(Διασκευασμένο απόσπασμα από άρθρο του καθηγητή Ι.Δ.Καραβιδόπουλου)
Η διήγηση του Ματθαίου έχει εντονότερο το
Χριστολογικό στοιχείο, διαποτίζεται δηλαδή από την πίστη ότι ο οδεύων προς τα
πάθη και τελικά σταυρωθείς Ιησούς είναι ο Αναστάς Κύριος της δόξης, καθώς και
από τη σύνδεση των εκτιθεμένων γεγονότων προς τις αντίστοιχες προρρήσεις της
Παλαιάς Διαθήκης. Αυτά δείχνουν ότι η εκκλησία του Ματθαίου βρίσκεται σε συνεχή
διάλογο με τον ιουδαϊκό κόσμο προς τον οποίο διακηρύσσει ότι οι Γραφές
πραγματοποιήθηκαν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Γεγονότα που αναφέρει μόνο ο
Ματθαίος είναι ο θάνατος του Ιούδα, το όνειρο της γυναίκας του Πιλάτου, η νίψη
των χεριών του Πιλάτου, η έγερση κεκοιμημένων κατά την ώρα της σταυρώσεως του
Χριστού, η φρούρηση του τάφου του Χριστού.
Η διήγηση του Λουκά κυριαρχείται από την πίστη ότι ο
σταυρωμένος Ιησούς είναι γενικά ο αδίκως πάσχων δίκαιος, ο μάρτυς, αλλά και
ειδικότερα ο πάσχων δούλος του Θεού για τον οποίο έγραψε ο προφήτης Ησαΐας.
Χαρακτηρίζεται επίσης από την τάση ακριβέστερης ιστορικής τοποθετήσεως των
γεγονότων. Η θανάτωση του Ιησού παρουσιάζεται ως η κατ’ εξοχήν ώρα της
σατανικής εξουσίας του σκότους και παράλληλα ως το αποκο¬ρύφωμα της θείας
αγάπης και συγχωρητικότητας. Ο Ιησούς επάνω στον σταυρό δεν είναι ο ηττημένος
από τον σατανά αλλά ο νικητής του. Ο Λουκάς, μόνος από όλους τους ευαγγελιστές,
παρουσιάζει τον Ιούδα ως κινούμενον από τον σατανά, αφηγείται την ευλογία δυο
ποτηρίων κατά τον Μ. Δείπνο, διασώζει τη συζήτηση του Ιησού με τους μαθητές
κατά τον Μ. Δείπνο περί διακονίας, αναφέρει τη θεραπεία του αφτιού του δούλου
του αρχιερέως που απέκοψε ένας μαθητής (ο Πέτρος κατά τον Ιωάννην), την
παρουσία αγγέλου ενισχύοντος τον Ιησού στη Γεθσημανή, την πολιτική κατηγορία
των Ιουδαίων περί του Ιησού στον Πιλάτο, την αναπομπή του κατηγορούμενου Ιησού
από τον Πιλάτο στον Ηρώδη Αντύπα, τον θρήνο των γυναικών, την συγχώρεση των
σταυρωτών από τον Ιησού, τη μετάνοια του ενός ληστή.
Ο Ιωάννης, στα τέλη του α’ αιώνα, παρουσιάζει το τι σήμαινε για την Εκκλησία το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, υπογραμμίζοντας παράλληλα τις επανειλημμένες προσπάθειες του ρωμαίου επάρχου της Ιουδαίας Πιλάτου για αθώωση του αναίτια από τους Ιουδαίους κατηγορουμένου Ιησού. Η Εκκλησία - θέλει να πει προς τις ρωμαϊκές πολιτικές αρχές ο ευαγγελιστής - δεν είναι ένα «ζηλωτικό» επαναστατικό κίνημα στρεφόμενο κατά των ρωμαϊκών αρχών. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής διασώζει κάπως εκτενέστερη συζήτηση του Πιλάτου με τον Ιησού και παρουσιάζει την απόφαση του Πιλάτου ως οφειλόμενη σε φορτική πίεση εκ μέρους των Ιουδαίων. Επίσης διασώζει, μεταξύ άλλων που δεν παραδίδουν οι Συνοπτικοί, τη στιχομυθία του Ιησού με τους στρατιώτες που τον συλλαμβάνουν, κάνει λόγο για σπείρα και χιλίαρχο, για προανάκριση του Ιησού από τον Άννα, την παρουσία της μητέρας του Ιησού και του Ιωάννη στον σταυρό, τον λογχισμό της πλευράς του Ιησού από ρωμαίο στρατιώτη, και εισάγει τον Νικόδημο μαζί με τον Ιωσήφ στη σκηνή της ταφής του Ιησού.
Παρά τα ιδιάζοντα στοιχεία που έχει η διήγηση του
κάθε ευαγγελιστή, οι διηγήσεις και των τεσσάρων παρουσιάζουν τα ακόλουθα
χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
α) Οι εν λόγω διηγήσεις των ευαγγελιστών ονομάζονται
διεθνώς «ιστορία των Παθών» (Passionsgeschichte), δεν αποτελούν όμως κατά
κυριολεξία ιστορία αλλά ερμηνεία των Παθών και θεολογική αποτίμησή τους για την
Εκκλησία. Για τους ευαγγελιστές προέχει όχι τόσο η ξηρή ιστοριογραφική
ακριβολογία αλλ’ η θεολογική ερμηνεία, χωρίς αυτό να σημαίνει με κανένα τρόπο
αδιαφορία για την ιστορικότητα των γεγονότων. Έτσι εξηγείται το ότι μερικές
φορές είναι διαφορετική η διαδοχή των επί μέρους γεγονότων από τον ένα
ευαγγελιστή στον άλλο, διαφορετική η διατύπωση των ίδιων λόγων του Ιησού ή των
λόγων άλλων προσώπων προς τον Ιησού. Είναι αξιοπρόσεκτη στο σημείο αυτό η
ακόλουθη παρατήρηση του Ευθυμίου Ζιγαβηνού: «Χρη δε καθόλου γιγνώσκειν, ότι οι
ευαγγελισταί ποτέ μεν κατά τάξιν απαγγέλλουσι τας διδασκαλίας και τα θαύματα
του Χριστού, νόμω ιστορίας. ποτέ δε, ου τηρούσι τάξιν, σπεύδοντες μόνον εις τα
απαγγέλλειν αυτά». Οι ευαγγελιστές δεν συγγράφουν κατά κόσμον ιστορικά έργα
ούτε εκθέτουν τους ιστορικούς παράγοντες που οδήγησαν στη σύλληψη και θανάτωση
του Ιησού, αλλά παρουσιάζουν το μυστήριο του σταυρού, όπως, σύμφωνα με την θεία
βουλή, εκτυλίσσεται μέσα στην ιστορική σκηνή και
συντελείται για τη σωτηρία των ανθρώπων. Γι’ αυτό
και οι διηγήσεις τους είναι λιτές και σύντομες, χω ρίς συναισθηματικές εξάρσεις
ή δραματικές περιγραφές της ψυχικής καταστάσεως των δρώντων προσώπων που
αποβλέπουν στην πρόκληση συγκινήσεων στον αναγνώστη. Στόχος των διηγήσεων είναι
η έξαρση του σωτηριολογικού χαρακτήρα των γεγονότων και η ανάδειξη της σημασίας
τους για την Εκκλησία.
β) Οι ευαγγελιστές συνδέουν στενά τα σχετικά με το
πάθος του Χριστού γεγονότα προς τις σχετικές προρρήσεις της Παλαιάς Διαθήκης,
είτε προσάγοντας αυτούσια τα εκπληρούμενα στα γεγονότα αυτά γραφικά χωρία, είτε
αφηγούμενοι τα γεγονότα με ορολογία των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Θέλουν
έτσι να τονίσουν ότι τα ιστορούμενα γεγονότα σχετίζονται άμεσα με την οικονομία
του Θεού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, όπως η οικονομία αυτή διατυπώθηκε
προπαρασκευαστικά μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Τα πάθη λοιπόν του Ιησού δεν
προσδιορίζονται από ενδοκοσμικούς παράγοντες αλλά από τη βουλή του Θεού Πατέρα
για τη λύτρωση των ανθρώπων. Τέλος, γ) στις διηγήσεις των παθών παρατηρείται
κάποιος απολογητικός τόνος, που έχει δυο κατευθύνσεις: Από τη μια μεριά
υπογραμμίζεται η εκούσια παράδοση του Ιησού στο θάνατο και η εκ των προτέρων
γνώση του γι’ αυτό και από την άλλη εξαίρεται η προσπάθεια του ρωμαίου επιτρόπου
της Ιουδαίας για την αθώωσή του, ώστε να επιρριφθεί η ευθύνη για τη θανάτωσή
του στους Ιουδαίους. Το τελευταίο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί απολογητική
απευθυνόμενη προς τους εκτός της Εκκλησίας και μάλιστα προς τις ρωμαϊκές αρχές,
ενώ το πρώτο απολογητική προς τα μέλη της Εκκλησίας.
(επιμέλεια κειμένου: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος
Αθανασίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου