Στυλ. Τσομπανίδης:
"ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ"
Ὁ κ. Παναγιώτης Ἀνδριόπουλος παρουσιάζει τὸ νέο
βιβλίο, ποιοῦ ἄλλου, τοῦ οἰκουμενιστῆ συγγραφέα, κ. Στυλιανοῦ Τσομπανίδη.
Τὰ δείγματα ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἀπὸ τὸ βιβλίου τοῦ κ. Τσομπανιδη καταδεικνύουν ὅτι ὁ συγγραφέας εἶναι ἀπόλυτα συνεπὴς στὸν Οἰκουμενισμό του. Οἱ θέσεις του ξεκάθαρες. Μὲ γλαφυρὸ καὶ ἀποκαλυπτικὸ τρόπο καταδεικνύει τὴν οἰκουμενιστικὴ στοχοθεσία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ ξεστράτισμα τῆς Ὀρθοδοξίας στὶς ἀτραποὺς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς παγκοσμιοποίησης.
Ἡ Ὀρθοδοξία (στὴν σκέψη τῶν Οἰκουμενιστῶν) δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή: ἢ συνδέεται καὶ ταυτίζεται μὲ τὸν Οἰκουμενισμό (δηλαδὴ ἀφομοιώνεται ἀπὸ αὐτόν), ἢ πεθαίνει. Ἡ σύνδεση καὶ ἡ συμπόρευση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς αἱρετικὲς Ὁμολογίες τῆς Δύσεως, κατὰ τὸν συγγραφέα, σημαίνει ἄνθιση τῆς Ὀρθοδοξίας, ζωντανὴ θεολογία, σύσφιγξη τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν! Μόνο ποὺ οἱ ἐκφράζοντες αὐτὲς τὶς ἰδέες Ἐπίσκοποι καὶ ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι, ἔχουν παύσει νὰ εἶναι ὀρθόδοξοι, ἀφοῦ ἐναντιώνονται φανερὰ στοὺς Ἁγίους τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐφάρμοζαν ἀπὸ συμφώνου τὴν Ἐντολὴ τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη καὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀποφεύγοντας κάθε ἐπικοινωνία μὲ ἀμετανόητους αἱρετικούς. Αὐτὴ τὴν "παραξενιά" τους(!) τὴν ἔχουν ..."διορθώσει" σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἔχουν διορθώσει καὶ τὴν παραξενιὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων ποὺ ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, τὴν "παραξενιὰ" τοῦ Κυρίου ποὺ ἀπαγόρευσε τὴν παραποίηση ἔστω καὶ ἑνὸς λόγου Του, μιᾶς "κεραίας"!
Οὐδέποτε διάβασε ὁ κ. Τσομπανίδης στὰ κείμενα τῆς Παραδόσεώς μας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εὔχεται γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἐν μετανοίᾳ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία κι ὄχι γιὰ ἕνωση τῆς ἀλήθειας μὲ τὴν πλάνη ἢ τὴν ἀνοχὴ ἀπὸ “ἀγάπη” τῆς πλάνης;
Οὐδέποτε ἀνέγνωσε στὴν Παράδοσή μας (αὐτὴ ποὺ τὴν ἐπικαλεῖται μέν, ἀλλὰ διαστρεβλωμένη κατὰ τὰ βατικάνεια πρότυπα) ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ Πατέρες, οἱ πραγματικοὶ Ποιμένες (τσομπάνιδες) κ. Τσομπανίδη, μᾶς δίδαξαν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ αἱρετικούς, ποὺ ὄχι μονο δὲν μετανοοῦν, ἀλλὰ καὶ αὐξάνουν τὶς αἱρέσεις τους;
Οὐδέποτε ἄκουσε τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τοὺς Πατέρες ποὺ τὸν ἐπανέλαβαν ὅτι «φθείρουσι ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί» καὶ μολύνουν τὸ νοῦ τῶν διαλεγομένων μὲ ἀμετανόητους;
Οὐδέποτε ἀντελήφθη ὅτι «τοσαύτην οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτῶν ἔσχον εὐλάβειαν πρὸς τὸ μηδὲ μέχρι λόγου κοινωνεῖν τινὶ τῶν παραχαρασσόντων τὴν ἀλήθειαν, ὡς καὶ Παῦλος ἔφησεν· αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»;
Ἀπόδειξη ὅτι τίποτα ἀπὸ αὐτὰ δὲν κατάλαβε, εἶναι ἡ νεκρότητα ποὺ περιφέρουν καὶ ἐπιδεικνύουν οἱ Οἰκουμενιστές, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν παραθεώρηση, καταστρατήγηση τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τὴν κατεδάφιση τοῦ ὀρθοδόξου οἰκοδομήματος.
Δὲν καταλαβαίνει ὁ καθηγητὴς ὅτι ναί (ὅπως γράφει), «η αποστολή της Εκκλησίας είναι ένας συνεχής διάλογος με τον άνθρωπο ιδιαίτερα με τον “άλλο”», ἀλλὰ ἕνας διάλογος ἐν ἀληθείᾳ καὶ γιὰ τὴν παραμονὴ στὴν Ἀληθεία, κι ὄχι γιὰ τὴν διαστροφὴ τῆς Ἀληθείας· ἕνας διάλογος, ἀφορμὴ γιὰ νὰ προσεγγίσουν τὸν Σωτῆρα καὶ τὴν σωτηρία ποὺ προσφέρει, καὶ ὄχι διάλογος ποὺ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια Του καὶ τὴν διαστρέφει μέσα ἀπὸ τὶς συμβιβαστικὲς διατυπώσεις καὶ τὸ παζάρεμα τῆς ἀλήθειας, ποὺ καταντᾶ προδοσία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του.
Ἕνα παράδειγμα μόνο φτάνει, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι οἱ διάλογοι στοὺς ὁποίους συμμετέχει ὁ κ. Τσομπανάκης ἀποτελοῦν καρικατούρα τῶν διαλόγων τῶν Πατέρων καὶ ὅλος ὁ κόπος του πάει χαμένος, γιατὶ ὑπηρετεῖ τὸν διάβολο καὶ τὶς μεθοδεῖες του κι ὄχι τὸν Χριστό:
Σὲ ἕνα διάλογο (ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ Μ. Ἀθανάσιος) μεταξὺ αἱρετιζόντων Ἐπισκόπων καὶ Ὀρθοδόξων, οἱ αἱρετικοὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἀπόψεις τους καὶ ἀπαιτώντας νὰ μὴ ζητηθοῦν οἱ καμουφλαρισμένες αἱρετικὲς δοξασίες ποὺ εἶχαν διατυπώσει ἐγγράφως. Ὅταν διαβάστηκε τελικὰ τὸ Ἔγγραφο, οἱ Πατέρες ἀμέσως διέκριναν τὰ αἱρετικά τους φρονήματα (τὰ ὁποῖα μὲ ἀπάτη προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν) καὶ τοὺς ἐζήτησαν νὰ ἀναθεματίσουν τὴν αἵρεση. Φυσικὰ αὐτοὶ τὸ ἀρνήθηκαν. Καὶ τότε οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι ἐθαύμασαν γιὰ τὸ μέγεθος τῆς δολιότητος καὶ πανουργίας τους καὶ εἶπαν:
Ἐμεῖς δὲν ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, αὐτὴν τὴν ἔχουμε, ἀλλὰ ἤρθαμε γιὰ νὰ συνετίσουμε τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἀντιλέγουν στὴν παραδοθεῖσα ἀληθινὴ πίστη: «ἡμεῖς οὐ δεόμενοι πίστεως συνήλθομεν (ἔχομεν γὰρ ἐν ἑαυτοῖς ὑγιαίνουσαν τὴν πίστιν), ἀλλ' ἵνα τοὺς ἀντιλέγοντας τῇ ἀληθείᾳ καὶ καινοτομεῖν ἐπιχειροῦντας ἐντρέψωμεν». Καὶ κατέληξαν: Μόνο ἂν ἀποδεχθῆτε τὴν παραδεδομένη πίστη ποὺ ἐμεῖς ἐδῶ πιστὰ ἐκφράζουμε, μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξύ μας ὁμοφροσύνη. Ἐπειδὴ δὲ αὐτοί, ὡς ἀμαθεῖς καὶ δόλιοι, ἐπέμεναν στὶς θέσεις, οἱ Πατέρες τοὺς κατεδίκασαν «ὡς μὴ ὄντας ἀληθῶς Χριστιανούς»
(Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν
γενομένων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ τῆς Ἰταλίας καὶ ἐν Σελευκείᾳ τῆς Ἰσαυρίας συνόδων).
Του
Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Κυκλοφορήθηκε πρόσφατα
το καινούργιο βιβλίο του καθηγητή στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. Στυλιανού Τσομπανίδη, με τίτλο: "Υπέρ της
οικουμένης. Μελέτες για την Οικουμενική Κίνηση και την αποστολή της Εκκλησίας
στο σημερινό κόσμο", σ. 708 (εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη
2014).
Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα βιβλίο - εργαλείο καθώς περιλαμβάνει μελέτες του Στ. Τσομπανίδη για σημαντικά σύγχρονα θεολογικά θέματα, αλλά και θεμελιώδη για την κατανόηση της σύγχρονης Οικουμενικής Κίνησης κείμενα στο Παράρτημα.
Η συνεισφορά του Στ. Τσομπανίδη και με το εν λόγω βιβλίο είναι ότι σε πολλά κείμενά του, αναφέρεται απολύτως τεκμηριωμένα στην συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση. Μέσα από τα σχετικά επίσημα κείμενα που παραθέτει, καταδεικνύεται το γεγονός της ζωογόνου παρουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση. Διαβάζοντας τα κείμενα αυτά θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Κίνηση χωρίς την Ορθοδοξία. Άρα, είναι επιτακτικό χρέος της Ορθόδοξης Εκκλησίας σήμερα, η μαρτυρία της στην Οικουμενική Κίνηση.
Ο Στ. Τσομπανίδης πιστεύει στην Οικουμενική Κίνηση, δηλ. πιστεύει πως μέσα από τον διαρκή διάλογο προκύπτουν πολλά και σημαντικά. Γι' αυτό και έχει ενδιαφέρον η αφιέρωσή του στο βιβλίο: "Στον καθηγητή και δάσκαλό μου Ulrich Duchrow και σε όσους με λόγο και πράξη κρατούν ζωντανή την ελπίδα ότι ένας άλλος κόσμος είναι όχι μόνο εφικτός, αλλά μπορεί σήμερα να οικοδομηθεί".
Η ζωντανή ελπίδα του Στ. Τσομπανίδη δεν είναι ουτοπία. Είναι πίστη και αγάπη "υπέρ της Οικουμένης".
Οι έννοιες και οι έγνοιες του συγγραφέα αποτυπώνουν τους κραδασμούς μιας εκκλησιαστικής έντασης, που διέπεται από ζήλο πυρφόρο: "Η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία στην εποχή της Οικουμένης", "Προς μια φιλό-ξενη θεολογία", "Προς μια δυναμική Εκκλησιολογία".
Η Οικουμενική Κίνηση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αμφισβητούν α-νοήτως κάποιοι μίζεροι. Ευτυχώς η λογική της "Οικουμένης" τους αντιπαρέρχεται ως επαρχιώτες χειρίστου είδους.
Είναι πολύ σημαντικό που ο Στ. Τσομπανίδης μ' αυτό του το πόνημα στοιχείται στην προσμονή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας την επόμενη χρονιά (2016). Ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορεί παρά να απασχολεί σοβαρά οικουμενικούς θεολόγους, όπως ο Στ. Τσομπανίδης.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα βιβλίο - εργαλείο καθώς περιλαμβάνει μελέτες του Στ. Τσομπανίδη για σημαντικά σύγχρονα θεολογικά θέματα, αλλά και θεμελιώδη για την κατανόηση της σύγχρονης Οικουμενικής Κίνησης κείμενα στο Παράρτημα.
Η συνεισφορά του Στ. Τσομπανίδη και με το εν λόγω βιβλίο είναι ότι σε πολλά κείμενά του, αναφέρεται απολύτως τεκμηριωμένα στην συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση. Μέσα από τα σχετικά επίσημα κείμενα που παραθέτει, καταδεικνύεται το γεγονός της ζωογόνου παρουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση. Διαβάζοντας τα κείμενα αυτά θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Κίνηση χωρίς την Ορθοδοξία. Άρα, είναι επιτακτικό χρέος της Ορθόδοξης Εκκλησίας σήμερα, η μαρτυρία της στην Οικουμενική Κίνηση.
Ο Στ. Τσομπανίδης πιστεύει στην Οικουμενική Κίνηση, δηλ. πιστεύει πως μέσα από τον διαρκή διάλογο προκύπτουν πολλά και σημαντικά. Γι' αυτό και έχει ενδιαφέρον η αφιέρωσή του στο βιβλίο: "Στον καθηγητή και δάσκαλό μου Ulrich Duchrow και σε όσους με λόγο και πράξη κρατούν ζωντανή την ελπίδα ότι ένας άλλος κόσμος είναι όχι μόνο εφικτός, αλλά μπορεί σήμερα να οικοδομηθεί".
Η ζωντανή ελπίδα του Στ. Τσομπανίδη δεν είναι ουτοπία. Είναι πίστη και αγάπη "υπέρ της Οικουμένης".
Οι έννοιες και οι έγνοιες του συγγραφέα αποτυπώνουν τους κραδασμούς μιας εκκλησιαστικής έντασης, που διέπεται από ζήλο πυρφόρο: "Η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία στην εποχή της Οικουμένης", "Προς μια φιλό-ξενη θεολογία", "Προς μια δυναμική Εκκλησιολογία".
Η Οικουμενική Κίνηση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αμφισβητούν α-νοήτως κάποιοι μίζεροι. Ευτυχώς η λογική της "Οικουμένης" τους αντιπαρέρχεται ως επαρχιώτες χειρίστου είδους.
Είναι πολύ σημαντικό που ο Στ. Τσομπανίδης μ' αυτό του το πόνημα στοιχείται στην προσμονή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας την επόμενη χρονιά (2016). Ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορεί παρά να απασχολεί σοβαρά οικουμενικούς θεολόγους, όπως ο Στ. Τσομπανίδης.
Παραθέτουμε στη συνέχεια τον πρόλογο του ίδιου του συγγραφέα στο βιβλίο:
«Η Εκκλησία δεν ζη δια τον εαυτόν της, αλλά
οφείλει να μαρτυρή και να μοιράζηται τα δώρα του Θεού μετά των εγγύς και των
μακράν. Μετέχοντες της Θείας Ευχαριστίας και προσευχόμενοι υπέρ της οικουμένης,
καλούμεθα να συνεχίσωμεν την λειτουργίαν
μετά την Θείαν Λειτουργίαν και να μοιρασθώμεν μεθ᾿
ολοκλήρου της ανθρωπότητος τα δώρα της αληθείας και της αγάπης» (η υπογράμμιση
δική μου).
Το παράθεμα ανήκει στην έβδομη παράγραφο του
κοινού ανακοινωθέντος της Σύναξης των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο
Φανάρι το Μάρτιο του 2014. Η θέση του στον Πρόλογο του ανά χείρας βιβλίου
οφείλεται σε δύο λόγους: Πρώτα, καταδεικνύει τη συγκυρία για την υλοποίηση της
ειλημμένης από καιρό απόφασής μου να συγκεντρώσω σε ένα τόμο μελέτες και άρθρα
που συνέγραψα κατά την τελευταία δεκαετία, όλα καρπός της διδακτικής και
ερευνητικής ενασχόλησής μου με το ακανθώδες θέμα της Οικουμενικής Κίνησης.
Δεύτερο, αναδεικνύει το κοινό νήμα και βασικό νόημα που διατρέχει και συνδέει
τα κείμενα του παρόντος τόμου.
Η συγκυρία είναι η κοσμοϊστορική
απόφαση της Σύναξης των Προκαθημένων να πραγματοποιηθεί, εκτός βεβαίως
απροόπτου, το από πολλών ετών κυοφορούμενο όραμα της συγκλήσεως της Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά την ημέρα της Πεντηκοστής του
έτους 2016.
Τρία από τα θέματα που έχουν εγκριθεί και
αναμένεται να επικαιροποιηθούν από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο είναι τα
παρακάτω: «Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο»,
«Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση» και «Η συμβολή της Ορθόδοξης
Εκκλησίας στην επικράτηση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της
αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και στην άρση των φυλετικών και
άλλων διακρίσεων».
Η σύγκλησή της και οι καρποί της λοιπόν δεν
είναι πράγματα ξένα προς τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην
Οικουμενική Κίνηση και στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. Αναμφίβολα, με την Οικουμενική Κίνηση συνδέεται και
συμπορεύεται η πανορθόδοξη κίνηση για τη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των
Ορθοδόξων Εκκλησιών, για την ανανέωση της ζωής τους, για ένα
συγχρονισμό της ζωής και της διδασκαλίας τους, για μια ζωντανή θεολογία και,
τέλος, για τη συνειδητοποίηση του ενοποιού τους ρόλου μέσα σε ένα διασπασμένο
από την αδικία και τη βία κόσμο. Από τη μία πλευρά, οι ζυμώσεις και η συνοδική
πορεία για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας ανανέωσαν την
αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τη βοήθησαν να ξαναβρεί την καθολική
συνείδησή της και να διατηρήσει ζωντανό το οικουμενικό φρόνημά της. Και από την
άλλη, κάθε πρωτοβουλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για συνεργασία στην Οικουμενική
Κίνηση συνοδευόταν και συνοδεύεται από μια αυτόματη κίνηση για σύσφιξη των σχέσεων
μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και για ανανέωση της ζωής τους.
Η προσπάθεια, λοιπόν, για την
έκφραση της πανορθόδοξης ενότητας και αυτοσυνειδησίας και η επαφή της Ορθόδοξης
Εκκλησίας με την Οικουμενική Κίνηση είναι συγκοινωνούντα δοχεία, υπάρχει
μεταξύ τους έντονη αλληλεπίδραση, το ένα «τροφοδοτεί» το άλλο. Βεβαίως, η
οικουμενική δράση και το οικουμενικό φρόνημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας πηγάζουν
από αίσθημα ευθύνης και αποτελούν μια αδιάσπαστη γραμμή, που φτάνει ως το
μακρινό παρελθόν της παράδοσής της. Αιώνες τώρα η Εκκλησία προσεύχεται «υπέρ
της Οικουμένης» και «υπέρ… ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των
πάντων ενώσεως» και, όπως υπογράμμισε η Γ´ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη
(Σαμπεζύ 1986), η Ορθόδοξη Εκκλησία πάντοτε αγωνίστηκε για την αποκατάσταση της
χριστιανικής ενότητας, γι’ αυτό και σήμερα η συμμετοχή της στην Οικουμενική
Κίνηση δεν είναι καθόλου ξένη προς τη φύση και την ιστορία της, αλλά αποτελεί
συνεπή έκφραση της αποστολικής πίστης μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες και με σκοπό
την αντιμετώπιση νέων υπαρξιακών αιτημάτων.
Και μόνο η αναγγελία της απόφασης
για τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου μέσα σε πρωτόγνωρες αρνητικές
εξελίξεις σε όλο τον κόσμο καθιστά πιο επιτακτική και ενδιαφέρουσα την έκδοση
του παρόντος τόμου. Όλα τα κείμενα που τον συνθέτουν,
προσεγγίζουν σημαντικά προβλήματα που αναφύονται κατά τις σύγχρονες
εκκλησιολογικές και οικουμενικές αναζητήσεις μέσα σε νέα ιστορικά δεδομένα και
σημαντικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και προσπαθούν να καταγράψουν την παρουσία
και τη συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση και το πώς
αυτή, με βάση τη σύγχρονη θεολογική έρευνα, την πίστη και τη ζωή της, μέσα σε
αυτές τις νέες ιστορικές συνθήκες έχει (ή μπορεί να) συμβάλει στη διαμόρφωση
μιας κοινής οικουμενικής μαρτυρίας και δράσης για την αντιμετώπιση των
προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης και του τεράστιου μεγέθους, της πολυπλοκότητας
και της όξυνσης των κινδύνων που απειλούν τον άνθρωπο και το περιβάλλον
του.
Ακόμη, εκτός από την απόπειρα αποτίμησης των πρώτων
επαφών της Μεταρρύθμισης με την Ορθόδοξη Εκκλησία υπό το φως της σύγχρονης
οικουμενικής κίνησης, παρουσιάζεται η γένεση και η εξέλιξη της Οικουμενικής
Κίνησης, ιδιαίτερα του κατ’ εξοχήν οργάνου της, του Παγκοσμίου Συμβουλίου
Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.), καθώς και το μεγάλο γεγονός της Β΄ Βατικανής Συνόδου που
«άνοιξε» το δρόμο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς την Οικουμένη.
Αυτό που φαίνεται μέσα από τα
κείμενα είναι ότι η αποστολή της Εκκλησίας είναι ένας συνεχής διάλογος με τον
άνθρωπο, ιδιαίτερα με τον «άλλο», καθώς και με τις
ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές πραγματικότητες της εποχής της. Ο
διάλογος κατανοημένος ως «διαλογική μαρτυρία και λειτουργική διακονία» οδηγεί
την Εκκλησία σε «έξοδο» από την αυτοδικαίωση, την αποκλειστικότητα, την
αυτάρκεια, προς το δραματικό γίγνεσθαι της ιστορίας με στόχο την καταλλαγή και
θεραπεία των τραυμάτων της διαίρεσης των χριστιανών, αλλά και τον ευαγγελισμό
και τη μεταμόρφωση του κόσμου.
Τα κείμενα που επελέγησαν
κατατάσσονται εδώ οργανικά, και όχι χρονολογικά,
σε τέσσερις ενότητες και επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε οικουμενικά, εκκλησιολογικά, διαθρησκειακά και
κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα. Συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο με
σκοπό αφενός να είναι πιο εύκολα προσβάσιμα σε κάθε ενδιαφερόμενο/η, και
αφετέρου να συμβάλουν κατά το δυνατό ή να προσφέρουν απλώς ερεθίσματα στο
σχετικό προβληματισμό και τις ζυμώσεις πριν αλλά και μετά από την Αγία και
Μεγάλη Σύνοδο, στην οικουμενική «προσκυνηματική πορεία για δικαιοσύνη και
ειρήνη» που αποφασίστηκε στη Ι΄ Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Μπουσάν της Ν.
Κορέας το 2013. Τα περισσότερα από αυτά συντάχθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία
με ποικίλες επιστημονικές αφορμές και δημοσιεύθηκαν ή θα δημοσιευθούν σε
Πρακτικά συνεδρίων ή ημερίδων, σε αφιερωματικούς Τόμους και σε επιστημονικά
περιοδικά. Τα κείμενα που έχουν ήδη δημοσιευθεί αναδημοσιεύονται χωρίς αλλαγές.
Επεξεργασία έχει υποστεί η πρώτη και πιο εκτενής μελέτη, η οποία αποτελεί μέρος
παλαιότερου βιβλίου μου. Σε αυτή προστέθηκε μια υποενότητα για τη Ι΄ Γενική
Συνέλευση του Π.Σ.Ε. και έτσι περιέχονται όλες οι μέχρι στιγμής Γενικές
Συνελεύσεις του Συμβουλίου.
Το Παράρτημα περιλαμβάνει εκτός από τη «Δήλωση
του Τορόντο», που αποτελεί σταθμό στην ιστορία του Π.Σ.Ε. και παραμένει μέχρι
σήμερα το πιο θεμελιακό κείμενο για τη φύση του Συμβουλίου, βαρυσήμαντες
διορθόδοξες δηλώσεις και διακηρύξεις για τη φύση της οικουμενικής μαρτυρίας της
Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το πλήθος και η ποικιλία των μελετών που περιέχονται στον
τόμο έχουν ως αναπόφευκτη συνέπεια κάποιες επαναλήψεις, οι οποίες κρίθηκε καλό
να παραμείνουν για να μη χαθεί η αρχική ροή των κειμένων και γιατί είτε
εκφράζουν κάποιες βασικές θέσεις και ιδέες του συγγραφέα είτε αναφέρονται σε
γεγονότα-σταθμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου