«ΕΛΕΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΣ ΑΡΧΙΕΡΕΥΣ»
Γράφει ο κ. Ν. Ι. Σωτηρόπουλος
Από τις 15 Νοεμβρίου εισήλθαμε στην τεσσαρακονθήμερη νηστεία των Χριστουγέννων. Τα Χριστούγεννα είνε η μεγάλη εορτή της γεννήσεως του Χριστού, η ρίζα όλων των χριστιανικών εορτών. Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων οι πιστοί εορτάζουμε, και ήδη κατά την τεσσαρακονθήμερη νηστεία προεορτάζουμε το γεγονός των γεγονότων, ότι γεννήθηκε στον κόσμο όχι απλώς άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος. Ο Υιός του Θεού και Θεός έγινεν Υιός ανθρώπου, Άνθρωπος, με άλφα κεφαλαίο. Άνθρωπος κατά πάντα όμοιος με μας τους ανθρώπους εκτός αμαρτίας. Κατά τη δημιουργία ο άνθρωπος έγινε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού, συμφώνως προς την πνευματική εικόνα και μορφή του Θεού. Κατά την αναδημιουργία ο Θεός έγινε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του ανθρώπου, ίσος κατά την ουσία με τον άνθρωπο! Ποιός θα περίμενε τόσο μεγάλη τιμή του Θεού προς τον άνθρωπο; Ποιά διάνοια θα μπορούσε να διανοηθή τόσο μεγάλο γεγονός; Ποιός νους θα μπορούσε να χωρέση τόσο μεγάλη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, αγάπη μεγαλύτερη από το Σύμπαν, που έχει διάμετρο δισεκατομμυρίων ετών φωτός; Ω Κύριε, υπερέβης τις προσδοκίες μας, αναφωνεί ο ιερός Αυγουστίνος. Και ο απόστολος Παύλος λέγει, ότι ο Θεός κάνει «υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα η νοούμεν», πολύ περισσότερο απ’ όσα ζητούμε η διανοούμεθα (Εφεσ. γ΄ 20).
Τίθεται το ερώτημα: Γιατί ο Θεός έγινεν άνθρωπος; Η απάντησι στο ερώτημα είνε αυτή: Ο Θεός έγινεν άνθρωπος όχι μόνο για ένα, αλλά για πολλούς λόγους. Ο φίλος αναγνώστης δύναται να ιδή αυτούς τους λόγους στο ημέτερο βιβλίο «Ο Άνθρωπος». Αλλ’ από τους πολλούς λόγους της θείας ενανθρωπήσεως ο κυριώτερος και σπουδαιότερος είνε η θυσία. Ο Θεός έγινεν άνθρωπος, για να μπορή να θυσιασθή για τις αμαρτίες μας. Σε τούτο δε το άρθρο θα ιδούμε πως αυτός ο σκοπός της θείας ενανθρωπήσεως εκφράζεται στην περικοπή Εβρ. β΄ 11-18. Είνε μία από τις θεολογικώτερες, αλλά και δυσκολώτερες περικοπές της Καινής Διαθήκης για το πρόσωπο του Χριστού.
Παραθέτουμε την περικοπή όπως έχει στο ιερό κείμενο, για να ιδή κανείς από την ανάγνωσί της, ότι περιέχει δύσκολα νοήματα, και στη συνέχεια δίνουμε την ερμηνεία της.
«Ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες. Δι’ ην αιτίαν ουκ επαισχύνεται αδελφούς αυτούς καλείν, λέγων· Απαγγελώ το όνομά σου τοις αδελφοίς μου, εν μέσω εκκλησίας υμνήσω σε. Και πάλιν· Εγώ έσομαι πεποιθώς επ’ αυτώ. Και πάλιν· Ιδού εγώ και τα παιδία α μοι έδωκεν ο Θεός.
Επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτ’ έστι τον Διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας.
Ου γαρ δήπου αγγέλων επιλαμβάνεται, αλλά σπέρματος Αβραάμ επιλαμβάνεται. Όθεν ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι, ίνα ελεήμων γένηται και πιστός αρχιερεύς τα προς τον Θεόν εις το ιλάσκεσθαι τας αμαρτίας του λαού. Εν ω γαρ πέπονθεν αυτός πειρασθείς, δύναται τοις πειραζομένοις βοηθήσαι».
Ποιός είναι «ο αγιάζων»; Ο Χριστός. Κατ’ άλλα χωρία της Γραφής ο αγιάζων είνε ο Θεός και κατ’ άλλα ο Χριστός. Ο Χριστός είνε ο ενανθρωπήσας Θεός. Και ποιοί είνε «οι αγιαζόμενοι»; Οι καλοπροαίρετοι και πιστοί άνθρωποι. Και ο Χριστός, ο οποίος αγιάζει, και οι άνθρωποι, οι οποίοι αγιάζονται, όλοι προέρχονται «εξ ενός», από τον Αδάμ κατά την ορθή ερμηνεία. Είνε δηλαδή και ο Χριστός ως άνθρωπος τέκνο του Αδάμ. «Δι’ ην αιτίαν»,«ουκ επαισχύνεται», δεν εντρέπεται, αλλά καταδέχεται να ομιλή από τη θέσι της κατώτερης φύσεώς του, της ανθρωπίνης, και να ονομάζη τους ανθρώπους «αδελφούς» του (Ψαλμ. κα΄ 23). Αν μιλούσε από τη θέσι της ανώτερης φύσεώς του, της θείας, δεν θα ωνόμαζε τους ανθρώπους «αδελφούς». Ως Θεός ο Χριστός δεν μας έχει αδελφούς, αλλά δούλους. Αδελφούς ο Χριστός μας έχει ως άνθρωπος. Δεν εντρέπεται πάλι ο Χριστός να ομιλή ως άνθρωπος και έτσι να παρουσιάζεται ως κατώτερος από το Θεό λέγοντας, «Εγώ έσομαι πεποιθώς επ’ αυτώ»«Ιδού εγώ και τα παιδία α μοι έδωκεν ο Θεός» (Ησ. η΄ 18), Ιδού εγώ και τα παιδιά, που μου έδωσεν ο Θεός. Αν ο Χριστός μιλούσε από τη θέσι της ανώτερης φύσεώς του, δεν θα έλεγεν, ότι τα παιδιά έδωσε σ’ αυτόν ο Θεός. Ο Χριστός κατά την ανώτερη φύσι του δεν πήρε τα παιδιά από το Θεό, είνε ο ίδιος Θεός, και συνεπώς σ’ αυτόν ανήκουν τα παιδιά, και τα πάντα. Το «ουκ επαισχύνεται» λοιπόν, δεν εντρέπεται δηλαδή, αλλά καταδέχεται να ονομάζη τους ανθρώπους αδελφούς του και να παρουσιάζεται ως κατώτερος του Θεού και εξαρτώμενος από το Θεό, είνε και αυτό μία από τις αναρίθμητες Γραφικές αποδείξεις της θεότητος του Χριστού. Αν ο Χριστός δεν ήταν Θεός, αλλά μόνον άνθρωπος, το «ουκ επαισχύνεται» δεν θα εχρησιμοποιείτο γι’ αυτόν. Για απλώς άνθρωπο δεν θα ήταν δυνατό να ειπή η Γραφή, ότι αυτός ο άνθρωπος δεν εντρέπεται, αλλά καταδέχεται να ονομάζη τους συνανθρώπους του αδελφούς και να παρουσιάζη τον εαυτό του ως κατώτερον από το Θεό και εξαρτώμενον απ’αυτόν. Θα ήταν αστείο να έλεγεν η Γραφή, ότι ο άνθρωπος (εκτός του Χριστού) δεν εντρέπεται, αλλά καταδέχεται να παρουσιάζεται ως άνθρωπος! Επιμένουμε σ’αυτό το σημείο, διότι πολλοί δεν καταλαβαίνουν, ότι το «ουκ επαισχύνεται» είνε Γραφική απόδειξι της θεότητος του Χριστού. για το λόγο δηλαδή, ότι είνε και ο Χριστός τέκνο του Αδάμ, άνθρωπος, (Ησ. η΄ 17), Εγώ θα στηρίξω την πεποίθησί μου σ’ αυτόν, στο Θεό. Ως Θεός ο Χριστός στηρίζει τους πάντες και τα πάντα, αλλ’ ως άνθρωπος στηρίζεται και αυτός στο Θεό. Επίσης δεν εντρέπεται ο Χριστός να ομιλή ως άνθρωπος λέγοντας,
«Επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών». Επειδή δηλαδή τα παιδιά, για τα οποία μίλησε προηγουμένως ο απόστολος επί τη βάσει του Ησ. η΄ 18, μετέχουν σαρκός και αίματος, τουτέστιν έχουν σώμα, γι’αυτό και αυτός, ο Υιός του Θεού και Θεός, παρομοίως μετέσχε των αυτών, προσέλαβε σάρκα και αίμα, σώμα. Και γιατί προσέλαβε σώμα; Για να δύναται να υποστή θάνατο και δια του θανάτου να καταργήση εκείνον, που έχει «το κράτος του θανάτου», τη δύναμι να θανατώνη λόγω της αμαρτίας, δηλαδή τον Διάβολο, και έτσι να ελευθερώση αυτούς, οι οποίοι λόγω του φόβου του θανάτου, αισθήματος δουλικού, ήταν δούλοι σ’ όλη τη ζωή τους.
«Ου γαρ δήπου αγγέλων επιλαμβάνεται, αλλά σπέρματος Αβραάμ επιλαμβάνεται». Δυσκολώτατος λόγος, ο οποίος παρερμηνεύεται. Η ορθή ερμηνεία είνε αυτή: Είνε γνωστό από τον προφητικό λόγο της Παλαιάς Διαθήκης, ότι ο Θεός δεν εκλέγει αγγέλους προς σωτηρίαν των ανθρώπων, αλλ’ εκλέγει «σπέρμα Αβραάμ», απόγονο του Αβραάμ, άνθρωπο. Ο Μεσσίας δηλαδή και Σωτήρ του κόσμου από την Παλαιά Διαθήκη προβλεπόταν να είνε άνθρωπος. «Όθεν ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι». Γι’ αυτό, για να εκπληρωθή δηλαδή ο προφητικός λόγος της Παλαιάς Διαθήκης για τον Μεσσία ως άνθρωπο, ο Θεός έπρεπε σε όλα να γίνη όμοιος με εκείνους, τους οποίους προφητικώς στο Ψαλμ. κα΄ 23 ωνόμασεν «αδελφούς», να γίνη τέλειος άνθρωπος, όπως είνε και τέλειος Θεός. Ο Χριστός, επαναλαμβάνουμε, μας έχει αδελφούς ως άνθρωπος, ως συνάνθρωπός μας. Προηγουμένως ο απόστολος είπε για το Χριστό, ότι προσέλαβε σάρκα και οστά, σώμα, για να υποστή θάνατο και δια του θανάτου να καταργήση τον Διάβολο, που έχει τη δύναμι να θανατώνη, δια της αμαρτίας, τους ανθρώπους. Και τώρα ο απόστολος το σκοπό της θείας ενανθρωπήσεως εκφράζει και αλλιώς: Ο Θεός έπρεπε να γίνη άνθρωπος, «ίνα ελεήμων γένηται και πιστός αρχιερεύς τα προς τον Θεόν εις το ιλάσκεσθαι τας αμαρτίας του λαού». Ο Θεός έγινεν άνθρωπος, για να γίνη ως άνθρωπος αρχιερεύς. Και τί αρχιερεύς; «Ελεήμων και πιστός». Τα δύο εδώ επίθετα θεωρούμε συνώνυμα, κατά την προσφιλή στον Εβραϊκό λόγο συνήθεια της χρήσεως συνωνύμων προς έμφασι. Το «ελεήμων» μεταφράζουμε «σπλαγχνικός». Και το «πιστός» μεταφράζουμε «φιλάνθρωπος». Στο Παροιμ. ιε΄ 27, «Ελεημοσύναις και πίστεσιν αποκαθαίρονται αμαρτίαι», το ουσιαστικό «πίστις», συνώνυμον του «ελεημοσύνη», σημαίνει «φιλανθρωπία». Αυτή δε τη σημασία το αυτό ουσιαστικό έχει και στο Ματθ. κγ΄ 23. Στα δε χωρία Α΄ Κορ. ι΄ 13, Α΄ Πέτρ. δ΄ 19, Α΄ Ιωάν. α΄ 9 το αντίστοιχο επίθετο «πιστός» σημαίνει «σπλαγχνικός, φιλάνθρωπος». Ο αρχιερεύς Χριστός είνε «ελεήμων και πιστός τα προς τον Θεόν εις το ιλάσκεσθαι τας αμαρτίας του λαού». Είνε σπλαγχνικός και φιλάνθρωπος στα αρχιερατικά καθήκοντά του προς το Θεό. Έχοντας ευσπλαγχνία και φιλανθρωπία ο αρχιερεύς Χριστός ζητεί από το Θεό και επιτυγχάνει την εξιλέωσι των αμαρτιών μας δυνάμει του πάθους του, της σταυρικής θυσίας του. Εξ αιτίας δηλαδή του πάθους, που υπέστη ο ίδιος «δοκιμασθείς», περνώντας από τη φοβερή δοκιμασία της σταυρώσεως, δύναται να βοηθήση αυτούς, οι οποίοι δοκιμάζονται, να τους βοηθήση προς σωτηρίαν (Βλέπε και Α΄ Ιωάν. β΄ 1-2, όπου το «δίκαιος» σημαίνει «σπλαγχνικός», όπως στο Ματθ. α΄ 19).
Συνοψίζουμε: Ο Θεός έγινεν άνθρωπος, όπως προφητευόταν στην Παλαιά Διαθήκη, κυρίως για να γίνη σπλαγχνικός και φιλάνθρωπος αρχιερεύς και να προσφέρη θυσία τον εαυτό του για την άφεσι των αμαρτιών μας και τη σωτηρία μας.
Οι αρχιερείς, οι εκπρόσωποι της αρχιερωσύνης του μεγάλου αρχιερέως Χριστού, ας σκέπτωνται κατά πόσον ομοιάζουν με το Χριστό. Προπάντων ας σκέπτωνται κατά πόσον κάνουν θυσίες για το λαό του Θεού.
Aπο το περιοδικο ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ Δεκεμβριου 2010κ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου