Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Τα αντι-παπικά του Ιερού Πηδαλίου (Μέρος δεύτερο)

 



Έρευνα: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου (χημικός).

3. Περί ιερωσύνης καί μυστηρίων

Σχετικά με την εγκυρότητα της ιερωσύνης και των μυστηρίων των Λατίνων, ο Οσιος Νικόδημος παραθέτει την γνώμη του Βαλσαμωνος, σύμφωνα με την οποία, αν αιρετικός ιερεύς η διάκονος βαπτισθεί (η μυρωθει), η μεν προτέρα του ιερωσύνη λογίζεται ως μιαροσύνη καί ως μή ουσα. Αν δέ μετά βρεθεί άξιος, γίνεται και ιερεύς και Αρχιερεύς. Επειδή, λοιπόν, κατά τόν ξη΄ Αποστολικό Κανόνα, οι αιρετικοί δέν έχουν ιερωσύνη, άρα καί αυτά, πού ιερουργουνται απ’αυτούς, είναι κοινά καί άμοιρα αγιασμού καί Χάριτος. Γι’αυτό ακολούθως καί τά άζυμα καί μυστήρια των αιρετικών Λατίνων ειναι κοινά καί οχι άγια, κατά τόν μστ΄ Αποστολικό.

Αν καί ο ∆ημήτριος ο Χωματεινός καί ο Ιωάννης Κίτρους στήν 12η απόκρισή του είπαν οτι δεν σφάλλουμε, αν νομίζουμε άγια τά ιερουργούμενα από τούς Λατίνους, αυτό τό είπαν, επειδή τότε γίνονταν δεκτοί ως βαπτισμένοι και επειδή ακόμη δέν είχαν αθετήσει τίς αναδύσεις και καταδύσεις του βαπτίσματος. Αλλά και αυτοί, πού τα λένε αυτά, πάλι προσθέτουν να μην μεταλαμβάνει κανείς ορθόδοξος απ’ αυτούς. Κατ’αυτόν τόν λόγο πρέπει νά νοηθεί καί εκείνο, πού γράφει και ο Βρυέννιος περί αυτών στην προς Νικήτα επιστολή. Αλλά και πρό 500 ηδη χρόνων καί επέκεινα οι Ανατολικοί ως κοινές είχαν τίς ιεροπραξίες των ∆υτικων. Γι’ αυτό καί όπου λειτουργούσαν οι Λατινοι, πρώτον έκαναν αγιασμό οι Ανατολικοί πρός καθαρισμό και μετά λειτουργουσαν.(Πηδάλιο σελ.90-92)

4. Περί πρεσβείων τιμής Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως

Σύμφωνα μέ τόν στ΄ Κανόνα της Α΄ Οικ. Συνόδου, πρέπει νά φυλάττονται τά παλαιά εθη των τριών Πατριαρχών, του Αλεξανδρείας μέν κυρίως καί κατά πρώτο λόγο, του Αντιοχείας δέ, κατά δεύτερο λόγο, καί του Ρώμης συνεπτυγμένως καί περιληπτικως, (περί δέ του Ιεροσολύμων ιδιαιτέρως καί ξεχωριστά λέει η παρουσα Σύνοδος στόν ζ΄ Κανόνα της καί περί του Κωνσταντινουπόλεως λέει η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος στόν γ΄ Κανόνα της), ώστε ο μεν Πατριάρχης (τόν οποιο Επίσκοπο ονομάζει εδώ, επειδή δέν ηταν ακόμη συνήθεια να ονομάζεται κάποιος με τό όνομα του Πατριάρχου) της Αλεξανδρείας να έχει τήν εξουσία των Επισκόπων και Μητροπολιτών της Αιγύπτου, Λιβύης καί Πενταπόλεως. Καθώς καί στόν Πατριάρχη Ρώμης επικράτησε νά εχει τήν εξουσία καί προεδρία ολων των εσπερίων Επισκόπων καί Πατριαρχων.

Στό σημειο αυτό ο Οσιος Νικόδημος μας πληροφορεί οτι οι ορμώμενοι από της Ρωμαϊκης Εκκλησίας δεν ερμηνεύουν ορθώς τόν παρόντα Κανόνα. Ο Πάπας Φίληξ, έχοντας διαφορές πρός τόν Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιο και αφού διέφθειρε τον παρόντα Κανόνα, είπε οτι ο Επίσκοπος Ρώμης έχει τό κύρος σέ κάθε σύνοδο, όπως θέλει ο παρών Κανόνας της εν Νικαία Συνόδου. Και πριν από αυτόν ο τοποτηρητής του Λέοντος Πασχασινος αντεστραμμένως προέφερε αυτόν τον Κανόνα στήν ∆΄ Σύνοδο. Ο Όσιος, όμως, από αυτά τα ρήματα του Κανόνος βρίσκει αληθινό τό νόημα αυτης της Συνόδου. Λέει, λοιπόν, οτι, επειδή ο Μελέτιος παρέτρεψε τα δίκαια του Επισκόπου Αλεξανδρείας, έδωσε αιτία στην σύνοδο αυτή να εκθέσουν τον παρόντα Κανόνα και να διορίσουν όχι κάποιο νέο, αλλά μόνο να επικυρώσουν τίς τάξεις, πού σώζονταν από παλαιά συνήθεια, όχι μόνο στους Πατριάρχες, αλλά και στους Μητροπολίτες και όχι μόνο στις χειροτονίες, τίς οποίες ο Μελέτιος παρέτρεπε, αλλά και σέ κάθε άλλο δικαίωμα, πού ανήκει στους Πατριάρχες και τούς Μητροπολίτες κατά τίς Εκκλησίες, πού υπόκεινται σ ’αυτούς. Αφού, λοιπόν, έβαλε τα παραπάνω ως προϋποθέσεις, λέει ο Κανόνας˙ «Τά  αρχαία  εθη κρατείτω, τά  εν Αιγύπτω καί Λιβύη καί Πενταπόλει, \ ωστε τόν  εν  Αλεξανδρεία  Επίσκοπον πάντων τούτων  εχειν τήν  εξουσίαν,  επειδή και τω   εν   Ρώμη  Επισκόπω τούτο σύνηθές  εστί».

Καθώς και στον Επίσκοπο Ρώμης επικράτησε αυτή η συνήθεια. Ποια συνήθεια; Το να έχει τήν εξουσία όλων αυτων, πού υπόκεινται σαυτόν. Καθώς έχει την ιδία συνήθεια ο Ρώμης με τον Αλεξάνδρειας, έτσι έχει και την ιδία εξουσία μ ‘εκείνον. Οτι αυτό είναι το νόημα του Κανόνος, συμμαρτυρει η Αραβική μετάφραση αυτών των Κανόνων, δηλαδή η Αλεξανδρινή έκδοση, ο Αιγύπτιος Ιωσήφ ο αρχαίος ερμηνευτής των Κανόνων αυτής της Συνόδου, η μετάφραση του ∆ιονυσίου του μικρού στό Λατινικό, η έκδοση του Ισιδώρου Μερκάντορος καί τέλος η μετάφραση του Ρουφίνου Πρεσβυτέρου Ακυληΐας. Επειδή, λοιπόν, έτσι έχει το αληθές και η διοίκηση της Ρώμης είναι περιορισμένη, όπως και του Αλεξάνδρειας, μάτην φαντάζονται οι Ρωμάνοι από αυτόν τον Κανόνα να έχουν απεριόριστη εξουσία σέ όλο τόν κόσμο. Σημειώνει, τέλος, ο Όσιος οτι ο παρών Κανόνας δέν ανακαίνισε τά πρεσβεια της Ρώμης, επειδή ηταν ακέραια. Αν, ομως, δέν ηταν τό ιδιο, πού ειπε περί του Αλεξανδρείας, θά ελεγε καί γιά τόν Ρώμης.( Πηδάλιον, σσ. 129-130).

Ο γ΄ Κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου διορίζει ιδιαιτέρως περί του Κωνσταντινουπόλεως καί λέει οτι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως να έχει τα προνόμια της τιμής μετά τον Πάπα και Πατριάρχη της Ρώμης, επειδή και αυτή η Κωνσταντινούπολις δηλαδή είναι και ονομάζεται Νέα Ρώμη.

Η πρόθεση «μετά» εδώ δέν δηλώνει τό ύστερο του χρόνου, καθώς λένε μερικοί μαζί με τον Αριστηνό, αλλά ούτε υποβιβασμό και ελάττωση, καθώς λανθασμένα ερμηνεύει ο Ζωναρας (επειδή με το νά είναι μετά τον Κωνσταντινουπόλεως ο Αλεξανδρείας, μετά τον Αλεξανδρείας ο Αντιοχείας και μετά τον Αντιοχείας ο Ιεροσολύμων, κατά τον λστ΄ της ΣΤ΄, υπάρχουν τέσσερα είδη υποβιβασμου τιμης καί ακολούθως πέντε διάφορες τιμές η μία ανώτερη της άλλης, τό οποιο ειναι ενάντιο σέ όλη τήν καθολική Εκκλησία και δεκτό μόνο από τούς Λατίνους και τούς Λατινόφρονες), αλλά δηλώνει ισότητα τιμής και τάξη, κατά την οποία ο μεν ειναι πρώτος, ο δέ δεύτερος. Ισότητα μεν τιμής δηλώνει, επειδή και οι εν Χαλκηδόνι Πατέρες στον κη΄ Κανόνα λένε οτι οι ρν΄ αυτοί Επίσκοποι έδωσαν τα ίσα πρεσβεία της παλαιάς Ρώμης και στην νέα Ρώμη και οι εν Τρούλλω Πατέρες στον λστ΄ Κανόνα λένε ότι ο Κωνσταντινουπόλεως απολαμβάνει τα ίσια πρεσβεία μέ τον Ρώμης. Τάξη δε δηλώνει, επειδή και αυτοί και εκείνοι στους Κανόνες τους λένε δεύτερο τον Κωνσταντινουπόλεως μετά τόν Ρώμης, όχι ως πρός την τιμή, αλλά ως πρός τήν τάξη της τιμής. Γιατί, κατά την φύση των πραγμάτων, είναι αδύνατο νά βρεθουν δύο ισα καί νά λέγονται πρωτα καί δεύτερα μεταξύ τους χωρίς τάξη.(Πηδάλιο σσ. 157-158).

Η ∆΄ Οικουμενική Σύνοδος, ανανεώνοντας μέ τόν κη΄ Κανόνα της τόν γ΄ της Β΄, έδωσε στον Κωνσταντινουπόλεως και τα ίσα προνόμια της τιμής του Ρώμης, τα οποία είναι οι χειροτονίες των τριών διοικήσεων των Μητροπολιτων Ασίας, Πόντου και Θράκης, οι οποίες επικυρώθησαν και με Κανόνα και όχι μόνο με έθος, επειδή είναι γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Γιατί, όπως ο Ρώμης έχει τα πρεσβεία τιμής και εξουσίας, δηλαδή τό Πατριαρχικό αξίωμα καί τό αρχειν της ιδίας ενορίας των Εσπερίων, έτσι καί ο Κωνσταντινουπόλεως έχει τά ιδιά πρεσβεία, δηλαδή το Πατριαρχικό αξίωμα, καί τό αρχειν των ανωτέρω Μητροπολιτων, επειδή ειναι από τήν ιδια ενορία.

Αυτά είναι τα εκκλησιαστικά πράγματα, πού αναφέρει εδώ ο Κανόνας, στα οποία, καθώς μεγαλύνεται ο Ρώμης, έτσι μεγαλύνεται και ο Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς καμία διαφορά, εκτός από την εξης: ότι ο μεν Ρώμης είναι πρώτος ως πρός την τάξη, ο δέ Κωνσταντινουπόλεως δεύτερος ως πρός την τάξη. Αυτά τα προνόμια του Κωνσταντινουπόλεως επικύρωσαν καί επεσφράγισαν οχι μόνο οι Πατέρες της Συνόδου, αλλά καί όλη η Σύγκλητος των αρχόντων, αν καί οι λεγάτοι του Πάπα, βλέποντας νά πλατύνονται τά όρια του Κωνσταντινουπόλεως, σχεδόν λειποθύμησαν, εναντιούμενοι σ’αυτά. Γι’αυτό προφανως ψεύδονται οι παπολάτρες, λέγοντας οτι τά πρωτεία καί πρεσβεία του Ρώμης καί το νά μεγαλύνεται στα εκκλησιαστικά πράγματα προσμαρτυρουν σ’αυτόν ειδικό προνόμιο εξουσίας στην καθόλου Εκκλησία, δηλαδή μοναρχικό καί αναμάρτητο αξίωμα. Αν τά πράγματα φανέρωναν κάτι τέτοιο, αυτό έπρεπε νά έχει καί ο Κωνσταντινουπόλεως, επειδή ο Κωνσταντινουπόλεως, κατά τούς Κανόνες, είναι ίσο καί απαράλλακτο μέτρο της τιμής της εξουσίας και του μεγαλείου της Ρώμης. Αλλά, αφού ποτέ δεν ελαβε κάτι τέτοιο ο Κωνσταντινουπόλεως από τούς Κανόνες, άρα ούτε ο Ρώμης. Αλλά ούτε τα πρεσβεία του Ρώμης είναι αυτά, πού δόθηκαν από τό θρυλλούμενο θέσπισμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς τον Σίλβεστρο Ρώμης, όπως αυτοί λένε, δηλαδή το νά περπατά μέ τά παράσημα της βασιλικής μεγαλειότητος, κατά μίμηση του βασιλέως, το να έχει στό κεφάλι του, αντί στεφάνου, υπέλαμπρο λωρο, το νά φορά Βασιλικό ωμοφόριο, πορφύρα χλαμύδα καί κόκκινο χιτώνα, το νά έχει τόν ίππο του στρωμένο βασιλικώς μέ όλα τά βασιλικά σημεία, το να κρατά ο Βασιλεύς, σαν στράτωρ, το χαλινάρι του ίππου του και το να μεγαλύνεται ο Κλήρος της Εκκλησίας του, καθώς και η Σύγκλητος, τόσο στα φορέματα, όσο και στα υποδήματα και στήν καββαλαρία. ∆έν είναι αυτές οι εξωτερικές λαμπρότητες καί περιφάνειες τά πρεσβεια καί αξιώματα, πού δόθηκαν από τούς Κανόνες στον Ρώμης, Α΄ γιατί, αν ήταν, έπρεπε νά δοθουν παρομοίως και ίσως και στον Κωνσταντινουπόλεως καί Β΄ γιατί, κατά τον ιστ΄ της Ζ΄ καί τόν κζ΄ της ΣΤ΄, οι λαμπρές καί περιφανείς εσθήτες καί κάθε βλακεία και καλλωπισμός του σώματος είναι αλλότρια των Κληρικών και της ιερατικής τάξεως και γιατί ο καπνώδης τύφος της κοσμικής εξουσίας πρέπει νά είναι μακριά από τούς ιερείς του Θεού, κατά την επιστολή της εν Καρθαγένη Συνόδου πρός τόν Πάπα Κελεστινο. Ο πγ΄ αποστολικός καθαιρεί εκείνους, πού θέλουν νά έχουν καί Ρωμαϊκή αρχή και ιερατική διοίκηση.

Και ο Κύριος στά Ευαγγέλια προστάζει νά φυλαγόμασθε από εκείνους, πού θέλουν να περπατούν εν στολαις. Γι’αυτό, το μάτην θρυλλούμενο θέσπισμα κρίνεται νόθο και πεπλασμένο. Αν καθ’υπόθεσιν συγχωρήσουμε οτι είναι αληθές, αλλ’ όμως, επειδή και εναντιώνεται προφανως στούς ιερούς Κανόνες, ειναι αργό καί ακυρο. Οι πραγματικοί τύποι, πού εναντιώνονται στους Κανόνες, είναι άκυροι. Πρεσβεια, λοιπόν, καί πρωτεια του Ρώμης ειναι τό νά εχει τήν εξουσία ολων των Επισκόπων καί Μητροπολιτων στήν ∆ιοίκηση της Ρώμης, ωστε νά τούς χειροτονει μαζί μέ τούς Επισκόπους της ∆ιοικήσεως, καί τό νά ειναι πρωτος ως πρός τήν τάξη των υπολοίπων Πατριαρχων. Αυτά τά προνόμια τά ελαβε οχι επειδή η Ρώμη ειναι καθέδρα του Αποστόλου Πέτρου, οχι επειδή ο Ρώμης ειναι βικάριος του Χριστου, καθώς ματαιολογουν οι Παπιστές, αλλά προκαταρκτικως μέν επειδή η Ρώμη ήταν τιμημένη μέ βασιλεία. Ο κη΄ Κανών της ∆΄ λέει˙ «Τω θρόνω της πρεσβυτέρας  Ρώμης, διά τό βασιλεύειν τήν πόλιν  εκείνην, εικότως ο]ι Πατέρες  αποδεδώκασι τά πρεσβεία». Επομένως δέ καί γιά τό αρχαιο εθος, πού ακολούθησε, καθώς ήταν πρωτεύουσα πόλη η Ρώμη, έτσι νά είναι πρώτος και ο Επίσκοπός της. Συνεπομένως δέ, επειδή οι Κανόνες του έδωσαν αυτό το προνόμιο, καθώς παρομοίως το ίδιο προνόμιο δόθηκε στον Κωνσταντινουπόλεως, γιατί η Κωνσταντινούπολη στάθηκε Βασιλεύουσα και νέα Ρώμη, έγινε αρχαίο έθος να χειροτονεί τούς Επισκόπους στήν Ασία, τον Πόντο και την Θράκη, και επειδή έγινε έθος, εξεδόθηκαν οι Κανόνες και επισφράγισαν τό αρχαιο εθος.( Πηδάλιον, σσ. 207-208).

Σχολιάζοντας ο Όσιος Νικόδημος τον α΄ Κανόνα της εν τη αγία Σοφία συνόδου, διευκρινίζει οτι τα προνόμια της Ρωμαίων Εκκλησίας και του Πάπα της Ρώμης, δηλαδή το να είναι πρώτος ως πρός την τάξη της τιμής από τούς υπόλοιπους τέσσερεις Πατριάρχες, ίσχυαν τότε, όταν η Εκκλησία των Ρωμαίων ούτε έσφαλλε στην πίστη, ούτε είχε διαφορές μ’εμας τούς Γραικούς. Τώρα, όμως, εμεις δέν έχουμε καμία ένωση και κοινωνία μ ’αυτήν, εξαιτίας των αιρετικών δογμάτων, στα οποία αυτή υπέπεσε.(Πηδάλιο σ. 364).

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου