Τρίτη 15 Απριλίου 2025

Η αίτηση των Ελλήνων και ο Ιησούς (Ερμηνεία)


 


20 Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες(1) ἐκ τῶν ἀναβαινόντων(2) ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ.


Από όλα τα γεγονότα, τα οποία σημειώθηκαν από την ημέρα της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ μέχρι την παραμονή του Πάθους, ο Ιωάννης αναφέρει μόνη την απόπειρα κάποιων προσήλυτων Ελλήνων να μιλήσουν με τον Ιησού και τον λόγο τον οποίο με την ευκαιρία αυτή εκφώνησε, για τα οποία δεν μιλούν οι υπόλοιποι ευαγγελιστές. Ο Ιωάννης σημειώνει ιδιαίτερα το γεγονός αυτό όχι απλώς διότι αποσιωπήθηκε από τους συνοπτικούς, αλλά διότι έχει για αυτόν ξεχωριστή σοβαρότητα. Το γεγονός φαίνεται ότι έλαβε χώρα μετά τα εξιστορούμενα στα Ματθ. κα 12-κγ, Μάρκ. ια 12-ιβ 44, Λουκ. ιθ 45-κα 4, όπως φαίνεται και από το τέλος του σ. 36 («αυτά είπε ο Ιησούς και αφού έφυγε κρύφτηκε από αυτούς») δηλαδή κατά το απόγευμα της Τετάρτης. Κατά τη στιγμή αυτή επέρχεται η οριστική πλέον ρήξη του Ιησού με το λαό και το θεοκρατικό κέντρο, και στο επεισόδιο και στα λόγια αυτά διαβλέπει ο Ιωάννης το τέλος της δημόσιας δράσης του Κυρίου και το προανάκρουσμα του Πάθους του. Αποτελεί λοιπόν σταθμό στην αφήγησή του (g)

(1)  Προανάκρουσμα για το ότι η βασιλεία του Θεού επρόκειτο από τους Ιουδαίους να μεταβιβαστεί στα έθνη. Δεν είναι σαφές, εάν αυτοί είχαν κάνει περιτομή· πάντως όμως λάτρευαν τον ένα Θεό του Ισραήλ (b). Δεν πρόκειται για Ιουδαίους που μιλούσαν την ελληνική, αλλά για εθνικούς προσήλυτους, όπως ο ευνούχος της Κανδάκης (Πράξ. η 27), και για τους οποίους στο ιερό είχε καθοριστεί ιδιαίτερος τόπος, η αυλή των εθνών (Δες και Γ΄Βασ. η 41-43). Από την αυλή αυτή διώχτηκαν από τον Ιησού αυτοί που βεβήλωναν το ιερό. Εάν λοιπόν οι ξένοι αυτοί ήταν μάρτυρες του επεισοδίου αυτού, κατά το οποίο ελευθερώθηκε ο για χρήση τους καθορισμένος ιερός χώρος στο ναό, εξηγείται πλήρως η επιθυμία τους να έλθουν σε σχέση με τον Ιησού (β).

(2)  Με άρθρο για να δηλώσει τάξη προσώπων γνωστών και που συνήθως επισκέπτονταν τα Ιεροσόλυμα=Είναι η τάξη των προσηλύτων όχι μόνο από τους Έλληνες αλλά και από κάθε έθνος, οι οποίοι συνήθιζαν να έρχονται κατά την εορτή (g).

 

21 Οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας(1), καὶ ἠρώτων(2) αὐτὸν λέγοντες· κύριε(3), θέλομεν τὸν Ἰησοῦν(4) ἰδεῖν(5).


(1)  Ο απόστολος αυτός είχε ελληνικό όνομα και ίσως από αυτό ενθαρρύνθηκαν να πλησιάσουν αυτόν οι Έλληνες. Ίσως όμως οι Έλληνες αυτοί ήταν από αυτούς που κατοικούσαν στην γειτονική της Γαλιλαίας Δεκάπολη και «ως Γαλιλαίοι οι Έλληνες πλησίασαν το Φίλιππο επειδή και αυτός ήταν Γαλιλαίος» (Κ). Για αυτό και η προσθήκη του προσδιορισμού: «που ήταν από τη Βηθσαϊδά…».

(2)  Ο παρατατικός μπαίνει για να δηλώσει πράξη που άρχισε, η οποία θα συμπληρωνόταν με την αναμενόμενη απάντηση του Φιλίππου (g).

(3)  Υποδηλώνει το σεβασμό, τον οποίο αυτοί αισθάνονται για τον μαθητή τέτοιου δασκάλου (g).

(4)  Το άρθρο έχει μέσα του την έννοια της ανάδειξης (b). Λένε τον Ιησού και όχι το Χριστό. Δεν υποδηλώνεται κάπως, ότι φαντάζονταν ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός (β).

(5)  Έχει μέσα της η λέξη και την έννοια της κατ’ ιδίαν γνωριμίας. Να τον δουν απλώς ήταν εύκολο, εφόσον ο Ιησούς δίδασκε και κινούνταν στον περίβολο του ναού. Ούτε εξηγείται ο δισταγμός του Φιλίππου, που συνεννοείται με τον Ανδρέα για το αίτημα αυτό των Ελλήνων, εάν δεν επρόκειτο και για συνέντευξή τους με τον Ιησού (ο,β).

 

22 Ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει(1) τῷ Ἀνδρέᾳ(2), καὶ πάλιν Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ Ἰησοῦ(3)·


(1)  «Επειδή θυμήθηκε ο Φίλιππος ότι είπε σε αυτούς ο Κύριος: σε δρόμο εθνών μην πάτε και σε πόλη Σαμαρειτών μην μπείτε, για αυτό δειλιάζει» (Κ) και «έρχεται προς τον Ανδρέα, επειδή προηγούνταν από αυτόν, και το ανακοινώνει σε αυτόν» (Χ).

(2)  Συμπολίτης του Φιλίππου, συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των 4 μαθητών, οι οποίοι μπαίνουν πρώτοι στους καταλόγους των αποστόλων που παρατίθενται από τους ευαγγελιστές. Αλλά και «ο Φίλιππος μιλά στον Ανδρέα επειδή αυτός ήταν και θερμότερος και καταλληλότερος σε αυτά» (Κ). Για αυτό μπαίνει πρώτος έπειτα ο Ανδρέας («πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος») σαν αυτός που ανέλαβε την πρωτοβουλία.

«Ο Φίλιππος λέει στον Ανδρέα, επειδή προηγούνταν. Και εκείνος δεν αρπάζει την ερώτηση, ούτε δείχνει αυθεντία, αλλά παίρνοντας μαζί και τον Φίλιππο, έτσι παίρνει το θάρρος να κάνει την ερώτηση. Τέτοια ευταξία και αγάπη μεταξύ τους υπήρχε στον τρόπο της ζωής τους» (Θφ).

Οι διάκονοι του Χριστού οφείλουν να βοηθούν και να συντρέχουν ο ένας τον άλλον στο έργο της προσαγωγής ψυχών στο Χριστό και της σωτήριας οικοδομής τους. Είναι καλύτεροι οι δύο από τον ένα. Κληρικοί που τσακώνονται μεταξύ τους και ανταγωνίζονται μεταξύ τους και δημιουργούν διαιρέσεις στην ποίμνη του Χριστού, δεν μπορούν να αριθμηθούν στους ειλικρινείς και πραγματικούς διακόνους του.

(3)  Είναι αβέβαιο εάν ο Ιησούς έδωσε στους Έλληνες την συνέντευξη που ζήτησαν. Αλλά όταν σκεφτούμε πόσο προσιτός ήταν ο Κύριός μας σε όλους όσους τον πλησίαζαν με ειλικρίνεια, δεν μπορούμε να αμφιβάλουμε για το ότι πέτυχαν οι Έλληνες αυτήν την συνέντευξη (ο). Για αυτό στα λόγια του Κυρίου που στη συνέχεια παρατίθενται αναζητήθηκε από τους ερμηνευτές, μήπως κρύβεται κάποια προτροπή που απευθύνεται στους Έλληνες.

Εισηγήθηκε λοιπόν ο Lange, ότι τα λόγια στο σ. 25 («αυτός που αγαπά τη ζωή του…») αποτελούν κρίση του Χριστού για τα ελληνικά ιδανικά περί ζωής. Για τους Έλληνες το ιδεώδες της ανθρώπινης φύσης ήταν να πετύχει την πληρότητα της προσωπικής ζωής. Κάθε άνθρωπος θα όφειλε να αναπτύξει την προσωπικότητά του. Αυτό ζητά και ο Χριστιανισμός αλλά με τη θυσία, η οποία ήταν ξένη στην ελληνική φιλοσοφία. Με τα λόγια του λοιπόν αυτά πιθανώς κατέκρινε τα ελληνικά ιδανικά περί ζωής. Και τα λόγια στο σ. 32 («όλους θα τους ελκύσω στον εαυτό μου») αποτελούν καθολική υπόσχεση που περιλαμβάνει όχι μόνο τους Ιουδαίους αλλά και τους εθνικούς. Εναντίον όμως της παραπάνω εκδοχής αντιτίθεται η σκέψη, ότι εάν όντως τα λόγια στους σ. 23-28 απευθύνονταν ιδιαίτερα προς τους Έλληνες, τους οποίους τώρα για πρώτη φορά έβλεπε ο Ιησούς, θα παρουσιαζόταν σε αυτούς ακατανόητη η χρήση του ιουδαϊκού τίτλου «ο Υιός του ανθρώπου» (σ. 23). Ακόμη δυσκολότερο θα παρουσιαζόταν το να υποθέσουμε, ότι ο Ιησούς αποκάλυψε στους ξένους αυτούς την στο σ. 27 αγωνία της ψυχής του για τον επικείμενο θάνατο (β). Υπάρχει και η γραφή: και πάλιν έρχεται Ανδρέας και Φίλιππος και λέγουσι τω Ιησού.

 

23 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων(1)· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα(2) ἵνα(3) δοξασθῇ(4) ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(5).


(1)  Η αίτηση των Ελλήνων προκάλεσε βαθύτατη εντύπωση στον Ιησού διότι αφ’ ενός μεν διήγειρε σε αυτόν το συναίσθημα της σχέσης του με τον εθνικό κόσμο ο οποίος μέχρι τώρα είχε τεθεί σε δεύτερη μοίρα στη δράση του, αφ’ ετέρου υπενθύμισε σε αυτόν, ότι η ανάμεσα στα έθνη πνευματική του βασιλεία θα εγκαθιδρυόταν όταν ο Ιησούς έμπαινε σε νέα ένδοξη μορφή ύπαρξης, που προϋπέθετε το θάνατό του. Έτσι η οδός του Γολγοθά ανοίγει μπροστά στα μάτια του ως η μόνη που οδηγεί προς την εγκαθίδρυση της νέας τάξης πραγμάτων (g). «Επειδή οι προερχόμενοι από τα έθνη βιάζονται να τον δουν… για αυτό λέει «έχει έλθει η ώρα». Διότι ο καιρός του πάθους ήταν κοντά, αμέσως μετά τον οποίο ήταν η κλήση των εθνών» (Κ).

(2)  Τόσο στον Ιωάννη (ιγ 1,ιζ 1) όσο και στους συνοπτικούς (Μάρκ. ιδ 41,Ματθ. κστ 45) αναφέρεται στην ώρα αμέσως πριν την προδοσία (β). Η φράσει περικλείει σπερματικά ολόκληρο τον ακόλουθο λόγο, με τον οποίο αποκαλύπτεται η σπουδαιότητα της παρούσας ώρας και η κρισιμότητά της, τόσο για τον Ιησού (σ. 29-30), όσο και για τον κόσμο ολόκληρο (σ. 31-33), ειδικότερα όμως και για τον Ισραήλ (σ. 34-36)(g). Τρεις φορές η φράση «ἐλήλυθεν… ἵνα δοξασθῇ » χρησιμοποιείται στον Ιωάννη· εδώ, στο μυστικό δείπνο, όταν ο Ιούδας βγήκε (ιγ 31) και στην αρχιερατική προσευχή (ιζ 1). Και στις 3 αυτές περιπτώσεις χρησιμοποιείται σε στενό συνδυασμό με το θάνατό του (τ).

(3)  Το λεγόμενο εκβατικό ἵνα, το οποίο έχει πάντοτε τελική έννοια (σκοπού), διότι αναφέρεται στην βουλή του Θεού που προόρισε και προδιέταξε. Η ώρα ήλθε στον καιρό ακριβώς εκείνο, τον οποίο ο Θεός προόρισε, και ήλθε για τον σκοπό στον οποίο απέβλεπε ο Θεός και ο οποίος έπρεπε να εκπληρωθεί (β). Ήταν προκαθορισμένος ο χρόνος και η ώρα, κατά την οποία ο υιός του ανθρώπου θα δοξαζόταν, και η οποία τότε και μόνο ήλθε, όταν οι ημέρες της ταπείνωσής του συμπληρώθηκαν όλες, μέχρι και την τελευταία.

(4)  «Ήλθε ο καιρός να πεθάνω· διότι μετά το θάνατο και την ανάσταση επρόκειτο να δοξαστεί σε όλα τα έθνη» (Ζ). Το «να δοξαστεί» όπως και στο σ. 16 και στο ζ 39 αναφέρεται στην ουράνια ανύψωση του Ιησού με την ανάληψη (g).

«Βεβαιώνει την προσέγγιση της ώρας, κατά την οποία θα δοξαζόταν, και κατά την οποία μετά την τελείωση της δόξας αυτής στους ουρανούς, τα έθνη θα οδηγούνταν στην πίστη» (Αυ).

Η ένδοξη ανύψωση του Ιησού και η επιστροφή των εθνών είναι σύγχρονα (b). Η κλήση των εθνών στην εκκλησία του Χριστού μεγάλωσε πάρα πολύ τη δόξα του υιού του ανθρώπου. Διότι ο πολλαπλασιασμός των λυτρωμένων είναι δόξα και μεγαλείο του Λυτρωτή. Ο θάνατος, ως η επικείμενη και απαραίτητη προϋπόθεση της ανάληψης και θέωσης του Κυρίου κατά την ανθρώπινη φύση, παρουσιάζεται τώρα να προέχει και προβάλλεται με τη φράση «για να δοξαστεί»= «Είναι ο καιρός να έλθω στο σταυρό» (Χ).

Ο σταυρός είναι η δόξα του Χριστού α) σε σχέση με τον μεγάλο εχθρό. Ο σατανάς μετά τον πειρασμό στην έρημο απομακρύνθηκε από τον Κύριο «μέχρι τον κατάλληλο καιρό». Νικήθηκε τελείως στην έρημο από τον υιό του ανθρώπου, αλλά η τελειωτική ήττα του συντελέστηκε στο σταυρό. Εκεί ο Χριστός με ομοίωμα σάρκας αμαρτωλής και για την αμαρτία, υπέστη ως αντιπρόσωπος και εγγυητής του γένους μας την ποινή της αμαρτίας. Ο σατανάς ο οποίος ήλπισε ότι θα κατασυνέτριβε τον Αδάμ, κατασύντριψε τον εαυτό του προσκρούοντας στο Χριστό. Είχε προς στιγμήν πετύχει κάποια νίκη με το μίσος, αλλά ο Χριστός νίκησε τελείως το σατανά και κέρδισε τη νίκη του αυτή με την αγάπη.

β) σε σχέση με τον άνθρωπο. Από τη στιγμή που ο Χριστός σταυρώθηκε, ο σταυρός έγινε το κέντρο του κόσμου. Ούτε στις σχολές των Αθηνών, ούτε στην αγορά της Ρώμης, ούτε με την πρόοδο των τεχνών, ούτε με τις λαμπρές πτήσεις της ποίησης και τις αναζητήσεις της φιλοσοφίας δοξάστηκε τόσο ο άνθρωπος, όσο με το σταυρό. Εκεί ο άνθρωπος ενώνεται με την ίδια τη θεότητα και με το θάνατο οδηγείται στην αιώνια και αμάραντη δόξα. Εάν ο σατανάς με το μίσος του ζήτησε να καταστρέψει το ανθρώπινο γένος, ο Κύριος με την αγάπη του στο σταυρό το ανύψωσε μέχρι τον ίδιο το θρόνο της θεότητας.

γ) Σε σχέση με τον ίδιο το Χριστό. Διότι για αυτό ο Χριστός «πέθανε και αναστήθηκε, για να κυριεύσει τους νεκρούς και τους ζωντανούς». Ήλθε στον κόσμο, για να αναδειχτεί βασιλιάς αιώνιος. Στο σταυρό η κυριότητά του θεμελιώθηκε και η βασιλεία του εγκαινιάστηκε. Ο σταυρός υπήρξε το ύψιστο επιστέγασμα και η αιώνια τελείωση του έργου του.

δ) σε σχέση με τον Πατέρα του. Διότι από την βουλή του Πατέρα κατευθυνόταν το σχέδιο της απολύτρωσης του ανθρώπου. Η αυταπάρνηση και η αγάπη του Χριστού, η τέλεια υπακοή του, η αλήθειά του και η αγιότητά του, όλα αυτά κατέληξαν στη δόξα του Πατέρα του που τον έστειλε. Στο σταυρό, όπου όλα αυτά έλαμψαν όσο ουδέποτε άλλοτε, ο Χριστός δόξασε το όνομα του Πατέρα του, φανέρωσε τη σοφία του, έδειξε τη δικαιοσύνη του και κατέστησε αισθητή την αγάπη του (Alford).

(5)  «Δεν λέει θα δοξαστεί ο Λόγος απλώς» (Κ). Όταν πρόκειται για το Πάθος ο Ιησούς μιλά για τον εαυτό του όχι σαν Υιό του Θεού, αλλά σαν υιό του ανθρώπου. Δες και γ 14,στ 53,η 28 (β).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου