Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009



ΚΟΣΜΙΚΗ

ΕΞΟΥΣΙΑ


ΙΕ΄



Ένα μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί την πολιτική θεολογία είναι η σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας. Με το θέμα αυτό ασχολείται το Εκκλησιαστικό ή Κανονικό Δίκαιο. Από την ορθόδοξη άποψη οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησιαστικής εξουσίας και Πολιτικής εξουσίας δεν είναι αντίθετες, αλλά είναι διαφορετικές. Ο Χρυσόστομος είναι χαρακτηριστικός: «Ουκ επ’ ανατροπή της κοινής πολιτείας ο Χριστός τους παρ’ αυτού νόμους εισήγαγεν, αλλ’ επί διορθώσει βελτίονι», δηλ. «Ο Χριστός έφερε στον κόσμο τους δικούς Του νόμους, όχι για να ανατρέψει τη συνηθισμένη πολιτική εξουσία, αλλά για να γίνει καλύτερη». Αντίθετα, η Δυτική σκέψη ακολουθεί τον ιερό Αυγουστίνο, που θεωρεί αντίθετες την Εκκλησία και την Πολιτεία. Αντιπροσωπευτικός τύπος (κατά τον Αυγουστίνο) είναι ο Άβελ για την Εκκλησία και ο Κάιν για την Πολιτεία (καλή – κακή). Συνέπεια αυτού είναι η ύπαρξη του Παπικού Κράτους.

«Η μονοκρατορική δομή της Δυτικής Εκκλησία υπό τον Πάπα ήταν η αναπότρεπτη συνέπεια των ιστορικών δεδομένων, αντλώντας τη θεωρητική της κατοχύρωση από Πέτριες αξιώσεις….. Η Δυτική Εκκλησία, επομένως, έτεινε να γίνει ένας συγκεντρωτικός φορέας με ηγέτη μια μονοκρατορική και θεόπνευστη κεφαλή. Η διεύθυνση βρισκόταν στα χέρια έμπειρων διοικητών και νομικών, των οποίων η θεολογία αντανακλούσε μια τέτοια θεώρηση. Πολλοί αιώνες θα περνούσαν μέχρι η τάση αυτή να γνωρίσει την πλήρη πραγμάτωσή της….. αλλά η τάση ήταν πάντα παρούσα και εάν αυτό δεν συνέβαινε, η Εκκλησία της Ρώμης δεν θα είχε επιβιώσει τον ταραγμένο σκοτεινό Μεσαίωνα» (St. Runciman: Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα, σελ. 24-25).

Ο σπόρος για την δημιουργία του παπικού κράτους τοποθετείται στις αρχές του 7ου αιώνα με τον πάπα άγιο Γρηγόριο Α΄ το Διάλογο (590-604), η δε ανάγκη των καιρών ώθησε τον πάπα Γρηγόριο να ασχοληθεί και με τα θέματα που αφορούσαν την πολιτική εξουσία, προσπαθώντας να αναπληρώσει το υπάρχον κενό. Ο Γρηγόριος Α΄ θεωρείται λοιπόν ως ο ηθικός ιδρυτής της κοσμικής εξουσίας των παπών, κοσμική εξουσία που προέκυψε ως φυσικό δικαίωμα της ακάματης μέριμνας των παπών να προφυλάξουν τη Ρώμη και την Ιταλία από τις επιδρομές των βαρβάρων, αφού στην πράξη συγκροτημένη πολιτική εξουσία δεν υπήρχε.

Η πρεσβυτέρα Ρώμη, κατά τον 8ο αιώνα αντιμετώπιζε τον πολιτικό και κοινωνικό κατακερματισμό της Δύσης σε πλήθος από βαρβαρικά βασίλεια, ηγεμονίες, δουκάτα, κομητείες, όπου ο κάθε είδους άρχοντας αξίωνε να καθορίζει αυτός την ορθότητα της πίστης των υπηκόων του. Με αυτά τα δεδομένα ήταν μάλλον αδύνατο για την Εκκλησία της Ρώμης να εγγυηθεί και να διασώσει, μόνο με το εκκλησιαστικό της κύρος, την καθολικότητα των εκεί τοπικών εκκλησιών. Οδηγήθηκε έτσι στη λύση να αναλάβει η ίδια και ρόλο πολιτικής εξουσίας, ώστε να είναι ικανή να επιβάλλει την ορθοφροσύνη με μέσα κοσμικής αποτελεσματικότητας.

Η επόμενη προσπάθεια πρόσκτησης και πολιτικής εξουσίας από τον πάπα της Ρώμης έγινε επί Γρηγορίου Β΄ (715-731) και πέτυχε. Ο πάπας επωφελούμενος από την αδυναμία της αυτοκρατορικής φρουράς του Λέοντα Γ΄ Ίσαυρου, εξηγέρθη, έσπασε τις εικόνες του αυτοκράτορα, εκδίωξε τον νομάρχη Ρώμης και τον έξαρχο της Ραβέννας και δραττόμενος της ευκαιρίας κηρύσσεται από τον ρωμαϊκό λαό, τιμητικός επίτροπος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Αυτό το τιμητικό αξίωμα έγινε η πρώτη αφετηρία και το πρώτο βήμα στις βαθμίδες του βασιλικού θρόνου, στον οποίον έκτοτε κάθισαν οι Πάπες ενώσαντες τη βασιλική και κοσμική εξουσία μαζί με την εκκλησιαστική (αγίου Νεκταρίου, Τα αίτια του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 185-186).

Λίγο αργότερα, η Εκκλησία της Ρώμης πέτυχε, υπό τον πάπα Στέφανο Γ΄, να αναγνωρισθεί ως αυτόνομο κράτος το 754 από τον βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄ τον Βραχύ (715-768, πατέρα του Καρλομάγνου) με συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία, θεσμούς και λειτουργίες εξουσιαστικής επιβολής στις διεθνείς σχέσεις. Η respublica romana μετετράπη από τον πάπα Στέφανο και τον Πεπίνο σε Patrimonium Petri και ο Φράγκος βασιλιάς σε Patricius Romanus (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 74).

Έτσι ο Πεπίνος επέστρεψε στην Αγία Έδρα όλες τις εκτάσεις της, που της είχαν διαρπαγεί και με επίσημο βασιλικό έγγραφο το οποίον ο ίδιος κατέθεσε στο βωμό του αγίου Πέτρου, επικύρωνε τη προσφορά στην εκκλησία της Ρώμης και τους ποντίφηκες. Με αυτό τον τρόπο επισημοποιούταν η σύσταση του κράτους της εκκλησίας της Ρώμης, που περιλάμβανε τις εξής περιοχές: το Δουκάτο της Ρώμης, τη Ραβέννα, το Κoμμάκιο και τα εδάφη μεταξύ των Απεννίνων Ορέων και τη θάλασσα, από το Φουρλί προς Βορρά μέχρι το Jesi και τη Σινιγάλη προς Ανατολάς, αποτελεί δε επανάκτηση των εδαφών που ανήκαν ανέκαθεν στην εκκλησία της Ρώμης. Το 787, ο Καρλομάγνος, υιός του Πεπίνου, αύξησε την έκταση του παπικού κράτους προσφέροντας στον πάπα Αδριανό Α΄ (772-795) και νέα εδάφη. Από το 754 λοιπόν αρχίζει η κοσμική εξουσία των παπών, η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα, αν και το 1929 έγινε νέα συμφωνία με την Ιταλική κυβέρνηση όπου περιοριζόταν το παπικό κράτος, στα όρια της πόλης του Βατικανού (Stato della Citta del Vaticano).

Βέβαια, είναι γνωστό ότι οι Κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν τη διπλή κατοχή εκκλησιαστικού και πολιτικού αξιώματος υπό του ιδίου προσώπου. Τόσον οι ΣΤ΄, ΠΑ΄ και ΠΓ΄ κανόνες των Αγίων Αποστόλων, όσον και ο Ζ΄ κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου καθορίζουν, ότι η άσκηση εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας από το ίδιο πρόσωπο, ρητώς απαγορεύεται με επακόλουθη την ποινή της καθαίρεσης του προσώπου αυτού, από τον εκκλησιαστικό βαθμό που κατέχει (διακόνου, πρεσβυτέρου, επισκόπου).

Στα αίτια για την ίδρυση παπικού κράτους προστέθηκε η άποψη, ότι ο «αντιπρόσωπος του Θεού» στη γη, δεν μπορεί να βρίσκεται υπό κρατική εξουσία ετέρου προσώπου (βασιλιά κ.λπ.). έτσι, ο Παπισμός κατάντησε και κοσμικό κράτος που έχει στρατό (τους Ελβετούς φρουρούς), ασκεί διπλωματία και επηρεάζει τη διεθνή οικονομία με τη συμμετοχή του σε μεγάλες εταιρίες και επιχειρήσεις. Πρόκειται δηλαδή για μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, για μια εκκοσμίκευση και μάλιστα θεσμοποιημένη. Αλλά η συνύπαρξη κοσμικής και πνευματικής εξουσίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι κάτι το ασυμβίβαστο, κάτι ξένο προς το πνεύμα του Ευαγγελίου, τους Ι. Κανόνες και την εν γένει Παράδοση της Εκκλησίας. Στην περίπτωση αυτή της διπλής ιδιότητας, η εκκλησία υποκύπτει στο δεύτερο πειρασμό του Χριστού από το Διάβολο, που του ζήτησε να τον προσκυνήσει, για να του δώσει την εξουσία όλων των βασιλείων του κόσμου. Ο Κύριος τότε του απάντησε: «Κύριον τον Θεόν προσκηνύσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Ματθ. 4. 10).

Ένα από τα επακόλουθα της κοσμικής εξουσίας είναι και ο φορητός «παπικός θρόνος». Η παράδοση της δημιουργίας του «Φορητού Θρόνου» του Πάπα της Ρώμης (Sedia Gestatoria), με τον οποίον μεταφερόταν ο Πάπας σε επίσημες τελετές, για να είναι δυνατό να τον βλέπει ο κόσμος, αποδίδεται στον Πάπα Στέφανο Γ΄ (752-757), τον ιδρυτή του παπικού κράτους, από εδάφη που παραχωρήθηκαν στην Εκκλησία της Ρώμης από τον βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄ τον Βραχύ (πατέρα του Καρλομάγνου) μετά από τη στέψη του, στο Παρίσι, από τον ανωτέρω πάπα. Ο «Φορητός Θρόνος» κατηργήθη από τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ (1963-1978) μετά από 1220 χρόνια λειτουργίας του. Το παπικό όμως κράτος εξακολουθεί πάντα να υφίσταται 1253 χρόνια από τη δημιουργία του και χωρίς να υπάρχει επίσημη καταδίκη από την Εκκλησία (από Οικουμενική Σύνοδο βέβαια), για τη διπλή ιδιότητα του Πάπα, την εκκλησιαστική και την κοσμική. Σημειώνεται, ότι με τη διπλή αυτή ιδιότητα, ο Πάπας μετείχε σε δυο Οικουμενικές Συνόδους, την Ζ΄ και την Η΄.

Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου