Διερευνώντας το θέμα: «εκκλησιαστική οικονομία» και τα όριά της (Γ)
Γιά τήν ὑπόθεσι αὐτή τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας ἀπό τόν ἅγ. Κύριλλο στό θέμα
τοῦ αἱρετικοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας θά χρησιμοποιήσωμε τίς μαρτυρίες τοῦ ὁσ.
Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἐπειδή τά κείμενα ἀπό τά ὁποῖα αὐτός ἔλαβε αὐτές τίς
πληροφορίες, καί εἶναι τοῦ ἁγ. Εὐλογίου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, δέν ὑπάρχουν
στήν ἔκδοσι τῆς Πατρολογίας τοῦ J. P. Μigne. Γιά τό θέμα τῶν Οἰκονομιῶν καί
τίς σχετικές μέ αὐτές διδασκαλίες τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου θά κάνωμε εἰδική
ἀναφορά κατωτέρω. Ἐδῶ παραθέτομε μόνο τά κείμενα τά ὁποῖα ἀφοροῦν τό θέμα τοῦ ἁγ.
Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, σχετικά μέ τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας.
Ὁ ἅγ. Ναυκράτιος λοιπόν ὁ Στουδίτης, συναγωνιστής καί σύγχρονος τοῦ ὁσ.
Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἐρωτᾶ σέ ἐπιστολή του τόν ὅσιο Θεόδωρο γιά τό θέμα αὐτῆς
τῆς Οἰκονομίας ἀπό τόν ἅγ. Κύριλλο. Ἴσως ἀποσκοποῦσε ἡ ἐρώτησις αὐτή τοῦ
Ναυκρατίου στή συμβουλή ὡς πρός τό τί στᾶσι ἔπρεπε νά κρατήσουν οἱ Ἀποτειχισμένοι
κληρικοί καί λαϊκοί λόγῳ τῆς Μοιχειανικῆς αἱρέσεως: «Ἐπί τάς ἐρωτήσεις
σου τρεπτέον τόν λόγον. Ἔφης ἀνθ’ ὅτου ὁ θεῖος Κύριλλος ᾠκονόμει μή ἀποσχίζεσθαι
τῶν τῆς Ἑῴας ἐν διπτύχοις ἀναφερόντων τόν Θεόδωρον τόν Μοψουεστίας αἱρετικόν ὄντα.
Ἐπ’ ἄν ὀρθότατα καί καιριώτατα τά τῆς εὐσεβείας δόγματα παρ’ αὐτοῖς ἐσέσωστο» (ΕΠΕ
Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 18 Β,250,3).
Ἡ ἐκκλησιαστική λοιπόν Οἰκονομία τοῦ ἁγ. Κυρίλλου ἦταν ὅτι δέν ἀποσχίσθηκε ἀπό κάποιους ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ἐμνημόνευαν εἰς τά δίπτυχα τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο Θεόδωρο Μοψουεστίας. Ἡ ἀκρίβεια ἄρα καί Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἦταν νά ἀποτειχίζωνται οἱ Ὀρθόδοξοι, ὄχι μόνο ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι τούς ἐμνημόνευαν ἐπισήμως εἰς τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας δέν εἶχε καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο ὡς αἱρετικός αὐτήν τήν περίοδο καί ἄρα ὑπάρχει ἐφαρμογή τοῦ 15ου ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τετρακόσια (400) χρόνια καί πλέον, πρίν ἐξαγγελθῆ αὐτός ὁ Κανόνας. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες κατέγραψαν τήν ἤδη ὑπάρχουσα Ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἡ ὁποία ἔχει ὡς βάσι τήν διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅπως ἀναφέρει τό ἀνωτέρω κείμενο, ὅτι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τούς ὁποίους κατ’ ἀκρίβειαν ὁ ἅγ. Κύριλλος ἔπρεπε νά ἀποτειχισθῆ, ἦσαν κατά τά ἄλλα Ὀρθόδοξοι. Ἡ Γραφή μάλιστα στήν ἔκδοσι Γ. Φατούρου καί σέ ἄλλες ἐκδόσεις εἶναι ὀρθότερη καί ἔχει τό «ἐπ’ ἄν ὀρθότατα κλπ.» κατόπιν κόμματος (,) καί ὄχι τελείας, ὅπως ἡ ἔκδοσις τῆς ΕΠΕ καί τοῦ Migne, ὁπότε θεωρεῖται ὡς ἐπεξήγησις γιά τό τί ἐπίστευαν κατά τά ἄλλα οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί, ἀπό τούς ὁποίους ἔπρεπε ὁ ἅγιος νά ἀποτειχισθῆ.
Ἐν συνεχείᾳ ἀπαντῶντας ὁ ὅσιος Θεόδωρος εἰς τήν ἐρώτησι τοῦ Ναυκρατίου κάνει
μία θαυμασία καί μοναδική ἐξήγησι καί διδασκαλία γιά τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
Οἰκονομίας: «Σαφηνείας δέ ἕνεκεν ἔστω τά παρ’ ἡμῶν ἐχόμενα τῆς αὐτῆς
ἐννοίας ὅτι τῶν οἰκονομιῶν αἱ μέν πρός καιρόν γεγόνασι παρά τῶν Πατέρων,
αἱ δέ τό διηνεκές ἔχουσιν» (ΕΠΕ 18 Β, 250,12). Ἀναφέρει λοιπόν ὅτι
ὑπάρχουν δύο εἴδη Οἰκονομίας, αὐτές δηλαδή, οἱ ὁποῖες γίνονται λόγῳ ἀνάγκης γιά
λίγο χρονικό διάστημα, καί αὐτές οἱ ὁποῖες γίνονται καί ἔχουν μόνιμο χαρακτῆρα
καί ἰσχύ.
Ἐν συνεχείᾳ ἐξηγεῖ αὐτά τά δύο εἴδη, ἀναφέροντας ἀνάλογα παραδείγματα: «Οἷον
διηνεκές μέν, ὡς ἀντί τῶν ὑποστάσεων παραχωρεῖσθαι τά πρόσωπα πρός τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου
τοῖς Ἰταλοῖς. Πρός καιρόν δέ, οἷον τοῦ Ἀποστόλου ἐπί τῆς περιτομῆς, τοῦ μεγάλου
Βασιλείου ἐπί τοῦ ἁγίου Πνεύματος· οἷον καί τόν νῦν τοῦ θείου Κυρίλλου».
Ἀπό τά παραδείγματα τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ ὅσιος, κατανοοῦμε ὅτι οἱ μόνιμες καί
διαρκεῖς Οἰκονομίες δέν ἐπιφέρουν καμμία παρέκκλισι καί ἀλλοίωσι στήν
πίστι καί γίνονται διά κάποια ἀνάγκη, ὅπως στήν προκειμένη περίπτωσι τοῦ ἁγ.
Ἀθανασίου, τήν στενότητα καί πτωχεία τῆς Λατινικῆς γλώσσας, χάριν τῆς ὁποίας
ἐπετράπη εἰς τό διηνεκές νά ὀνομάζουν τίς ὑποστάσεις τῆς Ἁγ. Τριάδος, πρόσωπα.
Στίς διαρκεῖς καί μόνιμες Οἰκονομίες θά ἠδυνάμεθα νά συναριθμήσωμε καί τόν
νηπιοβαπτισμό, τήν μετάδοσι τῆς Θ. Κοινωνίας διά τῆς λαβίδος κλπ.
Οἱ Οἰκονομίες ἀντιθέτως, οἱ ὁποῖες ἐπιφέρουν μία ἀλλοίωσι στήν πίστι καί
Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλες προσωρινές καί γίνονται ἐξ αἰτίας κάποιας
μεγάλης ἀνάγκης, ἡ ὁποία ὅταν παρέλθη ἐπανερχόμεθα πάλι εἰς τήν ἀκρίβεια ὡς ἀσφαλῆ
ὁδό σωτηρίας. Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ ὅσιος σάν παραδείγματα τήν περιτομή τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου πρός τόν Τιμόθεο, τήν ἀποσιώπησι τῆς θεότητος τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἀπό τόν
Μ. Βασίλειο καί τήν συνέχισι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πρός αὐτούς πού ἐμνημόνευαν
στά δίπτυχα τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας ἀπό τόν ἅγ. Κύριλλο.
Ἐν συνεχείᾳ, ἀναφερόμενος ὁ ὅσιος στίς προσωρινές Οἰκονομίες, ἐπεξηγεῖ ὅτι αὐτές,
ἐφ’ ὅσον γίνονται προσωρινά καί λόγῳ μεγάλης ἀνάγκης δέν εἶναι κατακριτέες, οὔτε
παράνομες, ὅμως λόγῳ ἐλλείψεως τῆς ἀκριβείας ἔχουν μία κατωτερότητα. Μέ τήν
διδασκαλία αὐτή ὁ ὅσιος καταρρίπτει τά ἐπιχειρήματα τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι
δῆθεν χρησιμοποιῶντας τήν ὁδό τῆς Οἰκονομίας, ὡδήγησαν τούς Ὀρθοδόξους στήν αἱρετική
ὁδό τῆς ἐντάξεως π.χ. στό Π.Σ.Ε., στίς συμπροσευχές στά πλαίσια τοῦ διαλόγου
μέ τούς αἱρετικούς, στήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων τους κλπ.
Διότι προφανῶς ἐδῶ οὔτε ἀνάγκη ὑπῆρχε, οὔτε προσωρινό χαρακτῆρα ἔχουν αὐτές
οἱ δῆθεν Οἰκονομίες, ἀλλά ἀντιθέτως ἔχουν προσλάβει τήν μορφή τῆς ἐπιδημίας καί
τῆς λοιμικῆς νόσου. Ἐλέγχει ἐπίσης ὁ ὅσιος καί τούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι
γιά λόγους δῆθεν οἰκονομίας παραμένουν στήν αἵρεσι, χωρίς καμμία ἀπολύτως ἀνάγκη.
Ποία ἄλλωστε ἀνάγκη δύναται νά σέ κάνη νά παραμείνης στό στόμα τοῦ λύκου;
Κατωτέρω
ὁ ὅσιος ἀναφέρει μερικά πρακτικά παραδείγματα ἀπό τήν καθημερινή ζωή, γιά νά
γίνη κατανοητό τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας καί συνεχίζει: «Οὕτω
κἀν τοῖς ἁγίοις ἐν ταῖς οἰκονομίαις, ὡς καί Κυρίλλῳ τῷ μεγάλῳ ἐν τῷδε. Μικρόν
γάρ πάντως ἀνέμενε τῶν Ἀνατολικῶν τό βραδύνουν ἤ προσπαθές, πρός τό αἱρετικόν
μή ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως αἱρετικόν. Τί γάρ ἦν ἄλλο τό μεσολαβοῦν, ἐπ’ ἄν ὀρθοδόξως
ἐκήρυττον τήν πίστιν κἀν τούτῳ αὐτόν τόν μνημονευόμενον αὐτοῖς ἀναθεματίζοντες;» (ΕΠΕ
18 Β, 250,26). Ὁ ἅγ. Κύριλλος λοιπόν, σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ὁσίου, ἔκανε
τήν Οἰκονομία, ἀναμένοντας νά κατανοήσουν οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί αὐτό τό θέμα, ὅτι
δηλαδή διά τῆς μνημονεύσεως τόν αἱρετικό τόν θεωροῦν Ὀρθόδοξο, ἐνῶ διά τῆς
διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τόν ἐκλαμβάνουν ὡς ὄντως αἱρετικό. Ἐδῶ κατανοοῦμε καί
τόν σκοπό τῆς μνημονεύσεως καί τό ἀδιανόητο στήν σκέψι καί διδασκαλία τῶν
Πατέρων νά μνημονεύσωμε ἐπ’ Ἐκκλησίαις κάποιον ὄντως αἱρετικό.
Ἡ ἐξήγησις, τήν ὁποία παραθέτει ὁ ὅσιος ἀμέσως στή συνέχεια, δι’ ὅλα αὐτά εἶναι
καταλυτική καί διδάσκει κάθε Ὀρθόδοξο τό τί πρέπει νά κάνη ἀνά πᾶσα στιγμή ἀπέναντι
στούς αἱρετικούς. «Ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα, πάντα αἱρετικόν
δυνάμει, κἄν οὐ ρήματι, ἀναθεματίζει». Δηλαδή διά νά εἶναι κάποιος
κατά πάντα Ὀρθόδοξος πρέπει ὁπωσδήποτε μέ κάθε τρόπο καί μέσο (αὐτό σημαίνει τό
«δυνάμει») νά ἀναθεματίζη τόν κάθε αἱρετικό, ἔστω καί ἄν δέν τό λέγη μέ τά
λόγια. Ἐδῶ κατανοοῦμε ὅτι κατ’ οὐσίαν καί ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν
εἶναι ὁ ἀναθεματισμός τούς μέσα στήν λατρευτική σύναξι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως
δέ ἡ μνημόνευσίς των εἶναι ἡ ἐπισημοποίησις καί πιστοποίησις τῆς ὀρθοδοξότητός
των. Καί φυσικά δέν ἀναφέρεται ὁ ὅσιος σέ καταδικασμένους ὑπό Συνόδου, ὅπως
δολίως καί πονηρῶς ἐφεύραμε ἐμεῖς σήμερα χάριν τοῦ βολέματος καί τοῦ ἐφησυχασμοῦ
μας.
Ἀκολούθως ἀναφέρει ὁ ὅσιος τήν κατ’ ἀκρίβειαν ἕνωσι τοῦ ἁγ. Κυρίλλου μέ τούς Ἐπισκόπους
αὐτούς καί τό τέλος τῆς Οἰκονομίας: «Ἔπειτα, ὅτε αὐτοῖς ἀνῆψεν ὁ
τέλειος νοῦς, τότε αὐτοῖς συναφθέντος κατά πάντα τοῦ ἁγίου ἴσως». Ἐδῶ
γίνεται κατανοητό ὅτι ὁ ἅγ. Κύριλλος ἐχρησιμοποίησε τήν ὁδό τῆς Οἰκονομίας
καί δέν ἀποσχίσθηκε ἀπό Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὄντως ἀγαθή προαίρεσι, ἦταν
κατά πάντα τά ἄλλα Ὀρθόδοξοι καί ἁπλῶς δέν κατανοοῦσαν αὐτήν τήν διδασκαλία καί
Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας στό θέμα τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν. Καί ἐμεῖς
σήμερα παίρνομε αὐτό τό παράδειγμα (καί κάποια ἄλλα βέβαια παρεμφερῆ) καί
νομίζομε ὅτι μᾶς κατοχυρώνουν νά μνημονεύωμε δεδηλωμένους αἱρετικούς μέ
διεστραμμένη προαίρεσι, μέ ξεκάθαρη πορεία καί σκοπό, μέ κανένα Ὀρθόδοξο στοιχεῖο
καί χαρακτηριστικό πλήν τῆς ἐξωτερικῆς των ἐμφανίσεως καί θέσεως, καί
μάλιστα ἔπειτα ἀπό τόσα χρόνια πού βλέπομε ποῦ ὁδηγοῦν τήν Ἐκκλησία, τί ἐπιδιώκουν
καί ἀπό ποῦ κατευθύνονται.
Εἶναι ἀναγκαῖο καί χρήσιμο διά τήν Ἀποτείχισι νά ἀναφερθῆ, πρίν κλείσουμε αὐτήν
τήν ἑνότητα, καί ἡ διδασκαλία τήν ὁποία ἐν συνεχείᾳ κάνει ὁ ὅσιος διά τό ὅτι
πρέπει νά παραβλέπωμε τίς μικρές μεταξύ μας διαφορές καί νά μήν διακόπτωμε
χάριν αὐτῶν τήν μεταξύ μας ἐκκλησιαστική κοινωνία: «Ἤ οὐχί καί ἡμεῖς τό
αὐτό ποιοῦντες φαινόμεθα; Ἐσθ’ ὅτε τινῶν ὁμογνωμόνων ἡμῖν κατά τι διαφερομένων,
ἔνθα οὐ πολύ τό λυποῦν ἤ ἐξιστῶν τῆς ἀκριβείας, καί ὅμως καταδεχόμεθα τήν πρός
αὐτούς κοινωνίαν, ἵνα μή διά μικρόν τι μικρόν ὕστερον δυνάμενον κατορθωθῆναι ἀπολέσωμεν
τό πᾶν· τοῦτο δέ ἀτέχνων καί οὐ μυστηρίων Θεοῦ οἰκονόμων. Τοιοῦτο μέν τό πρός
καιρόν οἰκονομεῖν τούς λόγους καί τούς τρόπους ἐν κρίσει καί ἀληθείᾳ καί νόμῳ, ἀλλ’
οὐκ ἐν παρανομίᾳ καί ψεύδει τό καθόλου» (ΕΠΕ 18 Β,252 1).
Οἱ Οἰκονόμοι λοιπόν τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, καταλήγει ὁ ὅσιος, δέν σκέπτονται
καί ἀποφασίζουν μέ προσωπικά δεδομένα, ἀλλά μέ ἐκκλησιαστικά καί δι’ αὐτό
παραβλέπουν τά μικρά καί τίς μικρότητες, ὥστε θυσιάζοντας αὐτά τά
μικρά νά κερδίσουν τά μεγάλα καί νά βοηθήσουν διά τῆς Οἰκονομίας τήν σωτηρία τῶν
ψυχῶν καί ὄχι ἐκ τοῦ ἀντιθέτου κολλῶντας στά μικρά καί στίς μικρότητες νά ἀπωλέσουν
τό πᾶν, δηλαδή νά γίνουν ἐμπόδιο καί νά ἀποκλείσουν ἔτσι τήν σωτηρία τῶν ἄλλων.
Αὐτό ἀναφέρει ὁ ὅσιος εἶναι ἔργο «ἀτέχνων καί οὐ μυστηρίων Θεοῦ οἰκονόμων»
δηλαδή ἀνειδίκευτων εἰς τήν τέχνη αὐτή, κάτι σάν νά λέμε ὁ κρεοπώλης νά κάνη
τόν ἰατρό καί ὁ μανάβης τόν καθηγητή.
(απόσπασμα απο άρθρο π.Ε.ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ)
Θα ακολουθήσε ΕΝΣΤΑΣΗ¨και ΑΠΑΝΤΗΣΗ στην παραπάνω "οικονομία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου