Νεομάρτυς Φιλούμενος ὁ Κύπριος
31ἔτη ἀπὸ τὸ μαρτύριόν του (1979-2009)
H AΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΙ ΤΟΥ Η των Ιεροσολύμων Αγία του Χριστού Εκκλησία, τεθεμελιωμένη επί του θεορρύτου αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του κενωθέντος επί του Φρικτού Γολγοθά υπέρ αφέσεως των αμαρτιών και σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, εκαρποφόρησεν εις τους κόλπους αυτής μάρτυρας, οι οποίοι το αίμα αυτών εξέχεαν ως προσφοράν και αντίδοσιν ευγνωμοσύνης και αγάπης τω εκουσίως υπέρ αυτών Σταυρωθέντι και εκ νεκρών Αναστάντι.
Πρώτος των μαρτύρων τούτων τυγχάνει ο πρωτομάρτυς και αρχιδιάκονος Στέφανος, όστις, κατά μίμησιν του Σωτήρος αυτού, ετελειώθη, προσευχόμενος υπέρ των λιθοβολούντων αυτόν (Πραξ. 7, 60).
Τούτον ηκολούθησεν ο άγιος Ιάκωβος, υιός Ζεβεδαίου και αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, τον οποίον «Ηρώδης ο βασιλεύς ανείλε μαχαίρη». (Πραξ. 12, 1-2).
Μετ' αυτόν ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, πρώτος ιεράρχης της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, εκρημνίσθη υπό των αρνουμένων τον Κύριον από του πτερυγίου του ναού του Σολομώντος και ετελειώθη, προσευχόμενος υπέρ των διωκτών αυτού.
Επί τα ίχνη τούτου επορεύθη ο συγγενής αυτού και διάδοχος εις τον Θρόνον, Συμεών επίσκοπος Ιεροσολύμων, ο επί Τραϊανού εις Πέλλαν της Υπεριορδανίας καταβασανισθείς και σταυρωθείς εις ηλικίαν των εκατόν και είκοσιν ετών.
Η αποστολική περίοδος της Εκκλησίας Ιεροσολύμων σεμνύνεται δια τους τέσσαρας τούτους λαμπρούς νοερούς αδάμαντας αυτής, ουχ ήττον όμως και η μεταποστολική τοιαύτη επί του απηνούς διωγμού του Διοκλητιανού σεμνύνεται δια τον Ιεροσολυμίτην αποκεφαλισθέντα μάρτυρα Προκόπιον, τους εν Γάζη μαρτυρήσαντας Τιμόθεον, Αγάπιον και Θέκλαν, τον ιδρυτήν της εν Καισαρεία Βιβλιοθήκης αποκεφαλισθέντα μάρτυρα Πάμφιλον, τους εν Ασκάλωνι αποκεφαλισθέντας Πρόμον και Ηλίαν, τον εν Ιαμνεία Παύλον και άλλους αληθώς και θαυμαστώς πολλούς, ανηλεώς βασανισθέντας και μαρτυρικώς τελειωθέντας εις πάσας σχεδόν τας πόλεις της Αγίας Γης, περί «ων επιλείψει ημάς ο χρόνος διηγουμένους». ( Εβρ. 11, 33).
Εις την σεπτήν χορείαν των μαρτύρων τούτων των πρώτων αιώνων της ζωής της Εκκλησίας, οίτινες ηρνήσαντο απαρνήσασθαι Χριστόν, ανήκουν και όσοι εις τους ακολουθήσαντας αιώνας δια Χριστόν και την αλήθειαν και ακεραιότητα της Ορθοδόξου ημών πίστεως κατεδιώχθησαν, οίον ο εις Περσίαν μετά του τιμίου Σταυρού απαχθείς αοίδιμος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ζαχαρίας και οι εν τη Μονή του αγίου Σάββα του ηγιασμένου υπό των Περσών αναιρεθέντες Πατέρες.
Εις το ιερόν σύνταγμα τούτων τάσσονται και όσοι εκ του Τάγματος των Σπουδαίων μοναχών ηγωνίσθησαν και την ψυχήν αυτών έθεσαν υπέρ των Παναγίων Προσκυνημάτων, των απτών τούτων μαρτυρίων και τεκμηρίων της επί γης ενδημίας του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, οίον ο περιβόητος επ' αρετή και αγιότητι Πατριάρχης Ιεροσολύμων Λεόντιος.
Εις τούτων τυγχάνει και ο εν τοις καθ' ημάς χρόνοις βιώσας, αείμνηστος Αγιοταφίτης Αρχιμανδρίτης Φιλούμενος, καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Φρέατος του Ιακώβ.
Ούτος εξ Ορούντος της αγιοτόκου νήσου Κύπρου καταγόμενος, αφίχθη εις Ιεροσόλυμα εις νεαράν ηλικίαν, έχων εν εαυτώ την παρά των ευσεβών και πολυτέκνων γονέων αυτού παιδείαν και νουθεσίαν Κυρίου και την εν τη ιερά Μονή Σταυροβουνίου μοναχικήν δοκιμήν.
Φοιτών εις την Πατριαρχικήν Σχολήν, διεκρίνετο επί επαινετή επιμελεία και χρηστοίς ήθεσι. Αποφοιτήσας αυτής, ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα, εντασσόμενος εις το μοναστικόν Τάγμα των Σπουδαίων μοναχών, φυλάκων του Παναγίου και Ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ως μοναχός εζήλου τους τρόπους των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, ήτοι ακρίβειαν εν ταις καθ' ημέραν κατ' ιδίαν προσευχαίς και εν τη Εκκλησία ακολουθίαις, άκραν εγκράτειαν, νηστείαν και λιτότητα.
Κληθείς εις το αξίωμα της ιερωσύνης υπό της Μητρός των Εκκλησιών και δεχθείς αυτό, κατέδειξεν εαυτόν πιστόν οικονόμον των μυστηρίων του Χριστού εις τας ανατεθείσας αυτώ ποικίλας προσκυνηματικάς και ποιμαντικάς διακονίας, ως αυτής του ηγουμένου της ιεράς Μονής των Αγίων Αποστόλων εν Τιβεριάδι, ηγουμένου της ιεράς Μονής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ εν Ιόππη, ηγουμένου της εν Ιεροσολύμοις ιεράς Μονής των Αρχαγγέλων, Διευθυντού του Οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής, ηγουμένου της ιεράς Μονής του αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου και του Προφήτου Ηλιού, Τυπικάρη εν τω μοναστηριακώ ναώ των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ηγουμένου της εν Ραμάλλα ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και εν τέλει ηγουμένου της ιεράς Μονής του Φρέατος του Ιακώβ εν Νεαπόλει τής Σαμαρείας.
Την διακονίαν ταύτην της «πηγής του Ιακώβ» (Ιω. 4, 6) «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιω. 4, 23) επετέλει, στοιχών τη παρ' αυτή υπό του Κυρίου ρηθείση εντολή «πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». (Ιω. 4, 24). Απειλούμενος υπό κατά καιρούς εμφανιζομένου αλλοδόξου πεφανατισμένου επισκέπτου, ίνα εγκαταλείψη το προσκύνημα, μηδόλως υπέκυπτε.
Εις το παρεκκλήσιον του Φρέατος ευρισκόμενος και την ειθισμένην αυτώ εσπερινήν ακολουθίαν επιτελών, το εσπέρας της 16ης/29ης Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 1979, εδέχθη ύπουλον και βιαίαν επίθεσιν, φθόνω του μισοκάλου δαίμονος, υπό του απειλούντος αυτόν ανοσίου ανδρός, όστις δια πελέκεως ήνοιξε βαθείαν σχισμήν εις το μέτωπον αυτού, απέκοψεν αυτώ τους δακτύλους της δεξιάς χειρός, δραπετεύων δε εξεσφενδόνισε χειροβομβίδα και απετελείωσεν αυτόν.
Τα θραύσματα της χειροβομβίδος άφησαν ξύσματα και αι σταγόνες του αίματος αυτού άφησαν τα ίχνη και τα στίγματα αυτών ορατά άχρι της σήμερον επί των τοίχων του παρεκκλησίου του Φρέατος εις μνημόσυνον αιώνιον του μαρτυρίου αυτού, επιστέψαντος την οσιακήν ζωήν αυτού.
Ως η ζωή αυτού ούτω και ο θάνατος αυτού ήτο μία ομολογία πίστεως, ομολογία αίματος, εις τον τόπον επί του οποίου ο Κύριος εις την Σαμαρείτιδα, λέγουσαν «οίδα ότι έρχεται Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός» (Ιω. 4, 25), απεκάλυψεν Εαυτόν απεριφράστως, λέγων αυτή «εγώ ειμι, ο λαλών σοι» (Ιω. 4, 26).
Δια του μαρτυρίου αυτού ούτος εγένετο συμμάρτυς Φωτεινής της Σαμαρείτιδος και των υιών και των αδελφών αυτής, διο και νοτίως του επ' ονόματι αυτής κεντρικού ναού τούτου επαξίως αφιερώθη αυτώ παρεκκλήσιον επ ὀνόματι αυτού, εν ω και το σεπτόν αυτού λείψανον μετακομισθέν επαναπαύεται ως πηγή δυνάμεως και ιάσεων τοις εν πίστει και ευλαβεία τιμώσιν αυτό.
Εγένετο δε συμμάρτυς και του εκ της πόλεως της Νεαπόλεως καταγομένου αγίου Ιουστίνου, του φιλοσόφου και μάρτυρος, προς τιμήν του οποίου το έτερον βόρειον παρεκκλήσιον.
Τούτον μετά την μαρτυρικήν τελευτήν αυτού και δια σημείων μαρτυρηθέντα τοις ανθρώποις υπό του Θεού και εις τας συνειδήσεις πολλών εκ των τιμίων μελών τής Εκκλησίας καθιερωθέντα ήδη ως ιερομάρτυρα, συγκατατάσσομεν επισήμως σήμερον μετά συμπλήρωσιν τριακονταετίας από της ημέρας του μαρτυρίου αυτού, συνωδά τη αποφάσει της Συνεδρίας Ν' / 11-9-2009 της περί Ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, εις τας δέλτους του συναξαρίου αυτής, ίνα εορτάζηται ως νέος ιερομάρτυς εν τη ημέρα του μαρτυρίου αυτού, 16η/29η Νοεμβρίου εκάστου έτους, προς όφελος ψυχών και δόξαν του εν Τριάδι αγίου Θεού ημών.
Το ιερόν εκκλησιαστικόν γεγονός τούτο κοινοποιούμεν σήμερον παντί τω πληρώματι της Σιωνίτιδος Εκκλησίας και ταις κατά τόπους αδελφαίς Ορθοδόξοις Εκκλησίαις, προς εορτασμόν αιώνιον εφεξής της μνήμης του νέου ιερομάρτυρος Φιλουμένου, ου ταις πρεσβείαις εύροιμεν χάριν και έλεος, ίνα εν ενί στόματι και μια καρδία αναπέμπομεν δόξαν και αίνον τω ενδοξαζομένω εν τοις αγίοις Αυτού Τριαδικώ Θεώ ημών.
Εν τη Αγία Πόλει Ιερουσαλήμ, ‚ϐθʹ Σεπτεμβρίου ια' ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ' Πατριάρχης Ιεροσολύμων
Ο Μητροπoλίτης Καισαρείας κ. Βασίλειος Ο Μητροπολίτης Πτολεμαΐδος κ. Παλλάδιος Ο Μητροπολίτης Καπιτωλιάδος κ. Ησύχιος Ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως κ. Χριστόδουλος, Γέρων Δραγουμάνος Ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας κ. Βενέδικτος Ο Αρχιεπίσκοπος Αβήλων κ. Δωρόθεος Ο Αρχιεπίσκοπος Θαβωρίου Μεθόδιος Ο Αρχιμανδρίτης Κελαδίων, Γέρων Καμαράσης Ο Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος Ο Αρχιμανδρίτης Θεοδώρητος Ο Αρχιμανδρίτης Ιλαρίων Ο Αρχιμανδρίτης Τιμόθεος Ο Αρχιμανδρίτης Ευδόκιμος Ο Αρχιμανδρίτης Δημήτριος, Γραμματεύς της Αγίας και Ιεράς Συνόδου Ο Αρχιμανδρίτης Γαλακτίων Ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχος, Γέρων ΑρχιγραμματεύςΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΥ |
|
| |
«Ἀεὶ γὰρ ἦσαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ τούτων ἀνάσσοντες ὑβρισταὶ καὶ παράνομοι,
φονευταὶ καὶ ἀσύνετοι καὶ νόμου παραβαίνοντες»
(Ἁγίου Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ)
Οἱ παράνομοι καὶ φονευταὶ Ἰουδαῖοι δὲν ἔπαυσαν ποτὲ διὰ μέσου τῶν αἰώνων νὰ φονεύουν, ἀπὸ δαιμονικὸν ζῆλον, τοὺς πιστοὺς ΕΚΕΙΝΟΥ ποὺ ἐσταύρωσαν. Τὸ θεοστυγὲς ἱερατεῖον των ὄχι μόνον δὲν ἀποδοκιμάζει ἀλλὰ ἐνθαρρύνει «ἱεροὺς φόνους».
Ἡ μαρτυρικὴ μεγαλόνησος Κύπρος ἐγνώρισεν τὴν Ἰουδαϊκὴν κακίαν εἰς ὅλον της τὸ μέγεθος.
Πρῶτος Κύπριος ποὺ ἐπλήρωσεν μὲ αἷμα μαρτυρίου τὴν ἀγάπην του πρὸς τὸν Κύριόν μας ἦτο ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἀπόστολος Βαρνάβας, τὸν ὁποῖον οἱ φθονεροὶ Ἰουδαῖοι, ἐνθαρρυνόμενοι καὶ ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων τῆς Συρίας, μὴ ἀνεχόμενοι τὴν ἀποστολικὴν του δρᾶσιν ἐφόνευσαν, σύροντάς τον πρῶτον διὰ σχοινίου προσδεδεμένου εἰς τὸν τράχηλόν του ἔξω τῆς πόλεως τῆς Σαλαμῖνος. Ἀκολούθως ἀνάψαντες πῦρ ἔκαυσαν τὸ τίμιον σῶμα του.
Φαίνεται, ὅμως, ὅτι ἡ θυσία τοῦ μεγάλου, κατὰ τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, Βαρνάβα δὲν ἐκόρεσε τὸ μένος τῶν θεοκτόνων Ἰουδαίων κατὰ τῆς Χριστιανικῆς πλέον Κύπρου. Οὕτως τὸν χειμῶνα τοῦ 115-116 μ.Χ. οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Κύπρου ἐπανεστάτησαν, σύμφωνα μὲ τὸν Ρωμαῖον ἱστορικὸν Δίωνα Κάσσιον, καὶ ἔσφαξαν 240.000 (ΔΙΑΚΟΣΙΑΣ ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΙΛΙΑΔΑΣ) Κυπρίους. Ἡ δὲ πόλις τῆς Σαλαμῖνος κατεστράφη ὁλοσχερῶς. Πρόκειται δηλαδὴ περὶ τοῦ πρώτου ὁλοκαυτώματος εἰς τὴν Εὐρώπην. Οἱ σατανολάτραι Ἰουδαῖοι προηγήθησαν κατὰ 1724 ἔτη τοῦ δαιμονολάτρου Χίτλερ σφάζοντες παραλόγως διακοσίας σαράντα χιλιάδας Κυπρίους, ἄνδρας, γυναῖκας καὶ παιδιά. ΚΑΝΕΙΣ δὲν ὁμιλεῖ σήμερον διὰ τὸ ΚΥΠΡΙΑΚΟΝ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ. Ἀλλὰ τὸ μῖσος τῶν ὑβριστῶν καὶ ἀσυνέτων Ἰουδαίων συνεχίζεται καὶ ἀργότερον. Ἡ Ἑβραϊκὴ ἐγκυκλοπαίδεια ἀναφέρει ὅτι τὸ 610 μ.Χ. οἱ Ἑβραῖοι τῆς Τύρου προσεπάθησαν νὰ πείσουν τοὺς ὁμοφύλους των τῆς Κύπρου νὰ ἐπαναστατήσουν κατὰ τῶν Ἑλλήνων τῆς μεγαλονήσου. Εὐτυχῶς ἀπέτυχον καὶ οὕτως ἀπεφεύχθη ἀκόμη ἕνα ὁλοκαύτωμα.
Ἐν συνεχείᾳ, τὸ 1878, ὁ Ἑβραῖος Πρωθυπουργὸς τῆς Μεγάλης Βρετανὶας Ντισρέϊλι ἐνοικιάζει τὴν Κύπρον ἀπὸ τὴν Τουρκίαν σκοπεύων μελλοντικῶς νὰ τὴν καταστὴσῃ ὁρμητήριον διὰ τὴν ἵδρυσιν τοῦ σημερινοῦ γκαγκστερικοῦ μορφώματος τοῦ Ἰσραήλ.
Φαίνεται ὅμως ὅτι τὸ Ἑβραϊκὸν ὁλοκαύτωμα τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δὲν ἐσυνέτησε τοὺς θεοστυγεῖς καὶ θεοκτόνους Ἰουδαίους. Οὕτως τὴν 16ην Νοεμβρίου 1979, ἐνῶ ὁ μακαριστὸς γέροντας π. Φιλούμενος ἐτελοῦσε τὸν ἑσπερινὸν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ, φανατικοὶ Ἑβραῖοι εἰσέβαλον εἰς τὸν ναὸν τοῦ φρέατος τοῦ Ἰακὼβ καὶ τὸν ἐδολοφόνησαν ἐν ψυχρῷ. Ἡ τότε κυβέρνησις τοῦ ἀρχιτρομοκράτου Μπεγκίν οὐδὲν ἔπραξεν διὰ τὴν τιμωρίαν τῶν ἐνόχων, ἀλλὰ καὶ ΟΥΔΕΙΣ ραββῖνος κατεδίκασε τὸ ἀποτρόπαιον τοῦτο ἔγκλημα.
Ὅλο ὅμως τὸ ΜΙΣΟΣ τῶν πιστῶν τῆς συναγωγῆς τοῦ Σατανᾶ, κατὰ τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Θεολόγον, ἐφάνη τὸν Ἰούλιον τοῦ 1974, ὅταν ὁ Ἑβραῖος ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν τῶν Η.Π.Α. Κίσσιντζερ ἤναψε τὸ πράσινον φῶς εἰς τοὺς βαρβάρους Τούρκους νὰ καταλάβουν τὴν Κύπρον καὶ νὰ βεβηλώσουν τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια της. Σήμερον λειτουργεῖ εἰς τὴν πόλιν τοῦ ἱερομάρτυρος Θεοδότου, τὴν Κερύνειαν, ἑβραϊκὴ συναγωγὴ τῆς ὁποίας ὁ ῥαββῖνος συναγελάζεται μετὰ τοῦ παρανόμου κατοχικοῦ ἡγέτου Ταλάτ, πρώην μέλους τῆς τρομοκρατικῆς ὀργανώσεως τοῦ ἀρχιτρομοκράτου Ντεκτάς.
Μετὰ τὴν σύντομον αὐτὴν ἱστορικὴν ἀναφορὰν εἰς τὴν ὁποίαν ἐπαρουσιάσθηκαν στοιχεῖα διὰ τὰς ἐνεργείας καὶ πράξεις τῶν Ἰουδαίων εἰς βάρος τῶν Κυπρίων διὰ μέσου τῶν αἰώνων, θὰ προσπαθήσωμεν, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Φιλουμένου, νὰ παρουσιάσωμεν διάφορα περιστατικὰ ἀπὸ τὴν ζωήν του.
Διὰ πρώτην φορὰν ὁ γράφων, συνήντησε τὸν π. Φιλούμενον τὸ 1978, ἕνα ἔτος πρὸ τοῦ μαρτυρίου του, εἰς τὴν μονὴν τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ὅπου ὁ ἡγούμενος μακαριστὸς γέροντας π. Σωφρόνιος τοῦ εἶπε: «Ἔλα νὰ σοῦ γνωρίσω ἕναν συμπατριώτην μας». Ἀφοῦ μᾶς προσέφερε καφὲ μετεβίβασα εἰς τὸν π. Φιλούμενον τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς ἀδελφῆς του κ. Σοφίας Κακουλλῆ, ἡ ὁποία ἐζοῦσε τότε εἰς τὸ Λονδῖνον, ἐργαζομένη ἀφιλοκερδῶς εἰς τὸ βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἀδελφότητος «Μέγας Ἀθανάσιος». Ἀφοῦ συνωμιλήσαμε ἀρκετὰ, καὶ προτοῦ ἀποχωρισθοῦμε, μοῦ εἶπε ὅτι πρὶν λίγες ἡμέρες εἶχεν ἐπισκεφθεῖ ἕναν Ἄραβα Ὀρθόδοξον εἰς νοσοκομεῖον. Ἀφοῦ τὸν εἶδεν, φεύγοντας ἔτρεξεν πίσω του μία μουσουλμάνα καὶ τοῦ εἶπε «Ἀμποῦνα (π.), ἔλα διάβασε καὶ στὸ παιδί μου». Ἐκείνη τὴν ὥραν, μᾶς εἶπε, τὰ ἔχασε. Ἀλλὰ ἄνοιξε τὸ εὐχολόγιον καὶ ἐδιάβασε μίαν εὐχὴν εἰς τὸ ἄρρωστον παιδί: «Δὲν πρόλαβα νὰ φύγω καὶ ἡ μουσουλμάνα ἔτρεξε νὰ μὲ εὐχαριστήσῃ διότι τὸ παιδί της ἐθεραπεύθη». Καὶ διὰ νὰ προλάβῃ τυχὸν ἐπαίνους καὶ θαυμασμὸν ἐσυμπλήρωσεν: «Μη νομίζης ὅτι ἔκαμα θαῦμα, ἁπλῶς ἡ μάνα εἶχε πίστιν, καὶ ἡ εὐχή συνέβαλεν εὶς τὸ νὰ γίνῃ τὸ παιδί της καλά». Αὐτὸς ἦτο ὁ π. Φιλούμενος, θαυματουργοῦσε καὶ ἐν ζωῇ.
Ὅσοι ἔχουν γράψει περὶ τοῦ π. Φιλουμένου, ἀγνοοῦν ἤ παραλείπουν, ὄχι, ὡς θέλωμεν νὰ πιστεύωμεν, ἐσκεμμένως μίαν σημαντικὴν πλευρὰν τῆς προσωπικότητός του. Ὁ π. Φιλούμενος ἦτο πάνω ἀπ’ ὅλα ἕνας ὁμολογητής καὶ ἤλεγχεν αὐστηρῶς τὰ κακῶς κείμενα εἰς τὸ Πατριαρχεῖον τῶν Ἱεροσολύμων.
Ὅπως μᾶς ἔλεγεν ἡ μ. ἀδελφή του Σοφία, ὅταν κάποιοι πρότειναν εἰς τὸν Πατριάρχην Βενέδικτον νὰ χειροτονήσῃ ἐπίσκοπον τὸν δίδυμον ἀδελφόν τοῦ ἱερομάρτυρος, π. Ἐλπίδιον, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τότε εἰς τὰς Ἀθήνας, τοὺς ἀπήντησε ἐκνευρισμένος: «Ἔχομε τὸν ἀδελφόν του ἐδῶ ποὺ μᾶς ἐλέγχει, νὰ φέρωμε καὶ τὸν ἄλλο;». Δὲν ἐδίσταζεν ὁ π. Φιλούμενος νὰ παρουσιάζεται εἰς τὸν Πατριάρχην καὶ νὰ τοῦ ζητεῖ νὰ τιμωρήσῃ σκανδαλοποιοὺς ἱερωμένους. Ἀλλὰ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνεχθῇ παπικὸν νὰ εἰσέλθῃ εἰς ναόν.
Ὁ π. Φιλούμενος ἦτο ζηλωτὴς μὲ τὴν πραγματικὴν ἔννοιαν τῆς λέξεως, δι’ αὐτὸν τὸν λόγον ὅταν ὁ ἀδελφὸς του π. Ἐλπίδιος, εὑρισκόμενος εἰς Ἱεροσόλυμα διὰ προσκύνημα, ἐσηκώθη νὰ εὐλογήσῃ τὴν τράπεζαν, τότε ὁ ταπεινὸς π. Φιλούμενος τοῦ εἶπεν: «Ἀδελφὲ θὰ εὐλογήσω ἐγώ, ἐσὺ λειτουργεῖς μὲ τὸ ν. ἡμερολόγιον». Ὁ δὲ π. Σωφρόνιος εἶπεν ὅτι εἰς μίαν πανήγυριν τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος ὁ π. Φιλούμενος ἠρνήθη νὰ συλλειτουργήσῃ μὲ ν. ἡμερολογίτην ἱερέα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ποτὲ δὲν θὰ ἠνήχετο ὡς ἁγιοσαββίτης πατήρ, τὸν π. Θεόδωρον Ζήση νὰ λειτουργήσῃ εἰς τὴν Λαύραν τοῦ ἁγίου Σάββα, ὡς ἐσυνέβη πρὸ ἐτῶν καὶ ἴσως δι’ αὐτὸν τὸν λόγον ὁ πατριάρχης Είρηναῖος (ποὺ ἔδωσε τὴν ἄδειαν) ἔχασε τὸν θρόνον του.
Ἡ ταπεινότης καὶ ἡ εὐλάβεια τοῦ π. Φιλουμένου ἦτο παροιμιώδης. Ὅταν κάποτε ἐπρόκειτο νὰ ὑποβληθῇ εἰς μίαν ἐγχείρισιν ἐπῆγεν εἰς τὸν π. Σωφρόνιον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐξωμολογεῖτο καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔλα πάτερ μου νὰ μὲ ἐξομολογήσῃς , διότι αὔριο μπαίνω στὸ νοσοκομεῖο γιὰ ἐγχείριση».
Μᾶς ἔλεγε ἡ μ. ἀδελφή του Σοφία ὅτι ὁ π. Φιλούμενος δὲν εἶχε καθόλου χρήματα. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον ὁ μακαριστὸς πατριάρχης Διόδωρος τὸν ἀποκαλοῦσε «Πτωχοπρόδρομον».
Τὴν 26ην Δεκεμβρίου 1985 εὑρισκόμενος εἰς Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν τράπεζαν, ὁ μακαριστός, πατριάρχης Διόδωρος μοῦ εἶπεν: «Ἔλα εἰς τὴν κηδείαν τοῦ ἀρχιεπισκόπου Πέλλης Κλαυδίου, διότι μετὰ θὰ κάμωμεν καὶ τὴν ἐκταφὴν τοῦ π. Φιλουμένου». Πράγματι, μετὰ τὴν κηδείαν ἤνοιξαν τὸ μνῆμα τοῦ π. Φιλουμένου καὶ ὅλοι ἀντικρύσαμε τὸ ἄφθαρτον μαρτυρικὸν σῶμα τοῦ νεομάρτυρος (σχετικὰς φωτογραφίας ποὺ ἐβγάλαμεν τότε μπορεῖτε νὰ βρεῖτε εἰς τὴν ἰστοσελίδα μας: www.markoseugenikos.gr). Ἀμέσως μετὰ ἐρώτησα τὸν μακαριστὸν πατριάρχην, ἐὰν εἶχε σκοπὸν ἡ Σιωνίτιδα Ἐκκλησία νὰ ἁγιοποιήσῃ τὸν π. Φιλούμενον. Ἡ ἀπάντησίς του ἦτο σαφὴς: «Ὁ π. Φιλούμενος εἶναι μάρτυρας καὶ δὲν χρειάζεται ἁγιοποίηση».
Ὁ λίαν σεβαστὸς γέρων π. Σωφρόνιος μᾶς ἔδωσεν τότε ἕνα τεμάχιον λειψάνου τοῦ π. Φιλουμένου τὸ ὁποῖον φυλάσσομεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ εἰς τὴν Μεθώνην Πιερίας. Τὴν 5ην Δεκεμβρίου 2002, ὁ ἱερέας τῆς Ἀγαθουπόλεως μᾶς ἐζήτησε νὰ τοῦ τὸ δώσωμε διὰ νὰ τὸ ἐκθέσῃ εἰς προσκύνησιν εἰς τὸν ἑορτάζοντα ναόν τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Μετὰ ἀπὸ δύο ἑβδομὰδας τοῦ ἐζήτησα τὸ τίμιον λεὶψανον τοῦ π. Φιλουμένου διότι θὰ ἐπήγαινα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπιθυμοῦσα νὰ τὰ πάρω μαζί μου. Πράγματι τὸ παρέλαβα τὸ Σὰββατον... Τὴν Κυριακήν τὸ πρωΐ τὸ εἶχα εἰς τὸ σπίτι μου εἰς τὴν Θεσσαλονίκην ὅταν, ξαφνικά, διεπίστωσα ὅτι ἀνεδύετο θεῖα εὐωδία. Ἐφώναξα ἀμέσως τὴν ἰατρὸν σύζυγόν μου καὶ τὴν ἐρώτησα ἐὰν αισθανόταν καὶ ἡ ἴδια τὴν εὐωδίαν ἡ ὁποία ἔβγαινε ἀπὸ τὸ τεμάχιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου καὶ τὸ ἐπεβεβαίωσε. Ἀκολούθως ἔτρεξα εἰς τὸν ἐνοριακόν μου ναὸν τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης ὅπου τόσο ὁ ἱερὲας ὅσο καὶ ὁ νεωκόρος καὶ ἔνας ἀκόμη φίλος ἱατρὸς παρέστησαν μάρτυρες αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Ἐν συνεχείᾳ ἐταξίδευσα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἡ εὐωδία συνώδευσε τὸ ἱερὸν λείψανον μέχρις ὅτου ἐπέστρεψα πίσω εἰς τήν Θεσσαλονίκην.
«Θαυμαστὸς ὄντως ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».
Τιμὴ ἁγίου, σημαίνει καὶ μίμησιν τοῦ βίου αὐτοῦ. Πολλοὶ σήμερον «τιμοῦν» μὲ λόγους κυρίως τὸν νέον ἱερομάρτυρα Φιλούμενον, ἀλλὰ ποτὲ ὁ π. Φιλούμενος δὲν θὰ ἐδέχετο τοιαύτας τιμὰς π.χ. ἀπὸ τὸν κ. Θεόφιλον ὁ ὁποῖος ἐδέχθη τὸν ἀντίχριστον πάπαν τῆς Ρώμης ἐν τοῖς πατριαρχείοις τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ἐδώρησεν εἰς αὐτὸν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως. Οὔτε θὰ συνεφώνη μὲ τὸν κ. Θεόφιλον εἰς συμπροσευχὰς μὲ τὴν πανσπερμίαν τῶν αἱρετικῶν. Ἀσφαλῶς ἐπίσης θὰ διεφώνῃ σφοδρῶς μὲ τὰς συμπροσευχὰς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου μὲ τὸν ἀρχιαιρεσιάρχην τῆς Ρώμης, τὸν ὁποῖον ὁ ἄθεος πρόεδρος τῆς Κύπρου προσεκάλεσεν εἰς τὴν πάλαι ποτὲ νῆσον τῶν ἁγίων. Ἡ δῆθεν τιμὴ ποὺ τοῦ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς Μητροπολίτας Μόρφου καὶ Λεμεσοῦ, οἱ ὁποῖοι συμπορεύονται μὲ τὸν οὐνίτην ἀρχιεπίσκοπόν τους καὶ θὰ ὑποδεχθοῦν (;) τὸν ἄρχοντα τοῦ Βατικανοῦ τὸν Ἰούνιον τοῦ 2010 εἰς τὴν Κύπρον εἶναι βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ π. Φιλουμένου. Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε εἰς τοὺς Βατοπαιδινοὺς διὰ νὰ μὴ στενοχωρήσωμεν τὸν π. Φιλούμενον.
Ὁ ἱερομάρτυς Φιλούμενος δὲν ἔχει ἀνάγκη τοιούτων τιμῶν. Ἐνεφανίσθη ἐνώπιον τοῦ ἐπουρανίου θυσιαστηρίου φέρων πιστῶς τὴν ὁμολογίαν του. Ὅσοι δὲ Κύπριοι δὲν διαμαρτυρηθοῦν δυναμικῶς διὰ τὴν σχεδιαζομένην ἐπίσκεψιν τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ γκαγκστερικοῦ κρὰτους τοῦ Βατικανοῦ εἰς τὴν Κύπρον δὲν δικαιοῦνται νὰ τιμοῦν τὸν π. Φιλούμενον. Ὁ ἅγιος βδελύσσεται αὐτοὺς ὅπως ὁ σήμερα ἑορτάζων μάρτυρας Πέτρος Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ἠρνήθη πρὸ τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ του νὰ συγχωρήσῃ τὸν Ἄρειον, ὅταν ὁ τελευταῖος ἔστειλε ἀπεσταλμένους του εἰς τὴν φυλακὴν παρακαλώντας τον νὰ τὸν συγχωρήσῃ. M.Π.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου