ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΕΩΝ (Γ)
συνέχεια απο το προηγούμενο.Περὶ τῆς Ἁγιοκατάταξης τοῦ Γέροντος Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ (2)
Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου, Δρ. Φυσικοῦ, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ)
επιμέλεια κειμένου: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου
--------------------------------------------------------------------------------
4) Τὸ
ἐπόμενο ζήτημα ποὺ ἔχει
τεθεῖ
ἀφορὰ
τὰ μέλη τῆς ECOF, τὰ ὁποία
ἔγιναν ἀποδεκτοὶ νὰ
κοινωνοῦν στὴν
Ἱερὰ
Μονὴ στὸ
Ἔσσεξ, χωρὶς νὰ
εἶναι σὲ
κοινωνία μὲ
τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία - μόνο νὰ κοινωνοῦν καὶ
ὄχι νὰ
συλλειτουργοῦν.
Στὴ μελέτη μας «Ὀρθοδοξία ἀλὰ
Λατινικά (ἤ
Δυτικοῦ Τυπικοῦ)» ἀναφέρουμε
γιὰ τὴν
ECOF («l'Église
Orthodox Catholique de France»
- «Ἐκκλησία
Ὀρθόδοξη Καθολικὴ τῆς
Γαλλίας») ὅτι
σὲ αὐτὴν ὁδήγησαν
οἱ προσπάθειες γιὰ τὴν
ἵδρυση μιὰς δυτικοῦ τυπικοῦ Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ τὸν
19ο αἰῶνα. Στὴν Γαλλία τὸ ἔργο
ἄρχισε νὰ παίρνει «σάρκα καὶ ὀστὰ» μὲ
τὸν Winnaert καὶ τοὺς
διαδόχους του Eugraph Kovalevsky καὶ
τὸν Lucien Chambault, ὑπὸ
τὴν σκέπη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Kovalevsky ἑτοίμασε γιὰ τὸ
δυτικὸ τυπικὸ τὴν
θεία λειτουργία του Αγίου Γερμανού τοῦ
Παρισιοῦ, μέχρι ποὺ τὸ
1953 διακόπηκε ἡ
κοινωνία μὲ
τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία,
καθὼς αὐτὴ ζήτησε τὴν υἱοθέτηση
τοῦ ἀνατολικοῦ τυπικοῦ. Ἡ
κοινωνία ἐπανήλθε
μὲ τὴν
Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία Ἐκτὸς
Ρωσίας (ROCOR) ἀπὸ τὸ
1959 ἔως τὸ
1966 χάρη στὸ
Μητροπολίτη Anastasy Gribanovsky καὶ
εἶχε ποιμενάρχη της τὸν ἐκπρόσωπο
τῆς ROCOR στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη
Ἀρχιεπίσκοπο John Maximovich καὶ τότε ἡ δυτικοῦ τυπικοῦ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία τῆς Γαλλίας μετονομάστηκε ἀπὸ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Γαλλίας σὲ ECOF. Τὸ 1964 ὁ Κοβαλέβσκι χειροτονήθηκε ἀπὸ
τὸν Ἀρχιεπ.
Ἰωάννη Μαξίμοβιτς, ποὺ ἔχει
πλέον ἁγιοκαταταχθεῖ ἀπὸ τὴν
Ἱερὰ
Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας,
σὲ ἐπίσκοπο,
λαμβάνοντας τὸ
νέο ὄνομα Ἰωάννης
– Νεκτάριος. Μετά τὸν
θάνατο τοῦ
Μαξίμοβιτς τὸ
1966, ὁ Κοβαλέβσκι ἔμεινε ἐκτὸς
κανονικῶν ὁρίων
μέχρι τὸ θάνατό του τὸ 1970.
Τὸ 1972, ἡ ECOF ξαναβρήκε τὴν κανονικότητά της ὑπὸ τὴν σκέπη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας. Τότε, ὁ Gilles Bertrand-Hardy χειροτονήθηκε ὡς ἐπίσκοπός της μὲ τὸ ὄνομα Γερμανὸς τοῦ Saint-Denis. Τὸ 1993, μετὰ ἀπὸ μακρόχρονη σύγκρουση μὲ τὴν Σύνοδο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας σχετικά μὲ θεωρούμενες κανονικὲς παρατυπίες ἐντός τῆς ECOF, ἡ πρώτη ἀπέσυρε τὴν εὐλογία της ἀπὸ τὴν δεύτερη καὶ ἔτσι διεκόπει ἡ μεταξύ τους κοινωνία. Ἄν καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ἔπαυσε τὸν Bertrand-Hardy ἀπὸ ὅλα τὰ ἱερατικά του καθήκοντα, ἀπόφαση ποὺ δὲν ἔγινε ποτὲ ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ECOF, ὡστόσο δημιούργησε μιὰ ἱεραρχικὴ θέση ὑπὸ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Bertrand-Hardy, Ἀρχιεπίσκοπο Γρηγόριο, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει ἐκεῖνες τὶς ἐνορίες, ποὺ ἐπέλεξαν νὰ παραμείνουν σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας. Ἐπίσης κάποιες ἐνορίες τοῦ ECOF χωρίστηκαν ἀπὸ αὐτό καὶ ἦρθαν σὲ κοινωνία μὲ τὴν γαλλικὴ ἐπισκοπὴ τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Μετὰ ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω γίνεται σαφὴ ἡ πολυκύμαντη πορεία τῶν μελῶν τῆς ECOF, μέσα ἀπὸ ἕνα ἀγώνα νὰ ἔρθουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ σὲ ἄλλες χρονικὲς στιγμὲς φαίνεται νὰ τοὺς εὐνοοῦν οἱ σχετικὲς συνθήκες καὶ τὰ ἀρμόδια πρόσωπα καὶ κάπως νὰ τὸ πετυχαίνουν, ἐνῶ σὲ ἄλλες χρονικὲς στιγμὲς μέσα ἀπὸ πιὸ δυσχερεῖς καταστάσεις παρουσιάζονται πάλι νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας. Τὸ ἐγχείρημά τους γιὰ μιὰ δική τους αὐτόνομη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν Γαλλία, ὅπου θὰ μποροῦν νὰ ἔχουν τὸ δικό τους τυπικό, εἶναι ὁπωσδήποτε κάτι πολὺ δύσκολο, καὶ γι’ αὐτό, ἐνῶ ἀναμφίβολα ὑπάρχουν ἀνάμεσά τους πολλοὶ καλοπροαίρετοι νὰ δεχθοῦν τὴν Ὀρθοδοξία, ὡστόσο καθὼς πάνε νὰ προχωρήσουν ἔχουν σημαντικὲς ἀστοχίες καὶ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν σημαντικὰ βήματα στὴν πνευματική τους πρόοδο.
Ἀπὸ ὅλα
τὰ παραπάνω μπορεῖ ὁ
καθένας νὰ
κατανοήσει τὴν
στάση τοῦ ἅγιου
γέροντα Σωφρόνιου ἀπέναντι
στὰ μέλη τῆς ECOF, ποὺ πολλὲς
φορὲς ἐπισκέπτονταν
τὸ μοναστήρι του, ὁ ὁποῖος ἤθελε
νὰ τοὺς
βοηθήσει στὴν
δραματικὴ πορεία τους πρὸς στὴν
Ὀρθοδοξία καὶ μέσα στὴν συνεχὴ παλινδρόμησή τους νὰ τοὺς
βοηθήσει νὰ
νιώθουν οἰκείοι
στὴν Ὀρθοδοξία
καὶ ὄχι
ξένοι, ὥστε νὰ
ἐδραιωθοῦν σὲ
αὐτή, ὅπως
ἐμπράκτως δείχνουν τὴν καλὴ
διάθεση ὅτι θέλουν νὰ κάνουν. Ἔτσι ἐνεργοῦσαν οἱ
ἅγιοι Πατέρες σὲ τέτοιες περιπτώσεις μέσα σὲ ὅλη
τὴν ἐκκλησιαστική
μας παράδοση. Ἄλλωστε
ὁ τρόπος ποὺ ὁ
ἅγιος Γέροντας τοὺς δέχθηκε ἦταν μὲ
εὐλογία ἀπὸ
τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ
σὲ συμφωνία μὲ τὴν
Διορθόδοξο Ἐπισκοπικὴ Ἐπιτροπὴ στὴν
Γαλλία, ἀλλὰ
καὶ μὲ
τὸν Ἀρχιεπίσκοπο
Θυατείρων, ὅπως
ὁ ἴδιος
ἔχει ἐξηγήσει:
«Ἡμεῖς
πάντοτε καὶ
ἐν παντὶ ἐδράσαμεν
συμφώνως τῶν
ὁδηγιῶν
τῆς ὑπευθύνου
Μητρὸς Ἐκκλησίας,
οὐδέποτε καὶ ἐν
οὐδενὶ
ἐκκλησιαστικῶ ζητήματι λαβόντες ἰδίαν πρωτοβουλίαν. Αἱ σχέσεις ἡμῶν
μετὰ τῶν
μελῶν ἐκείνων
τῆς καλουμένης Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τὰ ὁποία
κατὰ καιροῦς ἐπισκέπτονται
τὸ Ἱερὸν ἡμῶν Κοινόβιον, διέπονται ὑπὸ
τῶν κατευθυντηρίων γραμμῶν, ἄτινας
ἐχάραξεν ἡ Διορθόδοξος ἐν Γαλλία Ἐπισκοπικὴ Ἐπιτροπὴ ἐσχάτως
δ’ ἐπαναδιετύπωσεν ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ κ. Στέφανος, Βοηθὸς τοῦ
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γαλλίας κ. Ιερεμίου (βλ. SOP, Nο 133, Δεκ. 1988, σ.
2-3). Ἐπὶ
τοῦ θέματος τούτου συνεννοήθημεν κατ’ Ἰούνιον τοῦ 1975 ἤδη μετὰ τοῦ
τότε Μητροπολίτου Γαλλίας κ. Μελετίου, ἀνακύψαντος
δὲ πρὸ
διετίας προβλήματός τινός, ἐζητήσαμεν
καὶ αὔθις,
δι’ ἐπιστολῆς ἡμῶν ἀπὸ 24ης Ἰουλίου
1987, ὁδηγίας παρὰ τοῦ
ἀμέσου προκατόχου Ὑμῶν
ἐν τῶ
Θρόνω Θυατείρων, Σεβασμιωτάτου κ. Μεθοδίου πράξαντες εἶτα κατὰ τὴν
ἐκείνου γνώμην».
5) Τὸ
πέμπτο σημεῖο
ἀμφισβητήσεως πρόκειται γιὰ τὸ
ὅτι ὁ
ἅγιος γέροντας Σωφρόνιος παρευρέθηκε
στὴν Πατριαρχικὴ Θεία Λειτουργία στις 12 Νοεμβρίου
1967, ὅπου ἦταν
παρῶν καὶ
ὁ Ἀγγλικανὸς Ἀρχιεπίσκοπος
καὶ ἐπέτρεψε
αὐτοῦ
ὁ τότε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας νὰ συνευλογήσει μαζί του τὸ ποίμνιο.
Κατ΄ ἀρχὴν δὲν
μποροῦμε νὰ
εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ
Γέροντας γνώριζε ἐκ
τῶν προτέρων τὴν παρουσία Ἀγγλικανοῦ «Ἀρχιεπισκόπου»
στὴν Θεία Λειτουργία ἤ πολὺ
περισσότερο ὅτι
θὰ τοῦ
ἐπέτρεπε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης νὰ συμμετέχει ἐνεργὰ
μὲ αὐτὸ τὸν
τρόπο στὴν Θεία Λατρεία.
Καὶ
ὁπωσδήποτε αὐτό, ὅπως
ἀποδεικνύεται ἀπὸ
ὅλη τὴν
ζωή τοῦ Γέροντα πρὸ καὶ
μετὰ τοῦ
γεγονότος αὐτοῦ, ποὺ
δὲν ἐπανέλαβε
κάτι τέτοιο, συνέβη παρὰ
τὴν θέληση του, χωρὶς νὰ
τὸν βρίσκει σύμφωνο. Καὶ εἶναι
προφανὲς τὸ
χρέος του ποὺ
εἶχε νὰ
παραβρεθεῖ
στὴν τότε Θεία Λειτουργία καὶ νὰ
συλλειτουργήσει μὲ
τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος μόλις πρὸ δύο ἐτῶν εἶχε
λάβει ὑπὸ
τὴν σκέπη καὶ τὴν
εὐλογία του τὴν Ἱερὰ Μονὴ
Τιμίου Προδρόμου στὸ
Ἔσσεξ. Ἀφοῦ
γινόταν ἡ Θεία Λειτουργία ὑπὸ τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη μέσα στὸν δικό μας ἑλληνορθόδοξο Ἱερὸ
Καθεδρικὸ Ναὸ
τῆς Θεοῦ
Σοφίας στὸ
Λονδίνο, πῶς
λοιπὸν θὰ
ἀρνοῦταν
νὰ παρευρεθεῖ σὲ
αὐτή, ἐπειδὴ θὰ
ἦταν παρὸν ὁ
Ἀγγλικανὸς «Ἀρχιεπίσκοπος»,
ὅπου ἄν
ἔκανε κάτι τέτοιο σὲ μιὰ
τέτοια κρίσιμη περίοδο γιὰ
τὴν ἐδραίωση
τῆς παρουσίας τοῦ μοναστηριοῦ στὴν
Ἀγγλία, τότε δὲν θὰ
παρουσιαζόταν ὄχι
μόνο ὡς ἀγνώμων
στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἀλλὰ
θὰ πρόσβαλλε καὶ τοὺς
Ἀγγλικανοὺς ποὺ
τὸν δέχθηκαν στὸν τόπο τους, μὴ συμμετέχοντας στὴν Θεία Λειτουργία λόγω τῆς παρουσίας τοῦ «Ἀρχιεπισκόπου»
τους. Πάντως, ἄν
καὶ βρίσκεται τὸ μοναστήρι σὲ τέτοιο περιβάλλον, αὐτὸ
εἶναι ἕνα
μεμονωμένο γεγονός ποὺ
μαρτυρεῖται, ἐξ
ἀνάγκης τῆς συγκεκριμένης κατάστασης στὴν ὁποία
ἔγινε, καὶ πέρα ἀπὸ
αὐτὸ
τὸ γεγονὸς ὁ
γέροντας ἀπεῖχε ἀπὸ τέτοιες τακτικές, σὲ συμφωνία μὲ τὴν
ὅλη στάση ζωῆς ποὺ
εἶχε ἀπέναντι
στὴν σύγχρονη οἰκουμενικὴ κίνηση, μὲ τὸν
τρόπο ποὺ αὐτὴ πραγματοποιεῖται, δηλαδὴ στάση ἀποχῆς.
Ἀπὸ τὸ
τρίτομο βιβλίο τοῦ
Γέροντα «Οἰκοδομῶντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ
μέσα μας καί στούς ἀδελφούς
μας» μποροῦμε
νὰ γνωρίσουμε τὴν στάση του ἀπέναντι α. στὸν ἑτερόδοξο
χριστιανικό κόσμο (ὅπως
καὶ στὸν
μὴ χριστιανικό), β. στὸ ΠΣΕ καὶ γ. στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση:
α. – «Στή Δύση δέν δόθηκε νά συλλάβει τό πλήρωμα τῆς ἀποκαλύψεως
σχετικά μέ τήν ἀρχή
τοῦ προσώπου-ὑποστάσεως στό θεῖο Εἶναι
καί στό ἀνθρώπινο εἶναι, ὅπως
τό ἔχουμε ἐμεῖς
στήν Ὀρθοδοξία».
- «Ἡ
ἀγγλικανική ἐκκλησία προτείνει τόν δικό της τύπο
ἑνότητος, ὅπως δηλαδή παρουσιάζεται ἡ ἑνότητα
τῆς ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας
σέ ὅλο τόν κόσμο. Μερικοί τήν ὀνόμασαν ἐκκλησία-γέφυρα γιά τήν ἑνότητα. Οἱ ρωμαιοκαθολικοί σκέφτονται τήν ἑνότητα μόνο ὡς ὑποταγή
ὅλων στόν ἐπίσκοπο Ρώμης».
- «Ἡ
δική μας Ἐκκλησία
διδάσκει τήν ἐκπόρευση
τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος μόνο ἀπό
τόν Πατέρα, ἐνῶ στή Δύση λένε ̎καί ἐκ
τοῦ Υἱοῦ̎ (Filioque), καί γιά αἰῶνες μένουμε χωρισμένοι. Προσωπικά, ἀσπάζομαι τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
μας καί ἀφήνω τούς ἄλλους νά σκέφτονται ὅπως θέλουν. Ἡ σκέψη μας, ὅμως, προχωρεῖ πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ κοσμικοῦ εἶναι
καί μιλάει γιά τό πῶς
ἦταν ὁ
Θεός πρίν ἀπό
τή δημιουργία τοῦ
κόσμου˙ ὅτι
τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐκπορεύεται
ἀπό τόν Πατέρα, καί ὅτι ὁ
Πατέρας εἶναι
ἡ μόνη ἀρχή καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος»
- «Πῶς
γίνεται, λοιπόν, νά ὑπάρχουν
ὁμολογίες, πού νά μισοῦν καί νά καταδιώκουν τίς ἄλλες;
Τώρα παρατηρεῖται
διωγμός τῶν
Ὀρθοδόξων σέ ὅλο τόν κόσμο. Καί πῶς προκαλοῦμε τό μῖσος αὐτό;
Ἐμεῖς
φοβόμαστε «καί μύγα νά προσβάλλουμε». Μᾶς
μισοῦν, ὅμως,
περισσότερο ἀπό
ὅ,τι τούς ἐγκληματίες. Καί αὐτό δέν εἶναι καθόλου φαντασία, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν πεῖρα μας. Ἀλλά, ἄς
μή ταράσσεται ἡ
καρδιά σας˙
πιστεύετε στόν Θεό, πιστεύετε στόν Χριστό̎ καί συνεχίστε
τή ζωή αὐτή. Αὐτός
εἶπε : ̎Ὅπως μίσησαν ἐμένα ἄδικα,
ἔτσι θά μισήσουν καί ἐσᾶς
γιά τό ὄνομά μου̎
. Συνεπῶς,
μή χάνετε τή βασική θεωρία : τῆς
ζωῆς χωρίς ἁμαρτία»!
β. – «Γνωρίζετε ὅτι
στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ὑπάρχουν
δεκάδες θεολόγοι, διδάκτορες τῆς
θεολογίας, καί ὅλοι
σκέφτονται διαφορετικά, ὅλοι
μιλοῦν διαφορετικά. Ὁ Μπερντιάγιεφ ἔλεγε ὅτι
ἡ ζωή εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα ἀπό τόν πλοῦτο τοῦ
περιεχομένου της˙
ὅταν συναντοῦμε ἕνα
ἄλλο πρόσωπο, ἀνακαλύπτουμε ἄλλες ἀπόψεις,
ἄλλες προσεγγίσεις, ἄλλες ἰδέες,
ἄλλες πορεῖες, καί αὐτή ἡ
διαφορά τῶν
προσεγγίσεων, τῶν
ἰδεῶν,
τῶν θεωριῶν συνιστᾶ τόν πλοῦτο τῆς
ζωῆς μας. Στήν Ἁγία Τριάδα, ὅμως, δέν ἰσχύει αὐτό. Γιά τά Τρία Πρόσωπα δέν ὑπάρχει παρά μόνο μία θέληση, μία
βασιλεία, μία δόξα. Στή Μονή, ἐπίσης,
δέν εὐχόμαστε ὁ καθένας νά ἔχει δικές του προσωπικές σκέψεις. Αὐτό δέν εἶναι ἀπόδειξη
πλούτου. Ὁ
πλοῦτος συνίσταται στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ
Δημιουργοῦ
μας. Ἄν Τόν γνωρίζουμε μέ τήν ἴδια τή ζωή μας καί μέσα στή σάρκα
μας, τότε, μετά τόν θάνατο, θά εἴμαστε
ἀκόμη πιό πολύ ἑνωμένοι μαζί Του. Ὁ ἅγιος
Ἀρσένιος ὁ Μέγας ὑπέφερε πάνω στή γῆ, διότι ὁ καθένας εἶχε τή δική του θέληση, τίς δικές
του ἰδέες. Ἔλεγε ὅτι
στόν Οὐρανό τό πλῆθος τῶν
σεσωσμένων ἔχει
τήν ἴδια σκέψη, τήν ἴδια στάση».
- «Τί σημαίνει «ὀρθοδοξία»;
Ἡ ὀρθοδοξία
εἶναι μία ἐνδιάθετη ἀντίληψη-γνώση πῶς νά συναντήσει κανείς τόν Χριστό,
τόν ἀληθινό Χριστό. Τώρα, στό Παγκόσμιο
Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ὑπάρχουν
περισσότερες ἀπό
διακόσιες διαφορετικές ὁμολογίες.
Αὐτό εἶναι
δυνατόν, διότι ὁ
λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι
λόγος τοῦ Θεοῦ,
τοῦ ἀπολύτου
Εἶναι, ἀλλά
ἐμεῖς
δέν εἴμαστε στό ἐπίπεδο αὐτό».
- «Γιατί ἡ
Ἐκκλησία διαχωρίστηκε σέ τόσο μεγάλο
ἀριθμό διαφορετικῶν ὁμολογιῶν; Στή Γενεύη, στό Παγκόσμιο
Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, συμμετέχουν περίπου 200 ὁμολογίες. Στό οἰκουμενικό αὐτό κίνημα ὑπάρχει μιά ἐσφαλμένη ἀντίληψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε ὁμολογία φέρει ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας,
ἀλλά καμιά δέν ἔχει τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Ἀπολύτου.
Ὅσοι μιλοῦν μέ τόν τρόπο αὐτό μπορεῖ νά φαίνεται πώς ἔχουν δίκαιο. Ἀλλά, τό λάθος τους εἶναι ὅτι,
βλέποντας τούς ἀντιπροσώπους
τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν, παρατηροῦν τήν παρουσία τοῦ σκότους τῆς πτώσεως σέ ὅλους τούς ἀντιπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας,
καί καταλήγουν στό συμπέρασμα ὅτι
κανένας δέν γνωρίζει τήν ἀλήθεια,
ἀλλά ὅτι
ὁ καθένας κατέχει ἕνα κομμάτι».
γ. - «Δέν λαμβάνω μέρος στήν οἰκουμενική κίνηση. Ἡ ἰδέα
μου, ὅμως, ἦταν
ἡ ἐξῆς : νά συγκεντρώνεσθε καί νά ἐξετάζετε πῶς εἶναι
δυνατόν νά ζήσουμε χωρίς ἁμαρτία.
Ἔρχονται διακόσιοι διδάκτορες
θεολογίας καί ὁ
καθένας λέει τίς θεωρίες του, φανερώνοντας ἔτσι
τήν ἄγνοια καί τήν ἀμάθειά του. Ἄς παραθέσουμε ἕνα ἀπό
τά λάθη : Μερικοί μελετοῦν
ὅλες τίς θρησκεῖες καί στή θεωρητική αὐτή γνώση τῆς ἱστορίας
ὅλων τῶν
θρησκειῶν καί τοῦ περιεχομένου τῶν διδασκαλιῶν βλέπουν τήν παγκοσμιότητά τους. Ὁ Κύριος, ὅμως, λέει : ̎Εἷς
ὑμῶν
ἐστιν ὁ
Πατήρ καί εἷς
ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός̎.
Καί αὐτός ὁ
Διδάσκαλος Χριστός φέρει μέσα Του ὁλόκληρη
τήν κτίση».
- «Ἡ
διδαχή τοῦ
Γέροντα σέ κάθε κείμενό του φθάνει ὡς
τά ἔσχατα ὅρια. Γιά τή μετάνοια, λοιπόν, λέει ὅτι μετανοοῦμε, δέν εἴμαστε ἄμεμπτοι, ἐφόσον δέν ἀποκτήσαμε τέτοια κατάσταση, ὥστε νά ζοῦμε ὅλη
τήν ἀνθρωπότητα ὡς περιεχόμενο τῆς ἴδιας
τῆς ζωῆς
μας. Αὐτό εἶναι
ἡ παγκοσμιότητα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι
ἀδύνατον νά τήν ἐννοήσουμε ὡς «παγκοσμιότητα γνώσεως», ὅπως τείνουν νά φρονοῦν μερικοί πολυμαθεῖς, ὅτι
δηλαδή κατορθώνεται, ὅταν
ὁ ἄνθρωπος
γνωρίζει καί τόν Χριστιανισμό καί τόν Βουδισμό καί τόν Ἰσλαμισμό καί τόν Κομφουκιανισμό καί
τόν Μαρξισμό καί ὅλα
τά ἄλλα. Ἡ
παγκοσμιότητα δέν εἶναι
γνώση τῶν ποικίλων ἀπόψεων τοῦ ἀνθρωπίνου
εἶναι ἐπί
τῆς γῆς,
ἀλλά εἶναι
ἡ ἀγάπη
τοῦ Χριστοῦ, πού ἀγκαλιάζει τά πάντα˙ εἶναι ἡ
ἀγάπη, ἡ ὁποία
μοῦ φαινόταν στήν ἀρχή ὡς
κάτι τό ἀνάξιο καί ψυχολογικό, ἀλλά ὕστερα
ἀποκαλύφθηκε στή συνείδησή μου ὡς δύναμη ὀντολογική, πού ἑνοποιεῖ».
Ἐπίσης
στὸ βιβλίο τοῦ ἅγιου
Γέροντα «Ἀγώνας
Θεογνωσίας - Ἡ
ἀλληλογραφία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου μὲ τὸν
Δ. Μπάλφουρ» γράφει γιὰ
τὸ α. καὶ τὸ
γ.:
α. - «Πιστέψτε με, ἀγαπητέ,
ὅτι, ἄν
κάποτε ἐπιτρέπω στόν ἑαυτό μου νά χρησιμοποιεῖ τούς ὅρους ʺΚαθολικοίʺ
καί ʺΚαθολικισμόςʺ
ὑποδεικνύοντας τίς ἀνεπάρκειες καί τά λάθη τους, τό
κάνω ὄχι μέ σκοπό νά τούς διασύρω (νά μέ
φυλάξει ὁ Κύριος ἀπό κάτι τέτοιο). Τό κάνω ὅμως, γιά νά δηλώσω ἁπλά καί ἀπερίφραστα, ὅπου αὐτό
ἐπιβάλλεται κατ’ ἀνάγκη, ὅτι δέν ὑπάρχει σέ αὐτούς ἡ
ἀλήθεια. Στή δεδομένη μάλιστα
περίπτωση μπορῶ
νά σᾶς βεβαιώσω ὅτι δέν θά ἔπρεπε νά ταράζεται ἡ ψυχή σας βλέποντας τή σημαντική, ὡς πρός τήν ἐξωτερική ὀργάνωση καί πειθαρχία, ὑπεροχή τοῦ Καθολικισμοῦ σέ σύγκριση μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί αὐτό εἶναι
ʺγῆʺ».
- «Ὅταν
στερεωθεῖτε στήν πίστη, θά ἀνακαλύψετε στή συνέχεια ἀμέτρητο ἀριθμό ἀποδείξεων σχετικά μέ τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας καί πίστεως: α) θεολογικοῦ, β) ἠθικοῦ, ἀσκητικοῦ καί γ) ἱστορικοῦ χαρακτήρα. Τότε θά σᾶς καταστεῖ ἀναμφίβολα
σαφές ὅτι ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διακρίνεται ἀπό ὅλες
τίς ἄλλες ἐκκλησίες
σέ τρία ἐπίπεδα, γιατί:
i) μόνη αὐτή
ἀληθεύει πλήρως στή θεολογία της,
ii) μόνη αὐτή
γνωρίζει τό μυστήριο τῆς
χάριτος, τῆς
ἁγίας ζωῆς, καί διαφυλάσσει στήν πληρότητα
τή θεία χάρη, καί
iii) εἶναι
ἡ ἀρχαιότερη,
ἡ θεμελιώδης, ἡ βασική, ἀπό τήν ὁποία ἀποσχίσθηκαν
κατά καιρούς μεγαλύτερα ἤ
μικρότερα τμήματα».
γ. «...μιά σημαντική μερίδα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου κλίνει σήμερα νά ἀποδεχθεῖ μιά ἀπό
τίς πιό ἐπικίνδυνες αἱρέσεις. Αὐτή ξεκινᾶ ἀπό
τήν διαπίστωση ὅτι
δῆθεν στίς ἡμέρες μας δέν ὑπάρχει οὔτε μιά ἐκκλησία πού νά ἔχει διαφυλάξει πλήρως τήν ἀλήθεια τῆς διδαχῆς τοῦ
Χριστοῦ·
ὅτι καμμιά δέν κατέχει σέ ἀπόλυτο βαθμό τή γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας,
χαρισματικῆς
ζωῆς σέ ἠθικό
καί ἀσκητικό ἐπίπεδο· ... Ἐπιθυμῶ μόνο κλείνοντας τό θέμα αὐτό νά πῶ παρενθετικά ὅτι πολύ θά ἤθελα (καί γι’ αὐτό προσεύχομαι στόν Θεό) ἐσεῖς
νά μή πλανηθεῖτε
μέ ὅλα αὐτά,
ἀλλά νά πιστεύετε ἀκράδαντα μέ τήν καρδιά καί μέ τό νοῦ ὅτι
ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἐκείνη
ἡ Μία, Μοναδική καί Ἀληθινή Ἐκκλησία πού ἵδρυσε ὁ Χριστός».
Ἀκόμα
γιὰ τὴν
οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ τὴν
«ἔνωση τῶν ἐκκλησιῶν» ὁ
Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος
ἔχει ἀναφέρει
ὅτι ὁ
ἅγιος γέροντας Σωφρόνιος τοῦ ἔλεγε
ὅτι:
«Ὅποιος
κάνει λόγο γιὰ
ʺἔνωση τῶν ἐκκλησιῶνʺ
χωρὶς
νὰ τηροῦνται
οἱ βασικὲς ὀρθόδοξες
καὶ ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις, δηλαδὴ ἡ
τήρηση τῶν δογμάτων, αὐτὸς
δὲν γνωρίζει οὔτε τὸ
ὕψος τῆς
ὀρθοδόξου θεολογίας, ποὺ εἶναι
ἡ θέωση, οὔτε τὸ
βάθος στὸ ὁποῖο ἔφθασαν
ὁ Παπισμός καὶ οἱ
Προτεστάντες μὲ
τὴν ἀπομάκρυνσή
τους ἀπὸ
τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν
Ἀποστόλων καὶ τῶν
Πατέρων, ἀπὸ τὴν
Ἀποκάλυψη αὐτοῦ
τοῦ Ἴδιου
τοῦ Χριστοῦ, τοῦ
ἀσάρκου καὶ σεσαρκωμένου Λόγου.
Ἔτσι,
ἄν δὲν
ἀντιμετωπισθὴ θεολογικὰ ἡ
αἵρεση τοῦ actus purus,
δηλαδὴ
ἡ αἱρετικὴ ἄποψη
ὅτι στὸν
Θεὸ ταυτίζεται ἡ ἄκτιστη
οὐσία μὲ
τὴν ἄκτιστη
ἐνέργεια, ὁπότε ὁ
Θεὸς ἔρχεται
σὲ ἐπικοινωνία
μὲ τὴν
κτίση καὶ τὸν
ἄνθρωπο μὲ κτιστὲς ἐνέργειες,
δὲν μπορεῖ νὰ
γίνη λόγος γιὰ
τὴν λεγομένη ʺἔνωση τῶν ἐκκλησιῶνʺ.
Ἀπὸ
τὴν αἵρεση
αὐτὴ
προέρχονται ὅλες
οἱ ἄλλες
αἱρέσεις, μεταξὺ τῶν
ὁποίων τὸ filioque, τὸ ἀλάθητο
καὶ τὸ
πρωτείο τοῦ
Πάπα κ.α.».
6) Μετὰ
ἀπὸ
ὅλα τὰ
παραπάνω, ἔχουν
τεθεῖ ἐρωτήματα
καὶ περὶ
τῆς θεολογίας τοῦ ἅγιου
Γέροντα. Ὑπήρξε
μιὰ παρερμηνεία τῶν λόγων του καὶ κακοποίηση τῶν διδασκαλιών του ἀπὸ
ἀνθρώπους ποὺ ἔμειναν
στὸ γράμμα καὶ δὲν
μπόρεσαν νὰ
προσεγγίσουν τὸ
πνεῦμα τοῦ
Γέροντα, χωρὶς
νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν
ταπείνωση καὶ
τὴν ἀρχοντιά
του, καὶ ὅτι
ἦταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ ἐκείνους
ποὺ μὲ
τὸ πνευματικὸ βίωμά τους ἔφθασαν σὲ θέση νὰ μποροῦν νὰ
ποῦν «ὀψόμεθα
τῶ Θεῶ
καθὼς ἐστι».
Πέρα ἀπὸ
τοὺς λόγους ποὺ ἡ
λογική τους δὲν
τοὺς ἐπέτρεψε
νὰ δοῦν
παραπέρα τὰ
βαθύτερα νοήματα τῆς
θεολογίας του καὶ
«κώλυσαν» στὸ
ὅτι ὁ
Γέροντας χρησιμοποίησε τούτη ἤ
τὴν ἄλλη
λέξη ἤ ἔκφραση,
τὴν ὁποία
ἀπομόνωσαν ἀπὸ
τὴν συνάφεια τοῦ ὅλου
κειμένου του καὶ
ἀνέπτυξαν ὡσὰν
νὰ τῆς
εἶχε δώσει τὸ περιεχόμενο ὅπως αὐτοὶ ἐξέλαβαν,
γίνεται σαφὲς
ὅτι εἶτε
μεταχειρίστηκαν τοὺς
θεολογικοὺς
ὅρους μὲ μαθηματικὴ συλλογιστική, φθάνοντας στὸ ἐπιδιωκόμενο
ἀποτέλεσμα μέσω τῆς προκρούστειας μεθόδου, εἴτε παραμερίζοντας τὴν ἀνάγκη
οὐσιαστικῆς ἐπιχειρηματολογίας
παραδόθηκαν σὲ
μιὰ τυφλὰ
προκατειλημμένη καὶ
στείρα νομικιστικὴ
κριτική. Ὡστόσο
ἡ κατανόηση τῶν βαθυστόχαστων κειμένων τοῦ ἅγιου
Σωφρονίου, στὴν
ὁποία ἡ
δυσκολία ἐπιβαρύνεται
καὶ λόγω τοῦ γεγονότος τῆς ρωσικῆς καταγωγῆς τοῦ
Γέροντα, ποὺ
συνεπάγεται κάποια διαφορὰ
νοοτροπίας καὶ
προσέγγισης τῶν
ἐπὶ
μέρους ζητημάτων, προϋποθέτει τὴν
ἐκ μέρους μας ταπείνωση, καλὴ θέληση καὶ προσευχητικὴ διάθεση νὰ μᾶς
δώσει ὁ Θεὸς
καθαρότητα καὶ
φώτιση νὰ ἐννοήσουμε
τὰ ἀνώτερα.
Τότε μόνο θὰ
μπορέσουμε σὲ
κάποια σημεῖα
ποὺ ὁ
Ἅγιος χρησιμοποιεῖ ὅρους
ποὺ δὲν
συναντώνται στοὺς
ἁγίους Πατέρες νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν
σκοπό ποὺ τὸ
κάνει αὐτό, διακρίνοντας ὅτι τοὺς
δίνει νόημα ὀρθόδοξο
καὶ ὄχι
τὸ νόημα ποὺ τοὺς
ἔχουν δώσει μὴ Ὀρθόδοξοι,
ἐκφραζόμενος ἔτσι ἀκριβῶς ὥστε
νὰ μιλήσει στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο καὶ νὰ
γίνει ἀντιληπτὸς στὴν
ἐποχή του, καὶ πετυχαίνοντας ἔτσι νὰ
ἀναιρέσει τὰ αἱρετικὰ
καὶ
ξένα στὴν εὐαγγελικὴ πίστη τῶν ἁγίων
Πατέρων μας νοήματα.
Ἔτσι,
στὴν θεολογία τοῦ ἅγιου
Γέροντος συναντάμε τοὺς
ὅρους «καθαρὴ πράξη» καὶ «καθαρὸ γεγονὸς»:
«Ἡ Ἐκκλησία
μας λέγει ὅτι
ὁ Θεὸς
εἶναι μία Ὕπαρξη αὐθύπαρκτη, ποὺ δὲν
ἔχει ἐκτὸς Ἑαυτοῦ της οὐδεμία ἄλλη αὐτοτελὴ ὕπαρξη,
παράλληλη πρὸς
Αὐτόν. Μᾶς λέγει περί τοῦ παντέλειου, ζῶντος καὶ κατέχοντος τὴν ἀπόλυτη
πληρότητα τῆς
πραγματωθείσης ὑπάρξεως
Θεοῦ, δηλαδὴ μιᾶς
ὑπάρξεως, ἡ ὁποία
ἀποτελεῖ καθαρὴ πράξη. Καὶ ὅταν
ἡ διάνοιά μας σταματᾶ σκεπτόμενη αὐτὴ
τὴν Ὕπαρξη,
Ἐκείνη, ἐξαιτίας τῆς ἀρχικῆς της πληρότητας, τῆς παρουσιάζεται ὡς καθαρό γεγονός. Ἀπορεῖ
καὶ σιωπᾶ
ἡ διάνοιά μας ἐνώπιον αὐτῆς
τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας,
διότι δὲν χωρά αὐτὴ
στὰ πλαίσια κατηγοριῶν τῆς
σκέψεώς μας» (στὸ
«Ἡ ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας
κατὰ τὸ
πρότυπο τῆς
ἑνότητας τῆς Ἁγίας
Τριάδος»). Ἐπίσης
συναντάμε τοὺς
ὅρους «καθαρὴ δυνατότητα» καὶ «καθαρὴ ἐνέργεια»:
«Στὴν παρούσα δεδομένη πραγματικότητα δὲν εἴμαστε
ἀκόμη πραγματοποιημένα πρόσωπα.
Γινόμαστε πρόσωπα μόνο μετὰ
τὴν πραγμάτωση τῆς δυνατότητας ἐκείνης ποὺ ὡς
«καθαρὴ δυνατότητα» δημιουργεῖται ἐξαρχῆς ἀπὸ τὸν
Θεό. Στὴν τελικὴ πραγμάτωσή του τὸ ἀνθρώπινο
πρόσωπο ὀφείλει νὰ «ἐνεργοποιηθεῖ» ὡς
τὸ τέλος «ἐν Χριστῶ», συνεπῶς νὰ
καταστεῖ «καθαρὴ ἐνέργεια»...»
(στὸ «Το μυστήριο της πνευματικής
ζωής»).
Εἰδικὰ ὁ
ὅρος «καθαρή ἐνέργεια» εἶναι αὐτὸς ποὺ
χρησιμοποιεῖται
καὶ στὸν
παπισμὸ ἀπὸ τὸν
Θωμὰ Ἀκινάτη
(«actus purus»). Βέβαια δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ
ἐννοεῖ
ἐδῶ
ὁ ἅγιος
Γέροντας ὅτι
ἡ ἄκτιστη
οὐσία ταυτίζεται μὲ τὴν
ἄκτιστη ἐνέργεια, καὶ συνεπῶς ἡ
χάρη εἶναι κτιστή, τὴν στιγμὴ ποὺ
ὁ ἴδιος
ἀλλοῦ,
ὅπως ἀναφέραμε
παραπάνω, ἐξηγεῖ ὅτι
αὐτὸ
τὸ δόγμα τοῦ παπισμοῦ εἶναι
ἡ πηγὴ
ὅλων τῶν
αἱρετικῶν
του διδασκαλιῶν.
Ἄλλωστε ὁ ἴδιος
ἐξηγεῖ:
«Παρότι χρησιμοποιοῦνται
ἐδῶ
οἱ ὅροι
τοῦ Θωμᾶ
τοῦ Ἀκινάτη,
ὁ ἀναγνώστης
μπορεῖ ἀμέσως
νά διακρίνει πῶς
ἡ σειρά τῆς σκέψεως καί οἱ ἀντιλήψεις
μας διαφέρουν ἀπό
ἐκεῖνες,
πού συναντοῦμε
στήν θωμιστική θεολογία...». Ἐπίσης
ἡ χρήση αὐτοῦ
τοῦ ὅρου
ἀπὸ
τὸ Γέροντα ἀντιτίθεται στὸ ἀφηρημένο
«καθαρό εἶναι»
τοῦ ὑπερπροσωπικοῦ ἀπόλυτου
τοῦ Βουδισμοῦ.
Ὁ
Ἅγιος χρησιμοποιεῖ τὸν
παραπάνω ὅρο
ἀναφερόμενος στὴν ἔννοια
τῆς αεικινησίας τοῦ Θεοῦ,
ὅπου γι’ αὐτὸ
γιὰ παράδειγμα γράφει: «Τό θεῖο Ὄν,
ἀπόλυτα ἐνεργοποιημένο, ἀποκλείει τήν παρουσία σέ Αὐτό μή ἐνεργοποιημένων δυνάμεων καί μέ τήν ἔννοια αὐτή μπορεῖ νά ὁρισθεῖ ὡς
καθαρά ἐνέργεια». Ἡ διάκριση ἀκτίστης οὐσίας καὶ ἀκτίστης
ἐνέργειας τηρεῖται καὶ ἡ
συνέπεια εἶναι
ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου
νὰ ἔρθει
σὲ πραγματικὴ κοινωνία μὲ τὸ
Θεὸ μέσω τῆς ἀκτίστου
χάρης Του, ὁπότε
μπορεῖ ἔτσι
καὶ νὰ
πετύχει τὴν
πραγμάτωσή του ὡς
πρόσωπο «ἐν
Χριστῶ», ποὺ
εἶναι καὶ ὁ
σκοπὸς τῆς
ζωῆς του.
Ἕνας
ἄλλος παρεξηγημένος καὶ ἐπικρινόμενος
ἀπὸ
κάποιους βασικὸς
ὅρος στὴν θεολογία τοῦ Γέροντα εἶναι αὐτὸς τῆς
«Θεοεγκατάλειψης». Ὅμως
ὁ ἴδιος
ὁ Ἅγιος
παρατηρεῖ: «Ὅσοι
δέν πιστεύουν στόν Θεό, δέν γνωρίζουν τή Θεοεγκατάλειψη. Τή θλίψη αὐτή περνοῦν μόνο ἐκεῖνοι
πού γνώρισαν ἤδη
τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ
καί ἀγωνίζονται μέ ὅλες τίς δυνάμεις τους νά
παραμείνουν ἐν
Αὐτῷ.
Ὅσο ἐντονότερα
γεύθηκε ὁ ἄνθρωπος
τή χαρά τῆς
ἐνώσεώς του μέ τόν Θεό, τόσο
βαθύτερα πάσχει ἀπό
τόν ἀποχωρισμό του ἀπό Αὐτόν».
Γιὰ τὸν
Ἅγιο Θεοεγκατάλειψη ἤ ἄρση
τῆς Χάριτος δὲν σημαίνει ἀπουσία τοῦ Θεοῦ
ἀπό τήν ζωή πιστοῦ, ἀλλά
παιδαγωγία πού τόν βοηθᾶ
νά προσλάβει πιὸ
πλούσια τὸ
ἔλεος καὶ τὴν
Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ γέροντας Σωφρόνιος, αὐτὴ
τήν ἐμπειρία τὴν ἐρμηνεύει
μέσα ἀπὸ
τὴν προσευχὴ τοῦ
Χριστοῦ στὴ
Γεθσημανὴ καὶ
τὸν Σταυρό Του. Ὁ Ἅγιος
δὲν χωρίζει τίς ὑποστατικά ἐνωμένες φύσεις τοῦ Χριστοῦ, οὔτε
τὶς θεωρεῖ ὡς
μία, ὅπως τοῦ καταλόγισαν μερικοί, ἀλλὰ
σὲ συμφωνία μὲ τοὺς
ἁγίους Πατέρες ἐξηγεῖ
ὅτι ὁ
Κύριος μὲ τὴν
ἐνσάρκωσή Του «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφήν δούλου λαβών» καὶ ἡ
κένωσή Του κορυφώθηκε μὲ
τὴν «τοῦ
πάθους συγχώρησις», ὅπως
γράφει καὶ
ὁ Ἅγιος
Κύριλλος, ποὺ
εἶναι ἕνα
πραγματικὸ
καὶ αἱματηρὸ γεγονὸς, κατὰ τὸ
ὁποῖο
«ἐν ἑαυτῷ τυποῖ
τό ἡμέτερον», ὅπως γράφει καὶ ὁ
ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος. Γράφει ὁ ἅγιος
Γέροντας: «Ὅπως
γνωρίζουμε ἀπό
τό Εὐαγγέλιο, ὁ Ἴδιος
ὁ Κύριος ἔζησε τήν ἄκρα ἐγκατάλειψη.
Μέ τόν αἱματηρό ἱδρῶτα
κατά τήν προσευχή στή Γεθσημανῆ,
στήν ὁποία παρέδωκε τά πάντα στόν Πατέρα
Του, πάνω στόν σταυρό «ἀνεφώνησε
φωνῇ μεγάλῃ... Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες; ...(και) πάλιν κράξας
φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τό πνεῦμα» (Μτ. 27, 46-50)». Ὁ Χριστός ἑκουσίως ὑπόμεινε στόν Σταυρό κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του, πού στό πρόσωπό
Του ἦταν ἑνωμένη
μέ τήν Θεότητα ἀσυγχύτως,
ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως, τόν βαρύτερο πόνο τοῦ ἐγκαταλελειμμένου
ἀνθρώπου, ὥστε νὰ
σώσει ὅποιον ἐγκαταλελειμμένον τὸ θελήσει.
Ἀλλοῦ πάλι (στὸ «Ὀψόμεθα
τῶ Θεῶ
καθὼς ἐστι»)
ὁ ἅγιος
Σωφρόνιος γράφει: «Ὁ
Κύριος Ἰησοὺς ἠρώτησε τὸν Πατέρα:
«Ἵνα τὶ
μὲ ἐγκατέλιπες»; Φρονοῦμεν ὅτι
ἐπὶ
τοῦ ἐπιπέδου τῆς
Θεότητος δὲν ἤτο
δυνατὸν νὰ
ἐπέλθη
τοῦτο ὀντολογικῶς, τουτέστι νὰ
χωρισθὴ ὁ
Πατὴρ ἀπὸ τοῦ
συναϊδίου καὶ
ὁμοουσίου
Υἱοῦ
Αὐτοῦ.
Πῶς λοιπὸν νὰ
ἐννοήσωμεν
ἀκριβῶς
ἐκεῖνο,
ὅπερ ἐγένετο εἰς τὸν
«ἄνθρωπον Χριστὸν Ἰησοῦν»;...Τὸ γεγονός, εἰς
τὸ ὁποῖον νῦν
ἀναφέρομαι,
εἶναι ἡ
«κένωσις» τῆς Θείας
ἀγάπης.
Ὁ Χριστὸς Ἰησούς, «ἡ
εἰκῶν
τοῦ Θεοῦ»,
Θεὸς ὤν
κατ’ οὐσίαν,
ἤ ὡς
ἐξέφρασε
τοῦτο ὁ
Ἀπόστολος
Παῦλος,«ἐν
μορφὴ Θεοῦ
ὑπάρχων»,
ἐταπείνωσεν
ὁ Ἴδιος
Ἑαυτὸν
ἐξ ὑπακοῆς πρὸς
τὸν Πατέρα
μέχρι πλήρους ἀπαρνήσεως τῆς ἀνθρωπίνης Αὐτοῦ θελήσεως,
«μέχρι θανάτου θανάτου δὲ
σταυροῦ».
Ὅσον
ἀφορὰ
τὸ βιβλίο τοῦ παπικοῦ Ἰωάννη
τοῦ Σταυροῦ ποὺ
ἀναλύει τὴν κατάσταση τῆς θεοεγκατάλειψης, τὸ ὁποῖο μελέτησε ὁ γέροντας Σωφρόνιος, δὲν ἀποδέχθηκε
ὅλα ὅσα
ἀναφέρει, ἀλλὰ
μόνο κάποια ὠφέλημα
σημεῖα, ποὺ
ἔκρινε ὅτι συμφωνοῦν μὲ
ὅσα διδάσκουν οἱ ἁγίοι
Πατέρες. Ὡστόσο
σημειώνει ὅτι
στὸ σύνολό του μπορεῖ νὰ
βλάψει καὶ
χρειάζεται προσοχή. Γράφει στὸν
Δαυίδ Μπάλφουρ (στὸν
«Ἀγώνα Θεογνωσίας»): «Ἐνδέχεται ὡστόσο νὰ ἔχουν
γεννηθεῖ μέσα σας ὅλες αὐτὲς οἱ
ἀμφιβολίες, γιατὶ ὁ
Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ διδάσκει τὸ ἀντίθετο»
καὶ «Παρακαλῶ, γράψτε μου ὁπωσδήποτε γιὰ τὸ
θέμα αὐτό (περὶ μετοχῆς στὴ
θεία ζωή). Ἄν
καὶ ἐγῶ ἔχω
νὰ σᾶς
κάνω προειδοποιητικὰ
τὴν ἐξῆς παρατήρηση: Ἄν τὸ
καταλάβατε μόνο διανοητικά, στηριχθήκατε στὸ
βιβλίο τοῦ
Ἰωάννου τοῦ Σταυροῦ".
Τὴν
ἐμπειρικὴ γνώση περὶ τῆς
θεοεγκαταλείψεως μετέδωσε στὸν
Γέροντα Σωφρόνιο ὁ
πνευματικός ὁδηγός
του, ὁ ἅγιος
Σιλουανός, ποὺ
τὴν εἶχε
βιώσει ἐπί σειρὰ ἐτῶν. Ὁ
πρῶτος σταθμὸς σὲ
αὐτὸ
τὸ πολυετὲς βίωμά του ἦταν ἡ
ἐμφάνιση τοῦ ζῶντος
Χριστοῦ μπροστά του, ὅταν τοῦ κραύγασε μέσα στὴν ἀπελπιστική
του κατάσταση «Εἶσαι
ἀδυσώπητος». Ὁ δεύτερος σταθμὸς ἦταν,
ὅταν μέσα στὴν ἄρση
τῆς χάριτος ὁ Κύριος τοῦ εἶπε:
«Κράτα τὸν νοῦ
σου στὸν Ἄδη
καὶ μὴν
ἀπελπίζου». Γενικῶς ὅμως
ἡ θεοεγκατάλειψη εἶναι ἕνα
συνηθισμένο γεγονὸς
ποὺ συναντάμε στὶς ζωὲς
ἁγίων προσώπων, τόσο στοὺς χρόνους τῆς Καινῆς, ὅσο
καὶ τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ὅσον
ἀφορὰ
τὴν ἐπίσης
παρεξηγημένη θεολογικὴ
προσέγγιση τοῦ
Γέροντα περὶ
τῆς ἐνδοτριαδικῆς ζωῆς:
«Τὰ τρία πρόσωπα τῆς Τριάδος ἀποκτοῦν
τὴν ὑπόστασή
τους κενώνοντας τὸ
καθένα τὸν ἑαυτό
του γιὰ νὰ
δώσει "χῶρο"
στὸ ἄλλο.
Ἡ ἀλληλοπεριχώρηση
τῶν Τριαδικῶν προσώπων εἶναι μία αἔνναη κένωση, ἕνας αἰώνιος
Σταυρός», ὅπου
κάποιοι θεωρήσαν ὅτι
ἐδῶ
μεταφέρεται «πατροπασχίτικα» ἡ
σταυρικὴ κένωση στὴν προαιώνιον ὕπαρξη καθενὸς ἐκ
τῶν Τριῶν
Προσώπων τῆς
Ἁγίας Τριάδος, προφανῶς ὁ
Γέροντας ἐδῶ δὲν
μεταφέρει τὸ
αἱματηρὸ
πάθος τοῦ Υἱοῦ ὡς
ἄνθρωπος μέσα στὴν Ἁγία
Τριάδα καὶ
ὴ κένωση καὶ ὁ
αἰώνιος Σταυρὸς ποὺ
περιγράφει εἶναι
οὐσιωδῶς
διακριτὰ ἀπὸ τὴν
σταύρωση ὡς
ἄνθρωπος τοῦ Κυρίου καὶ ἀφορὰ ἀποκλειστικὰ τὴν
θεία ζωὴ τῶν
Προσώπων τῆς
Ἁγίας Τριάδας, τὴν ὁποία
εἶναι πολὺ φτωχὰ
καὶ ἐλλειπὴ τὰ
λόγια μας νὰ
προσεγγίσουν καὶ
νὰ περιγράψουν. Ὡστόσο οἱ θεόπτες ἅγιοι νηπτικοῖ Πατέρες μποροῦν μέσα ἀπὸ
τὴν ἀσκητικὴ ἡσυχαστικὴ ζωή τους νὰ συλλάβουν μέσα σὲ κάποιες ἐκλάμψεις θείου φωτὸς κάποιες ἄρρητες περιγραφές της, τὶς ὁποῖες στὴν
συνέχεια μποροῦν
νὰ προσπαθήσουν νὰ μᾶς
τὶς μεταφέρουν καὶ νὰ
τὶς ἐκφράσουν
μὲ κτιστὰ ρήματα, ὅπως ἔπραξε
καὶ ὁ
Γέροντας Σωφρόνιος.
Ἅν
ὅμως δὲν
ὑπάρξει καλὴ θέληση, ταπείνωση καὶ προσευχή, ὅπως ἀναφέραμε
καὶ στὴν
ἀρχὴ,
δὲν μποροῦμε νὰ
διακρίνουμε τοὺς
μαργαρίτες, ἀπὸ τὰ
ἄχρηστα, τὴν ἀλήθεια
ἀπὸ
τὴν πλάνη, ὅπως ὁ
διάσημος Ρῶσος
Καθηγητῆς τῆς
Θεολογικῆς Ἀκαδημίας
τῆς Μόσχας Α.Ι. Ὀσίπωφ, ποὺ ἔγραφε
γιὰ τὸν
Ἅγιο ὅτι
«αὐτός ὁ
ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ κατάσταση βαθιᾶς καὶ
συνάμα πολὺ
λεπτῆς πνευματιστικῆς μαγείας… Σήμερα παρατηρεῖται μία τάση νὰ ἁγιοποιοῦνται ἄνθρωποι
ποὺ ἀμφισβητοῦνταν. Ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον
Ὄρος τιμὰ τὸν
Σαχάρωφ ὡς ἅγιο.
Τὸ πνεῦμα
μαγείας ἐπιχειρεῖται νὰ
ἐπικυρωθεῖ, ὅπως
ἀκριβῶς
ἔκαναν καὶ οἱ
Ρωμαιοκαθολικοί…» (Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου, «Γέροντας Σωφρόνιος ὁ Θεολόγος τοῦ ἀκτίστου
φωτός: Πρακτικὰ
διορθοδόξου ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου»). Ὅλο τὸ
Ἅγιο Ὄρος
λάθος λοιπόν, καὶ
ὁ καθηγητὴς μὲ
τὸ μυαλό του σωστός, χωρὶς βέβαια καθόλου ἐπιχειρήματα τῆς προκοπῆς. Γιὰ
περιπτώσεις σὰν
αὐτὴ
ὁ Ἅγιος
εἶχε γράψει: «Καί ἐκεῖνο
πού σᾶς διηγήθηκα δέν εἶναι ἀκίνδυνο
νά λέγεται σέ ἀνθρώπους
πού δέν γνώρισαν τήν πνευματική ζωή καί δέν εἶναι
ἱκανοί νά διακρίνουν τή χάρη ἀπό τήν πλάνη, ἀλλά θέλουν νά τά ἐξηγοῦν
ὅλα μέ ἐπιστημονικό τρόπο. Νά διηγεῖται, δηλαδή, κάποιος στούς ἀνθρώπους ὅτι ὁ
Κύριος συγχώρησε ἁμαρτίες
ἤ κάτι ἄλλο παρόμοιο, σημαίνει νά δίνει “τό
ἅγιον τοῖς κυσί”. Ἀγνοώντας ἐντελῶς
τή θεωρία τοῦ
φωτός (τοῦ
νοεροῦ, τοῦ
ἀΰλου) καί τά ἄλλα φαινόμενα τῆς πνευματικῆς ζωῆς,
ὅπως γιά παράδειγμα τό πένθος, οἱ ἄνθρωποι
τόν δυσφημοῦν
καί τόν διασύρουν» (στὸ
«Αγώνας Θεογνωσίας»).
Ο θεολόγος κ. Βασιλείος Ευσταθίου παραδέχεται την αγιότητα του Γέροντα Σωφρονίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή