Σάββατο 30 Μαρτίου 2013



 ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ,

            
   ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ  

                  ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ

 



      ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ 



        ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ      
 
της Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ  

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ 


π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ

                      
 
                  
                          IΔ ΄ΜΕΡΟΣ
 
 

 Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ εἰς τήν κριτική μελέτη σας εἰς τό θέμα τοῦ ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ἐδῶ πατέρες, προκειμένου νά ἀποδείξετε ὀρθές τίς θεωρίες σας, καί εἰδικά τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, καί νά παρουσιάσετε βεβαίως καί τόν ἅγ. Μάξιμο ὑπέρμαχο αὐτῶν τῶν θεωριῶν, μεταχειρίζεσθε ὅλα τά μέσα τά ὁποῖα δέν τολμοῦν νά χρησιμοποιήσουν (τουλάχιστον ὅλα) ἀκόμη καί αὐτοί οἱ αἱρετικοί. Τά μέσα αὐτά εἶναι: ἡ ἀπομόνωσις ὁρισμένων χωρίων καί ἡ ἐξέτασις αὐτῶν χωρίς νά λαμβάνετε ὑπ’ ὄψιν σας τήν ὅλη συνάφεια τοῦ νοήματος· ἡ τοποθέτησις ὡς ἐκ τούτου τοῦ νοήματος ὅτι δῆθεν ἀναφέρεται σέ ἄλλη περίπτωσι· ἡ ἀποσιώπησις ὅλων αὐτῶν τῶν χωρίων, τά ὁποῖα δέν σᾶς ἐξυπηρετοῦν στά συμπεράσματα πού θέλετε νά βγάλετε· ἡ ἐπιλεκτική ἀναφορά σας σέ ὅσα σημεῖα τοῦ βιβλίου (τό ὁποῖο κρίνετε) νομίζετε ὅτι μπορεῖτε νά ἀπαντήσετε σύμφωνα μέ τίς θεωρίες σας καί ἡ ἀποσιώπησις ὅλων τῶν ὑπολοίπων, καί βεβαίως, ἡ ἑρμηνευτική παραποίησις ὅλων αὐτῶν πού ἀναφέρετε, σέ σημεῖο πού νά σᾶς ζηλεύουν ἀκόμη καί οἱ  Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ.
 
 
 
Γράφετε συγκεκριμένα στήν σελ. 31 τῆς μελέτης σας τά ἑξῆς: «Ἑπομένως ὁ Ἅγιος σ' ὅλες τίς διαδοχικές ἀνακρίσεις καί πιέσεις, πού ἐδέχθη, εἶχε πρό ὀφθαλμῶν του ὅλες τίς ἀποφάσεις ὅλων τῶν παραπάνω Συνόδων καί μάλιστα αὐτῆς τοῦ Λατερανοῦ (449), στὴν ὁποία, ὅπως ἐλέχθη, καταδικάστηκε ὄχι μόνον ἡ αἵρεση, ἀλλά ἐπιπλέον ἀναθεματίστηκαν οἱ αἱρετικοί Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Πύρρος καί Παῦλος. Ὁ Ἅγιος διέκοψε τήν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς Πατριάρχες, βασιζόμενος στίς παραπάνω Συνοδικὲς ἀποφάσεις καί ἀναθεματισμούς».

 
 
 
Ἐδῶ, προσπαθεῖτε νά ἀποδείξετε ὅτι ὁ ἅγιος δέν ἀποτειχίστηκε ἔχοντας προσωπική ἀντίληψι καί εὐθύνη περί τῆς αἱρέσεως, ἀλλά βασιζόμενος στίς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν αὐτῶν Συνόδων. Ὑπάρχουν, ὅμως, τόσες συζητήσεις τοῦ ἁγίου μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορος καί τοῦ Πατριάρχου, στίς ὁποῖες φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος, ἀντιθέτως, δέν ἐστηρίζετο ὡς πρός τήν ἀποτείχισι του σέ ἀποφάσεις Συνόδων ἀλλά στήν ἁγ. Γραφή καί στήν ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἡ ὁποία διδάσκει ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρετικούς. Ἐσεῖς ὅμως, πατέρες, τά ἀποσιωπεῖτε ὅλα αὐτά, ἐπειδή διδάσκετε τήν συνύπαρξι σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρετικούς.  Αὐτό ἀκριβῶς διδάσκει καί ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τήν ὁποία μέ πάθος ὑπερασπίζεσθε.

 
 
 
Ἄν λοιπόν, ὁ ἅγιος ἐρρύθμιζε τήν στάσι του αὐτή βασιζόμενος στίς ἀποφάσεις κάποιας Συνόδου, θά ἔπρεπε, ὅταν ὑπάρξη μία ἄλλη μεγαλυτέρα Σύνοδος, νά ὑποταχθῆ εἰς αὐτήν, καί τρόπον τινά νά προσαρμόση τήν ἐκκλησιαστική του ἐπικοινωνία μέ τίς ἀποφάσεις τῆς μεγαλυτέρας Συνόδου. Ὁ ἅγιος ὅμως δέν εἶχε τέτοιες ἀντιλήψεις, ὅπως τόν παρουσιάζετε.  Αὐτό φαίνεται πολύ καθαρά καί ἀπό τήν ἑξῆς συζήτησι, τήν ὁποία ἀναφέρει σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀναστάσιο: «Χθές ὀκτωκαιδεκάτῃ τοῦ μηνός, ἥτις ἦν ἡ ἁγία Πεντηκοστή, ὁ πατριάρχης ἐδήλωσέ μοι λέγων·







            Ποίας Ἐκκλησίας εἶ; Βυζαντίου; Ρώμης; Ἀντιοχείας; Ἀλεξανδρείας;  Ἱεροσολύμων; Ἰδού πᾶσαι μετά τῶν ὑπ’ αὐτάς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν.  Εἰ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως, ξένην ὁδόν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ὅπερ οὐ προσδοκᾷς.

     
 
 
       Πρός οὕς εἶπον· Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν, Πέτρον μακαρίσας ἐφ’ οἷς αὐτόν καλῶς ὡμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεός ἀπεφήνατο... Οὐκοῦν ἄκουσον, ἔφησαν· Ἔδοξε τῷ δεσπότῃ καί τῷ πατριάρχῃ, διά πραικέτου τοῦ πάππα Ρώμης, ἀναθεματισθῆναί σε μή πειθόμενον,  καί  τόν  ὁριζόμενον  αὐτοῖς  ἀπενέγκασθαι   θάνατον.            Τό τῷ Θεῷ πρό παντός αἰῶνος ὁρισθέν ἐν ἐμοί δέξοιτο πέρας, φέρον αὐτῷ δόξαν πρό παντός ἐγνωσμένην αἰῶνος, αὐτοῖς τοῦτο ἀκούσας ἀπεκρινάμην» (Φιλοκαλία ΕΠΕ 15 Β, σελ. 450).

 
 
 
Τί πιό διαυγές καί σαφές θά μπορούσατε, πατέρες, νά ἔχετε ὡς ἀπόδειξι γιά τό ὅτι ὁ ἅγιος δέν ἐστηρίζετο σέ ἀποφάσεις Συνόδων, οὔτε στήν συνοδική συμφωνία ὅλων τῶν Πατριαρχῶν, ἀλλά μόνο στήν Ὀρθόδοξο πίστι, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων; Τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης τήν ἐπροκάλεσε καί ἐκαλλιέργησε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, ὄχι γιά νά ρυθμίση τήν στάσι του ἀπέναντι στήν αἵρεσι ἤ, τρόπον τινά, γιά νά ἔχη κάπου νά στηριχθῆ, ὅπως τόν παρουσιάζετε, ἀλλά γιά νά διορθωθοῦν τά πράγματα στήν Ἐκκλησία διά τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Διότι τότε ἡ Ρώμη εἶχε, εἰς τό σημεῖο αὐτό, ὀρθόδοξο φρόνημα.

 
 
 
Ἀκοῦστε λοιπόν, κάποια πράγματα ἀπό τόν βίο του, τά ὁποῖα δείχνουν τήν στάσι του ἀπέναντι στήν αἵρεσι, πρίν αὐτή καταδικασθῆ, καί τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο ἐπῆγε ὁ ὅσιος στή Δύσι. Ἐνῶ εὑρίσκετο ἀκόμη στήν ὑπηρεσία τοῦ αὐτοκράτορος ὡς ὑπογραφέας τῶν βασιλικῶν ὑπομνημάτων, ὁ βιογράφος του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἀλλ’ αὐτός μικρά ταῦτα πρός φιλοσοφίαν, καί δόξαν, καί χρήματα, καί τιμήν, καί ὅσα φιλοτιμίας ἧπται τῆς περιττῆς, ἡγησάμενος· ἄλλως τε καί τήν πίστιν τότε καινοτομουμένην ὁρῶν, τῷ πολλά τήν Ἐκκλησίαν τό τῶν Μονοθελητῶν διαλυμαίνεσθαι δόγμα, καταλείπει μέν ἅπαντα, ψυχῆς ὥσπερ κοίνωσιν τό τοῖς τοιούτους ἀνεστράφθαι οἰόμενος· πρός δέ τόν μονάδα βίον, ἅτε καί πάλαι τοῦ καθ’ ἡσυχίαν βιῶναι ἐρῶν, σπουδῇ προσχωρεῖ, τῷ κατά τήν ἀντιπέραν ἠϊόνα φροντιστηρίῳ, ὅ τῆς Χρυσοπόλεως προσωνόμασται, τότε κατά φιλοσοφίαν ἀνθοῦντι, δούς ἑαυτόν· κἀκεῖ τρίχας τε κειράμενος, καί τό τρίχινον ἐνδυσάμενος ἔνδυμα» (P.G. 90, 72D).

 
 
 
Ἐδῶ ὁ βιογράφος του μᾶς ἀναφέρει κατ’ ἀρχάς ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἀναχωρήσεώς του ἀπό τόν κόσμο καί τῆς μοναχικῆς του ἀφιερώσεως ἦτο ἡ αἵρεσις τῶν Μονοθελητῶν. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά τό σημαντικώτερο ὅτι ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο καί τά ἀνάκτορα γιά νά μήν ἔχη καμμία ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς. Τήν ἐπικοινωνία δέ αὐτή τήν ἐθεωροῦσε μολυσμό τῆς ψυχῆς του: «καταλείπει μέν ἅπαντα, ψυχῆς ὥσπερ κοίνωσιν τό τοῖς τοιούτους ἀνεστράφθαι οἰόμενος». Ἐσεῖς πατέρες, ἀντιθέτως, τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, μέ τό Π.Σ.Ε. καί ἐν ὀλίγοις μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν θεωρεῖτε ὡς διάκρισι, σύνεσι, ἀγῶνα μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία κλπ.

 
 
 
 
Μήπως στήν προκειμένη περίπτωσι βλέπετε κάποια ἀπόφασι Συνόδου, ὥστε ὁ ἅγιος νά ρυθμίση τήν στάσι του βάσει αὐτῆς; Καί ἐάν ὁ ἅγιος τήν συναναστροφή μέ τούς αἱρετικούς τήν ἐθεωροῦσε μολυσμό τῆς ψυχῆς, εἶναι δυνατόν τήν πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία νά τήν ἐθεωροῦσε ὡς κάτι ἀσήμαντο ἤ ἔστω ἀνεκτό; Καί ἐάν ἐγκατέλειψε τήν ὑπηρεσία του στά ἀνάκτορα διά νά μήν ἔχη ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἔχετε τήν ἐντύπωσι στό μοναστήρι στό ὁποῖο ἐγκαταβίωσε ὅτι θά εἶχε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς, τήν στιγμή μάλιστα πού γρήγορα καί κατόπιν πιέσεως τόν ἔκαναν ἡγούμενο; Δηλαδή αὐτός ἔφυγε ἀπό τά ἀνάκτορα δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καί τώρα, στό μοναστήρι, θά ὡδηγοῦσε καί τούς ἄλλους μοναχούς εἰς αὐτούς ἀπό τούς ὁποίους ἀπεκόπη; Ἐσεῖς βεβαίως, ἀντιθέτως πρός αὐτά πού ἐδίδασκε καί ἔπραττε ὁ ἅγιος, θεωρεῖτε ὅτι στηρίχθηκε εἰς τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου γιά νά ἀποτειχισθῆ.

 
 
 
Ὡς πρός τούς λόγους δέ πού τόν ὡδήγησαν στήν Ρώμη ὁ βιογράφος του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐπεί δ’ ἑώρα, ὡς ἀνωτέρω ἔφαμεν, τήν τῶν Μονοθελητῶν τηνικαῦτα αἵρεσιν εἰς τέλειον μᾶλλον ἐκτεινομένην, καί δεινῶς καθ’ ἡμέραν ὑπό τῶν τῆς ἀσεβείας προστατῶν αὐξανομένην· ἔστενε μέν καί πένθει βαρυτάτῳ συνείχετο, οἰκτιζόμενος μάλιστα καί τούς τά παράνομα δρῶντας· οὐκ εἶχε δ’ ὅ τι καί πράξοιεν ἑαυτῷ, οὕτω τοῦ κακοῦ εἰς ἄμετρον ἐκχυθέντος, καί Ἑῴαν μικροῦ πᾶσαν καταλαβόντος καί Ἑσπέριον. Ὅθεν καί ἐν τοσούτοις δεινοῖς, τοῦθ’ εὑρίσκει μόνον ἑαυτῷ τό λυσιτελοῦν, καί τοῖς πράγμασιν. Ἐπεί γάρ ἐγίνωσκε τήν πρεσβυτέραν Ρώμην τοῦ τοιούτου καθαρεύουσαν μύσους, καί ὅσον ἐν Ἀφρικῇ, καί ὅσον ἐν ἄλλοις τόποις καί νήσοις ἐκείναις ταῖς πέριξ· λιπών τά ἐνταῦθα, ἐκεῖσε ἐπιφοιτᾷ, συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ, καί τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθοδόξοις» (P.G. 90, 73D).

 
 
 
Ἐδῶ πατέρες, βλέπουμε ὅτι ὁ ἅγιος δέν ἐπῆγε στήν Ρώμη, οὔτε γιά νά εὕρη στήριγμα, οὔτε γιά νά καλυφθῆ πίσω ἀπό μία Σύνοδο, οὔτε γιατί δέν ἤξερε τί νά κάνη ἤ ποιό ἦτο τό ὀρθόδοξο δόγμα, ἀλλά μετέβη στήν Ρώμη ἀποκλειστικῶς καί μόνο γιά νά βοηθήση στήν ἐπαναφορά τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν Ὀρθοδοξία. Ἐπειδή δηλαδή, τό κακό τῆς αἱρέσεως εἶχε ἐπεκταθῆ παντοῦ σχεδόν στήν Ἀνατολή, ἐπῆγε στή Δύσι «συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ καί τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθοδόξοις».

 
 
 
Ὅλα αὐτά λοιπόν τά ὁποῖα γράφετε, ὅτι δηλαδή: «ὁ Ἅγιος σ’ ὅλες τίς διαδοχικές ἀνακρίσεις καί πιέσεις, πού ἐδέχθη, εἶχε πρό ὀφθαλμῶν του ὅλες τίς ἀποφάσεις ὅλων τῶν παραπάνω Συνόδων καί μάλιστα αὐτῆς τοῦ Λατερανοῦ (449)» καί ἀκόμη ὅτι: «Ὁ Ἅγιος διέκοψε τήν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς Πατριάρχες, βασιζόμενος στίς παραπάνω Συνοδικὲς ἀποφάσεις καί ἀναθεματισμούς» εἶναι, ὄχι μόνο παντελής διαστροφή τῆς πραγματικότητος, ἀλλά καί ὑποτίμησις τοῦ ἁγίου, ἐφ’ ὅσον ὁ ἅγιος (σύμφωνα μέ τούς ἰσχυρισμούς σας) ἀναμένει τήν ἀπόφασι κάποιας Συνόδου γιά νά ἰδῆ τί θά πράξη καί νά ρυθμίση τήν στάσι του.

 
 
 
Ἄν ὅμως, ἔστω καί ἔτσι ὅπως τά παρουσιάζετε, θέλετε νά μιμηθῆτε τόν ἅγιο, σπεύσατε κι ἐσεῖς (καί ὅλοι βεβαίως οἱ ἀντιοικουμενιστές) σέ ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν προσβληθῆ (ὅπως τότε ἡ Ρώμη) ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί προκαλέσατε τήν συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ὥστε μετά νά ἀποτειχισθῆτε. Ἄν ὅμως, γιά νά ἀποτειχισθῆτε, περιμένετε νά ἔλθη θαυματουργικῶς ἡ συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως, τότε προφανῶς ὅλα αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε ἀκολουθώντας τήν αἵρεσι εἶναι δικαιολογίες, προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις καί προπέτασμα καπνοῦ κατά τό δή λεγόμενο. Λησμόνησα ἐπίσης καί στό σημεῖο αὐτό νά ἀναφέρω καί τόν ἀγῶνα σας μέ τόν χαρτοπόλεμο.

 
 
 
Προκειμένου δέ, πατέρες, νά μή μείνη καμμία ἀμφιβολία καί σέ οἱονδήποτε μελετήσει τά γραφόμενα καί τῶν δύο πλευρῶν, γιά τό ὅτι δηλαδή ὁ ἅγιος Μάξιμος δέν ἐστηρίζετο σέ ἀποφάσεις Συνόδων, ἀλλά μόνο στήν ἁγ. Γραφή καί στήν ὀρθόδοξο Παράδοσι τήν ὁποία ἐβίωνε, θά ἀναφέρω καί μία ἀκόμη συνομιλία  ἀπό τίς πολλές τοῦ ἁγίου μέ τούς αἱρετικούς εἰς τήν Κων/πολι.

 
 
 
«Λέγουσιν αὐτῷ· Καὶ τί ἔχεις ποιῆσαι, τῶν Ρωμαίων ἑνουμένων τοῖς Βυζαντίοις; Ἰδοὺ γὰρ χθὲς ἦλθον οἱ ἀποκρισιάριοι Ρώμης, καὶ αὔριον τῇ Κυριακῇ κοινωνοῦσι τῷ πατριάρχη· καὶ πᾶσι δῆλον γίνεται, ὅτι σὺ διέστρεφες τοὺς Ρωμαίους· ἀμέλει σοῦ ἀπαρθέντος ἐκεῖθεν, συνέθεντο τοῖς ἐνταῦθα. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Οἱ ἐλθόντες, οἱονδήποτε πρόκριμα τῷ θρόνῳ Ρώμης, κἂν κοινωνήσωσιν, ἐπὰν οὐκ ἤγαγον πρὸς τὸν πατριάρχην ἐπιστολήν, οὐ ποιοῦσι· καὶ οὐ πείθομαι πάντως ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἑνοῦνται τοῖς ἐνταῦθα, εἰ μὴ ὁμολογήσωσι τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεόν, καθ᾿ ἑκατέραν τῶν ἐξ ὧν, ἐν οἷς τε καὶ ἅπερ ἐστίν, εἶναι φύσει θελητικόν τε καὶ ἐνεργητικὸν τῆς ἡμῶν σωτηρίας. Καὶ λέγουσιν· Εἰ δὲ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ρωμαῖοι, τί ποιεῖς; Καὶ εἶπε· Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον διὰ τοῦ Ἀποστόλου, καὶ ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρὰ τὸ κήρυγμά τι νομοθετοῦντας» (P.G. 90,121B).

 
 
 
Ἐδῶ ὁ ἅγιος κατηγορεῖται, ὅτι αὐτός παρέσυρε τούς Ρωμαίους, ὥστε αὐτοί νά καταδικάσουν Συνοδικῶς τήν αἵρεσι καί τώρα, πού αὐτός ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ, αὐτοί συμβιβάστηκαν μέ τούς αἱρετικούς. Στήν ἐρώτησι δέ: «Εἰ δέ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ρωμαῖοι, τί ποιεῖς;», ὁ ἅγιος δίδει μεγαλοπρεπῆ ἁγιογραφική ἀπάντησι, χωρίς νά ἀναφέρη τίποτε δικό του: «Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον διὰ τοῦ Ἀποστόλου, καὶ ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρὰ τὸ κήρυγμά τι νομοθετοῦντας». Δηλαδή καί ὅλοι μαζί νά ἑνωθοῦν καί νά ἀναιρέσουν τίς ἀποφάσεις πού ἐπῆραν καί ὅ,τι τέλος πάντως καί ἄν γίνη, αὐτός θά παρέμενε ἀποτειχισμένος, μέχρις ἐπαναφορᾶς εἰς τήν Ἐκκλησία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.

 
 
 
Πρέπει ἐπίσης, εἰς τό σημεῖο αὐτό, πατέρες, νά προσέξετε καί τήν ἑρμηνεία τήν ὁποία δίδει ὁ ἅγιος στό χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου (Γαλ. 1,8), τό ὁποῖο ἐσεῖς τό διαστρέφετε καί τό προσαρμόζετε ἤ μᾶλλον τό ὑποτάσσετε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Ἐδῶ λοιπόν, ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι τό ἅγ. Πνεῦμα ἀναθεματίζει καί ἀγγέλους «παρά τό κήρυγμα τι νομοθετοῦντας».

 
 
 
Ἐσεῖς ἀντιθέτως, διδάσκετε ὅτι πρέπει νά ἀποφασίση ἡ Σύνοδος γιά νά ἀναθεματιστῆ κάποιος, π.χ. ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος. Δηλαδή, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία σας, τό ἅγ. Πνεῦμα εἶναι ὑποτακτικός καί δοῦλος τῆς Συνόδου καί αὐτή τό χρησιμοποιεῖ ὅπως θέλει, εἴτε δηλαδή γιά νά τιμωρῆ τούς ἀναιτίους, εἴτε νά ἀθωώνη τούς ὑπαιτίους. Ὁ ἅγιος ὅμως διδάσκει ὅτι τό ἅγ. Πνεῦμα ἀναθεματίζει τόν οἱονδήποτε «παρά τό κήρυγμα τι νομοθετοῦντα», χωρίς δηλαδή νά περιμένη τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ὅπως ἐσεῖς διδάσκετε.

 
 
 
Στή συνέχεια τῆς μελέτης σας καί προκειμένου νά ἀποδείξετε τίς θεωρίες σας, καί εἰδικά τό ὅτι ὁ ἅγιος γιά νά ἀποτειχισθῆ στηρίχθηκε στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἀναφέρετε τά ἑξῆς στή σελ. 31: «Αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπὸ τὰ ἴδια τά κείμενα. Γιά παράδειγμα, στήν ἀνάκριση, πού δέχθηκε ἀπό τούς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα προκειμένου νά τόν μεταπείσουν, τοῦ ἔθεσαν τό ἑξῆς ἐρώτημα: «”Τότε λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἔπαρχος: κοινωνεῖς τῇ Ἐκκλησία τῶν ὧδε ἢ οὐ κοινωνεῖς; -Ἀπεκρίθη καὶ εἶπε: οὐ κοινωνῶ. -Λέγει αὐτῷ διὰ τί; -Ἀπεκρίθη: Ὅτι ἔξω ἔβαλε τὰς Συνόδους”. Δηλαδὴ δὲν κοινωνεῖ ἐκκλησιαστικά, ὄχι γιατί ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ἰδική του προσωπικὴ κρίση ἔβγαλε τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται στὴν αἵρεση, ἄλλα διότι “ἔξω ἔβαλε τὰς Συνόδους”, διότι ἀπέρριψε τὶς Τοπικὲς Συνόδους, πού ἀναφέραμε παραπάνω».

 
 
 
Ἐδῶ εἰλικρινά, πατέρες, δέν γνωρίζω μέ τί νά πρωτοασχοληθῶ καί τί νά πρωτοαναφέρω. Διότι προκειμένου νά ταιριάξετε τό χωρίο μέ τίς θεωρίες σας τό ἀκρωτηριάσατε καί τό διαστρέψατε καταλλήλως. Τό χωρίο αὐτό δέν ὁμιλεῖ γιά τίς τοπικές Συνόδους τῆς Ρώμης καί τῆς Ἀφρικῆς, ὅπως ἐσεῖς ἰσχυρίζεσθε, ἀλλά γιά τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, τίς ὁποῖες ἐμνημόνευαν στά δίπτυχα. Γιά νά τό κατανοήσωμε ἀναφέρω ὅλο τό κείμενο, διότι ἡ συνέχειά του μᾶς ἀποδεικνύει τό ποῦ ἀναφέρεται: «Τότε λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἔπαρχος· Κοινωνεῖς τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν ὧδε, ἢ οὐ κοινωνεῖς; Ἀπεκρίθη, καὶ εἶπεν· Οὐ κοινωνῶ. Λέγει αὐτῷ· Διὰ τί; Ἀπεκρίθη· Ὅτι ἔξω ἔβαλε τὰς συνόδους. Καὶ εἶπεν· Ἐὰν ἔξω ἔβαλε τὰς συνόδους, πῶς εἰς τὰ δίπτυχα ἀναφέρονται; Καὶ λέγει· Καὶ τίς ὄνησις ὀνομάτων, τῶν δογμάτων ἐκβεβλημένων;»

 
 
 
Αὐτές λοιπόν οἱ Σύνοδοι ἦταν οἱ Οἰκουμενικές, καί εἰδικά ἡ Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι, ἡ ὁποία ὡμιλοῦσε γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Αὐτές ἀναφέροντο στά δίπτυχα καί ὄχι οἱ πρόσφατες τοπικές τῆς Ρώμης καί τῆς Ἀφρικῆς. Πῶς ἄλλωστε θά ἠδύναντο στήν Κων/πολι νά μνημονεύουν τίς Συνόδους αὐτές, οἱ ὁποῖες τούς ἀνεθεμάτισαν;

 
 
 
Ἐσεῖς ὅμως, πατέρες, ἐσκεμμένα ἀποκρύψατε τήν συνέχεια γιά νά τό προσαρμόσετε στίς θεωρίες σας. Ὁ ἅγιος ὅμως ἀνεφέρετο εἰς τό ὅτι, μέ τήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἀκυρώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.  Αὐτό φαίνεται καθαρά καί ἀπό ἄλλους διαλόγους του μέ τούς αἱρετικούς στήν Κων/πολι. Ἀναφέρω συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «καὶ μετὰ τὴν ἀφήγησιν λέγουσιν αὐτῷ· Οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως; Καὶ εἶπεν· Οὐ κοινωνῶ. Διὰ ποίαν οὐ κοινωνεῖς αἰτίαν, εἶπον; Ἀπεκρίθη· Ὅτι τὰς ἁγίας τέσσαρας συνόδους ἐξέβαλον διὰ τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γενομένων ἐννέα κεφαλαίων· καὶ διὰ τῆς ἐν ταύτῃ τῇ πόλει γενομένης παρὰ Σεργίου ἐκθέσεως, καὶ διὰ τοῦτο προσεχῶς ἐπὶ τῆς ἕκτης ἰνδικτιῶνος ἐκτεθέντος τύπου» (P.G. 90, 120C).

 
 
 
Ἐδῶ καταγράφονται ἀριθμητικά οἱ τέσσαρες Οἰκουμενικές Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες μέ τήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ ἀκυρώθηκαν. Ἐπίσης σέ ἄλλη συνομιλία ἐλέχθησαν τά ἑξῆς: «Καὶ πῶς δύνασαι τῷ ἁγίῳ ἀρκεῖσθαι συμβόλῳ, ἔφην, δεχόμενος τὸν τύπον; -Καὶ τί βλάπτει τὸ δέχεσθαι τὸν τύπον, καὶ λέγειν τὸ σύμβολον; ἔφης. Λέγω· Ὅτι προφανῶς ἀναιρεῖ τὸ σύμβολον ὁ τύπος. Καὶ εἶπας· Διὰ τὸν Κύριον, πῶς; -Εἰπέ μοι, ἔφην, τὸ σύμβολον, καὶ γνῶθι πῶς ἀναιρεῖται ὑπὸ τοῦ τύπου. Καὶ ἤρξω τοῦ λέγειν· Πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς· ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Ἐπίσχε, εἶπον, μικρόν, καὶ μάθε πῶς ἡ τῶν ἐν Νικαίᾳ πίστις ἤρνηται. Ποιητὴς γὰρ οὐκ ἂν εἴη Θεός, θελήσεως καὶ ἐνεργείας φυσικῆς ἐστερημένος, εἴπερ θελήσας, ἀλλ᾿ οὐκ ἀναγκασθεὶς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, εἴπερ ἀληθεύει ἐν Πνεύματι Δαβίδ· Πάντα ὅσα ἠθέλησεν ὁ Κύριος, ἐποίησεν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ· ἐν ταῖς θαλάσσαις, καὶ ἐν πάσαις ταῖς ἀβύσσοις» (P.G. 90,116C).

 
 
 
Ἐδῶ θαυμάσια ὁ ἅγιος ἀποδεικνύει τήν διά τοῦ Μονοθελητισμοῦ ἄρνησι τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.  Ἀπό τόν βίο του ἐπίσης, μεταφέρομε τά ἑξῆς: «Ἀλλ’ οὗτοι μέν, ὡς αὐτοί γε ἔδοξαν καί τούς ἠπατημένους ἔπεισαν, τήν μίαν ἐνέργειαν καί τό ἕν φυσικόν ἐπικυρώσαντες θέλημα, λαβήν καί τοῖς Ἰακωβίταις καί τοῖς ἀπό Θεοδοσίου δεδώκασι, τῆς ἡμετέρας καταυχᾶσθαι πίστεως, καί ἐν γέλωτι καί τωθασμῷ τήν ἐν Χαλκηδόνι τίθεσθαι σύνοδον· οἵ καί κακούργῳ προὔφερον γνώμῃ, ὡς καί αὐτή Χαλκηδών τοῖς ἑαυτῶν ὤφθη συνεπομένη, καί τῆς μιᾶς ἐξεχομένη φύσεως» (P.G. 90,77D). Ἐδῶ ἀναφέρεται ὅτι οἱ Μονοθελῆτες περιγελοῦσαν τήν ἐν Χαλκηδόνι Δ’ Οἰκουμενική καί τήν διέστρεφαν.

     
 
 
       Ἐσεῖς λοιπόν, πατέρες, ἀπομονώσατε τό «ὅτι ἔξω ἔβαλε τάς Συνόδους» καί τό προσαρμόσατε καταλλήλως, ὅπως σᾶς ἐξυπηρετοῦσε, στίς τοπικές Συνόδους τῆς Ρώμης καί τῆς Ἀφρικῆς.  Ἐν συνεχείᾳ παρουσιάζετε τόν ἅγιο ἄβουλο καί ἀκατάρτιστο, ὡς νά μήν ἔχη προσωπική κρίσι, καί ὡς νά ἀκολουθῆ τυφλά τίς Συνόδους, ὅπως κάνουν σήμερα καί διακηρύττουν οἱ Οἰκουμενιστές. Γράφετε τά ἑξῆς: «Δηλαδὴ δὲν κοινωνεῖ ἐκκλησιαστικά, ὄχι γιατί ὁ ἴδιος ἀπό τήν ἰδική του προσωπική κρίση ἔβγαλε τό συμπέρασμα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται στήν αἵρεση, ἀλλά διότι “ἔξω ἔβαλε τάς Συνόδους”, διότι ἀπέρριψε τίς Τοπικές Συνόδους, πού ἀναφέραμε παραπάνω».

 
 
 
Δέν θέλω νά σχολιάσω περαιτέρω τό σημεῖο αὐτό τῆς κριτικῆς σας μελέτης, διότι εἶναι, πιστεύω, τόσο φανερή ἡ διαστροφή, ὥστε τά λόγια εἶναι περιττά.  Πάντως ἀμέσως κατωτέρω ἐξάγετε τό συμπέρασμα πού σᾶς ἐξυπηρετεῖ στίς θεωρίες σας: «Ἑπομένως εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό, πού ἀναφέρει παρακάτω, ὅτι “ἡ ἀποτείχισις αὐτή τοῦ Ὁσίου ἐγίνετο πρό συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδή πρίν καταδικαστοῦν οἱ αἱρετικοί πατριάρχες καί ἐπίσκοποι ἀπό Σύνοδο”».  Ἀσφαλῶς πατέρες, σύμφωνα, μέ τά λεγόμενά σας, θά θεωρῆτε ἔγκυρη καί κανονική κάθε καταδικαστική ἀπόφασι, ἔστω καί ἄν δέν ἐκλήθη αὐτοπροσώπως στήν δίκη ὁ κατηγορούμενος, ἔστω καί ἄν δέν ἀπολογήθηκε καί, κοντολογίς, δέν ἔγινε καμμία προβλεπομένη ἀπό τούς Κανόνες διαδικασία.

 
 
 
 Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο θά θεωρῆτε ἔγκυρη καί τήν καταδίκη τοῦ Μητροπολίτου Ράσκας καί Πριζρένης Σερβίας Ἀρτεμίου, ἔστω καί ἄν ἔγινε τηλεγραφικά, δηλαδή χωρίς κανονική δίκη μέ ἐξέτασι μαρτύρων, ἀπολογία κλπ. Δι’ αὐτό ἄλλωστε καί δέν συλλειτουργεῖτε μαζί του, ἀλλά τόν ἀντιμετωπίζετε ὡς ψωριασμένο πρόβατο, ὡς ἐκτός Ἐκκλησίας, καί ἐσεῖς καί ὁ Μητροπολίτης σας καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἀντιοικουμενιστές, μολονότι κατά τά ἄλλα θεωρεῖτε ὅτι τόν ὑποστηρίζετε καί τοῦ συμπαραστέκεσθε. Ἐξ’ ἄλλου εἶναι καί αὐτό μία πάγια τακτική τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νά τά πάη δηλαδή μέ ὅλους καλά  καί νά συμπορεύεται  μέ ὅλους ἄριστα.

 
 
 
Ἐγώ πάντως, σύμφωνα μέ αὐτά πού ἐμελέτησα ἀπό τόν ἅγ. Μάξιμο, πιστεύω ὅτι στίς τοπικές Συνόδους πού ἀναφέρθηκαν καταδικάστηκε ἁπλῶς ἡ αἵρεσις τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἀλλά αὐτό οὔτε ἐπηρέασε, οὔτε ἄλλαξε εἰς τό ἐλάχιστο τήν πορεία καί γραμμή τοῦ ἁγίου, διότι βασικά αὐτή ἦτο μαρτυρική καί ὁμολογιακή καί σαφῶς δέν ἔγινε τέτοια μετά τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων.

 
 
 
Ἡ δική σας, ὅμως, γραμμή καί πορεία νομίζετε ὅτι θ’ ἀλλάξη ἀναμένοντας νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ξαφνικά θά γίνη μαρτυρική. Αὐτό πιστεύω ὅτι εἶναι μεγάλο λάθος. Τό ὅτι ὁ ἅγιος ἀποτειχίστηκε, πρίν καταδικασθοῦν οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι, αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια, ἔστω καί ἄν δέν σᾶς ἐξυπηρετῆ στίς θεωρίες σας.

 
 
 
Στή συνέχεια, προκειμένου νά ἐπιβεβαιώσετε τό συνοδικό φρόνημα τοῦ ἁγίου, ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ἔχουμε καὶ ἄλλη μία χαρακτηριστικὴ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου, κατὰ τὸν χρόνο τῆς πρώτης ἐξορίας του στὴν Βιζύη, πού ἀποδεικνύει τὸ Συνοδικό του φρόνημα. Ὅταν ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Πατριάρχου ἐπίσκοπος Θεοδόσιος ἐπρότεινε στὸν Ἅγιο νὰ ἔλθει σὲ κοινωνία μαζί τους μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι ἐγγράφως θὰ ἀποδεχθεῖ τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὁ Ἅγιος καὶ πάλι ἀρνήθηκε: “Καί τότε ἀποκριθείς Θεοδόσιος ἐπίσκοπος εἶπεν·  ΘΕΟΔ. Ὁ Θεός οἶδεν, εἰ μή προσωπικῶς τά ἀναθέματα ἔθηκεν ἡ σύνοδος αὕτη, πλεῖον παντός ἀνθρώπου ἐδεχόμην αὐτήν· ἀλλ’ ἵνα μή χρονοτριβῶμεν ἐνταῦθα, εἴ τι εἶπαν οἱ Πατέρες, λέγω, καί ἐγγράφως εὐθέως ποιῶ, δύο φύσεις, καί δύο θελήματα καί δύο ἐνεργείας· καί εἴσελθε μεθ’ ἡμῶν κοινωνήσων, καί γενέσθω ἕνωσις”.

 
 
»Τελικῶς, ὅπως βλέπομε, ὁ Ἐπίσκοπος Θεοδόσιος ἀποδέχεται τό ὀρθόδοξο δόγμα ἐγγράφως περί τῶν ἐν Χριστῷ δύο φύσεων καί θελήσεων καί ἐνεργειῶν καί προτείνει ὡς ἀντιπρόσωπος νά κοινωνήση ἐκκλησιαστικά ὁ ὅσιος μέ αὐτούς καί νά γίνη ἡ ἕνωσις. Ὁ ὅσιος ὅμως δέν ἀποδέχεται αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, ἀναφέροντας τά ἑξῆς:

 
 
 
»”ΜΑΞ. Δέσποτα, ἐγώ οὐ τολμῶ δέξασθαι συγκατάθεσιν παρ’ ἡμῶν ἔγγραφον περί τοιούτου πράγματος, ψιλός ὑπάρχων μοναχός· ἀλλ’ ἐάν κατένυξεν ὑμᾶς ὁ Θεός, τάς τῶν ἁγίων Πατέρων δέξασθαι φωνάς, καθώς ἀπαιτεῖ ὁ Κανών, πρός τόν Ρώμης περί τούτου ἐγγράφως ἀποστείλατε, ἤγουν ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης καί ἡ κατ’ αὐτόν σύνοδος. Ἐγώ γάρ οὐδέ τούτων γενομένων κοινωνῶ, ἀναφερομένων τῶν ἀναθεματισθέντων ἐπί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς. Φοβοῦμαι γάρ τό κατάκριμα τοῦ ἀναθέματος”. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἁρμόδιο, γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἕνωση μέ τούς αἱρετικούς, παρ' ὅλο πού αὐτός ἦταν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος καί πάνω στήν διδασκαλία του στηρίχθηκαν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ. Ἡ ἕνωσις ἔπρεπε νά γίνει πάλι μέ νέα Σύνοδο, ἡ ὁποία θά ἀποδεχθεῖ τούς αἱρετικούς, ἐπιστρέφοντας στήν Ὀρθόδοξο πίστη, καί θά ἄρη τά ἀναθέματα. Γι' αὐτό καί προτρέπει τόν Θεοδόσιο: “πρός τόν Ρώμης περί τούτου ἐγγράφως ἀποστείλατε”, νά στείλουν δηλαδή ἔγγραφο ὁμολογίας πίστεως στόν ἐπίσκοπο Ρώμης, ὥστε ἐκεῖνος στή συνέχεια μέ βάση τήν ὁμολογία αὐτή, νά συγκαλέσει Σύνοδο, γιά νά γίνει ἐπίσημα Συνοδική ἀποκατάστασις».

 
 
 
Στό σημεῖο αὐτό, πατέρες, ἀνέφερα μεγάλο τμῆμα ἀπό τό κείμενό σας γιά νά φανῆ ὅτι ἡ σκοπιμότης καί ἡ τυφλή ὑπαγωγή τῶν πάντων στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἡ ὁποία φθάνει ὄχι μόνο στό σημεῖο νά ἐξυπηρετῆ τά σχέδια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά καί αὐτά τά ἐπεκτατικά, κυριαρχικά καί ἐξουσιαστικά σχέδια τοῦ Παπισμοῦ.

 
 
 
Ἐδῶ παρουσιάζετε μεγαλοπρεπῶς τήν Ρώμη καί τόν Πάπα ὡς ὑπέρτατο κριτή, εἰς τόν ὁποῖο πρέπει νά καταφύγη ἡ Κων/πολις γιά νά κριθῆ καί νά ἀποκατασταθῆ, παρουσιάζετε τά ἀναθέματα τῆς Ρώμης ὡς κεραυνούς παγκοσμίου βεληνεκοῦς καί αἰωνίου ἰσχύος, διδάσκετε ἀπροκάλυπτα ὅτι δέν γίνεται τίποτε στήν παγκόσμια καί οἰκουμενική Ἐκκλησία χωρίς τήν ἔγκρισι καί συγκατάθεσι τοῦ Πάπα καί, βεβαίως, ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας πραγματοποιεῖται μόνον διά μέσου τοῦ Πάπα καί μέ κέντρο τόν Πάπα. Δηλαδή πατέρες, διδάσκετε καί ἐπιβεβαιώνετε ὅλα αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει ὁ Παπισμός στό θέμα τοῦ παπικοῦ Πρωτείου.

 
 
 
Θεωρῶ πατέρες, ἐπειδή τό χωρίο τοῦ ἁγίου πού παρουσιάζετε εἶναι ὄντως δυσνόητο καί δυσερμήνευτο, ἄν δέν εἴχατε κάτι ὀρθόδοξο νά προσφέρετε στήν ἑρμηνευτική σας προσπάθεια, ὅτι θά ἔπρεπε νά μήν ἀσχοληθῆτε καθόλου μέ αὐτό ἤ νά ζητήσετε ἐπικουρική βοήθεια ἀπό ἄλλους, πιό καταρτισμένους πατέρες, ὥστε νά ἀποφύγετε αὐτά τά τραγικά λάθη.

 
 
 
Τά βασικά σας λάθη, κατά τήν γνώμη μου, ἑστιάζονται εἰς τό ὅτι καί ἐδῶ, τό χωρίο αὐτό, τό ἐξετάσατε μεμονωμένα καί τελείως ἀνεξάρτητα ἀπό ὅλη τήν ἄλλη διδασκαλία τοῦ ἁγ. Μαξίμου καί ὅτι ταυτίσατε καί ἐδῶ τούς ἀναθεματισμένους ἐπί τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς πού παρουσιάζει ὁ ἅγιος, μέ τά ἀναθέματα πού ἐξεφώνησε ἡ Σύνοδος τῆς Ρώμης ἐναντίον τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Δι’ αὐτό ἀναφέρετε μετά τήν παράθεσι τοῦ χωρίου αὐτοῦ τό ὅτι «Ἡ ἕνωσις ἔπρεπε νά γίνει πάλι μέ νέα Σύνοδο, ἡ ὁποία θά ἀποδεχθεῖ τούς αἱρετικούς, ἐπιστρέφοντας στήν Ὀρθόδοξο πίστη, καί θά ἄρη τά ἀναθέματα». Δηλαδή ὁ Πάπας ὡς ἀπόλυτος κυρίαρχος, ἀφοῦ κατεδίκασε τούς ἐκτός τῆς δικαιοδοσίας του αἱρετικούς καί μάλιστα Πατριάρχες Κων/πόλεως, θά τούς ἀποκαθιστοῦσε πάλι (ἀφοῦ ἔκρινε τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς των) εἰς τήν Ἐκκλησία καί τήν κοινωνία μέ τήν Ρώμη. Δι’ αὐτό ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρετε: «Γι' αὐτό καί προτρέπει τόν Θεοδόσιο: “πρός τόν Ρώμης περί τούτου ἐγγράφως ἀποστείλατε”, νά στείλουν δηλαδή ἔγγραφο ὁμολογίας πίστεως στόν ἐπίσκοπο Ρώμης, ὥστε ἐκεῖνος στή συνέχεια μέ βάση τήν ὁμολογία αὐτή, νά συγκαλέσει Σύνοδο, γιά νά γίνει ἐπίσημα Συνοδική ἀποκατάστασις».

 
 
 
Σύμφωνα λοιπόν μέ τίς ἑρμηνεῖες σας ἡ ἀνωτάτη ἔκκλητος ἔχει δοθῇ θείῳ δικαίῳ στήν Ρώμη ἐπί πάσης τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς ἐκ τούτου ἅπαντες, ἀκόμη καί οἱ οἰκουμενικοί Πατριάρχες, προσάγουν τίς ὁμολογίες τῆς πίστεώς των εἰς τόν Πάπα, προκειμένου νά κριθοῦν καί νά ἀθωωθοῦν ἀπό τήν καταδικαστική του ἀπόφασι καί δή τόν ἀναθεματισμό πού αὐτός ἐξεφώνησε. Αὐτές ὅλες τίς διδασκαλίες σας, πατέρες, πιστεύω πώς, ἄν δέν τίς ἀναιρέσετε δημοσίως πρός ἄρσι παντός σκανδάλου, τουλάχιστον θά πρέπει νά τίς θέσετε ὑπό τήν κρίσι ἄλλων ἐγκρίτων πατέρων, ὥστε νά κρίνουν καί αὐτοί τήν ὀρθότητά των.

 
 
 
Τά πράγματα λοιπόν, κατά τήν γνώμη μου, ἔχουν ὡς ἑξῆς. Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά διευκρινίσωμε τό σημεῖο αὐτό, τό ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἅγιος: «Ἐγώ γάρ οὐδέ τούτων γενομένων κοινωνῶ, ἀναφερομένων τῶν ἀναθεματισθέντων ἐπί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς». Δηλαδή ποιοί αἱρετικοί καί ἀναθεματισμένοι ἐμνημονεύοντο ἐπί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς, δηλαδή κατά τήν Θ. Λειτουργία, ὥστε ὁ ἅγιος νά τό θεωρῆ ἀνυπέρβλητο πρόβλημα, διά νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μαζί των.

 
 
 
Εἰς αὐτό τό σημεῖο, πατέρες, θά σᾶς βοηθοῦσε πολύ γιά νά τό κατανοήσετε ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου, τήν ὁποία σκοπίμως νομίζω καί τεχνηέντως ἀποσιωπήσατε. Δηλαδή ψαλιδίσατε τήν συνέχεια τοῦ κειμένου, προκειμένου νά μᾶς ὁδηγήσετε στή Σύνοδο τῆς Ρώμης καί στό συνοδικό φρόνημα τοῦ ἁγίου. Τό κείμενο λοιπόν ὁλόκληρο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐγώ γάρ οὐδέ τούτων γινομένων κοινωνῶ, ἀναφερομένων τῶν ἀναθεματισθέντων ἐπί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς. Φοβοῦμαι γάρ τό κατάκριμα τοῦ ἀναθέματος.

 
 
 
ΘΕΟΔ. Ὁ Θεός οἶδεν, οὐ καταγινώσκω σοῦ φοβουμένου, ἀλλ’ οὔτε ἄλλος τις. Ἀλλά δὸς ἡμῖν βουλήν διά τόν Κύριον, ἐάν ἐστι τοῦτο δυνατὸ γενέσθαι.

 
 
 
ΜΑΞ. Ποίαν βουλήν ἔχω ὑμῖν περί τούτου δοῦναι; Ὑπάγετε, ψηλαφήσατε ἐάν τι τοιοῦτον γέγονε πότε, καί μετά θάνατον ἀπελύθη τις τοῦ περί τήν πίστιν ἐγκλήματος καί τοῦ ἐξενεχθέντος κατ' αὐτοῦ κατακρίματος...» (P.G. 90, 153D).

 
 
 
Ἀπό τή συνέχεια τῶν λόγων τοῦ ἁγίου βλέπομε ὅτι οἱ ἀναθεματισμένοι αὐτοί πού ἐμνημονεύοντο στή Θ. Λειτουργία ἦσαν κεκοιμημένοι. Δι’ αὐτό προφανῶς ἀναφέρει: «Ὑπάγετε, ψηλαφήσατε ἐάν τι τοιοῦτον γέγονε πότε, καί μετά θάνατον ἀπελύθη τις τοῦ περί τήν πίστιν ἐγκλήματος καί τοῦ ἐξενεχθέντος κατ' αὐτοῦ κατακρίματος». Ἀπό τούς αἱρετικούς λοιπόν Μονοθελῆτες μόνον ὁ Σέργιος (ἕνα ἔτος πρό τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης) εἶχε κοιμηθῆ, ἐνῶ ὁ Πύρρος καί ὁ Παῦλος ἦσαν ἐν ζωῇ, σύμφωνα μέ τούς πατριαρχικούς πίνακες τοῦ Μανουήλ Γεδεών.

 
 
 
Ἐδῶ λοιπόν, προφανῶς εἰς τά δίπτυχα εἶχαν ἀναγραφῆ κάποιοι Μονοφυσίτες Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἐμνημονεύοντο κατά τή Θ. Λειτουργία. Οἱ αἱρέσεις δέ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί Μονοθελητισμοῦ εἶχαν στενή σχέσι καί συγγένεια καί, μάλιστα, ὁ Μονοφυσιτισμός ἐγέννησε καί τόν Μονοθελητισμό καί τόν Μονοενεργητισμό. Ἔτσι, οἱ δεχόμενοι ἕνα θέλημα στόν Χριστό ἔπρεπε νά δεχθοῦν καί μία φύσι μετά τήν καθ’ ὑπόστασιν ἕνωσι.  Δι’ αὐτόν τόν λόγο οἱ Μονοθελῆτες περιγελοῦσαν καί ἀπέρριπταν τήν ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.

 
 
 
Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ὅσιος σέ μία συνομιλία του μέ τούς Μονοφυσίτες κατά τήν πρώτη ἐξορία του ἐν Βιζύῃ: «ΘΕΟΔ. Ὡς λέγεις ἐστίν· ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης ἐγκρίνει τάς συνόδους· πλήν οὐ δέχῃ τόν λίβελλον Μηνᾶ, ἐν ᾧ μίαν θέλησιν καί μίαν ἐνέργειαν τοῦ Χριστοῦ ἐδογμάτισεν;

 
 
ΜΑΞ. Μή δῷ Κύριος ὁ Θεός· Ὑμεῖς οὐ δέχεσθε, ἀλλ’ ἐκβάλλεσθε πάντας τούς διδασκάλους, τούς μετά τήν ἁγίαν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον, τούς ἀγωνισαμένους κατά τῆς τοῦ Σεβήρου μιαρίας· κἀγώ ἔχω δέξασθαι τόν λίβελλον Μηνᾶ, τοῦ γενομένου μετά τήν σύνοδον; δι’ οὗ συνηγορεῖ προφανῶς Σεβήρῳ, καί Ἀπολιναρίῳ καί Μακεδονίῳ καί Ἀρείῳ καί πάσῃ αἱρέσει, καί κατηγορεῖ τῆς συνόδου· μᾶλλον δέ τελείως ἐκβάλλει, δι’ ὧν ἐδογμάτισε» (P.G. 90,148B).

 
 
 
Ἄν λοιπόν ἐπρόκειτο γιά τούς ἀναθεματισμένους ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Ρώμης, τώρα πού ὁ ἅγιος τούς ἀποστέλλει ἐκεῖ καί μάλιστα μετανοημένους, εὔκολο ἦταν νά ἀρθοῦν τά ἀναθέματα ἀπό τούς ἰδίους πού τά ἐπέβαλαν. Δέν θα ἔπρεπε δηλαδή ὁ ἅγιος νά ἀμφιβάλλη διά τήν συγχώρησι τῶν ἀναθεματισθέντων, ὅπως αὐτό φαίνεται ἀπό τήν συνέχεια τῶν λόγων του: «καί πάντως, εἴπερ εὑρεθείη τρόπος ἐκκλησιαστικός τοῦτο ἐπιτρέπων διά τήν ὀρθήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, συμβιβάζεται ὑμῖν περί τούτου» (P.G. 90, 153D).

 
 
 
Ὁ λόγος ὅμως πού ὁ ἅγιος Μάξιμος τούς ἀποστέλλει στήν Ρώμη, νομίζω ὅτι εἶναι βαθύτερος. Ἐπειδή δηλαδή, διεπίστωσε ὅτι ἡ μεταστροφή των πρός τήν Ὀρθοδοξία ἦταν ἐπίπλαστη καί παραπλανητική καί ὅτι τό ἔκαναν γιά νά τόν μεταπείσουν νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μαζί των, ὥστε νά διαλυθῆ κατ’ οὐσίαν τό ὀρθόδοξο μέτωπο καί ἡ ὀρθόδοξος ἀντίστασις, δι’ αὐτό τούς ἀποστέλλει στήν Ρώμη, ὥστε νά δοκιμασθῆ ἡ μετάνοιά των καί νά κατοχυρωθῆ ἐπισήμως.

 
 
 
Τό ὅτι ἦταν ξαφνική καί ἐπίπλαστος ἡ μεταστροφή των φαίνεται ἀπό τά ἴδια τά λόγια τῶν ἀπεσταλμένων, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ προηγουμένως ἀντιδροῦσαν στούς λόγους τοῦ ἁγίου, ἐν συνεχείᾳ τοῦ λέγουν: «ἀλλ’ ἵνα μή χρονοτριβῶμεν ἐνταῦθα, εἴ τι εἶπαν οἱ Πατέρες, λέγω, καί ἐγγράφως εὐθέως ποιῶ, δύο φύσεις, καί δύο θέληματα, καί δύο ἐνεργείας· καί εἴσελθε μεθ' ἡμῶν κοινωνήσων, καί γενέσθω ἕνωσις» (P.G. 90, 153B). Δέν ἦταν δηλαδή δυνατόν νά συμφωνήσουν κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μέ τήν δογματική διδασκαλία τοῦ ἁγίου καί μάλιστα χωρίς νά ἐνημερώσουν αὐτούς πού τούς ἀπέστειλαν. Γιά νά βεβαιωθῆ λοιπόν ὁ ἅγιος τούς ἀποστέλλει εἰς τήν Ρώμη.

 
 
 
Ὡς ἐκ τούτου, αὐτά τά ὁποῖα γράφετε, πατέρες, καί τά ὁποῖα συνηγοροῦν τά μέγιστα ὑπέρ τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ὅτι δηλαδή ἡ Ρώμη ἔπρεπε νά ἀποφασίση διά τήν ἐπαναφορά των εἰς τήν Ὀρθοδοξία, νά ἄρη τά ἀναθέματα κλπ., εἶναι λάθος. Ἀπό τήν συνέχεια δέ τῆς διηγήσεως προκύπτει μέ σαφήνεια, ὅτι αὐτά πού ἐπρότειναν οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ψευδῆ, διότι ὄχι μόνον δέν ἐπῆγαν στήν Ρώμη πρός ἀποκατάστασι, ἀλλά παρέμειναν οἱ ἴδιοι καί χειρότεροι.

 
 
 
Διέφυγε τῆς προσοχῆς σας, πατέρες, νά κάνετε στήν κριτική σας μελέτη καί μία μικρή ἔστω ἀναφορά στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου περί ψευδοδιδασκάλων καί ψευδαποστόλων, τά ὁποῖα ἀναφέρονται στόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα καί, βεβαίως, στό βιβλίο τό ὁποῖο ἐσχολιάσατε. Τό σχετικό κείμενο τοῦ ἁγίου εἶναι τό ἑξῆς: «Καί ἄλλο δέ σκοπήσωμεν· ὁ Θεός ἐκλεξάμενος ἐξήγειρεν Ἀποστόλους καί Προφήτας καί Διδασκάλους πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων, ὁ δέ διάβολος ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους κατά τῆς εὐσεβείας ἐκλεξάμενος ἐξήγειρε, ὥστε καί τόν παλαιόν πολεμηθῆναι νόμον καί τόν εὐαγγελικόν. Ψευδαποστόλους δέ καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους μόνους νοῶ τούς αἱρετικούς, ὧν οἱ λόγοι καί οἱ λογισμοί διεστραμμένοι εἰσίν. Ὥσπερ οὖν ὁ τούς ἀληθεῖς Ἀποστόλους καί Προφήτας καί Διδασκάλους δεχόμενος Θεόν δέχεται, οὕτω καί ὁ τούς ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους δεχόμενος τόν διάβολον δέχεται. Ὁ τοίνυν συνεκβαλῶν τούς ἁγιους τοῖς ἐναγέσι καί ἀκαθάρτοις αἱρετικοῖς (δέξασθε λέγοντα τήν ἀλήθειαν), τῷ διαβόλῳ προφανῶς τόν Θεόν συγκατέκρινεν» (P.G. 90,144D).

 
 
 
Ἐδῶ θά πρέπει, ἔστω καί ἐκ τῶν ὑστέρων, νά διευκρινίσετε τήν σχέσι τῶν «ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων» τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος μέ τούς «ψευδαποστόλους, ψευδοπροφῆτες καί ψευδοδιδασκάλους» τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου. Ἐπειδή λοιπόν ἐσεῖς, διδάσκετε τήν παραμονή καί ὑποταγή τῶν πιστῶν σ’ αὐτούς τούς ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ὁ δέ ἅγιος διδάσκει ὅτι, ὅποιος τούς δέχεται, δέχεται καί ὑποτάσσεται στόν διάβολο, συνεπῶς ἐξυπακούεται ὅτι διδάσκετε τήν παραμονή τῶν πιστῶν στόν διάβολο, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.

 
 
 
Καταλαβαίνω, ὅμως, ὅτι ἀναφέρεσθε στήν κριτική σας μελέτη (ἔστω καί ἐλλειπῶς) σέ ὅ,τι νομίζετε πώς δύνασθε νά ἀπαντήσετε καί νά τό προσαρμόσετε μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, τά δέ ὑπόλοιπα τά ἀποστέλλετε, κατά τό δή λεγόμενο, στά ἀζήτητα. Σέ μία ὅμως, σοβαρή κριτική μελέτη, πιστεύω ὅτι πρέπει κάποιος νά ἀπαντήση σέ ὅλα τά ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα διατυπώνονται καί νά μήν κάνη ἐπιλεκτική ἀναφορά, ὅπως ἐσεῖς πατέρες, διαλέγοντας μάλιστα ὄχι τήν σαφῆ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἀλλά τά ἀσαφῆ καί σκοτεινά ἀπό ἱστορικῆς ἀπόψεως γεγονότα.

 
 
 
Στήν σαφῆ λοιπόν, διδασκαλία τοῦ ἁγ. Σωφρονίου Ἱεροσολύμων μέ τήν ὁποία ἐν συνεχείᾳ ἀσχολεῖσθε ἀναφέρετε στή σελ. 33 τά ἑξῆς, γιά νά συσκοτίσετε τά πράγματα καί κατ’ οὐσίαν νά καταργήσετε τήν ἀποτείχισι: «Μέ τήν παραπάνω φράση ὁ Ἅγιος δέν ἀποκλείει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ὀνομαστικῆς Συνοδικῆς καταδίκης τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκοποῦ. Ἐάν ἐννοοῦσε κάτι τέτοιο, θά τό ἔλεγε μέ σαφήνεια. Ὁ τρόπος τῆς διατυπώσεως αὐτῆς τῆς φράσεώς τοῦ Ἁγίου, μᾶς βοηθᾶ νά καταλάβουμε καλύτερα τόν προαιρετικό χαρακτῆρα τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ'. Ὁ Ἅγιος λέγει: “εἰ δέ τινες ἀποσταῖεν...”, ἐάν δηλαδὴ κάποιοι ἀποστατήσουν, ἀποτειχιστοῦν, αὐτοί “τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι”. Ὁ Ἅγιος δέν λέγει: “ὀφείλουν οἱ πάντες νά ἀποστατήσουν, νά ἀποτειχιστοῦν”. Ἐάν ὁ λόγος του εἶχε ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα, δέν θέ εἶχε αὐτή τήν διατύπωση: “Ἐάν κάποιοι...”».

 
 
 
Τό κείμενο τοῦ ἁγ. Σωφρονίου τό ὁποῖο σχολιάζετε εἶναι τό ἑξῆς: «Εἰ δε τινές ἀποσταῖεν τινός oὐ διά πρόφασιν ἐγκλήματος, ἀλλά δι’ αἵρεσιν ὑπό συνόδου ἤ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι, ὡς οἱ ὀρθόδοξοι» (P.G. 87Γ΄ 3369D).

 
 
 
Ἐδῶ πατέρες, μέ αὐτά πού γράφετε τελικά δέν καταλαβαίνουμε τί διδάσκει ὁ ἅγιος· νά ἀποτειχιζώμεθα, δηλαδή, ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἤ νά παραμένωμε εἰς αὐτόν μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου; Ἀντί δηλαδή νά βοηθήσετε στήν ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ ἁγίου, συνηγορεῖτε στή συσκότισι καί τόν ἀποπροσανατολισμό. Οἱ Ἅγιοι ὅμως, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς ὁδηγοῦν εἰς αὐτό τό σκοτάδι, ἀλλά προφανῶς ἡ ἑρμηνευτική σας προσπάθεια καί, εἰδικά, ἡ προσπάθεια νά ἀλλάξη ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἡ ὑποταγή της στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. 

 
 
 
Εἰς τό σημεῖο αὐτό τῆς μελέτης σας παρατηροῦμε, ὅπως καί στήν ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ὅτι δέν σᾶς συγκινεῖ καθόλου ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου, «τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι» καί δι’ αὐτό στέκεσθε στήν ἔκφρασι «εἰ δε τινές». Ἡ λέξις λοιπόν «ἀποδοχή» στό «Μέγα Λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης» ἔχει τίς ἔννοιες «ἀποδοχή, ἐπιδοκιμασία, εὔνοια». Ὁ ἅγιος λοιπόν, διδάσκει ὅτι, αὐτοί πού θά ἀποτειχισθοῦν ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἔχουν ἀπό τήν Ἐκκλησία τήν τιμή, τήν ἐπιδοκιμασία καί τήν εὔνοια. Τί ἄλλο θά ἔπρεπε νά ἀναφέρη ὁ ἅγιος γιά νά κατανοήσωμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ὀρθόδοξος δρόμος, ἐν καιρῷ αἱρέσεως;

 
 
 
Ἐάν π.χ. ἔλεγε ὅτι ἐν καιρῷ διωγμοῦ «ἐάν κάποιοι» συλληφθοῦν, ὁμολογήσουν καί μαρτυρήσουν, αὐτοί εἶναι «τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι». Στήν περίπτωσι αὐτή ἐσεῖς πατέρες, τί θά καταλαβαίνατε; ὅτι ὅταν κάποιος συλληφθῆ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἔχει καί ἄλλον δρόμο συμβιβαστικό καί μεσοβέζικο νά ἀκολουθήση καί ὄχι αὐτόν ὁ ὁποῖος εἶναι τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιος; Διότι τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος  σάν λύκος ἔχει  συλλάβει τά λογικά πρόβατα, τά ὁποῖα ἐσεῖς διδάσκετε, διά τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, νά παραμείνουν κοντά του μέχρι τελικῆς πτώσεως.

 
 
 
Ἐπειδή ὅμως ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος ὁδηγεῖ στήν ὁδό τοῦ συμβιβασμοῦ καί τῆς συνυπάρξεως, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Οἰκουμενισμός, δι’ αὐτό προφανῶς δέν σᾶς ἀρέσει τό «τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι» πού διδάσκει ὁ ἅγιος, ἀλλά τό «εἰ δέ τινές», τό ὁποῖο βεβαίως θεωρεῖτε ὅτι προσαρμόζεται στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Τό «εἰ δέ τινές», ὅμως, πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος, ἔχει προφανῶς τήν ἔννοια, ὅτι, ἐπειδή εἶναι δύσκολος ὁ δρόμος τῆς ἀποτειχίσεως, πάντοτε θά τόν ἀκολουθοῦν οἱ ὀλίγοι, ἐνῶ οἱ περισσότεροι θά ἀκολουθοῦν τόν ἄκοπο δρόμο τοῦ συμβιβασμοῦ.

 
 
 
Τό ὅτι ὅμως, αὐτός ὁ δρόμος εἶναι «τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιος», σημαίνει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ὀρθόδοξος δρόμος ἐν καιρῷ αἱρέσεως, καί αὐτός συντελεῖ στήν ἀποφυγή τῶν σχισμάτων καί τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἐσεῖς ὅμως διά τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος τόν καταργήσατε καί δι’ αὐτό ἀναμένετε ἐπί ἑκατό χρόνια τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί τήν ἐπαναφορά στήν Ὀρθόδοξο πίστι.
(Συνεχίζεται)










Ι΄ ΜΕΡΟΣ:   http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5222.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου