ΕΠΙΔΡΑΣΙ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΩΡΟ
ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ
2.- ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΣ
Η Κυπριακὴ Εκκλησία υπέστη τον βαρύ ζυγό του Παπισμού επί σχεδόν 380 χρόνια, από της εποχής των Λουζινιανών βασιλέων κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας μέχρι την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1191-1571). Σχεδόν όλο αυτό το διάστημα, ο Παπισμός θα την υποχρεώσει διά της βίας σε τελεία αποκοπή της από την κοινωνία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θα της επιβάλλει ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, διωγμούς, εξορίες, ακόμη δε και μαρτυρικούς θανάτους.
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες των Λουζινιανών βασιλέων της Κύπρου, χρονολογείται η εγκατάσταση των πολυωνύμων παπικών ταγμάτων, όπως των Καρμελητών, Βενεδικτίνων, Δομινικανών, Φραγκισκανών και άλλων, τα οποία θα εργασθούν πυρετωδώς, για τον εκλατινισμό της Νήσου.
Μετά το θάνατο του Γκυ ντε Λουζινιάν το 1194, έλαβε την εξουσία ο αδελφός του Αμαλάριχος (Amaury de Lusignan 1145-1205), ο οποίος όμως δεν χαρακτηρίζετο από την μετριοπάθεια του προκατόχου του, αλλά ήταν εξ ιδιοσυγκρασίας βίαιος και ωμός τον χαρακτήρα. Ο Αμαλάριχος φαντάζετο, ότι ο εκλατινισμός των Κυπρίων θα συντελούσε στην εμπέδωση της εξουσίας του κι έτσι άρχισε να προετοιμάζει εγκατάσταση λατινικής ιεραρχίας και τον εκλατινισμό του ορθόδοξου πληθυσμού της Κύπρου. Για να το επιτύχει αυτό απευθύνθηκε στον πάπα Κελεστίνο Γ’ (1191-98) ζητώντας εγκαθίδρυση λατινικής ιεραρχίας.
Ο Κελεστίνος, με ειδική βούλα στις 20 Φεβρουαρίου 1196, εκθειάζει το ζήλο του Αμαλάριχου στο να «επαναφέρει τους σχισματικούς ορθοδόξους» στους κόλπους της παπικής «εκκλησίας». Έτσι, εξελέγη ως πρώτος Λατίνος επίσκοπος στη Λευκωσία ο αρχιδιάκονος του Πάπα, Αλέν (Alain) καθώς και άλλοι τρεις Λατίνοι επίσκοποι στη Λεμεσό, Πάφο και Αμμόχωστο, που αρχικά λειτουργούσαν παράλληλα με τις Ορθόδοξες Επισκοπές. Οι λατινικές αυτές επισκοπές και όλος ο λατινικός κλήρος προικοδοτήθηκαν από τις περιουσίες των λαφυραγωγηθέντων και διαρπαγέντων ορθοθόξων μοναστηριών και ιερών ναών.
Το 1213, το Βατικανό απέστειλε στην Κύπρο τον αδίστακτο Πορτογάλο ιεροεξεταστή Πελάγιο, Καρδινάλιο του Albano, ως Έξαρχο του Ανατολικού Κράτους με πλήρη λεγατική εξουσία, ώστε να επιχειρήσει δια της βίας, ό,τι δεν πέτυχε η μετριοπάθεια και ο προσηλυτισμός των Λατίνων μοναχών. Η αγριότητα και τα θηριώδη κακουργήματα του ανθρώπου αυτού, που διέπραξε στην ΚΠολη, την Θεσσαλονίκη, την Απουλία και την Κύπρο, υπερέβαινε την αγριότητα των αρχαίων διωγμών εκ μέρους των Εθνικών. Ο απαίσιος αυτός ιεροεξεταστής, κατά το έτος 1221, καταδίκασε στην Κύπρο, σε θάνατο, πολλούς ορθοδόξους μοναχούς, που αρνήθηκαν να προδώσουν τα θρησκευτικά και εθνικά τους ιδανικά.
Την εποχή εκείνη η Ορθόδοξη Κυπριακή Εκκλησία αριθμούσε τουλάχιστον 14 επισκοπές, κατ’ άλλους δε ιστορικούς περισσότερες. Το 1215 όμως η αντιβασίλισσα της Κύπρου Αλίσια (Alix de Champagne 1195-1246) έγραψε στον πάπα Ιννοκέντιο Γ’ (1198-1216) ζητώντας του να περιστείλει τον αριθμό των ελληνικών επισκοπών μόνον σε 4, όσες δηλαδή και των Λατίνων στη Λευκωσία, Πάφο, Λεμεσό και Αμμόχωστο και να παραχωρήσει στο Λατίνο επίσκοπο Λευκωσίας τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου, ώστε να μεταφερθούν όλα τα πνευματικά σκήπτρα, που μέχρι στιγμής κατείχε ο ελληνικός κλήρος, στους παπικούς. Αυτό συνέβη επί των ημερών του Ορθοδόξου Αρχιεπισκόπου Συμεών.
Ο ακρωτηριασμός αυτός της Ορθοδόξου Ιεραρχίας θα έχει επιπτώσεις στην υπόλοιπη ζωή της Κυπριακής Εκκλησίας και μετά τη λήξη της Λατινοκρατίας και μέχρι σήμερα. Η Σύνοδος μη ούσα πλέον «υπερτελής», το Αυτοκέφαλο της Κυπριακής Εκκλησίας δεν θα μπορέσει πλέον να εφαρμοσθεί αυτοδύναμα, αλλά σε κάθε σοβαρό πρόβλημα θα γίνεται αίτηση παρεμβάσεως και συμμετοχής άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Ολίγον κατ’ ολίγον οι εναπομείναντες 4 Ορθόδοξοι Επίσκοποι, καθίστανται απλώς βικάριοι και χωροεπίσκοποι των Λατίνων επισκόπων. Οι Επισκοπές τους βρίσκονται σε άσημα χωριά και κανείς Επίσκοπος, Ιερέας ή Ηγούμενος δεν δικαιούται να αναλάβει τα καθήκοντά του, χωρίς τη ρητή άδεια του Λατίνου επισκόπου. Οι Έλληνες Ιεράρχες έπρεπε να λάβουν το ωμοφόριο από τα χέρια του Λατίνου Αρχιεπισκόπου, αφού προηγουμένως γονυπετούσαν μπροστά του, του φιλούσαν το χέρι και έδιναν όρκο πίστεως και υποταγής σε αυτόν και στον Πάπα. Ο Ορθόδοξος κλήρος ήταν απλά ανεκτός, χωρίς όμως καμία ουσιαστική εκκλησιαστική εξουσία. Έτσι, όχι καν Αυτοκέφαλο δεν υπήρχε αλλά προέκυψε και θέμα αποκοπής της Κυπριακής Εκκλησίας από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, για τις οποίες μία τέτοια πρακτική ήταν αδιανόητη.
Τον Οκτώβριο του 1220 συγκαλείται Συνέδριο στη Λεμεσό εκ μέρους του Λατινικού κλήρου και των Φεουδαρχών, όπου για να εξασφαλίσουν Έλληνες δούλους για τα φέουδά τους, λαμβάνονται αυστηρά μέτρα εναντίον των Ορθοδόξων που γίνοντο μοναχοί. Κανείς δεν μπορούσε να γίνει μοναχός, χωρίς την έγκριση του Λατίνου Επισκόπου και του Φεουδάρχη, στο φέουδο του οποίου ευρίσκετο το μοναστήρι. Ο αριθμός των Μοναχών για κάθε Μοναστήρι ήταν ορισμένος και περιορισμένος και εάν ένεκα θανάτου ελαττούτο ο αριθμός αυτών, τότε μπορούσαν να δεχθούν κάποιον. Πολλάκις δε, απαιτείτο η αντικατάσταση του νεοκαρέντα μοναχού δι᾿ ενός άλλου δούλου στο φέουδο. Εάν κανείς εγκατέλειπε την Κύπρο, για να καρεί μοναχός αλλού, επανερχομένου στη Μεγαλόνησο ακυρώνετο η κουρά του και επέστρεφε στην κατάσταση της δουλείας.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1222, ο Πελάγιος συγκαλεί στην Αμμόχωστο σύνοδο Λατίνων επισκόπων και ιπποτών, όπου συμμετείχαν και οι αρχηγοί των Ναϊτών και των Ιωαννιτών και επικυρώνει «συνοδικώς» τα περί μειώσεως των Ορθοδόξων Επισκοπών και τους περιορισμούς και εξευτελισμούς του Ορθοδόξου κλήρου. Εξαιρέσει των Μαρωνιτών, οι οποίοι απ᾿ αρχής υπήρξαν πειθήνια όργανα του Παπισμού, μετά των Ελλήνων δοκιμάσθηκαν πικρά και οι Σύριοι, οι Ιακωβίτες και οι Νεστοριανοί, κατόρθωσε όμως τελικά ο Παπισμὸς, δια της Ουνίας, να τους απορροφήσει.
Οι προς εξωμοσία εξαναγκασμοί ήσαν αφόρητοι. Προς στιγμήν υπέκυψε και ο διαδεχθείς τον Συμεών, Αρχιεπίσκοπος Ησαΐας, ο οποίος το 1220 κατέφυγε στη Νίκαια, για να ζητήσει συγγνώμη για τον εαυτό του και για το ταλαίπωρο ποίμνιό του, ως μαρτυρεί ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος στην Δωδεκάβιβλο. Μετά την ενέργειά του αυτή, απαγορεύθηκε από τους Λατίνους στον Ησαΐα, η επάνοδός του στη Νήσο.
Ο διάδοχός του, Αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος, ευρεθείς και αυτός μεταξύ δύο εχθρικών πυρών, του λατινικού κλήρου και των πολιτικών αρχών, και καλούμενος να διαλέξει ανάμεσα στην εξορία και την ταπείνωση, σθεναρά αποπτύει τις περί υποταγής προτάσεις και εξορίζεται με πολλούς από τους ιερωμένους του στην Αρμενία. Το δίλημμα για τους Ορθοδόξους Ιεράρχες ήταν μεγάλο, από τη μία εάν υπετάσσοντο επρόδιδαν την πίστη τους, από την άλλη όμως, πως να φύγουν και να αφήσουν το πεδίο ελεύθερο στους Φράγκους λυκοποιμένες, να κατασπαράξουν το Ορθόδοξο ποίμνιο του Χριστού; Δεν ήξεραν λοιπόν, πως να συμπεριφερθούν «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν» (Εφεσ. 5. 16, Κολ. 4. 5).
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, ο Επίσκοπος Σολέας Λεόντιος και ο Ηγούμενος Λεόντιος της Μονής των Αψινθίων, που σήμερα δεν υπάρχει πλέον, απευθύνθηκαν στον Πατριάρχη Κων/πόλεως Γερμανό Β’ (1222-40), εδρεύοντος στη Νίκαια, ζητούντες συνοδική οδηγία του τρόπου με τον οποίον όφειλαν ν᾿ αντιμετωπίσουν την παπική λαίλαπα. Η Σύνοδος έλαβε υπ᾿ όψη την κρίσιμη των πραγμάτων περίσταση και ο Πατριάρχης απέστειλε την Α΄ προς Κυπρίους επιστολή του, που έκρινε προσφορότερο να οικονομήσουν το πράγμα, δι᾿ υπομονής μέχρι καιρού: «συγγνωστέον της τοιαύτης οικονομίας ή μάλλον ειπείν υποκρίσεως και ακαταιτίατον λογισθήσονται».
Δημιουργήθηκε όμως μεγάλος θόρυβος και ταραχή, διότι και από άλλες ελληνικές χώρες άρχισαν να καταφθάνουν και να καταγγέλλουν τις αγριότητες, τους εξευτελισμούς και τους διωγμούς των Λατίνων. Έτσι, η Σύνοδος του 1223 αποστέλλει προς τους Κυπρίους άλλη επιστολή, όπου εντέλλεται, ότι οφείλουν να υπερασπισθούν του πατρίου δόγματος μέχρι θανάτου και να αποπτύσουν την δια χειραψίας υποταγή, επειδή ουδεμία οικονομία συγχωρεί το «κοινωνείν ακοινωνήτοις», έθετε δε ορισμένα όρια, μέχρι που μπορεί να φθάσει η οικονομία αυτή «εν εσχάτη ανάγκη».
Το 1229, ο Πατριάρχης Γερμανός Β’ αποστέλλει και δευτέρα επιστολή προς τους Κυπρίους, όπου επεξηγεί αυτό που παραπάνω αναφέρουμε, ότι μόνος Αρχηγός της Εκκλησίας είναι ο Χριστός και κανένας Πάπας ἡ Πατριάρχης, «ο δέ γε ιταλικός τύφος τούτο ου βούλεται, ουδ᾿ ανέχεται τον Χριστόν κεφαλήν και είναι και ονομάζεσθαι» και κολαφίζει τους παπιστές για τις διάφορες πλάνες τους. Προσθέτει δε, ότι οι πιστοί δεν μπορούν να πάρουν ευλογία από ιερείς που κοινώνησαν με τους παπικούς, ένας δε τέτοιος ιερέας, για να συγχωρεθεί, πρέπει να πάει ενώπιον του Λατίνου Αρχιεπισκόπου και παρουσία του να αποπτύσει την λατινική πλάνη. Καθησυχάζει δε τους πιστούς λέγοντας, ότι οι αφορισμοί που θα εξέφραζαν εναντίον τους οι Λατίνοι κληρικοί, είναι τελείως άκυροι και γυρίζουν πάνω στα δικά τους κεφάλια.
Τραγικό παράδειγμα της παπικής αλαζονείας, αδιαλλαξίας και μισαλλοδοξίας των παπικών ιεροεξεταστών, την περίοδο αυτή που οικοδομούσαν ογκώδεις και μεγαλοπρεπείς επιβλητικούς καθεδρικούς ναούς, προς εντυπωσιασμό των απλουστέρων, είναι και το μαρτύριο των δεκατριών Οσιομαρτύρων της Παναγίας της Καντάρας του Δωδεκαδακτύλου της Κύπρου, από τον Φράγκο Αρχιεπίσκοπο Ευστόργιο και τον μετέπειτα επίσκοπο της Άβιλα της Ισπανίας, Ανδρέα.
Πράγματι, το 1228, δύο Αθωνίτες Μοναχοί, Ιωάννης και Κόνωνας, ακούσαντες περί των εν Κύπρω διωγμών, ήλθαν στη Μεγαλόνησο και ενώ αρχικά μεν έμειναν στη Μονή Μαχαιρά, ύστερα οργάνωσαν το Μοναστήρι της Καντάρας και έτσι δημιουργήθηκε μία αδελφότητα ζηλωτών Μοναχών, που ανθίστατο στις λατινικές καινοτομίες. Οι αδελφοί συνελήφθησαν και ερίφθησαν στη φυλακή. Οι δεκατρείς αυτοί Οσιομάρτυρες, αφού για τρία ολόκληρα χρόνια εβασανίζοντο πολυειδώς και πολυτρόπως στη φυλακή του Λατίνου Αρχιεπισκόπου, προσδέθηκαν τελικά στις ουρές των αλόγων και εσύροντο κατασχίζοντας τις σάρκες τους, στην κοίτη του ποταμού Πεδιαίου, που διέσχιζε τότε τη Λευκωσία. Τελικά, ερίφθησαν στη φωτιά και κάηκαν ζωντανοί, στις 19 Μαΐου 1231. Και το μοναδικό τους έγκλημα ήταν, ότι δεν εδέχοντο τα άζυμα της παπικής «εκκλησίας».
Περί του τυφλού και άκρατου αυτού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας της Ιεράς Εξετάσεως της παπικής «εκκλησίας» μας προειδοποιεί ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός λέγοντας: «αποσυναγώγους ποιήσουσιν υμάς, αλλ᾿ έρχεται ώρα ίνα πας ο αποκτείνας υμάς δόξη λατρείαν προσφέρειν τω Θεω, και ταύτα ποιήσουσιν, ότι ουκ έγνωσαν τον Πατέρα ουδέ Εμέ» (Ιω. 16. 2, 3). Κατά τον Hackett, τα εκ μέρους των Λατίνων εγκλήματα παραδέχεται και επιδοκιμάζει, προσπαθώντας να τα δικαιολογήσει και να τα νομιμοποιήσει και ο εκ Χίου εξωμόσας προς τον Λατινισμό, πολυγραφότατος λόγιος Λέων ο Αλλάτιος (1586-1669), που χρημάτισε και βιβλιοθηκάριος του Βατικανού (Βλέπε Allatius De Eccl. occid. et orient. perpet. cons. ii. σελ. 695-700). Από δε τον Αρχιμανδρίτη Κυπριανό χαρακτηρίζεται, ως «παράσιτον της Ρώμης».
Ο διωγμός συνεχίζει να εκτραχύνεται και έτσι ο Πατριάρχης Γερμανός Β’ μη δυνάμενος άλλως πως ν᾿ αναχαιτίσει τον κίνδυνο, εξαπολύει το 1232 συνοδική επιστολή προς τον πάπα Γρηγόριο Θ’ (1227-41) παρακαλώντας τον να θέσει τέρμα σε αυτή την άδικη κατά των Ορθοδόξων οργή. Αποτέλεσμα της ενεργείας αυτής ήταν να επέλθει μία μικρή ύφεση στους διωγμούς και τους βίαιους εκλατινισμούς των Κυπρίων, αλλά στην απάντησή του, ο φιλόδοξος Πάπας, επιρρίπτει την ευθύνη στην Ανατολική Εκκλησία και δικαιολογεί τις ιεροεξεταστικές του μεθόδους, με το γελοίο επιχείρημα της μάχαιρας με την οποία ο Απόστολος Πέτρος έκοψε το αυτί του Μάλχου (Ιω. 18. 10).
Το 1240 σημειώνεται νέα αντίδραση εκ μέρους των Κυπρίων, η οποία όμως καταπνίγεται, ένα μεγάλο δε μέρος του κλήρου και του λαού συναποκομίσας τα ιερά αντικείμενα και τα οστά των πατέρων τους, ζήτησε στέγη και άσυλο στην Αρμενία. Ένεκα εμφυλίων σπαραγμών και πολλών πολιτικών αναστατώσεων, ο Πάπας Ιννοκέντιος Δ’ (1243-54) ενέκρινε τελικά δια βούλλας την εκλογή εκ μέρους του Ορθοδόξου ιερατείου, του Αρχιεπισκόπου Γερμανού Α’ του Πησιμάνδρου. Μετά δε την χειροτονία, δια καταλλήλου τελετής εδόθη, υπό των χειροτονησάντων και του χειροτονηθέντος, η υπόσχεση υποταγής στον Πάπα, ενώπιον του παπικού λεγάτου Όδωνος (Eudes) και όχι του Λατίνου Αρχιεπισκόπου Λευκωσίας Ούγκο Φατζιάνο (Hugues de Fagiano).
Ο Φατζιάνο όμως εξεμάνη εναντίον του Γερμανού, διότι θεώρησε την ύπαρξη Ορθοδόξου Αρχιεπισκόπου στην Κύπρο, ως υποτιμητική για το δικό του αξίωμα και ήθελε να υποβάλλει τον Γερμανό στην Ιερά Εξέταση. Ο Γερμανός αναγκάσθηκε να πάει στη Ρώμη, παραπονούμενος στον Πάπα Αλέξανδρο Δ’ (1254-61), συνοδευόμενος και υπό των Επισκόπων Σολίας Νήφωνος, Καρπασίας Ιωακεὶμ και Λευκλάρων Ματθία, χωρίς όμως η ενέργειά του αυτή να επιφέρει κάποιο θετικό αποτέλεσμα.
Τελικά, ο Πάπας οιστρηλατούμενος από ακάθεκτη φιλαρχία και σατανική αλαζονεία, εκδίδει το 1260 την περιβόητη «Αλεξάνδρεια βούλλα» (Constitutia Cypria Alexandri IV), γνωστή επίσης ως Bulla Cypria, την οποίαν υπέγραψε με οκτώ άλλους Καρδινάλιους, στο Ανάγνο, στις 3 Ιουλίου 1260.
Σε αυτή καταργείται οριστικά η θέση του Ορθοδόξου Αρχιεπισκόπου, αναγνωριζομένου μόνο του Λατίνου και όπου τίθεται το δίλημμα ή το μνημόσυνο του Ρωμαίου Ποντίφηκα ή ο θάνατος. Στον Αρχιεπίσκοπο Γερμανό επετράπη κατ᾿ εξαίρεση να διατηρήσει τον τίτλο του, μέχρι του θανάτου του. ‘Όλα δε τα καταπιεστικά μέτρα, που είχαν εφευρεθεί υπό του Πάπα Κελεστίνου Γ’ και του Καρδιναλίου Πελαγίου, επικυρώθηκαν.
Επιπλέον, εκβληθείσα από τα σχολεία και τα δικαστήρια η επίσημη ελληνική γλώσσα, αντικαταστάθηκε από το λατινικό και ιταλικό ιδίωμα, με αποτέλεσμα η κοινή επιτόπιος διάλεκτος να εκβαρβαρισθεί.
Με την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως το 1263, υπό του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259-82), αναπτερώθηκαν κάπως οι ελπίδες των Κυπρίων και σκόπευαν να επαναστατήσουν κατά των Λατίνων. Αλλά επενέβη ο Πάπας Ουρβανός Δ’ (1261-64) για να ματαιώσει τα σχέδιά τους καταφερόμενος και κατά της νωχέλειας της κοσμικής εξουσίας, η οποία κατά την γνώμη του δεν υπηρετούσε επαρκώς τα συμφέροντα του Παπισμού.
Το 1283 ανήλθε στον Πατριαρχικό θρόνο της Κων/πόλεως, ο εκ Κύπρου Γρηγόριος Β’ (1283-89). Ο ιστορικός Φιλάρετος Βαφείδης λέγει ότι, κατά τον Νικηφόρο Γρηγορά (1295-1360) και άλλους, ήταν «ανήρ εν λόγοις επίσημος, θεολόγος δε άριστος και φιλόσοφος και μαθηματικός και ρήτωρ άκρος». Έγραψε πολλά και ποικίλα, μεταξύ δε αυτών και κατά του προκατόχου του Λατινόφρονα Πατριάρχη Ιωάννη ΙΑ’ Βέκκου (1275-83). Επίσης, συνέγραψε και Συνοδικό Τόμο κατά των Λατίνων (PG 142).
Με την επικράτηση των Μουσουλμάνων στους Αγίους Τόπους, οι Ναΐτες επιστρέφουν και πάλι στην Κύπρο, το 1291, μεταφέροντας εκεί την έδρα του τάγματός τους. Το 1291 θα βρουν επίσης καταφύγιο στο βασίλειο της Κύπρου και οι Ιωαννίτες ή Οσπιταλιέροι και εγκαθιστούν την Μεγάλη Κομανταρία τους στο Κάστρο, στο Κολόσσι, το οποίον είχαν οι ίδιοι κτίσει το 1210. Στη συνέχεια όμως, οι Ιωαννίτες, για περισσότερη ανεξαρτησία, θα εγκατασταθούν στη Ρόδο το 1309.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1359 φθάνει στην Κύπρο εκ Ρόδου, ο διαβόητος τρομερός ιεροεξεταστής Πέτρος Θωμάς ο Καρμελίτης, για να επιβάλλει διά της βίας το Λατινισμό. Μία μέρα κατόρθωσε με δόλο να παρασύρει στο ναό της αγίας Σοφίας ένα μεγάλο πλήθος πιστών και ιερείς. Όταν μαζεύτηκε ο κόσμος έκλεισε τις πόρτες και επεχείρησε να τους εκλατινίσει δια της βίας μάλλον ή της πειθούς. Κατά τον Λεόντιο Μαχαιρά, προσπάθησε να τους «κουφερμιάσει» (confirmer) δηλαδή να τους χρίσει με λατινικό «άγιο Μύρο».
Ο λαός όμως, που ήταν έξω και κατάλαβε ότι κάτι κακό συμβαίνει, όρμισε με δοκάρια να σπάσει τις πόρτες της εκκλησίας, για να ελευθερώσει τους παγιδευμένους. Ευτυχώς, επενέβησαν οι αρχές με επικεφαλής τον αδελφό του βασιλέως, τον πρίγκιπα της Αντιόχειας και κατεύνασαν τα πνεύματα. Αυτοί που εχρίσθησαν δια της βίας πέταξαν κάτω το μπαμπάκι με το μύρο και το έφτυσαν. Ο δε θρησκομανής λεγάτος Πέτρος Θωμάς, έχων φήμη αγιότητας μεταξύ των ομοδόξων του, πέθανε στην Αμμόχωστο στις 6 Ιανουαρίου 1366, εξ αιτίας μιας πληγής που είχε λάβει κατά την άλωση της Αλεξάνδρειας (Εκκλησία ΓΟΧ Κύπρου: «Ο Πάπας, η αιτία των κακών»).
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου