Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011



ΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ



Δύσκολοι καιροί προβάλλουν μεγάλας ἀξιώσεις. Ἀναγκάζουν τόν ἄνθρωπον νά ἀνοίξῃ τά μάτια του, νά ἰδῇ καθαρά τήν πραγματικότητα, νά ξεχωρίςῃ τό ψέμμα ἀπό τήν ἀλήθειαν, τό ἀρρωστημένο ἀπό τό ὑγιές πού ἀντέχει εἰς τόν ἔλεγχον τῆς δοκιμασίας. Καί μιά τέτοια δοκιμασία εἶναι οἱ δύσκολοι καιροί πού περνᾷ ἡ ἀνθρωπότης εἰς τήν ἐποχήν μας. Μᾶς δίδουν τήν εὐκαιρίαν νά κάμωμεν ἕνα ξεκαθάρισμα μέσα μας, νά ἐλέγξωμεν τά βασικά θεμέλια τῆς ζωῆς μας, νά πετάξωμεν ὅ,τι ψεύτικο μᾶς εἶχε ξεγελάσει, νά ἰδοῦμε τώρα, καθαρώτερα ἀπό ἄλλοτε, τόν δρόμο μας. Εὐτυχισμένοι ὅσοι κάμουν μέσα των ἕνα τέτοιον σωτήριον ἔλεγχον. Καί ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους πού οὔτε οἱ σημερινοί καιροί δέν θά μπορέσουν νά τούς ξυπνήσουν ἀπό τήν μοιρολατρική ξενοιασιά τους.


Ἐνθυμούμεθα ὅλοι ποῦ ἐζήτησεν ὁ ἄνθρωπος νά θεμελιώςῃ τήν ζωήν του εἰς τάς τελευταίας δεκαετίας. Προσεδέθη τυφλά εἰς τόν περίφημον μοντέρνον ὑπερπολιτισμόν τῆς Εὐρώπης τοῦ 19ου καί τοῦ 20ου αἰῶνος, ὅπως τοὐλάχιστον τόν ἐφαντάζοντο τόν πολιτισμόν αὐτόν μερικοί ὑπερμοντέρνοι κύριοι ἤ κυρίες πού ἔδιδαν τό σύνθημα εἰς τήν κοινωνικήν μας ζωήν. Καί πολλοί ἀπό ἡμᾶς, «διαβασμένοι» ἀλλά καί ἀγράμματοι, πλούσιοι καί «ἀριστοκράται», ἀλλά ἀκόμη καί γυναικοῦλες τοῦ λαοῦ, ζαλισμένοι ἀπό τόν θόρυβον αὐτόν χωρίς καλά-καλά νά ξεύρωμε περί τίνος πρόκειται, ἕνα μόνον εἴχαμεν ὁδηγόν: τό κτυποκάρδι μήπως φανοῦμε καθυστερημένοι εἰς τά μάτια τῶν ἄλλων. Ἔτσι ἐμπήκαμε, μία μεγάλη μερίς τοῦ λαοῦ μας, εἰς τό ρεῦμα τῆς ἀποστασίας καί τῆς ἀπαρνήσεως κάθε πνευματικῆς ἀξίας πού ἀποτελεῖ τό θεμέλιον τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Βεβαίως δέν λησμονοῦμεν καθόλου τήν μερίδα τῶν πιστῶν, μερίδα πού διαρκῶς αὐξάνει καί εἰς ἀριθμόν καί εἰς ἐπίγνωσιν καί εἰς εὐεργετικήν ἐπίδρασιν μέσα εἰς τήν κοινωνίαν μας. Ἀλλά γεγονός εἶναι ὅτι κατά τό μεγαλύτερο μέρος ἀφήσαμεν σιγά-σιγά νά ξεθωριάσῃ, ἄν ὄχι ἐντελῶς νά ἐξαφανισθῇ, ἡ πίστις μας, ἡ μόνη δύναμις πού ἠμποροῦσε νά κάνῃ τόν ἄνθρωπον πραγματικόν ἄνθρωπον. Μέσα εἰς τήν φανταστικήν πανσοφίαν μας ἐκοροϊδέψαμε, πολλοί ἀπό ἡμᾶς, τήν πίστιν ἐκείνην πού ἐδόξασε τό ἔθνος μας· τήν χριστιανικήν πίστιν, ἡ ὁποία θησαυρισμένη ἀπό τήν Ἐκκλησίαν μας –καί τί δέν τῆς ὀφείλομεν!- ἦταν τό μόνο μας στήριγμα εἰς αἰῶνας μαύρους. Ἀφήσαμε καί ἡμεῖς, μαζί μέ ἄλλους λαούς, νά σαγηνευθοῦμε ἀπό τά τραγούδια πού μᾶς ἔλεγαν νά κλωτσήσωμε τόν ἠθικόν μας ὁπλισμόν, διά νά ἀκολουθήσωμεν τρόπους ζωῆς νέους τάχα, δηλαδή νά γυρίσωμεν εἰς τόν ἄνθρωπον τῶν σπηλαίων, καί οὔτε κἄν εἰς αὐτόν, ἀλλά εἰς κἄτι πού ἦτο αὐτό τοῦτο ἐκφυλισμός. Σύμβολον τοῦ πολιτισμοῦ μας ἐβάλαμεν τό ἄλογον ζῶον πού ποτέ δέν σηκώνει τό βλέμμα πρός τόν οὐρανόν.


Ἐθαμπωθήκαμε ἀπό τήν κάποιαν τεχνικήν πρόοδον πού εἴδαμε τόν τελευταῖον καιρόν καί ἐνομίσαμεν ὅτι, ἐπειδή ἀπεκτήσαμεν ταχυκίνητα βαπόρια καί σιδηροδρόμους, καί ἀεροπλάνα καί τηλέφωνα καί ραδιόφωνα, δι’ αὐτό δέν μᾶς χρειάζονται πλέον οἱ ἠθικοί χαρακτῆρες, ἡ ψυχή ἡ γεμάτη ἀγάπην, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐντιμότης, ἡ ἐμπιστοσύνη εἰς τάς σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἡ αὐτοθυσία τοῦ ἑνός χάριν τοῦ συνόλου. Ἤ, ἐνομίσαμεν ὅτι ὅλα αὐτά θά τά ἀποκτήσωμεν μέ τά κάρβουνα τῶν βαποριῶν μας ἤ μέ τήν βενζίνην τῶν αὐτοκινήτων μας!


Καί γιατί ὅλα αὐτά; Γιατί νά πετάξωμεν ἕνα πνευματικόν θησαυρόν πού τόσαι γενεαί ἐπάλαιψαν, ἐθυσιάσθησαν, διά νά μᾶς τόν παραδώσουν; Μά ἐδῶ εἶναι ἀκριβῶς τό τραγικώτερον: ὅτι δηλαδή εἰς τό ἐρώτημα αὐτό δέν ὑπάρχει ἀπάντησις. Ἐσπρώξαμεν ὁ ἕνας τόν ἄλλον μας στήν ἄβυσσον τῆς πνευματικῆς χρεωκοπίας, χωρίς νά ξεύρωμε καλά-καλά τό γιατί.


Ἐνομίσαμεν ὅτι τό πνευματικόν αὐτό καί ἠθικόν ξεθεμέλιωμα ἀποτελεῖ τήν ... ἐπιστήμην! Δύσπιστοι εἰς τοῦ Εὐαγγελίου τήν φωνήν, πού τήν ἐπεβεβαίωσε τό αἷμα τῶν εὐγενεστάτων παιδιῶν τῆς ἀνθρωπότητος, τῶν μαρτύρων τό αἷμα, ἐδώσαμεν ὅλην μας τήν εὐπιστίαν διά νά ἀκούσωμεν τήν ἀσύδοτον ἀρνητικήν φωνήν ἀνθρώπων, πού ὄχι μόνον δέν ἦσαν ἐκπρόσωποι τῆς ἐπιστήμης, ἀλλά ἦσαν ἐντελῶς ξένοι πρός τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον ἡ ἀληθινή ἐπιστήμη ἀτενίζει τά μεγάλα προβλήματα τῆς ζωῆς. Καμμία ποτέ ἐπιστήμη δέν ἐπεχείρησε νά ἀμφισβητήςῃ τήν χριστιανικήν Ἀλήθειαν ἁπλούστατα, διότι ἡ ἀληθινή ἐπιστήμη πού γνωρίζει τά ὅρια τῆς ἐρεύνης της, ἠξεύρει ὅτι δέν ἠμπορεῖ νά εἰσέλθῃ εἰς τά ὑπερβατικά προβλήματα τοῦ κόσμου πού εἶναι τό περιεχόμενον τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Καί ἀκριβῶς μέ τήν πρόοδον τῆς ἐπιστήμης ἔχουν καταντήσει καταγέλαστα τά ἀσύδοτα ἐκεῖνα φανταχτερά καυχησιολογήματα, οἱ θόρυβοι ἐν ὀνόματι τῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία τάχα ἔλυσε ὅλα τά ζητήματα πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπον. Ὅσον προοδεύει ἡ ἐπιστήμη, τόσον ἐννοεῖ πόσον περιωρισμένον εἶναι τό πεδίον τῶν ἐρευνῶν της. Καί οἱ ἐπιστήμονες ἀρχίζουν νά ἀμφιβάλλουν ἄν ἠμπορεῖ ἡ ἐπιστήμη νά δώσῃ ἱκνοποιητικήν λύσιν, ὄχι πλέον εἰς τά μεγάλα μεταφυσικά προβλήματα, ἀλλά καί εἰς στοιχειώδη ζητήματα τά ὁποῖα εἶναι μέσα εἰς αὐτό τό πεδίον τῶν ἐρευνῶν της. Καί δι’ αὐτό ἡ νεωτέρα ἐπιστήμη διά τῶν ἐκλεκτοτέρων ἐκπροσώπων της, εἰς τήν χριστιανικήν πίστιν παραπέμπει ἐκείνους πού τήν ἐρωτοῦν διά τά βασικά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου.


Καί, διά νά ἀφήσωμεν κατά μέρος τόσα καί τόσα παραστρατήματα εἰς τά ὁποῖα ἡ ἀπάρνησις αὐτή τῆς χριστιανικῆς πίστεως μᾶς ὡδήγησε, διά νά ἀφήσωμεν τό κατάντημα τῆς γυναίκας, τό ξέφτισμα τῆς προσωπικότητος τοῦ νεωτέρου ἐπιστήμονος καί τῆς δυνάμεώς του εἰς τήν κοινωνίαν, τό ξεχαρβάλωμα εἰς τάς συναλλαγάς μας, ἄς μείνωμεν μίαν στιγμήν εἰς τήν νεότητα. Λοιπόν, τί ἐκάναμε διά τήν νεότητα; Ἀπό τήν μικροτέραν ἡλικίαν τῆς ἐκόψαμεν τήν δύναμιν διά τό εὐγενές, διά τό ἀνώτερον. Τῆς ἐσκεπάσαμε τά μάτια, ὥστε νά βλέπῃ μόνον πρός τά κάτω, ποτέ πρός τά ἐπάνω. Καί, τό ἀκόμη φοβερώτερον, τῆς εἴπαμε ὅτι τάχα ἀποτελεῖ κίνδυνον διά τήν ὑγείαν της ἡ χριστιανική ἠθική, ἡ ἠθική πού ἐξέθρεψε τάς αἰωνοβίους γενεάς μέ τά ἀτσαλένια νεῦρα, διότι, βλέπετε, κατά τήν γνώμην τους, βοηθεῖ εἰς τήν ὑγείαν τῆς νεότητος ὁ βίος μέ τό νέον ἀντιχριστιανικόν μοντέλο, ὁ ξεπλυμένος βίος τοῦ ξενυχτιοῦ, ἡ ζωή τοῦ ἀδεσμεύτου πάθους, ἡ ζωή τῶν εἰκοσιπενταετῶν γερόντων, τῶν παντοειδῶν μπλαζέδων. Τέτοιους ἀνθρώπους-ράκη ἔδωσαν εἰς τήν νεότητα ὡς πρότυπο διότι τάχα αὐτό θέλει ἡ ἐπιστήμη, ἡ πρόοδος καί ὁ εἰκοστός αἰών!


Καί ἡ συνέχεια ἦτο ἀνεμπόδιστος. Ἕνα μηδενικό ἤρχισε νά γίνεται τό ἰδανικόν τοῦ ἀνθρώπου. Τίποτε ὁ Θεός, τίποτε τό Εὐαγγέλιον, τίποτε ἡ ἠθική, τίποτε ἡ τιμιότης, τίποτε τό καθῆκον, τίποτε ἡ οἰκογένεια, τίποτε ἡ τιμή καί ἡ ἀγάπη τῶν συζύγων, τίποτε οἱ γονεῖς, τίποτε τά παιδιά, τίποτε ὅ,τι δήποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τό τυφλόν, τό κτηνῶδες «ἐγώ». Πῶς τώρα μέ ὅλα αὐτά τά «τίποτε» ἐπρόκειτο ὁ ἄνθρωπος νά κτίσῃ τόν πολιτισμόν του καί τήν εὐτυχίαν του, αὐτό εἶναι κἄτι, πού ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μέ ὅλην τήν πολυθόρυβον σοφίαν του δέν τό ἐσκέφθηκε. Καί τό ἀποτέλεσμα... μά ποιό ἄλλο θά ἦτο παρά τό χάος; Προσανατολισμένος πρός τήν ἄρνησιν ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔτρεχε πρός τό χάος μέ ὅλην τήν ταχύτητα τῶν ἀεροδυναμικῶν αὐτοκινήτων του!


Καί εἰς τήν ἀρχήν μέν ἴσως θά ἐπεκαλεῖτο κανείς ὡς δικαιολογίαν τήν ἄγνοιαν, τήν παραπλάνησιν ἀπό τό ἐξωτερικόν φτιασίδι τῆς ἀρνήσεως. Τώρα ὅμως πού ἐδοκιμάσαμε εἰς τά πράγματα τί θά εἰπῇ νά ἀρνηθῇ ἕνα ἄτομον ἤ μία μερίς τῆς κοινωνίας τήν χριστιανικήν πίστιν καί τήν χριστιανικήν ἠθικήν· τώρα πού ἡ πραγματικότης μᾶς δείχνει τῆς ἀντιχριστιανικῆς ἀποστασίας τό κατάντημα· τώρα ἡ εὐθύνη μας καί ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἀπέναντι τῆς κοινωνίας καί τοῦ ἔθνους μας εἶναι μεγάλη, εἶναι τεράστια. Εἴμεθα ὑποχρεωμένοι πλέον νά ἰδοῦμε μέ ἀπροκατάληπτο μάτι τήν ἀλήθειαν καί νά τήν ὁμολογήσωμεν τήν ἀλήθειαν. Νά ὁμολογήσωμεν μέσα μας καί νά διακηρύξωμεν εἰς τό περιβάλλον μας, πόσον ψεύτικη καί καταστρεπτική ὑπῆρξεν ἡ ἀπάρνησις τῆς πίστεως, τό σκόρπισμα τοῦ πνευματικοῦ μας θησαυροῦ, τό γκρέμισμα τοῦ στηρίγματος τῆς ζωῆς μας.


Ἀλλ’ ἡ ὁμολογία αὐτή δέν ἀρκεῖ. Διά νά μή μείνῃ ἄγονος θρηνολογία πρέπει νά ὁλοκληρωθῇ. Ὅποιος ὁμολογεῖ ὅτι ἀπεμακρύνθημεν – οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι - ἀπό τήν ἀλήθειαν, πρέπει νά ἐπιστρέψῃ ἀμέσως καί χωρίς δισταγμόν εἰς τήν ἀλήθειαν. Πρέπει ὅλοι νά ἐπιστρέψωμεν εἰς Ἐκεῖνον πού εἶναι τῆς Ἀληθείας ἡ Πηγή καί ἡ ἐνσάρκωσις. Πρέπει νά ἐπιστρέψωμεν εἰς τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος δύο χιλιάδες χρόνια τώρα ὁμιλεῖ πρός τήν ἀνθρωπότητα καί τῆς δείχνει τόν δρόμον τῆς σωτηρίας, τῆς ζωῆς, τῆς εὐτυχίας, καί ὁ ὁποῖος καί τώρα ὁμιλεῖ εἰς τόν ἄνθρωπον τοῦ 1943 καί τοῦ 1944 καί ὅλων τῶν γενεῶν ὅπου θά ἀκολουθήσουν. Πρέπει ὅλοι νά ἐπιστρέψωμεν μέ ὅλην μας τήν καρδιά εἰς Ἐκεῖνον, πού ἡ φωνή του, ὅπως μαρτυρεῖ δύο χιλιάδων ἐτῶν πανανθρωπίνη πεῖρα, εἶναι ἡ φωνή τῆς ἀληθείας, τῆς ἀληθείας πού σώζει. Ἐνῷ ἡ ἰδία πάλιν πεῖρα μαρτυρεῖ ὅτι κάθε ἀντίθετος φωνή εἶναι τό ψέμμα, πού φέρνει εἰς τό τέλος τόν πόνον, τήν καταστροφήν, τόν θάνατον. Πρέπει νά ἐπιστρέψωμεν ὅλοι μας εἰς Ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ἡ ζωή εἶναι τό μόνον ὑπόδειγμα διά τήν ζωήν μας. Ἐκεῖνον πού ἀπέθανεν ἐπάνω εἰς τόν σταυρόν διά νά νοιώσωμεν ἡμεῖς τήν χαράν νά γαλβανίζῃ τήν ὑπόστασίν μας. Ἐκεῖνον πού ἡ Ἀνάστασίς Του, τό μεγαλύτερον γεγονός εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος, εἶναι ἡ μόνη ἐγγύησις ὅτι τό φῶς εἶναι ἀνώτερον ἀπό τό σκοτάδι, ἡ ἀλήθεια ὑπερνικᾷ τό ψέμμα, καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι καμωμένος διά τό φῶς τῆς ζωῆς καί ὄχι διά τό σκοτάδι τῆς ψευτιᾶς καί τοῦ θανάτου.


Καί πρέπει ἀκόμη κάθε ἕνας ἀπό ἡμᾶς τήν πίστιν του νά μήν τήν θεωρήσῃ ἀτομικήν του μόνον ὑπόθεσιν, ἀλλά νά τήν ὁμολογήσῃ μέ ἀνδρισμόν καί παρρησίαν εἰς τό περιβάλλον του. Κάθε Ἕλλην πρέπει νά γίνῃ ἐργάτης τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἔθνους του. Ἡ τόσον ἐνθαρρυντική καί τόσον πλουσία εἰς καρπούς ἐργασία πού συντελεῖται μέσα εἰς τόν λαόν μας μέ τό κήρυγμα, μέ τό χριστιανικόν ἔντυπον, μέ τό κατηχητικόν σχολεῖον, πρέπει νά συμπληρωθῇ μέ τήν προσωπικήν συμβολήν κάθε ἑνός πού ἐγνώρισε τήν ἀλήθειαν, χωρίς καμμίαν ἐξαίρεσιν. Τονίζομεν, κάθε ἕνας ἀπό ἡμᾶς, διότι εἶναι ἀποκοιμιστική, εἶναι ὀλεθρία πρόφασις τό νά ρίχνωμεν τό χρέος αὐτό εἰς τούς ἄλλους καί ἡμεῖς νά μένωμεν ἄπρακτοι μέ τήν ἄγονον γκρίνια μας διά τό «κατάντημα τῆς κοινωνίας». Πρέπει ὁ καθένας ἀπό ἡμᾶς νά γίνῃ, καί ἠμπορεῖ νά γίνῃ ἅμα τό θέλει, ἐργαστήριον πνευματικῆς ἐξυγιάνσεως τῆς κοινωνίας μας. Μέ αὐτόν τόν τρόπον ὁ καθένας μας καί ὁ πιό ἀσήμαντος φαινομενικῶς θά γίνῃ καί διά τόν ἑαυτόν του, διά τό περιβάλλον του καί διά τό ἔθνος μας ὁδηγός πρός τήν ζωήν, πρός τήν χαράν, πρός τήν εὐτυχίαν. Μέ αὐτόν τόν τρόπον θά ξαναβροῦμε τόν προσανατολισμόν μας. Μόνον ὁ ἄνθρωπος πού θά νοιώσῃ μέσα του τήν δύναμιν τῆς πίστεως εἰς τόν Χριστόν, ξεύρει τόν δρόμον πρός τήν ἐπιτυχημένην ζωήν, τόν πολιτισμόν, τήν εὐτυχίαν.


Φθάνει πλέον ἡ ἀποστασία. Ἀρκετά τήν ἐδοκιμάσαμεν, αὐτήν καί τάς πικράς ἀπογοητεύσεις της! Καιρός νά ἐπιστρέψωμεν, χωρίς ἀναβολήν, εἰς τήν Πηγήν τῆς Ζωῆς.


Καιρός νά ἐπιστρέψωμεν εἰς τόν Χριστόν!


Κάθε στροφή ἑνός ἀπό ἡμᾶς πρός τόν Χριστόν εἶναι ἕνα βῆμα τοῦ ἔθνους μας ὁλοκλήρου πρός τήν εὐτυχίαν.


Καί πρέπει νά δώσωμεν ὅλοι μας εἰς τόν ἑαυτόν μας καί εἰς τό ἔθνος μας τήν εὐτυχίαν αὐτήν.



«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Νοέμβριος 2011 - Ἀρ. Τεύχους 113.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου