Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 Διερευνώντας το θέμα:  «εκκλησιαστική  οικονομία» και τα όριά της (Β)



         Ἡ πρώτη καί μεγάλη ἐκκλησιαστική Οἰκονομία τήν ὁποία ἔκανε ὁ Μ. Βασίλειος ἦταν ἡ σιωπή του γιά ἕνα χρονικό διάστημα ὅσον ἀφορᾶ τήν θεότητα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ἡ οἰκονομία αὐτή, ὅπως καταλαβαίνει ἕκαστος ἔχει δογματικές διαστάσεις καί ἔγινε αἰτία στήν ἐποχή του νά κατηγορηθῆ   ἀπό τούς αὐστηρούς Ὀρθοδόξους καί αὐτός καί οἱ συνοδοιποροῦντες μέ αὐτόν, ὅπως π.χ. ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὡς δειλοί καί ὡς ὑποστείλαντες τήν σημαία τῆς πίστεως.

         Τόν λόγο τῆς Οἰκονομίας αὐτῆς καί τίς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων περιγράφει μέ σαφήνεια, σέ ἐπιστολή του πρός τόν μέγα Βασίλειο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.

         Στήν ἀρχή τῆς ἐπιστολῆς καί μετά ἀπό κάποια ἐγκώμια πρός τόν Ἁγ. Βασίλειο ἀναφέρει γιά τήν ὑπόθεσι τῆς Οἰκονομίας αὐτῆς τά ἑξῆς: «Πολλοί κατεγνώκασιν ἡμῶν ὡς περί τήν πίστιν οὐκ ἰσχυρῶν, ὅσοι κοινοποιοῦσι τά ἡμέτερα καλῶς ποιοῦντες. Καί οἱ μέν ἀσέβειαν ἐγκαλοῦσι φανερῶς, οἱ δέ δειλίαν· καί ἀσέβειαν μέν, οἱ μηδέ ὑγιῶς λέγειν πιστεύοντες· δειλίαν δέ, οἱ τήν ὑποστολήν αἰτιώμενοι. Καί τά μέν τῶν ἄλλων τι χρή καί λέγειν; Ὅ δ’ οὖν νεωστί συνέβη, τοῦτό σοι διηγήσομαι» (ΕΠΕ 7,110,18).

         Πολλοί μᾶς ἐκατηγόρησαν, ἀναφέρει ὁ Θεολόγος ὅτι δέν εἴμεθα ἰσχυροί εἰς τήν πίστιν, ἄλλοι μᾶς ἐγκαλοῦν γιά φανερή ἀσέβεια καί ἄλλοι γιά δειλία. Καί γιά ἀσέβεια μᾶς κατηγοροῦν ὅσοι πιστεύουν ὅτι ὁ λόγος μας δέν εἶναι ὑγιής καί Ὀρθόδοξος, γιά δειλία δέ αὐτοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι ὑποστείλαμε τήν σημαία τῆς πίστεως. Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὅτι εὑρέθηκε σέ κάποια συγκέντρωσι, στήν ὁποία ἦλθε σέ κάποιο σημεῖο τῆς συζητήσεως ἡ ὑπόθεσις αὐτή, ὅτι δηλαδή δέν ὁμολογοῦσε ὁ Μ. Βασίλειος φανερῶς καί εὐθαρσῶς τήν θεότητα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καί ὁ Γρηγόριος αὐτό τό ἐκάλυπτε. Κάποιος δέ ἐπιφανής ἀπό τούς παρευρισκομένους παίρνοντας τόν λόγο εἶπε, μεταξύ ἄλλων, τά ἑξῆς: «Τά μέν ἄλλα ἐπαινείσθωσαν οἱ ἄνδρες, εἴ δοκεῖ· οὐδέ αὐτός ἀντιλέγω. Τό μέγιστον δέ οὐ δίδωμι, τήν ὀρθοδοξίαν μάτην μέν ἐπαινεῖται Βασίλειος, μάτην δέ Γρηγόριος, ὁ μέν προδιδούς τήν πίστιν οἷς διαλέγεται, ὁ δέ συμπροδιδούς οἷς ἀνέχεται» (ΕΠΕ 7,112,7).

         Ἀναφέρει  λοιπόν αὐτός ὅτι ὁ μέν Βασίλειος ἐπρόδωσε τήν πίστι μέ τόν τρόπο πού διαλέγεται καί ὁ Γρηγόριος ἐπρόδωσε καί αὐτός ἐπειδή αὐτό τό ἀνέχεται καί το δικαιολογεῖ. Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει ὁ ἀνωτέρω ἐπιφανής Ὀρθόδοξος, ὅτι ἄκουσε ὁ ἴδιος μία ὁμιλία τοῦ Ἁγ. Βασιλείου, εἰς τήν ὁποία ἐνῶ διασαφίστηκε καθαρά καί ἀπερίφραστα ἡ θεότητα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ἀφέθηκε ἀπροσδιόριστη καί συνεσκιασμένη ἡ θέσις καί ὑπόστασις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Αὐτό τελικῶς δηλώνει, τό νά μήν ὁμολογῆται δηλαδή μέ παρρησία ἡ ἀλήθεια, δέν εἶναι εὐσέβεια ἀλλά πολιτική καί διπλοπροσωπία. «...Ὁ δέ ὑποφαίνει μέν ἀμυδρῶς καί οἷον σκιαγραφεῖ τόν λόγον, οὐ παρρησιάζεται δέ τήν ἀλήθειαν, πολιτικώτερον ἤ εὐσεβέστερον τήν ἀκοήν ἐπικλύζων, καί τῇ δυνάμει τοῦ λόγου τήν διπλόην περικαλύπτων» (ΕΠΕ 7,112,24). Ἐν συνεχείᾳ, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἀπολογεῖται δι’ αὐτήν τήν οἰκονομία τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καί ἀναφέρει ὅτι οἱ αἱρετικοί ζητοῦν αὐτήν τήν στιγμή τήν καθαρή ὁμολογία τοῦ Βασιλείου διά νά τόν ἐκδιώξουν ἀπό τήν Μητρόπολι Καισαρείας, αὐτόν ὁ ὀποῖος εἶναι πλέον ὁ μόνος ἐναπομείνας σπινθήρας τῆς ἀληθείας καί ἡ ζωντανή δύναμις τῆς πίστεως, ἐπειδή ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔχουν ὑποταγεῖ: «Καί δημοσίᾳ πᾶν τό λεγόμενον, πολύς τε περί αὐτόν ὁ πόλεμος, ζητούντων λαβέσθαι τῶν αἱρετικῶν γυμνῆς τῆς φωνῆς καί αὐτοῦ Βασιλείου, ἵν’ ὁ μέν ἐξωσθῇ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μόνος σχεδόν ὑπολειπόμενος τῆς ἀληθείας σπινθήρ καί ἡ ζωτική δύναμις, τῶν κύκλῳ πάντων κατειλημμένων» (ΕΠΕ 7,114,1). Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, συνεχίζει ὁ Θεολόγος, θά ριζωθῆ τό κακό καί ἡ αἵρεσις εἰς τήν Καισάρεια καί θά χρησιμοποιηθῆ ἀπό τούς αἱρετικούς σάν ἕνα ὁρμητήριο γιά νά ἐπικρατήση ἡ αἵρεσις σέ ὅλη τήν οἰκουμένη: «ριζωθῇ δέ τό κακόν ἐν τῇ πόλει καί ὥσπερ ἀπό τινος ὁρμητηρίου τῆς Ἐκκλησίας ταύτης, πᾶσαν καταδράμῃ τήν οἰκουμένην» (ΕΠΕ 7,114,6).

         Εἶναι λοιπόν καλύτερα, συνεχίζει ὁ ἅγιος, νά γίνη αὐτή ἡ οἰκονομία στήν ἀληθινή πίστι μέ δική μας μικρή ὑποχώρησι, παρά νά καταλυθῆ ἡ ἀληθινή πίστις μέ τήν φανερή καί ἀπροκάλυπτη ὁμολογία: «Βέλτιον οὖν οἰκονομηθῆναι τήν ἀλήθειαν, μικρόν εἰξάντων ἡμῶν, ὥσπερ νέφει τινι, τῷ καιρῷ, ἤ καταλυθῆναι τῷ φανερῷ τοῦ κηρύγματος» (ΕΠΕ 7,114,8).

         Γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους, ἐπιλέγει ὁ ἅγιος, δέν ὑπάρχει μέ αὐτήν τήν Οἰκονομία οὐδεμία βλάβη καί ζημία, διότι τήν θεότητα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος τήν διακηρύττομε καί μέ ἄλλες λέξεις καί ἐκφράσεις, εἰς τήν Ἐκκλησία ὅμως θά ἐπέλθη μεγάλη ζημία, ἐφ’ ὅσον μέ τήν ἐκδίωξι ἑνός Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου, θά ἐκδιωχθῆ καί ἡ ἀλήθεια: «Ἡμῖν μέν γάρ οὐδέν βλάβος καί ἀπ’ ἄλλων λέξεων τοῦτο συναγουσῶν, Θεόν τό Πνεῦμα γινώσκειν (οὐ γάρ ἐν ἤχῳ μᾶλλον, ἤ διανοίᾳ κεῖσθαι τήν ἀλήθειαν), τῇ Ἐκκλησίᾳ δέ μεγάλην ζημίαν τό δι’ ἑνός ἀνδρός διωχθῆναι τήν ἀλήθειαν» (ΕΠΕ 7,114,10).

         Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος μέ πολλή σαφήνεια ἀναφέρει στούς σκανδαλισθέντες Ὀρθοδόξους τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ἔγινε ἡ Οἰκονομία αὐτή ἀπό τόν Μ. Βασίλειο, τό ὄφελος καί τήν ζημία τά ὁποῖα ἔχει ἡ Ἐκκλησία σέ κάθε περίπτωσι, τούς κινδύνους καί τίς προθέσεις τῶν αἱρετικῶν καί τελικῶς τήν θεολογική τοποθέτησι τοῦ ὅλου θέματος.

         Τό φοβερό ὅμως εἶναι αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρει στή συνέχεια, ὅτι δηλαδή ὅλοι οἱ παρόντες δέν ἐπείστηκαν ἀπό αὐτά τά ἐπιχειρήματα καί ὄχι μόνο δέν ἐπείστηκαν, ἀλλά καί τά ἐθεώρησαν ὡς ἐμπαιγμό καί ματαιολογίες καί μέ φωνές ἐκατηγόρουν καί τούς δύο λέγοντας ὅτι ἦσαν δειλοί καί μέ τήν οἰκονομία αὐτή ἤθελαν νά οἰκονομήσουν τήν δειλία των. Τέλος ἀνέφεραν στίς κατηγορίες ὅτι εἶναι πολύ καλύτερο νά φυλάττομε τήν πίστι μας μέ τήν ὁμολογία τῆς ἀληθείας, παρά νά τήν ἐξευτελίζωμε καί προδίδωμε καί κατ’ οὐσίαν νά ἀποδεχώμεθα τήν αἵρεσι διά τῆς δῆθεν οἰκονομίας: «Οὐκ ἐδέξαντο τήν οἰκονομίαν ὡς ἕωλον καί παίζουσαν αὐτούς οἱ παρόντες· ἀλλά καί κατεβόων ἡμῶν, ὡς τήν δειλίαν μᾶλλον, ἤ τόν λόγον οἰκονομούντων. Πολύ γάρ εἶναι βέλτιον, τό ἡμέτερον φυλάττειν διά τῆς ἀληθείας, ἤ τοῦτό γε ἀχρειοῦν, καί μή προσλαμβάνειν τό ἀλλότριον, διά τῆς δῆθεν οἰκονομίας» (ΕΠΕ 7,114,14).

         Εἶναι ὄντως δύσκολο νά κατανοήσωμε τήν περίπτωσι αὐτή τῆς Οἰκονομίας, τήν ὁποία ἔκαναν οἱ δύο αὐτοί φωστῆρες καί Οἰκουμενικοί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Καί νομίζω εἶναι δυσκολώτερο νά εἰσέλθωμε εἰς τό πνεῦμα των καί ἀκόμη δυσκολώτερο νά μεταφέρωμε τό πνεῦμα αὐτό τῆς παρούσης ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας στήν ἐποχή μας. Καί τοῦτο διότι στερούμεθα αὐτῆς τῆς χάριτος καί ἁγιότητος, τήν ὁποία αὐτοί εἶχαν καί ὡς ἐκ τούτου παίρνομε κάποια θέσι καί λαμβάνομε κάποιες ἀποφάσεις, στηριζόμενοι στήν λογική καί ὄχι στήν ἐμπειρία.  Τό βέβαιο πάντως εἶναι ὅτι γιά νά κάνουν αὐτή τήν μεγάλη Οἰκονομία οἱ θεοφόροι αὐτοί Πατέρες καί Οἰκουμενικοί διδάσκαλοι, στηρίχθηκαν ἀποκλειστικῶς καί μόνο στήν παροῦσα ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο τά ἐπιχειρήματα τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου διά νά πείση τούς σκανδαλισθέντες Ὀρθοδόξους, δέν εἶναι οὔτε ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή, οὔτε ἀπό τήν διδασκαλία καί τήν ζωή τῶν Ἁγίων, ἀλλά ἑδράζονται ἀποκλειστικῶς καί μόνο στήν ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαβεβαίωσις δέ  ὅτι δέν θά ὑπάρξη βλάβη εἰς τήν πίστι μέ αὐτήν τήν Οἰκονομία, ἐπικυρώνει τήν διδασκαλία τοῦ Χρυσοστόμου ἁγίου «Οἰκονομητέον ἔνθα μή παρανομητέον», δηλαδή ποτέ ἡ Οἰκονομία δέν γίνεται ἐφ’ ὅσον ἐπιφέρει βλάβη καί ζημιά στήν πίστι, ἀλλά γίνεται πρός ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῶν πιστῶν.

         Μία δεύτερη Οἰκονομία τήν ὁποία ἔκανε ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἀναφέρεται εἰς τόν πρῶτον Κανόνα του. Ὡς γνωστόν οἱ Κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου ἐπικυρώθηκαν, σύμφωνα μέ τά προλεγόμενα εἰς αὐτούς ἀπό τόν Ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἀπό τίς  Δ’ καί Ζ’ Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ περίπτωσις αὐτή τῆς Οἰκονομίας ἀναφέρεται στήν ἐπιστροφή κάποιων σχισματικῶν στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀκρίβεια λοιπόν, ἀναφέρει ὁ ἅγιος, ἀπαιτεῖ ἐπιστρέφοντες οἱ σχισματικοί αὐτοί εἰς τήν Ἐκκλησία νά βαπτίζωνται. Ἀναφερόμενος ἐν τέλει ὁ ἅγιος εἰς τούς σχισματικούς οἱ ὁποῖοι ἐλέγοντο Ἐγκρατῖται, λέγει ὅτι αὐτοί πρέπει ὁπωσδήποτε ἐπιστρέφοντες εἰς τήν Ἐκκλησία νά βαπτίζωνται, διότι πέραν τῶν ἄλλων εἶχαν παραχαράξει καί τόν ἐξωτερικό τύπο τοῦ βαπτίσματος. Ἐν συνεχείᾳ, ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Βασίλειος τά ἑξῆς ἑρμηνευμένα ἀπό τόν Ἁγ. Νικόδημο: «Πλήν ἀνίσως καί τοῦτο τό, νά βαπτίζωμεν αὐτούς  ἐπιστρέφοντας, ἔχῃ νά γένῃ ἐμπόδιον εἰς τήν κοινήν συγκατάβασιν καί οἰκονομίαν, ὁποῦ περί πάντων τῶν σχισματικῶν ἔκαμαν οἱ Πατέρες, ἄς ἀκολουθοῦμεν καί ἡμεῖς εἰς αὐτήν, μήπως διά τήν αὐστηρότητα τῆς προσταγῆς ταύτης τούς κάμνωμεν ἀμελεῖς εἰς τό νά βαπτίζωνται, αἰσχυνομένους τάχα, ὅτι ὡσάν ἄπιστοι τελείως βαπτίζονται, καί  ἀκολούθως ἐμποδίσωμεν τήν σωτηρίαν τους».

         Ἐδῶ ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἀποκαλύπτει μέ πολλή σαφήνεια τόν λόγο καί τόν σκοπό τῆς Οἰκονομίας.  Ἡ Οἰκονομία λοιπόν, ἀναφέρει, γίνεται γιά νά βοηθήσωμε τήν ἐπιστροφή καί σωτηρία τῶν πεπλανημένων, ἐφ ὅσον ἡ ἀκρίβεια αὐτά θά τά ἐδυσκόλευε καί προφανῶς θά τά ἀκύρωνε: «Ὑφορῶμαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν».

         Τό πνεῦμα λοιπόν τῶν Πατέρων εἶναι νά βοηθοῦμε μέ κάθε τρόπο τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι νά τήν δυσκολεύωμε θέτοντας αὐστηρές ἐντολές καί ὅρους διά τήν ἐπιστροφή των. Αὐτή εἶναι στήν προκειμένη περίπτωσι ἡ ἔννοια τῆς Οἰκονομίας. Ἄν τώρα ὁ ἅγιος ἔκανε Οἰκονομία εἰς αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἐπαραχάρατταν τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, τό ὁποῖο σαφῶς εἶναι παραδεδομένο ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν Ἐκκλησία, καταλαβαίνει κανείς τί πρέπει νά γίνη εἰς τήν σημερινή κατάστασι δι’ αὐτά, τά ὁποῖα δέν παρεδόθησαν οὔτε ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή, οὔτε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως εἶναι τό Ἡμερολόγιο καί διάφορα ἄλλα τρέχοντα προβλήματα. Ἀπό αὐτά πάλι ἀποκλείεται ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἡ κατ’ Οἰκονομία παραμονή κάποιου καί συμπόρευσι μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι αὐτό δέν βοηθᾶ εἰς τήν σωτηρία, ἐφ’ ὅσον αὐτός εὑρίσκεται εἰς τό στόμα τοῦ λύκου, ἀλλά συνεργεῖ εἰς τήν ἀπώλεια.

(απόσπασμα απο άρθρο π.Ε.Τρικαμηνά)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου