶ ἀπὸ τοὺς αὐλικούς του πολυδιαφημιζόμενες παρεμβάσεις τοῦ Ναυπάκτου Ἱεροθέου στὴν Ψευτοσύνοδο, αὐτὲς δὲν ἀποτελοῦν τίποτα ἄλλο ἀπὸ μία φενάκη γιὰ λόγους συγκαλύψεως καὶ αὐτοπροβολῆς. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται στὴν σελ. 312:
«Ἡ πρώτη παρατήρηση, ὅτι αὐτὸ δὲν ἀφορᾶ τὸν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη, δὲν ὑπάρχει ἀντιδικία μὲ τὸν Μητροπολίτη... Δεύτερον δὲν ἀφορᾶ τὸν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη».
Κι αὐτὰ τὰ λέει ἐνῶ γνωρίζει, τὴν αἱρετικὴ σκέψη τοῦ Περγάμου π.χ. γιὰ τὴν «θεολογία τοῦ προσώπου» (σελ. 326):
«Ὁ δυτικὸς περσοναλισμός, τὸν ὁποῖο ἔχουν ἐγκολπωθῆ πολλοὶ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, συνδέει τὴν βούληση μὲ τὸ πρόσωπο. Αὐτὸ γινόταν ἤδη ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς... Ἐπίσης οἱ Μονοθελῆτες, τοὺς ὁποίους καταδίκασε ἡ ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, συνέδεαν τὴ βούληση-θέληση μὲ τὸ πρόσωπο».
Μὲ αὐτούς, λοιπόν, τοὺς ὁποίους καταδίκασαν οἱ Σύνοδοι, ὁ Ναυπάκτου δὲν θέλει ἀντιδικίες, ἀλλὰ εἰρήνη καὶ κοινωνεῖ μαζί τους, παρουσιάζοντας παράλληλα -ὁ ἀθεόφοβος- ὡς πρότυπα, τὸν Μ. Ἀθανάσιο, τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ καὶ τὸν ἅγιο Σωφρόνιο Ἱεροσολύμων, ποὺ κάθε ἄλλο ἔπραξαν ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πράττει ὁ Ναυπάκτου.
Στὸ δὲ –μέσῳ τῆς ἀνήκουστης ἀποφάσεως τοῦ Πατριαρχείου Κων/πολεως– ἐπίκαιρο θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν ἱερέων καὶ γενικὰ τοῦ γάμου μὲ αἱρετικούς, στὸ ὁποῖο φαίνεται ὁλοκάθαρα ὅτι ἡ ἀδράνεια καὶ ἡ προδοσία τῶν ἐπισκόπων ἄφησε τὴν αἵρεση νὰ ἀλωνίζει, γράφει ὁ ἰανὸς μητροπολίτης:
«Ἐπιφυλάσσομαι ὡς πρὸς τὶς ἐκκλησιαστικὲς συνέπειες τῶν μικτῶν γάμων» (σελ. 373). Καὶ ἐνῶ γράφει αὐτά: «ἐγὼ τουλάχιστον ἔχω κάνει μικτὸ γάμο, μικτούς γάμους» (σελ. 370).
Ποιός τώρα «δουλεύει» πιὸ πολὺ τὸ ἄμοιρο ποίμνιο, ποὺ τὸ πιάνει ναυτία καὶ φόβος ἀπὸ τὴν σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ, μένει ἀνοιχτὸ νὰ ἀπαντηθεῖ: ὁ ἀπαράδεκτος γιὰ μητροπολίτης Ναυπάκτου ἢ αὐτοὶ ποὺ μᾶς τὸν παρουσιάζουν ὡς «εὐσεβῆ», «ὑπερασπιστὴ τῆς Πίστεως», «βαθὺ γνώστη τῶν Ἱερῶν Κανόνων» κλπ.;
Ἕνα εἶναι σίγουρο: Ὁ Ναυπάκτου θὰ ἐκτελέσει πιστὰ καὶ τὴν τωρινὴ ἀπόφαση τοῦ Φαναρίου περὶ γάμου ἱερέων καὶ μετὰ θὰ πεῖ, ὅτι ἐπιφυλάσσεται.
Ὁ Ναυπάκτου εἶναι Οἰκουμενιστὴς —καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς χειρότερους, διότι δρᾶ ὑπογείως— καὶ ὄχι παραδοσιακὸς καὶ εὐσεβής. Γιὰ τοὺς διαρρηγνύοντες τὰ ἱμάτιά τους γιὰ τὴν διαπίστωσή μου, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀντέχουν νὰ δεχθοῦν ὅτι ὁ λόγιος μητροπολίτης-ἴνδαλμά τους ἔχει τόσο ξεπέσει, παραθέτω τὰ ἀκόλουθα ἀπὸ τὸ βιβλίο του γιὰ τὸ ἐρώτημα, τί καὶ ποιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία:
«Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ἤθελα νὰ πῶ καὶ χθές, δὲν πρέπει νὰ πέσουμε στὸν πειρασμὸ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος (σσ. πάλι χωρὶς εἰσαγωγικά) νὰ ἀσχοληθῆ τώρα τί εἶναι Ἐκκλησία(!!!) —εἶναι Ἐκκλησία (οἱ ἑτερόδοξοι), δὲν εἶναι Ἐκκλησία, τί σχέση ἔχουν τὰ Μυστήρια, πῶς δεχόμαστε τοὺς ἑτεροδόξους, γιατὶ θεωρῶ ὅτι εἶναι ἐκτὸς τοῦ θέματος τῆς Ἁγίας καὶ μεγάλης Συνόδου (σσ. πάλι χωρὶς εἰσαγωγικά, σελ. 377).
«Νομίζω, ὅμως, ὅτι (σσ. στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος) δὲν ἐτέθη ποτὲ τὸ θέμα γιατὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφεὶμ εἶχε ἀρνητικὴ ἄποψη... πολλὲς φορὲς ἔθετε τὸ ἐρώτημα: “Νὰ μοῦ πῆτε, εἶναι τὸ Βατικανὸ Ἐκκλησία;” Βεβαίως, ἦταν μία ρητορικὴ ἐρώτηση, γιατὶ ὁ ἴδιος πίστευε (σσ. ἄρα ὁ Ναυπάκτου ὄχι) ὅτι τὸ Βατικανὸ δὲν εἶναι Ἐκκλησία. Πάντως, κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ ἀπαντήση καὶ νὰ πῆ ὅτι τὸ Βατικανὸ εἶναι Ἐκκλησία (!!!)» (σελ. 379).
«Ἀκόμη, πρέπει νὰ γίνει συζήτηση ἀπὸ τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, γιὰ τὸ τί εἶναι οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοὶ σὲ σχέση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποῦ εἶναι κατὰ τὴν ὁμολογία ἡ Μία, Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία (!!!)» (σελ. 381).
Δὲν ξέρει ὁ Ναυπάκτου, τί εἶναι Ἐκκλησία; Δὲν ἔχουν ἤδη ὁρίσει οἱ Πατέρες, τί εἶναι Ἐκκλησία; Δὲν πρέπει μία πραγματικὰ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, ἀνεξαρτήτου θεματολογίας, πάντα νὰ ἐπιβεβαιώνει ὡς συνέχεια τῶν προηγουμένων Συνόδων καὶ ὄχι νὰ ἐπανακαθορίσει, τί εἶναι Ἐκκλησία; Γιατί τὰ λέει αὐτὰ ὁ Ναυπάκτου; Μὰ γιὰ νὰ προετοιμάσει τὸ ἔδαφος στοὺς πιστοὺς καὶ νὰ ἐλαφρύνει τὴν ἀποδοχὴ τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιολογίας ἀπὸ τὸ ποίμνιο. Σὲ αὐτή του τὴν πονηρὴ καὶ κακόβουλη τεχνικὴ ἀνήκει καὶ ἡ διάδοση καὶ μετάδοση τῆς σύγχυσης.
Ἔτσι ἐνῶ γράφει τὰ παραπάνω, μετὰ ἀρχίζει νὰ μιλάει, γιὰ τοὺς Ἁγίους καὶ τὴν ἐκκλησιολογία τους (σελ. 381) καθὼς καὶ γιὰ τὸ ὅτι κατ’ αὐτοὺς οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἀποτελοῦν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀντιθέτως εἶναι, ὡς αἱρετικοί, ἐκτὸς αὐτῆς (σελ. 380). Αὐτὰ ἔλεγαν οἱ Ἅγιοι σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σύγχρονους θεολόγους πρᾶγμα ποὺ τὸ ἔγραψε ὁ Ναυπάκτου καὶ στὸ βιβλίο του στὸ κεφ. «Ὁμολογιακὴ διγλωσσία, ἀσάφεια καὶ σύγχυση» (σελ. 179).
Μὰ αὐτὸς ποὺ εἶναι δίγλωσσος, ἀσαφὴς καὶ προκαλεῖ ἐσκεμμένα σύγχυση εἶναι ὁ Ναυπάκτου! Ἂν συμβαίνει τὸ ἀντίθετο, γιατί ὑπερασπίζει τὴν συζήτηση περὶ τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία, ἀφοῦ οἱ Ἅγιοι εἶναι σαφέστατοι; Γιατί θέλει νὰ προσδιορίσει ἐκ νέου, ποῦ βρίσκονται οἱ ἑτερόδοξοι, ἀφοῦ οἱ Ἅγιοι εἶναι σαφέστατοι; Γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ συζητηθεῖ αὐτὸ στὴν Σύνοδο, ἀφοῦ οἱ Ἅγιοι εἶναι σαφέστατοι καὶ παρερμηνεῖες οὔτε εἶναι δυνατόν, οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ γίνουν;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ Ναυπάκτου, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ «εὐσεβεῖς» συνάδελφοί του, εἶναι δεσπότης, ἕνας μικρὸς Πάπας, ποὺ θεωρεῖ τὴν Ἐκκλησία ἰδιοκτησία του. Δὲν τὴν βιώνει οὔτε θεωρεῖ τὸν Χριστὸ κεφαλή Της (αὐτὸ τὸ κάνει μόνο θεωρητικά), διότι, ἂν ἦταν ἀλλιῶς, ἂν πίστευε τοὺς Ἁγίους (ὅπως τὸ ὅραμα τοῦ ἁγίου πατριάρχου Πέτρου, ποὺ εἶδε τὸν χιτώνα τοῦ Κυρίου ξεσχισμένο ἐξ αἰτίας τῆς τότε αἱρέσεως), θὰ ἔπραττε τὸ ἴδιο ἐξ αἰτίας τῆς σημερινῆς παναιρέσεως καὶ θὰ τὴν ὑπεράσπιζε μέχρι θανάτου. Εἶναι ἐπιστήμονας καὶ θεωρεῖ τὴν Ἐκκλησία πεδίον λαμπρὸν προσωπικῆς ἀναδείξεως καὶ ἀλλοπρόσαλλων σοφισμάτων, διότι ἂν ἦταν ἀλλιῶς, τὰ λόγια του θὰ ἦταν ξεκάθαρα καὶ θὰ στεροῦνταν παρεμηνείας.
Δὲν θὰ ἔγραφε στὴν σελ. 415:
«Ἡ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, ὡς μέλος αὐτοῦ κι ὄχι ὡς παρατηρητής, ἀποτελεῖ ἕναν ἔντονο προβληματισμό. Γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Μέγα Βασίλειο νὰ συμμετέχουν σὲ ἕνα συμβούλιο τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Εὐνομιανῶν, τῶν Μακεδονιανῶν... οὔτε τὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ νὰ συμμετέχη σὲ ἕνα συμβούλιο μὲ τὸν Βαρλαάμ, τὸν Ἀκίνδυνο, τὸν Γρηγορᾶ καὶ τοὺς ὀπαδούς τους γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση διαφόρων κοινωνικῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς τους».
Αὐτὰ τὰ γράφει ὁ ἀσεβὴς μητροπολίτης ὄντας ὁ ἴδιος μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. Προσέξτε, καὶ τὰ γράφει αὐτά, ἐνῶ ξέρει γιὰ τὴν ἀνήκουστη προδοσία τῆς συμμετοχῆς μας στὸ Π.Σ.Ε., ποὺ ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ἔχει ἐκφραστεῖ μὲ ἀφάνταστη δριμύτητα, γράφων:
«Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθή τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποι της, Θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχες, να επιζητούν την οργανωτικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το «Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών»; Αλίμονον, ανήκουστος προδοσία». (π. Ιουστίνος Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, Θεσ/νίκη 1974, σ. 224).
Ἐπειδὴ ὅμως γνωρίζει τὴν ἀνακολουθία του σημειώνει στὴν σελ. 456: «Προσωπικά, ὑποστήριξα τὴν ἄποψη νὰ εἴμαστε παρατηρητές, ὅπως κάνουν οἱ “Ρωμαιοκαθολικοί”».
Καὶ ἐρωτῶ ἐγὼ ὡς μέλος τοῦ ποιμνίου: Θὰ μπορούσαμε νὰ φανταστοῦμε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Μέγα Βασίλειο νὰ συμμετέχουν σὲ ἕνα συμβούλιο τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Εὐνομιανῶν, τῶν Μακεδονιανῶν... (ἢ) τὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ νὰ συμμετέχη σὲ ἕνα συμβούλιο μὲ τὸν Βαρλαάμ, τὸν Ἀκίνδυνο, τὸν Γρηγορᾶ καὶ τοὺς ὀπαδούς τους ὡς παρατηρητὲςγιὰ τὴν ἀντιμετώπιση διαφόρων κοινωνικῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς τους»;
Τὸ ἀντίθετο συνέβαινε. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἔγραψε (Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομέων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ... TLGc, 8. s. 2):
«Ἐμεῖς δὲν ἤλθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, αὐτὴν τὴν ἔχουμε, ἀλλὰ ἤρθαμε γιὰ νὰ συνετίσουμε τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἀντιλέγουν στὴν παραδοθεῖσα ἀληθινὴ πίστη. Ἂν τώρα ἐσεῖς, γράψατε αὐτὰ τὰ δυσσεβῆ, ποὺ φανερώνουν ὅτι δὲν ἔχετε ὀρθὴ πίστη... δὲν μπορεῖτε νὰ λογίζεσθε ὡς ἱερεῖς, ἀλλὰ ἔχετε τὴν ἀνάγκη νὰ κατηχηθῆτε ἀπ’ τὴν ἀρχή».
Ἡ κωμωδία εἰς βάρος τῆς Πίστεως πρέπει νὰ λάβει ἕνα τέλος.
Ἂν ὁ Ναυπάκτου ἦταν ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος, δὲν θὰ ἐνέδιδε σὲ θέματα Πίστεως οὔτε θὰ δεχόταν νὰ ἐξισώνεται μὲ ἕναν αἱρετικό, τὸν Ζηζιούλα, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ κολακεύτηκε ἀπὸ τὰ λόγια ἑνὸς ἄλλου αἱρετικοῦ, τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου(ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ναυπάκτου μᾶς τὰ διασώζει, ὅλος καμάρι, ἐπειδὴ ὁ παναιρετικὸς Πατριάρχης τὸν ἐπαινεῖ, λέγοντας):
«Ἐγὼ προσωπικὰ δὲν εἶμαι θεολόγος καὶ μάλιστα τοῦ ἐπιπέδου τοῦ ἁγίου Περγάμου καὶ τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου. Δὲν μπορῶ νὰ κατέλθω καὶ νὰ εἰσέλθω στὰ βαθειὰ νερά...»(σελ. 653). «…νὰ συνεχιστῆ ἡ παραγωγική, θεολογικὴ συζήτησις μεταξὺ ἐκλεκτῶν καὶ πολυγραφοτάτων θεολόγων,ὅπως εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Περγάμου καὶ ὁ ἅγιος Ναυπάκτου, τοὺς ἐκτιμοῦμε, τοὺς θαυμάζουμε...» (σελ. 654).
«Στὸ τέλος –γράφει ἀλλοῦ ὁ Ναυπάκτου– ὑπογράμμισα ὅτι σέβομαι τὸ Σῶμα τῆς Συνόδου καὶ παρεκάλεσα νὰ γραφῆ στὰ Πρακτικά, ὅτι διαφωνῶ ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτό, ἂν τελικὰ παρέμενε ὡς εἶχε» (σελ. 656).
Θὰ μιλοῦσε ποτὲ ἔτσι (ὡς ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος γιὰ τὸν Ναυπάκτου) ὁ Ἄρειος ἢ ὁ Μακεδόνιος γιὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο ἢ τὸν Μ. Βασίλειο, ποὺ τοὺς πολεμοῦσαν μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις; Καὶ οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ θὰ διέσωζαν τὸ περιστατικὸ κομπορημονοῦντες καὶ εὐχαριστοῦντες τὸν αἱρετικό (ὅπως ἔπραξε ὁ Ναυπάκτου, σελ. 655) ἢ θὰ κοκκίνιζαν ἀπὸ ντροπὴ γιὰ μιὰ τέτοια ἐξίσωση; Ἀντιθέτως ὁ Ναυπάκτου κολακεύτηκε καὶ σταμάτησε νὰ ἀντιλογεῖ στὸν Περγάμου, τὸν ὁποῖο «ἐκτιμᾶ», αὐτοϊκανοποιούμενος μὲ μία σημείωση στὰ Πρακτικὰ καὶ ξεχνώντας καὶ τὸν δάσκαλό του τὸν Ρωμανίδη ποὺ ἀναφέρει τὸ τῆς Συνόδου στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 1672:
«Ὅταν μὲν γὰρ περὶ πίστεως ἢ τῶν πιστευομένων τινῶν πραγμάτων λόγον ἀπαιτούμεθα δεινὸν ἡγούμεθα τὸ ὑποστέλλεσθαι. Ἂν δὲ καὶ ἀσεβείας ἢ αἱρέσεως ἄλλης τινὸς ἐγκαλούμεθα παρ’ ἑτεροδόξων ἀνδρῶν... θερμότερον διεγειρόμεθα πρὸς ἀπάντησιν» (Ἰω. Ρωμανίδη, Κείμενα Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας, τομ. Β’, σελ. 334).
Ὁ Ναυπάκτου δὲν πολεμᾶ· συνηγορεῖ, συμπράττει κολακεύεται καὶ ποιεῖ τὴν νήσσαν, ἀκόμη καὶ ἂν πλαστογραφοῦν τὴν ὑπογραφή του –πρᾶγμα ποὺ σιγά-σιγὰ πρέπει πιὰ νὰ ἀμφισβητεῖται σοβαρά, γιατὶ ὁ Ναυπάκτου λέει μισόλογα (σελ. 427):
«Δήλωσα ἐνώπιον ὅλων τῶν παρόντων ὅτι δὲν θὰ ὑπογράψω τὸ κείμενο αὐτό... χάριν ὅμως τῆς ἑνότητας θὰ ἐπέχω ἀπὸ τὴν περαιτέρω συζήτηση... Βέβαια, στὸ τελικὸ κείμενο ποὺ δημοσιεύθηκε, γράφηκε καὶ τὸ ὄνομά μου ὡς δῆθεν ὑπογράψαντα τὸ κείμενο, προφανῶς διότι ἤμουν μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος»!!!
Ποιός σοβαρὸς ἄνθρωπος μὲ ὑπεύθυνη θέση, πόσο μᾶλλον σὲ θέματα Πίστεως, θὰ δεχόταν μία τέτοια «πλαστογραφία»; Θὰ δεχόταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος νὰ ὑπάρχει ἡ ὑπογραφή τους καὶ μάλιστα «πλαστογραφημένα» σὲ ἕνα συμβούλιο τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Εὐνομιανῶν, τῶν Μακεδονιανῶν...; Αὐτὸς ὅμως ἀντὶ τουλάχιστον νὰ διαμαρτυρηθεῖ, νὰ ἀπαιτήσει τὴν ἀπαλοιφὴ τῆς ὑπογραφῆς του ἀπὸ τὸ κείμενο κατευθείαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, ὄχι μόνο δὲν τὸ τολμᾶ, ἀλλὰ τὸ δικαιολογεῖ κιόλας, ἀποκρύπτοντας μᾶλλον τοὺς πραγματικοὺς λόγους.
Ὅπως ἀποκρύπτει, καὶ σκανδαλωδῶς δὲν ἀναφέρει καθόλου στὸ βιβλίο του, τὰ ἀκριβὰ ξενοδοχεῖα, τὰ πλούσια ἐδέσματα, τὶςκοσμικὲς συναυλίες, τοὺς σωματοφύλακες καὶ πράκτορες ποὺ φρουροῦσαν τοὺς Ἐπισκόπους, τὰ τεράστια ἔξοδα τῆς Ψευτοσυνόδου σὲ μία χώρα ποὺ ἔχει λυγίσει ἀπὸ τὴν κρίση καὶ παιδιὰ πεινοῦν καὶ λιποθυμοῦν στὰ σχολεῖα ἀπὸ τὴν πεῖνα, τὶς συμπροσευχὲς κατὰ τὴν διάρκεια της, τὰ δικτατορικὰ δελτία τύπου καὶ ἄλλα πολλὰ ἐνοχοποιητικά, ποὺ δὲν συμφέρει νὰ εἰπωθοῦν, γιατὶ καταρρίπτουν τὴν ἐπιχειρηματολογία του περὶ σοβαρῆς καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι «Συνόδου».

ς μὴν παίζουμε μὲ τὰ λόγια καὶ τὴν Πίστη. Γιὰ τὸν «ποιμένα» Ναυπάκτου Ἱερόθεο, ταιριάζουν ἐν πολλοῖς καὶ ἰσχύουν τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κελεστίνου, Πάπα Ρώμης (+432) ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸν μὴ καταδικασμένο ἀκόμα ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, αἱρετικὸ Νεστόριο: «Ποῦ ἐστιν ἡ ποιμενικὴ ἐπιμέλεια; σύ, οὐ γὰρ μόνον τροφὴν οὐ παρέχεις ἐν καιρῷ, ἀλλὰ καὶ δηλητηρίῳ ἀναιρεῖς οὓς ἐκεῖνος τῷ ἰδίῳ αἵματι καὶ τῷ ἰδίῳ θανάτῳ ἐκέρδανε. δηλητήριον γὰρ ὑπὸ τοῖς σοῖς χείλεσίν ἐστι ταῦτα ἅπερ καθορῶμεν… Ποῦ ἐστιν ἡ ποιμενικὴ ἐπιμέλεια; ποιμὴν ἀγαθὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν ἰδίων προβάτων, μισθωτὸς δέ ἐστιν, ὃς ταῦτα τοῖς λύκοις καταλιμπάνει καὶ παραδίδωσιτί δὲ σύ, ὦ ποιμήν, ἐνταῦθα πράξεις, ὅτε τὴν δεσποτικὴν ἀγέλην ἀντὶ λύκων αὐτὸς διασπαράττεις; εἰς ποίους λοιπὸν φραγμοὺς ἡ δεσποτικὴ ἀγέλη καταφυγεῖν δύναται, εἰ ἐντὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν περιβόλων τιτρώσκεται; …καὶ τὴν φωνήν μου, φησίν, ἀκούσονται. διὰ τί; ἵνα γένηται μία ἀγέλη. πρὸς τὴν ἐκείνου φωνὴν μία ἀγέλη γίνεται, πρὸς δὲ τὴν σὴν ἢ βλάπτεται ἢ φυγαδεύεται. σκληρόν ἐστιν ἵνα ἐπὶ σοῦ ἁρμόσῃ τὰ ρήματα τοῦ μακαρίου Παύλου ἀπὸ τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων· ἐγώ, φησίν, οἶδα ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἐμὴν ἀναχώρησιν λύκοι βαρεῖς καθ’ ὑμῶν, μὴ φειδόμενοι τῆς ἀγέλης· ἀφ’ ὑμῶν ἀναστήσονται ἄνθρωποι λαλοῦντες διεστραμμένα… τίς γὰρ φέρει διδάσκεσθαι ἐπίσκοπον ὅπως ὀφείλει εἶναι Χριστιανός; ἐπιμελῶς πρόσεχε εἰς οἵαν αἵρεσιν κέκλησαι· προκαλῇ, διαβάλλῃ, κατηγορῇ. τί τούτων ἱερεῖ πρέπει;» («Τῷ ἀγαπητῷ ἀδελφῷ Νεστορίῳ Κελεστῖνος» πάπας Ρώμης, Πρακτικὰ Γ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος, ΤLG, t. 1,1,1, p. 81, l. 8.)
Καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου«Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα,κἂν ἀξιόπιστος ᾖ, κἂν νηστεύῃ, κἂν παρθενεύῃ, κἂν σημεῖα ποιῇ, κἂν προφητεύῃλύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ, προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος…  κἂν ψωμίσῃ τὰ ὑπάρχοντα πτωχοῖς, κἂν ὄρη μεθιστᾷ, κἂν παραδῷ τὸ σῶμα εἰς καῦσιν, ἔστω σοι βδελυκτός. εἴ τις φαυλίζει τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας, οὓς ὁ Χριστὸς παρὼν ἐπλήρωσεν, ἔστω σοι ὡς ὁ ἀντίχριστος» (Ἁγίου Ἰγνατίου, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἥρωνα Διάκονον Ἀντιοχείας, ΒΕΠΕΣ 2, σελ. 330).
«Πᾶς ὁ δυνάμενος λέγων τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ λέγων κατακριθήσεται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ» (Ἰωσὴφ Βρυεννίου, Τὰ εὑρεθέντα ἔργα, τομ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 18).

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου