Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ: ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΙΟ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΧΙΛΙΕΤΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ (Γ)

ΜΕΡΟΣ-Γ-

Η ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ 



επιμέλεια κειμένου: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου

 Εισαγωγικά

Προκειμένου να κατανοήσουμε το κείμενο της Αλεξάνδρειας που ήδη ξεκινήσαμε να σχολιάζουμε, πρέπει απαραίτητα να διευκρινίσουμε τον όρο "ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ" στην Ορθοδοξία και στον Παπισμό και να επισημάνουμε τις διαφορές.Το κείμενο του Κσθηγητή Δημ.Τσελεγγίδη που δημοσιεύουμε είναι αποσπασμα ομιλίας  του καθηγητή σε αντιαιρετικό συνέδριο και διαπραγματεύεται τον όρο "ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ".Όπως γράφει ο κ.καθηγητής 

"Η Συνοδικότητα, ως θεσμικός τρόπος εκφράσεως της Εκκλησίας, έχει δογματικές προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές ανάγονται στην Αγιοτριαδική ζωή, στο επίπεδο όμως της θείας Οικονομίας, και θεμελιώνονται κατεξοχήν στο Χριστολογικό δόγμα, αλλά και κατ’ επέκταση στην ταυτότητα της Εκκλησίας, νοουμένης ως μυστηριακού σώματος του Θεανθρώπου Χριστού".

Η Συνοδικότητα, σημειώνει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ «είναι μια πραγματικότητα που βιώνεται και όχι κάτι που απλώς μελετούμε και αναλύουμε» (από του σύγραμμά του  ‘’Το σώμα του ζώντος Χριστού.  Μια Ορθόδοξη ερμηνεία της Εκκλησίας’’). 

 Είναι πολύ εύστοχη η παρατήρηση του π. Γεώργιου  Φλωρόφσκυ.  Άλλο είναι η Συνοδικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και άλλο οι φραστικές αναφορές για ’’συνοδικότητα’’ στον Παπισμό.  

Ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος  Καψάνης, αναφέρει πως η  σύνοδος στον Παπισμό «γίνεται ένα συμβουλευτικό σωματείο των Παπών» ‘’Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη – Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός)’’.

Η Συνοδικότητα είναι θέμα εκκλησιαστικής εμπειρίας και όχι θεωρητικολογίες που αποκρύβουν τις πραγματικές παπικές προθέσεις. Ορθά αναφέρει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ότι η συνοδικότητα «είναι μια πραγματικότητα που βιώνεται και όχι κάτι που απλώς μελετούμε και αναλύουμε». Τη Συνοδικότητα τη διεφύλαξε η  Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, και όχι ο Παπισμός.  Η Εκκλησία από των Αποστολικών χρόνων μέχρι τις μέρες μας, το Συνοδικό σύστημα εφαρμόζει. «Όλοι οι Απόστολοι ήταν ότι και ο Πέτρος δηλαδή προικισμένοι με την ίδια τιμή και εξουσία», λέγει ο Άγιος Κυπριανός.  Δυστυχώς ο λόγος τούτος προσκρούει στη βατικάνειο εξουσιαστική επιμονή.

Αρκεί πιστεύω οι Παπικοί να ανατρέξουν στην Εκκλησιαστική ιστορία και θα διαπιστώσουν ότι η Συνοδικότητα είναι αυτή που διεφύλαξε τις δογματικές αλήθειες της Εκκλησίας και όχι το παπικό εξουσιαστικό πρωτείο.

Ο  Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, αναφέρει ότι «Οι Άγιοι χριστοφόροι Απόστολοι έδωσαν άπαξ διαπαντός τον ορισμόν της θεανθρωπίνης εκκλησιαστικότητος: ‘’ Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν’’ (Πραξ. 15,28).  Πρώτον το Άγιον Πνεύμα και κατόπιν ημείς˙ ημείς τόσον, όσον δίδομεν χώρον εις το Άγιον Πνεύμα δια να ενεργή δι’ημών» (Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς Άνθρωπος και Θεάνθρωπος).  Το «έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» Πραξ. 15,28, υποδεικνύει το πρωτοχριστιανικό συνοδικό κάλλος, το οποίο δυστυχώς αγνοεί ο Παπισμός. Το παπικό εξουσιαστικό πρωτείο ξεκάθαρα αντιστρατεύεται τη Συνοδικότητα. Άλλο είναι η Συνοδικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και άλλο οι φραστικές αναφορές για ’’συνοδικότητα’’ στον Παπισμό. Ορθά αναφέρει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ότι η συνοδικότητα «είναι μια πραγματικότητα που βιώνεται και όχι κάτι που απλώς μελετούμε και αναλύουμε».

 

------------------------------------------------------------------------------------------

Η Συνοδικότητα, ως αγιοπνευματικός τρόπος οριοθετήσεως της Πίστεως και της Ζωής της Εκκλησίας και οι Θεολογικές προϋποθέσεις της-(Δημ.Τσελεγγίδης-Καθηγητής  Δογματικής ΑΠΘ) 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Η λέξη «Συνοδικότητα» είναι ουσιαστικοποιημένο επίθετο, που προκύπτει από το ουσιαστικό «Σύνοδος». Η λέξη «Σύνοδος» είναι σύνθετη. Αποτελείται από το συνθετικό «συν», που σημαίνει μαζί, και τη λέξη «οδός», που σημαίνει τον δρόμο, τον τρόπο δηλαδή αφίξεως σε κάποιο τόπο ή σκοπό.

Στη Βιβλική γλώσσα η λέξη «οδός» νοηματοδοτήθηκε κατά ένα μοναδικό τρόπο. Ο Χριστός ονόμασε τον εαυτό Του ως Οδό, Ζωή και Αλήθεια. Οι λέξεις Οδός, Ζωή και Αλήθεια, πήραν υποστατικό περιεχόμενο, το περιεχόμενο του Δευτέρου Προσώπου του Τριαδικού Θεού μας.

Έτσι, ο Χριστός είναι όχι μόνον η Υποστατική Αλήθεια και η Υποστατική Ζωή, αλλά και η Υποστατική Οδός, ο τρόπος δηλαδή πρόσβασης στην όντως Αλήθεια και Ζωή, που είναι ο Ίδιος.

Στην Εκκλησία, όχι μόνον ο τρόπος πρόσβασης και παραμονής στην Οδό –που είναι ο Χριστός- είναι εμπειρικός, αλλά και η θεογνωσία και η εξ αυτής θεολογία, ως εν Χριστώ ζωή, είναι κατεξοχήν εμπειρική-βιωματική, επειδή την «πάσχουμε» υπαρξιακά, και την οικειωνόμαστε χαρισματικά, ως γνώση υπέρ φύσιν, υπέρ νούν και υπέρ αίσθησιν, αλλά εν πάση αισθήσει.

…………………………………………………………………………………….

 

Ποια σχέση έχουν όμως όλα τα παραπάνω με την Συνοδικότητα της Εκκλησίας;

 Η Συνοδικότητα αποτελεί τον θεσμικό, αλλά και αγιοπνευματικό εκείνο τρόπο, με τον οποίο οριοθετείται αδιαμφισβητήτως η πίστη και η ζωή της Εκκλησίας.

Η Συνοδικότητα, ως θεσμικός τρόπος εκφράσεως της Εκκλησίας, έχει δογματικές προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές ανάγονται στην Αγιοτριαδική ζωή, στο επίπεδο όμως της θείας Οικονομίας, και θεμελιώνονται κατεξοχήν στο Χριστολογικό δόγμα, αλλά και κατ’ επέκταση στην ταυτότητα της Εκκλησίας, νοουμένης ως μυστηριακού σώματος του Θεανθρώπου Χριστού.

Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, οι οποίες έχουν βιωματικό και γι’ αυτό προσδιοριστικό χαρακτήρα, η Συνοδικότητα της Εκκλησίας κενώνεται από το ουσιαστικό περιεχόμενό της και καταντά ένας ανθρώπινος θεσμός, οπότε εκπίπτει από τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα του.

Η πρακτική όμως δυνατότητα για την συνοδική λειτουργία των ανθρώπων θεμελιώνεται στο Χριστολογικό δόγμα. Καταρχήν, στο πρόσωπο του Θεού Λόγου -του Ενός της Αγίας Τριάδος- κατά την ενανθρώπησή Του συνήλθαν και λειτούργησαν συνοδικά και ακέραια οι δύο φύσεις του Χριστού, η θεία και η ανθρώπινη.

Η παραπάνω δογματική αλήθεια της Εκκλησίας διατυπώθηκε με κάθε ακρίβεια στους δογματικούς Όρους-Αποφάσεις της Δ΄ και Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ο Όρος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου αναφέρεται στην «σύνοδο» των δύο φύσεων του Χριστού, ενώ ο Όρος της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου αναφέρεται στην «σύνοδο» των δύο φυσικών θελήσεών Του, εξαρτωμένων φυσικώς εκ των δύο ακεραίων φύσεών Του.

Αν η Συνοδικότητα έχει την θεολογική αφετηρία της στον Τριαδικό Θεό και αν θεμελιώνεται στο Χριστολογικό δόγμα -, φανερώνεται όμως ιστορικά, εμπειρικά και θεσμικά στον τρόπο λειτουργίας της Εκκλησίας, όταν αυτή συνέρχεται για να λάβει αποφάσεις, που αφορούν καίρια την οριοθέτηση της πίστεως και της αγιοπνευματικής ζωής της.

Την Συνοδικότητα της Εκκλησίας -ως Αγιοπνευματικό τρόπο λειτουργίας της- εγγυάται η Ίδια η Θεανθρώπινη Κεφαλή της, τόσο διά της παρουσίας του Πνεύματος της Αληθείας σ’ αυτήν, όσο και διά της χαρισματικής λειτουργίας του Παρακλήτου Πνεύματός Του στα μέλη του μυστηριακού σώματός Του, και ειδικότερα στα θεσμικά μέλη Του, τους Επισκόπους, όταν αυτοί συνέρχονται σε Εκκλησιαστικές Συνόδους, με τις αγιοπνευματικές προϋποθέσεις της Εκκλησίας. Όσα είπαμε έως εδώ, συνιστούν τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις –τα εντελώς δηλαδήαναγκαία πνευματικώς προαπαιτούμενα- για την Ορθόδοξη λειτουργία των Εκκλησιαστικών Συνόδων. 

Στις Εκκλησιαστικές Συνόδους -Τοπικές ή Πανορθόδοξες- οι Επίσκοποι εκπροσωπούν το εκκλησιαστικό πλήρωμα τήςεπαρχίας τους ισοτίμως με όλους τους άλλους Συνοδικούς Επισκόπους και Προκαθημένους, μηδέ του «Πρώτου» εξαιρουμένου. Σ’ αυτές τις Συνόδους, οι Επίσκοποι -«όλην εισδεξάμενοι την νοητήν λαμπηδόνα του Αγίου Πνεύματος»- ασκούν την αποστολική διακονία τους, κατά την οποία, διασκεπτόμενοι μεταξύ τους και με το Άγιο Πνεύμα, όπως ποιητικά διατυπωμένο ακούσαμε εχθές στα Πασαπνοάρια του Όρθρου, αποφασίζουν όλοι μαζί με ισότιμη ψήφο για θέματα δογματικά και ποιμαντικά, που αφορούν καίρια και προσδιοριστικά το «μυστήριο της Θεολογίας» και τη ζωή της Εκκλησίας.

Οι αποφάσεις όλων ανεξαιρέτως των Συνόδων υπόκεινται στην αγιοπνευματική κρίση της δογματικής συνειδήσεως του πληρώματος της ανά τον κόσμο Εκκλησίας. Ως πλήρωμα της Εκκλησίας νοούνται όλοι οι πιστοί -κληρικοί, μοναχοί και λαικοί- οι οποίοι, δυνάμει του Αγίου Χρίσματός τους, επικυρώνουν ή και απορρίπτουν τις δογματικές αποφάσεις των Συνοδικών Επισκόπων, που τους εκπροσώπησαν, στην περίπτωση που αυτοί δεν ήσαν «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι», διαχρονικώς. Έτσι, η δογματική συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος αποτελεί την ανώτατη αυθεντία στην Εκκλησία, την οποία -Εκκλησία- εκφράζει θεσμικά και αλαθήτως η όντως Οικουμενική Σύνοδος, και εύλογα τότε αυτή έχει δεσμευτικές αποφάσεις για το σύνολο των πιστών όλων των επιμέρους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όλων των εποχών.

Εδώ, όμως, θα πρέπει να διευκρινιστεί, ότι και ο Ορθόδοξος πιστός  -κληρικός, μοναχός ή λαικός- δεν διασφαλίζεται από την ενδεχόμενη πλάνη μηχανιστικώς, επειδή έχει λάβει, απλώς, το Άγιο Χρίσμα και επειδή βρίσκεται σε μυστηριακή κοινωνία με τους ποιμένες του. Από την πλάνη διασφαλίζεται ο πιστός, μόνον όταν έχει και ενεργό μέσα του την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που έλαβε με το Άγιο Χρίσμα. Αυτό όμως προϋποθέτει έντονη ασκητική νήψη, αγαπητική τήρηση των θείων εντολών και ακατάκριτη μετοχή των θεουργών μυστηρίων της Εκκλησίας. Μόνο με αυτές τις βιωματικές προϋποθέσεις, ο λαός του Θεού έχει ενεργό την δογματική συνείδηση της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και τότε μόνον είναι σε θέση να ανακρίνει την πίστη των ποιμένων του και τότε μόνον οφείλει να τους ακολουθεί, σύμφωνα με όσα ερμηνευτικώς λέγει και ο ιερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας το χωρίο της προς Εβραίους Επιστολής του Αποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε των ηγουμένων υμών..., ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν» (Εβρ. 13,7. Βλ. Υπόμνημα εις την προς Εβραίους Επιστολήν, Ομιλία ΙΔ΄,1, ΕΠΕ 25, σ. 372).

 

Τα όσα είπαμε έως εδώ, θεολογικώς, για την Συνοδικότητα της Εκκλησίας, θα ήταν, νομίζω, πολύ σημαντικό να τα ακούσουμε και με τον απλό, αλλά μεστό πνευματικώς και φωτισμένο λόγο ενός χαρισματούχου και επισήμως, πλέον, αγίου της Εκκλησίας, με γραμματικό επίπεδο της Στ΄Δημοτικού, του Οσίου Παισίου του Αγιορείτου.

 

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία», λέγει, «πάντα λειτουργούσε με Συνόδους. Το ορθόδοξο πνεύμα είναι να λειτουργεί η Σύνοδος στην Εκκλησία και η Γεροντική Σύναξη στα Μοναστήρια. Ο αρχιεπίσκοπος και η Σύνοδος να αποφασίζουν μαζί. Ο ηγούμενος ή η ηγουμένη και το ηγουμενοσυμβούλιο να αποφασίζουν μαζί. Ο αρχιεπίσκοπος είναι πρώτος μεταξύ ίσων. Και ο Πατριάρχης δεν είναι πάπας. Έχει τον ίδιο βαθμό με τους υπόλοιπους ιεράρχες. Ενώ ο πάπας έχει άλλο βαθμό -κάθεται ψηλά και του φιλούν το πόδι!- ο Πατριάρχης κάθεται μαζί με τους άλλους ιεράρχες και συντονίζει. Και ένας ηγούμενος ή μία ηγουμένη σε σχέση με τους προισταμένους είναι πάλι πρώτοι μεταξύ ίσων.

Δεν μπορεί ο αρχιεπίσκοπος ή ένας ηγούμενος να κάνει ο,τι θέλει. Φωτίζει ο Θεός τον ένα Ιεράρχη ή προιστάμενο για το ένα θέμα, τον άλλο για το άλλο. Βλέπεις και οι τέσσερις Ευαγγελιστές συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο. Έτσι και εδώ, λέει την γνώμη του ο καθένας, και όταν υπάρχει αντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στα Πρακτικά. Γιατί, όταν πρόκειται για μια απόφαση αντίθετη με τις εντολές του Ευαγγελίου και ένας δεν συμφωνεί, αν δεν ζητήσει να καταχωριστεί η γνώμη του, θα φαίνεται ότι συμφωνεί. Αν δεν συμφωνεί και υπογράψει, χωρίς να καταχωριστεί η γνώμη του, κάνει κακό και φέρει ευθύνη· είναι ένοχος. Ενώ, αν πεί την γνώμη του, και η πλειοψηφία να είναι αντίθετη, αυτός είναι εντάξει απέναντι στον Θεό. Αν στην Εκκλησία δεν λειτουργεί σωστά η Σύνοδος ή στα μοναστήρια η Σύναξη, τότε, ενώ μιλούμε για ορθόδοξο πνεύμα, έχουμε παπικό. Το ορθόδοξο πνεύμα είναι να λέει και να καταχωρίζει ο καθένας την γνώμη του, όχι να μη μιλάει, γιατί φοβάται, ή να κολακεύει, για να τα έχει καλά με τον αρχιεπίσκοπο ή με τον ηγούμενο» (Γέροντος Παισίου Αγιορείτου, Λόγοι Α΄, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, σ. 329-330).

 

Σε άλλη συνάφεια έλεγε: «Η Εκκλησία δεν είναι καράβι του κάθε Επισκόπου για να κάνει ο,τι θέλει» (Ισαάκ Ιερομονάχου, Βίος Γέροντος Παισίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος, 2004, σ. 691).

 

Μετά την παράθεση των λόγων του αγίου Παισίου, ας επανέλθουμε στην εκκλησιαστική επικαιρότητα.

 

Η πρόσφατη εκκλησιολογική εκτροπή της «Συνόδου» της Κρήτης κατέδειξε, για μία ακόμη φορά, αυτό που είναι ήδη καταγεγραμμένο στην Εκκλησιαστική μας Ιστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ότι το Συνοδικό Σύστημα από μόνο του δεν διασφαλίζει μηχανιστικά την ορθότητα της Ορθοδόξου πίστεως. Αυτό γίνεται μόνο, όταν οι Συνοδικοί Επίσκοποι έχουν μέσα τους ενεργοποιημένο το Άγιο Πνεύμα και την Υποστατική Οδό, το Χριστό, οπότε ως Συν-Οδικοί (ως αυτοί δηλαδή που πηγαίνουν επί της Οδού που είναι ο Χριστός, μαζί με τον Χριστό) είναι στην πράξη και «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι».

 

Όπως αποδείχθηκε, δυστυχώς, αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο στις μέρες μας. Γι’ αυτό και είναι λανθασμένο το επιχείρημα που προβάλλεται, απροϋπόθετα, και κατά κόρον τόσο από τους πιστούς όσο και από τους Επισκόπους, ότι θα πράξουμε «ο,τι πεί η Εκκλησία» ή «περιμένουμε την απόφαση της Εκκλησίας», καθώς υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στην Εκκλησία, καθεαυτήν, -ως Θεανθρωπίνου μυστηριακού Σώματος του Χριστού- και την Διοίκηση της Εκκλησίας, η οποία εκφράζει πράγματι την Εκκλησία, μόνον όμως υπό συγκεκριμένες και σαφείς προϋποθέσεις.

Την Διοίκηση της Εκκλησίας συνιστούν οι Επίσκοποι στην Επισκοπή τους και οι Σύνοδοι των Επισκόπων σε Τοπικό ή Πανορθόδοξο επίπεδο. Αυτοί μαζί με τους πρεσβυτέρους των κατά τόπους Εκκλησιών και τον ευσεβή λαό συναποτελούν την Εκκλησία του Χριστού. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί ο Επίσκοπος να αγνοεί τους πρεσβυτέρους και το πλήρωμα της Εκκλησίας. Τα παραπάνω αποδεικνύονται και ιστορικώς. Στην Α΄ Αποστολική Σύνοδο -όπου Πρώτος και Πρόεδρος δεν ήταν ο Απόστολος Πέτρος, αλλά ο Αδελφόθεος Ιάκωβος- εκφράστηκε η Συνοδική Αλήθεια «συν όλη τη Εκκλησία»: «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Το «ημίν» δεν ήταν απλώς μόνον οι Απόστολοι, αλλά και «οι συν αυτοίς», δηλαδή οι Πρεσβύτεροι, «συν όλη τη Εκκλησία». Και όλη η Εκκλησία είναι και ο απλός λαός. Αλλά και στην περίπτωση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, η θεολογική θέση ενός νεαρού Διακόνου, του Μεγάλου Αθανασίου, εξέφρασε την όλη Εκκλησία.

 

Κατά συνέπεια, και αυτή η ορθότητα και Οικουμενικότητα μιάς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται αλαθήτως από το πλήρωμα των μελών της Εκκλησίας και ειδικότερα από την γρηγορούσα δογματική συνείδηση του ευλαβούς πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί το μόνο ερμηνευτικό «κλειδί» για την διαπίστωση της γνησιότητας του φρονήματός της.

 

Κι όταν λέμε δογματική συνείδηση, εννοούμε την πνευματική γνώση, που γεννιέται -χαρισματικώς- στην καρδιά των πιστών από την αγιοπνευματική άκτιστη Χάρη του ενεργοποιημένου Αγίου Χρίσματός τους. Είναι η συμπυκνωμένη πνευματική εμπειρία μέσα στην Εκκλησία, το λειτουργούν δηλαδή μέσα μας Άγιο Πνεύμα, το οποίο λάβαμε. Και αυτή είναι η μοναδική ισότητα μεταξύ των ανθρώπων μέσα στο σώμα του Χριστού, όπου όλες οι άλλες διαφοροποιήσεις -θεσμικές ή προσωπικές- έχουν δευτερεύουσα σημασία. Γι’ αυτό, και η δογματική συνείδηση των πιστών είναι τελείως ανεξάρτητη από την κατά κόσμον μόρφωσή τους και από την ενδεχόμενη διανοητική ή μη διανοητική ενασχόλησή τους. Όταν, λοιπόν, αυτή η δογματική συνείδηση των μελών όλης της Εκκλησίας είναι ενεργοποιημένη, αναδεικνύεται σε υπέρτατο κριτήριο της αληθείας.

 

Ένα γεγονός, που προκύπτει από την ίδια την φύση της Εκκλησίας και μαρτυρείται αδιάψευστα από την Εκκλησιαστική μας Ιστορία, είναι ότι υπήρξαν όχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες και Επίσκοποι αιρετικοί, αλλά και Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, που -ενώ συνιστούν το ανώτατο Διοικητικό όργανο της Εκκλησίας και είχαν όλες τις εξωτερικές-τυπικές προϋποθέσεις των Οικουμενικών Συνόδων- απορρίφθηκαν από την συνείδηση του πληρώματός της και χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ή Ληστρικές Σύνοδοι.

Κι αυτό, γιατί στα δογματικά θέματα η αλήθεια δεν βρίσκεται στην πλειονοψηφία των Συνοδικών Αρχιερέων. Η αλήθεια, καθεαυτήν, είναι πλειοψηφική. Δηλαδή και ένας όταν την εκφράζει, αυτή πλειοψηφεί, έναντι των εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων άλλων ψήφων, που είναι αντίθετες. Γιατί η Αλήθεια στην Εκκλησία δεν είναι ιδέα, δεν είναι άποψη. Είναι Υποστατική. Είναι ο ίδιος ο Χριστός. Γι’ αυτό, και όσοι διαφωνούν με αυτήν, αποκόπτονται από την Εκκλησία, αφού καθαιρούνται και αφορίζονται, κατά περίπτωση.

 

Η αλήθεια είναι το Ίδιο το Πνεύμα της Αληθείας, το Οποίο λειτουργεί και εκφράζεται και με μεμονωμένα άγια πρόσωπα. Λόγου χάρη, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος με την αγιότητά του και τις θεολογικότατες Ομιλίες του στην αρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, μόνος αυτός ανέτρεψε κυριολετικά το αιρετικό κλίμα της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας και προετοίμασε πνευματικώς τον θρίαμβο της Εκκλησίας, διά της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Αλλά, αυτό το πράγμα το έδειξε χαρακτηριστικά η Ιστορία και στο πρόσωπο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, ο οποίος -σημειωτέον- είχε μαζί του και όλη την Ορθόδοξη τότε Δυτική Εκκλησία με τον Ορθόδοξο Πάπα. Το έδειξε όμως και στη δεύτερη χιλιετία, στο πρόσωπο του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, στην ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας. Οι άγιοι ήτανε μονάδες, έναντι της κυριαρχίας της πλειοψηφίας.

 

Αποδεικνύεται εδώ, πως ένας άγιος άνθρωπος έδωσε την απάντηση της Εκκλησίας και τον δικαίωσε η Εκκλησιαστική Ιστορία σε σχέση με όλους τους άλλους, τον Αυτοκράτορα, τον Πατριάρχη και όλους όσοι συμμετείχαν, και οι οποίοι δεν εξέθεσαν την αλήθεια. Άρα, δεν είναι θέμα αριθμού, αλλά θέμα Αληθείας ή μη Αληθείας. Αυτό το πράγμα δεν πρέπει να το ξεχνούμε, γιατί είναι η ποιοτική διαφορά μεταξύ Ορθοδοξίας και ετεροδοξίας, στην πράξη. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τα πράγματα δεν λειτουργούν παπικά. Δεν είναι ο «Πρώτος» υπεράνω και των Οικουμενικών Συνόδων, όπως στον Παπισμό, ούτε φυσικά υπάρχει κάποιος επιμέρους Προκαθήμενος ως πάπας, που να τοποθετηθεί πάνω από την Ιεραρχία της Εκκλησίας μας.

Άρα, κριτήριο στην Εκκλησία δεν είναι, ότι συνήλθε όλη η Ορθόδοξη Εκκλησία και απεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θα μπορούσε να είναι θεωρητικά και όλοι οι Επίσκοποι, και ένας, δύο, τρεις ή ελάχιστοι από αυτούς να λέγανε κάτι το αντίθετο. Δεν σημαίνει, ότι εκείνο, που θα πεί η συντριπτική πλειοψηφία των Επισκόπων, αποτελεί εχέγγυο της Αληθείας, και ότι θα πρέπει οπωσδήποτε αυτό να το αποδεχτεί το πλήρωμα. Όχι, δεν είναι έτσι τα πράγματα στην Εκκλησία. Κριτήριο της Αληθείας είναι, εάν τα λεγόμενα στις Εκκλησιαστικές Συνόδους είναι «επόμενα τοις Αγίοις Πατράσι».

………

http://epomeni-tois-agiois-patrasi.blogspot.gr/2016/11/blog-post.html


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου