Ο π. Θεόδωρος Ζήσης περί Όρκου!
Τοῦ θεολόγου Παναγιώτη Σημάτη
Ἔπεσε στὴν ἀντίληψή μας μιὰ ὁμιλία τοῦ π.
Θεοδώρου Ζήση περὶ Ὅρκου (τὴν ἀνάρτησε στὶς 3/3/2015 τὸ ἱστολόγιο
«Θρησκευτικά». http://thriskeftika.blogspot.gr/2015/03/blog-post_85.html
Ἡ ὁμιλία
αὐτὴ ἔγινε μὲ ἀφορμὴ τὴν ἄρνηση μελῶν τῆς νέας κυβερνήσεως νὰ ὁρκιστοῦν, ἀλλὰ
καὶ τὴν στάση ποὺ πῆραν στὸ θέμα οἱ μητροπολίτες Ἄνθιμος Ἀλεξανδρουπόλεως καὶ
Νεκτάριος Ἀργολίδος. Μὲ τὴν ὁμιλία προσπάθησε ὁ π. Θεόδωρος νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ ὅρκος σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις δὲν
εἶναι ἁμαρτία καὶ ἐπιτρέπεται.
Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι, στὴν τοποθέτησή του
αὐτὴ ὁ π. Θεόδωρος, ἐπηρεάστηκε περισσότερο ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ λιγότερο ἀπὸ
θεολογικοὺς λόγους. Γράφει συγκεκριμένα
ὅτι ἡ κατάργηση τοῦ ὅρκου περιλαμβάνεται στὶς κατεδαφιστικὲς τῆς Πίστεως
προσπάθειες ἀθέων πολιτικῶν καὶ ἐκδηλώθηκαν ἀφ’ ὅτου «ἀνέλαβε τὸ ΠΑΣΟΚ» τὴν διακυβέρνηση τῆς χώρας. Ὡς ἐκ τούτου, καὶ ἐναντιούμενος σ’ αὐτὲς τὶς
ἐνέργειες ποὺ λαμβάνουν σάρκα καὶ ὀστὰ καὶ διὰ τῆς νέας κυβερνήσεως, προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσει τὴν συνήθεια τοῦ
ὅρκου, ποὺ ἐξοφθάλμως δὲν στηρίζεται στὸ Εὐαγγέλιο. Πρέπει ὅμως, πολεμώντας πολιτικὲς ἀθεϊστικὲς θέσεις, νὰ φτάνουμε στὸ σημεῖο τῆς ἀποδοχῆς
αντι-Εὐαγγελικῶν θέσεων;
● Σχολιάζουμε ἀρχικὰ τὶς βασικὲς θέσεις καὶ
τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση ὑπὲρ τοῦ ὅρκου,
● Δημοσιεύουμε τὸ μεγαλύτερος μέρος τῆς
ὁμιλίας τοῦ π. Θεοδώρου καὶ τέλος,
● Παραθέτουμε ἕνα μεγάλο μέρος κειμένων
ἀπὸ τὶς θέσεις Ἁγίων Πατέρων καὶ συγχρόνων θεολόγων γιὰ τὸ θέμα τοῦ ὅρκου, ποὺ
δὲν εὐνοοῦν τὶς θέσεις τοῦ π. Θεοδώρου.
Ἐν πρώτοις ὁ π. Θεόδωρος δὲν ξεκινᾶ,
διαπραγματευόμενος τὸ θέμα του, ἀπὸ τὶς θέσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ μᾶς λέγει
εἰσαγωγικὰ ὅτι «δὲν ὑπῆρχε
καμία ἀμφισβήτηση καὶ συζήτηση γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ ὅρκου τὴν περίοδο τῆς
ἱδρύσεως τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους. Ἀκόμα καὶ στὰ Συντάγματα τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων
ὑπάρχει ὅρκος. Καὶ οἱ Ἀγωνιστὲς τοῦ Εἰκοσιένα, πρὶν γίνει κράτος, ὁρκίζονταν». Ἔτσι, λοιπόν, παρότι αὐτὸ ἔγινε κατὰ παράβασιν τῶν λόγων τοῦ Κυρίου καὶ τῆς
ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως, ὅμως, ἐφ’ ὅσον «καθιερώθηκε» στὸ
νεοελληνικὸ κράτος «ὁ
θρησκευτικὸς ὅρκος καὶ δὲν δημιουργοῦσε
πρόβλημα συνειδήσεως σὲ κανέναν, διότι ἦταν κάτι ἐξαιρετικό» καί, ἀφοῦ ἡ πολιτεία μπορεῖ νὰ «μᾶς ἀπαιτήσει μιὰ δυὸ φορὲς στὴ ζωή μας, σὲ σταθμοὺς
ζωῆς, νὰ ὁρκιστοῦμε, ἐκεῖ», δηλαδὴ σ’ αὐτὲς τὶς
μιά-δυὸ περιπτώσεις, ἀποφαίνεται ὅτι «δὲν ὑπάρχει θέμα ἁμαρτίας καὶ
θέμα συνειδήσεως»!
Γράφει: «Ἂς τὸ πῶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι ἡ ἀπαγόρευση ἡ ἀπόλυτη ποὺ ὑπάρχει στὸ
Εὐαγγέλιο», αὐτὴ «δημιουργεῖ τὸ
πρόβλημα, τὸ “μὴ ὀμόσαι ὅλως”»! «Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δὲν
ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο... Ὁ Χριστός... πῆρε αὐτὴν τὴν αὐστηρὴ θέση, ἡ ὁποία, ὄχι
(ὅτι) δημιουργεῖ τὸ
πρόβλημα, (ἀλλ’) ἡ ὁποία μᾶς κάνει νὰ ἔχουμε προβλήματα γύρω ἀπὸ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ
ὅρκου».
Νά, λοιπόν, ποὺ ὁ Χριστὸς δημιούργησε
το πρόβλημα! Δὲν λύνει μόνο τὰ προβλήματα, ἀλλὰ μᾶς κάνει νὰ ἔχουμε προβλήματα!!
Δὲν ἤξερε ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς τὸ παρουσιάσει πιὸ ...ἀνώδυνο, ὥστε νὰ μὴ μᾶς
δημιουργεῖ προβλήματα!
Συνεχίζει: «Ἐγὼ ἔχω πάρει θέση συνειδησιακά... Ὁ ἅγιος Νεκτάριος
(π.χ.) πῆρε πτυχίο τῆς θεολογικῆς σχολῆς καὶ ὁρκίστηκε καὶ πολλοὶ ἄλλοι Ἅγιοι
Γεροντάδες ποὺ πῆραν πτυχίο καὶ ὁρκίστηκαν, δὲν προβληματίζονταν.
Δὲν ξέρουμε ἄν, καὶ πόσο ἀπροβλημάτιστα
οἱ παραπάνω ὁρκίστηκαν, ἀλλὰ ἀσφαλῶς, δὲν πρέπει νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς μας
ὅτι, μιλώντας ὁ π. Θ.Ζ. γιὰ ὅρκο καὶ γιὰ πτυχίο θεολογικῆς σχολῆς, ἀναφέρεται
στοὺς δυὸ τελευταίους αἰῶνες. Κι ἂν ἐπικράτησε μιὰ κακὴ ἀντι-Εὐαγελικὴ
συνήθεια, πρέπει νὰ τὴν διαιωνίσουμε;
Καὶ συνεχίζει: «Καὶ δὲν εἶναι ἁμαρτία νὰ δώσεις τὸν ὅρκο, διότι ὑπάρχει μία θέσις μέσα
ἐδῶ στὸ Εὐαγγέλιο, στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, ἡ ὁποία οὐσιαστικῶς λύει τὸ
θέμα, ...ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ἀκόμα καὶ Ἀπόστολοι ὁρκίζονται». Καὶ ἐρωτᾶ: «Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπικαλεῖται ὡς
μάρτυρα τὸ Θεό, δὲν ἐγνώριζε αὐτὴν τὴν ἀπαγόρευση τοῦ Κυρίου; Τὸ “μὴ ὀμόσαι
ὅλως”»;
Ὁ
ἱ. Χρυσόστομος, πολλὲς φορὲς χρησιμοποιεῖ καὶ ἀναλύει τὴν λέξη «μάρτυς» ποὺ
χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος· δὲν εἴδαμε κάπου, ὅμως, νὰ ἑρμηνεύει τὴν λέξη αὐτὴ
μὲ τὸ «ὁρκίζομαι», ἀλλὰ ἁπλῶς μὲ αὐτὸν ποὺ κάτι πιστοποιεῖ, βεβαιώνει κάτι ποὺ
μάλιστα ἤδη
ἔχει γίνει, κι ὄχι γιὰ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ πραγματοποιήσει κάποιος κάτι ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχει γίνει: ὅπως
π.χ. στὴν πρώτην Πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή, τὴν φράση «ὁ
Θεὸς μάρτυς», ἑρμηνεύει: «καλεῖ μάρτυρα».
Ἂς
δοῦμε μιὰ σχετικὴ ἐπὶ τοῦ θέματος θέση τοῦ Μ. Βασιλείου:
«Ὤμοσε Κύριος, καὶ οὐ μεταμεληθήσεται. Οὐχ ὅτι Θεὸν εἰς
μαρτυρίαν τῶν λαλουμένων πιστοποιούμενον αὐτοῦ τὴν ἀμφιβολίαν παρήγαγεν, ἀλλ'
ὅτι ἀτρέπτοις καὶ ἀκινήτοις δόγμασι τὴν τῆς ἐπαγγελίας χάριν τῷ Δαβὶδ
ἐβεβαίωσεν. Οὕτως οὖν καὶ ἐνταῦθα δυνατὸν εἰρῆσθαι· Ὁ ὀμνύων τῷ πλησίον αὐτοῦ·
τουτέστι, διαβεβαιούμενος τῷ πλησίον,
καὶ οὐκ ἀθετῶν· ἵνα ᾖ σύμφωνον τῷ παρὰ τοῦ Κυρίου εἰρημένῳ, τῷ, Ἔστω δὲ ὑμῶν
ὁ λόγος, ναὶ ναί, καὶ οὒ οὔ. Περὶ τῶν
τοιούτων πραγμάτων διαβεβαιούμενος κατάνευε· καὶ περὶ τῶν μὴ ὄντων, κἂν
πάντες ἄνθρωποι παρακαλῶσι, μὴ συμπεισθῇς ποτε παρὰ τὴν τῆς φύσεως
ἀλήθειαν διαβεβαιώσασθαι. Οὐ γέγονε τὸ
πρᾶγμα, ἄρνησις ἐπακολουθείτω· γέγονε τὸ πρᾶγμα, συγκατάθεσις διαβεβαιούτω... Εἰσὶ
δέ τινες λόγοι, σχήματα μὲν ὅρκων ἔχοντες, οὐχ ὅρκοι δὲ ὄντες, ἀλλὰ θεραπεία
πρὸς τοὺς ἀκούοντας... Καὶ ὁ Ἀπόστολος τὴν πρὸς Κορινθίους ἀγάπην ἑαυτοῦ
παριστῶν, ἔφη· Νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν, ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Οὐ γὰρ
παρήκουσε τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας ὁ τὸ Εὐαγγέλιον πεπιστευμένος,
ἀλλὰ λόγον ψιλὸν ἐν σχήματι παρέδωκεν
ὅρκου, τὴν ἐπ' αὐτοῖς καύχησιν ὡς
τοῦ παντὸς αὐτῷ ἀξίαν οὖσαν διὰ τοῦ τοιούτου τρόπου δεικνύς» (Μ.
Βασιλείου, Εἰς τὸν ΙΔ΄ Ψαλμόν, PG
29, 261Β-C).
Καὶ
ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «ἀπαντώντας στὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
χρησιμοποιοῦσε τὸν ὅρκο, τονίζει ὅτι οἱ φράσεις αὐτὲς δὲ συνιστοῦν ὁρκοδοσία
ἀλλὰ “βεβαίωση ἀράγιστη γιὰ τόσο μεγάλα πράγματα”» (Κωστοπούλου Κυρίλου, ἀρχιμ., Ὁ Ὅρκος κατὰ τοὺς Ἱ. Κανόνες καὶ τὴν
Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση, σελ. 29-30):
«Β.
Καὶ Παῦλος ὤμνυ, φασί. Α. Τίς τόδ' εἶπέ σοι· Ὡς λῆρος ἦν τις! Β. «Μάρτυς Θεός
μοι,» καί, «Θεὸς τόδ' ἱστορεῖ,» Ταῦτ' οὐκ ἦν ὅρκου; Α. Καὶ τίνος; Πίστωσις ἐστι
τοῖς τοσούτοις ἀῤῥαγής».
Καὶ
ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «"Μάρτυς γάρ μου ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ λατρεύω ἐν τῷ πνεύματί
μου". Ἐπειδὴ περὶ ἀδήλου πράγματος ἦν αὐτῷ ὁ λόγος, τοῦτο δὲ ἦν ἡ ἀγάπη ἡ εἰς
αὐτοὺς ἀνθρώπους μηδὲ εἰδότας αὐτόν· τούτου χάριν τὸν Θεὸν ἐπὶ τοῦ πράγματος
τούτου μάρτυρα καλεῖ... Ἐπειδὴ πολλὴν εἶπεν ἔχειν εἰς αὐτοὺς ἀγάπην, ὡς μηδαμοῦ
αὐτοὺς παραλιπεῖν, μὴ ἐν δεσμοῖς ὄντα, μὴ ἐν ἀπολογίᾳ, τούτου χάριν μάρτυρα ἐπὶ
τοσούτῳ πράγματι ἐπικαλεῖται τὸν Θεόν» (Ἰωάννου
Δαμασκηνοῦ, Εἰς Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολήν).
Ὁ
Νικηφόρος Θεοτόκης γράφει: «Καὶ φαίνεται μὲν ὁ λόγος οὗτος, “ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν
ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν”, ὅτι εἶναι ὅρκος, πλὴν οὐκ ἔστιν ὅρκος, ἀλλὰ τρόπος βεβαιωτικῆς μαρτυρίας συνήθης αὐτῷ καὶ
ὅμοιος τῷ ”ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς
συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ” (Ρωμ. θ΄ 1)» (Νικηφόρου
Θεοτόκη, Κυριακοδρόμιον, Ἑρμηνεία εἰς τὰς Περικοπὰς τῶν Ἀποστόλων, ἐκδ.
«ΖΩΗ», 1930, σελ. 261-262).
Καὶ
σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Θεοτόκης γράφει: «Καὶ εἶπε μὲν ὁ Παῦλος ὅτι “ὁ Θεὸς
ὤμωσε καθ’ ἑαυτοῦ”... ἆρά γε δὲ πρέπον ἐστὶν ἵνα ἐκλάβωμεν τὸ “ὤμοσε” κατὰ τὴν
σημασίαν τῆς λέξεως καὶ πιστεύσωμεν ὅτι ὁ Θεὸς ἐποίησεν ὅρκους, ἀκούοντες ὅτι ὁ
αὐτὸς Θεὸς εἶπεν· “Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως”; ...Φαίνεται ὅτι τὸ “ὤμοσεν” ἐρρέθη περὶ τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τὸ
“ἐνεφύσησε” ...καὶ τὰ τούτοις ὅμοια, πρὸς κατάληψιν δηλονότι τοῦ ἀσθενοῦς ἡμῶν
νοός» (στὸ ἴδιο, σελ. 577).
Ἀλλὰ καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει σχετικά:
«Οὐ γὰρ ὡς ἄνθρωπος ὀμνύει
Θεός, ἀλλ' ἡμῖν ὁ λόγος αὐτοῦ ἀντὶ ὅρκου πρὸς ἀλήθειαν γίνεται. Ἀνθρώποις δὲ λαλῶν ὀμνύναι λέγεται, καὶ τοῦτο ἀνθρωπικώτερον λαλούντων τῶν ἁγίων· ἵνα
ἀφ' ὧν αὐτοὶ λέγοντες ἀξιοῦσιν, ἀπὸ τούτων αὐτοὶ πιστεύσωσι τῷ λαλοῦντι Θεῷ. Ὡς
γὰρ ἀνθρώπων τὸν λόγον ὅρκος βεβαιοῖ, οὕτως ἃ λαλεῖ ὁ Θεὸς ἀνθ' ὅρκου λογιζέσθω
διὰ τὸ βέβαιον καὶ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ... “Κατ' ἐμαυτοῦ ὤμοσα”. Τοῦτο δὲ οὐχ ὅρκος ἐστίν. Οὐδὲ γὰρ κατά
τινος ὤμοσεν, ὅπερ ἴδιόν ἐστιν ὅρκου·
ἀλλὰ καθ' ἑαυτοῦ, ὅπερ τὴν τοῦ ὅρκου ὑπόνοιαν ἐκφεύγει, καὶ ἐν ᾧ σημαίνει τὸ
βέβαιον τῆς ἐπαγγελίας, καὶ τὸ χρῆναι πάντως πιστεῦσαι τὸν ἀκούοντα» (Μ.
Ἀθανασίου, Εἰς τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὸν Σταυρόν).
Ὁ Κύριος εἶπε «μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ
οὐρανῷ... μήτε ἐν τῇ γῇ, ...μήτε εἰς Ἱεροσόλυμα,... μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου
ὀμόσῃς... ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ
πονηροῦ ἐστιν» (Ματθ. 5, 33-37),
διότι, ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ ὅρκος ποὺ ἔδιναν στὰ
παραπάνω, τὰ θεοποιοῦσε. Οἱ Ἀπόστολοι, λοιπόν, δὲν ὁρκίστηκαν σὲ τίποτα ἀπ’
αὐτὰ ποὺ ἀπαγόρευσε ὁ Κύριος, οὔτε παλάμιασαν κάποιο Εὐαγγέλιο. Ὁ λόγος τους
εἶχε τὴν ἔννοιαν τῆς βεβαιώσεως, τῆς μαρτυρίας.
Καὶ γιὰ νὰ στηρίξει αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὸν ὅρκο
ὁ π. Θ.Ζ. ἐπικαλεῖται καινοφανῆ ἀντι-Ἁγιογραφικὰ ἐπιχειρήματα ἀπὸ ὁμιλία τοῦ
μητροπολίτη Φθιώτιδος Νικολάου, ποὺ εἶπε: «ὁ ὅρκος ἔχει τὸ νόημα,
ὅτι ἀναγνωρίζουμε πὼς ἡ ὑψίστη αὐθεντία στὸν κόσμο εἶναι ὁ Θεός... Δηλαδή
οὐσιαστικῶς (ὁ ὅρκος)
εἶναι μία ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ(!) κι ἕνας σεβασμὸς πρὸς τὸν Θεό, τὸ νὰ
λέμε ὅτι ἐγὼ ὁρκίζομαι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου καὶ ὁμοουσίου Τριάδος,
ἀναγνωρίζω πὼς πάνω ἀπὸ ὅλα εἶναι ὁ Θεός»!!! Ἂν εἶναι δυνατὸν ἕνας Ἐπίσκοπος νὰ χρησιμοποιεῖ αὐτό, τὸ
ἐναντιούμενο στὸν λόγο τοῦ Κυρίου ἐπιχείρημα, καὶ ἕνας πρωτοπρεσβύτερος νὰ τὸ
υἱοθετεῖ! (Καὶ «Θρησκευτικὰ» ἱστολόγια νὰ τὸ προβάλλουν!).
Ὁ Χριστός, λοιπόν, ἀπαγορεύει ἀπολύτως
τὸν ὅρκον, ἀλλ’ ὁ π. Θ.Ζ. διδάσκει ὅτι πρέπει νὰ ὁρκιζόμαστε! Οἱ Ἅγιοι θεωροῦν
ἁμαρτία τὸν ὅρκον, ἀλλ’ ὁ π. Θ.Ζ. διδάσκει ὅτι πρέπει νὰ ὁρκιζόμαστε, διότι μὲ
τὸν ὅρκο ἀναγνωρίζουμε τὸ μεγαλεῖο τοῦ
Θεοῦ, ὁ ὅρκος δείχνει σεβασμὸ πρὸς τὸν Θεό!!! Ὁρκιζομενοι, ἀναγνωρίζουμε
«πὼς ὁ Θεὸς εἶναι τὸ μεγαλύτερο, τὸ ὑψηλότερο πρᾶγμα»!
Γράφει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Ἐκτησάμην χρυσίον, ἀργύριον, ἱματισμόν· ἐποίησά μοι κήπους, ἀμπελῶνας,
ὑδραγωγούς· καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης, καὶ προαίρεσις τοῦ πνεύματος. Ὁ ἐπὶ τούτων τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ γλώσσης
φέρων, ἐπὶ ματαιότητι λαμβάνει τὸν ὅρκον καὶ ἐπ' ἀδίκῳ. Καὶ αὖθις ὁ Κύριος· Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, μὴ ὀμόσαι
ὅλως·
καὶ ὁ αὐτοῦ μαθητὴς Ἰάκωβος· Πρὸ
πάντων, ἀδελφοί, μὴ ὀμνύετε. Ὥσπερ οὖν ἐστιν ἐντολή, μὴ φονεύσῃς,
μὴ ἀδικήσῃς· οὕτω καὶ τό, μὴ ὀμόσῃς»
(Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν ΡΙΗ΄ Ψαλμόν).
Κι ἂν διδάξεις, πάτερ, ὅτι μὲ τὸν ὅρκο
εἶναι σὰν νὰ ἀναγνωρίζουμε τὸ Θεὸ ὡς τὸ Ὕψιστον Ὄν, στὴν συνέχεια μὲ ποιό
θεολογικὸ ἐπιχείρημα θὰ ἀπαγορεύσεις τὸν ὅρκο στὶς καθημερινές μας σχέσεις; Ὅλοι θὰ πρέπει τότε νὰ ὁρκίζονται,
ἀφοῦ θὰ ...δοξάζουν ἔτσι τὸν Θεόν, ἀσχέτως ἂν δυσκολότατα θὰ ἀποφεύγουν τὴν
ψευδορκία ἢ τὴν ἐπιορκία, ὁπότε θὰ ντροπιάζουν τὸν Θεό! Ἀλλὰ σ’ αὐτὴν τὴν
περίπτωση, ποῦ στέκουν τὰ «ἐπιχειρήματα» τοῦ Κυρίου ἐναντίον τοῦ ὅρκου;
Καὶ δὲν ὑφίσταται, ἄραγε, ἡ ἐπιορκία (ἀφοῦ παραδέχεσαι ὅτι γι’ αὐτὸ
κατήργησε τὸν ὅρκο ὁ Κύριος, γιὰ νὰ σταματήσει τὴν ἐπιορκία), ὅταν ὁρκίζονται
οἱ ἄνθρωποι μόνο στὶς μιά-δυὸ ἐξαιρετικὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς τους; Ἢ μήπως
σέρνουν σὲ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη κοινωνικὴ καὶ ὑπαλληλική τους ζωὴ τὸ ἁμάρτημα τῆς
ἐπιορκίας, ἀφοῦ θὰ ὑπάρξουν πάμπολλες περιπτώσεις παραβάσεως τοῦ ὅρκου ποὺ
ἔδωσαν; Καὶ μήπως, πάτερ, ἐκεῖνος μὲν ποὺ καθημερινῶς ὁρκίζεται, κάνει μιὰ μόνο
ἁμαρτία ‒ἐκείνη τοῦ ὅρκου‒ καὶ πιθανὸν νὰ ὁρκίζεται τὴν ἀλήθεια (ἄρα νὰ μὴν ψευδορκεῖ,
-οὔτε ἐπιορκεῖ), ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ὁρκίζεται ὡς ὑπάλληλος ἢ ὡς Ὑπουργὸς καὶ
Πρωθυπουργός, ἁμαρτάνει διπλὰ ἐπὶ
ἔτη πολλά, καὶ α) ἐπειδὴ ὁρκίστηκε, καὶ β) ἐπειδὴ πλεῖστες ὅσες φορές, ἀκόμα
καὶ καθημερινὰ θὰ παραβεῖ τὸν ὅρκο του, δηλαδὴ θὰ εἶναι ἐπίορκος; Καὶ ἔτσι, στὰ
ὑπόλοιπα χρόνια, αὐτὸν τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς ἔδωσε Ἐντολὴ νὰ μὴ ὁρκιζόμαστε, μὲ τὴν
σίγουρη ἐπιορκία μας ‒ἰδίως οἱ πολιτικοί, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ πτυχιοῦχοι‒ τὸν
προσβάλλουμε καθημερινῶς, τὸν εἰρωνευόμαστε καὶ τὸν ἐξευτελίζουμε,
ἀποδεικνύοντας ὅτι δὲν τὸν ὑπολογίζουμε, ὅτι παίξαμε θέατρο γιὰ νὰ πάρουμε μιὰ ὑπαλληλικὴ
θέση, ἀφοῦ σχεδὸν κανεὶς δὲν κατορθώνει νὰ τηρήσει ἀπόλυτα τὸν ὅρκο του,
ἀσεβώντας ἔτσι στὸν Θεό!
Γράφει ὁ Μ. Φώτιος: «Ὁ γὰρ πάντα πρὸς σωτηρίαν ἡμῶν καὶ πράττων καὶ παραινῶν
Χριστὸς ὁ Θεός, τὸν ὅρκον ὡς ὄντα τῆς ἐπιορκίας πύλην τῆς ἀνθρωπίνης ἀποκλείων πολιτείας
φησὶν “ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, μὴ ὀμόσαι ὅλως”» (Μ. Φωτίου, Διήγησις περὶ τῆς τῶν Μανιχαίων ἀναβλαστήσεως, Λόγος
Β΄, PG102, 105Α).
Καὶ ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Δεύτερον,
καὶ τοῦ λαμβάνοντος τὸν ὅρκον τὸ αὐτὸ ἔγκλημα, εἰ ὑπὲρ συναλλαγμάτων διαφερόμενος, (σ.σ. καὶ θέσεων ὑπαλληκικῶν) τὸν Θεὸν
ἕλκοι πρὸς τὴν ἐγγύην, καὶ λέγοι μὴ ἀφίστασθαι, εἰ μὴ ἐκεῖνον λάβοι. Ὢ τῆς
ὑπερβαλλούσης ἀναισθησίας, ὢ τῆς ὕβρεως!
σκώληξ καὶ γῆ καὶ σποδὸς τυγχάνων
καὶ καπνὸς, τὸν Δεσπότην σου ἕλκεις εἰς
ἐγγύην, κἀκεῖνον ἀναγκάζεις λαβεῖν» (Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Ὑπόμνημα
εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ὁμιλία Θ΄).
Νά, τί λέγει καὶ ὁ π. Δανιήλ Ἀεράκης:
«Δέν μπορεῖ ἄνθρωπος γιά ἀνθρώπινες ὑποθέσεις, γιά ἀνθρώπινες
ὑποχρεώσεις, γιά ἀνθρώπινα συμφέροντα, γιά ἀνθρώπινες ὑποψίες, νά ἐπικαλῆται ὡς
μάρτυρα τόν Θεό! Ποτέ ὁ τέλειος Θεός δέν εἶναι δυνατόν (καί μάλιστα ἐκ τῶν
προτέρων) νά βεβαιώνη ἀνθρώπινα πράγματα, πού ὁπωσδήποτε ἔχουν τή σφραγῖδα τῆς
ἀτελείας.
Ὁ Τέλειος θά βεβαιώνη ἀτέλειες ἀνθρώπινες; Αὐτό εἶναι
ἀδιανόητο. Καί ἑπομένως ὅποιος ὁρκίζεται στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀκούσια τίς
περισσότερες φορές, κατεβάζει τόν Θεό
στά μέτρα του καί στά... μοῦτρα του!» (Δανιήλ
Ἀεράκη, ἀρχιμ., Ποῦ βρέθηκε τόση ἀθεΐα;).
Τὴν παραπάνω θέση τοῦ Φθιώτιδος ὁ π.
Θεόδωρος, προσπαθεῖ νὰ τὴν στηρίξει στὸν ἀπ. Παῦλο καὶ γράφει: «Κι αὐτὸ δὲν εἶναι ἀβάσιμο. Ὑπάρχει, ὅπως σᾶς εἶπα,
στὴν Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅπου λέγονται τὰ ἑξῆς: “Τῷ
γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ' οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε
καθ' ἑαυτοῦ”. Καὶ στὴν συνέχεια λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “ἄνθρωποι μὲν κατὰ
τοῦ μείζονος ὀμνύουσι”. Δηλαδὴ τὸ νὰ κάνεις ἕνα θρησκευτικὸ ὅρκο στὸν Θεό,
ἀναγνωρίζεις πὼς ὁ Θεὸς εἶναι τὸ μεγαλύτερο, τὸ ὑψηλότερο πρᾶγμα».
Ὡραῖα ἑρμηνεία! Πρῶτον, αὐτὸς ὁ «ὅρκος» τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀβραάμ, ποὺ ἀναφέρει ὁ Παῦλος, παρουσιάζεται ὡς γεγονὸς ποὺ συνέβη στὴν Π. Διαθήκη, ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου καί, ἄρα, δὲν μπορεῖ νὰ τεθεῖ ὡς πρότυπο πρὸς μίμηση μετὰ τὴν ἀπαγόρευση τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἐπιτρεπόταν ὁ ὅρκος καὶ δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα νὰ ἀποδίδουν οἱ συγγραφεῖς της μιὰ ἀνθρώπινη κατάσταση στὸ Θεό. Πρόκειται δηλαδή, γιὰ μιὰ ἀνθρωποπαθῆ ἔκφραση ποὺ ἀποδίδεται στὸ Θεό, ὅπως τοῦτο γίνεται καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις, ὅταν π.χ. ἡ Γραφὴ λέει ὅτι ὁ Θεὸς περπατᾶ, θυμώνει κ.λπ. Καὶ δεύτερον οἱ Πατέρες λέγουν (ὅπως φαίνεται στὰ κείμενά τους που δημοσιεύουμε) ὅτι ὁ ὅρκος τοῦ Θεοῦ οὐσιαστικὰ δὲν εἶναι ὅρκος, διότι δὲν ὁρκίζεται σὲ κάποιον ἀνώτερό Του, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἀνώτερος τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ὁ πραγματικὸς ὅρκος, ἀπαιτεῖ τὴν ὕπαρξη κάποιου ἀνωτέρου.
Τὸ «σὺ εἶπας» τοῦ Κυρίου, ἀκόμα κι ἂν τὸ θεωρήσουμε ὡς ὅρκο, δὲν εἶναι οὐσιαστικὰ ὅρκος (ὅπως πάλι ἀναφέραμε), ἀφοῦ ὁ ὅρκος δίδεται σὲ ἀνώτερο καὶ γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ὑπάρχει ἀνώτερός Του, ἀλλὰ «ὀμνύει καθ’ ἑαυτοῦ». «Ὥσπερ γὰρ ὁ Πατὴρ ὤμοσεν, οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς ὀμνύει καθ' ἑαυτοῦ, λέγων, Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν. Ἐνταῦθα αὐτοὺς ἀναμιμνήσκει ἐκείνων τῶν ὅρκων τῶν τοῦ Χριστοῦ, ὧν συνεχῶς ἔλεγεν, Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα (Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Ἑρμηνείας
Εἰς
τὴν
πρὸς
Ἑβραίους
Ἐπιστολήν, ἐκτεθεῖσα
ἀπὸ
σημείων
μετὰ
τὴν
κοίμησιν
αὐτοῦ, παρὰ
Κωνσταντίνου
πρεσβυτέρου
Ἀντιοχείας»).
Στὴν συνέχεια ἐπικαλεῖται ὁ π. Θ.Ζ. πανεπιστημιακοὺς
δασκάλους, ὅπως τὸν ἀείμνηστο Τρεμπέλα, τοὺς ὁποίους θέτει οὐσιαστικὰ πιὸ πάνω
ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο! Εἶπε ὁ π.
Θεόδωρος:
Γράφει ὁ Τρεμπέλας ὅτι «ὡρισμένοι ἑρμηνευταὶ» ὅπως ὁ ἱ. Χρυσόστομος, δέχονται τὴν «ἀπόλυτη ἄρνηση» τοῦ ὅρκου, θεωρήσαντες «ὅτι διὰ τῆς Ἐντολῆς του ταύτης ὁ
Κύριος, ἀπαγορεύει πάντα ὅρκον εἰς τοὺς Χριστιανούς. Καὶ θέτει τώρα τὸ πρόβλημα
σωστά ὁ καθηγητὴς Τρεμπέλας Καὶ συμπληρώνει (ὁ Τρεμπέλας):
“ἀλλ’ ὁ Παῦλος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
ἐθεώρησε τοὺς ὅρκους ὡς ἁμαρτίαν”»(!).
Διότι, ἐφ’ ὅσον βρισκόμαστε
στὸν σύγχρονο κόσμο ποὺ «τὸ
ψεῦδος ἐξακολουθεῖ νὰ χρησιμοποιεῖται τόσο συχνά, καθίσταται ἐνίοτε ἀναγκαία ἡ χρῆσις τοῦ ὅρκου, διὰ
τοῦτο δὲ καὶ ἐπιτρέπεται αὕτη».
Ἄρα, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ π. Θ.Ζ., οἱ
Ἅγιοι ἔκαναν λάθος, ἐνῶ ὁ Τρεμπέλας (καὶ αὐτὸς μαζί του) ἀνακάλυψαν μετὰ ἀπὸ
τόσους αἰῶνες τὸ σωστό! Ὅμως, ὁ π. Κύριλλος Κωστόπουλος γράφει, πὼς τέτοιες
θέσεις ἀπηχοῦν Προτεσταντικὲς ἀπόψεις:
«Πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ὑπάρχουν μελετητές (Φαρμακίδης,
Τρεμπέλας, Ἀνδροῦτσος, Δημητρόπουλος), οἱ ὁποῖοι συνηγοροῦν στὴν ἄποψη προτεσταντῶν θεολόγων ὅτι ἡ ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου στὴν Καινὴ
Διαθήκη δὲν εἶναι ἀπόλυτη. Τολμοῦν
νὰ ἰσχυρίζωνται ὅτι οἱ ἀπαντητικοὶ λόγοι τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου “σὺ εἶπας”
(Ματθ. 26, 64), ὅταν ἀνεκρίνετο ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα, ἐπέχουν θέση ὅρκου, σύμφωνα
μὲ τὰ κρατοῦντα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Σαφῶς ἡ ἀπάντηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου δὲν
ἠμπορεῖ νὰ ἐκληφθῆ ὡς ὅρκος». Κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο «...ὁ
Χριστὸς εἶπε “σὺ εἶπας”· ἀντὶ τοῦ τὸ σὸν ὡμολόγησε στόμα λοιπόν» (Ὑπόμνημα εἰς τὸν Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον, PG 72, 460A-B). Τὸ “σὺ εἶπας” τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελεῖ κεκαλυμμένη κατάφαση στὸ ἐρώτημα ἂν
εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διότι στὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶχε δώσει ἀπάντηση ὁ
Θεάνθρωπος Κύριος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τριετοῦς δημοσίου διδασκαλίας Του...
Ἐξάλλου τὸ ἴδιο εἶχε μόλις ἀπαντήσει καὶ στὴν ἐρώτηση τοῦ Ἰούδα..., μὴ θέλοτας
νὰ δώσει ξεκάθαρη ἀπάντηση, ἀλλὰ ταυτόχρονα χωρὶς νὰ ἀποκρύψη μία πασιφανῆ
ἀλήθεια» (Κωστοπούλου Κυρίλου, ἀρχιμ., Ὁ
Ὅρκος κατὰ τοὺς Ἱ. Κανόνες καὶ τὴν Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση, σελ. 25-26, ὑποσ.
61).
Δηλαδή, π. Θεόδωρε ‒γιὰ νὰ καταλάβουμε‒
ἐνῶ ξεκινήσατε νὰ μᾶς πεῖτε ὅτι ΜΟΝΟ
μιά-δυὸ φορὲς στὴ ζωή μας καὶ σὲ
«θέματα ζωῆς» μποροῦμε νὰ ὁρκιστοῦμε χωρὶς νὰ ἁμαρτάνουμε, καταντήσατε νὰ
ὑποστηρίξετε ‒γιὰ νὰ στηρίξετε τὴν ἀστήρικτη αὐτὴ θέση σας‒ τὴν ἀπαράδεκτη θέση
ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν θεωρεῖ τὸν ὅρκον ὡς ἁμαρτία, ἐναντιούμενος (ὁ
Παῦλος) στὸν Χριστὸ καὶ πάντες τοὺς Ἁγίους ποὺ τὸν θεωροῦν ἁμαρτία;
Ὁ Κύριος, λοιπόν, π. Θεόδωρε, δὲν γνώριζε ὅτι βρισκόμαστε σὲ ἕνα τέτοιο κόσμο, στὸν ὁποῖον «καθίσταται ἐνίοτε ἀναγκαία ἡ χρῆσις τοῦ ὅρκου», ὥστε νὰ μὴν νομοθετήσει μὲ ἀπόλυτο τρόπο τὴν ἀπαγόρευσή του; Ὁ Κύριος μᾶς δημιούργησε πρόβλημα με τὴν ἀπόλυτη ἀπαγόρευση; Κι ἔρχεται ὁ Τρεμπέλας, οἱ συνάδελφοί σας Ἀκαδημαϊκοὶ δάσκαλοι κι ἐσεῖς, νὰ τὸν διορθώσετε ἀποφαινόμενοι ὅτι καθίσταται «ἐνίοτε ἀναγκαία ἡ χρῆσις τοῦ ὅρκου»;!!! Θυμίζουμε ὅτι ἐσεῖς εἴπατε σὲ ἄλλο σημεῖο, ὅτι ὁ Κύριος ἀπαγόρευσε τὸν ὅρκο, ἐπειδὴ γινόταν κατάχρηση· ἡ ἐπιορκία! Τώρα, θὰ ἐπιτρέψουμε τὴν ὁρκομωσία, πάλι γιὰ τὸν ἴδιο λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο τὸν κατήργησε ὁ Κύριος; Ἐπειδὴ γίνεται μιὰ ἄλλη κατάχρηση· ἐπειδή, δηλαδή, οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐφαρμόζουν τὸ «ναί, ναὶ καὶ τὸ οὔ, οὔ»;
Γιὰ τὸ ἂν εἶναι ἁμαρτία ὁ ὅρκος ἔχουμε τὴν μαρτυρία τῶν Ἁγίων. Ἐνδεικτικά: Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Δεινὸν ὁ ὅρκος καὶ πάντων ἁμαρτημάτων χαλεπώτερον». «Ὁ ὀμνύς, ἄν τε τοῦτο ἄν τε ἐκεῖνο ᾖ, ὁμοίως καταδικάζεται». «Ὁ ὅρκος καὶ παραβαινόμενος καὶ φυλαττόμενος κολάζει τοὺς ἁλισκομένους». «Σὺ δὲ τὸν νόμον τὸν κωλύοντα ὀμνύναι, τοῦτον ὅρκον ποιεῖς; Ὢ τῆς ὕβρεως! ὢ τῆς παροινίας!».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Ὅρκος ἡμῖν ἐστί ἡ τοῦ ἐπερωτήσαντος καὶ πεισθέντος
πληροφορία». Ισχυρίζεται δε ότι δεν πρέπει κανείς να χρησιμοποιή προφάσεις για
να ορκισθή, αλλά εάν απατήθηκε και ορκίσθηκε να χύνη δάκρυα μπροστά στον Θεό» (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος).
Ὁ ἅγιος Θεοδώρος ὁ Στουδίτης: «ὁ γὰρ ὀμνύων οὐ σωθήσεται, κἂν δοκῇ πᾶσαν ἐντολὴν
ποιεῖν». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει: «Φεύξῃ
τὸν ὅρκον τελείως». Ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
λέγει: στην Παλαιά Διαθήκη «οὐκ ἦν πονηρόν τότε τὸ ὀμνύειν», ἀλλὰ «μετὰ
Χριστὸν ἐστὶ πονηρόν». Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τέλος λέγει: «Οὐ μόνοι
δὲ οἱ κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Ἑλλήνων γινόμενοι ὅρκοι εἶναι ἐμποδισμένοι ἀπὸ
τοὺς Χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ κάθε ἁπλὸς ὅρκος» (Ἑρμηνεία τοῦ ΨΔ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης).
Ὁ Νικηφορος
Θεοτόκης τοποθετεῖ τὸ θέμα ὡς ἑξῆς:
Τὸ «μὴ ὀμόσαι ὅλως» ἔχει λεχθεῖ ἀπὸ τὸν
Κύριο στὴν «Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία» καὶ ὅποιος τὸν παραβαίνει, ἁμαρτάνει τὸ ἴδιο,
ὅπως ὅταν παραβαίνει τὶς ἄλλες Ἐντολὲς ποὺ ἐκεῖ παρέδωσε ὁ Κύριος, δηλ. τὸ νὰ
μὴ «ὀργίζεται» καὶ τὸ νὰ μὴ «βλέπη γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτῆς». Ἡ ἐφαρμογὴ ὅλων τῶν Ἐντολῶν εἶναι ἡ τελειότητης. Ἐπειδὴ ὅμως,
λέγει ὁ Θεοτόκης, μᾶς ἀναγκάζει ἡ ἐξουσία καὶ «οἱ βασιλικοὶ Νόμοι», καὶ ἐπειδὴ δὲν
εἴμαστε τέλειοι, καὶ στὴν προσπάθειά του νὰ οἰκονομήσει τὰ πράγματα ὁ Θεοτόκης, λέγει πώς, ἂν καὶ οἱ Ἅγιοι
εἶναι ἀπόλυτοι, ὅπως καὶ ὁ Κύριος, στὴν ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου, ὅποιος δὲν
ἀντέχει τὸ τέλειο, ἁμαρτάνει μὲν λόγῳ τῆς ἀδυναμίας του, ἀλλὰ δὲν κολάζεται.
Καὶ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα νὰ ἁμαρτήσεις, καὶ ἄλλο νὰ καταργήσεις μιὰ Ἐντολή, γιὰ νὰ
μὴν ...ἁμαρτήσεις! (ὅπ. παρ.)
Ἐπειδή, τώρα, ὁ Θεοτόκης καὶ ἄλλοι
εἰσάγουν μιὰ οἰκονομία, ποὺ δυστυχῶς
γίνεται στὴν συνέχεια Ἀκρίβεια, καὶ Νόμος, καὶ κατάργηση τῆς Θ. Ἐντολῆς,
παραπέμπουμε (ἐκτὸς τῶν ἄλλων) καὶ στὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος
ἐλέγχει τέτοιες οἰκονομίες: «Ἂς ἐντραποῦν
τόσον ὁ Βαλσαμῶν, ὅσον καὶ οἱ ἀκόλουθοι, λέγοντες ὅτι εἶναι νόμιμον πρᾶγμα τὸ νὰ γίνωνται
ὅρκοι καλοὶ καὶ ἀληθεῖς, ἕνα μέν, διότι καὶ οἱ Βασιλικοὶ νόμοι συγχωροῦσι τοὺς ὅρκους… Πρὸς μὲν οὖν τὸ πρῶτον
ἀποκρινόμεθα ἐκεῖνα ὅπου εἰς διάφορα μέρη προείπομεν. Ὅτι δηλ. οἱ Βασιλεῖς δὲν
ἐκθέτουσι πολλάκις πρὸς τὸ συμφέρον τοὺς νόμους, κατὰ τὸν Χρυσόστομον, καὶ ὅτι,
κατ’ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους Βασιλεῖς, πρέπει νὰ ἀκυρώνωνται ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ νόμοι,
ὅπου ἐναντιώνονται εἰς τοὺς θείους Κανόνας, καὶ μάλιστα εἰς τὰς θείας Γραφὰς
καὶ τὰ Εὐαγγέλια…».
Ὁ ἅγιος Ἰωάνης ὁ Χρυσόστομος καθιστᾶ
σαφές, ὅτι δὲν μποροῦμε ἄλλες Ἐντολὲς νὰ θεωροῦμε ὅτι ἰσχύουν ἀπόλυτα καὶ ἄλλες
‒οἱ ὁποῖες ἐλέχθησαν μάλιστα στὴν ἴδια συνάφεια‒ νὰ ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἔχουν
μερικὴ ἰσχύ, καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις ἰσχύουν, ἐνῶ σὲ μερικὲς περιπτώσεις δὲν
ἰσχύουν, ἐπειδὴ μᾶς τὶς ἐπιβάλλει τὸ κράτος!
«Ὥσπερ οὖν ἐστιν ἐντολή, μὴ φονεύσῃς,
μὴ ἀδικήσῃς· οὕτω καὶ τό, μὴ ὀμόσῃς» (Χρυσοστόμου
Ἰωάννου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν ΡΙΗ΄ Ψαλμόν).
Ἂν ἀκολουθήσουμε μιὰ τέτοια λογική, θὰ
πρέπει νὰ ποῦμε π.χ., ὅτι κάθε ἀδικία εἰς τὸν πλησίον ἀπαγορεύεται,
ἐνῶ ἡ ἀδικία ποὺ μᾶς ἐπιβάλλει τὸ
κράτος ἐπιτρέπεται!
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸ
ἴδιο πνεῦμα κινεῖται:
«Τοῦ γὰρ νόμον τὰ τέλη τῶν ἁμαρτημάτων κωλύοντος, ἡμεῖς
καὶ τὰς αἰτίας, ὡς πράξεις σχεδόν, ἐγκαλούμεθα. Οὐ μοιχεύσεις, φησὶν ὁ
νόμος· σὺ δέ, οὐδὲ ἐπιθυμήσεις, ἐκ περιέργου θέας καὶ φιλοπόνου φλέγων τὸ
πάθος. Οὐ φονεύσεις, ἐκεῖνος· σὺ δέ, οὐδὲ ἀντιπλήξεις, ἀλλὰ καὶ σεαυτὸν
ἐμπαρέξεις τῷ παίοντι. Ὅσον ταῦτα ἐκείνων φιλοσοφώτερα! Οὐκ ἐπιορκήσεις,
ἐκεῖνος· σὺ δέ, οὐδὲ ὁμῇ τὴν ἀρχήν, οὐ μικρόν, οὐ μεῖζον, ὡς τοῦ ὅρκου τὴν
ἐπιορκίαν τίκτοντος» (Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα
Λόγος ΜΕ΄).
Καὶ
ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Τὸ θεῖον Εὐαγγέλιον μὲ στερεὰν ἀπόφασιν, ὄχι μόνον εἰς
τοῦ Θεοῦ τὸ ὄνομα δὲν συγχωρεῖ νὰ ὀμόσῃ τινάς, ἀλλ’ οὐδὲ τὴν ἰδίαν του κεφαλήν,
προστάζων ὅτι, ἂν δὲν περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη μας περισσότερον ἀπὸ τὴν τῶν
Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, καὶ ἁπλῶς τὴν τοῦ Νόμου, δὲν δυνάμεθα νὰ εἰσέλθωμεν
εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
Στὸν
ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἐπίσης, διαβάζουμε γιὰ τὸ θέμα μιὰ περίφημη ἀνάλυση. Ὁ
Χριστός, γράφει, ἦλθε γιὰ νὰ συμπληρώσει τὸν Νόμο. Καὶ μᾶς συμβουλεύει νὰ μὴ
ὀργιζόμαστε, ὥστε ξεριζώνοντας ἀπὸ μέσα μας τὴν ὀργή, μαζί της νὰ ἐξαλείφεται
καὶ ὁ φόνος· καὶ σβήνοντας ἀπὸ μέσα μας τὴν κακὴ ἐπιθυμία, μαζί της νὰ
ἀποβάλλουμε καὶ τὴν μοιχεία. Κατὰ τὸν ἴδιο δὲ τρόπο, βγάζει ἀπὸ τὴν ζωή μας καὶ
τὴν κατάρα ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐπιορκία, γιατὶ μὲ τὸ νὰ ἀπαγορεύσει
τὸν ὅρκο, ἔδεσε, ἐξουδετέρωσε τὸ «δρέπανο» τῆς ἐπιορκίας. Διότι δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ γίνει πλέον παράβαση τοῦ ὅρκου, ἐφ’ ὅσον ἔχει ἀπαγορευθεῖ πλήρως ὁ
ὅρκος. Καὶ καταλήγει ὁ Ἅγιος λέγων: Κάθε τι, πέρα ἀπὸ τὸ ναί καὶ τὸ οὔ,
εἶναι ἐκ τοῦ διαβόλου. Εἶναι δυνατόν, λοιπόν, κάθε τι ποὺ εἶναι ἐκ τοῦ
διαβόλου, νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστιανός;» (Τὸ κείμενο στὸ Γ΄
μέρος τοῦ παρόντος).
Ἡ ἐπίμονα ἀρνητικὲς θέσεις τῶν Πατέρων
κατὰ τοῦ ὅρκου, δὲν νομίζεται, π. Θεόδωρε, πὼς καταδεικνύουν τὴν μεγάλη σωτηριολογικὴ σημασία ποὺ ἐνέχει τὸ
θέμα, καὶ ἄρα ἡ δική σας ἀμνήστευσή του, στὶς εἰδικὲς ἔστω αὐτὲς περιπτώσεις, παραβλέπει
αὐτὴ τὴ σημασία;
Πρὸς ἐπίρρωση τῆς θέσεώς του ὁ π. Θ.Ζ.
ἐπιστρατεύει καὶ τὴν θέση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου: «Ὑπάρχει μάλιστα μιὰ θέση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ἡ ὁποία
νομίζω πὼς οὐσιαστικῶς εἶναι ἡ καλύτερη καὶ ἡ πιὸ συνετὴ ἀπ’ ὅλες τὶς γνῶμες.
Ἀπὸ βιβλία καθηγητῶν δὲν βγάζεις ἄκρη...».
Γιατί, ἄραγε, παραβλέπει τὶς δεκάδες θέσεις
τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ μένει μόνο σὲ ἕνα Ἅγιο, τὸν ἅγιο Νεκτάριο; Μήπως, στὴν ἐποχὴ
τῶν ἄλλων Ἁγίων δὲν ὑπῆρχε τὸ θέμα τοῦ ὅρκου; Μήπως καὶ στὸ Βυζάντιο δὲν ἔχουμε
ἀντιδράσεις καὶ ἔκδοση «Νεαρῶν» γιὰ τὴν ἀπάλειψή του; Μήπως κάποιος Ἅγιος (ὅπως
ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς) λανθασμένα δίδασκε ὅτι ὁ ὁποιοσδήποτε ὅρκος εἶναι ἁμαρτία; Δὲν θὰ ἔκανε ὁ Ἅγιος τότε, ἂν
χρειαζόταν τὴν διάκριση καὶ τὸν διαχωρισμὸ μεταξὺ καθημερινῶν καὶ ἐπισήμων
ὅρκων;
Ἐπαναλαμβάνω ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ
π. Θεοδώρου, γιὰ νὰ παρουσιάσω στὴ συνέχεια σχετικὲς θέσεις τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ
ὁποῖος ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο, ὄχι μόνο γιὰ θέματα στὶς μεταξύ μας σχέσεις, ἀλλὰ
καὶ γιὰ θέματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ κρατικοὺς φορεῖς. Γράφει στὸ προμνημονευθὲν
σημεῖο ὁ π. Θεόδωρος:
«ὁ θρησκευτικὸς ὅρκος καὶ δὲν δημιουργοῦσε πρόβλημα συνειδήσεως σὲ κανέναν, διότι ἦταν κάτι
ἐξαιρετικό» καί, ἀφοῦ ἡ πολιτεία μπορεῖ νὰ «μᾶς ἀπαιτήσει μιὰ δυὸ φορὲς στὴ ζωή μας, σὲ σταθμοὺς ζωῆς, νὰ ὁρκιστοῦμε, ἐκεῖ», δηλαδὴ σ’ αὐτὲς τὶς μιά-δυὸ
περιπτώσεις, ἀποφαίνεται ὅτι «δὲν ὑπάρχει
θέμα ἁμαρτίας καὶ θέμα συνειδήσεως»!
Ὁ Μ. Βασίλειος, ὅμως, σὲ σχετικὴ ἐπιστολή
(ὅπως μᾶς ἐνημερώνει ὁ π. Κ. Κωστόπουλος) «τὴν ὁποίαν ἀπέστειλε τὸ 372 στὸν
προϊστάμενο τῆς φορολογικῆς ὑπηρεσίας τῆς Καππαδοκίας, κρούει τὸν κώδωνα τοῦ
κινδύνου ἐπισημαίνοντας ὅτι ὁ ὅρκος προξενεῖ τὸν πνευματικὸ θάνατο στὶς ψυχές.
Λέγει χαρακτηριστικά: «Ἐπειδὰν γὰρ
καταμελετήσωσι τὰς ἐπιορκίας οἱ ἄνθρωποι, οὐκέτι ἑαυτοὺς ἐπείγουσι πρὸς τὴν
ἔκτισιν, ἀλλὰ ἀπάτης ὅπλον καὶ ἀναβολῆς ἀφορμὴν ἐξευρῆσθαι αὐτοῖς τὸν ὅρκον
οἴονται... Οὐ παυόμεθα κατὰ
πᾶσαν σύνοδον διαμαρτυρόμενοι καὶ ἰδίᾳ ἐν ταῖς συντυχίαις περὶ τῶν αὐτῶν
διαλεγόμενοι ὥστε τοὺς ὅρκους ἐπὶ τοῖς δημοσίοις
τελέσμασι μὴ ἐπάγεσθαι παρὰ τῶν ἀπαιτητῶν τοῖς ἀγροίκοις. Λειπόμενον ἦν
καὶ διὰ τοῦ γράμματος περὶ τῶν αὐτῶν ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων διαμαρτύρασθαι ὅτι ...προσήκει παύσασθαι ἡμᾶς
τὸν θάνατον ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀνθρώπων ἐπάγοντας, καὶ ἄλλους ἐπινοῆσαί τινας
τρόπους τῶν ἀπαιτήσεων, τὰς δὲ ψυχὰς συγχωρῆσαι τοῖς ἀνθρώποις ἀτρώτους ἔχειν» (Τὸ
ἐνδιάμεσο κείμενο παραλείπεται ἀπὸ τὸν συγγραφέα, π. Κύριλλο). Ἡ
ἐπιστολὴ αὐτὴ σκοπὸ ἔχει τὴν παύση τῆς ἐπιβολῆς ὅρκου στοὺς ἀγρότες, σχετικὰ μὲ
τὴν φορολογία τῶν προϊόντων τους» (Κωστοπούλου Κυρίλου, ἀρχιμ., Ὁ Ὅρκος
κατὰ τοὺς Ἱ. Κανόνες καὶ τὴν Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση, σελ. 38-39). Ἐπίσης ὁ ἴδιος πατὴρ «στὴν ὁμιλία του Πρὸς τοὺς νέους, ἀναφέρει ὡς παράδειγμα
ἀποφυγῆς τοῦ ὅρκου τὸν Κλεινία, ὁ ὁποῖος προτίμησε νὰ ζημιωθῆ ὁλόκληρη
περιουσία παρὰ νὰ ὁρκοδοτήση» (ὅπ. παρ., σελ. 40).
Παραθέτουμε τὰ κύρια
ἀποσπάσματα (ἀπομαγνητοφωνημένα) τῆς ὁμιλίας
τοῦ π. Θεοδώρου καὶ στὴ συνέχεια
πληθώρα κειμένων ἀπὸ τὶς θέσεις τῶν Ἁγίων. Κάποιος θεολόγος ποὺ ἔχει χρόνο, θὰ
ἔπρεπε νὰ τὰ συστηματοποιήσει καὶ νὰ ἀναζητήσει καὶ ἄλλα, γιὰ μιὰ πλήρη
παρουσίαση τῶν θέσεων τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ο ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΟΡΚΟΣ
Ἀπὸ ὁμιλία π. Θεοδώρου Ζήση
Τὸ θέμα τοῦ ὅρκου χρειάζεται πολὺ προσοχὴ στὴν
ἀντιμετώπισή του, καὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀναλαμβάνουν νὰ μιλήσουν γιὰ τὸ θέμα,
πρέπει νὰ ἔχουν μελετήσει τὸ θέμα καὶ νὰ μὴ λένε ὅ,τι τοὺς καπνίσει, κι ὅ,τι
προχείρως τοὺς ἔρχεται, καὶ νὰ εἶναι προσεκτικοί, ὅταν θὰ ποῦν μιὰ γνώμη.
Τὸ θέμα αὐτὸ προέκυψε μετὰ ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ
νεοελληνικοῦ κράτους, ἐνῶ καὶ ἐνωρίτερα, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ἀγῶνος, δὲν
ὑπῆρχε καμία ἀμφισβήτηση καὶ συζήτηση γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ ὅρκου. Ἀκόμα καὶ στὰ
Συντάγματα τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων ὑπάρχει ὅρκος. Καὶ οἱ Ἀγωνιστὲς τοῦ Εἰκοσιένα,
πρὶν γίνει κράτος, ὁρκίζονταν. Ἔχω φέρει ἐδῶ ἕνα βιβλίο, γεμᾶτο ἀπὸ κείμενα μὲ
ὅρκους τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ 1821...
Γιὰ τὸν ὅρκο ὑπάρχουν πολλὲς μελέτες καὶ στοὺς
θεολόγους καθηγητὲς στὶς θεολογικὲς σχολὲς ὑπάρχει διχογνωμία...
Καθιερώθηκε, λοιπόν, ὁ θρησκευτικὸς ὅρκος καὶ δὲν
δημιουργοῦσε πρόβλημα συνειδήσεως σὲ κανέναν, διότι ἦταν κάτι ἐξαιρετικό. Ἂς τὸ
πῶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι ἡ ἀπαγόρευση ἡ ἀπόλυτη
ποὺ ὑπάρχει στὸ Εὐαγγέλιο,
θὰ τὸ δοῦμε, κι αὐτὸ δημιουργεῖ τὸ
πρόβλημα, τὸ «μὴ ὀμόσαι ὅλως»· αὐτὸ ὅπως καταλήγουν οἱ
περισσότεροι ὀφείλεται στὶς μεταξύ μας σχέσεις, στὶς μεταξύ μας ὁρκομοσίες, ὄχι
ὅταν πρόκειται νὰ μᾶς ἀπαιτήσει μιὰ δυὸ φορὲς στὴ ζωή μας, σὲ σταθμοὺς ζωῆς, ὅταν μᾶς ζητάει ἡ πολιτεία νὰ ὁρκιστοῦμε, ἐκεῖ
δὲν ὑπάρχει θέμα ἁμαρτίας καὶ θέμα
συνειδήσεως.
Ἔτσι κατέληξαν οἱ περισσότεροι, ὅτι τὸ «μὴ ὀμόσαι
ὅλως», ἔχει τὴν
ἰσχύ του, εἶναι σωστό, δὲν πρέπει νὰ ὁρκιζόμαστε καθόλου στὶς
μεταξύ μας σχέσεις... γιὰ πράγματα εὐτελῆ, αὐτὸ ἀπαγορεύεται «ὅλως», τό λέει ὁ
Χριστὸς αὐτό.
Ὑπάρχει μάλιστα μιὰ θέση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ἡ ὁποία
νομίζω πὼς οὐσιαστικῶς εἶναι ἡ καλύτερη καὶ ἡ πιὸ συνετὴ ἀπ’ ὅλες τὶς γνῶμες.
Ἀπὸ βιβλία καθηγητῶν δὲν βγάζεις ἄκρη...
Δηλαδὴ τὸ νὰ λέει κανένας ὅτι ἐγὼ δὲν ὁρκίζομαι, γιατὶ
τὸ λέει ὁ Χριστός, κι ἐγὼ πειθαρχῶ στὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ
ὀμόσαι ὅλως», αὐτὸ τὸ ἀντιλαμβάνομαι καὶ τὸ δικαιολογῶ, κι εἴχαμε πολλὲς
περιπτώσεις, στὴ θεολογικὴ σχολή, φοιτητῶν, οἱ ὁποῖοι... δὲν ὁρκίζοντο οὔτε
κατὰ τὴν λήψη τοῦ πτυχίου, ...δὲν ἔπαιρναν πτυχίο! Διότι τοὺς παρέσυραν
πνευματικοί, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν σφαιρικὴ εἰκόνα τοῦ θέματος, ἡμιμαθεῖς ἢ ἀμαθεῖς...
Κι ἀναγκαστήκαμε στὴν θεολογικὴ σχολὴ νὰ βροῦμε μία μέση λύση καὶ εἰσαγάγαμε
αὐτὴν τὴν ἄλλη μορφὴ τοῦ ὅρκου, νὰ δίδεται μία διαβεβαίωση στὴ συνείδησή
τους...
Ἡ Παλαιὰ Δαθήκη δὲν ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο...
Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστός,
ἐπειδὴ εἶχαν παραγίνει οἱ ἐπιορκίες καὶ οἱ ψευδορκίες, στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους
Ὁμιλία πῆρε αὐτὴν τὴν αὐστηρὴ θέση,
ἡ ὁποία, ὄχι (ὅτι) δημιουργεῖ τὸ πρόβλημα, (ἀλλ’) ἡ ὁποία μᾶς κάνει νὰ ἔχουμε προβλήματα γύρω ἀπὸ τὴν
ἀντιμετώπιση τοῦ ὅρκου. Δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι δὲν εἶναι σωστὴ ἡ θέση τοῦ
Κυρίου, ποιός θὰ τὸ πεῖ αὐτό.
Ἀπὸ τὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, λοιπόν, ποιά εἶναι ἡ
θέση, ἡ ἀπόλυτη κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν ὁποία πῆρε ὁ Χριστός, ἀναφερόμενος στὴν
Π. Διαθήκη; Λέει στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, ὅταν ἐκεῖ συμπληρώνει τὸν Νόμο ὁ
Κύριος
«Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις,
Οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου. ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ
ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶν τοῦ Θεοῦ· μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι
ὑποπόδιόν ἐστιν τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶν τοῦ
μεγάλου βασιλέως· μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα
λευκὴν ἢ μέλαιναν ποιῆσαι. ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν
τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν»
(Ματθ. 5, 33-37).
Ἂν κάποιος εἶναι χριστιανός, τί χρειάζεται νὰ ὁρκίζεται;
Αὐτὴ εἶναι ἡ τοποθέτηση ἡ ἠθικὴ καὶ ἡ σωστὴ γιὰ τοὺς Χριστιανούς...
Τώρα, τὸ πρόβλημα ξανα-ανακινήθηκε στὶς ἡμέρες μας, ὅταν ἀνέλαβε τὸ
ΠΑΣΟΚ κι ἄρχισαν νὰ κυκλοφοροῦν ὅλες αὐτὲς οἱ ἰδέες, νὰ καταργηθεῖ αὐτό,
νὰ καταργηθεῖ ἐκεῖνο, τὰ Θρησκευτικά, οἱ Εἰκόνες. Ἐμεῖς, μερικοὶ ἀπὸ μᾶς δώσαμε
ἀγῶνες τὰ χρόνια αὐτά, γιὰ ὅλα τὰ θέματα αὐτὰ καὶ γιὰ τὸν θρησκευτικὸ ὅρκο...
Ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω σήμερα μιὰ εἰκόνα πολὺ πιὸ λιτή, ἀπὸ
τὴν ὁποία, ὅμως, μοῦ φαίνεται πὼς θὰ βγάλομε κάποια ἄκρη, τουλάχιστον θὰ
προβληματιστοῦμε. Ἐγὼ ἔχω πάρει θέση
συνειδησιακά. Τὸ γεγονὸς πὼς ὑπάρχουν Ἅγιοι ἄνθρωποι, ὁ ἅγιος Νεκτάριος π.χ.· ὁ
ἅγιος Νεκτάριος πῆρε πτυχίο τῆς θεολογικῆς σχολῆς καὶ ὁρκίστηκε καὶ πολλοὶ ἄλλοι Ἅγιοι
Γεροντάδες ποὺ πῆραν πτυχίο καὶ ὁρκίστηκαν, δὲν προβληματίζονταν. Μιὰ φορά, μιὰ φορὰ σοῦ
ζητάει τὸ κράτος, ὅταν θὰ ὁρκιστεῖς, πάρεις πτυχίο ἢ θὰ γίνεις
δημόσιος ὑπάλληλος, διοριστεῖς, σοῦ ζητάει νὰ κάνεις ἕνα ὅρκο. Ἔ, τὶς ἄλλες
φορὲς μὴν ὁρκίζεσαι, ἀλλὰ ἐκείνη τὴ φορὰ δὲν εἶναι ἁμαρτία νὰ δώσεις τὸν
ὅρκο.
Καὶ δὲν εἶναι ἁμαρτία νὰ δώσεις τὸν ὅρκο, διότι
ὑπάρχει μία θέσις μέσα ἐδῶ στὸ Εὐαγγέλιο, στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, ἡ ὁποία
οὐσιαστικῶς λύει τὸ θέμα, διότι πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι μολονότι ὑπάρχει μέσα στὴν
Κ. Διαθήκη αὐτὴ ἡ ἀπόλυτη ἀπαγόρευση, «μὴ ὀμόσαι ὅλως...», ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν
Κ. Διαθήκη ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ἀκόμα καὶ Ἀπόστολοι ὁρκίζονται. Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος
ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπικαλεῖται ὡς μάρτυρα τὸ Θεό, δὲν ἐγνώριζε αὐτὴν τὴν ἀπαγόρευση
τοῦ Κυρίου; Τὸ «μὴ ὀμόσαι ὅλως»;...
Ἑπομένως, μήπως
θὰ πρέπει, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ τηροῦμε στὶς μεταξύ μας
σχέσεις, στὶς προσωπικές μας σχέσεις καὶ νὰ μὴν ὁρκιζόμαστε καθόλου, μήπως
ὑπάρχουν κάποιες ἐξαιρέσεις, ποὺ μποροῦμε νὰ δοῦμε, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ οἱ
Ἀπόστολοι, ἀφοῦ καὶ ἡ Κ. Διαθήκη ἀφήνει κάποια περιθώρια, μήπως αὐτὸς ὁ κατ’
ἐξαίρεσιν ἐπακτὸς ὅρκος τῆς Πολιτείας, μήπως αὐτὸς δικαιολογεῖται ἠθικά; Καὶ ἐν
πάσει περιπτώσῃ δὲν
ἁμαρτάνει κανένας, ὅταν πάει καὶ ὁρκίζεται ἐνώπιον τῆς Πολιτείας;
Ὑπάρχει ἐδῶ, λοιπόν, στὴν Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ ἡ
ἑξῆς ἐνδιαφέρουσα θέση, ἡ ὁποία δικαιολογεῖ καὶ τὴν στάση ἑνὸς ἀπὸ τοὺς
Ἀρχιερεῖς τὸν ὁποῖον ἄκουσα σὲ Βίντεο, τοῦ Μητροπολίτη Φθιώτιδος, ὁ ὁποῖος σὲ μία
συνέντευξη ποὺ ἔδωσε σὲ ἕνα τοπικὸ κανάλι εἶπε τὸ ἑξῆς ἐνδιαφέρον. Τί νόημα
ἔχει αὐτὸς ὁ ὅρκος, τὸν ὁποῖον δίνουμε ὅταν ὁρκιζόμαστε ἀναλαμβάνοντας ἀξίωμα;
Αὐτὸς ὁ ὅρκος ἔχει τὸ νόημα, ὅτι ἀναγνωρίζουμε πὼς ἡ ὑψίστη αὐθεντία καὶ τὸ
ἱερότερο πρᾶγμα ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο εἶναι ὁ Θεός... Δηλαδή οὐσιαστικῶς εἶναι μία
ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ κι ἕνας σεβασμὸς πρὸς τὸν Θεό, τὸ νὰ λέμε ὅτι
ἐγὼ ὁρκίζομαι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου καὶ ὁμοουσίου Τριάδος,
ἀναγνωρίζω πὼς πάνω ἀπὸ ὅλα εἶναι ὁ Θεός. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι ἀβάσιμο. Ὑπάρχει,
ὅπως σᾶς εἶπα, στὴν Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅπου λέγονται
τὰ ἑξῆς: «Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ' οὐδενὸς εἶχε μείζονος
ὀμόσαι, ὤμοσε καθ' ἑαυτοῦ». Καὶ στὴν συνέχεια λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἄνθρωποι
μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι».
Δηλαδὴ τὸ νὰ κάνεις ἕνα θρησκευτικὸ ὅρκο στὸν Θεό,
ἀναγνωρίζεις πὼς ὁ Θεὸς εἶναι τὸ μεγαλύτερο, τὸ ὑψηλότερο πρᾶγμα. Κι ἐγὼ γι’
αὐτὸ θύμωνα, ὅταν λέγαν νὰ καταργηθεῖ ὁ ὅρκος. Κι ἔλεγα· αὐτοὶ
γιατί τὸ κάνουν τώρα; Γιατὶ ἀναγνωρίζουν πὼς ὁ Θεὸς προσβάλλεται μὲ αὐτό; Ἢ τὸ
κάνουν γιατὶ εἶναι ἄθεοι; Γιατὶ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό; Ἂν ἀνεγνώριζαν πὼς
ὑπάρχει μιὰ ἀπαγόρευση στὸ Εὐαγγέλιο, «μὴ ὀμόσαι ὅλως» ‒μολονότι ὅπως εἶπα καὶ
μέσα στὴν Κ. Διαθήκη φαίνεται πὼς ὑπάρχουν περιπτώσεις, ὅπου ἐπιτρέπεται ὁ
ὅρκος‒ θὰ τοὺς δικαιολογοῦσα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ καταλάβαινα μὲ ὅλο τὸ πολιτικὸ κλίμα
τῆς ἀθεΐας ποὺ ἔτεινε νὰ ἐπικρατήσει..., πὼς τὸ κίνητρο ὅλων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι
ἦσαν ἐναντίον τοῦ ὅρκου, δὲν ἦταν θρησκευτικό· [τώρα κατὰ μία μόνο περίπτωση
εἶχαν δίκιο αὐτοὶ ποὺ εἶπαν ὅτι καλὰ ἔκανε ὁ πρωθυπουργὸς καὶ δὲν ὁρκίστηκε, ἂν
συμπλήρωναν ὅτι δὲν ὁρκίστηκε ἀφοῦ εἶναι ἄθεος. Θὰ ὑποχρεώσουμε ἕναν ἄθεο νὰ
ὁρκιστεῖ;... Ὄχι ὅμως ὅτι πρέπει νὰ
καταργηθεῖ ὁ ὅρκος. Ἂν κάποιος πεῖ ὅτι εἶναι ἄθεος, θὰ τὸν ὑποχρεώσουμε νὰ
ὁρκιστεῖ στὸ Εὐαγγέλιο;] ἀλλὰ πᾶνε νὰ παρασύρουν καὶ τὸν θρησκευτικὸ ὅρκο
γενικῶς. Οἱ χριστιανοὶ θὰ τὸ δοῦμε ἂν πρέπει.
Ὁ προβληματισμὸς λοιπόν, ἂν πρέπει νὰ ὁρκιστοῦμε ἢ
ὄχι, ἰσχύει γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανούς. Θὰ ἀκολουθήσουμε ἀπολύτως τὸ «μὴ ὀμόσαι
ὅλως», ἢ ὑπάρχουν κάποιες ἐξαιρέσεις, κάποια παραδείγματα ποὺ μποροῦμε μιὰ δυὸ
φορὲς στὴ ζωή μας, γιὰ νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ Ὕψιστον Ὄν, αὐτὸς
εἶναι ὁ Μείζων ὅλων, μήπως μποροῦμε στὶς περιπτώσεις αὐτές, ὄχι στὶς
καθημερινές μας σχέσεις, μήπως μποροῦμε στὶς περιπτώσεις αὐτὲς νὰ κάνουμε τὸν
ὅρκο; Θὰ σᾶς διαβάσω στὴ συνέχεια τί λέει ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτούς (τοὺς Ἐπισκόπους), τί ἀνεκδιήγητα πράγματα λέει...
Θὰ σᾶς διαβάσω ἀπὸ 2-3 συγγράμματα Ἠθικῆς, γιὰ νὰ
δεῖτε πῶς προβληματίζονται καὶ οἱ ἐπιστήμονες. Ἐγὼ κατ’ ἀνάθεσιν δίδαξα τὸ
μάθημα τῆς Ἠθικῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Πατρολογία, ἐπὶ δεκαπέντε χρόνια καὶ ὅλα αὐτὰ
τὰ εἶχα στὰ χέρια μου, καὶ τὰ ἐγχειρίδια, καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο, καὶ ξέρω τὶς θέσεις καὶ ποῦ πάει τὸ θέμα,
καὶ ποιά εἶναι τὰ κίνητρα ὅλων ὅσων
ὑποστηρίζουν τὸ ἀντίθετο...
Ἐδῶ λοιπόν, ἕνα σύγγραμμα τοῦ καθηγητῆ Π.
Δημητροπούλου, λέγει: «Ὁ ὅρκος εἶναι ἡ ἐπίκλησις τοῦ Θεοῦ ὡς μάρτυρος τῆς
ἀληθείας τῶν λόγων ἢ τῆς εἰλικρινείας τῶν ὑποσχέσεων...».
Ἐδῶ φαίνεται, πὼς ὑπάρχει μία κατ’ ἀρχὴν ἀπόλυτη
ἄρνηση τοῦ ὅρκου, ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἐγὼ
δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· ...ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ
περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν».
Καὶ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Χριστὸς τὰ ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος σχεδὸν
ἐπὶ λέξει στὴν ἐπιστολή του «Πρὸ πάντων δέ,
ἀδελφοί μου, μὴ ὀμνύετε, μήτε τὸν οὐρανὸν μήτε τὴν γῆν μήτε ἄλλον τινὰ ὅρκον·
ἤτω δὲ ὑμῶν τὸ ναὶ ναί, καὶ τὸ οὒ οὔ, ἵνα μὴ εἰς ὑπόκρισιν πέσητε»
(Ἰακ. 5, 12).
Ἀπὸ τὸ ἑρμηνευτικὸ Ὑπόμνημα τοῦ καθηγητοῦ Τρεμπέλα,
στὸ χωρίο αὐτό, τὸ «μὴ ὀμόσαι ὅλως» ἔχω
σημειώσει τὸ ἑξῆς σχόλιο ποὺ εἶναι χαρακτηριστικό: «Ἐθεωρήθη
ὑπὸ ἐπισήμων ἐξηγητῶν, Εἰρηναίου, Ὠριγένους, Χρυσοστόμου, Ἱερωνύμου καὶ
μεταγενεστέρων ἑρμηνευτῶν (ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τὸν ὁποῖον
ὅλοι ξέρετε πόσο πολὺ ἐκτιμῶ καὶ ἀγαπῶ, εἶναι ἀπόλυτος στὴν ἄρνηση τοῦ ὅρκου,
νὰ μὴν ὁρκιζόμαστε καθόλου), λέει λοιπὸν ἐδῶ, «ὡρισμένοι
ἑρμηνευταὶ θεώρησαν ὅτι διὰ τῆς Ἐντολῆς του ταύτης ὁ Κύριος, ἀπαγορεύει πάντα
ὅρκον εἰς τοὺς Χριστιανούς». Καὶ θέτει τώρα τὸ πρόβλημα σωστὰ ὁ
καθηγητὴς Τρεμπέλας. Καὶ συμπληρώνει: «ἀλλ’ ὁ
Παῦλος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐθεώρησε τοὺς ὅρκους ὡς ἁμαρτίαν». (Καὶ θὰ
σᾶς διαβάσω, ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁρκιζόταν). «Ἐν
τῇ βασιλείᾳ τῶν
οὐρανῶν κυριαρχεῖ τὸ κράτος τοῦ Θεοῦ καὶ πάντες λαλοῦσιν τὴν ἀλήθειαν. Οἱ
ὅρκοι, λοιπόν, θὰ ἀπετέλουν ἀνόητον βεβήλωσιν».
Ἂν ὄντως ἀνήκει κανεὶς στοὺς σωστοὺς Χριστιανούς, θὰ
πρέπει ὄντως νὰ μὴν ὁρκίζεται. Εἶναι βεβήλωση νὰ ὁρκίζεται κανένας. «Ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ ὅμως, ἐφ’ ὅσον τὸ ψεῦδος ἐξακολουθεῖ νὰ
χρησιμοποιεῖται τόσο συχνά, καθίσταται ἐνίοτε ἀναγκαία ἡ χρῆσις τοῦ ὅρκου, διὰ
τοῦτο δὲ καὶ ἐπιτρέπεται αὕτη. Ὁ Θεὸς Αὐτὸς εἶχε ἀναγνωρίσει τὴν ἀνάγκην
ταύτην».
Ἐγὼ ἔχω σημειώσει μερικὰ ἀπὸ τὰ χωρία αὐτά, γιὰ νὰ
δοῦμε ὅτι, παρὰ τὸ ὅτι ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀπόλυτη ἀπαγόρευση, ἐν τούτοις μέσα στὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχουν τοῦ
κόσμου οἱ περιπτώσεις, ὅπου ὁ ὅρκος ἐπιτρέπεται· γίνεται ὅρκος.
Οἱ περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι, ὅταν
ἐπικαλοῦνται χωρία ἀπὸ τὴν Π. Διαθήκη.
Ἐδῶ, αὐτὸς ποὺ θεωρεῖται ὡς ὅρκος τοῦ Χριστοῦ: «εἶπεν (ὁ ἀρχιερεύς)· Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος
ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Σὺ
εἶπας» (Ματθ. 26, 63-64). Καὶ τὸ θεωροῦν ὅλοι οἱ ἑρμηνευτὲς
αὐτό, ὅτι εἶναι ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ ἕνα εἶδος ὁρκομωσίας.
Στὸ Κατὰ Λουκὰν Εὐαγγέλιο, ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Προδρόμου, λέγει: «ποιῆσαι ἔλεος
μετὰ τῶν πατέρων ἡμῶν καὶ μνησθῆναι διαθήκης ἁγίας αὐτοῦ, ὅρκον ὃν ὤμοσε πρὸς
Ἀβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν» (Λουκ. 1, 73-74)· ἐπικαλεῖται τὸν ὅρκον
ποὺ ὁρκίστηκε ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἀβραάμ.
Στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: «Ἄνδρες
ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρησίας ...προφήτης οὖν ὑπάρχων καὶ εἰδὼς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν
αὐτῷ ὁ Θεὸς ἐκ καρποῦ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ (γιὰ τὸν Δαβὶδ λέει, ὁρκίστηκε ὁ Θεὸς στὸν
Δαβίδ) τὸ κατὰ σάρκα ἀναστήσειν τὸν Χριστόν»
(Πράξ. 2, 29-30).
Ὑπάρχουν πιὸ ἐνδιαφέροντα χωρία, γιὰ νὰ ἔχουμε μιὰ
εἰκόνα ἀπὸ τὴν Κ. Διαθήκη, γιατὶ ἔτσι μόνον καταλαβαίνει κανένας καὶ ἀντιμετωπίζει
κανεὶς τὰ προβλήματα κι ὄχι ἐπιπόλαια.
Τὰ περισσότερα χωρία τοῦ ἀπ. Παύλου εἶναι ὅτι ὁ ἀπ.
Παῦλος ὁρκίζεται. Δὲν ἤξερε ὁ ἀπ. Παῦλος; Λέει στὴν Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ ὁ
ἀπ. Παῦλος: «Μάρτυς γάρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ λατρεύω».
Ἐπικαλεῖται ὡς μάρτυρα τὸν Θεό.
«Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ
τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον» (2Κορ. 1, 23).
«Ἃ δὲ γράφω ὑμῖν, ἰδοὺ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ
ὅτι οὐ ψεύδομαι» (Γαλ. 1, 20).
Μπροστὰ στὸ θεὸ σᾶς λέω ὅτι δὲν ψεύδομαι. Ἐπικαλοῦμε τὸ Θεό. Μὰ τὸ Θεό, δὲν ψεύδομαι.
Ἂν τὰ διδάσκαμε ἔτσι σὲ ὅλους, θὰ εἴμαστε προσεκτικοί.
«Μάρτυς γὰρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ὡς ἐπιποθῶ
πάντας ὑμᾶς...» (Φιλιπ. 1, 8).
Ἐπικαλοῦμαι μάρτυρα τὸ Θεό, ὁρκίζομαι ὅτι...
«Ὁρκίζω ὑμᾶς τὸν Κύριον ἀναγνωσθῆναι τὴν
ἐπιστολὴν πᾶσι τοῖς ἀδελφοῖς»
(1Θεσ. 5, 27). Γιὰ νὰ τοὺς ὑποχρεώσει νὰ διαβάσουν τὴν ἐπιστολή, λέει, νὰ
ὁρκιστεῖτε πὼς θὰ διαβάσετε τὴν ἐπιστολή μου. Ὁ ἀπ. Παῦλος δὲν ἤξερε τὸ «μὴ ὀμόσαι ὅλως»;
«Καὶ ὁ ἄγγελος, ὃν εἶδον ἑστῶτα ἐπὶ τῆς
θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, ἦρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ τὴν δεξιὰν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ
ὤμοσεν ἐν τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀποκ. 10, 5-6). Στὴν Ἀποκάλυψη παρουσιάζει τὸν
ἄγγελο νὰ σηκώνει τὸ χέρι καὶ νὰ ὁρκίζεται στὸ Θεό.
[σ.σ.
Ξεχνᾶ ὁ π. Θεόδωρος, ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἐνομοθέτησε γιὰ τοὺς Ἀγγέλους τὴν
ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἐπίσης ὅτι ὅσα βλέπει ὁ
Ἰωάννης εἶναι σύμβολα καὶ εἰκόνες].
Λοιπὸν τώρα, γιὰ νὰ συνοψίζω καὶ νὰ φτάσουμε σὲ μιὰ πολὺ
συνθετικὴ θέση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου· ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἠθικολόγοι ἐδῶ (ὁ Ἀνδροῦτσος,
ὁ Δημητρόπουλος, ὁ Μαντζαρίδης) προβληματίζονται. Ὁ καθηγητὴς Μαντζαρίδης, δὲν
ξέρω γιὰ ποιούς λόγους, παίρνει τελείως ἀρνητικὴ θέση, καμιὰ διαλεκτικότητα στὸ
θέμα, ὅτι ἐπιτρέπεται μερικὲς φορὲς ὁ ὅρκος γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή, νὰ μαρτυρήσουμε
ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ὕψιστο Ὄν, ὅτι εἶναι τὸ μεῖζον, «ἐπεὶ μείζονος εἶχε...».
Καὶ φοβοῦμαι ὅτι καὶ ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως εἶχε δάσκαλο τὸν καθηγητὴ τὸν
Μαντζαρίδη, ἀλλὰ ὁ μητροπολίτης Ἀργολίδος, ἂς ἀποκτήσει τώρα δάσκαλο τὸν ἅγιο
Νεκτάριο. Θὰ σᾶς διαβάσω, λοιπόν, τί λέει ὁ ἅγιος Νεκτάριος.
«Ἀπαγορεύει ὁ Σωτὴρ καὶ τὸν ὑπὸ τῶν
ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν ἀπαιτούμενον ὅρκον;
Ἐπιτρέπεται
ὁ ὅρκος, ἡ ὁρκωμοσία;
Ἡ τοῦ ὅρκου χρῆσις πρός ἀλλήλους
φαίνεται ἐκ τῆς ἱερᾶς Γραφῆς ὅτι ἐντελῶς ἀπαγορεύεται. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστός πληρῶν τόν νόμον τοῦ Μωϋσέως λέγει πρός τούς Ἰουδαίους: "Πάλιν
ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δέ τῷ Κυρίῳ τούς
ὅρκους σου. Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὁμόσαι ὅλως...ἔστε δέ ὁ λόγος ὑμῶν, Ναί, ναί,
Οὔ, οὔ. Τό δέ περισσόν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν" (Ματθ. ε΄ 33-37).
Ἀλλ' ὅτι ἀπαγορεύεται καί ἐνώπιον τοῦ
Συνεδρίου τοῦτο δέν ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν εἰρημένων· ἡ τοιαύτη ἀπαγόρευσις
ἠδύνατο παρά τῶν Ἰουδαίων νά θεωρηθῇ καί ὡς προσβολή τῶν νόμων τοῦ Συνεδρίου
καί αὐτῆς τῆς πολιτείας καί καταγγελθῇ ὑπό τῶν φρουρῶν τοῦ νόμου· ἀλλ' οὐδέν
τοιοῦτον συνέβη· ὥστε δέν φαίνεται ἀπαγορεύων ὁ Σωτήρ τήν ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν
ὁρκωμοσίαν, τοὐναντίον ἐξ ἄλλων χωρίων τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου καί τῶν ἐπιστολῶν
τῶν ἁγίων Ἀποστόλων φαίνεται ὅτι ἐπιτρέπεται ὁ ὅρκος ἐνώπιον τῶν Ἀρχῶν. Οἱ
μαθηταί τοῦ Σωτῆρος οὔτω δείκνυνται ἐννοοῦντες τήν ἀπαγόρευσιν. Ὁ Ἀπόστολος
Πέτρος ἠρνήσατο μεθ' ὅρκου τόν Σωτῆρα (Ματθ. κστ΄ 72-75). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
οὐδ' ὅλως φαίνεται ἐκ τῶν λόγων του δεχόμενος τελείαν τοῦ ὅρκου ἀπαγόρευσιν,
διότι ἐν τῇ πρός Ἑβραίους ἐπιστολῇ ὁμιλεῖ περί τῆς χρήσεως τοῦ ὅρκου ὡς
ἀναγκαίου χωρίς καί νά ἀποδοκιμάζῃ αὐτόν λέγων, "ἄνθρωποι μέν γάρ κατά τοῦ
μείζονος ὁμνύουσι, καί πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ
ὅρκος" (στ΄ 16)· ὅτι οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου τήν πρός ἀλλήλους ὁρκωμοσίαν
ἀπηγόρευσαν δηλοῦται καί ἐκ τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου, ὅστις ἐν τῇ
Καθολικῇ αὐτοῦ ἐπιστολῇ αὐτούς τούς λόγους ἀναφέρων τοῦ Κυρίου καί ἀπαγορεύων
τήν ὁρκωμοσίαν ἐπιφέρει "ἵνα μή ὑπό κρίσιν πέσητε" (ε΄ 12), ἐξ οὖ
φαίνεται ὅτι τήν πρός ἀλλήλους χρῆσιν τοῦ ὅρκου ἀπαγορεύει, διότι ἐνώπιον τῶν
ἀρχῶν εἰς οὐδεμίαν κρίσιν θά ἔπιπτον.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἐδέχθη τόν ὅρκον
προταθέντα ὑπό τοῦ ἀρχιερέως τοῦ Συνεδρίου· ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἱστορεῖ τά
ἑξῆς: "Καί ἀναστάς ὁ ἀρχιερεύς εἶπεν αὐτῷ (τῷ Ἰησοῦ)· ἐξορκίζω σε κατά τοῦ
Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ. Λέγει αὐτῷ ὁ
Ἰησοῦς· σύ εἶπας" (κστ΄ 63)· τό δέ, Σύ εἶπας, εἶναι ἴσον πρός ἀπαγγελίαν
ὅρκου καί ὁμολογίαν τῆς ἀληθείας· τοῦτο μαρτυροῦσι καί οἱ ἐφεξῆς λόγοι τοῦ
Θεοῦ, ὅστις παρίσταται ὡς υἱός ἀνθρώπου, καί ὅν ὄψονται ἀπ' ἄρτι καθήμενον ἐκ
δεξιῶν τῆς δυνάμεως καί ἐρχόμενον ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ καί οἱ τοῦ
ἀρχιερέως λόγοι εἰπόντος ὅτι ἐβλασφήμησεν. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπίσης πολλάκις ὁρκίζεται
ἐπιμαρτυρόμενος τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ πρός πίστωσιν τῶν λόγων του (Πράξ. κ΄ 26,
Γαλ. ε΄ 3, Ἐφεσ. δ΄ 17, Ρωμ. θ΄ 1, Α΄ Τιμ. β΄ 7).
Ἐκ τῶν εἰρημένων γίνεται δῆλον ὅτι ὁ
ὅρκος δέν ἀπαγορεύεται ἀπολύτως ὑπό τῆς ἱερᾶς Γραφῆς· ὁ δέ χριστιανός
ὑποβαλλόμενος εἰς ὅρκον ὑπό τῶν ἀρχῶν καί ἐξουσιῶν καί δεχόμενος αὐτόν πρός
ἐξυπηρέτησιν τῆς ἀληθείας καί τῆς δικαιοσύνης δέν ἁμαρτάνει. Τοῦτο ἄλλως
δηλοῦται καί ἐκ τοῦ πνεύματος τοῦ χριστιανισμοῦ, ὅπερ εἶναι πνεῦμα ἐλευθερίας
καί ἀληθείας· διά τῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ ὅρκου δέν ἐπεζητήθη ἡ ἀπαγόρευσις τῆς
προφορᾶς τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ κατά τό ἰουδαϊκόν πνεῦμα, ἀλλ' ἡ εὐλάβεια πρός
τό θεῖον ὄνομα καί ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἠθικοποίησις· ἡ δέ εὐλάβεια καί ἡ
ἠθικοποίησις οὐδόλως προσβάλλονται ἐκ τῆς ἀποδοχῆς τοῦ ὅρκου τοῦ ἐπιβαλομένου
ὐπό τῶν ἀρχῶν».
Λοιπόν, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, χωρὶς νὰ ἐπικαλεῖται αὐτὸ
τὸ ὁποῖο, βάσει τῆς Πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς, ὡς ἀναγνώριση ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ
Ὕψιστον, τὸ μεῖζον, ἀλλὰ λέει ὅτι, ὅταν οἱ ἀρχὲς μᾶς καλοῦν νὰ ὁρκιστοῦμε, αὐτὸ
δὲν εἶναι ἁμαρτία, πρέπει νὰ ὁρκιζόμαστε.
Τώρα, νὰ σᾶς διαβάσω τί εἶπαν καὶ οἱ δύο Ἀρχιερεῖς (ἐνν.
τὸν Ἀλεξανδρουπόλεως καὶ τὸν Ἀργολίδος)...
Πηγή: http://thriskeftika.blogspot.gr/2015/03/blog-post_85.html
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΩΝ
«...Δεινὸν ὁ ὅρκος
καὶ πάντων ἁμαρτημάτων χαλεπώτερον» (Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Κατηχήσεις).
«Ὁ δὲ ὅρκος ἔστι μὲν χαλεπόν, οὐ νομίζεται δὲ εἶναι
χαλεπόν. διὰ τοῦτο θρηνῶ καὶ δέδοικα τὸ ἁμάρτημα· τοῦτο γάρ,
τοῦτο τῆς μεθοδείας τοῦ διαβόλου, συγκεκαλυμμένην εἰσάγειν τὴν ἁμαρτίαν,
καὶ ὥσπερ συνήθει τροφῇ δηλητήριον μιγνύς, οὕτω τῇ προλήψει τῶν
ἀνθρώπων μηχανᾶται ἐγκατακρύψαι τὸν ὅρκον...» (Χρυσοστόμου Ἰωάννου,
Κατηχήσεις).
«Ὅρκος ἐν τῷ στόματί σου μὴ αὐλιζέσθω· ὁ γὰρ
ὀμνύων οὐ
σωθήσεται, κἂν δοκῇ πᾶσαν ἐντολὴν ποιεῖν» (Θεοδώρου Στουδίτου,
Ἐπιστολὴ 459, Ἰουλιανῷ βεστήτωρι).
«Ὤμοσε Κύριος, καὶ οὐ μεταμεληθήσεται. Ὁ ὅρκος τοῦ
Θεοῦ ὁ λόγος αὐτοῦ ἐστι, πληροφορῶν τοὺς ἀκούοντας, καὶ πίστιν
ἑκάστῳ παρέχων, ὅτι ὃ ἐπήγγελται καὶ λαλεῖ, πάντως γενήσεται. Οὐ γὰρ ὡς
ἄνθρωπος ὀμνύει Θεός· ἀλλ' ἡμῖν ὁ λόγος αὐτοῦ ἀντὶ ὅρκου πρὸς ἀλήθειαν γίνεται,
ὡς τοῦ ἀμεταμελήτου παντὸς ἐσομένου, κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν ὅρκου τυγχάνοντος» (Μ.
Ἀθανασίου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν ΡΘ’ Ψαλμόν).
«Ἅπαξ δὲ ὁ ὅρκος ἀπηγόρευται, πολλῷ δὲ δήπου εἰκὸς τὸν ἐπὶ κακῷ
γινόμενον κατακεκρίσθαι» (Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 199, Ἀμφιλοχίῳ,
περὶ Κανόνων).
«Τὸ γὰρ κακὸν ἐν οἱῳδήποτε χρόνῳ τολμώμενον ἐπίσης ἐστὶ
κακόν. Ὅρκος
μὲν ἅπας ἐξοριζέσθω
τοῦ καταλόγου τῶν ἀσκουμένων. Ἡ δὲ κατάνευσις τῆς κεφαλῆς, καὶ ἡ διὰ τῆς φωνῆς
συγκατάθεσις ἀντὶ ὅρκου κρινέσθω, καὶ τῷ λέγοντι καὶ τῷ ἀκούοντι» (Μ.
Βασιλείου, Τοῦ αὐτοῦ Λόγος Ἀσκητικός).
«Θ΄. ...Πάλιν ὁ ὀμνύς, ἄν τε τοῦτο ἄν τε ἐκεῖνο ᾖ, ὁμοίως καταδικάζεται. Οὐδὲ γὰρ ὁ Χριστὸς, ὅτε περὶ
τούτων διετάσσετο καὶ ἐνομοθέτει, τοῦτον ἐποιήσατο τὸν διορισμόν, οὐδὲ εἶπεν·
Ἐὰν μὲν μοναχὸς ὁ ὀμνύων ᾖ, ἐκ τοῦ πονηροῦ ὁ ὅρκος· ἐὰν δὲ μὴ μοναχὸς, οὐκέτι·
ἀλλ' ἁπλῶς καὶ καθάπαξ ἅπασιν ἔλεγεν· Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, μὴ ὀμόσαι ὅλῳ» (Χρυσοστόμου
Ἰωάννου, Πρὸς τοὺς πολεμοῦντας τοῖς ἐπὶ τὸ μονάζειν ἐνάγουσιν).
«Οὐδὲ γὰρ τοῦτο μόνον τὸ δεινὸν
ἔχει ὁ ὅρκος,
ὅτι καὶ παραβαινόμενος καὶ φυλαττόμενος κολάζει τοὺς ἁλισκομένους, ὅπερ ἐν οὐδενὶ τῶν
ἄλλων ἁμαρτημάτων συμβαῖνον ἴδοι τις ἄν· ἀλλὰ καὶ ἕτερον οὐκ ἔλαττον τούτου
κακόν. Τί δὲ τοῦτό ἐστι;...» (Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Εἰς τοὺς
Ἀνδριάντας, Ὁμιλία ΚΑ΄).
«...Ἑτέραν ἱστορίαν εἰπεῖν καὶ δεῖξαι καὶ ἐξ ἐκείνης
χαλεπωτέραν ταύτης καὶ μείζονα συμφορὰν ἐργασάμενον ὅρκον ἕνα. Καὶ
γὰρ πόλεων καὶ γυναικῶν καὶ παιδίων αἰχμαλωσίαν, καὶ πυρπόλησιν, καὶ βαρβάρων
ἔφοδον, καὶ ἁγίων μολυσμόν, καὶ μυρία ἕτερα χαλεπώτερα τοὺς Ἰουδαίους ἅπαντας
εἷς ὅρκος διέθηκεν» (Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Εἰς τοὺς
Ἀνδριάντας, Ὁμιλία ΚΑ΄).
«Ἀναμνήσθητί μοι, πῶς ὁ ὅρκος οὗτος εἰσελθὼν ἐν τῇ πόλει
καὶ οἰκίας καὶ ναὸν καὶ τείχη καὶ οἰκοδομήματα λαμπρὰ καθεῖλε, καὶ χῶμα τὴν πόλιν
ἐποίησε, καὶ οὔτε τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων, οὔτε τὰ σκεύη τὰ ἱερὰ, οὔτε ἄλλο οὐδὲν
ἀπέστρεψε τὴν κόλασιν καὶ τὴν τιμωρίαν ἐκείνην διὰ τὸ παραβαθῆναι τὸν ὅρκον.
Καὶ ἡ μὲν πόλις οὕτως ἐλεεινῶς κατελύετο· ὁ δὲ βασιλεὺς ἐλεεινότερα καὶ
ὀδυνηρότερα τούτων ἔπασχε» (Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Εἰς τοὺς
Ἀνδριάντας, Ὁμιλία ΚΑ΄).
«Θέλει γὰρ ἡμᾶς μιμητὰς ἑαυτοῦ γενέσθαι γράφων· “Ἀλήθειαν
λέγω, οὐ ψεύδομαι”. Ἐπειδὴ καὶ εὐαγγελικόν ἐστι τοῦ Κυρίου ῥητὸν εἶναι ἡμῶν τὸ
Ναί, ναί, καὶ τὸ Οὔ, οὔ. Μέχρι τούτου οἱ ἐν Χριστῷ βεβαιούτωσαν ἑαυτῶν τοὺς
λόγους, καὶ μή,
περαιτέρω βαίνοντες,
εἰς ὅρκους
καταφεύγωμεν· ὥστε καὶ φθαρτῶν χάριν χρημάτων ὀμνύναι τὸν Θεόν, μάλιστα Μωσέως
νομοθετοῦντος· “Οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ”. Εἰ γὰρ ὅλως
ἄξιος τυγχάνει τις ὀνομάσαι τὸν Θεόν, ἀξιόπιστός ἐστι καὶ χωρὶς ὅρκου
πιστευθῆναι· ὁ γὰρ πρὸς τὸ μεῖζον ἱκανὸς γενόμενος πολλῷ πλέον πρὸς τὸ ἔλαττον
γένοιτ' ἂν ἱκανός. Εἰ δὲ μή ἐστιν ἀξιόπιστος χωρὶς ὅρκου πιστευθῆναι, οὐκ ἔστιν
ἄρα ἄξιος οὐδὲ ὀνομάσαι τὸ ὄνομα Κυρίου, οὐκ ἔστι πιστὸς ἐν λόγῳ. Πῶς γὰρ ὅλως
τούτῳ μαρτυρήσει ὁ Θεὸς ὀμνύοντι, μὴ ἔχοντι πίστιν, εἰς ἣν ὁ Κύριος ἐπιβλέπει;
Τί τοίνυν τὸν Θεὸν καλοῦσι μάρτυρα οἱ μὴ πίστιν κατὰ
ἀλήθειαν ἔχοντες; Τὸ Πνεῦμα μαρτυρεῖ ἐν Ψαλμοῖς· “Ἐγγὺς Κύριος πᾶσι τοῖς
ἐπικαλουμένοις αὐτὸν ἐν ἀληθείᾳ”, δι' ἧς μόνης ἐπικαλεῖσθαι δύναται ὁ Θεός.
Ὥστε τί ὀμνύουσι Θεὸν οἱ μηδὲ ἐν τοῖς μικροῖς πίστιν ἔχοντες; ἄλλως τε καὶ ὁ
ὅρκος ἀληθείας ἐστὶ μάρτυς, καὶ οὐ τῶν χρημάτων σημαντικός. Ὀμνύουσι γὰρ οἱ
ἄνθρωποι, οὐχ ἵνα τὰ πράγματα σημάνωσιν, ἀλλ' ἵνα τὴν ἀλήθειαν πιστώσωνται, καὶ
ὅτι λέγοντες οὐ ψεύδονται. Εἰ μὲν οὖν ἐστι τῷ ὀμνύοντι πίστις καὶ ἀλήθεια, τίς
ἡ χρεία τοῦ ὅρκου; Εἰ δὲ μή ἐστιν ἐν αὐτῷ πίστις, διὰ τί τοσοῦτον ἀσεβοῦμεν,
ὥστε δι' ἀνθρώπινα καὶ θνητὰ τὸν ὑπὲρ ἄνθρωπον Θεὸν καλεῖν μάρτυρα; Εἰ γὰρ τὸν
βασιλέα τὸν ἐπὶ γῆς εἰς τὰ ἔξω δικαστήρια καλεῖν μάρτυρα οὐ θέμις, ὡς κρείττονα
καὶ τῶν ἐγκαλούντων καὶ τῶν δικαζόντων, τί τὸν ἀγένητον εἰς τὰ γενητὰ καλοῦμεν,
καὶ τὸν Θεὸν ὑπὸ ἀνθρώπων ποιοῦμεν καταφρονεῖσθαι; Ἄπαγε! Τοῦτο πᾶσαν
ὑπερβάλλει παρανομίαν καὶ τόλμαν. Τί οὖν δεῖ ποιεῖν; Οὐδὲν πλέον ἢ εἶναι ἡμῶν
τὸ Ναί, ναί, καὶ τὸ Οὔ, οὔ· καὶ καθόλου μὴ ψεύδεσθαι. Οὕτως γὰρ ἡμεῖς
ἀληθεύοντες, δόξαιμεν καὶ ἐν τούτῳ μιμεῖσθαι τὸν ἀληθῆ Θεόν.
Ἴσως δέ τις ἐπὶ τούτοις εὐλόγως ἀντιθήσει λέγων· Εἰ ὁ
ὅρκος ἀπὸ ἀνθρώπων κεκώλυται, καὶ ἐν τῷ μὴ ὀμνύναι τις μιμεῖται τὸ Θεῖον, πῶς αὐτὸς
ὁ Θεὸς ὀμνύναι λέγεται ἐν ταῖς θείαις
Γραφαῖς; Καὶ γὰρ καὶ τῷ
Ἀβραὰμ ὤμοσεν, ὥσπερ καὶ Μωσῆς μαρτυρεῖ, καὶ ἐν Ὕμνοις δὲ γέγραπται· «Ὤμοσε
Κύριος, καὶ οὐ μεταμεληθήσεται· Σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν
Μελχισεδέκ». Δόξει γὰρ ἢ ταῦτα μάχεσθαι τοῖς προλεχθεῖσιν, ἢ ἐκ τούτων
ἐπιτρίβεσθαι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὅρκους. Ἀλλ' οὐκ ἔστιν οὕτω· μὴ ταῦτά τις
νομιζέτω. Θεὸς γὰρ κατ' οὐδενὸς ὀμνύει. Πῶς γάρ, αὐτὸς Κύριος καὶ ποιητὴς τῶν
ἁπάντων ὑπάρχων; Ἀλλ' εἰ χρὴ τἀληθῆ λέγειν, ὁ λόγος ὅρκος αὐτοῦ ἐστι,
πληροφορῶν τοὺς ἀκούοντας, καὶ πίστιν ἑκάστῳ παρέχων, ὅτι ὃ ἐπηγγείλατο καὶ
λαλεῖ, πάντως καὶ γενήσεται. Οὐ γὰρ ὡς ἄνθρωπος ὀμνύει Θεός, ἀλλ' ἡμῖν
ὁ λόγος αὐτοῦ ἀντὶ ὅρκου πρὸς
ἀλήθειαν γίνεται.
Ἀνθρώποις δὲ λαλῶν ὀμνύναι λέγεται, καὶ τοῦτο ἀνθρωπικώτερον λαλούντων τῶν
ἁγίων· ἵνα ἀφ' ὧν αὐτοὶ λέγοντες ἀξιοῦσιν, ἀπὸ τούτων αὐτοὶ πιστεύσωσι τῷ
λαλοῦντι Θεῷ. Ὡς γὰρ ἀνθρώπων τὸν λόγον ὅρκος βεβαιοῖ, οὕτως ἃ
λαλεῖ ὁ Θεὸς ἀνθ' ὅρκου λογιζέσθω διὰ τὸ βέβαιον καὶ ἀμετάθετον τῆς
βουλῆς αὐτοῦ. Μαρτυρεῖ δὲ τῷ λεγομένῳ καὶ αὐτὸς ὁ γεγραμμένος ὅρκος· “Ὤμοσε”
γὰρ “Κύριος, καὶ οὐ μεταμεληθήσεται”, ὡς τοῦ ἀμεταμελήτου καὶ πάντως ἐσομένου
κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν ὅρκου τυγχάνοντος. Τοῦτο δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς ἐν τῇ Γενέσει
σημαίνει λέγων· “Κατ'
ἐμαυτοῦ ὤμοσα”. Τοῦτο δὲ οὐχ ὅρκος ἐστίν.
Οὐδὲ γὰρ κατά τινος ὤμοσεν, ὅπερ ἴδιόν ἐστιν ὅρκου· ἀλλὰ καθ' ἑαυτοῦ, ὅπερ τὴν
τοῦ ὅρκου ὑπόνοιαν ἐκφεύγει, καὶ ἐν ᾧ σημαίνει τὸ βέβαιον τῆς ἐπαγγελίας, καὶ
τὸ χρῆναι πάντως πιστεῦσαι τὸν ἀκούοντα. Ἔστω δὲ καὶ ὁ ὑμνῳδὸς μάρτυς τῶν
λεγομένων, ἀναμιμνήσκων τὸν Θεόν, ψάλλων καὶ λέγων· “Ποῦ εἰσι τὰ ἐλέη σου τὰ
ἀρχαῖα, Κύριε, ἃ ὤμοσας τῷ Δαβὶδ ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου;”. Οὐ γὰρ κατὰ τῆς ἀληθείας
ὀμνύει Θεός· ἀλλ' ἅπερ ἀληθεύων λαλεῖ ὡς ὅρκος ἐστὶ τοῖς ἀνθρώποις πρὸς πίστιν.
Οὔτε οὖν
Θεὸς κατὰ τοὺς ἀνθρώπους ὀμνύει, οὔτε ἡμᾶς ἐκ τούτων εἰς ὅρκους ἐπιτρίβεσθαι
χρή· ἀλλὰ τοιαῦτα λέγωμεν καὶ πράττωμεν, ὡς μὴ ὅρκου δεῖσθαι τοὺς
ἀκούοντας, ἀλλ' ἀφ' ἑαυτῶν ἔχειν τὰ λεγόμενα τῆς ἀληθείας τὴν μαρτυρίαν. Ἐν
τούτῳ γὰρ ὄντως μιμησόμεθα τὸ Θεῖον» (Μ. Ἀθανασίου, Εἰς τὸ Πάθος τοῦ
Κυρίου καὶ εἰς τὸν Σταυρόν).
«Ὥσπερ γὰρ θυμός,
οὐ θυμὸς ἐπὶ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ τιμωρητικόν, καὶ οὐ πάθος ἐστίν· οὕτως οὐδὲ ὅρκος»
(Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν ΡΘʹ Ψαλμόν).
«Ἔστω δὲ ὑμῖν τὸ ναί, ναί, καὶ τὸ οὔ, οὔ· τὸ δὲ περισσὸν
τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστι. Τί οὖν ἐστι τὸ περισσὸν τοῦ ναὶ καὶ τοῦ οὔ; Ὁ ὅρκος, οὐ
τὸ ἐπιορκεῖν. Ἐκεῖνο γὰρ καὶ ὡμολογημένον ἐστί, καὶ οὐδεὶς δεῖται μαθεῖν, ὅτι ἐκ τοῦ πονηροῦ
ἐστι, καὶ οὐ περιττόν, ἀλλ' ἐναντίον· τὸ δὲ περιττόν, τὸ πλέον καὶ
ἐκ περιουσίας προσκείμενον, ὅπερ ἐστὶν ὁ ὅρκος. Τί οὖν, φησίν, ἐκ τοῦ πονηροῦ
ἦν; καὶ εἰ ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν, πῶς νόμος ἦν;» (Χρυσοστόμου
Ἰωάννου, Ὑπόμνημα εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Ὁμιλία ΙΖ΄).
«Διὸ μεγάλῃ καὶ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ κηρύττω πᾶσι, καὶ
διαμαρτύρομαι, ὥστε τοὺς τὴν παράβασιν ταύτην ἐπιδεικνυμένους, τοὺς τὰ ἐκ τοῦ
πονηροῦ φθεγγομένους (τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ ὅρκος), τῶν οὐδῶν μὴ ἐπιβαίνειν
τῶν ἐκκλησιαστικῶν» (Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Ὑπόμνημα εἰς τὰς
Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ὁμιλία Η΄).
«Ὁ διὰ
Μωϋσέως μὲν νομοθετήσας τὰ τοῦ νόμου μυστήρια, πληρώσας δὲ δι' ἑαυτοῦ ὅλον τὸν
νόμον καὶ τοὺς προφήτας, καθὼς ἐν τῷ εὐαγγελίῳ φησὶν ὅτι Οὐκ ἦλθον καταλῦσαι
τὸν νόμον, ἀλλὰ πληρῶσαι, ὁ τῇ μὲν ἀναιρέσει τῆς ὀργῆς συνεξαλείψας τὸν φόνον, τῷ
δὲ ἀφανισμῷ τῆς ἐπιθυμίας
συνεξελὼν τῆς μοιχείας
τὸ ἄγος, οὗτος ἐκβάλλει τοῦ βίου καὶ τὴν ἐκ τῆς ἐπιορκίας κατάραν τῇ ἀπαγορεύσει τοῦ
ὅρκου πεδήσας ἐν ἀπραξίᾳ τὸ δρέπανον· οὐ γάρ ἐστι δυνατὸν ὅρκου
γενέσθαι παράβασιν μὴ ὄντος ὅρκου. διό φησιν Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις·
οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου. ἐγὼ δὲ λέγω σοι, φησί, μὴ
ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶ τοῦ θεοῦ, μήτε ἐν Ἱεροσολύμοις,
ὅτι πόλις ἐστὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως, μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ
δύνασαι ποιῆσαι τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν. ἔστω δὲ ὑμῶν ὁ λόγος τὸ ναὶ ναὶ καὶ τὸ
οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν»
(Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Òìσματος
Æìσμάτων, Λόγος ιγʹ).
«εʹ. Οὐ μικρόν τι πρὸς τοῦτο καὶ τὸ μὴ ὀμνύναι συντελεῖ,
καὶ τὸ μὴ ὀργίζεσθαι. Ἀπὸ τοῦ μὴ ὀργίζεσθαι οὐδὲ ἐχθρὸν ἕξομεν. Ἔκκοψον
ἀνθρώπου τὸν ὅρκον, καὶ τὰ πτερὰ περιέκοψας τῆς ὀργῆς, τὸν θυμὸν ἔσβεσας
ἅπαντα.
...Φέρε δὴ λοιπόν, τίνος
ἕνεκεν ἐπεισῆλθεν ὁ ὅρκος, καὶ διὰ τί συνεχωρήθη
εἶναι, εἴπωμεν. Ἄνωθεν τὴν γένεσιν αὐτοῦ διηγούμενοι, καὶ πότε ἐτέχθη, καὶ πῶς,
καὶ παρὰ τίνων... Ἐποίησαν συνθήκας πολλὰς οἱ περὶ τὸν Ἀβραάμ, καὶ ἔσφαξαν
θύματα, καὶ θυσίας ἀνήνεγκαν, καὶ οὐδέπω ἦν ὅρκος. Πόθεν οὖν ἐπεισῆλθεν ὁ
ὅρκος; Ὅτε τὰ κακὰ ηὐξήθη, ὅτε πάντα ὁμοῦ ἄνω καὶ κάτω γέγονεν, ὅτε πρὸς
εἰδωλολατρείαν ἀπέκλιναν· τότε δή, τότε, ὅτε ἄπιστοι λοιπὸν ἐφαίνοντο, τὸν Θεὸν
ἐκάλουν μάρτυρα, ὥσπερ ἐγγυητὴν διδόντες τῶν λεγομένων ἀξιόχρεων. Τοῦτο γὰρ ὅρκος
ἐστί, τρόπων ἀπιστουμένων ἐγγύη. Ὥστε πρώτη κατηγορία αὕτη
τοῦ ὀμνύοντος, εἰ μὴ πιστεύοιτο χωρὶς ἐγγύου, καὶ ἐγγύου μεγάλου· διὰ γὰρ τὴν πολλὴν
ἀπιστίαν οὐκ ἄνθρωπον ζητοῦσιν ἔγγυον,
ἀλλὰ τὸν Θεόν. Δεύτερον, καὶ
τοῦ λαμβάνοντος τὸν ὅρκον τὸ αὐτὸ ἔγκλημα, εἰ ὑπὲρ συναλλαγμάτων διαφερόμενος,
τὸν Θεὸν ἕλκοι πρὸς τὴν ἐγγύην, καὶ λέγοι μὴ ἀφίστασθαι, εἰ μὴ ἐκεῖνον λάβοι. Ὢ
τῆς ὑπερβαλλούσης ἀναισθησίας, ὢ τῆς ὕβρεως! σκώληξ καὶ γῆ καὶ σποδὸς
τυγχάνων καὶ καπνὸς, τὸν Δεσπότην σου ἕλκεις εἰς ἐγγύην, κἀκεῖνον ἀναγκάζεις λαβεῖν» (Χρυσοστόμου Ἰωάννου,
Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ὁμιλία Θ΄).
«δ΄. Ἄρα περιττὸν ὁ ὅρκος, καὶ τοῦτο μᾶλλον ἀπιστίας, ἢ πίστεως τεκμήριον» (Χρυσοστόμου
Ἰωάννου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία Β΄).
«Ὁ ὅρκος οὐκ ἐπὶ τὸ ἐπιορκεῖν· ἐκεῖνο γὰρ οὐδεὶς
δεῖται μαθεῖν, ὅτι ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστι καὶ περιττόν, ἀλλ' ἐναντίον· τὸ δὲ περιττὸν καὶ
τὸ πλέον ὁ ὅρκος ἐστίν» (Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Εἰς τᾶς Καθολικὰς
Ἐπιστολάς, Εἰς Ἐπιστολὴν Ἰακώβου, Κεφ. Ε΄).
«Ἐπειδὴ ὅρκῳ βεβαιοῦται τῶν πραγμάτων τὰ πλεῖστα, τὸ στερρὸν
καὶ ἀμετάθετον, ὃ ἐκέκτητο ὁ προφήτης πρὸς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, ὅρκον ἐκάλεσε.
Σύνηθες γὰρ τοῦτο τῇ θείᾳ Γραφῇ· ὡς τὸ, Ὤμοσε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀβραάμ·
καὶ, Ὤμοσε Κύριος τῷ Δαυῒδ ἀλήθειαν, καὶ οὐ μὴ ἀθετήσῃ αὐτήν, διὰ τὸ
βέβαιον τῆς θείας ἐπαγγελίας· ἐπεὶ ὁ ὅρκος παρὰ πάσης τῆς θείας Γραφῆς
ἀπᾴδεται, καὶ παρὰ μὲν τῆς Παλαιᾶς· Οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σου ἐπὶ ματαίῳ· καὶ, Οὐκ ὀμεῖσθε τὸ ὄνομά μου ἐπ' ἀδίκῳ· καὶ, Ὅρκῳ
οὐκ ἐθίσεις τὸ στόμα σου, δηλαδὴ ἐπὶ τοῖς κοσμικοῖς πράγμασιν· ἔφη γὰρ ὁ
Ἐκκλησιαστής· Ἐκτησάμην χρυσίον, ἀργύριον, ἱματισμόν· ἐποίησά μοι κήπους,
ἀμπελῶνας, ὑδραγωγούς· καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης, καὶ προαίρεσις τοῦ
πνεύματος. Ὁ ἐπὶ τούτων τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ γλώσσης φέρων, ἐπὶ ματαιότητι
λαμβάνει τὸν ὅρκον καὶ ἐπ' ἀδίκῳ. Καὶ αὖθις ὁ Κύριος· Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, μὴ
ὀμόσαι ὅλως· καὶ ὁ αὐτοῦ μαθητὴς Ἰάκωβος· Πρὸ πάντων, ἀδελφοὶ, μὴ
ὀμνύετε. Ὥσπερ οὖν ἐστιν ἐντολή, μὴ
φονεύσῃς, μὴ ἀδικήσῃς· οὕτω καὶ τό, μὴ ὀμόσῃς» (Χρυσοστόμου Ἰωάννου,
Ἑρμηνεία εἰς τὸν ΡΙΗ΄ Ψαλμόν).
«Ὅρκος δὲ ὅλως ἐκ στόματος μὴ ἐξερχέσθω· Δεσποτικὸν γὰρ τὸ παράγγελμα, ὅτι οὐδὲ κατὰ τῆς
ἰδίας σου κεφαλῆς ἀνέχεταί σε ὀμόσαι λέγων, ὅτι Πᾶν τὸ πλεῖον τοῦ Ναί καὶ τοῦ Οὔ, ἐκ τοῦ πονηροῦ
ἐστι» (Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Ταλανισμὸς πρὸς τοὺς φθείροντας τὰς τοῦ
Χριστοῦ παρθένους).
«Ὁρᾷς καὶ τυραννίδα καὶ παιδοκτονίαν καὶ πατροκτονίαν καὶ πόλεμον ἐμφύλιον
καὶ μάχην καὶ σφαγὰς καὶ αἵματα καὶ μυρίους νεκροὺς ἀφ' ἑνὸς ὅρκου κειμένους; εἶδες
ὁποῖον ὅρκος τῆς ἀπωλείας τὸ βάραθρον κατεσκεύασεν; Ἵν' οὖν μὴ καὶ ἡμεῖς τὰ
παραπλήσια ἐκείνοις πεισώμεθα, ἀποστῶμεν τῆς πονηρᾶς τῶν ὅρκων συνηθείας, ὡς
ἂν τοῦ Θεοῦ τὴν εὔνοιαν ἐντεῦθεν ἐπισπασάμενοι...
Δεινὸν ὁ ὅρκος, ἀγαπητέ, δεινὸν καὶ ἐπιβλαβές· φάρμακον
ὀλέθριον, δηλητήριον
χαλεπόν, τραῦμα κεκρυμμένον, ἕλκος ἀφανές, νομὴ συνεσκιασμένη καὶ
τὸν ἰὸν ἐπὶ τὴν ψυχὴν ἄγουσα· βέλος σατανικόν, ἀκόντιον πεπυρωμένον, μάχαιρα
δίστομος, ῥομφαία ἠκονημένη, ἁμαρτία ἀσύγγνωστος, παρανομία ἀπολογίαν οὐκ
ἔχουσα, βάραθρον βαθύ, κρημνὸς ἀπότομος, παγὶς ἰσχυρά, δίκτυον ἐκτεταμένον,
δεσμὸς λυθῆναι μὴ δυνάμενος, βρόχος ἀδιεξόδευτος. ἆρα ἀρκεῖ ταῦτα καὶ
πιστεύετε, ὅτι δεινὸν ὁ ὅρκος καὶ πάντων ἁμαρτημάτων χαλεπώτερον;
πείσθητέ μοι, πείσθητε, παρακαλῶ· εἰ δέ τις ἀπιστεῖ, καὶ τὴν ἀπόδειξιν ἤδη
παρέχομαι· ὅπερ γὰρ οὐδεμία ἁμαρτία κέκτηται, τοῦτο αὕτη ἡ ἁμαρτία ἔχει. τὰς
μὲν γὰρ ἄλλας ἐντολὰς μὴ παραβαίνοντες ἀπαλλαττόμεθα τιμωρίας, τὸν δὲ ὅρκον
πολλάκις καὶ φυλάττοντες καὶ παραβαίνοντες ὁμοίως κολαζόμεθα. τάχα οὐκ ἐνοήσατε τὸ
λεχθέν; οὐκοῦν ἀνάγκη σαφέστερον αὐτὸ πάλιν εἰπεῖν. πολλάκις τις ὤμοσε πρᾶξαι
πρᾶγμα παράνομον καὶ ἐνέπεσεν εἰς βρόχον ἄλυτον· ἀνάγκη γὰρ λοιπὸν ἢ φυλάξαντα
τὸν ὅρκον παρανομεῖν, ἢ μὴ φυλάξαντα τὸν ὅρκον ἐγκλήματι ἐπιορκίας ἁλῶναι· καὶ
έγονεν ἑκατέρωθεν βαθὺς ὁ κρημνός, ἑκατέρωθεν ὁ θάνατος ἀπαραίτητος καὶ
φυλάττουσι τὴν ἐντολὴν καὶ μὴ φυλάττουσιν. ἆρα ἔστιν ὀλεθριώτερόν τι τοῦ
πλημμελήματος τούτου, ὅταν φυλάττηται καὶ μὴ φυλάττηται;» (Χρυσοστόμου
Ἰωάννου, Κατηχήσεις, Τοῦ αὐτοῦ. Ἐν τῇ προτέρᾳ κατηχήσει διαλεχθεὶς περὶ
ὅρκων ταύτην εἶπεν εἰς τὴν αὐτὴν πάλιν ὑπόθεσιν, δεικνὺς ὅτι οὐ τὸ ἐπιορκεῖν
μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ εὐορκεῖν κόλασιν ἔχει, καὶ ὅτι χρησίμως ὁ Χριστὸς διὰ τριῶν ἡμερῶν
ἀνέστη. Λόγος βʹ.).
«Σὺ δὲ εἰ
μηδὲν ἕτερον, αὐτὸ γοῦν τὸ βιβλίον αἰδέσθητι ὃ προτείνεις
εἰς ὅρκον, καὶ τὸ Εὐαγγέλιον, ὃ μετὰ χεῖρας λαμβάνων κελεύεις
ὀμνύναι, ἀνάπτυξον, καὶ ἀκούσας τί περὶ ὅρκων
ὁ Χριστὸς ἐκεῖ διαλέγεται, φρίξον, καὶ ἀπόστηθι. Τί οὖν ἐκεῖ περὶ ὅρκων φησίν; Ἐγὼ
δὲ λέγω ὑμῖν, μὴ ὀμόσαι ὅλως· σὺ δὲ τὸν νόμον τὸν κωλύοντα ὀμνύναι,
τοῦτον ὅρκον ποιεῖς; Ὢ τῆς ὕβρεως! ὢ τῆς παροινίας! ταυτὸν γὰρ ποιεῖς, ὥσπερ ἂν εἴ τις τὸν
νομοθέτην τὸν κωλύοντα φονεύειν, αὐτὸν σύμμαχον κελεύοι γενέσθαι πρὸς τὴν
σφαγήν. Οὐχ οὕτω στένω καὶ δακρύω σφαζομένους ἀκούων τινὰς ἐν ταῖς ὁδοῖς, ὡς
στένω καὶ δακρύω
καὶ φρίττω, ἐπειδὰν ἴδω τινὰ πλησίον τῆς τραπέζης ταύτης ἐλθόντα, καὶ τὰς χεῖρας
θέντα, καὶ τῶν Εὐαγγελίων ἁψάμενον καὶ ὀμνύοντα. Περὶ χρημάτων ἀμφιβάλλεις, εἰπέ μοι, καὶ ψυχὴν
ἀναιρεῖς; τί τοσοῦτον κερδαίνεις, ὅσον ζημιοῖς καὶ τὴν ψυχήν σου, καὶ τὸν
πλησίον; Εἰ μὲν πιστεύεις, ὅτι ἀληθής ἐστιν ὁ ἀνήρ, μὴ ἐπαγάγῃς τοῦ ὅρκου τὴν
ἀνάγκην· εἰ δὲ οἶδας, ὅτι ψεύδεται, μὴ ἀναγκάσῃς ἐπιορκεῖν. Ἀλλ' ἵνα πληροφορηθῶ,
φησίν. Ὅταν μὲν οὖν μὴ ὁρκίσῃς, τότε ἱκανὴν δέξῃ πληροφορίαν. Νῦν μὲν γὰρ
ἀναχωρήσας οἴκαδε κατεσθίῃ διηνεκῶς ὑπὸ τοῦ συνειδότος ταῦτα λογιζόμενος, ἆρα
μὴ μάτην ὥρκωσα; ἆρα μὴ ἐπιώρκησεν; ἆρα μὴ ἐγὼ τῆς ἁμαρτίας ἐγενόμην αἴτιος; Ἂν
δὲ μὴ ὁρκώσῃς, ἀναχωρήσας οἴκαδε πολλὴν δέξῃ παραμυθίαν εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ, καὶ
λέγων· Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὅτι κατέσχον ἐμαυτόν, καὶ οὐχ ὥρκωσα εἰκῆ οὐδὲ μάτην».
(Χρυσοστόμου
Ἰωάνου, Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας, Ὁμιλίαι κα΄ ἐν Ἀντιοχείᾳ λεχθεῖσαι, Ἔτι εἰς τὴν
συμφορὰν τῆς πόλεως Ἀντιοχείας, καὶ ὅτι χρήσιμον πανταχοῦ φόβος, καὶ ὅτι πένθος
γέλωτος λυσιτελέστερον, καὶ εἰς τὴν ῥῆσιν τὴν λέγουσαν· Ἐπίγνωθι ὅτι ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνεις· καὶ ὅτι τοῦ φονεύειν τὸ ὁρκίζειν χεῖρον.
Ὁμιλία ιε΄, § ε΄).
«Οὐκ ἦλθον
καταλῦσαι τὸν νόμον, ἀλλὰ πληρῶσαι, ὁ τῇ μὲν ἀναιρέσει τῆς ὀργῆς συνεξαλείψας
τὸν φόνον, τῷ δὲ ἀφανισμῷ τῆς ἐπιθυμίας συνεξελὼν τῆς μοιχείας τὸ ἄγος, οὗτος ἐκβάλλει τοῦ βίου καὶ τὴν ἐκ τῆς ἐπιορκίας κατάραν τῇ ἀπαγορεύσει
τοῦ ὅρκου πεδήσας ἐν ἀπραξίᾳ
τὸ δρέπανον· οὐ γάρ ἐστι δυνατὸν ὅρκου γενέσθαι παράβασιν μὴ ὄντος ὅρκου. διό
φησιν Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις· οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ κυρίῳ
τοὺς ὅρκους σου. ἐγὼ δὲ λέγω σοι, φησί, μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος
ἐστὶ τοῦ θεοῦ, μήτε ἐν Ἱεροσολύμοις, ὅτι πόλις ἐστὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως, μήτε
ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι ποιῆσαι τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν. ἔστω
δὲ ὑμῶν ὁ λόγος τὸ ναὶ ναὶ καὶ τὸ οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ διαβόλου
ἐστίν» (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος Ἀσμάτων, Λόγος δʹ).
«Καὶ πρῶτον μὲν ὅτι ὅρκος παρὰ θεῷ τί ἐστιν ἀλλ' ἢ τό «κατ'
ἐμαυτοῦ ὤμοσα λέγει κύριος»; «οὐ γὰρ κατὰ μείζονος ἔχει ὅρκον ὁ θεός»· ἀλλὰ οὐδὲ ὄμνυσι τὸ
θεῖον, εἰς παράστασιν δὲ βεβαιώσεως ὁ λόγος ἔχει τὴν δύναμιν.
μεθ' ὅρκου γὰρ ὤμοσε κύριος τῷ Δαυὶδ ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας θήσειν ἐπὶ τὸν
θρόνον αὐτοῦ...
Ὤμοσε Κύριος, καὶ οὐ μεταμεληθήσεται. Ὁ ὅρκος τοῦ
Θεοῦ ὁ λόγος αὐτοῦ ἐστι, πληροφορῶν τοὺς ἀκούοντας, καὶ πίστιν
ἑκάστῳ παρέχων, ὅτι ὃ ἐπήγγελται καὶ λαλεῖ, πάντως γενήσεται. Οὐ γὰρ ὡς
ἄνθρωπος ὀμνύει Θεός· ἀλλ' ἡμῖν ὁ λόγος αὐτοῦ ἀντὶ ὅρκου πρὸς ἀλήθειαν γίνεται,
ὡς τοῦ ἀμεταμελήτου παντὸς ἐσομένου, κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν ὅρκου τυγχάνοντος» (Μ. Ἀθανασίου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν ΡΘ’
Ψαλμόν).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει: «Ου λήψει το όνομα του Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω. Μη πάρεις
στο στόμα σου για το τίποτε το όνομα του Κυρίου του Θεού σου (και μην ορκισθείς
ποτέ) είτε για υπόθεση γήινη, είτε από φόβο μη πάθεις τίποτε κακό από κανένα
άνθρωπο, η από ντροπή, η για να κερδίσεις προσωπικό όφελος, ορκιζόμενος
ψεύτικα, γιατί η παράβαση του όρκου σημαίνει άρνηση του Θεού.
Γι΄ αυτό να
μην ορκίζεσαι ποτέ, αλλά να αποφεύγεις ολωσδιόλου
τον όρκο,
γιατί από τον όρκο προέρχεται και η παράβαση
του όρκου, που απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό και συγκαταλέγει με τους
αμαρτωλούς τον επίορκο· αλλά αληθεύοντας σε όλα με τους λόγους σου, θα δώσεις
βεβαιότητα όρκου...: «Διὰ τοῦτο οὐδὲ ὀμόσῃς
ὅλως, ἀλλὰ φεύξῃ τὸν ὅρκον τελείως, ὡς διὰ τοῦ ὅρκου τῆς ἐπιορκίας καὶ ἀπαλλοτριούσης
τοῦ Θεοῦ καὶ τοῖς ἀνόμοις συγκαυαριθμούσης τὸν τῆς ἐπιορκίᾳ χρώμενον. Ἀληθεύων
δὲ ἐν πᾶσι τοῖς σοῖς λόγοις, ὅρκου βεβαιότητα παρέξεις».
Αν όμως συμβεί
καμμιά φορά και ορκισθείς,
πράγμα που μακάρι ποτέ να μην γίνει, εάν μεν δώσεις τον όρκο για κάτι τι
σύμφωνο με τον Θείο Νόμο, τότε θα πρέπει να εκτελέσεις το νόμιμο αυτό, αλλά εν συνεχεία θα πρέπει να ζητήσεις από τον εαυτό σου ευθύνες επειδή έδωσε όρκο, φροντίζοντας
με ελεημοσύνη, δέηση και πένθος και σκληραγωγία του σώματος
να εξιλεώσεις τον Χριστό που είπε να μην ορκίζεσαι»: «Εἰ δέ ποτε συμβαίη ὅρκῳ σεαυτὸν ὑποβαλεῖν, ὃ
τῶν ἀπευκταίων,... σεαυτὸν δὲ ἀπαιτήσεις τὰς εὐθύνας, ὅτι ὅλως ὤμοσας, ἐλεημοσύνῃ,
ἱκεσίᾳ καὶ πένθει καὶ κακώσει τοῦ σώματος ἐξιλεούμενος Χριστόν, τὸν εἰπόντα “μὴ
ὀμόσῃς”» (Ὁ δεκάλογος τοῦ χριστιανικοῦ νόμου, ἁγ. Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς, ΕΠΕ 8, σελ. 491).
«Ὁ ὀμνύων τῷ πλησίον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἀθετῶν. Τί δή ποτε
ἐνταῦθα μὲν ἡ εὐορκία συγχωρεῖται ἐν τοῖς τῷ τελείῳ πρέπουσιν ἀνδραγαθήμασιν,
ἐν δὲ τῷ Εὐαγγελίῳ παντελῶς ἀπηγόρευται; Τίς παροικήσει, καὶ τίς κατασκηνώσει;
Ὁ ὀμνύων τῷ πλησίον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἀθετῶν. Ἐκεῖ δέ, Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι
ὅλως. Τί οὖν φαμεν; Ὅτι πανταχοῦ τοῦ αὐτοῦ σκοποῦ ἔχεται ὁ Κύριος, προλαμβάνων τῶν ἁμαρτημάτων τὰ
ἀποτελέσματα, καὶ ἐκ τῆς πρώτης ἀρχῆς ἐκτέμνων τὴν πονηρίαν. Ὡς γὰρ
ὁ μὲν παλαιὸς ἔλεγε νόμος, Οὐ μοιχεύσεις· ὁ δὲ Κύριος, Οὐδὲ ἐπιθυμήσεις·
κἀκεῖνος μέν, Οὐ φονεύσεις· ὁ δὲ τὰ τελειότερα νομοθετῶν, Οὐδὲ ὀργισθήσῃ· οὕτω
δὴ καὶ ἐνταῦθα ὁ μὲν ἀρκεῖται τῇ εὐορκίᾳ, ὁ δὲ τῆς ἐπιορκίας τὴν ἀφορμὴν
διακόπτει. Ὁ μὲν γὰρ εὐορκῶν, τυχὸν ἄν ποτε καὶ παρασφαλείη ἄκων· ὁ δὲ μὴ
ὀμνύων, τὸν τῆς ἐπιορκίας κίνδυνον διαπέφευγε. Τὸν ὅρκον δὲ πολλαχοῦ καὶ τὴν
ἀμετάθετον περὶ ἑκάστου πράγματος διαβεβαίωσιν ὀνομάζει· ὡς τό, Ὤμοσα, καὶ
ἔστησα τοῦ φυλάξασθαι τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου· καὶ τό, Ὤμοσε Κύριος, καὶ
οὐ μεταμεληθήσεται. Οὐχ ὅτι Θεὸν εἰς μαρτυρίαν τῶν λαλουμένων πιστοποιούμενον
αὐτοῦ τὴν ἀμφιβολίαν παρήγαγεν, ἀλλ' ὅτι ἀτρέπτοις καὶ ἀκινήτοις δόγμασι τὴν
τῆς ἐπαγγελίας χάριν τῷ Δαβὶδ ἐβεβαίωσεν. Οὕτως οὖν καὶ ἐνταῦθα δυνατὸν
εἰρῆσθαι· Ὁ ὀμνύων τῷ πλησίον αὐτοῦ· τουτέστι, διαβεβαιούμενος τῷ πλησίον, καὶ οὐκ ἀθετῶν·
ἵνα ᾖ σύμφωνον τῷ παρὰ τοῦ Κυρίου εἰρημένῳ, τῷ, Ἔστω δὲ ὑμῶν ὁ λόγος, ναὶ ναί,
καὶ οὒ οὔ. Περὶ
τῶν τοιούτων πραγμάτων διαβεβαιούμενος κατάνευε· καὶ περὶ
τῶν μὴ ὄντων, κἂν πάντες ἄνθρωποι παρακαλῶσι, μὴ συμπεισθῇς ποτε
παρὰ τὴν τῆς φύσεως ἀλήθειαν διαβεβαιώσασθαι. Οὐ γέγονε τὸ πρᾶγμα, ἄρνησις
ἐπακολουθείτω· γέγονε τὸ πρᾶγμα, συγκατάθεσις διαβεβαιούτω. Χωρὶς τῆς πρὸς
ἕτερον ἐπιπλοκῆς αὐτὴν καθ' ἑαυτὴν πειρῶ τὴν ἀλήθειαν παριστᾷν, ψιλαῖς ταῖς
διαβεβαιώσεσι κεχρημένος. Ὁ ἄπιστος ἐχέτω τὴν βλάβην τῆς ἀπιστίας. Αἰσχρὸν γὰρ
παντελῶς καὶ ἀνόητον ἑαυτοῦ κατηγορεῖν ὡς ἀναξίου πίστεως, καὶ τὴν ἐκ τῶν ὅρκων
ἀσφάλειαν ἐπιφέρεσθαι. Εἰσὶ δέ τινες
λόγοι, σχήματα μὲν ὅρκων ἔχοντες, οὐχ ὅρκοι δὲ ὄντες, ἀλλὰ θεραπεία πρὸς τοὺς
ἀκούοντας. Ὡς ὁ Ἰωσὴφ τὸν Αἰγύπτιον οἰκειούμενος, νὴ τὴν ὑγίειαν ὤμνυε
Φαραώ. Καὶ ὁ Ἀπόστολος τὴν πρὸς Κορινθίους ἀγάπην ἑαυτοῦ παριστῶν, ἔφη· Νὴ τὴν
ὑμετέραν καύχησιν, ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Οὐ γὰρ παρήκουσε τῆς εὐαγγελικῆς
διδασκαλίας ὁ τὸ Εὐαγγέλιον πεπιστευμένος, ἀλλὰ λόγον ψιλὸν ἐν σχήματι παρέδωκεν ὅρκου,
τὴν ἐπ' αὐτοῖς καύχησιν ὡς τοῦ παντὸς αὐτῷ ἀξίαν οὖσαν διὰ τοῦ τοιούτου τρόπου
δεικνύς» (Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς
τὸν Πρῶτον Ψαλμόν).
«Ὁρᾷς Θεοῦ φιλανθρωπίαν; Οὐ πρὸς τὴν οἰκείαν ἀξίαν ὁρῶν
φθέγγεται· ἀλλὰ πρὸς τὴν ἀσθένειαν συγκαταβαίνων τὴν ἡμετέραν. Ἐπειδὴ γὰρ οἱ
ἄνθρωποι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐκεῖνα εἰς ἔργον ἄγειν σπουδάζουσιν, οὐχ ἅπερ ἂν
ἁπλῶς ὑπόσχωνταί τισιν, ἀλλ' ὅσα ἂν μεθ' ὅρκου ἐπαγγέλλωνται· τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον
καὶ ὁ τῶν ὅλων Θεὸς πληροφορῶν τὸν δίκαιον, ὅτι πάντως ἔσται τὰ παρ' αὐτοῦ
λεγόμενα, φησίν· Ἴσθι ὅτι τὰ παρ' ἐμοῦ ὀμνυθέντα εἰς ἔργον ἀχθῆναι δεῖ. Τί οὖν,
φησίν; ὁ Θεὸς
ὤμοσε; καὶ κατὰ τίνος ὀμόσαι ἠδύνατο; Ὁρᾷς ὅτι συγκαταβάσεως ἦν τὸ εἰρημένον· τὴν
γὰρ βεβαίωσιν
τῆς ὑποσχέσεως ὅρκον ἐκάλεσε» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος
παραινετικὸς εἰς τὴν Εἴσοδον τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ὁμιλ. ΝΑ΄).
«Τίς οὖν ἐστιν ὁ ὀμόσας τῷ Ἀβραάμ; οὐχὶ ὁ Υἱός; Οὔ, φησί.
Πόθεν τοῦτο λέγεις; Μάλιστα μὲν γὰρ αὐτός· πλὴν οὐκ ἀμφισβητῶ. Ὅταν οὖν αὐτὸς
ὀμνύῃ τὸν αὐτὸν ὅρκον, Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δῆλον ὅτι ἐκ τοῦ μὴ ἔχειν
κατὰ μείζονος ὀμόσαι; Ὥσπερ γὰρ ὁ Πατὴρ ὤμοσεν, οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς ὀμνύει καθ'
ἑαυτοῦ, λέγων, Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν. Ἐνταῦθα αὐτοὺς ἀναμιμνήσκει ἐκείνων
τῶν ὅρκων τῶν τοῦ Χριστοῦ, ὧν συνεχῶς ἔλεγεν, Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὁ πιστεύων
εἰς ἐμέ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Τί ἐστι, Καὶ πάσης αὐτοῖς
ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος; Ἀντὶ τοῦ, ἐκ τούτου λύεται πάσης
ἀντιλογίας ἀμφισβήτησις· οὐ τῆσδε ἢ τῆσδε, ἀλλὰ πάσης. Ἔδει μὲν οὖν καὶ χωρὶς
ὅρκου πιστεύεσθαι τὸν Θεόν. Ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεός, φησίν, ἐπιδεῖξαι
τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν
ὅρκῳ. Ἐνταῦθα καὶ τοὺς πιστοὺς περιλαμβάνει· διὰ τοῦτο καὶ ταύτης τῆς
ἐπαγγελίας μέμνηται τῆς πρὸς ἡμᾶς κοινῶς γενομένης. Ἐμεσίτευσε, φησίν,
ὅρκῳ. Πάλιν ἐνταῦθα τὸν Υἱόν φησι μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ μεσίτην γεγονέναι. Ἵνα
διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι τὸν Θεόν. Ποίου,
καὶ ποίου; Τοῦ τε εἰπεῖν καὶ ὑποσχέσθαι, τοῦ τε ὅρκον προσθεῖναι τῇ ὑποσχέσει.
Ἐπειδὴ γὰρ παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο δοκεῖ πιστότερον εἶναι τὸ τοῦ ὅρκου, διὰ τοῦτο
καὶ αὐτὸ προσέθηκεν.
βʹ. Ὁρᾷς ὅτι οὐ τὴν ἀξίαν τὴν ἑαυτοῦ σκοπεῖ, ἀλλ' ὅπως
τοὺς ἀνθρώπους πείσῃ, καὶ ἀνάξια περὶ ἑαυτοῦ ἀνέχεται λέγεσθαι; τουτέστι,
πληροφορῆσαι θέλων. Καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ Ἀβραὰμ δείκνυσι τοῦ Θεοῦ ὂν τὸ πᾶν, οὐ τῆς
μακροθυμίας ἐκείνου, εἴ γε καὶ ὅρκον ἠνέσχετο προσθεῖναι, εἰ καθ' οὗ ὀμνύουσιν
ἄνθρωποι, καὶ ὁ Θεὸς κατ' αὐτοῦ ὤμοσε, τουτέστι, καθ' ἑαυτοῦ. Ἀλλ' ἐκεῖνοι μὲν
ὡς μείζονος, οὗτος δὲ οὐχ ὡς μείζονος· καὶ ὅμως ἐποίησεν. Οὐ γὰρ ἴσον, ἄνθρωπον
καθ' ἑαυτοῦ ὀμόσαι καὶ Θεόν· ὁ γὰρ ἄνθρωπος ἐξουσίαν ἑαυτοῦ οὐκ ἔχει. Ὁρᾷς
τοίνυν ὅτι οὐ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ μᾶλλον ἢ πρὸς ἡμᾶς τοῦτο εἴρηται. Ἰσχυράν,
φησί, παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος.
Καὶ ἐνταῦθα πάλιν μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. Νῦν, φησί· καὶ οὐκ
εἶπεν, Ἐπειδὴ ὤμοσεν. Ὅρκος δὲ τίς ἐστιν, ἐδήλωσεν εἰπὼν τό, κατὰ τοῦ μείζονος
ὀμόσαι. Ἀλλ' ἐπειδὴ ἄπιστόν ἐστι τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος, συγκάτεισιν εἰς τὰ αὐτὰ
ἡμῖν. Ὥσπερ οὖν ὄμνυσι δι' ἡμᾶς, καίτοι ἀνάξιον αὐτοῦ τὸ μὴ πιστεύεσθαι· οὕτω
καὶ τό, Ἔμαθεν ἐξ ὧν ἔπαθεν, εἴρηκεν, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι τοῦτο νομίζουσι
μᾶλλον εἶναι ἀξιοπιστότερον, τὸ διὰ τῆς πείρας ἐλθεῖν» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου,
Ἑρμηνείας Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολήν, ἐκτεθεῖσα ἀπὸ σημείων μετὰ τὴν
κοίμησιν αὐτοῦ, παρὰ Κωνσταντίνου πρεσβυτέρου Ἀντιοχείας».
«Ἔστιν δὲ ὅρκος τοῦ τηλικούτου ἀνδρὸς ἀκατάγνωστος λόγος,
ἐφ' ᾧ βεβαιοῦται τὸ Ναὶ ναὶ καὶ τὸ Οὒ οὔ. εἰ δὲ καί ποτε τῶν πρὸς οὓς ὁ λόγος
χάριν καὶ θεοῦ μάρτυρος χρεία, ἀπεριέργως καὶ τοῦτο ποιεῖ, ὡς ὁ θεσπέσιος
ἀπόστολος τύπον καὶ ἀγωγὴν ὅρκων καταλειπὼν ἐν ταῖς Ἐπιστολαῖς ὅπου μέν φησιν·
Μάρτυς μοί ἐστιν ὁ θεὸς ᾧ λατρεύω ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ· ὅπου δέ·
Μάρτυρα τὸν θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν· καὶ πάλιν· Οἶδεν ὁ ὢν θεὸς ἐπὶ
πάντας, οὐ ψεύδομαι. αὕτη γὰρ ἀνεπίληπτος πίστις· καὶ γὰρ ὅρκος οὐδὲν ἕτερόν
ἐστιν ἢ λόγος μετὰ θεοῦ μαρτυρίας ἢ πρᾶγμα βεβαιούμενον μετὰ θεοῦ μαρτυρίας.
ὅπως δ' ἂν ἔχῃ ὁ ὅρκος, οὐκ ἀθετεῖ ὀμνὺς τῷ πλησίον» (Διδύμου Τυφλοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς Ψαλμούς).
«Μάρτυς γάρ μου ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ λατρεύω ἐν τῷ πνεύματί
μου». Ἐπειδὴ περὶ ἀδήλου πράγματος ἦν αὐτῷ ὁ λόγος, τοῦτο δὲ ἦν ἡ ἀγάπη ἡ εἰς
αὐτοὺς ἀνθρώπους μηδὲ εἰδότας αὐτόν· τούτου χάριν τὸν Θεὸν ἐπὶ τοῦ πράγματος
τούτου μάρτυρα καλεῖ» (Δαμασκηνὸς
Ἰωάννης, Εἰς τὴν Πρὸς Ρωμαίους).
«Ὁρκίζω ὑμᾶς τὸν Κύριον, ἀναγνωσθῆναι τὴν ἐπιστολὴν
πᾶσι τοῖς ἁγίοις ἀδελφοῖς. Καὶ τοῦτο πόθου μάλιστα, οὐ διδασκαλίας
τοσοῦτον· ἵνα κἀκείνοις ὦ προσδιαλεγόμενος, φησίν· Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ' ὑμῶν. Ἀμήν. Καὶ οὐχ ἁπλῶς ἐπιτάττει, ἀλλ' ὁρκίζων, ἀπὸ
θερμῆς διανοίας καὶ τοῦτο ποιῶν, ἵνα κἂν αὐτοῦ καταφρονήσωσι, διὰ τὸν ὁρκισμὸν
πράξωσι τὸ ἐπιταχθέν. Μέγαν γὰρ εἶχον τότε φόβον τοῦ πράγματος· νυνὶ δὲ καὶ
τοῦτο πεπάτηται. Καὶ ἔστι πολλάκις παῖς μαστιζόμενος, καὶ ὁρκίζων τὸν Θεὸν καὶ
τὸν Χριστὸν αὐτοῦ, καί, οὕτω Χριστιανὸς ἀποθάνοις, καὶ οὐδεὶς προσέχει, οὐδεὶς
ἐπιστρέφεται· ἂν δὲ τὸν υἱὸν τὸν ἴδιον ὁρκίσῃ, εὐθέως καὶ ἄκων, καὶ τρίζων τοὺς
ὀδόντας, ὑφίησι τοῦ θυμοῦ. Ἄλλος πάλιν ἑλκόμενος, ἀπαγόμενος ἐπὶ μέσης τῆς
ἀγορᾶς, καὶ Ἑλλήνων καὶ Ἰουδαίων παρόντων, ὁρκοῖ τὸν ἀπάγοντα ὅρκους
φρικωδεστάτους, καὶ οὐδεὶς προσέχει. Τί οὐκ ἐροῦσιν οἱ Ἕλληνες, ὅταν πιστὸς τὸν
πιστὸν καὶ Χριστιανὸν ὁρκοῖ, καὶ μηδεὶς γίνηται λόγος, ἀλλὰ καὶ καταφρονῶμεν;
γʹ. Βούλεσθε ὑμῖν διηγήσωμαί τι πρᾶγμα, ὅπερ καὶ αὐτὸς
ἀκήκοα; οὐδὲ γὰρ πλάττων λέγω, ἀλλὰ παρὰ προσώπου ἀξιοπίστου ἀκηκοώς. Παιδίσκη
τις ἀνδρὶ πονηρῷ συνεζευγμένη, μιαρῷ, δραπέτῃ, αὕτη, πολλὰ τοῦ ἀνδρὸς
ἡμαρτηκότος, καὶ μέλλοντος ἀπεμπολεῖσθαι παρὰ τῆς δεσποίνης· καὶ γὰρ μείζονα
συγγνώμης ἦν τὰ ἁμαρτήματα, καὶ χήρα ἦν ἡ γυνή, καὶ κολάζειν αὐτὸν λυμαινόμενον
αὐτῆς τὴν οἰκίαν οὐκ ἴσχυεν, ἀλλ' ἔγνω ἀποδόσθαι· εἶτα ἀνόσιον εἶναι νομίζουσα
ἡ δέσποινα διασπάσαι τῆς γυναικὸς τὸν ἄνδρα, κατεδέξατο καὶ χρησίμην οὖσαν τὴν
κόρην, ὑπὲρ τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς ἐκείνου συναπεμπολῆσαι καὶ τὴν γυναῖκα. Ὁρῶσα
τοίνυν ἡ κόρη ἑαυτὴν ἐν τοῖς ἀπόροις οὖσαν, ἐλθοῦσα πρὸς αἰδέσιμον πρόσωπον καὶ
σύνηθες τῇ δεσποίνῃ αὐτῆς, τὸ κἀμοὶ διηγησάμενον, καὶ τῶν γονάτων ἁπτομένη, καὶ
μυρία ἀποδυρομένη, παρεκάλεσεν ὥστε τὴν αὐτῆς ἀξιῶσαι δέσποιναν ὑπὲρ αὐτῆς· καὶ
πολλοὺς ἀναλώσασα λόγους, ὕστερον καὶ τοῦτο προσέθηκεν, ὡς τούτῳ πείσουσα
μάλιστα, ὅρκον τινὰ φρικωδέστατον ἐπάγουσα· ὁ δὲ ὅρκος ἦν οὗτος· Οὕτω τὸν
Χριστὸν ἴδοις ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, μὴ παρίδῃς μου τὴν ἀξίωσιν· καὶ ταῦτα εἰποῦσα
ἀπῆλθεν. Ἡ δὲ παρακληθεῖσα, φροντίδος τινὸς ἐμπεσούσης βιωτικῆς, οἵα συμβαίνει
ἐν ταῖς οἰκίαις, ἐπελάθετο. Εἶτα ἄφνω δείλης μεσημβρίας εἰς μνήμην ἦλθε τοῦ
φρικωδεστάτου ὅρκου, καὶ κατενύγη σφοδρῶς, καὶ ἀπελθοῦσα ἠξίωσε μετὰ πολλῆς τῆς
ἐπιμελείας, καὶ τὸ πρᾶγμα ἤνυσε. Καὶ κατ' ἐκείνην τὴν νύκτα ἄφνω τοὺς οὐρανοὺς
εἶδεν ἀνεῳγότας, καὶ αὐτὸν τὸν Χριστόν· εἶδε δέ, ὡς δυνατὸν γυναικὶ ἰδεῖν.
Ἐπειδὴ γὰρ ὅλως ἐφρόντισε τοῦ ὁρκισμοῦ, ἐπειδὴ ἐφοβήθη, τῆς ὀπτασίας κατηξιώθη
ταύτης. Ταῦτα δὲ εἶπον, ἵνα μὴ καταφρονῶμεν τῶν ὁρκισμῶν, μάλιστα ὅταν ὑπὲρ
ἀγαθῶν πραγμάτων ἡμᾶς τινες παρακαλῶσιν, ὑπὲρ ἐλεημοσύνης, ὑπὲρ φιλανθρωπίας.
Νῦν δὲ κάθηνται πένητες ἐκκεκομμένοι τοὺς πόδας, ὁρῶντές σε παρατρέχουσαν· εἶτ'
ἐπειδὴ τοῖς ποσὶν ἐπακολουθῆσαι μὴ δύνανται, καθάπερ ἀγκίστρῳ τινὶ προσδοκῶσι
κατέχειν τῷ φόβῳ τοῦ ὅρκου, καὶ τὰς χεῖρας ἐκτείνοντες ὁρκίζουσιν, ὥστε δοῦναι
ὀβολὸν ἕνα, ἢ δύο μόνον· σὺ δὲ παρατρέχεις, τὸν Δεσπότην ὁρκιζομένη τὸν σόν.
Καὶ ἂν μὲν κατὰ τῶν ὀφθαλμῶν ἢ τοῦ ἀνδρὸς τοῦ ἀποδημοῦντος ὁρκίσῃ, ἢ τοῦ
παιδίου, ἢ τῆς θυγατρός, εὐθέως εἴκεις, καὶ ἐφάλλεταί σου ἡ διάνοια καὶ
διαθερμαίνῃ· ἂν δὲ τὸν Κύριον ὁρκίσῃ, παρατρέχεις. Πολλὰς δὲ οἶδα ἐγώ, αἵ, τὸν
μὲν Χριστὸν ἀκούουσαι, παρέδραμον· εἰς δὲ κάλλος ἐπαινεθεῖσαι παρὰ τῶν
προσιόντων, διεχύθησαν, ἐμαλάχθησαν, καὶ χεῖρα ὤρεξαν» (Χρυσοστόμου Ίωάννου, Ὑπόμνημα εὶς τὴν Πρὸς Θεσσαλονικεῖς
Ἐπιστολὴν Πρώτην, ὁμιλ. ια΄).
«Ὁ δὲ κατὰ πάντα
τρόπον πείθειν τούτους βουλόμενος ἐπῆρεν “τὴν δεξιὰν αὐτοῦ καὶ τὴν ἀριστερὰν αὐτοῦ
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὤμοσεν κατὰ τοῦ ζῶντος εἰς τὸν αἰῶνα”». Τίς καὶ κατὰ τίνος ὤμοσεν; ὁ υἱὸς κατὰ τοῦ πατρός,
λέγων ὅτι ζῇ “εἰς τὸν αἰῶνα” ὁ πατήρ» (Ἁγίου Ἰππολύτου, Εἰς τὸν Δανιήλ).
Γρηγορίου Νύσσης:
«Ἡ δὲ διὰ τοῦ Òìσματος τῶν Æìσμάτων ἐπὶ τελειότητι μεμαρτυρημένη
ψυχὴ καὶ περιελομένη μὲν τῆς καρδίας τὸ κάλυμμα ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ παλαιοῦ χιτῶνος,
τοῦ δὲ προσώπου τὸ θέριστρον ἀποβαλοῦσα, ὅπερ νοοῦμεν πᾶσαν διστάζουσάν τε καὶ κραδαινομένην
διάνοιαν, ὥστε καθαρῶς τε καὶ ἀναμφιβόλως πρὸς τὴν ἀλήθειαν βλέπειν, ὁρκίζει τὰς θυγατέρας Ἰερουσαλὴμ οὔτε κατὰ τοῦ θείου θρόνου, ὃν οὐρανὸν ὀνομάζει ὁ λόγος, οὔτε κατὰ τῶν τοῦ θεοῦ βασιλείων,
οἷς ὄνομά ἐστιν Ἱεροσόλυμα, οὐ μὴν οὐδὲ
κατὰ τῆς κεφαλῆς τῆς τιμίας, ἧς αἱ τρίχες
οὔτε λευκαὶ οὔτε μέλαιναι γενέσθαι δύνανται, ἀλλ' ἐπὶ τὸν ἀγρὸν μεταφέρει τὸν ὅρκον κατὰ τῶν ἐν αὐτῷ δυνάμεων τὸν ὁρκισμὸν
ἐπάγουσα ταῖς νεάνισι λέγουσα· Ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἰερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι
καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ. ὅτι μὲν οὖν ἡ δι' ὅλου μαρτυρηθεῖσα εἶναι καλὴ καὶ
παντὸς καθαρεύουσα μώμου οὐδὲν φθέγγεται τῶν περιττῶν, ὃ τῆς τοῦ διαβόλου μερίδος
ἐστίν, ἀλλ' ἐκ τοῦ θεοῦ ποιεῖται τὸν λόγον, παρ' οὗ κατὰ τὸν Μιχαίαν εἴ τι ἀγαθόν
ἐστι καὶ εἴ τι καλὸν καὶ παρὰ ταῦτα οὐδέν, παντὶ δῆλόν ἐστι τῷ διὰ τῆς δεσποτικῆς
μαρτυρίας διδαχθέντι τὰ προσόντα τῇ νύμφῃ πλεονεκτήματα. ἦ γάρ; ἀφεῖσα πάντα τὰ ἀπηγορευμένα εἴδη τοῦ ὅρκου
καὶ μήτε τὴν βασιλεύουσαν πόλιν μήτε τὸν θρόνον τοῦ μεγάλου βασιλέως ὅρκιον ταῖς
νεάνισι ποιησαμένη (διὰ τούτου γὰρ παιδευόμεθα πόσον ἀπέχειν ἡμᾶς χρὴ τοῦ κατατολμᾶν
τοῦ θεοῦ ἐν τοῖς ὅρκοις, ὅτι οὔτε τὸν θρόνον οὔτε τὴν πόλιν ἐν τῷ ὅρκῳ παραλαμβάνειν
ἐπιτρεπόμεθα) φεισαμένη τε πρὸς τούτοις τῆς κεφαλῆς τῆς τιμίας, ἣν ἐν τοῖς ἐφεξῆς
χρυσῆν εἶναι διαγράφει τῷ λόγῳ, ἧς αἱ τρίχες οὔτε λευκαί εἰσιν οὔτε μέλαιναι (πῶς
γὰρ ἂν ἢ μελανθείη χρυσὸς ἢ πρὸς τὸ λευκὸν εἶδος μεταχρωσθείη;); πάντως, ὅτι τοιοῦτόν
τινα προτείνει τὸν ὁρκισμὸν ταῖς παρθένοις, ὃς οὔτε τῷ εὐαγγελικῷ μάχεται νόμῳ καὶ ἐπαίνου γίνεται τοῖς ὀμωμοκόσιν
ὑπόθεσις κατὰ τὴν τοῦ προφήτου φωνὴν ἥ φησιν ὅτι Ἐπαινεθήσεται πᾶς ὁ ὀμνύων ἐν αὐτῷ,
ὥστε τὴν τῶν λεγομένων διάνοιαν μὴ ἔξω εἶναι τοῦ ναὶ οὔ, ᾧ πιστοῦσθαι βούλεται τὴν
ἀλήθειαν ὁ εὐαγγελικὸς νόμος λέγων Ἔστω δὲ
ὑμῶν ὁ λόγος τὸ ναὶ [ναὶ καὶ τὸ οὒ] οὔ.
εἰ τοίνυν ἐν τοῖς ὁρκίοις ὀνόμασι κωλύεται μὲν ὁ θρόνος τοῦ βασιλέως παραλαμβάνεσθαι,
κωλύεται δὲ καὶ ἡ πόλις ἐν ᾗ τὰ βασίλεια, κωλύεται δὲ ὡσαύτως καὶ ἡ ἀληθινὴ κεφαλὴ
πρὸς τὴν τοῦ ὅρκου παράληψιν, μόνον δὲ τὸ ναὶ καὶ τὸ οὒ συγκεχώρηται δι' ἀμφοτέρων
κατὰ τὸ ἴσον τῆς ἀληθείας ἐν τῷ ναὶ θεωρουμένης, δῆλον ἂν εἴη ὅτι καὶ νῦν ὁ ταῖς
νεάνισιν ἐπαγόμενος ὁρκισμὸς παρὰ τῆς νύμφης περὶ τὴν τοῦ ναὶ διάνοιαν ἀναστρέφεται,
ὅπου χρὴ ἐρηρεισμένην ἡμῶν εἶναι τὴν τῆς ψυχῆς συγκατάθεσιν. ἔχει δὲ ἡ λέξις οὕτως·
Ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἰερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ,
ἐὰν εὕρητε τὸν ἀδελφιδόν μου, ἀπαγγείλατε αὐτῷ ὅτι τετρωμένη ἀγάπης εἰμὶ ἐγώ. Ταῦτα
δὲ τεθεώρηται μὲν ἤδη καὶ ἐν τοῖς φθάσασιν ὡς ἡ ἀκολουθία τῶν νοημάτων
ὑπέβαλεν, εἰρήσεται δὲ καὶ νῦν διὰ βραχέων τὰ εὑρισκόμενα. ἀμετάθετόν τι πρᾶγμα
τὸν ὅρκον εἶναί φησιν ὁ ἀπόστολος βεβαιοῦντα δι' ἑαυτοῦ τὴν ἀλήθειαν καὶ πάσης
αὐτὸν ἀντιλογίας εἶναι πέρας ὁρίζεται εἰς τὴν τῶν ἐγνωσμένων βεβαίωσιν. ἐπάγει
τοίνυν τὸν ὁρκισμὸν ταῖς παρθένοις ἡ νύμφη ὥστε ἀπαράβατον φυλαχθῆναι αὐταῖς τὸ
λεγόμενον. ἀλλ' ἐπειδὴ πᾶς ὅρκος κατὰ τοῦ μείζονος γίνεται καθώς
φησιν ὁ ἀπόστολος (οὐ γὰρ ἄν τις ὅρκιον ποιήσαιτο τὸ ἑαυτοῦ ἀτιμότερον),
σκοπῆσαι προσήκει, τί ταῖς νεάνισιν ἐν τῷ ὅρκῳ παρὰ τῆς νύμφης μεῖζον
προτείνεται. Ὥρκισα, φησίν, ὑμᾶς, θυγατέρες Ἰερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν
ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ. τί οὖν τὸ ὑπὲρ ἡμᾶς ἐν τούτοις ἐστίν; ἀγρὸν γὰρ τὸν
κόσμον διὰ τῆς τροπικῆς σημασίας νοεῖσθαι οὐκ ἀμφιβάλλομεν οὕτω τοῦ κυρίου καὶ
ὀνομάσαντος τὸν κόσμον καὶ ἑρμηνεύσαντος. αἱ τοίνυν πολλαὶ δυνάμεις τε καὶ
ἰσχύες τοῦ κόσμου τίνες εἰσίν, αἱ τῷ ὅρκῳ προκείμεναι, ἃς χρὴ μείζονας ἡμῶν
νομισθῆναι, ἵνα ἰσχὺν λάβῃ πρὸς βεβαίωσιν τῆς ἀληθείας ὁ ὅρκος κατὰ τῶν
μειζόνων γινόμενος; οὐκοῦν ἀναγκαῖον ἂν εἴη παραθέσθαι πρὸς τὴν σαφήνειαν τῶν
προκειμένων ἑτέραν ἔκδοσιν ἑρμηνευτικὴν τῶν ῥητῶν ἔχουσαν οὕτως· Ὥρκισα ὑμᾶς,
θυγατέρες Ἰερουσαλήμ, κατὰ τῶν δορκάδων καὶ κατὰ τῶν ἐλάφων τοῦ ἀγροῦ.
διδασκόμεθα τοίνυν διὰ τῶν ὀνομάτων τούτων, ἐν τίνι ἐστὶν ἡ τοῦ κόσμου τούτου
ἰσχὺς καὶ ἐν τίνι ἡ δύναμις, ἃ πρὸς
βεβαίωσιν τῆς ἀληθείας διὰ τοῦ ὅρκου παραλαμβάνεται. δύο ἐστὶ τὰ τῷ θεῷ
προσοικειοῦντα τὸν ἄνθρωπον· ἓν μὲν τὸ ἀπλανὲς τῆς περὶ τὸ ὄντως ὂν ὑπολήψεως,
ὡς μὴ ταῖς ἠπατημέναις ὑπονοίαις εἰς ἐθνικάς τε καὶ αἱρετικὰς περὶ τοῦ θείου
δόξας ἐκφέρεσθαι, ὅπερ ἐστὶν ὡς ἀληθῶς τὸ ναί, ἕτερον δὲ ὁ καθαρὸς λογισμὸς
πᾶσαν ἐμπαθῆ διάθεσιν τῆς ψυχῆς ἐξορίζων, ὅπερ οὐδὲ αὐτὸ τοῦ ναὶ ἠλλοτρίωται.
τῆς τοίνυν διπλῆς ταύτης τῶν ἀγαθῶν ἕξεως, ὧν ἡ μὲν πρὸς τὸ ὄντως ὂν ἀναβλέπειν
ποιεῖ, ἡ δὲ φυγαδεύει τὰ πάθη τὰ τὴν ψυχὴν λυμαινόμενα, ἡ τῶν δορκάδων τε καὶ
τῶν ἐλάφων μνήμη διὰ συμβόλων γνωρίζει τὴν δύναμιν· τούτων γὰρ ἡ μὲν ἀπλανῶς
ὁρᾷ, ἡ δὲ βρωτικήν τινα καὶ ἀναλωτικὴν τῶν θηρίων δύναμιν ἔχει. τοῦτο τοίνυν
προτείνει ταῖς παρθένοις ἡ νύμφη τὸ ναί· τό τε εὐσεβῶς δεῖν πρὸς τὸ θεῖον
βλέπειν καὶ τὸ καθαρῶς ἐν ἀπαθείᾳ παρατρέχειν τὸν βίον. ὧν κατορθουμένων τὸ
ἀμετάθετον πρᾶγμα ἐν ἡμῖν βεβαιοῦται τὸ ναί. οὗτος γάρ ἐστιν ὁ τὴν ἀλήθειαν
πιστούμενος ὅρκος, ὃν Πᾶς ὁ ὀμνύων ἐν αὐτῷ ἐπαινεῖται, καθώς φησιν ὁ προφήτης·
ἀληθῶς γὰρ ὁ ἐν τοῖς δύο τούτοις τὸ ἀσφαλὲς ἐν ἑαυτῷ κατορθώσας ἔν τε τῷ λόγῳ
τῆς πίστεως, ὅταν ἀπλανῶς πρὸς τὴν ἀλήθειαν βλέπῃ, καὶ ἐν τῷ τρόπῳ τῆς ζωῆς,
ὅταν παντὸς καθαρεύῃ τοῦ ἐκ πονηρίας μολύσματος, οὗτος ὀμνύει τῷ κυρίῳ μὴ
ἀναβῆναι ἐπὶ κλίνης στρωμνῆς, μὴ δοῦναι ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ μηδὲ
νυσταγμὸν τοῖς βλεφάροις, ἕως οὗ εὕρῃ ἐν ἑαυτῷ τόπον τῷ κυρίῳ σκήνωμα τοῦ ἐν
αὐτῷ οἰκοῦντος γενόμενος» (Γρηγορίου
Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Òìσματος Æìσμάτων, Λόγος ιγʹ).
Νικηφόρου Θεοτόκη: Πρὸ τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος ὁ τοιοῦτος ὅρκος ἐλογίζετο ἔργον ἐπαινετὸν κατὰ τὸ «καὶ ἐπανεθήσεται πᾶς ὁ ὀμνύων
ἐν αὐτῷ»
(Ψάλμ. ξβ΄ 12)· μετὰ δὲ τὴν Εὐαγγελικὴν
νομοθεσίαν κρίνεται παράβασις διὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου, «ἐγὼ δὲ
λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως» (Ματθ. ε΄ 34).
Τοιαύτην δὲ παράβασιν ποιεῖς, ὅταν προφέρης τοιοῦτον ὅρκον, ὁποίαν καὶ ὅταν ὀργίζεσαι κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ὅταν βλέπης γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτῆς καὶ ὅταν οὐ στρέψης τὴν ἀριστερά σου εἰς τὸν ραπίζοντα τὴν δεξιάν
σου. Διατί δὲ τοῦτο; Διότι, ὅταν ὁ Θεάνθρωπος ἀναπληρώσας
τὸ ἀτελὲς τῶν νομικῶν διαταγμάτων, ἐδίδαξε τὰ τελειότερα μαθήματα, τότε μεταξὺ τῶν τελειοτέρων παραγγελμάτων
συνέταξε τὸ περὶ τοῦ ὅρκου πρόσταγμα, εἰπῶν· «Ἐγὼ δὲ
λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως» (Αὐτ.).
Ἀλλ’ ἀπαντᾶς, λέγων· τὸ «μὴ ὀμόσαι ὅλως» ἐστὶν ἀδύνατον οὐ μόνον διὰ τὴν συνήθειαν, ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς τῶν ἀνθρώπων
νόμους, ἐξ ὧν ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάγκη·
ἐὰν μὴ ποιήσω ὅρκον, οὐ
πιστεύουσιν· προστάσσει δὲ ὁ
κριτὴς ἢ ὁ ἄρχων, ποίησον, λέγει, ὅρκον·
πῶς οὖν δύναμαι τότε «μὴ ὀμόσαι ὅλως»; Τοῦτο οὖν μόνον ποιεῖ ἄφευκτον τὸν ὅρκον, ἡ ἀνάγκη.
Ἄκουσον τί λέγει περὶ τῆς ἀνάγκης τῶν ὅρκων ὁ ἐπουράνιος διδάσκαλος, ὁ θεῖος, λέγω, Χρυσόστομος· οὐκ ἔστι πρέπον ἵνα προβάλλης ἀνάγκην, ὅπου
παραβαίνεται νόμος, διότι μία ἐστὶν ἡ ἀπαραίτητος ἀνάγκη, ἵνα δηλονότι
μὴ παροργίσης τὸν Θεόν· πλὴν ἐκεῖνα
τελευταῖον λέγω· περίκοψαι τοὺς
περιττοὺς ὅρκους ὅσους ποιεῖς ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε
καὶ χωρὶς τινὸς ἀνάγκης, ὅσους ποεῖς ἐν τῷ οἴκῳ σου, ὅσους ἐν τῇ συναναστροφῇ τῶν φίλων σου, ὅσους ἐν ταῖς ὑποθέσεσι τῶν δούλων σου· ἐὰν τούτους
τοὺς ὅρκους ἀποκόψῃς εἰς τὸ ἑξῆς,
περὶ ἐκείνων, ἤγουν περὶ τῶν ἐξ ἀνάγκης
γινομένων, οὐδεμίαν χρείαν ἔχεις τῆς ἐμῆς
διδασκαλίας· διότι τὸ στόμα ἐκείνου, ὅστις ἐμελέτησε τὸν φόβον καὶ τὴν φυγὴν τῶν ὅρκων,
οὐδὲ ἂν
μυριάκις ἀναγκασθῇ, οὐδόλως στέρξει περιπεσεῖν εἰς ἐκείνην τοῦ ὅρκου τὴν συνήθειαν. Ἰδοὺ αὐτολεξεὶ αὐτὰ τοῦ ἁγίου διδασκάλου τὰ λόγια· «ὅπου
παραβαίνεται νόμος, ἀνάγκης μεμνήσθαι οὐ χρή· μία γὰρ ἐστιν ἀνάγκη ἀπαραίτητος, τὸ μὴ προσκροῦσαι Θεῷ· πλὴν ἐκεῖνα λέγω τέως· τοὺς περιττοὺς περικόψωμεν ὅρκους, τοὺς ἁπλῶς καὶ χωρὶς ἀνάγκης, τοὺς ἐπὶ τῆς οἰκίας, τοὺς ἐπὶ τῶν
φίλων, τοὺς ἐπὶ τῶν οἰκετῶν· κἂν τούτους ἀνέλῃς, ἐν ἐκείνοις οὐδὲν ἐμοῦ δεήσῃ
λοιπόν· αὐτὸ γὰρ τὸ στόμα μελετῆσαν δεδοικέναι καὶ φεύγειν τοὺς ὅρκους, οὐδ' ἂν
μυριάκις ἀναγκάσῃ τις, καταδέξεται λοιπὸν εἰς ἐκείνην ἐμπεσεῖν τὴν συνήθειαν» (Λ. 28 περὶ ὄρκ.).
Καλή, λέγεις, ἡ διδασκαλία
αὕτη· ἔστω δὲ καὶ ἡ
προαίρεσις θέλει καὶ τὸ
στόμα συνειθίζει τὴν τελείαν ἀποχὴν τῶν ὅρκων· ἀλλ΄ ὅταν οἱ πολιτικοὶ νόμοι καὶ ὁ κριτὴς ἀναγκάζει
ἵνα ποιήσω ὅρκον, τότε
τί ποιητέον; Μετὰ τὴν
διδασκαλίαν τούτου τοῦ σοφοῦ καὶ ἁγιωτάτου
ἀνδρός, ὁποῖός ἐστιν ὁ Χρυσόστομος, τί δύναμαι ἐγὼ συμβουλέσαι; Οἱ τῶν ἱερῶν κανόνων ἑρμηνευταὶ παρετήρησαν πρῶτοι μὲν ὅτι οἱ κανόνες ἐπιτιμῶσι τοὺς ποιοῦντας ἑλληνικοὺς ὅρκους καὶ τοὺς ποιοῦντας ὅρκους γελοιώδεις ἢ ὅρκους πρὸς τὸ κακοποιῆσαι, ὁμοίως καὶ τοὺς ἐπιορκοῦντας Βασ. Καν. 81. Συν. Τρουλ. 64. Βασ. Καν. 28 καὶ 29), κατὰ δὲ τῶν ὀμνυόντων ὅρκον
νόμιμον καὶ ἀληθῆ καὶ δίκαιον οὐδὲν ἐπιτίμιον
διορίζουσι. Δεύτερον δὲ ὅτι τὸ «μὴ ὀμόσαι
ὅλως» (Ματθ. ε΄ 34), καὶ τὸ «πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς τοῖς πτωχοῖς» (Αυτ. ιθ΄ 21) καὶ τὸ «ὅστις
σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιάν σου σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην»
(Αυτ. ε΄ 39), εἰσὶν ὅμοια
καὶ ἰσόρροπα. Ἐπειδὴ δὲ ταῦτά εἰσιν ἔργα τῶν τελείων, τελειότητος ἔργον ἐστὶν καὶ τὸ «μὴ ὀμόσαι ὅλως»· ὅθεν, καθὼς ὅστις μὲν φυλάττει ἐκεῖνα ἀναβαίνει εἰς τὸ ὕψος
τῆς τελειότητος, ὁ δὲ μὴ φυλάττων αὐτὰ μένει μὲν ἀτελής, οὐχὶ δὲ ὅμως καὶ κολάσει ὑπόδικος, οὕτως οἱ μηδέποτε ὀμνύοντες εἰς τῆς ἀρετῆς τὴν τελειότητα ἀποβλέπουσιν, οἱ δὲ ποιοῦντες ὅρκον νόμιμον, ἤγουν ἀληθινὸν καὶ διακριτικὸν καὶ δίκαιον καὶ ἀπαράβατον, κἂν μὴ ἀναβαίνουσιν εἰς τοὺς ὑψηλοὺς τῆς τελειότητος βαθμούς, οὐκ εἰσὶ ὅμως καταδίκης ἄξιοι.
Τρίτον δὲ ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι βασιλεῖς οὐχ ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχεν ἐνομοθέτησαν τὴν τελεσιουργίαν τοῦ ὅρκου, ἀλλὰ
σκοπὸν ἔχοντες ἐμποδίσαι τὴν ἀδικίαν τῶν δολερῶν καὶ ψευδομένων ἀνθρώπων. Ταῦτα
παρατηρήσαντες οἱ τῶν ἱερῶν κανόνων ἐξηγηταί, εἶπον· «οὐχὶ πᾶς ὅρκος
ἔννομός τε καὶ παράνομος κεκωλυμένος ἐστίν,
ἀλλ΄ ὁ παράνομος καὶ ἀπαίδευτος» (Βαλς. εἰς τὸν 28 καὶ 29 Καν. τοῦ Βασ.).
Ἐκ τούτων ἀκολουθεῖ ὅτι ἀξιομακάριστοι μὲν εἰσὶν ὅσοι
οὐδέποτε ὀμνύουσι τοῦ Θεοῦ τὸ ὄνομα οὐδὲ ἄλλον τινὰ ὅρκον· συγγνωστοὶ δὲ ὅσοι ἐξουσιαις ὑπερεχούσαις
ὑποτασσόμενοι (Ρωμ. ιγ΄ 1), ὀμνύουσι, πλὴν «μετὰ ἀληθείας ἐν κρίσει καὶ
διακαιοσύνῃ» (Ἱερ. Δ΄ 2), ἀπαράβατον δὲ
φυλάττουσι τὸν ὅρκον· πανάθλιοι δὲ ὅσοι ἢ δι’ ἀνοησίαν
καὶ κακὴν συνήθειαν ἢ διὰ πράγματα μάταια ἢ διὰ βλάβην τοῦ πλησίον ὀμνύουσι τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ τὸ ὄνομα,
μηδόλως στοχαζόμενοι ὅτι, ὅταν ὀμνύωσιν, ἐπικαλοῦνται μάρτυρα καὶ διεκδικητὴν τῶν ὑπ’ ὑπ’ αὐτῶν τότε λεγομένων τὸν παντοκράτορα
καὶ παντοδύναμον Δημιουργόν τῆς κτίσεως, ὂν φρίττουσι πᾶσαι αἱ ἐπουράνιαι τῶν ἀγγέλων δυνάμεις…» (Νικηφόρου Θεοτόκη, Κυριακοδρόμιον, ἐκδ.
ΖΩΗ, Ἀθῆναι 1930, σελ. 586-588).
Στο
δικαστήριο
π. Ἐπιφάνιου
Θεοδωρόπουλου
-Ποιά ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ὅρκο στὰ δικαστήρια;
-Ἡ Ἐκκλησία ἀνέχεται,
κατ’ ἄκραν οἰκονομίαν, τὸν ὅρκο στὰ δικαστήρια. Ἀλλ' ἐλπίζω ὅτι δὲν εἶναι
μακριὰ ἡ ἡμερα ποὺ ὁ ὅρκος θὰ καταργηθῆ, καὶ θὰ μπορῆ καθένας νὰ διαβεβαιώνη
ἁπλῶς στὸν λόγο του, στὴν συνείδησί του. Πιστεύω ὅτὶ κι ἀπ' τὰ δικαστήρια θὰ
φύγη ὁ ὅρκος. Ὡρίμασε πλέον ἡ ἰδέα. Ὁ λόγος μας νὰ εἶναι τὸ Ναί-Ναὶ καὶ τὸ
Οὔ-Οὔ.
Γιατὶ ἔχει δικαίωμα ὁ ἄθεος νὰ μὴν ὁρκίζεται καὶ τὸ
δικαστήριο δέχεται τὴν διαβεβαίωσι: «ἐπὶ τῷ λόγῳ μου», καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πῆ τὸ
ἴδιο ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός; Ἔχουν γίνει πολλὲς προσπάθειες ἀπὸ θεολόγους,
νομικοὺς καὶ ἄλλους ἐπιστήμονες προκειμένου νὰ καταργηθῆ ὁ ὅρκος.
Ὅ ὅρκος δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ ἀδικία εἰς
βάρος τῶν Χριστιανῶν. Διότι, ἐνῷ ὁ Χριστιανὸς τρέμει τὴν ὥρα ποὺ ὁρκίζεται καὶ
προσπαθεῖ νὰ μὴ τοῦ ξεφύγη οὔτε ἡ παραμικρὴ λεπτομέρεια ἀπὸ τὴν πραγματικότητα,
ὁ ἄλλος πηγαίνει, «παλαμίζει» τὸ Εὐαγγέλιο καὶ λέγει ὅσα ψέματα τοῦ ἔλθουν. Καὶ
διὰ μὲν τὸν πιστὸ δὲν χρειάζεται ὁ ὅρκος, διότι τηρεῖ τὴν ἐντολὴ «οὐ
ψευδομαρτυρήσεις». Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἄθεο ὁ ὅρκος δὲν εἶναι δεσμευτικός, ἐφ’
ὅσον τὸ Εὐαγγέλιο τίποτε δὲν σημαίνει γι' αὐτόν.
Γιὰ μικροπράγματα οὔτε νὰ μηνύουμε οὔτε νὰ πηγαίνουμε
μάρτυρες. Ἔρχεται π.χ. ἕνας καὶ σοῦ λέγει: «Ἔκανα μήνυσι στὸν τάδε γιὰ ἕνα
μικροποσόν». «Κακῶς ἔκανες. Προτίμησε νὰ τοῦ χαρίσης τὸ ποσόν, παρὰ νὰ πᾶς νὰ
ὁρκισθῆς». Ἀλλ' ὅταν πρόκηται γιὰ μεγάλο γεγονός, γιὰ φόνο π.χ., δίδεις τὴν
μαρτυρία σου. Στὸ δικαστήριο θὰ εἰπῆς: «Κύριε Πρόεδρε, ἐγώ, ὡς Ὀρθόδοξος
Χριστιανός, δὲν
θέλω νὰ ὁρκισθῶ, διότι τὸ Εὐαγγέλιο
ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο». Σήμερα μερικοὶ πρόεδροι τὸ δέχονται. Ἂν σὲ
ὑποχρεώσουν, κατ' ἀνάγκην θὰ ὅρκισθης· εἶναι ἕνα ἀναγκαῖο κακό, προκειμένου νὰ φανερωθῆ ἡ ἀλήθεια.
Ἀσφαλῶς πρόκειται γιὰ ἁμαρτία, ἔστω καὶ ἀκούσια.
(π. Ἐπιφάνιου
Θεοδωρόπουλου, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα, σελ. 99-100).
Η πονηρία του όρκου
Ἱεροθέου, Μητροπολίτης Ναυπάκτου
Το θέμα του όρκου μπορεί
να το αντιμετωπίση κανείς από πολλές πλευρές, ήτοι θεολογική, φιλοσοφική,
κοινωνιολογική, νομική κ.λπ. Διετυπώθησαν κατά καιρούς πολλές απόψεις για το αν
πρέπει να θεσπίζεται ο όρκος σε χριστιανικά ή κοσμικά κράτη.
Θεωρώ ότι δύο είναι οι
βάσεις πάνω στις οποίες μπορεί ένας κληρικός να εκφέρη την άποψή του για την
διατήρηση ή την κατάργηση του όρκου. Η μία είναι ποια είναι η σκοπιμότητα της
πρότασης για κατάργηση: Γίνεται από σεβασμό στον Θεό, στην Εκκλησία, στις
προσωπικές πεποιθήσεις, ή από προσπάθεια αποθρησκειοποίησης της κοινωνίας; Η
άλλη βάση είναι καθαρά θεολογική, που συνδέεται με μια εκκοσμικευμένη
χριστιανική ζωή.
Οταν δη κανείς το θέμα
από χριστιανικής πλευράς, δεν μπορεί να παρακάμψη τον απόλυτο λόγο του Χριστού:
«Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω
Κυρίω τους όρκους σου. Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως». Και εξηγεί ότι δεν
πρέπει να ορκίζεται κανείς ούτε στον ουρανό, ούτε στη γη, ούτε στα Ιεροσόλυμα,
ούτε στην κεφαλή του- τον εαυτό του. Οι χριστιανοί που ζουν με την αλήθεια
πρέπει να είναι ειλικρινείς: «Εστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου· το δε
περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν » (Ματθ. ε, 33-37).
Μπορεί κανείς να εντοπίση
μερικά αγιογραφικά χωρία στα οποία φαίνεται ότι είναι αποδεκτός ο όρκος, αλλά ο
λόγος του Χριστού είναι σαφέστατος και απόλυτος. Ο ιερός Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
λέγει ότι στην Παλαιά Διαθήκη «ουκ ην πονηρόν τότε το ομνύειν», αλλά «μετά
Χριστόν εστί πονηρόν».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας
συνιστούν στους χριστιανούς να αποφεύγουν να δίνουν όρκους. Ο άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος συνιστά: «Απαλλάγητε της των όρκων συνηθείας». Και όχι μόνο τους
αποτρέπει να ορκίζονται, αλλά ομιλεί με καυστικό λόγο γι΄ αυτούς που το κάνουν,
θέτοντας μάλιστα το χέρι τους στο Ευαγγέλιο, το οποίο απαγορεύει τον όρκο.
Ερωτά: «Συ δε τον νόμον τον κωλύοντα ομνύναι, τούτον όρκον ποιείς;». Και
αναφωνεί: «Ω, της ύβρεως! Ω, της παροινίας», δηλαδή της διαγωγής του μέθυσου,
της παραφροσύνης. Είναι σαν να θέλη κανείς να έχη σύμμαχο στην σφαγή τον
νομοθέτη που κωλύει τον φόνο. Και επιλέγει: «Στένω και δακρύω και φρίττω», όταν
βλέπη κάποιον να εισέρχεται στην Αγία Τράπεζα, «και τας χείρας θέντα και το
Ευαγγέλιον αψάμενον και ομνύοντα».
Ο άγιος Γρηγόριος ο
Θεολόγος αναφερόμενος στους όρκους λέγει: «Ορκος ημίν εστί η του επερωτήσαντος
και πεισθέντος πληροφορία». Ισχυρίζεται δε ότι δεν πρέπει κανείς να χρησιμοποιή
προφάσεις για να ορκισθή, αλλά εάν απατήθηκε και ορκίσθηκε να χύνη δάκρυα
μπροστά στον Θεό. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προτρέπει: «Φεύξη τον όρκον
τελείως».
Ο όρκος, και μάλιστα
όταν δίνεται πάνω στο Ευαγγέλιο, είναι παράβαση, αμαρτία, πονηρία, και δεν
μπορεί κανείς να χρησιμοποιή προφάσεις για να δικαιολογήση την πράξη αυτή.
Βεβαίως, όταν ζη κανείς σε εκκοσμικευμένες κοινωνίες, δυστυχώς αλλοιώνει τη
διδασκαλία του Χριστού, όχι μόνον στο θέμα του όρκου, αλλά και σε άλλα
θέματα.
Θεωρώ ότι ο όρκος που
δίνεται στο όνομα του Τριαδικού Θεού και μάλιστα πάνω στο Ευαγγέλιο, το οποίο
τον απαγορεύει, πρέπει να καταργηθή- ίσως να αντικατασταθή με μια διαβεβαίωση-
γιατί όχι μόνον δεν προσφέρει τίποτε, όταν δίνεται από άνθρωπο που έχει
αμβλυμμένη συνείδηση, αλλά δίδει και αφορμή για άλλες παραβάσεις, όπως επιορκία
και ψευδορκία.
Παράλληλα όμως πρέπει
κατά λόγο δικαιοσύνης να καταργηθή και η διαβεβαίωση που δίνει ο Αρχιερεύς πριν
από την ενθρόνισή του, ενώπιον του Ανωτάτου Αρχοντος, ότι θα τηρήση τους Ιερούς
Κανόνες, ωσάν να μην έφθανε η ομολογία που έδωσε ενώπιον όλης της Εκκλησίας
κατά τη χειροτονία του εις Επίσκοπο. Αυτή την πράξη την θεωρώ υποτιμητική του
αρχιερατικού αξιώματος.
Ὁ ἀείμνηστος Καντιώτης ἔλεγε: «Ἐὰν ὅμως εἶσαι πιστὸς
καὶ ἀποφασισμένος νὰ ὑποστεῖς τὶς συνέπειες τοῦ κρατικοῦ νόμου, τότε στὸ
δικαστήριο ὕψωσε τὴ φωνή σου καὶ πές· “Δὲν ὁρκίζομαι γιὰ λόγους συνειδήσεως”.
Πολύ ωραία ανάλυση. Διανθισμένη με πολλά παραδείγματα, χρήσιμα όχι τόσο για τεκμηρίωση της από το Ευαγγέλιο απαγόρευσης του όρκου -γενικώς και στο Ευαγγέλιο!!!- (το "εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως" του Κυρίου, είναι καταπέλτης απολυτότητας, από τα ευκόλως εννοούμενα της Κ.Δ. που δεν χρειάζονται περισπούδαση ερμηνεία) όσο για επιβεβαίωση ότι αρκετοί πατέρες, νεότεροι και παλαιότεροι, εκείνοι μάλιστα που ιδιαιτέρως τιμάμε, συμβαδίζουν ως ετερόφωτοι με την αυτόφωτη θεοπνευστία της Αγίας Γραφής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν κάποιοι έχουν διαφορετικές απόψεις, είτε λόγω ανάγκης (σε παλαιότερες εποχές δεν υπήρχε η επιλογή της υπόσχεσης αντί του όρκου) είτε λόγω πλάνης (ας θυμηθούμε κάτι που προλάβαμε, ότι προ πεντηκονταετίας μόλις, πνευματικοί απαγόρευαν την ανάγνωση της Αγίας Γραφής κατ' οίκον από λαϊκούς, ενώ για την συχνή θεία Κοινωνία έλεγαν "σούπα την περάσατε;" !!!) ας ομιλούν τουλάχιστον για "οικονομία" και όχι να προσπαθούν να αυτοπειστούν ότι επιτρέπεται ο όρκος.
Ο όρκος των εκλεγμένων πολιτικών αρχόντων και το αγιογραφικό « ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὁμοιώθη αὐτοῖς»
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ κύριος Σημάτης γράφει πολλά, πάρα πολλά, έτσι ώστε το κύριο θέμα, που είναι η άρνηση των νέων πολιτικών μας αρχόντων να ορκιστούν στο Σύνταγμα, περιπλέκεται. Επειδή υπεισέρχονται θεολογικά ζητήματα βάθους, ένα των οποίων, κατά τη γνώμη μου, είναι και τούτο. Αν η εντολή "μη ομόσαι όλως" είναι απόλυτη, τότε τι θα λέγαμε διαβάζοντας το : "8 ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ραββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε. 9 καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατήρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 10 μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός. 11 ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. 12 ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.". Μήπως θα πρέπει να απαγορεύσουμε τη λέξη "πατέρας", "καθηγητής", "δάσκαλος" ; Ο Κύριος δεν μας δίνει αυτή τη συμβουλευτική ή απαγορευτική εντολή ; Παρένθεση, πάλι κατά τον γράφοντα, οι εντολές δυνατόν να εκλαμβάνονται πότε μεν ως απαγορευτικές, άλλοτε δε ως συμβουλευτικές.
Ο όρκος τον οποίο καλούνται να δώσουν οι πολιτικοί άρχοντες προτάσσει το όνομα της Αγίας Τριάδος και επάγονται τα άρθρα. Εκείνος ο οποίος αρνείται τον όρκο στο υπερκείμενο πρόταγμα χάριν δήθεν της Ευαγγελικής εντολής "μή ὁμόσαι ὅλως", οφείλει να αποδεικνύει ότι δεν αρκείται μόνο σε αυτή την εντολή. Που δεν είναι άλλωστε η μόνη. Υπάρχουν και πολλά ακόμη. Δυστυχώς, όμως, τα έργα και οι ημέρες των κατά καιρούς διατελεσάντων πολιτικών αρχόντων, δείχνουν ότι ελάχιστα ή μηδαμινά ενδιαφέροντα έχουν ως προς τα θρησκευτικά ζητήματα, γενικότερα, και ειδικότερα στα διαλαμβανόμενα της Καινής Διαθήκης.
Πέραν αυτού, ο αρνούμενος να ορκισθεί στα ακολουθούντα άρθρα του Συντάγματος, ουδεμία υποχρέωση έχει να τα εφαρμόσει, δοθέντος ότι η αρχή - ή αρχές - του Δικαίου που διέπει αυτά, είναι αρχή δικαίου κατ΄άνθρωπον και ουδόλως κατά θεόν, ή έστω κάποιας υπερκείμενης των ανθρώπων δικαιϊκής αρχής. Τούτο σημαίνει ότι το Σύνταγμα (τα Άρθρα) μπορεί άλλοτε να διαστέλλεται και άλλοτε να συστέλλεται, με όλα τα γνωστά επακόλουθα των τελευταίων μνημονιακών μας χρόνων.
Η επιβολή του όρκου, για την άσκηση των πολιτικών καθηκόντων μιας χώρας, σημαίνει ότι οι κληθέντες - κατόπιν ψήφου - να ασκήσουν το έργο αυτό, δέχονται ως υπάρχουσα μια ανώτερη αρχή Δικαίου, η οποία σαφώς διαφέρει και αντιδιαστέλλεται από τις ιδιοτελείς αρχές (ή αρχή) των κατά βάση οικονομικών σκοπιμοτήτων του δικαίου της Διπλωματίας.
Και τέλος, η επίκληση της προσωπικής τιμής, επέχουσας θέσιν όρκου, θέτει στο περιθώριο ο,τιδήποτε άλλο πέραν του ανθρώπου και της τιμής του. Τιμής ανθρώπου, μην ξεχνάμε, που προήλθε κατόπιν βιολογικής εξέλιξης των ειδών. Στην προκειμένη περίπτωση των θηλκαστικών, εν οις ο πίθηκος. Αξίζει λοιπόν να θυμήσουμε, αφού λόγος περί τιμής και ανθρώπου, το αγιογραφικό « ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὁμοιώθη αὐτοῖς». Για ποια τιμή να μιλήσουμε λοιπόν ;
Συνέχεια στο προηγούμενο μέχρις ότου απαντήσει, ή σχολιάσει, ο κ. Παναγιώτης Σημάτης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπειδή το θέμα έχει πάρει διαστάσεις τα ακόλουθα .
16 Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ λέγοντες ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ᾿ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ, ὀφείλει. 17 μωροὶ καὶ τυφλοί! τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσός ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν; 18 καί· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ᾿ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει. 19 μωροὶ καὶ τυφλοί! τί γὰρ μεῖζον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρον; 20 ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ· 21 καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικήσαντι αὐτόν· 22 καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ.
Ο Κύριος λέγει στην επί του Όρους Ομιλία το μη ομόσαι όλως, διότι το ιερατείο, υποκριτικό κατά πάντα, ζητούσε όρκο σε ένα Θεό τον οποίο ενέπαιζε και ουσιαστικά δεν πίστευε. Ήταν ένας θεός της υποκρισίας των Φαρισαίων και των γραμματέων, συνεπώς, οι ομνύοντες στον θεό αυτό έδιναν όρκο στο υποκατάστατο του αγίου θεού, τον αντίδικο διάβολο. Φαίνεται αυτό καθαρά στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, εδάφιο του οποίου παρέθεσα στην αρχή του σχολίου.
Σε ένα κόσμο όπου επικρατεί η κατά Χριστόν δικαιοσύνη, ασφαλώς και δεν χρειάζεται όρκος. Και αν υπήρχε, είναι βέβαιο ότι τα δικαστήρια θα υπολειτουργούσαν. Επειδή όμως αυτό δεν συμβαίνει, ο όρκος καθίσταται απαραίτητος για ένα και μόνο λόγο : Για την μαρτυρία της εν Χριστώ αλήθειας, μάλιστα δε, ακόμη περισσότερο, για να πολιτεύονται εν Χριστώ οι κατά καιρούς διαχειριζόμενοι τα κοινά εκλεγμένοι πολιτικοί άρχοντες, όπως συμβαίνει σήμερα και από συστάσεως του ελληνικού Κράτους.
Φυσικά, η εν Χριστώ δικαιοσύνη είναι στόχος ανέφικτος. Όσο συνεπής κι αν είναι ο άνθρωπος, δεν παύει να ισχύει το "ουδείς άξιος". Δεν αμαρτάνουμε μόνο κατά τα έργα, αμαρτάνουμε "λόγω και διανοία" :
Πᾶν ἁμάρτημα τὸ παρ’ αὐτοῦ πραχθὲν ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ διανοίᾳ, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεός, συγχώρησον· ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει· σὺ γὰρ μόνος ἐκτὸς ἁμαρτίας ὑπάρχεις, ἡ δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ νόμος σου ἀλήθεια.
Ωστόσο, επειδή εμείς εδώ πιστεύουμε και ομολογούμε "Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού" η μαρτυρία αυτής της ομολογίας είναι, κατά τη γνώμη μου, επιβεβλημένη, μάλιστα δε, για εκείνους που έχουμε εκλέξει να διαχειριστούν τα κοινά μας πράγματα κατόπιν της ψήφου μας. Αν αυτοί αρνούνται τον όρκο, τίποτα δεν τους υποχρεώνει να φανούν συνεπείς σε όσα διακελεύει το ελληνικό Σύνταγμα, το οποίο προτάσσει "εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίας και Αδιαιρέτου Τριάδος".
Η άρνηση του προτάγματος συνεπάγεται και την άρνηση των Άρθρων, η δε επί ματαίω επίκληση, καθώς κάνουν εκ συστήματος οι πολιτικοί μας, διπλά δεινά μας φέρνει.